Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1978. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1978. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

REVENGE OF THE PINK PANTHER 1978

REVENGE OF THE PINK PANTHER 1978

Η εκδίκηση του Ροζ Πάνθηρα



Σκηνοθεσίαi: Blake Edwards

Σενάριο: Frank Waldman,Ron Clark, Blake Edwards

Είδος: Comedy, Crime, Peter Sellers

Διάρκεια: 1h 39m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Peter Sellers: Insp. Jacques Clouseau

Herbert Lom: Charles Dreyfus

Burt Kwouk: Cato Fong

Dyan Cannon: Simone Legree

Robert Webber: Philippe Douvier

Tony Beckley: Guy Algo

Robert Loggia: Al Marchione

 Η Εκδίκηση του Ροζ Πάνθηρα (αγγ. Revenge of the Pink Panther) είναι μία αμερικάνικη ταινία σε σενάριο, σκηνοθεσία και παραγωγή του Μπλέικ Έντουαρντς. Προβλήθηκε για πρώτη φορά το 1978 στις ΗΠΑ. Πρωταγωνιστής είναι ο Πίτερ Σέλλερς, στη τελευταία του ερμηνεία ως επιθεωρητής Κλουζό (στην επόμενη ταινία εμφανίζεται μέσω κομμένων σκηνών προηγούμενης ταινίας). Είναι η πέμπτη ταινία της σειράς ο Ροζ Πάνθηρας και ταυτόχρονα είναι η μεγαλύτερη εισπρακτική της επιτυχία.

Ο Philippe Douvier, ένας μεγάλος επιχειρηματίας και κρυφά ο επικεφαλής της γαλλικής σύνδεσης, είναι ύποπτος από τους εταίρους του στη μαφία του εμπορίου ναρκωτικών της Νέας Υόρκης για αδύναμη ηγεσία και ανάρμοστη διεξαγωγή των εγκληματικών του υποθέσεων. Για να αποδείξει το αντίθετο, ο βοηθός του Douvier, Guy Algo, προτείνει μια επίδειξη δύναμης με τη δολοφονία του διάσημου Αρχιεπιθεωρητή Jacques Clouseau.

Η πρώτη προσπάθεια του Douvier να βομβαρδίσει τον Clouseau αποτυγχάνει και η επακόλουθη απόπειρα του Κινέζου πολεμικού καλλιτέχνη «Mr. Ο Τσονγκ ανατρέπεται όταν ο Κλουζό τον πολεμά, πιστεύοντας ότι είναι ο Κάτο του παρκαδόρου του Κλουζό, ο οποίος έχει εντολή να κρατά τον εργοδότη του σε εγρήγορση με τυχαίες επιθέσεις. Ο Douvier προσπαθεί ξανά παρουσιάζοντας τον πληροφοριοδότη για να παρασύρει τον Clouseau σε μια παγίδα, αλλά ο τραβεστί εγκληματίας Claude Russo κλέβει το αυτοκίνητο και τα ρούχα του Clouseau και σκοτώνεται κατά λάθος από τους άνδρες του Douvier.

Ο Κλουζό πιστεύεται ότι είναι νεκρός, με αποτέλεσμα το πρώην αφεντικό του Κλουζό, πρώην επικεφαλής επιθεωρητής Τσαρλς Ντρέιφους, να ανακτήσει τα λογικά του και να απελευθερωθεί από το τρελοκομείο για να διεξαγάγει την έρευνα. Με τα ρούχα του Ρούσο και διαμαρτυρόμενος για την πραγματική του ταυτότητα, ο Κλουζό μεταφέρεται ο ίδιος στο άσυλο αλλά δραπετεύει στο δωμάτιο του Ντρέιφους, ο οποίος λιποθυμά από το σοκ που είδε τον Κλουζό ζωντανό. Ο Κλουζό μεταμφιέζεται σε Ντρέιφους και τον οδηγεί στο σπίτι ο Φρανσουά.

Στο σπίτι, ο Κλουζό βρίσκει τον Κάτο, ο οποίος, παρόλο που έχει μετατρέψει το διαμέρισμα του Κλουζό σε οίκο ανοχής με κινέζικο θέμα, ανακουφίζεται όταν βλέπει ότι επέζησε και οι δυο τους σχεδιάζουν να εκδικηθούν τον χορηγό της δολοφονίας του Κλουζό. Ο Ντρέιφους ανατίθεται να διαβάσει ένα εγκώμιο στην κηδεία του Κλουζό, κατά τη διάρκεια του οποίου οι προσπάθειές του να καταστείλει το υστερικό γέλιο με τα λόγια που επαινούν τη λαμπρότητα του Κλουζό κάνουν τους πάντες να πιστεύουν ότι είναι συντετριμμένος από τον θάνατο του Κλουζό. Ο Κλουζό παρευρίσκεται στην ταφή μεταμφιεσμένος σε ιερέα και αποκαλύπτεται κρυφά στον Ντρέιφους, ο οποίος λιποθυμά και πέφτει στον τάφο.

Η γυναίκα του Douvier τον απειλεί με διαζύγιο για την απιστία του. Χρειαζόμενος τον σεβασμό της, ο Douvier διακόπτει τη σχέση του με τη γραμματέα του Simone. Εκείνη αντιδρά θυμωμένα. Φοβούμενος ότι θα τον εκθέσει, η Douvier διατάζει να τη σκοτώσουν στο νυχτερινό της κέντρο. Ενεργώντας με μια πληροφορία, ο Κλουζό και ο Κάτο τη σώζουν κατά λάθος. Ο Κλουζό αποκαλύπτει την ταυτότητά του στη Σιμόν και εκείνη αποκαλύπτει ότι ο Ντουβιέ ήταν αυτός που διέταξε τη δολοφονία του Κλουζό. Φεύγοντας από τους κολλητούς του Douvier, του λέει το σχέδιο του Douvier να συναντήσει τον νονό της μαφίας της Νέας Υόρκης Julio Scallini στο Χονγκ Κονγκ για τη συναλλαγή Gannet - μια πώληση ηρωίνης 50.000.000 δολαρίων.

    Ο Κλουζό, ο Κάτο και η Σιμόν ταξιδεύουν στο Χονγκ Κονγκ μεταμφιεσμένοι, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο Ντρέιφους τους ακολουθεί αφού άκουσε τη συνομιλία τους. Ο Clouseau υποδύεται τον Scallini ενώ ο Simone αποσπά την προσοχή του αληθινού, αλλά ένας από τους άνδρες του Scallini εντοπίζει τον Douvier να φεύγει από το ξενοδοχείο τους με έναν άγνωστο και ο Clouseau εκθέτει τη δική του μεταμφίεση κατά τη διάρκεια της Gannet Transaction. Ο Ντρέιφους, με σκοπό να σκοτώσει τον Κλουζό και ακολουθούμενος από τους γκάνγκστερ, τον Κάτο, τη Σιμόν και την αστυνομία του Χονγκ Κονγκ, κυνηγά τον Κλουζό σε μια αποθήκη και κατά λάθος ανάβει τα πυροτεχνήματα που είναι αποθηκευμένα μέσα, πιάνοντας όλα τα εμπλεκόμενα μέρη στο χάος που προέκυψε. Ο Douvier και ο Scallini συλλαμβάνονται, ο Clouseau βραβεύεται για τη σύλληψή τους από τον Πρόεδρο της Γαλλίας και αυτός και η Simone περνούν ένα βράδυ μαζί. 

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

he Coming of Sin 1978

 The Coming of Sin 1978

Ο Ερχομός της Αμαρτίας


Σκηνοθεσία: José Ramón Larraz

Σενάριο: José Ramón Larraz, Monique Pastrynn

Είδος: Thriller, Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 33m

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Patricia Granada: Lorna Western (as Patrice Grant)

Lidia Zuazo: Triana (as Lydia Stern)

Rafael Machado: Chico (as Ralph Margulis)

David Thomson: Malcolm Grainger (as David Thompson)

Montserrat Julió: Sally Grainger

 

Η Λόρνα είναι μια όμορφη χήρα που ζει ολομόναχη στον εξοχικό της πύργο, έχοντας μόνο τα βιβλία και τους πίνακές της για παρέα. Τότε μια μέρα η Τριάνα, μια άγρια τσιγγάνα που έχει μεγαλώσει σε ένα ορφανοτροφείο, την φέρνουν στο σπίτι η φίλη της Σάλι και ο σύζυγός της. Της ζητούν να τη φροντίζει όσο θα λείπουν. Αυτή παίρνει το κορίτσι υπό την προστασία της και αναπτύσσεται μια αισθησιακή σχέση μεταξύ τους. Σύντομα το ζευγάρι είναι εραστές. Όμως η Τριάνα έχει ένα σκοτεινό μυστικό που εκδηλώνεται με τρομακτικά όνειρα κυριαρχίας και ταπείνωσης. Έχει επαναλαμβανόμενους εφιάλτες ενός γυμνού άνδρα έφιππου που την επιτίθεται και την κακοποιεί. Την ίδια στιγμή, ο γυμνός καβαλάρης αρχίζει να εμφανίζεται στην πραγματικότητα. Το κορίτσι, πεπεισμένο ότι αντιπροσωπεύει την καταδίκη της, του αντιστέκεται, αλλά η καλλιτέχνης ιντριγκάρεται και δημιουργείται ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο.

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

The Coming of Sin 1978

The Coming of Sin 1978

Ο ερχομός της αμαρτίας 

Σκηνοθεσία José Ramón Larraz

Σενάριο: José Ramón Larraz, Monique Pastrynn

Είδος: Horror ΔΕ 70, Thriller

Διάρκεια: 1h 33m

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Patricia Granada: Lorna Western

Lidia Zuazo: Triana

Rafael Machado: Chico

David Thomson: Malcolm Grainger

Montserrat Julió: Sally Grainger

 

Στον ‘βρώμικο’ κόσμο του cult κινηματογράφου, υπάρχει μια γωνιά αφιερωμένη σε films, που αμφιταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο sleazy γυμνό και τη ματιά του καλλιτέχνη. Αυτές οι ταινίες, αν και ξεχείλιζαν από ερωτισμό, ξεχώρισαν, περισσότερο, για το εικαστικό άγγιγμα του δημιουργού τους.

Ο Larraz, όπως ο Walerian Borowczyk κι ο Jean Rollin, πρωτοστάτησαν στο λεγόμενο art exploitation, μια πιο διακριτική προσέγγιση σε θεματολογία taboo, που, σε άλλες, περιπτώσεις, αποτελούσε αφορμή για ακρότητες στη μεγάλη οθόνη. Ο Ισπανός σκηνοθέτης πέρασε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και το Βέλγιο, δουλεύοντας, ως κομίστας και αργότερα μετακόμισε, μαζί με την Αγγλίδα γυναίκα του, στη Μεγάλη Βρετανία, όπου γύρισε τις περισσότερες ταινίες του.

Στο The Coming of Sin μας παρουσιάζει το παράξενο και καταδικασμένο ερωτικό τριγώνο, ανάμεσα σε μια ζωγράφο, μια νεαρή τσιγγάνα, την οποία θέτει υπό την προστασία της και έναν hunky τυχοδιώκτη. Το ζεστό μεσογειακό καλοκαίρι, προσδίδει έναν εξωτικό αέρα και πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν τα γυμνά κορμιά των ηθοποιών, ανάμεσα σε παθιασμένα flamenco και ξαφνικές τροπικές καταιγίδες.

Πέρα από τις πικάντικες ερωτικές σκηνές, ωστόσο, γίνεται φανερή η προσπάθεια του Larraz να δημιουργήσει μια ονειρική ατμόσφαιρα, με τη χρήση αισθησιασμού, δυνατών συμβολισμών και μια δόση φροϋδικής ψυχολογίας. Επιπλέον, αποπειράται να μεταφέρει στην οθόνη μια decadent αναγεννησιακή αισθητική, ντύνοντας την ταινία του με αντίστοιχες χρωματικές αποχρώσεις. Αν λάβουμε υπόψιν το περιορισμένο budget της παραγωγής, μπορούμε να πούμε, πως τα καταφέρνει μια χαρά.

Η σεναριακή δομή είναι, βέβαια, κάπως αδύναμη, οι ερμηνείες ρηχές και το πρόχειρο dubbing της κόπιας που είδα δε βοηθά καθόλου. Παρ’ όλ’ αυτά, τα θέματα που θέλει να θίξει ο σκηνοθέτης είναι φανερά και παίζουν σε αντιθετικά ζευγάρια: ο πολιτισμός απέναντι στον πρωτογονισμό, η γνώση ενάντια στην προκατάληψη και τελικά η μάχη της λογικής με το πεπρωμένο.

       Κατάλληλο viewing για τις καυτές καλοκαιρινές νύχτες, που πλησιάζουν, θα ικανοποιήσει εκείνους που θέλουν κουλτούρα και soft core στο ίδιο πακέτο. 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

Μακάβρια εισβολή 


Σκηνοθεσία Philip Kaufman

Σενάριο: W.D. Richter, Jack Finney

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 55mΓλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

            Donald Sutherland: Matthew Bennell

Brooke Adams: Elizabeth Driscoll

Jeff Goldblum: Jack Bellicec

Veronica Cartwright: Nancy Bellicec

Leonard Nimoy: Dr. David Kibner

Art Hindle: Geoffrey

Lelia Goldoni: Lelia Goldoni 

Τα περισσότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο σύμπτωμα. Ονομάζεται τεμπελιά. Σίγουρα δεν υπάρχει πιο οκνηρή λύση από το να αναπαράγεις εμπορικά μια ήδη δοκιμασμένη επιτυχία του παρελθόντος, μεταμφιέζοντας το εγχείρημα με την πρόφαση της ανανέωσης. Τίποτα το δημιουργικό δεν υπάρχει, ωστόσο, πίσω από μια τόσο ανώφελη επιχείρηση. Και, όπως έχουμε διδαχτεί αρκετές φορές, τα ελάχιστα καλά ριμέικ είναι πάντοτε εκείνα που διαλέγουν να διαφοροποιηθούν από τον προκάτοχό τους, επιχειρώντας μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην ομώνυμη, κλασική δημιουργία του Ντον Σίγκελ, αλλά επιλέγει να διασκευάσει για δεύτερη φορά ένα εμβληματικό βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Το «The Body Snatchers» ο Τζακ Φίνεϊ το κυκλοφόρησε στα 1955, περιγράφοντας πώς μια μικρή πόλη παραδίδεται στο έλεος εξωγήινων οργανισμών που μοιάζουν και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι στων οποίων τα σώματα εισβάλλουν, όταν εκείνοι πέφτουν για ύπνο. Η μόνη διαφορά είναι η ανικανότητά τους να αναπαράγουν τα γήινα συναισθήματα, μοιάζοντας στην πραγματικότητα με άψυχα ανθρώπινα δοχεία. Αφήνοντας την θαυμάσια αλληγορία της ανοιχτή προς κάθε πιθανή ανάγνωση, η ιστορία του Φίνεϊ κατόρθωσε στις τέσσερις κινηματογραφικές διασκευές που γνώρισε έως σήμερα, να γίνει ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική στην εκάστοτε εποχή που εκπροσωπούσε κάθε φιλμ.

Ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική

Στην αριστουργηματική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Ντον Σίγκελ το 1956, στην καρδιά της αντικομουνιστικής υστερίας, οι εξωγήινοι εισβολείς μπορούν να διαβαστούν είτε ως πανούργοι εκπρόσωποι του «Κόκκινου κινδύνου», είτε ως όργανα του δηλητηριώδους κυνηγιού μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο μακαρθισμός. Δυο δεκαετίες μετά, ο Φίλιπ Κάουφμαν μεταφέρει την δράση από την επαρχιακή κωμόπολη της ταινίας του Σίγκελ, και των κατ’ επίφαση ειδυλλιακών fifties, στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Δέκα χρόνια μετά το Καλοκαίρι της Αγάπης, την ουτοπική επανάσταση του χιπισμού και την υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου που έδωσαν τα χρόνια του ’60, δίχως να την τηρήσουν, ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή του Φίνεϊ για να αναρωτηθεί τι απέγιναν τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά του και να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της εγωιστικής, επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εκτυλίσσεται γύρω του.

Με τους ελάχιστους εκπροσώπους της τότε αντικουλτούρας να έχουν αφομοιωθεί και ολόκληρη την κοινωνία να έχει παραδοθεί στον δικό της συμβολικό ύπνο, οι διαγαλαξιακοί εισβολείς κατορθώνουν με απίστευτη ευκολία να κατακτήσουν μια κάστα αλλοτριωμένων ανθρώπων, τόσο απασχολημένων με τον εαυτό τους ώστε αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι οικείοι τους έχουν αλλάξει.

Όπως ο Ντον Σίγκελ, έτσι και ο Φίλιπ Κάουφμαν επιχειρεί να προσεγγίσει μια ιστορία καθαρής φαντασίας, δίχως να ανήκει καθόλου στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ίσως εκεί να οφείλουμε και το γεγονός ότι οι ταινίες τους δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις συνήθεις φόρμουλες αλλά επικαλούνται μια αίσθηση ρεαλισμού που κάνει τα δρώμενα πιο ανατριχιαστικά. Αντίθετα, όμως, με το «Invasion» του 1956, που χρησιμοποιούσε μια πιο σφιχτοδεμένη και λακωνική αφήγηση, η ταινία του Κάουφμαν χτίζεται γύρω από μια σειρά χαλαρών επεισοδίων που οδηγούν ήρωες και κοινό μεθοδικά στην τρομακτική αποκάλυψη.

Ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή για να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εξαπλώνεται γύρω του

Απόλυτα εναρμονισμένος με το ανθρωποκεντρικό και διαλογικό αμερικανικό σινεμά του ’70, ο Κάουφμαν αφήνει την δράση να εξελιχθεί μέσα από την διαδραστικότητα των χαρακτήρων, αδιαφορώντας αν στην πορεία θυσιάσει τα εφέ και το θέαμα. Μόνο όταν η αποτρόπαια συνομωσία ξεσκεπαστεί πλήρως, το φιλμ μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια και λυσσαλέο κυνηγητό, καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο απαισιόδοξα φινάλε ταινίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής, το οποίο η ταινία αξιοποιεί ιδανικά, είναι ένας πένθιμος σχεδόν πεσιμισμός και μια αίσθηση κλιμακούμενης παράνοιας που τρυπώνει ύπουλα μέσα από την απειλητική φωτογραφία, το απόκοσμο σάουντρακ, το κλίμα του νοσηρού και την παγερή ατμόσφαιρα που σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τους ήρωες. Στα συστατικά αυτά οφείλει το δεύτερο «Invasion of the Body Snatchers» (ελληνικός τίτλος: «Μακάβρια Εισβολή») το γεγονός ότι δεν πέτυχε στα ταμεία και δεν κέρδισε τους κριτικούς στην πλειοψηφία τους. Το κοινό βρήκε δυσκολοχώνευτο το σοκαριστικό, βίαια απαισιόδοξο φινάλε που πρότεινε ο Κάουφμαν (αντίθετα με το βιβλίο, που πρόσφερε ένα λυτρωτικό χάπι εντ), ενώ η σκιά του κλασικού b movie στο οποίο ελάχιστα έμοιαζε το ριμέικ έπεφτε εξίσου βαριά στους ώμους του εξαιρετικού αυτού ριμέικ.

Αδίκως, μια και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν παίρνει την έννοια του ριμέικ και της προδίδει αξιοπρέπεια και λόγο ύπαρξης, αντλώντας από το βιβλίο του Φίνεϊ όχι μόνο μια υποδειγματική ταινία τρόμου αλλά και μια μαύρη σάτιρα της μετά το Βιετνάμ και το Γουοτεργκέιτ εποχής, γνωστής και ως «me decade», που υπήρξε ολόκληρο το ’70 για την Αμερική. 

DAWN OF THE DEAD 1978

DAWN OF THE DEAD 1978

Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών

Δ

Σκηνοθεσία
: George A. Romero

Σενάριο: George A. Romero

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 2h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

David Emge: Stephen

Ken Foree: Peter

Scott H. Reiniger: Roger

Gaylen Ross: Francine

David Crawford: Dr. Foster

David Early: Mr. Berman

 

Ενώ το πρόβλημα των ζωντανών νεκρών έχει μετατραπεί πλέον σε πανδημία, τέσσερις άνθρωποι καταφεύγουν σε ένα εμπορικό κέντρο για να προστατευθούν από τα ζόμπι.

Δέκα χρόνια μετά τον σάλο που προκάλεσε το Night of the Living Dead, o George Romero, μαζί με τον παραγωγό του Richard Rubinstein, προσπαθούσαν να βρουν χρηματοδότηση για τη δημιουργία ενός sequel της κλασσικής ταινίας τρόμου. Η ιδέα αυτή όμως δεν έβρισκε ανταπόκριση από τις αμερικάνικες εταιρίες παραγωγής, με αποτέλεσμα το project να φαίνεται ότι θα είχε άδοξο και πρόωρο τέλος. Τότε έσκασε μύτη ο Dario Argento, φανατικός λάτρης του Night of the Living Dead, ο οποίος όταν έμαθε την ιδέα του Romero αποφάσισε να βοηθήσει. Κατάφερε να βρει χρηματοδότες, παίρνοντας ο ίδιος τα δικαιώματα της παγκόσμιας διανομής της ταινίας, βοήθησε στο σενάριο, ενώ ο αδερφός του Claudio Argento ανέλαβε, μαζί με τον Rubinstein την παραγωγή. Με την παραγωγή να βρίσκεται στα σκαριά, ο Romero προσλαμβάνει τον μάστορα του make-up και των οπτικών εφφε Tom Savini, έναν άνθρωπο που θα είχε αναλάβει το ίδιο πόστο και στο Night of the Living Dead αν δεν τον προλάβαινε η στράτευσή του και η συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με μια σταθερή χρηματοδότηση που του διέθεσε ένα ικανοποιητικό μπάτζετ, την ελευθερία που του προσέφερε η ανεξάρτητη παραγωγή, έναν από τους καλύτερους make-up artitst στην ιστορία του κινηματογράφου τρόμου και τον ίδιο στην πιο γόνιμη σκηνοθετική του περίοδο, o Romero γύρισε για πρώτη και τελευταία φορά μια ταινία τρόμου όπως ο ίδιος ήθελε.

Το τελικό αποτέλεσμα του Dawn of the Dead μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας, 35 χρόνια μετά τη δημιουργία του, ως η καλύτερη δουλειά του σκηνοθέτη, η καλύτερη ταινία με ζόμπι και για πολλούς ως η καλύτερη ταινία τρόμου όλων των εποχών. Αντίθετα με του μαέστρους του ιταλικού τρόμου, ο Romero είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα, πράγμα που είναι εμφανές στις περισσότερες από τις ταινίες του. Αντίθετα λοιπόν, με τον καταιγισμό και τη βαρβαρότητα των ταινιών του Fulci, o Romero προσέθετε στην ιστορία μια διαφορετική οπτική που πολλές φορές αποτελούσε ένα είδος κριτικής στη σύγχρονη κοινωνία. Και αν στο Night of the Living Dead το σχόλιο του για τον τρόπο λειτουργίας της αμερικάνικης κοινωνίας τη δεκαετία του ΄60 βρισκόταν πίσω από το αίμα και τη βία, στο Dawn of the Dead είναι τόσο πασιφανές που κάνει αρκετούς λάτρεις των ταινιών τρόμου να τη θεωρούν βαριά και δυσκίνητη. Η προβληματική του Romero απλώνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς όμως ποτέ ο Romero να μετατρέπει το Dawn of the Dead σε ένα δυσκοίλιο, ακαδημαϊκό σχόλιο αφού η αλληγορική διάθεση κρατιέται σε επίπεδα που δεν αποπροσανατολίζει το αποτέλεσμα από το είδος του καθαρόαιμου τρόμου. Επιπλέον, αντίθετα με το Night of the Living Dead, και το μεταγενέστερο Day of the Dead, η ταινία δεν ακολουθεί ένα πνιγηρό, σκοτεινό, πεσιμιστικό ύφος, αλλά αντίθετα κρατά στον πυρήνα της έναν υποχθόνιο, σαρκαστικό τόνο που παράλληλα τρομάζει, διασκεδάζει και προβληματίζει. Χωρίς να μοιάζει τόσο τρομακτικό όσο ο προκάτοχός του, το Dawn of the Dead μοιάζει στην επιφάνεια να είναι ένα βήμα πίσω σε σχέση με το καταιγιστικό Night of the Living Dead. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο ειρωνικός τόνος και η σαρκαστική διάθεση που έχει το Dawn of the Dead το κάνει είναι αρκετό πιο ενοχλητικό και σοβαρό, διατηρώντας στο σύνολό του μια ύπουλα ανατρεπτική διάθεση. Σάτιρα, μαύρο χιούμορ, κοινωνικό σχόλιο πάνω στον ηδονισμό της σύγχρονης κοινωνίας, την καταναλωτική κουλτούρα, το αμερικάνικο όνειρο, την παθητικότητα και την κενότητα του αμερικάνικου τρόπου ζωής, την κοινωνική απάθεια και την αδράνεια που χαρακτηρίζει την υλιστική εποχή, παντρεύονται με ισόποσες δόσεις αίματος, βίας και gore, σε ένα αποτέλεσμα που ακολουθεί μια βραδυφλεγή τροχιά προς ένα αναπόφευκτο κατακλυσμιαίο φινάλε. Ο Romero δεν βιάζεται καθόλου, αφού δίνει αρκετό χώρο και βάθος στους χαρακτήρες του, οικοδομώντας ένα κλίμα ψευδούς ασφάλειας με την ένταση και την αγωνία να πυρακτώνονται αργά και βασανιστικά πίσω από κάθε πλάνο. Ακολουθώντας το αφηγηματικό ύφος μιας παραβολής πάνω στη εύθραυστη δομή της σύγχρονης κοινωνίας και της πλασματικής ασφάλειας που προσφέρει η ηδονιστική κατανάλωση, ο Romero φαίνεται να βάζει στόχο να δώσει, μέσα από τις εικόνες μια μετα-αποκαλυπτικής κοινωνίας, τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος, παραδομένος στην υλιστική ευδαιμονία, δεν αντιλαμβάνεται την ταχύτητα με την οποία παρακμάζει κι αποσυντίθεται το κοινωνικό του περιβάλλον. Και όλα αυτά εμφανίζονται πάντα μέσα από την διαρκή αντιπαράθεση των βίαιων ζόμπι που λειτουργούν με βάση το ένστικτο και την ακόρεστη πείνα τους για ανθρώπινη σάρκα με τους τέσσερις επιζώντες που χωρίς καμία λογική αγκιστρώνονται σε μια άστοχη προσπάθεια ικανοποίησης των καταναλωτικών τους αναγκών, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος καταρρέει γύρω τους. Καλά όλα τα παραπάνω, αλλά εδώ δεν μιλάμε για στρατευμένο σινεμά που θέλει να περάσει βαριά μηνύματα, αλλά για ταινία τρόμου. Και σ'αυτή την περίπτωση όμως, ο Romero δεν κάνει λάθος. Με τον Savini σε μεγάλη φόρμα, με αναφορές στα pulp περιοδικά και στην comic μυθολογία, με μια έντονα διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, με το gore να φτάνει σε εντυπωσιακά επίπεδα, με μια σχεδόν πορνογραφική απεικόνιση της βίας, ο Romero βγάζει από το οπλοστάσιό του απεντερώσεις, ξεκοιλιάσματα, ακρωτηριασμούς, διαλυμένα κεφάλια και ανατριχιαστικές σκηνές κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας, με το τελευταίο μέρος του Dawn of the Dead να αποτελεί ένα φεστιβάλ αίματος και βίας. Ο Romero χειραγωγεί τον θεατή, ώστε να συμπαθήσει τους βασικούς χαρακτήρες, να μπει ο ίδιος στη θέση τους, να νιώσει την ασφάλεια που κι εκείνοι νιώθουν, μέχρι την τελευταία έκρηξη βίας που θα καταστρέψει την ειδυλλιακή ουτοπία στην οποία ζούσαν. Διατηρώντας έναν σχετικά ρεαλιστικό τόνο, όσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια ταινία με ζόμπι, το πρώτο μέρος του Dawn of the Dead αποτελεί στην πραγματικότητα έναν εκτεταμένο πρόλογο που το κινηματογραφικό κοινό νιώθει ότι θα οδηγήσει σε μια μακάβρια έκρηξη βίας. Κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του Romero, ο οποίος καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αίσθημα που παίζει ανάμεσα στην φαινομενική ασφάλεια και στη λανθάνουσα απειλή κι ένα κλίμα που μοιάζει ταυτόχρονα ειδυλλιακό και επικίνδυνα ρευστό, αναπτύσσοντας με ύπουλο, υπνωτικό τρόπο την αγωνία και την αβεβαιότητα. Οι κωμικοί διάλογοι, κάποια slapstick στοιχεία και οι over-the-top συμπεριφορές διατηρούν τον νωχελικό ρυθμό και χειραγωγούν τις προσδοκίες του θεατή, έτσι ώστε η τελική έκρηξη, παρά το γεγονός ότι είναι αναμενόμενη, να έρχεται απότομα και επώδυνα. Σωστή ισορροπία σάτιρας και κοινωνικού σχολίου, όσο κι αν μοιάζει κάτι διαφορετικό, το Dawn of the Dead αποδεικνύεται στο τέλος μια σκοτεινή, σαρκαστική, καθαρόαιμη ταινία τρόμου. Η ταινία κυκλοφορεί σε δύο version, την αμερικάνική εκδοχή διάρκειας 140 λεπτών, και την ευρωπαϊκή εκδοχή για τις μη-αγγλόφωνες χώρες όπου το τελικό μοντάζ το ανέλαβε ο Argento με τη διάρκεια της ταινίας να περιορίζεται στα 120 λεπτά και το soundtrack της ταινίας να αντικαθίσταται από την μουσική των Goblin. Καλές εκδοχές και οι δυο, με την πρώτη να είναι ακριβώς όπως ήθελε ο Romero, και την δεύτερη να φαίνεται κάπως πιο γρήγορη. 

DAM OMEN II 1978

DAM OMEN II 1978

Ο μικρός αντίχριστος

Σκηνοθεσία: Don TaylorMike, Hodges

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 47m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

William Holden: Richard Thorn

Lee Grant: Ann Thorn

Jonathan Scott-Taylor: Damien Thorn

Robert Foxworth: Paul Buher

Nicholas Pryor: Charles Warren

Lew Ayres: Bill Atherton

Sylvia Sidney: Aunt Marion

Lance Henriksen: Sergeant Neff

Elizabeth Shepherd: Joan Hart

 

Ο Ντέμιεν, ο γιος του Σατανά, είναι 15 χρονών και ζει μαζί με το θείο του Ρίτσαρντ Θορν και τη θεία του Ανν. Καθώς ο Ντέμιεν ανακαλύπτει τις δυνάμεις και τους προστάτες του, σχεδιάζει να πάρει τον έλεγχο των επιχειρήσεων του θείου του και σε τελική φάση να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Το σατανικό σχέδιο βρίσκεται σε εξέλιξη και όποιος επιχειρεί να αποκαλύψει μυστικά σχετικά με το αμαρτωλό παρελθόν ή το δαιμονικό μέλλον του Ντέμιεν έχει τραγική κατάληξη…

Το «Omen ΙΙ: Damien» σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με το «The Omen», έλαβε μικτές κριτικές και όπως είναι λογικό, εμπορικά κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως, είναι ένα πολύ καλό θρίλερ που αξίζει να δει κάποιος, έχοντας δει βέβαια την πρώτη ταινία. Η μουσική είναι και πάλι του Jerry Goldsmith και αυτή τη φορά εκπληκτική βοηθάει πολύ την ταινία, στις σκηνές όπου η αγωνία κορυφώνεται. 

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

JAWS 2 1978

 JAWS 2 1978

Tα σαγόνια του καρχαρία Νο 2

Σκηνοθεσία: Jeannot Szwarc

Σενάριο: Peter BenchleyCarl Gottlieb, Howard Sackler

Είδος: JAWS, Fantasy, Horror

Διάρκεια: 1h 56min

Γλώσσα: Αγγλικά:

Παίζουν:

Roy Scheider: Brody

Lorraine Gary: Ellen Brody

Murray Hamilton: Vaughn

Joseph Mascolo: Peterson

Jeffrey Kramer: Hendricks

Collin Wilcox Paxton: Dr. Elkins (as Collin Wilcox)

Ann Dusenberry: Tina

Τέσσερα χρόνια μετά τα τραγικά γεγονότα, στην πόλη του Άμιτι συμβαίνουν κάποια περίεργα ατυχήματα κι εξαφανίσεις στη θάλασσα. Ο αστυνόμος Μπρόντι υποψιάζεται την εμφάνιση ενός ακόμα λευκού καρχαρία, αλλά οι κάτοικοι και οι αρχές δεν θέλουν καν να ακούν κάτι τέτοιο.

Το σίκουελ της ταινίας που άλλαξε τα δεδομένα στο είδος του τρόμου και έκανε τον κόσμο να φοβάται το κολύμπι στην ανοιχτή θάλασσα, δεν φτάνει ποτέ στο επίπεδο του πρωτότυπου, αλλά εξακολουθεί να προσφέρει ανατριχίλες στους φανς. Θεωρείται το καλύτερο μέρος του franchise των «Σαγονιών» και για λίγο καιρό, αποτελούσε το πιο επιτυχημένο σίκουελ ταινίας, μέχρι την κυκλοφορία του «Ρόκι 2», το 1979. Πρωταγωνιστεί ο ίδιος ηθοποιός με το πρώτο μέρος, ο Ρόι Σνάιντερ.



Κυριακή 7 Νοεμβρίου 2021

SUPERMAN 1978

SUPERMAN 1978

Superman: η ταινία


Σκηνοθεσία: Richard Donner

Σενάριο: Jerry Siegel, Jerry Siegel

Είδος: SUPERMAN, Fantasy

Διάρκεια: 2h 23m

Γλώσσα: Αγγλικά:

Παίζουν:

Marlon Brando: Jor-El

Gene Hackman: Lex Luthor

Christopher Reeve: SUPERMAN, Fantasy

Ned Beatty: Otis

Jackie Cooper: Perry White

Glenn Ford: Pa Kent

Trevor Howard: 1st Elder

Margot Kidder: Lois Lane

Το Σούπερμαν, γνωστό και ως Superman: Η Ταινία, (αγγλικά: Superman: The Movie) είναι Αμερικανική κινηματογραφική ταινία περιπέτειας, παραγωγής 1978. Τη σκηνοθεσία ανέλαβε ο Ρίτσαρντ Ντόνερ, ενώ συγγραφή του σεναρίου οι Λέσλι Νιούμαν, Ντείβιντ Νιούμαν, Ρόμπερτ Μπέντον και Μάριο Πούζο. Πρωταγωνιστούν οι Μάρλον Μπράντο, Τζιν Χάκμαν, Κρίστοφερ Ριβ, Μάργκοτ Κίντερ, Γκλεν Φορντ, Τζάκι Κούπερ, Τρέβορ Χάουαρντ, Τέρενς Σταμπ, και Νεντ Μπίτι. Η ταινία είναι βασισμένη στον υπερήρωα Σούπερμαν της DC Comics και αποτελεί την πρώτη ταινία της κινηματογραφικής αρχικής σειράς ταινιών Superman. Συγκεκριμένα, η ταινία εστιάζει στην προέλευση του υπερανθρώπου, συμπεριλαμβανομένης της παιδικής ηλικίας του ως Καλ-Ελ από τον πλανήτη Κρύπτον, τα νεανικά του χρόνια στην επαρχιακή πόλη του Σμόλβιλ. Μεταμφιέζεται στον δημοσιογράφο Κλαρκ Κεντ, που υιοθετεί μια ήπια εμφάνιση στην Μητρόπολη και αναπτύσσει ένα ειδύλλιο με τη δημοσιογράφο και συνάδελφό του, Λόις Λέιν, ενώ μάχεται με τον μεγάλο του αντίπαλο, Λεξ Λούθορ.

Η ταινία απέσπασε ένα βραβείο Όσκαρ στην κατηγορία Ειδικό Βραβείο Συνεισφοράς/Επιτεύγματος,[1] ενώ ο Κρίστοφερ Ριβ το βραβείο BAFTA στην κατηγορία Πιο Υποσχόμενος Νεοαφιχθείς σε Α' Ανδρικό Ρόλο.[2]

Το 2017 η ταινία χαρακτηρίστηκε από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών.

 

 

 


 

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

The Shout 1978

The Shout 1978

Η Κραυγή


Σκηνοθεσία: Jerzy Skolimowski

Σενάριο: Robert Graves, Michael Austin, Jerzy Skolimowski

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 01:26

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Alan Bates: Charles

Susannah York: Rachel

John Hurt: Anthony

Robert Stephens: Chief Medical Officer

Tim Curry: Robert Graves

 

Ένας συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής, ζει με τη γυναίκα του σ' ένα χωριό της αγγλικής επαρχίας. Γνωρίζεται τυχαία μ' έναν ξένο ο οποίος αυτοπροσκαλείται για φαγητό, και μαγεύει τους απρόθυμους οικοδεσπότες του με ιστορίες από τα ταξίδια του στην Αυστραλία. Έχει φέρει μαζί του ένα θανατηφόρο κόκαλο, την ικανότητα να αιχμαλωτίσει την καρδιά μιας γυναίκας και τη δύναμη να εκφέρει μια τρομερή, δολοφονική κραυγή

Η καλύτερη ταινία της βρετανικής περιόδου του αυτοεξόριστου λογοκριμένου πολωνού ποιητή, μποξέρ, ζωγράφου, ηθοποιού, προπονητή δύο ερασιτεχνικών ποδοσφαιρικών ομάδων, συν-σεναριογράφου του The Knife in the Water. 1962, κοντινότερου ανατολικοευρωπαίου σκηνοθέτη στο πνεύμα της nouvelle vague - Jerzy Skolimowski (Deep End.1970, The Essential Killing.2010).

Η παραξενιά της φαίνεται απ' την αρχή- τρεις ασύνδετες μεταξύ τους σκηνές στους τίτλους αρχής... Τρόφιμοι και γιατροί ενός επαρχιακού ψυχιατρείου παίζουν κρίκετ  σ' ένα γήπεδο χεσμένο από αγελάδες. Ο πολυμαθής, πολυταξιδεμένος, ευφυέστατος τρόφιμος Τσαρλς κρατά το σκορ και για να γλυτώσει απ' τη βαρεμάρα διηγείται, ακονίζοντας ένα κόκκαλο, σ' έναν σαστισμένο επισκέπτη (τον Robert Graves- το όνομα του συγγραφέα της ομότιτλης νουβέλας που βασίζεται το σενάριο. 1929) μια ιστορία που αφορά τον ίδιο, έναν από τους παίχτες και την γυναίκα του. Για να την κρατά πάντα ζωντανή μέσα του, την διηγείται πάντα διαφορετικά, αλλάζοντας την σειρά, την σημαντικότητα και τις κορυφώσεις των γεγονότων αλλά στο τέλος είναι πάντα η ίδια... Βρισκόταν σε περιπατητικές διακοπές όταν συνάντησε τον avant guard μουσικό και του έπιασε κουβέντα για το μηδενιστικό κυριακάτικο κήρυγμα της εκκλησίας του χωριού. Αυτός από αμηχανία του πρόσφερε την φιλοξενία του. Στο δείπνο τους μίλησε για τα 18 χρόνια που έζησε με τους Αβορίγινες, ότι σκότωσε όλα του τα παιδιά εκμεταλλευόμενος ένα έθιμο τους, για τον μάγο της φυλής που έγδαρε τον εαυτό του για να φέρει βροχή και την ικανότητα που του δίδαξε να μπορεί να σκοτώσει ακαριαία όποιον ακούσει την Κραυγή του. Η εισβολή του αινιγματικού άντρα σύντομα ταράζει την αρμονική ζωή του φιλήσυχου μποέμ ζευγαριού, παρά την δυσπιστία τους για τα περί μαγείας, μιας και δεν έχουν τη φαντασία να κατανοήσουν κάτι έξω από τη δική τους εμπειρία. Η γυναίκα θα υποταχτεί εξ ολοκλήρου και ο επιστήμονας του ήχου, που έχει ακούσει τα πάντα στη ζωή του, ανυπομονεί να ακούσει την Κραυγή.

Μια ιστορία από το ψυχιατρείο για το ψυχιατρείο. Μιλά για την δύναμη και την αλήθεια, χάνει την ισορροπία μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας και βασανίζει το μυαλό καιρό μετά την θέαση της. Αδύνατον να ταξινομηθεί σε κάποιο genre- περιεχόμενο και φόρμα ταυτίζονται αδιαφορώντας για τις συμβάσεις και τα όρια των ειδών- arthouse μεταμοντέρνο (ημι)μεταφυσικό πειραματικό θρίλερ, abstract ambient αλληγορικό ψυχόδραμα μυστηρίου ή η ευφάνταστη, αλληγορική, χωρίς νόημα, ιστορία από το Στόμα Της Τρέλας. 1994 μιας διάνοιας στη ζώνη του λυκόφωτος? Τα κομμάτια/layers του παζλ ενώνονται σιγά σιγά κάτω από το ερωτηματικό που διατρέχει την ταινία σε ολόκληρη την διάρκεια της (88 min) μέχρι και το wtf ανοιχτό φινάλε. Διάσπαρτες, ασυνάρτητες, χωρίς χρονική συνέχεια(?), εικόνες συνδέονται και αποκτούν αργότερα νόημα αφήνοντας μαλάκα τον θεατή με την ευρηματικότητα και την περίτεχνη δομή του σεναρίου, που χάρις το montaz καταφέρνει να κόψει "ένα κρύσταλλο με τις διαθλαστικές του γωνίες και την καλειδοσκοπική του όψη, κάτι σαν τα θραύσματα ενός ονείρου που συσσωρεύονται σε μια δομή τόσο παράξενη που κανείς δεν μπορεί να την συλλάβει λογικά, αλλά η οποία ταρακουνά όλες τις αισθήσεις" (Jerzy Skolimowski). Η χρήση του ήχου είναι ένα ακόμα επίτευγμα- αποκτά πρωτόγνωρο ύπουλο ρόλο στην αφήγηση ενώ τα έρημα τοπία/απέραντοι αμμόλοφοι και η ρουτίνα της καθημερινότητας του, κολλημένου στο χρόνο, χωριού συμπληρώνουν την ονειρική μυστηριακή ατμόσφαιρα ανησυχίας. Απαιτητικό, παράξενο, πολυεπίπεδο, Βραδίας Καύσεως και χαοτικό. Θυμίζει στα σημεία τα κλασσικά Straw Dogs.1974, The Wicker Man.1973, Don't Look Now.1973 και έχει κάτι από την παραισθησιογόνα ατμόσφαιρα του D.Lynch (Blue Velvet.1986, Lost Higway.1997 ). Ο διεστραμένος Sir Alan Bates κλέβει την παράσταση από τους πάντα καλούς Susannah York (They Shoot Horses, Don't They?1969, Images.1972) και John Hurt (The Osterman Weekend.1983, Alien.1979) γεμίζοντας το κάδρο και μαγνητίζοντας θύματα και θεατή με την πληθωρική παρουσία του. Μια μεγάλη στιγμή της περιπετειώδους πορείας του αντικαριερίστα πολωνού και του μετα-hammer βρετανικού τρόμου των 70ς. Αν κυκλοφορούσε σήμερα θα ήταν το θρίλερ της χρονιάς.

1. Ειδική μνεία για το υπόγειο εργαστήριο του Hurt (ξέχνα το Blow Out.1981), όπου εκεί στριμωγμένος ανάμεσα σε μπλιμπλίκια, μετρονόμους, μπομπίνες και αναλογικά μηχανήματα ηχογράφησης της εποχής ηχογραφεί ήχους-μια σφίγγα σε μπουκάλι, η κάφτρα του τσιγάρου, δοξάρι και κονσέρβα, μπίλιες και νερό κ.α.- και τους μεγεθύνει δημιουργώντας εντυπωσιακά ηχητικά εφε

2. Η μπάλα χάθηκε όταν ο πίνακας του Φράνσις Μπέικον άξαφνα πήρε σάρκα και οστά.

3. ελλ. τίτλος> Η Κραυγή Που Σκοτώνει


  

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011

Long Weekend 1978

Long Weekend 1978
Σαββατοκύριακο του τρόμου
του Colin Eggleston

Σκηνοθεσία: Colin Eggleston

Σενάριο: Everett De Roche

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 37m

Γλώσσα: Αγγλικά

Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

Παίζουν:

John Hargreaves: Peter

Briony Behets: Marcia

Mike McEwen: Truckie

Roy Day: Old Fisherman

Michael Aitkens: Barman

Sue Kiss von Soly: City Girl


    Πρόκειται για ταινία του ελεύθερου Αυστραλιανού κινηματογράφου, Αυστραλιανή B–Movie ταινία αν προτιμάτε, που στην εποχή της δεν έτυχε καμίας προσοχής.
Όπως όμως οι άσχετοι κληρονόμοι της γιαγιάς πετάνε πράγματα από το σεντούκι της θεωρώντας τα σκουπίδια και καταλήγουν στα χέρια κάποιοι γνώστη που μακαρίζει την τύχη του για τα ευρήματά του, κάτι τέτοιο συνέβη και εδώ μεταξύ άσχετων διανομέων και ανθρώπων που κατανοούν την τέχνη.
Η ταινία κατατάχθηκε πολύ αργότερα στα διαμάντια του είδους.
Σχετικά με το στόρι.
    Ένα ζευγάρι, που από την αρχή είναι φανερό ότι δεν τα πάνε πολύ καλά μεταξύ τους αποφασίζει να εκδράμει εκμεταλλευόμενο ένα Μακρύ Σαββατοκύριακο. Με τον όρο Μακρύ Σαββατοκύριακο εννοούμε το σαββατοκύριακο που συμπίπτει με αργία Δευτέρας.
    Οι διαφωνίες ξεκινάνε από την αρχή διότι η γυναίκα προτιμά διακοπές σε άνετο ξενοδοχείο και δεν είναι ο τύπος που της αρέσουν οι περιπέτειες και το άγνωστο.



    Ο άνδρας αντίθετα προτιμάει το ελεύθερο κάμπινγκ και κουβαλά στην κυριολεξία την γυναίκα του σε μια ομολογούμενος άγνωστη και υπέροχη παραλία που έχει τα χαρακτηριστικά του επίγειου παράδεισου.

Στην πράξη όμως αποδεικνύεται ότι και ο άνδρας δεν εμπνέεται από οικολογικά αισθήματα, αλλά αυτό που επιδιώκει με τον πλούσιο τεχνολογικό εξοπλισμό του είναι να κυριαρχήσει στην παρθένα φύση και να της δείξει ποιος είναι το αφεντικό.

    Το κακό άρχισε όταν κτυπά με το αμάξι του ένα καγκουρό, περνάει βάναυσα από πάνω του και δεν δείχνει να στεναχωριέται καθόλου.
Στη συνέχεα ρίχνει με το τσεκούρι δένδρα, πυροβολεί οπουδήποτε άσκοπα και πατά με το τζιπ του οτιδήποτε κινείται.
Και η φύση εκδικείται.

    Στην αρχή τα διάφορα περίεργα που συμβαίνουν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν τυχαία. Όσο προχωρά όμως η ώρα, μπαίνουμε στην σφαίρα του μεταφυσικού. Και εδώ βλέπουμε την αξία του σκηνοθέτη. Αίσθημα φόβου και τρόμου χωρίς σπλατ.
Ξέρει πολύ καλό ότι άλλο είναι ο τρόμος από την ατμόσφαιρα και άλλο η φρίκη από την αηδία του αίματος.
    Πολλοί χαρακτήρισαν την ταινία ως οικολογικό θρίλερ.

    Την ταινία την είχα εδώ και κάμποσο καιρό, όμως υπότιτλοι δεν υπήρχαν ούτε στα κινέζικα. Πρόσφατα όμως εμφανίστηκαν Γαλλικοί υπότιτλοι και δεν έχασα την ευκαιρία να τους μεταφράσω.