Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JACQES TATI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα JACQES TATI. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

MON ONCLE 1958

MON ONCLE 1958

Ο Θείος μου

 


Σκηνοθεσία: Jacques Tati

Σενάριο: Jacques Lagrange, Jean L'Hôte, Jacques Tati

Είδος: Comedy, JACQES TATI

Διάρκεια: 01:57

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Jean-Pierre Zola: Charles Arpel

Adrienne Servantie: Madame Arpel

Lucien Fregis: Monsieur Pichard

Betty Schneider: Betty / Landlord's Daughter

Jean-François Martial: Walter

 

Μιλώντας για τον Tati σε ένα από τα DVD των ταινιών του (νομίζω στις Διακοπές του κου Ιλό/1953), ο Terry Jones των Monty Python, λέει πως το έργο του τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως "η κωμωδία μπορεί να είναι συγχρόνως αστεία και πανέμορφη". Ο εμπνευστής, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ενσαρκωτής του κυρίου Ιλό, ο Jacques Tati, δεν σχεδιάζει μονάχα αρμονικές σειρές από πανέξυπνα gags, αλλά τα στήνει με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό: σίγουρα προβαρισμένο μέχρι τελικής πτώσης και εξαντλητικά μηχανικό, αλλά και την ίδια ώρα γοητευτικό σαν άναρχη τζαζ μελωδία ερωτευμένη με την αυστηρότητα του μετρονόμου. Ο κύριος Ιλό, ένας ιδιότροπος, ολιγόλογος Γάλλος που κυκλοφορεί πάντα με μπεζ αδιάβροχο, καπελάκι, πίπα, μακριά ομπρέλα και ποδήλατο, εικονικός εκπρόσωπος της ζαμανφού Γαλλίας, έρχεται σε επαφή με το πλήρως αυτοματοποιημένο μεταμοντέρνο περιβάλλον της αδερφής του, του βιομηχάνου συζύγου της και του εν δυνάμει σκανδαλιάρη γιού τους. Και όπως είχε συμβεί με τον μακρινό του πρόγονο, Charlie Chaplin, στους Μοντέρνους Καιρούς (1936), ο Ιλό φέρνει την καταστροφή.

Μετά τις "Διακοπές του κυρίου Ιλό" και πριν το "Play time", ο Ζακ Τατί άγγιξε το ζενίθ της δημιουργικότητάς του συμπυκνώνοντας με ευφάνταστο τρόπο, ακρίβεια περιγραφής και λυρικό οίστρο (η σκηνή όπου ανοιγοκλείνει το παράθυρο για να κελαηδίσει το πουλί - δες πρώτο βίντεο - είναι ενδεικτική), όλα τα χαρακτηριστικά του έργου του: την χλευαστική περιγραφή και σάτιρα του μοντέρνου βιομηχανοποιημένου κόσμου της άκρατης τεχνολογικής εξέλιξης και του αυτοματισμού, του αστικού νεοπλουτισμού που κατέκλυσε τη μεταπολεμική Ευρώπη, των συνηθειών και της αισθητικής του σύγχρονου αστού, με βαθύ όμως ουμανισμό και τρυφερότητα.

Ο λόγος είναι ελάχιστος, τα χρώματα αποκτούν συμβολική σημασία (όπως η πλούσια βίλα, οι χρωματικοί όγκοι της οποίας θυμίζουν μοντέρνο πίνακα), η ηχητική μπάντα αποκτά για μία ακόμη φορά τεράστια αξία (οι χτύποι, τα βουητά, τα τριξίματα, οι τσιριχτοί ήχοι των διαφόρων αντικειμένων του Αρπέλ και των μηχανημάτων στο εργοστάσιο - κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν δούλεψε ποτέ με την ηχητική μπάντα με τον τρόπο που το έκανε ο Τατί) και για πρώτη φορά στο έργο του παρουσιάζεται με τόση καθαρότητα η διαλεκτική σχέση του παλιού με το καινούριο (από τη μία ο μηχανοποιημένος αστικός κόσμος με τον αυτοματισμό και την ψυχρότητα, από την άλλη η φτωχογειτονιά με τον αυθορμητισμό και την ανθρώπινη ζεστασιά), πυροδοτώντας την νοσταλγία, μια μελαγχολική διάθεση, συνάμα με μια αόριστη αισιοδοξία.