Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Orson Welles. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Orson Welles. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Le Proces 1962

Le Proces 1962

Η ΔΙΚΗ


Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Pierre Cholot, Franz Kafka, Orson Welles

Είδος: Crime, Drama, Fantasy, Mystery, Orson Welles, Thriller

Διάρκεια: 01:58

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Anthony Perkins: Josef K.

Arnoldo Foà: Inspector A

Jess Hahn: Second Assistant Inspector

Billy Kearns: First Assistant Inspector

Madeleine Robinson: Mrs. Grubach

Jeanne Moreau: Marika Burstner

Romy Schneider: Leni

 

Ότι ο Welles είναι εμπνευστής ενός ιδανικού κινηματογράφου, που παράγει τέχνη, και κάθε ταινία αποτελεί ένα δημιουργικό ταξίδι προς κάτι καινούργιο, νομίζω είναι αποδεκτό από κάθε κινηματογρα- φόφιλο. Το καινούργιο στοιχείο προσωπικής επίτευξης του σε αυτήν την ταινία όμως είναι ότι παραδίδει απλόχερα για άλλη μια φορά μαθήματα, για το πώς να γυρίσει κανείς την καλύτερη μεταφορά ενός βιβλίου σε ταινία.

Η ‘Δίκη’ του Κάφκα, περνά μέσα από τον αλάνθαστο φακό του Welles με φίλτρο την φαντασία και τον αστείρευτο οραματισμό του, και το αριστουργηματικό αποτέλεσμα, μπορεί να μην ακολουθείται εύκολα από τον καθένα, αλλά αποτελεί αν μη τι άλλο προϊόν αβίαστης ιδιοφυίας.

Οι παρεμβάσεις του Welles, περιορίζονται στην απλοποίηση κάποιων βαθύτερων νοημάτων που συναντάμε στο βιβλίο, χωρίς όμως αυτά να ξεγυμνώνονται από τα εθιστικά κολλήματά τους, που μας οδηγούν να ψάξουμε βαθύτερα για να ξεσκεπάσουμε την αλήθεια.

Η αγωνία της μόνιμης απορίας, η εσωτερική δύναμη που μας ωθεί προς την καταστροφή, η ελπίδα που σκοτώνεται από την ακλόνητη τάξη πραγμάτων, ο φόβος για την κατάληξη, ο τρόμος στο βήμα πριν την λύτρωση, η απογοήτευση της εξιλέωσης, κι η αναγέννηση ενός κρυστάλλινου φοίνικα μέσα από τις στάχτες που σκόρπισε η ίδια του η ουσία στο χώμα, ως σύμβολο μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας που σπάει σε χίλια κομμάτια σε κάθε της προσπάθεια να συναρμολογηθεί, όλα στοιχεία που ξεπηδούν από τις σελίδες του βιβλίου για να ποτίσουν κάθε ενσταντανέ της ταινίας.

Μια αλχημεία μαγική με το μολύβι του Κάφκα να γράφει στο φιλμ ο Welles, και οι εικόνες από κάρβουνο του Κάφκα να γίνονται στιγμές από όνειρα στην φαντασία του Welles.

Ο πρώτος παρουσιάζει ένα έργο που δεν του λείπει τίποτα, κι ο δεύτερος δεν έρχεται να προσθέσει κάτι καινούργιο, αλλά να εδραιώσει την αλήθεια χωρίς να την επαναλάβει. Κι αν μια μικρή ανατροπή σας ταράξει το τέλος, δεν υπάρχει λόγος σύγχυσης.. μέσα από τους καπνούς η αλήθεια βγαίνει αναλλοίωτη.

ΥΓ 1: εξαιρετική θεωρώ την απόφαση του Welles να δευτεραγωνιστήσει στην ταινία, αφήνοντας την έγνοια του πρωταγωνιστή στον εκπληκτικό για τον ρόλο αυτό Antony Perkins, κάτι που του έδωσε και την ευκαιρία να ρίξει όλη την προσοχή του στην σκηνοθεσία, και να δημιουργήσει την πιο πλήρη και καλά πλαισιωμένη ταινία του, χρόνια μετά τον Πολίτη Κέιν.

ΥΓ 2: την ταινία την παρακολούθησα στα πλαίσια του 20ού Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου, και ήταν παρμένη από το Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου. Καθότι η αυθεντική έκδοση της ταινίας από την δεκαετία του 60, οι υπότιτλοι ήταν στην καθαρεύουσα και με την φωνή τους στο βάθος του χρόνου προσέθεσαν ένα ακόμα μαγευτικό στοιχείο στην προβολή αυτή.


  

Δευτέρα 5 Απριλίου 2021

Othello 1952

Othello 1952

  


Σκηνοθεσία: Orson Welles, Wilson Milam

Σενάριο: William Shakespeare, Orson Welles, Jean Sacha

Είδος: Drama, Orson Welles

Διάρκεια: 01:31

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Orson Welles: Othe: Iago

Robert Coote: Roderigo

Suzanne Cloutier: Desdemona

Hilton Edwards: Brabantio

 

Ο Μαυριτανός στρατιώτης Οθέλλος ερωτεύεται την πανέμορφη Δυσδαιμόνα που ανήκει σε αριστοκρατική οικογένεια της Βενετίας. Ο βοηθός του, Ιάγος, εποφθαλμιώντας τη θέση του Οθέλλου, προσπαθεί να τον αποδυναμώσει σκαρφιζόμενος διάφορα τεχνάσματα και δημιουργώντας συνέχεια προβλήματα.

Η ταινία κέρδισε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες το 1951.

Αν και ο Γουέλς γύρισε αυτήν την σκοτεινή κινηματογραφική εκδοχή της σαιξπηρικής τραγωδίας με φτωχά μέσα, (γεγονός που φαίνεται στις λεπτομέρειες του ήχου που πολλές φορές σε ταινίες του άφησε αφρόντιστες ο Γουελς), και με πολλές δυσκολίες καθώς ήταν στην Ευρώπη η ταινία του Οθέλλος παραμένει μέχρι σήμερα ένα παλλόμενο εκρηκτικό αριστούργημα με μοναδική εφευρετικότητα στην σκηνοθεσία, στις γωνίες των πλάνων και στο μοντάζ. Οι χαρακτήρες είναι σμιλευμένοι εκπληκτικά στην οθόνη και οι ερμηνείες τόσο του Γουέλς ως μαύρου Othello, (θύμα της σκηνοθεσίας του Ιαγο), όσο και του Μακ Λιαμουάρ ως Ιάγο φοβερές σε μια ταινία που μιλάει για το πάθος της εξουσίας, την ζήλια και τις καταστροφικές δυνάμεις που ενεργούν στον άνθρωπο.


Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Touch Of Evil 1958

Touch Of Evil 1958

Το Αγγιγμα του Κακού  


Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Orson Welles, Whit Masterson, Franklin Coen, Paul Monash

Είδος: Crime, Mystery, Orson Welles, Thriller

Διάρκεια: 01:45

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Mike Vargas

Janet Leigh: Susan Vargas

Orson Welles: Police Captain Hank Quinlan

Joseph Calleia: Police Sergeant Pete Menzies

Akim Tamiroff: 'Uncle' Joe Grandi 

Ο Μάικ Βάργκας (Charlton Heston) είναι ένας Μεξικάνος αστυνομικός, που έχει διακριθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, στο τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Έχει μόλις παντρευτεί τη Σούζαν, μία γοητευτική Αμερικανίδα (Janet Leigh) και ξεκινούν το μήνα του μέλιτος στην πόλη Los Robles, που βρίσκεται στο Μεξικό, ακριβώς δίπλα στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Η ηρεμία τους όμως, διακόπτεται απότομα, όταν δολοφονείται με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητο του, ο αρχιμαφιόζος της πόλης. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αμερικάνος αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν (Orson Welles). Ο Κουίνλαν είναι διαβόητος για το ότι βρίσκει πάντα το στόχο του και εξιχνιάζει όλες τις υποθέσεις, αλλά, χωρίς να φαίνεται, αν και κατά πόσο, τις χειρίζεται πάντα με καθαρό τρόπο. Επειδή όλα συμβαίνουν στα σύνορα, αλλά κυρίως σε μεξικάνικο έδαφος, ο Βάργκας επιστρατεύεται στην υπόθεση. Ο Κουίνλαν αγανακτά γρήγορα βλέποντας πως θα έχει τον επίμονο Βάργκας μέσα στα πόδια του και «μαγειρεύει» τα πειστήρια, για να βρει ένα ένοχο και να κλείσει την υπόθεση. Για να πετύχει το στόχο του, ο Κουίνλαν συνεργάζεται με έναν δευτεροκλασάτο μαφιόζο, τον Τζο Γκράντι (Akim Tamiroff), ο οποίος θέλει να τρομοκρατήσει τον Βάρκγας, που είναι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του αδελφού του, σπιλώνοντας τη τιμή της συζύγου του Σούζαν.

Η γενική αίσθηση : Πιο «Νουάρ» ... δεν βλέπεις πια τίποτα στην οθόνη!!!! Ιδανικό για τους λάτρεις, SOS για τους μελετητές και η αρχή που θα σημαδέψει τους νεοφώτιστους.

Το σενάριο : Είναι εξαιρετικό και ίσως ο βασικότερος (και ενδεχομένως κρυμμένος, κατά κάποιο τρόπο, στη «σκιά» της σκηνοθεσίας) λόγος, που το έργο είναι τόσο εντυπωσιακά διαχρονικό.

Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη ενός μυθιστορήματος «δευτερεύουσας σημασίας» (με την έννοια που το λογοτεχνικό genre «pulp fiction» είναι δευτερεύουσας σημασίας) με τίτλο “badge of evil” του Whit Masterson.

Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Paul Monash. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Welles στο σενάριο ήταν τόσες πολλές, διευσδυτικές και ανατρεπτικές, που τελικά στο generique μόλις και μετά βίας πιστώνεται η συγγραφή του σεναρίου στον Monash.

Θεωρείται ότι ο Welles, δεν είχε διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία και ότι οι παρεμβάσεις του στο κείμενο του Monash, είχαν σαν μόνο ουσιαστικό στόχο και αποτέλεσμα, να μεταθέσουν το κέντρο βάρους του σεναρίου στα θέματα που τον απασχολούσαν πάντα, δηλαδή στις προσωπικές εμμονές του, που συγκεκριμένα είναι : η φυσική ανθρώπινη ροπή, η προδιάθεση δηλαδή, προς το κακό και ο συνεπερχόμενος διπολισμός του ανθρώπινου ήθους (άσπρο-μαύρο, καλό -κακό), ο αμοραλισμός, και η διαφθορά των προσώπων που κατέχουν την εξουσία.

Η σκηνοθεσία : Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Welles (όπως ακριβώς και ο ήρωας που υποδύεται) σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ότι μπορούσε για να τους αποφεύγει. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο σαν σκηνοθέτης, μετά από μία δεκαετία και ξεκίνησε με πολύ βαριά καρδιά, σχεδόν χωρίς όρεξη, επειδή τον πίεσε με τις προτροπές του ο Charlton Heston. Η παραγωγή ήταν συνεχώς καχύποπτη απέναντι του και τελικά τον απέλυσε πριν ολοκληρωθεί η φάση του post-production.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μία εικόνα, που σήμερα (και τότε), στις συζητήσεις μεταξύ σκηνοθετών, οδηγεί στη γνωστή κατακλείδα : «έκανα μία ξεπέτα για να ξεμπλέξω».

Όταν όμως είναι κανείς ιδιοφυία, του μεγέθους του Orson Welles, η έννοια της «ξεπέτας» απλά, δεν υφίσταται. Δηλαδή, όταν κάποιος είναι σαν τον Welles, ακόμα κι αν πιέσει τον εαυτό του να κάνει μιά «ξεπέτα», η ξεπέτα δεν του «βγαίνει» ως τοιαύτη. Μοιραία λοιπόν, και αυτή η ταινία του πέρασε στην κατηγορία : αριστούργημα, και οι λόγοι που την κατατάσσουν εκεί είναι οι εξής :

α) Το αρκετά μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο, με το οποίο ξεκινάει η ταινία και το οποίο είναι η πιο διάσημη σεκάνς του έργου. Πρόκειται για μονοπλάνο, που διδάσκεται πλέον στα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.

Η κάμερα βρίσκεται σε ένα γερανό. Κάνει traveling, απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησης της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, ενόσω εκείνοι περπατούν στο δρόμο και ανυποψίαστοι, άλλοτε πλησιάζουν και άλλοτε απομακρύνονται, από το αυτοκίνητο του αρχιμαφιόζου, που στο τέλος εκρήγνυται. Το πλάνο αυτό, σήμερα, ίσως και να περάσει απαρατήρητο, από κάποιον που βλέπει ανυποψίαστος το έργο για πρώτη φορά. Κι αυτό γιατί η τεχνική του έχει αντιγραφεί τόσες πολλές φορές, από τότε, που πλέον θεωρείται πραγματικά δεδομένο! Δηλαδή, δεν μπορούμε πια, να νιώσουμε την έκπληξη που ένιωσαν οι θεατές το 1958, ωστόσο είναι και αδύνατον, να μην αισθανθούμε τη δύναμη του. Τραβάει τον θεατή σαν δίνη και τον βάζει μέσα στο φιλμ. Μεταφέρει τον απόηχο της πόλης, που από μακριά μοιάζει σαν να διασκεδάζει, αλλά που μεταδίδει και μιά ανησυχία. Προαισθάνεται κανείς ότι κάτι δεν θα πάει καλά, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τί ακριβώς.

Ο Welles γύρισε αυτό το πλάνο πάρα πολλές φορές, επί μία ολόκληρη νύκτα (στις 14 Μαρτίου 1957). Για πρακτικούς λόγους τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη Venice της Καλιφόρνια, που πείθει ότι πρόκειται για την μεξικάνικη Los Robles, στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία.

Τελικά, ο Welles θεώρησε ικανοποιητική, μόνο την τελευταία λήψη (στην οποία μπορεί κανείς, αν ειναι, πες, μελετηρός και ενδιαφέρεται για τόση λεπτομέρεια, να διακρίνει το φως της αυγής που χαράζει στο βάθος του ορίζοντα). Η σκηνή αυτή καθορίζει το στίγμα όλης της ταινίας, δημιουργεί την ατμόσφαιρα, απλώνει το νουάρ, θέτει φόντο και δίνει το ρυθμό, στον οποίο θα κινηθεί όλη η υπόλοιπη κινηματογραφική αφήγηση. (Μην τη χάσετε!!!! Πηγαίνετε νωρίς στην αίθουσα και φροντίστε να έχετε ξεμπερδέψει από το μπαρ – μεξικάνικα νάτσος και τα τοιαύτα- πριν πέσουν οι τίτλοι της αρχής!!!) (Μιλάω γενικά!! Παρακαλώ πολύ την πολυαγαπημένη cinefan Loramars, να μην το εκλάβει ως προσωπική αιχμή - χεχεχε)

            β) Ο διευθυντής φωτογραφίας Russel Metty δημιούργησε για την ταινία, ένα (συγχωρείστε το καταχρηστικό οξύμωρο, αλλά πώς αλλιώς να το πεις;;;) «νέο διαυγές chiaroscuro», που καθορίζει το «νουάρ» με έναν άλλο τρόπο, πιο μοντέρνο και σαφώς πιο στυλιζαρισμένο από εκείνον των προηγούμενων δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκιές των ηθοποιών που πραγματικά παίζουν στο έργο και λαμβάνουν ενεργά μέρος στη σύνθεση των ανεπανάληπτων εικόνων.

           

γ ) Πέρα όμως απο την φωτογραφία, προστίθενται και άλλα στοιχεία (π.χ. εφημερίδες στροβιλίζονται, χωρίς να πνέει τόσο δυνατός άνεμος) τα οποία συνδυάζονται με τη σκηνογραφία (π.χ. ένα βαλσαμωμένο κεφάλι ταύρου κρέμεται «υπέρβαρο», με τα σπαθάκια του ταυρομάχου καρφωμένα επάνω του, όπως ακριβώς λίγο πριν ξεψυχήσει το ζώο που βαλσαμώθηκε. Το βλέπουμε στον τοίχο του «μαγαζιού» της Τάνυα-Marlene Dietrich, πάνω από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται ο Κουίνλαν-Welles, ως μια «ευανάγνωστη αλληγορία») και την ενδυματολογική λεπτομέρεια (π.χ. ο κορσές της Janet Leigh στην περίφημη σκηνή του μοτέλ, που την κάνει να φαίνεται τελικά, σαν κορίτσι του καμπαρέ, αλλά και άσπιλη, όπως το λευκό σατέν από το οποίο είναι φτιαγμένος). Δημιουργείται δηλαδή, ένα εντυπωσιακό, ευφυέστατο και λεπτομερέστατο στυλιζάρισμα της εικόνας. ‘Ετσι, το φόντο της εικόνας αναλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος την ευθύνης για την απόδοση της αίσθησης του νουάρ. Και με τον τρόπο αυτό, οι διάλογοι αποδεσμεύονται κατά κάποιο τρόπο, από το σύνολο του βάρους αυτής της ευθύνης, και τους παρέχεται μιά σχετική ελευθερία, για να αποτολμήσουν διατυπώσεις, που περικλείουν ένα λανθάνον χιούμορ κι ένα σαρκασμό, καθώς φλερτάρουν διακριτικά με ένα φιλοσοφίζον ύφος.

δ) Η εξαιρετική μουσική επένδυση του Henry Mancini, καθώς και το ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Ο Welles ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον τρόπο εισαγωγής της μουσικής υπόκρουσης. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Mancini.

Οι ηθοποιοί : Το εκπληκτικό καστ και οι εξαιρετικές ερμηνείες είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την ταινία αριστούργημα. Ο Charlton Heston, (περασμένος ένα ελαφρύ χέρι φούμο - για να δείχνει πιο μεξικάνος) αποδίδει τον άτεγκτο αστυνόμο πειστικότατα και με εντυπωσιακή ευκολία.

Το ίδιο εύκολα και ανάλαφρα πλάθει το χαρακτήρα της η Janet Leigh. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη σε ένα ρόλο, που επανειλημμένα απαιτεί, να αφήσει να διαγραφούν τα κωμικά στοιχεία της κατάστασης στην οποία περιέρχεται, χωρίς όμως ο θεατής να γελάσει, όπως θα γελούσε εάν έβλεπε κωμωδία. ‘Ολη αυτή η μαεστρία της, φαίνεται στη σκηνή, κατά την οποία έχει ουσιαστικά απαχθεί από τον μαφιόζο Γκράντι, ο οποίος έχει πρόθεση να την τρομοκρατήσει. Εκείνη, αντί να φοβηθεί, του αντεπιτίθεται ατρόμητη, του κάνει μαθήματα συμπεριφοράς και ουσιαστικά τον απειλεί, σε ένα τόνο, που ο μαφιόζος πραγματικά σκιάζεται!

Εντυπωσιακή φυσικά και η παρουσία της Marlene Dietrich, ως Τάνυα, η οποία τελικά, λέει όλες τις «βαθυστόχαστες» δραματικές και μοιραίες ατάκες, που θεωρούνται εμβληματικές της ταινίας. (Όπως είναι ευνόητο, μόνο η Marlene Dietrich θα μπορούσε να εκστομίσει τέτοιες ατάκες και να ακουστούν έτσι, τόσο ακλόνητες και αδιαμφισβήτητες! π.χ. Κουίνλαν : Come on, read my future for me. Τάνυα : You haven`t got any. Κουίνλαν: What do you mean? Τάνυα : Your future is all used up. Ή επίσης, Κουίνλαν : I`m Hank Quinlan. Τάνυα : I didn`t recognize you. You should lay off those candy bars.)

Οι ερμηνείες του Dennis Weaver, που υποδύεται τον νυχτερινό φύλακα του μοτέλ και του Joseph Celleia, που υποδύεται τον πιστό φίλο του Κουίνλαν, θεωρούνται ιστορικής σημασίας και είναι πράγματι εντυπωσιακές, παρά το ότι με τα σημερινά αισθητικά δεδομένα, η ερμηνεία του Dennis Weaver, θα άγγιζε (θα ποδοπατούσε, για την ακρίβεια) τα όρια της μπαλαφάρας.

Ωστόσο, όλες αυτές οι εξαίρετες ερμηνείες μοιάζουν σαν να είναι δευτερεύοντα διακοσμητικά στοιχεία, που απλώς πλαισιώνουν, τον ένα και μοναδικό ογκόλιθο, που καταλαμβάνει με την ερμηνεία του την οθόνη και μονοπωλεί κάθε πλάνο, στο οποίο εφμανίζεται : τον Orson Welles. Η ερμηνεία του είναι τόσο τέλεια, που είχε εισπράξει, κάθε πιθανό είδος επαινετικού σχολίου, αλλά ακόμα και τη μομφή, ότι επρόκειτο για επιδειξιομανιακή κρίση, προβολής των δεξιοτήτων του.


Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Mr. Arkadin 1955

 

Mr. Arkadin 1955

Ο Κυριος Αρκαντιν

 


Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Louis Dolivet, Orson Welles

Είδος: Crime, Drama, Mystery, Orson Welles, Thriller

Διάρκεια: 01:33

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Orson Welles: Gregory Arkadin

Michael Redgrave: Burgomil Trebitsch

Patricia Medina: Mily

Akim Tamiroff: Jakob Zouk

Mischa Auer: The Professor

 

Οτιδήποτε έχει να κάνει με τον Orson Welles δεν μπορεί παρά να μας κεντρίζει το ενδιαφέρον. Η σκηνοθετική του ιδιοφυία, η πάντα καυστική και επίκαιρη θεματολογία των ταινιών του και το βάρος της συνεισφοράς του στην 7η τέχνη, είτε ως δημιουργός είτε ως ηθοποιός, συνέβαλαν στην καταξίωση του Welles.

Βέβαια η καριέρα του πίσω και μπροστά απο τον φακό δεν συνάδει με τον συνήθη τρόπο που αναδυκνείεται ένα ταλέντο, μια μεγάλη μορφή της τέχνης. Ο Welles βρέθηκε στο ζενίθ της καριέρας του στα πρώτα του κινηματογραφικά βήματα και μετέπειτα ακολούθησε φθίνουσα πορεία. Σταθμός και σημείο αναφοράς είναι ο Citizen Kane - Πολιτης Κεην το 1941, μια ταινία που καθιέρωσε τον Welles στο κινηματογραφικό γίγνεσθαι. Η έμμεση ταυτοποίηση του πρωταγωνιστή Charles Foster Kane με τον William Randolph Hearst, υπαρκτό και πανίσχυρο εκδότη στην Αμερική της δεκαετίας του 40’, οδήγησε τους δύο άνδρες σε μια διαμάχη που είχε ως αποτέλεσμα την σταδιακή καλλιτεχνική απομόνωση του Orson Welles στις Η.Π.Α.

Τα σημάδια αυτής της φιλονικίας είναι εμφανή στην ταινία Mr. Arkadin - Ο Κυριος Αρκαντιν του 1955. Τα γυρίσματά της έγιναν κυρίως στην Ισπανία, με χαμηλό κόστος παραγωγής που προήλθε απο πιστούς ακόμα φίλους του Welles στην Γηραιά Ήπειρο.

Σκηνοθετικά η ταινία φέρει καθαρά την υπογραφή του. Οι διαφορετικές γωνίες λήψης, η σημασία του φωτισμού και η επιτυχής ανάδειξη στοιχείων του σεναρίου που έχουν να κάνουν με τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών, είναι άξια προσοχής.

Απο τα αρνητικά όμως είναι σίγουρα το απρόσεχτο μοντάζ. Αυτό βέβαια δεν οφείλεται στον Welles αφού μετά το πέρας των γυρισμάτων εκδιώχθηκε απο την παραγωγή και τα πλάνα “έδεσε” ο Renzo Lucidi.

Η πλοκή της υπόθεσης ξετυλίγεται μέσω των δύο κύριων πρωταγωνιστών, του Gregory Arkadin (Orson Welles), βαθύπλουτου μεγιστάνα με μυστήριο να καλύπτει το παρελθόν του, και του Guy Van Stratten (Robert Arden), φιλόδοξου νεαρού σε ρόλο ντετέκτιβ που αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τα σκοτεινά σημεία της ζωής του Arkadin. Κεντρικό σημείο της ταινίας είναι η σκηνή που ο Arkadin αφηγείται την ιστορία του σκορπιού και του βάτραχου, το ηθικό δίδαγμα της οποίας επιβεβαιώνεται στο φινάλε της ταινίας. Ο επικίνδυνος μεγιστάνας βρίσκεται πάντα πίσω απο τον νεαρό, παίζοντας το παιχνίδι του θύματος και του θύτη.

Το Mr. Arkadin εξερευνά με επιτυχία την ανθρώπινη φύση και στέκεται άνετα ως ένα καλό φίλμ νουάρ, παρά τις όποιες ελλείψεις που οφείλονται σε οικονομικούς λόγους και σίγουρα όχι στον Orson Welles.