Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Horror ΔΕ 60. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Horror ΔΕ 60. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Paranoiac 1963

Paranoiac 1963

1963Δυο Μάτια Γεμάτα Πόνο

 


Σκηνοθεσία: Freddie Francis

Σενάριο: Jimmy Sangster, Josephine Tey

Είδος: Horror ΔΕ 60, Drama, Mystery

Διάρκεια: 1h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Janette Scott: Eleanor Ashby

Oliver Reed: Simon Ashby

Sheila Burrell: Aunt Harriet

Maurice Denham: John Kossett

Alexander Davion: Tony Ashby

Liliane Brousse: Françoise 

Ο για χρόνια χαμένος Tony Ashby εμφανίζεται ξαφνικά ζωντανός στο πατρικό του σπίτι, αλλά τόσο η θεία του όσο και ο αλκοολικός αδελφός του πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που θέλει να βάλει χέρι στην οικογενειακή περιουσία εκμεταλλευόμενος την εύθραυστη ψυχική κατάσταση της μικρής τους αδελφής.

Κλασικό θρίλερ μυστηρίου από την κορυφαία περίοδο της Hammer, το PARANOIAC είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες τόσο του αγαπημένου Freddie Francis όσο και του πρωταγωνιστή Oliver Reed. Βασισμένη στο βιβλίο της Josephne Tey, η ταινία κυκλοφόρησε σαν 2η σε double bill μαζί με το καταπληκτικό KISS OF THE VAMPIRE, αλλά βλέποντάς την κανείς σήμερα λογικά αναρωτιέται γιατί μια τόσο καλή ταινία δεν μπορούσε να σταθεί άνετα και μόνη της.

Η υπόθεση ασχολείται με την πάμπλουτη Βρετανική οικογένεια των Ashby που χτυπήθηκε αλύπητα από την μοίρα όταν και οι δύο γονείς έχασαν τη ζωή τους αφήνοντας τα 3 παιδιά με την θεία Harriet (Sheila Burrell) η οποία εκτός από την οικογενειακή περιουσία έπρεπε να φροντίσει τον αλκοολικό Simon (Oliver Reed) και την διαταραγμένη από το θάνατο των γονιών της Eleanor (Janette Scott). Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε λίγα χρόνια μετά και η αυτοκτονία της φωνής της λογικής της οικογένειας, του μεγάλου αδελφού Tony (Alexander Devion), η οποία έσπρωξε στην παράνοια την Eleanor που 8 χρόνια μετά ζει υπό τη φροντίδα της ιδιωτικής νοσοκόμας Franηoise (Liliane Brousse) και βρίσκεται γενικά κλεισμένη στο δωμάτιό της.

Όμως μια μέρα που η Eleanor αποφασίζει να τελειώσει τη ζωή της πηδώντας από ένα γκρεμό, σαν από μηχανής θεός την σώζει ο εξαφανισμένος και υποτίθεται νεκρός αδελφός της Tony, ο οποίος επιστρέφει στο σπίτι υπό το δύσπιστο βλέμμα της θείας του και του Simon,οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που απλώς μοιάζει με τον χαμένο Tony και έχει σαν απώτερο στόχο την περιουσία της οικογένειας. Όμως η Eleanor δεν πείθεται και πέφτει με τα μούτρα πάνω στον Tony. Είναι όμως αυτός ο πραγματικός αδελφός της, κι αν όχι τι απέγινε ο αληθινός Tony Ashby;

Η ταινία ξεκινάει χωρίς χρονοτριβές με τις απολύτως αναγκαίες εισαγωγές στους διάφορους χαρακτήρες και μια αρχική ματιά στον ψυχισμό τους αλλά και στο ιστορικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό το στιλ συνεχίζεται μέχρι το πρώτο μισάωρο όπου και κάνει την εμφάνισή του ο χαμένος Tony και αλλάζει τα δεδομένα της ταινίας αλλά και το ειδικό ενδιαφέρον της συγκεκριμένης θεματικής ενότητας. Μέχρι τότε, οι θεατές απολάμβαναν κυρίως τον καταπληκτικό Oliver Reed σε μια από τις ερμηνείες που δυστυχώς για τον ίδιο χαρακτήρισαν την πραγματική του ζωή, όπου ο Βρετανός ηθοποιός υπήρξε διαβόητος για την σχέση του με το αλκοόλ και τις καταχρήσεις.

Άξια συμπαραστάτης του Reed η πανέμορφη Janette Scott σε μια άκρως ρεαλιστική ερμηνεία, όπως και η Sheila Burrell στο ρόλο της μυστηριώδους θείας Harriet. Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες κρατάνε στα χέρια τους ολόκληρη την ταινία στο πρώτο μέρος της και αυξάνουν το ενδιαφέρον κατακόρυφα σε συνδυασμό με τις σεναριακές εναλλαγές θέματος και ύφους που είναι ασταμάτητες από την εμφάνιση του Alexander Devion στο ρόλο του χαμένου Tony και μετά.

Το ζουμί έρχεται στο τελευταίο 40λεπτο, που περιέχει όλη την ποιότητα που θα περίμενε κανείς από μια ταινία της Hammer εκείνης της περιόδου. Οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν και ο ρυθμός είναι τόσο γρήγορος ώστε να μην δίνει ευκαιρία στον θεατή να πολυζυγίζει αυτά που βλέπει. Όλα υποστηρίζονται από πολύ καλή ατμόσφαιρα που γίνεται ακόμα καλύτερη λόγω της εκπληκτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας και της μίνιμαλ αλλά προσεγμένης και άκρως ατμοσφαιρικής μουσικής της Elisabeth Lutyens. Σε αυτό το χρονικό σημείο υπάρχουν και όλα τα στοιχεία τρόμου που τοποθετούν το PARANOIAC σε αυτό το είδος, με αρκετές επιρροές από PSYCHO αλλά με προσωπικότητα και όχι με διάθεση αντιγραφής.

Χέρι- χέρι με τις αποκαλύψεις του σεναρίου έρχεται και μια από τις πιο ώριμες σκηνοθετικές δουλειές του Freddie Francis που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους καταπληκτικούς πρωταγωνιστές και τα διάφορα «δωράκια» που του κάνει το σενάριο. Προσωπικά τοποθετώ το PARANOIAC με ευκολία ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές του σκηνοθέτη, κάτι που όποιος ξέρει τον όγκο και μόνο της δουλειάς του καταλαβαίνει ότι δεν είναι πολύ εύκολο. Όμως εδώ ο Francis φοράει τα καλά του και επιστρατεύει όλο το ταλέντο του, κάτι που κάνουν και οι περισσότεροι άλλοι συντελεστές της ταινίας.

Αυτό που μένει στο τέλος της προβολής είναι πλήρης ικανοποίηση για μια φανταστική ταινία που δείχνει με εμφατικό τρόπο την δυναμική της Hammer εκείνη την περίοδο. Μια δυναμική που μεταφράστηκε σε δεκάδες κλασικές ταινίες και σε δεκάδες κραταιούς σταρ όπως ο Oliver Reed που μεγάλωσαν γενιές και γενιές horror fans με τις υπέροχες ταινίες και ερμηνείες τους. Και μην έχετε αμφιβολίες, το PARANOIAC είναι μια από αυτές τις ταινίες και αποτελεί αναγκαία προσθήκη σε κάθε σοβαρή συλλογή θρίλερ και τρόμου. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

KISS OF THE VAMPIR 1963

 

KISS OF THE VAMPIR 1963

ΤΟΦΙΛΙ ΤΟΥ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑ


Σκηνοθεσία: Don Sharp

Σενάριο:

Anthony Hinds

Είδος: Horror ΔΕ 60,

Διάρκεια: 1h 28m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Clifford Evans: Professor Zimmer

Edward de Souza: Gerald Harcourt

Noel Willman: Dr. Ravna

Jennifer Daniel: Marianne Harcourt

Barry Warren: Carl Ravna

Noel Howlett: Father Xavier

Jacquie Wallis: Sabena Ravna

Peter Madden: Bruno

Isobel Black: Tania

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ο Τζέραλντ και η Μάριαν, ξεμένουν από βενζίνη στην μέση του πουθενά. Σύντομα βρίσκουν καταφύγιο στο ξενοδοχείο του κοντινού χωριού και διαπιστώνουν πως είναι οι μοναδικοί ένοικοι του ξενοδοχείου. Το ίδιο βράδυ δέχονται μια πρόσκληση για δείπνο από τον επιφανή γιατρό του χωριού, Δρ. Ράβνα. Γνωρίζουν τον ίδιο και την οικογένεια του και η Μάριαν γοητεύεται ιδιαίτερα από τον γιο του και το ταλέντο του στο πιάνο. Τους προσφέρουν την βοήθειά τους για να μπορέσουν να φύγουν σύντομα από το χωριό αλλά οι προθέσεις τους και τα κίνητρά τους για βοήθεια δεν είναι και τόσο αγνά.

Το φιλί του βαμπίρ είναι μια βρετανική ταινία βαμπίρ του 1963 που έγινε από το κινηματογραφικό στούντιο Hammer Film Productions. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Ντον Σαρπ και γράφτηκε από τον παραγωγό Άντονι Χιντς, με το ψευδώνυμό του John Elder. Ήταν η πρώτη ταινία του Sharp για τη Hammer.

 

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Operazione paura 1966

 

Operazione paura 1966

Kill, Baby, Kill

Σκότωσε μωρό μου, σκότωσε 

Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Romano Migliorini, Roberto Natale, Mario Bava

Είδος: Horror ΔΕ 60, Mystery, Mario Bava

Διάρκεια: 1h 23m

Γλώσσα: Ιταλκά

Παίζουν:

Giacomo Rossi Stuart: Dr. Paul Eswai

Erika Blanc: Monica Schuftan

Fabienne Dali: Ruth

Piero Lulli: Inspector Kruger

Luciano Catenacci: Burgomeister Karl

Micaela Esdra: Nadienne

Franca Dominici: Martha

 

Το Operazione paura (Kill, Baby, Kill),  είναι μια ιταλική γοτθική ταινία τρόμου του 1966 σε σκηνοθεσία Μάριο Μπάβα και με πρωταγωνιστές τους Τζιάκομο Ρόσι Στούαρτ και Έρικα Μπλανκ.

Το 1907 ο Δρ. Paul Eswai, ο Giacomo Rossi Stuart του The Last Man on Earth (1964)] αναλαμβάνει τη νεκροψία μιας γυναίκας που σκοτώθηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία των Καρπαθίων.

Ο γιατρός βρίσκει στο σώμα της νεκρής ένα νόμισμα, πράγμα που κάνει τους κατοίκους να μιλάνε για μεταφυσικά φαινόμενα.

Σύντομα θα κάνει την εμφάνιση του ένα ανατριχιαστικό νεαρό κοριτσάκι, που ίσως να είναι φάντασμα, και μάλλον έχει δολοφονικές διαθέσεις.

Με αυτή τη ταινία ο αγαπημένος μας σκηνοθέτης Mario Bava (όπου εδώ υπογράφει και το σενάριο, μαζί με τους Romano Migliorini και Roberto Natale) επιστρέφει στον γοτθικό τρόμο (το είδος για το οποίο συχνότερα λατρεύεται), και μάλιστα με έναν πολύ χαμηλό προϋπολογισμό (₤50,000 λένε οι περισσότερες πηγές) και «σφιχτό» πρόγραμμα γυρισμάτων (πραγματοποιήθηκαν σε μόλις 12 μέρες στον Καναδά).

Το αποτέλεσμα ήταν πολύ εμπορικό (και στις δύο πλευρές του ατλαντικού. Εκεί που η φωτογραφία (των Mario Bava και Antonio Rinaldi) κάνει θαύματα (και να είστε σίγουροι, πως το τελικό αποτέλεσμα είναι χρωματικά εντυπωσιακό) άλλο τόσο τα φθηνά set απογοητεύουν. Παραδόξως για το atrocious dubbing, οι ερμηνείες είναι υπέροχες (ειδικά η αγαπημένη σας Erika Blanc λάμπει).

Planet of the Vampires 1965

Planet of the Vampires 1965

Ο πλανήτης των βρικολάκων

 Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Renato Pestriniero, 1 Hours", Melchior, Alberto Bevilacqua

Είδος: Action, Adventure, Horror ΔΕ 60, Sci-Fi

Διάρκεια: 1h 28m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Barry Sullivan: Capt. Mark Markary

Norma Bengell: Sanya

Ángel Aranda: Wess Wescant

Evi Marandi: Tiona

Stelio Candelli: Brad / Mud

Franco Andrei: Bert / Garr

            Fernando Villena: Dr. Karan

 

Δύο διαστημόπλοια λαμβάνουν σήμα κινδύνου από έναν άγνωστο πλανήτη, στο οποίο και προσγειώνονται. Όμως με το που φτάνουν εκεί, τα πληρώματά τους αρχίζουν να έχουν παράξενη και επιθετική συμπεριφορά που φτάνει σε σημείο το πλήρωμα του ενός σκάφους να αλληλοεξοντωθεί.

Βαρεθήκατε να διαβάζετε για ταινίες που αντέγραψαν ή επηρεάστηκαν από το ALIEN; Για μια φορά διαβάστε και για μια κλασσική ταινία που επηρέασε το συγκεκριμένο έπος επιστημονικής φαντασίας και τρόμου του Ridley Scott, το PLANET OF THE VAMPIRES του μεγάλου δημιουργού της σχολής γοτθικού και ατμοσφαιρικού τρόμου Mario Bava.

Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα ακαθόριστο μέλλον, όπου δύο διαστημόπλοια αποφασίζουν να ερευνήσουν ένα μυστηριώδες σήμα από έναν άγνωστο πλανήτη. Η ατμόσφαιρα του πλανήτη ελκύει τα διαστημόπλοια που προσγειώνονται εκεί το ένα μακριά από το άλλο. Όμως στα πρώτα λεπτά της διαμονής τους εκεί, τα μέλη του πληρώματος αρχίζουν να επιδεικνύουν ανεξήγητα επιθετική συμπεριφορά, μέχρι την προσωρινή απώλεια των αισθήσεών τους και την αδυναμία να θυμηθούν τι είχε συμβεί όταν συνέρχονται.

Το μυστήριο περιπλέκεται όταν το πλήρωμα στην πρώτη βόλτα του στον πλανήτη θα συναντήσει το δεύτερο σκάφος και με τρόμο θα ανακαλύψει ότι το πλήρωμα είναι νεκρό και μοιάζει σαν να αλληλοεξοντώθηκε, κάτι που αναγνωρίζουν ότι θα μπορούσε να είχε συμβεί και στους ίδιους αν ο κυβερνήτης δεν τους είχε αποτρέψει κατά τη διάρκεια της ξαφνικής και ανεξήγητης αλλαγής της συμπεριφοράς τους.

Όλα, φυσικά, εξηγούνται, και δεν αργούμε να μάθουμε ότι πίσω από το μυστήριο κρύβεται μια φυλή εξωγήινων στα πρόθυρα της εξαφάνισης που κυριεύει τους ανθρώπους και χρησιμοποιεί το σώμα τους σαν ξενιστή, και στόχο έχουν να μεταβούν στη Γη και μέσω των ανθρώπων να επιβιώσουν, παίρνοντας τη θέση τους.

Όλα αυτά είναι δοσμένα με τον τρόπο που μόνο ο μεγάλος Mario Bava ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Με φοβερά επιβλητική και σχεδόν παραισθησιακή ατμόσφαιρα η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη με την μυστηριώδη και άκρως ατμοσφαιρική ηλεκτρονική μουσική του Gino Marinuzzi Jr.

Το μυστήριο ξεδιπλώνεται με τη μαεστρία και τη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ που θα περίμενε κανείς από ένα τόσο μεγάλο όνομα, ενώ παρόλο τη σχετική πολυλογία των πρωταγωνιστών, η δράση κυλάει αρκετά όμορφα και χωρίς νεκρά σημεία, ακόμα και μετά τη λύση του μυστηρίου. Η αγωνία και η αναμονή του θεατή για τις εξελίξεις παραμένει σε υψηλά επίπεδα από την αρχή μέχρι το φινάλε, στην παράδοση των υβριδίων Ε/Φ και τρόμου που ξεκίνησαν από τη δεκαετία του 50 και τον Roger Corman και συνεχίζονται αδιάκοπα μέχρι σήμερα.

Σ’ όλη αυτή τη διάρκεια, ο Mario Bava και η κάμερά του μας μεταφέρουν σε έναν μυστηριώδη βραχώδη κόσμο που έχει μια σχεδόν εξωπραγματική αίσθηση, που επιτυγχάνεται με τα κολπάκια της κάμερας, την απόλυτα εύστοχη χρήση της τεχνητής ομίχλης, των ζωντανών χρωμάτων και των επιβλητικών τοπίων του πλανήτη. Εντάξει, μπορεί το όλο σκηνικό να «φωνάζει» ότι είναι μέσα σε στούντιο της δεκαετίας του ’60, αλλά σίγουρα δεν έχει γεράσει τόσο όσο άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας της εποχής, κυρίως λόγω των οπτικών παιχνιδιών με τα χρώματα και τις εικόνες που ο Mario Bava έκανε σήμα κατατεθέν του στα χρόνια της κυριαρχίας του στο Ιταλικό σινεμά τρόμου και φαντασίας. Σ’ αυτό βοηθούν και τα πολύ καλά κοστούμια που για την εποχή ξεπερνούν τις προσδοκίες που είχα εγώ προσωπικά.

Κάποιες σκηνές του PLANET OF THE VAMPIRES είναι ανθολογίας, όπως την απίστευτα εμπνευσμένη ανάσταση των νεκρών μελών του πληρώματος με φόντο το εξωπραγματικό σεληνιακό τοπίο του πλανήτη, πάντα με τη χρήση χρωμάτων και τεχνητής ομίχλης που κάνουν τα δρώμενα να μοιάζουν βγαλμένα από κάποιο πολύχρωμο ψυχεδελικό όραμα.

Οι επιρροές του PLANET OF THE VAMPIRES στο μελλοντικό σινεμά Ε/Φ είναι ξεκάθαρες, με το ALIEN να έχει δανειστεί πολλά στοιχεία του, ιδίως κατά το πρώτο μέρος της ταινίας, ενώ άλλη μια ταινία που μου έρχεται αβίαστα στο μυαλό είναι το πρόσφατο EVENT HORIZON από πλευράς ατμόσφαιρας και θέματος.

Αξίζει εδώ να σημειώσουμε ότι στη συγκεκριμένη ταινία έκανε ντεμπούτο δίπλα στον πατέρα του ο Lamberto Bava (DEMONS) σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη, έναν ρόλο που θα συνέχιζε και στο μέλλον σε κάθε ταινία του Mario Bava.

Γενικά το PLANET OF THE VAMPIRES είναι αναγκαία προσθήκη στις συλλογές των fans του μεγάλου Mario Bava και των νοσταλγών της παλιάς καλής επιστημονικής φαντασίας. 

he Whip and the Body 1963

The Whip and the Body 1963

La frusta e il corpo

ΣΑΡΚΑ Και Μαστίγιο

 

 

Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Ernesto Gastaldi

Είδος: Horror ΔΕ 60, Romance, Mario Bava, Christopher Lee

Διάρκεια: 1h 27m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Daliah Lavi: Nevenka

Christopher Lee: Kurt Menliff

Tony Kendall: Christian Menliff

Evelyn Stewart: Katia (as Isli Oberon)

Harriet Medin: Giorgia (as Harriet White)

Gustavo De Nardo: Count Vladimir Menliff

 

Ο σαδιστής γιος μιας οικογένειας ευγενών επιστρέφει στο πατρικό του για να αποκαταστήσει το όνομά του. Όμως δολοφονείται κατά τη διάρκεια της διαμονής, ενώ αμέσως μετά μυστήρια συμβάντα αρχίζουν στο σπίτι. Έχει επιστρέψει σαν φάντασμα για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του ή όλα είναι παραισθήσεις της πρώην ερωμένης του που έχει εντωμεταξύ παντρευτεί τον μικρό αδελφό του;

Mario Bava. Ένα όνομα που έγραψε ιστορία κυρίως τη δεκαετία του ’60 στο χώρο του τρόμου με τις εκπληκτικές του ατμοσφαιρικές ταινίες γοτθικού τρόμου, που πήγαιναν το κλίμα που συναντάμε στις παραγωγές της Hammer ένα βήμα παραπάνω. Οι ταινίες του Bava, εκτός από το γεγονός ότι ήταν καλλιτεχνικά επιτεύγματα λόγω της φωτογραφίας τους και της παραισθησιακής ποιότητας τους, ήταν επίσης ότι πιο ρεαλιστικό και σκληρό κυκλοφορούσε εκείνη την εποχή στη σκηνή.

Μια τέτοια ταινία είναι και το THE WHIP AND THE BODY, μια ιστορία φαντασμάτων, έρωτα, εκδίκησης και μυστηρίου που διαδραματίζεται το 19ο αιώνα σε ένα απομονωμένο κάστρο όπου κατοικεί μια οικογένεια ευγενών. Ο άσωτος γιος Kurt (Christopher Lee) επιστρέφει στο πατρικό του μετά από χρόνια για να αποκαταστήσει την φήμη του απέναντι στον ανάπηρο πατέρα του και μικρότερο αδελφό του Christian ο οποίος στο μεταξύ έχει παντρευτεί την ξαδέλφη και πρώην ερωμένη του Kurt, Nevenka.

Η άφιξη του Kurt δεν αντιμετωπίζεται με καλό μάτι από κανέναν στον πύργο, με πρώτους και καλύτερους τον πατέρα και την γηραιά οικονόμο του σπιτιού, που πιστεύει ότι ο Kurt ήταν η αιτία που έσπρωξε στην αυτοκτονία την κόρη της Tanya όταν την αποπλάνησε και μετά την παράτησε. Δεδομένου ότι ο Kurt είναι ένας σκληρός και άκαρδος σαδιστής, κανείς μέσα στον πύργο δεν έχει πρόβλημα να πιστέψει το συγκεκριμένο ισχυρισμό, εκτός από την πανέμορφη Nevenka, που ακόμα και μετά από τόσα χρόνια νιώθει έντονα συναισθήματα για τον Kurt, ένα από τα οποία είναι και ο φόβος, το οποίο μοιράζεται με το σύνολο των συγκάτοικων του πύργου.

Όμως, ο αδυσώπητος Kurt βρίσκεται μαχαιρωμένος με το ίδιο μαχαίρι που η Tanya αφαίρεσε την ίδια της ζωή, όλοι μέσα στον πύργο είναι ύποπτοι. Τα πράγματα γίνονται ακόμα πιο περίεργα και τρομακτικά όταν η Nevenka αρχίζει να βλέπει και να συνομιλεί με το φάντασμα του Kurt που όλοι πιστεύουν ότι γύρισε για να εκδικηθεί τους δολοφόνους του. Ποιος όμως τον σκότωσε;

Το THE WHIP AND THE BODY έχει όλα τα στοιχεία εκείνα που έκαναν τις δουλειές του Mario Bava να ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα εκείνη την εποχή. Η ατμόσφαιρα είναι πραγματικά εκπληκτική και αδιαπέραστη, και κάθε στοιχείο στην ταινία γίνεται ένα ακόμα όπλο στα χέρια του μεγάλου δημιουργού με το οποίο μεγαλώνει τη σουρεαλιστική και ονειρική αίσθηση που διέπει ολόκληρη την ταινία. Ένα φύσημα του άνεμου στις κουρτίνες του κάστρου, οι σταγόνες της βροχής που πέφτουν στο έδαφος, όλα γίνονται όπλα που προκαλούν τον τρόμο και εντείνουν την αγωνία.

Όσο για τη θεματολογία, ο Mario Bava ποτέ δεν φοβήθηκε να προκαλέσει με τις ταινίες του, και το ίδιο ακριβώς κάνει στο THE WHIP AND THE BODY, με τον σαδιστή Kurt να θυμάται τον παλιό καιρό μαστιγώνοντας βίαια την Nevenka πριν κάνουν παθιασμένο έρωτα, σε μια σκηνή που προκάλεσε την παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα της εποχής, που δεν είχε συνηθίσει σε σκηνές σεξουαλικής βίας, πόσο μάλλον όταν αυτές είχαν έντονο το ερωτικό στοιχείο. Βλέπετε, η Nevenka ποτέ δεν αποφάσισε ποιον αγαπούσε περισσότερο. Τον σαδιστή και ψυχρό Kurt που δεν έχανε την ευκαιρία να της χαρίσει σαδομαζοχιστικές απολαύσεις με τη χρήση του μαστιγίου του, και με τον οποίο έχει μια σχέση αγάπης και μίσους ή τον συντηρητικό αλλά εμφανίσιμο και τρυφερό σύζυγο Christian;

Αυτό είναι ένα από τα πολλά ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν στην ταινία, και οι απαντήσεις έρχονται με έναν τρόπο αντάξιο του μεγάλου ονόματος του Mario Bava. Η πραγματικότητα μπλέκεται με τη φαντασία και ο σουρεαλισμός συναντάει τον τρόμο. Επέστρεψε όντως ο Kurt από τους νεκρούς, ή όλα είναι αποκύημα της φαντασίας της Nevenka που προκύπτουν από τις ενοχές της; Ποιος, τελικά, ήταν ο αγαπημένος της από τους δύο;

Το μυστήριο ξετυλίγεται με μαεστρία και φοβερή ατμόσφαιρα στην παράδοση των ταινιών του μεγάλου Ιταλού δημιουργού. Το ενδιαφέρον δεν μειώνεται σχεδόν σε κανένα σημείο, ενώ οι ερμηνείες είναι υψηλού επιπέδου, με τον Christopher Lee να κλέβει την παράσταση με το παγωμένο βλέμμα του και το κακόβουλο σαδιστικό χαμόγελο. Ο ίδιος είχε δηλώσει κάποτε ότι θεωρεί το THE WHIP AND THE BODY ως μια από τις κορυφαίες του ταινίες, και η ορεξάτη ερμηνεία του δείχνει ότι το ευχαριστιόταν πολύ. Όμως ο πιο περίπλοκος και αξιομνημόνευτος χαρακτήρας είναι αναμφίβολα η Nevenka, με καταπληκτική ερμηνεία από την πρώην Μις Ιράν Daliah Lavi, που σε όλη τη διάρκεια της ταινίας παλεύει με τους προσωπικούς της δαίμονες που παίρνουν σάρκα και οστά στην επιβλητική μορφή του μισάνθρωπου Kurt.

Η ταινία δεν συνάντησε την καλύτερη δυνατή υποδοχή από τους κριτικούς της εποχής, ούτε και από τις διάφορες λογοκριτικές αρχές, που έσπευσαν να κόψουν τις σκηνές σαδομαζοχισμού και μακάβριου ερωτισμού κάνοντας την πλήρη έκδοση του THE WHIP AND THE BODY ένα αντικείμενο ψηλά στη λίστα των συλλεκτών. Αυτά τα προβλήματα σήμερα έχουν αποκατασταθεί με τις καταπληκτικές εκδόσεις σε DVD που κυκλοφόρησαν, που δίνουν την ευκαιρία τόσο στους γνώστες της δουλειάς του Mario Bava όσο και στους νεότερους να απολαύσουν αυτή την απόλυτα επιτυχημένη και ολοκληρωμένη δουλειά γοτθικού τρόμου έτσι όπως ήθελε ο σκηνοθέτης. Κάποια μικροπροβληματάκια που προκύπτουν από την ντουμπλαρισμένη φωνή του Christopher Lee περνούν σχεδόν απαρατήρητα μπροστά στο βάθος του μυστηρίου και στην καλλιτεχνική αρτιότητα της παραγωγής.

        Σίγουρα όχι η γνωστότερη ούτε και η κορυφαία στιγμή του σκηνοθέτη, αλλά σε κάθε περίπτωση μιλάμε για αναγκαία προβολή για όλους τους φίλους του καλού ατμοσφαιρικού τρόμου, όπως τον καθιέρωσε με το έργο του ο μεγάλος Mario Bava. 

Hercules in the Haunted World 1961

Hercules in the Haunted World 1961

Hercule contre les vampires

Ο Ηρακλής στο κέντρο της γης

 

Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Sandro Continenza

Είδος: Adventure, Fantasy, Horror ΔΕ 60, Mario Bava, Christopher Lee

Διάρκεια: 1h 24m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Reg Park: Hercules

Christopher Lee: Lico

Leonora Ruffo: Princess Deianira

George Ardisson: Theseus (as Giorgio Ardisson)

Marisa Belli: Aretheuse

Evelyn Stewart: Persephone (as Ida Galli)

Franco Giacobini: Telemachus 

Ο Ηρακλής στον κόσμο του στοιχειωμένου είναι μια ταινία ιταλικής σπαθιάς και σανδαλιών του 1961 σε σκηνοθεσία του Μάριο Μπάβα. Ο Βρετανός bodybuilder Reg Park παίζει τον Ηρακλή, ενώ ο Βρετανός ηθοποιός Κρίστοφερ Λι εμφανίζεται ως εχθρός του Ηρακλή Λίκο.

Μετά την επιστροφή του από τη μάχη, ο μεγάλος πολεμιστής Ηρακλής, μαθαίνει ότι η αγαπημένη του, η Διηάνειρα, έχει χάσει τα λογικά της. Σύμφωνα με το μαντείο της Μήδειας, η μόνη ελπίδα της Διηάνειρας είναι η πέτρα της λήθης που βρίσκεται στα βάθη του κάτω κόσμου.

Ο Ηρακλής με δύο συντρόφους του, τον Θησέα και τον Τηλέμαχο, ξεκινά μια επικίνδυνη περιπέτεια για την απόκτηση της πέτρας, μην γνωρίζοντας πως ο φύλακας της Διηάνειρας, ο Βασιλιάς Λύκων, είναι ο υπεύθυνος για την κατάσταση της, και πως εποφθαλμιά να πάρει το κορίτσι για τον εαυτό του ως νύφη του, όταν αυτός θα έχει αποκτήσει την αιώνια βασιλεία στην χώρα της Εκάλης.

  

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Histoires extraordinaires 1968

Histoires extraordinaires 1968

Ιστορίες Μυστηρίου

(Στον ίλιγγο της ακολασίας)


Σκηνοθεσία: Federico Fellini, Louis Malle, Roger Vadim

Σενάριο: Edgar Allan Poe, Roger Vadim, Pascal Cousin

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 60, Mystery

Διάρκεια: 2h 1m

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Brigitte Bardot: Giuseppina (segment "William Wilson")

Alain Delon: William Wilson (segment "William Wilson")

Jane Fonda: Contessa Frederique de Metzengerstein

Terence Stamp: Toby Dammit

James Robertson Justice: Countess' Advisor

Salvo Randone: Priest (segment "Toby Dammit")

Françoise Prévost: Friend of Countess (segment "Metzengerstein")

Peter Fonda: Baron Wilhelm Berlifitzing (segment "Metzengerstein")

 

Τρεις ιστορίες του Edgar Allan Poe στη μεγάλη οθόνη, από ισάριθμους σκηνοθέτες που μάλλον δεν θα περίμενες. Καθεμιά είναι γύρω στα 45 λεπτά και μόνο Poe δεν θυμίζουν. Έχει ενδιαφέρον, πάντως, το πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης να παίξει με τη λογοτεχνία και να της αλλάξει τον αδόξαστο.

 

Metzengerstein, από τον Roger Vadim: μια καλή ιστορία του συγγραφέα, που μεταφέρεται σε μια πολύ βαρετή και άδεια εκδοχή, σαν βικτωριανό ρομάντζο. Προτείνεται να προσπεραστεί άφοβα.

William Wilson, από τον Louis Malles: ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Αμερικανού, γύρω από την δυικότητα της ανθρώπινης υπόστασης και το μοτίβο του doppelganger. Ο σκηνοθέτης το χειρίζεται αξιοπρεπώς μεν, αλλά αφήνει πάρα πολύ ζουμί απ΄ έξω και απομονώνει περιστατικά, αλλάζοντας αποτυχημένα και το τέλος.

Toby Dammit, από τον Fellini: κι εδώ έχουμε κάτι που σηκώνει κουβέντα. Ένας σκηνοθέτης που μπορεί μεν να μην είναι από τους αγαπημένους μου, αλλά σίγουρα τον αναγνωρίζω ως μεγάλο και ιδιαίτερο, παίρνει μια από τις λιγότερο καλές ιστορίες ενός λατρεμένου συγγραφέα και βγάζει μια εξαιρετική ταινία. Το διήγημα είναι το "Never Bet the Devil your Head" και έχει υπότιτλο "Μια ιστορία με δίδαγμα", με ειρωνική διάθεση από τον συγγραφέα προς εκείνους που υποστήριζαν ότι κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει κι ένα επιμύθιο. Ο Φελίνι, τώρα, κρατώντας τα πολύ βασικά στοιχεία της πρόζας, τοποθετεί τον πρωταγωνιστή σε μια κατάσταση ασυδοσίας και αλλοτρίωσης, η οποία καταλήγει σε ένα ατμοσφαιρικό και αρκούντως ποεικό, πιστό στο κείμενο, φινάλε, που κλείνει εκπληκτικά το συνολικό φελινικό τοπίο. Μοιάζει λιγάκι απρόσμενο το πώς ένα τέτοιο φιλμάκι συνυπάρχει με δυο μετριότητες στην ίδια ανθολογία, κι όμως είναι ένα έργο του σκηνοθέτη που αναγνωρίζεται και ως χαμένο αριστούργημα.

       Ούτε Corman, ούτε Price, οι ταινίες αυτές είναι μια διαφορετική προσέγγιση στο έργο του μεγάλου συγγραφέα, που μόνο και μόνο για αυτό το λόγο αξίζει να τις δει κανείς. 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Night of the Living Dead 1968

Night of the Living Dead 1968

Η νύχτα των ζωντανών νεκρών


Σκηνοθεσία: George A. Romero

Σενάριο: John A. Russo, George A. Romero

Είδος: Horror ΔΕ 60, Thriller

Διάρκεια: 1h 36m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Duane Jones: Ben

Judith O'Dea: Barbra

Karl Hardman: Harry Cooper

Marilyn Eastman: Helen Cooper

Keith Wayne: Tom

Judith Ridley: Judy

 

Μία ομάδα αγνώστων θα ταμπουρωθεί σε παλιά αγροικία, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τις ορδές των απέθαντων που λυμαίνονται τους δρόμους. Με τον κίνδυνο να καραδοκεί έξω από το σπίτι και με τις διαπροσωπικές κόντρες στο εσωτερικό να δυσχεραίνουν την ήδη τεταμένη κατάσταση, οι επιζήσαντες θα πρέπει τώρα να βρουν έναν τρόπο να γλιτώσουν πριν γίνουν το επόμενο γεύμα των αιμοδιψών ζόμπι.

Έτος 1968. Οκτώ χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο, ένας νεαρός ονόματι Τζόρτζ Α. Ρομέρο θα γράψει και θα σκηνοθετήσει (αναλαμβάνοντας παράλληλα χρέη φωτογράφου, μοντέρ και παραγωγού) την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ένα ανεξάρτητο φιλμ που έμελλε να γράψει κινηματογραφική και πολιτισμική ιστορία ως μία από τις πιο επιτυχημένες εισπρακτικά παραγωγές του ανεξάρτητου σινεμά, που έθεσε μια και καλή τα θεμέλια της σύγχρονης pop κουλτούρας σχετικά με τα ζόμπι, διατηρώντας μέχρι και σήμερα τα ηνία στο ευφάνταστο είδος του κινηματογραφικού – και όχι μόνο – τρόμου. Και ο τίτλος αυτής… «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών».

Η Μπάρμπρα και ο Τζόνι ταξιδεύουν μέχρι τη μακρινή Πενσιλβανία προκειμένου να επισκεφθούν τον τάφο του πατέρα τους. Εκεί θα έχουν μια τρομακτική συνάντηση με έναν άνδρα ο οποίος τους επιτίθεται εντελώς ξαφνικά, αναγκάζοντας την Μπάρμπρα να το βάλει στα πόδια. Η σωτηρία της βρίσκεται κάμποσα μέτρα παραπέρα, σε μια εγκαταλελειμμένη αγροτική κατοικία όπου θα γνωρίσει τον Μπεν, έναν άνδρα που με τη σειρά του έχει μόλις γλιτώσει από τις δολοφονικές επιθέσεις τυχαίων ατόμων που μοιάζουν να έχουν χάσει τα λογικά τους. Σε μια προσπάθεια να καταλάβουν τι συμβαίνει στον κόσμο εκεί έξω, η Μπάρμπρα και ο Μπεν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι οι μόνοι που έχουν καταφέρει να επιβιώσουν – μέχρι στιγμής – από την αιματηρή τρέλα που έχει κυριεύσει τον πληθυσμό, μετατρέποντας σχεδόν τους πάντες σε ανθρωποφάγα τέρατα. Για να ζήσουν τώρα θα πρέπει να κυριαρχήσει η λογική και η ψυχραιμία, πόσο εύκολο όμως είναι αυτό όταν οι δεκάδες νεκροί που πολιορκούν το σπίτι απαιτούν ζεστή σάρκα και αίμα;

Βλέποντας κανείς σήμερα την ταινία του Ρομέρο μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους το επακόλουθο cult status της και το τεράστιο fan base που απέκτησε προοδευτικά μέσα στα χρόνια, μοιάζουν να δικαιολογούν άψογα τη διαχρονικότητα της «απέθαντης» φιλοσοφίας και τη ριζοσπαστικότητα ενός ευφυούς κοινωνικοπολιτικού σχολίου δια χειρός του ίδιου του δημιουργού της. Η ιδέα της νεκροζώντανης οντότητας δεν αποτέλεσε σύλληψη του Ρομέρο, αλλά προϋπήρχε ως θεματική, ήδη από τη δεκαετία του ’30, τόσο στο σινεμά του φανταστικού (το «White Zombie» του Βίκτορ Χάλπεριν με πρωταγωνιστή τον Μπέλα Λουγκόζι αποτελεί ένα από τα πρώιμα παραδείγματα) όσο και στη λογοτεχνία του τρόμου, με τον «Ζωντανό Θρύλο» του Ρίτσαρντ Μάθεσον να αποτελεί και μία από τις βασικές πηγές έμπνευσης της «Νύχτας» του Ρομέρο. Εντούτοις, η ουσιαστική διαφοροποίηση στη σεναριακή προσέγγιση εδώ έγκειται στο γεγονός πως ο Ρομέρο επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη δική του εκδοχή των πεινασμένων απέθαντων (η λέξη «ζόμπι» δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία) προκειμένου να καταδείξει, μεταξύ άλλων, το φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού στην Αμερική, μια κατάσταση που κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60 έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Αυτή η μεταφορική κατάδειξη της διάθεσης του μέσου Αμερικανού για «εγχώριο αυτο-κανιβαλισμό» υπό τη μορφή του υλικού «φαγώματος» έγινε ακόμα πιο ευδιάκριτη δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Ρομέρο επέστρεψε με το sequel «Το Ξύπνημα των Νεκρών», αυτή τη φορά μεταφέροντας το πεδίο δράσης των ηρώων του από το παρατημένο αγρόκτημα σε ένα έρημο εμπορικό κέντρο.

Δεδομένων των φυλετικών αναταραχών που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στην Αμερική, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (η ταινία κυκλοφόρησε λίγο καιρό μετά τον θάνατό του), η αντισυμβατική επιλογή του Ρομέρο για έναν μαύρο πρωταγωνιστή είχε θεωρηθεί από πολλούς ως στοχευμένη κίνηση, παρά το γεγονός πως ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι ο Ντουέιν Τζόουνς είχε απλώς την καλύτερη audition. Ακόμα και έτσι, πάντως, η διάθεση για έναν ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό είναι εμφανής, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με το τέλος της ταινίας, το οποίο αφήνεται (κατά κάποιον τρόπο) ανοιχτό σε ερμηνείες τόσο σεναρίου όσο και… χρώματος. Πέρα και πάνω από την υποδειγματική συμβολική αναπαράσταση μιας ζοφερής πραγματικότητας (κι ενός ακόμη ζοφερότερου μέλλοντος), ο Ρομέρο υπογράφει εδώ μαζί με τον συν-σεναριογράφο του, Τζον Α. Ρούσο, μία υποδειγματική ιστορία, συστήνοντας έναν από τους πιο ορθολογιστές ήρωες στο σινεμά του τρόμου, μία συνθήκη διόλου απλή μιας που οι χαρακτήρες τού εν λόγω είδους έχουν διαρκώς μια τάση (ας πούμε) προς το ανόητο και την υπερβολή. Εδώ, ο Τζόουνς υποδύεται με κοφτερή ακρίβεια έναν άνδρα που έχει τον έλεγχο της κατάστασης και αξιοποιεί τα πάντα γύρω του προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του: να παραμείνει ζωντανός. Βλέποντας την ταινία σήμερα, γίνεται ακόμη πιο αντιληπτό το τεράστιο επίτευγμα του Ρομέρο σε επίπεδο σκηνοθεσίας και παραγωγής, ιδιαίτερα όταν ξεκινούν οι συγκρίσεις με τη «fast-food» βιομηχανία των ταινιών ζόμπι που μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι ο πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται στο αίμα και το gore, αλλά στην ύστατη συνειδητοποίηση ότι το μοναδικό πράγμα που απομένει να καταναλώσουμε πια είναι οι ίδιοι μας οι εαυτοί.