Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

Vertigo 1958

Vertigo 1958

Δεσμώτης του ιλίγγου


Σκηνοθεσία: Alfred Hitchcock

Σενάριο: Alec Coppel, Samuel A. Taylor,

Pierre Boileau, Thomas Narcejac, Maxwell Anderson

Είδος: Crime, HITCHCCOCK, Mystery, Romance, Thriller

Διάρκεια: 02:08

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

James Stewart: John 'Scottie' Ferguson

Kim Novak: Madeleine Elster

Barbara Bel Geddes: Midge Wood

Tom Helmore: Gavin Elster

Henry Jones: Coroner

     Ξεπερνάει το μυαλό. Μελόδραμα ερωτικό. Ταυτόχρονα το παιχνίδι της πραγματικότητας με το φαντασιακό. Ταυτόχρονα αγωνία μέχρι το τελευταίο λεπτό. Και ταυτόχρονα μια ιστορία που σε καθηλώνει από την αρχή μέχρι το φινάλε το ανατρεπτικό. Οι «ένοχοι» με την εξής σειρά, από κάτω προς τα πάνω: Πρώτα το μυθιστόρημα «D΄ Εntre Les Μorts». Ύστερα το σενάριο των Άλεκ Κόπελ και Σάμιουελ Τέιλορ. Στη συνέχεια η φωτογραφία του Ρόμπερτ Μπερκς. Ακόμα, η μουσική του Μπέρναρ Χέρμαν που τυλίγει το πεντάγραμμο γύρω από την ανάσα του θεατή. Και στο τέλος και αφού έχουν προηγηθεί όλοι οι συντελεστές- μακιγιέρ, κομμωτές, ενδυματολόγοι και φυσικά η Κιμ Νόβακ μόλις 25 ετών και ο Τζίμι Στιούαρτ- τότε ακριβώς στην κορυφή ο αρχιμάστορας όλων των εποχών, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ χωρίς αναισθητικό.

Εξωτερικά, εκ πρώτης όψεως μια πρωτότυπη ερωτική ιστορία βουτηγμένη στο θρίλερ, το μυστήριο, τη γοητεία και το σασπένς. Εσωτερικά πλήθος τα επίπεδα, οι αναγωγές, οι αναφορές. Από το κοινωνικό σχόλιο μέχρι την ψυχανάλυση και από την ψυχανάλυση μέχρι τον ερωτισμό. Το Αmerican Cinema on the Τop. Παράδειγμα ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ, δηλαδή του Σκοτ Φέργκιουσον. Γιατί μπάτσος; Επειδή δουλειά του είναι να εισχωρεί στις πιο απόκρημνες πλευρές της καθημερινής πραγματικότητας. Τότε γιατί φοβάται το ύψος; Ακριβώς γι΄ αυτό. Επειδή φοβάται να συναντηθεί, να κατανοήσει και να αποκρυπτογραφήσει την πραγματικότητα. Όλα εξηγούνται με τον ορθολογισμό και τη διαλεκτική. Όλα. Ο Τζίμι Στιούαρτ λοιπόν είναι ο ζωντανός ορισμός της αυτοαναίρεσης της επαγγελματικής του ιδιότητας. Είναι και ταυτόχρονα δεν είναι. Κρατήστε το αυτό.

Αφού λοιπόν θέλει να «δει» αλλά δεν μπορεί, με το βάθος της πραγματικότητας να συναντηθεί, ε τότε εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί. Έτσι για να μην γκρεμιστεί- βλέποντας από πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από το φαίνεσθε στο είναι- καταφεύγει στη σκηνοθεσία τη φαντασιακή. Ο χαρακτήρας του Τζίμι Στιούαρτ είναι ακριβώς αυτός του σκηνοθέτη μιας φανταστικής, επινοημένης ιστορίας. Κρατήστε το κι αυτό.

Η Μαντλέν, δηλαδή η Κιμ Νόβακ σε φόρμα μοναδική, είναι το δόλωμα και το ερωτικό αντικείμενο του πόθου του Τζίμι Στιούαρτ. Πώς εξηγείται αυτό; Απλό. Από τη συνεχή παρακολούθηση του επιφαινόμενου της πραγματικότητας. Όπως ο θεατής έτσι κι αυτός. Βυθίζεται σ΄ αυτό. Με το μυαλό του φτιάχνει μελόδραμα υποκειμενικό, δηλαδή ουτοπικό. Παρεμπιπτόντως οι σκηνές αυτές συγκαταλέγονται μέσα στις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου. Εκείνος βλέπει ό,τι η Μαντλέν θέλει να του αποκαλύψει. Το βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ είναι ο φακός του Χίτσκοκ. Η Μαντλέν είναι το δόλωμα του βλέμματος του Χίτσκοκ. Και ο Στιούαρτ και ο θεατής παραπλανημένοι, παγιδευμένοι και οι δυο. Ο Στιούαρτ από τη Μαντλέν. Ο θεατής και από τους δύο. Ο Χίτσκοκ παραπλανά και τους τρεις. Αυτή η μαγεία η κινηματογραφική. Αυτή η μυστήρια η ευλογία η καλλιτεχνική!

Έτσι ο Στιούαρτ, όπως ο θεατής, μπερδεύει το ρηχό και το επιφαινόμενο με το βάθος το απροσμέτρητο και το εφιαλτικό. Έτσι ερωτεύεται τη Μαντλέν. Κι έτσι στην πραγματικότητα ερωτεύεται «αυτό» που ο ίδιος είναι. Το πάθος, την ουτοπία, την οφθαλμαπάτη, τη φενάκη. Ο άνθρωπος που φοβάται να συναντηθεί με το βάθος των πραγμάτων, αρχίζει να γκρεμίζεται μέσα στο πηγάδι. Γι΄ αυτό το μοναστήρι το Καθολικό. Η οφθαλμαπάτη πορεύεται με τη μυθολογία. Η μυθολογία με την ιδεοληψία. Η ιδεοληψία με τη θρησκεία. Κι έτσι το ένα αναιρεί το άλλο. Ο μπάτσος τον μπάτσο. Ο έρωτας τον έρωτα. Το πάθος το πάθος. Και το φαντασιακό αναιρείται από το πραγματικό. Γι΄ αυτό ο Χίτσκοκ ενώ εξωτερικά χρησιμοποιεί το νοσηρό, το νεκροφιλικό και το φαντασιακό, στο βάθος και στο τέλος όλα αυτά τα κονιορτοποιεί. Επειδή ακριβώς ο ήρωάς του είναι ευάλωτος, επιρρεπής προς το σκηνοθετημένο και το μη πραγματικό. Η αποφυγή της πραγματικότητας- λέει ο Χίτσκοκ- καταλήγει στον ιδεαλισμό και τον ρομαντισμό. Με τη σειρά του ο ρομαντισμός σε σπρώχνει στο νοσηρό. Οι προϋποθέσεις για νεκροφιλία και αυταπάτη.

Το τέλος του κατήφορου είναι ο πάτος. Βυθισμένος ο Στιούαρτ στον κόσμο που έχει φτιάξει με την αυταπάτη. Ολοσχερώς. Όταν λοιπόν συναντάει την Τζούντι, ένα πλάσμα που μοιάζει με τη νεκρή Μαντλέν σαν δυο σταγόνες νερό, πέφτει στα γόνατα, την εκλιπαρεί και στη συνέχεια αρχίζει να τη μεταμορφώνει. Να μοιάσει η Τζούντι με τη Μαντλέν. Να μεταφέρει την πραγματικότητα στον δικό του κόσμο τον φανταστικό. Το υποκειμενικό να γίνει αντικειμενικό. Ο νεκρός ζωντανός. Η νεκροφιλία υποκατάστατο της σαρκικής, ερωτικής σχέσης. Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται.

Η διαδικασία σε διπλή, αντιθετική πορεία. Ο Στιούαρτ σε καθοδική γραμμή. Από τα πάνω προς τα κάτω. Από τη Γη στον τάφο. Ο θάνατος καταφθάνει από κάθε πλευρά. Από την αδυναμία του να κοιτάξει προς το βάθος. Από την επαγγελματική του ανεπάρκεια. Από την ιδεοληψία του την ερωτική. Αόρατες σφαίρες τον πλήττουν αλλά εκείνος εκεί. Ακάθεκτος στην ίδια ρομαντική φυγή. Η δεύτερη πορεία, η σκηνοθετική, σε διαφορετική τροχιά. Από τα κάτω προς τα πάνω. Ο θεατής παγιδευμένος στο βλέμμα του Τζίμι Στιούαρτ, βλέπει ό,τι εκείνος θέλει να δει. Ο πλήρης ορισμός της κινηματογραφικής παγίδας. Ο Χίτσκοκ θέτει όλες τις παραμέτρους του μελοδράματος και ταυτόχρονα τις αναιρεί. Απίστευτο αλλά αληθινό. Και το υποστηρίζει με καλλιτεχνική μαγεία μοναδική.

Παράδειγμα η Κιμ Νόβακ. Ο απόλυτος ορισμός της κατασκευασμένης ομορφιάς. Μάρμαρο σμιλεμένο με θεϊκή πνοή. Η παγίδα του Στιούαρτ, δηλαδή του θεατή. Θεσπέσια, καλλίγραμμη, αισθησιακή και ταυτόχρονα απόμακρη και «νεκρή». Η περιφορά μιας ζωντανής κούκλας σε μια χαοτική ιστορία. Η συμμετρία μέσα στην ασυμμετρία. Αντίθετα, μονοδιάστατος ο ρόλος του Τζίμι Στιούαρτ. Δεδομένος και γι΄ αυτό προβλεπόμενος και χαμένος. Έτσι η κόντρα ανάμεσα σ΄ αυτό που φαίνεται και σ΄ αυτό που είναι μεταφέρεται στη σχέση των δύο προσώπων. Ο Στιούαρτ ερωτεύεται την άψυχη ομορφιά. Όμως η άψυχη ομορφιά είναι επικίνδυνη γιατί είναι φτιαγμένη για να παραπλανά. Άρα η εικονική πραγματικότητα είναι παγίδα και φραγή. Για να ολοκληρώνω. Το «Vertigo» («Δεσμώτης του ιλίγγου») είναι αυτό που φαίνεται πως δεν είναι. Είναι μελόδραμα αλλά στο βάθος θρίλερ. Θρίλερ αλλά στο βάθος ερωτική παγίδα. Παγίδα αλλά στο βάθος ψυχανάλυση. Ψυχανάλυση αλλά στο βάθος κοινωνική αλληγορία. Μια από τις πληρέστερες σελίδες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, λέει ο Χίτσκοκ. Όμως η ταινία του χρυσάφι ατόφιο, μοναδικό. Ευλογημένο μέχρι το τελευταίο λεπτό!

Με δυο λόγια:Ο Σκοτ Φέργκιουσον, ένας μπάτσος συνταξιοδοτημένος επειδή φοβάται το ύψος, προσλαμβάνεται από κάποιον γνωστό του για να παρακολουθήσει τη γυναίκα του που πάσχει από μια ακατανίκητη ροπή προς την αυτοκτονία. Όσο την παρακολουθεί τόσο την ερωτεύεται. Και όσο την ερωτεύεται τόσο από την επιφάνεια των πραγμάτων παγιδεύεται. Όμως στο τέλος δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τη Μαντλέν από την αυτοκτονία επειδή ο ίδιος πάσχει από υψοφοβία. Ύστερα από μερικούς μήνες και με καταρρακωμένο το ηθικό του πέφτει τυχαία πάνω σε μια δεύτερη γυναίκα που μοιάζει σαν δίδυμη με την πρώτη, τη νεκρή. Αυτό ήταν. Θα την πλησιάσει και θα πληρώσει για να τη μεταμορφώσει και τη Μαντλέν να νεκραναστήσει. Όμως τίποτα δεν είναι αυτό που φαίνεται πως είναι!


  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου