Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

THE OMEN 1976

 

THE OMEN 1976

Η προφητεία


Σκηνοθεσία: Richard Donner

Σενάριο: David Seltzer

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 51m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gregory Peck: Robert Thorn

Lee Remick: Katherine Thorn

David Warner: Jennings

Billie Whitelaw: Mrs. Baylock

Harvey Stephens: Damien

Patrick Troughton: Father Brennan

Martin Benson: Father Spiletto

 

Λίγες ταινίες τρόμου μπορούν να σηκώσουν επάξια τον βαρύ τίτλο της «κλασικής». Σ’ αυτές ανήκει σίγουρα το θρυλικό «The Omen» του Richard Donner. Με σπουδαία ονόματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο όπως ο Gregory Peck και η Lee Remick και έναν ιδανικό πιτσιρικά για την ενσάρκωση του Αντίχριστου, το «The Omen» αποτελεί μια μοναδική εμπειρία τρόμου που κάθε οπαδός του είδους που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να βιώσει.

Σίγουρα και μόνο στο άκουσμα λέξεων όπως «Αντίχριστος», «Σατανάς», «666» πολλοί νιώθουν ενοχλημένοι, άλλοι αγριεύονται, κι άλλοι αρχίζουν το σταυροκόπημα. Με τέτοιες έννοιες καταπιάνεται το «The Omen» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είστε θρησκευόμενος για τα τρομάξετε βλέποντάς το. Η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει ρίγη τρόμου με την απόκοσμη ατμόσφαιρά της, τη διαβολική μουσική της (ειδικά το κομμάτι Ave Satani), τις ειλικρινείς ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, το κλίμα απελπισίας μπροστά στη μεγάλη αναδυόμενη απειλή και αρκετές μακάβριες σκηνές που καρφώνονται στη μνήμη του θεατή δια παντός.

Η ταινία ξεκινά με την υιοθέτηση ενός βρέφους από τον Αμερικανό διπλωμάτη Robert Thorn ο οποίος προβαίνει στη συγκεκριμένη πράξη κρυφά από τη γυναίκα του λόγω του αναφερόμενου θανάτου του νεογέννητου παιδιού τους. Στη συνέχεια το ζεύγος μετακομίζει από τη Ρώμη στο Λονδίνο για την ανάληψη των νέων καθηκόντων του Robert. Σταδιακά όμως ανακαλύπτουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το υιοθετημένο παιδί τους. Μια σειρά συμπτώσεων γύρω από το μικρό Damien αναστατώνουν τους δύο γονείς. Ο μικρός έπαθε σοκ φτάνοντας σε μια εκκλησία, τα ζώα ενός πάρκου αγριεύουν βλέποντάς τον και ένας αλλόκοτος ιερέας επισκέπτεται τον πατέρα του Damien προειδοποιώντας τον για την διαβολική ταυτότητα του γιου του, δίνοντάς του συμβουλές για να τον αντιμετωπίσει. Ο Αντίχριστος επιδιώκει την ανάδυση του μέσα από τον κόσμο της πολιτικής ως κληρονόμος του Robert και στη συνέχεια την εδραίωση της κυριαρχίας του στον κόσμο. Το ζεύγος αρχικά δείχνει δύσπιστο στα σημάδια αλλά τα γεγονότα που θα εκτυλιχτούν θέτουν σε κινητικότητα τον πατέρα ο οποίος με τη βοήθεια ενός φωτογράφου ξεκινάει την απαραίτητη έρευνα για να σταματήσει τον Αντίχριστο, δηλαδή το γιο του! Εγχείρημα δύσκολο αφού ο σατανικός Damien δεν είναι ανυπεράσπιστος και με τους σπουδαιότερους υπερασπιστές του κακού να βρίσκονται στο ίδιο του το σπίτι!

Εκτός από την διθυραμβική αντίδραση των κριτικών της εποχής το «The Omen» σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στο αμερικανικό box office συγκεντρώνοντας 60.922.980 δολάρια, όντας το 5ο πιο επιτυχημένο εμπορικά φιλμ στις ΗΠΑ για το 1976. Επίσης κέρδισε και 1 Oscar για το καλύτερο soundtrack.

Δε νομίζω ότι χρειάζονται να ειπωθούν περισσότερα για την αναμφισβήτητη ποιότητα της εν λόγω ταινίας. Η ανατριχιαστική ιδέα ότι πίσω από το αθώο βλέμμα ενός μικρού παιδιού ελλοχεύει το μεγαλύτερο κακό σύμφωνα με μια μεγάλη μερίδα συνανθρώπων μας,  συνιστά εξαιρετικό υλικό για τη δημιουργία μιας πραγματικά διαβολικής ταινίας, κάτι που επιτεύχθηκε άψογα στο «The Omen». Ο αυθεντικός τρόμος είναι εδώ, σε μια ταινία σταθμό που παρά το πέρασμα του χρόνου διατηρεί κρυστάλλινη την αυθεντικότητά της. Ένα διαχρονικό διαμάντι τρόμου, από τα λαμπρότερα (ή μήπως από τα σκοτεινότερα;) που είδαμε ποτέ.

CARRIE 1976

CARRIE 1976

Κάρι, έκρηξη οργής


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Stephen King, Lawrence D. Cohen

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 36m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Sissy Spacek: Carrie

Piper Laurie: Margaret White

Amy Irving: Sue Snell

William Katt: Tommy Ross

John Travolta: Billy Nolan

Nancy Allen : Chris Hargenson

Betty Buckley: Miss Collins

 

Μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου των χρυσών 70s (ίσως η ποιοτικότερη δεκαετία του horror κινηματογράφου) αναμένει να την ανακαλύψουν όσοι φίλοι του είδους δεν το έχουν ήδη κάνει. Δεν λέω, καλά και τα remake, αλλά πρέπει να ψάχνουμε από πού ξεκίνησαν όλα…

Αναμφίβολα από τις σπουδαιότερες στιγμές στην πρώιμη σκηνοθετική καριέρα του Brian De Palma. Ο διαβόητος σκηνοθέτης είχε ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του με το καταπληκτικό «Sisters» του 1973. Στο «Carrie» αναλαμβάνει το στήσιμο στη μεγάλη οθόνη του επιτυχημένου ομότιτλου μυθιστορήματος του Stephen King προσαρμόζοντας τη σκηνοθεσία του στις απαιτήσεις του μεταφυσικού, χωρίς όμως να λησμονεί εντελώς τις χιτσκοκικές επιρροές του.

Το «Carrie» αφηγείται την δραματική και εν τέλει τραγική ιστορία της νεαρής Carrie White, μιας εσωστρεφούς, ιδιόρρυθμης κοπέλας, μεγαλωμένης στο αυστηρό, θρησκόληπτο περιβάλλον που της επιβάλλει η μητέρα της. Ο παρακμιακός και ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της αποκαλύπτεται ήδη από το ξεκίνημα του έργου όταν η ηρωίδα αγνοώντας την γυναικεία έμμηνη ρύση, παθαίνει ισχυρό σοκ στο ντους του σχολείου της μπροστά στη θέα του ρέοντος αίματος. Σοκ για την Carrie, ατελείωτα πειραχτικά χάχανα για τις συμμαθήτριές της που την περιγελούν και που την έχουν ήδη περιθωριοποιήσει.

Η Carrie διαθέτει όμως και μια αφύσικη ικανότητα, αυτήν της τηλεκίνησης την οποία όμως δεν είναι σε θέση να ελέγχει καλά. Αν και απομονωμένη από τον κοινωνικό περίγυρο και συνεχώς καταπιεσμένη από την υπερσυντηρητική μητέρα της, θα καταφέρει να παραβρεθεί στον πολυαναμενόμενο σχολικό χορό και μάλιστα με καβαλιέρο τον γόη της τάξης της. Όταν όμως οι συμμαθήτριές της τής κάνουν μια ταπεινωτική φάρσα στη διάρκεια του χορού, η συσσωρευμένη οργή της Carrie εκρήγνυται και η αίθουσα μετατρέπεται σε νεκροταφείο! Οι τηλεκινητικές ικανότητες της πρωταγωνίστριας βρέθηκαν εκτός ελέγχου…

Παρότι έχουν περάσει ολόκληρες δεκαετίες από την εποχή του, το «Carrie» διατηρεί αμείωτο τις συγκινήσεις του. Δεν μοιάζει καθόλου απαρχαιωμένο, αντιθέτως αφηγείται με φρεσκάδα και ένταση την δραματική ιστορία της πρωταγωνίστριάς του. Σε αυτό βοηθά προφανώς η συγκλονιστική ερμηνεία της Sissy Spacek (The Straight Story, In The Bedroom) στο ρόλο της Carrie. Το αθώο και συνάμα θλιμμένο βλέμμα της ευαισθητοποιεί τον θεατή ακόμα και μετά το μακελειό που η ίδια προκαλεί.

Το cast συμπληρώνεται από την επίσης πολύ καλή Piper Laurie (Children of a Lesser God, The Hustler) στο ρόλο της μητέρας της Carrie, τον νεαρό τότε John Travolta, την διαχρονικά ατάλαντη αλλά πάντοτε αισθησιακή Nancy Allen (Dressed to Kill, Robocop) και μερικούς ακόμα αξιόλογους ηθοποιούς. Αν και η δράση είναι συμπυκνωμένη στις τελικές σεκάνς, η ταινία παραμένει ενδιαφέρουσα και καθόλου πληκτική και στο υπόλοιπο μέρος της, κι αυτό οφείλεται κυρίως στο σκηνοθετικό ταλέντο του De Palma.

Μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου των χρυσών 70s (ίσως η ποιοτικότερη δεκαετία του horror κινηματογράφου) αναμένει να την ανακαλύψουν όσοι φίλοι του είδους δεν το έχουν ήδη κάνει. Δεν λέω, καλά και τα remake, αλλά πρέπει να ψάχνουμε από πού ξεκίνησαν όλα… 

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

The Little Girl Who Lives Down the Lane 1976

The Little Girl Who Lives

Down the Lane 1976

Το κελάρι της αγωνίας


Σκηνοθεσία: Nicolas Gessner

Σενάριο: Laird Koenig

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 31m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jodie Foster: Rynn Jacobs

Martin Sheen: Frank Hallet

Alexis Smith: Cora Hallet

Mort Shuman: Ron Miglioriti

Scott Jacoby: Mario Podesta

Dorothy Davis: Town Hall Clerk 

Το The Little Girl Who Lives Down the Lane είναι μια ταινία του 1976 σε σκηνοθεσία του Nicolas Gessner και με πρωταγωνιστές τους Jodie Foster, Martin Sheen, Alexis Smith, Mort Shuman και Scott Jacoby. Ήταν μια συμπαραγωγή Καναδά και Γαλλίας και γράφτηκε από τον Laird Koenig, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημά του του 1974.

Η πλοκή επικεντρώνεται στη 13χρονη Ριν Τζέικομπς (Φόστερ), ένα παιδί του οποίου ο απών ποιητής πατέρας και οι μυστικοπαθείς συμπεριφορές του προκαλούν τις υποψίες των συντηρητικών γειτόνων της στη μικρή πόλη του Μέιν. Η μεταφορά, που αρχικά προοριζόταν ως θεατρικό έργο, γυρίστηκε στο Κεμπέκ με μικρό προϋπολογισμό. Η παραγωγή έγινε αργότερα αντικείμενο διαμάχης σχετικά με αναφορές ότι ο Φόστερ είχε συγκρούσεις με τους παραγωγούς για τη μαγνητοσκόπηση και τη συμπερίληψη μιας γυμνής σκηνής, αλλά χρησιμοποιήθηκε το σάμα μιας 21χρονης, της αδερφής του Φόστερ. Μετά από μια προβολή στο Φεστιβάλ των Καννών το 1976, ξεκίνησε μια δικαστική προσφυγή σχετικά με τη διανομή και ακολούθησε μια γενική κυκλοφορία το 1977.

Αρχικά κυκλοφόρησε σε μικτές κριτικές, με ορισμένους κριτικούς να βρίσκουν την πλοκή μυστηρίου του φόνου αδύναμη, αλλά την ερμηνεία της Jodie Foster πιο αξιόλογη, η ταινία κέρδισε δύο βραβεία Saturn, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης ταινίας τρόμου και της καλύτερης ηθοποιού για το Foster. Στη συνέχεια απέκτησε το καθεστώς της λατρείας, με τους μεταγενέστερους κριτικούς να αξιολογούν θετικά το σενάριο. Συγγραφείς και ακαδημαϊκοί το έχουν ερμηνεύσει ως δήλωση για τα δικαιώματα των παιδιών και το έχουν τοποθετήσει ποικιλοτρόπως στο θρίλερ, τον τρόμο, το μυστήριο ή άλλα είδη.

  

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Paranoiac 1963

Paranoiac 1963

1963Δυο Μάτια Γεμάτα Πόνο

 


Σκηνοθεσία: Freddie Francis

Σενάριο: Jimmy Sangster, Josephine Tey

Είδος: Horror ΔΕ 60, Drama, Mystery

Διάρκεια: 1h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Janette Scott: Eleanor Ashby

Oliver Reed: Simon Ashby

Sheila Burrell: Aunt Harriet

Maurice Denham: John Kossett

Alexander Davion: Tony Ashby

Liliane Brousse: Françoise 

Ο για χρόνια χαμένος Tony Ashby εμφανίζεται ξαφνικά ζωντανός στο πατρικό του σπίτι, αλλά τόσο η θεία του όσο και ο αλκοολικός αδελφός του πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που θέλει να βάλει χέρι στην οικογενειακή περιουσία εκμεταλλευόμενος την εύθραυστη ψυχική κατάσταση της μικρής τους αδελφής.

Κλασικό θρίλερ μυστηρίου από την κορυφαία περίοδο της Hammer, το PARANOIAC είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες τόσο του αγαπημένου Freddie Francis όσο και του πρωταγωνιστή Oliver Reed. Βασισμένη στο βιβλίο της Josephne Tey, η ταινία κυκλοφόρησε σαν 2η σε double bill μαζί με το καταπληκτικό KISS OF THE VAMPIRE, αλλά βλέποντάς την κανείς σήμερα λογικά αναρωτιέται γιατί μια τόσο καλή ταινία δεν μπορούσε να σταθεί άνετα και μόνη της.

Η υπόθεση ασχολείται με την πάμπλουτη Βρετανική οικογένεια των Ashby που χτυπήθηκε αλύπητα από την μοίρα όταν και οι δύο γονείς έχασαν τη ζωή τους αφήνοντας τα 3 παιδιά με την θεία Harriet (Sheila Burrell) η οποία εκτός από την οικογενειακή περιουσία έπρεπε να φροντίσει τον αλκοολικό Simon (Oliver Reed) και την διαταραγμένη από το θάνατο των γονιών της Eleanor (Janette Scott). Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε λίγα χρόνια μετά και η αυτοκτονία της φωνής της λογικής της οικογένειας, του μεγάλου αδελφού Tony (Alexander Devion), η οποία έσπρωξε στην παράνοια την Eleanor που 8 χρόνια μετά ζει υπό τη φροντίδα της ιδιωτικής νοσοκόμας Franηoise (Liliane Brousse) και βρίσκεται γενικά κλεισμένη στο δωμάτιό της.

Όμως μια μέρα που η Eleanor αποφασίζει να τελειώσει τη ζωή της πηδώντας από ένα γκρεμό, σαν από μηχανής θεός την σώζει ο εξαφανισμένος και υποτίθεται νεκρός αδελφός της Tony, ο οποίος επιστρέφει στο σπίτι υπό το δύσπιστο βλέμμα της θείας του και του Simon,οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που απλώς μοιάζει με τον χαμένο Tony και έχει σαν απώτερο στόχο την περιουσία της οικογένειας. Όμως η Eleanor δεν πείθεται και πέφτει με τα μούτρα πάνω στον Tony. Είναι όμως αυτός ο πραγματικός αδελφός της, κι αν όχι τι απέγινε ο αληθινός Tony Ashby;

Η ταινία ξεκινάει χωρίς χρονοτριβές με τις απολύτως αναγκαίες εισαγωγές στους διάφορους χαρακτήρες και μια αρχική ματιά στον ψυχισμό τους αλλά και στο ιστορικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό το στιλ συνεχίζεται μέχρι το πρώτο μισάωρο όπου και κάνει την εμφάνισή του ο χαμένος Tony και αλλάζει τα δεδομένα της ταινίας αλλά και το ειδικό ενδιαφέρον της συγκεκριμένης θεματικής ενότητας. Μέχρι τότε, οι θεατές απολάμβαναν κυρίως τον καταπληκτικό Oliver Reed σε μια από τις ερμηνείες που δυστυχώς για τον ίδιο χαρακτήρισαν την πραγματική του ζωή, όπου ο Βρετανός ηθοποιός υπήρξε διαβόητος για την σχέση του με το αλκοόλ και τις καταχρήσεις.

Άξια συμπαραστάτης του Reed η πανέμορφη Janette Scott σε μια άκρως ρεαλιστική ερμηνεία, όπως και η Sheila Burrell στο ρόλο της μυστηριώδους θείας Harriet. Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες κρατάνε στα χέρια τους ολόκληρη την ταινία στο πρώτο μέρος της και αυξάνουν το ενδιαφέρον κατακόρυφα σε συνδυασμό με τις σεναριακές εναλλαγές θέματος και ύφους που είναι ασταμάτητες από την εμφάνιση του Alexander Devion στο ρόλο του χαμένου Tony και μετά.

Το ζουμί έρχεται στο τελευταίο 40λεπτο, που περιέχει όλη την ποιότητα που θα περίμενε κανείς από μια ταινία της Hammer εκείνης της περιόδου. Οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν και ο ρυθμός είναι τόσο γρήγορος ώστε να μην δίνει ευκαιρία στον θεατή να πολυζυγίζει αυτά που βλέπει. Όλα υποστηρίζονται από πολύ καλή ατμόσφαιρα που γίνεται ακόμα καλύτερη λόγω της εκπληκτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας και της μίνιμαλ αλλά προσεγμένης και άκρως ατμοσφαιρικής μουσικής της Elisabeth Lutyens. Σε αυτό το χρονικό σημείο υπάρχουν και όλα τα στοιχεία τρόμου που τοποθετούν το PARANOIAC σε αυτό το είδος, με αρκετές επιρροές από PSYCHO αλλά με προσωπικότητα και όχι με διάθεση αντιγραφής.

Χέρι- χέρι με τις αποκαλύψεις του σεναρίου έρχεται και μια από τις πιο ώριμες σκηνοθετικές δουλειές του Freddie Francis που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους καταπληκτικούς πρωταγωνιστές και τα διάφορα «δωράκια» που του κάνει το σενάριο. Προσωπικά τοποθετώ το PARANOIAC με ευκολία ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές του σκηνοθέτη, κάτι που όποιος ξέρει τον όγκο και μόνο της δουλειάς του καταλαβαίνει ότι δεν είναι πολύ εύκολο. Όμως εδώ ο Francis φοράει τα καλά του και επιστρατεύει όλο το ταλέντο του, κάτι που κάνουν και οι περισσότεροι άλλοι συντελεστές της ταινίας.

Αυτό που μένει στο τέλος της προβολής είναι πλήρης ικανοποίηση για μια φανταστική ταινία που δείχνει με εμφατικό τρόπο την δυναμική της Hammer εκείνη την περίοδο. Μια δυναμική που μεταφράστηκε σε δεκάδες κλασικές ταινίες και σε δεκάδες κραταιούς σταρ όπως ο Oliver Reed που μεγάλωσαν γενιές και γενιές horror fans με τις υπέροχες ταινίες και ερμηνείες τους. Και μην έχετε αμφιβολίες, το PARANOIAC είναι μια από αυτές τις ταινίες και αποτελεί αναγκαία προσθήκη σε κάθε σοβαρή συλλογή θρίλερ και τρόμου. 

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2022

KISS OF THE VAMPIR 1963

 

KISS OF THE VAMPIR 1963

ΤΟΦΙΛΙ ΤΟΥ ΒΡΙΚΟΛΑΚΑ


Σκηνοθεσία: Don Sharp

Σενάριο:

Anthony Hinds

Είδος: Horror ΔΕ 60,

Διάρκεια: 1h 28m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Clifford Evans: Professor Zimmer

Edward de Souza: Gerald Harcourt

Noel Willman: Dr. Ravna

Jennifer Daniel: Marianne Harcourt

Barry Warren: Carl Ravna

Noel Howlett: Father Xavier

Jacquie Wallis: Sabena Ravna

Peter Madden: Bruno

Isobel Black: Tania

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι, ο Τζέραλντ και η Μάριαν, ξεμένουν από βενζίνη στην μέση του πουθενά. Σύντομα βρίσκουν καταφύγιο στο ξενοδοχείο του κοντινού χωριού και διαπιστώνουν πως είναι οι μοναδικοί ένοικοι του ξενοδοχείου. Το ίδιο βράδυ δέχονται μια πρόσκληση για δείπνο από τον επιφανή γιατρό του χωριού, Δρ. Ράβνα. Γνωρίζουν τον ίδιο και την οικογένεια του και η Μάριαν γοητεύεται ιδιαίτερα από τον γιο του και το ταλέντο του στο πιάνο. Τους προσφέρουν την βοήθειά τους για να μπορέσουν να φύγουν σύντομα από το χωριό αλλά οι προθέσεις τους και τα κίνητρά τους για βοήθεια δεν είναι και τόσο αγνά.

Το φιλί του βαμπίρ είναι μια βρετανική ταινία βαμπίρ του 1963 που έγινε από το κινηματογραφικό στούντιο Hammer Film Productions. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Ντον Σαρπ και γράφτηκε από τον παραγωγό Άντονι Χιντς, με το ψευδώνυμό του John Elder. Ήταν η πρώτη ταινία του Sharp για τη Hammer.

 

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Vampire Circus 1972

 

Vampire Circus 1972

Το Τσίρκο των Βρικολάκων

 

Σκηνοθεσία: Robert Young

Σενάριο: Jud Kinberg, George Baxt, Wilbur Stark

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 24m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Adrienne Corri: Gypsy Woman

Thorley Walters: Burgermeister

Anthony Higgins: Emil (as Anthony Corlan)

John Moulder-Brown: Anton Kersh

Laurence Payne: Albert Mueller

Richard Owens: Dr. Kersh

 

Μία συμμορία βρικολάκων, με τη βιτρίνα ενός τσίρκου, εισχωρούν σε ένα χωριό για να εκδικηθούν το θάνατο ενός αρχιβρικόλακα. Προσφέρουν θέαμα και ψυχαγωγία, ώστε να προσελκύουν κάθε βράδυ τους κατοίκους του χωριού και  σιγά-σιγά να το αποδεκατίσουν.

Αν και η ταινία ξεκινά ελπιδοφόρα,  μετά το πρώτο μισάωρο μετατρέπεται σε ταινία-τσίρκο! Οι ερμηνείες, ας πούμε, είναι για το τσίρκο (π.χ. όταν οι γυναίκες στην ταινία αντικρίζουν ξαφνικά ένα βαμπίρ κάνουν σα να είδαν κατσαρίδα ή οι άντρες σα να έφαγε γκολ η ομάδα τους). Το σενάριο διολισθαίνει στο να παρακολουθούμε, από ένα σημείο και μετά, κιτς αναμετρήσεις μεταξύ των ανθρώπων και αξιοθρήνητων βρικολάκων. Κιτς αναμετρήσεις, διότι, για παράδειγμα, υπάρχουν σκηνές στις οποίες με  τη θέαση ενός σταυρού από τους βρικόλακες, έχουμε συνοδεία από μία θεία λάμψη στο σταυρό και την ανάλογη μπανάλ μουσικούλα.  Αξιοθρήνητοι βρικόλακες διότι θα ταίριαζαν περισσότερο σε μια κωμική ταινία του στυλ Dead and Loving it.

Το μόνο που αξίζει από την ταινία είναι ένας αισθησιακός και ζωώδης χορός από μία γυμνή και καλλίγραμμη γυναίκα, βαμμένη από την κορφή ως τα άκρα ως αιλουροειδές

Twins of Evil 1971

Τα Δίδυμα του Δράκουλα


Σκηνοθεσία: John Hough

Σενάριο: Tudor Gates, Sheridan Le Fanu

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 27m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Inigo Jackson: Woodman

Judy Matheson: Woodman's Daughter

Peter Cushing: Gustav Weil

Harvey Hall: Franz

Alex Scott: Hermann

Shelagh Wilcocks: Lady in Coach (as Sheelah Wilcox)

Madeleine Collinson: Frieda Gellhorn (as Madelaine Collinson)

 

Το TWINS OF EVIL είναι μια από τις πιο ολοκληρωμένες παραγωγές της θρυλικής Αγγλικής Hammer Films που μας χάρισε στο παρελθόν μεταξύ άλλων τις περιπέτειες του Δράκουλα με τον Chris Lee. Στο ίδιο κλίμα, το TWINS OF EVIL είναι το τελευταίο μέρος της ανεπίσημης τριλογίας με πρωταγωνιστή τον Κόμη Karnstein, με τις δύο προηγούμενες να είναι τα THE VAMPIRE LOVERS και LUST FOR A VAMPIRE, που κυκλοφόρησαν το 1970.

Ο Peter Cushing υποδύεται τον Gustav Weil, υπέρ συντηρητικό θεοσεβούμενο αλλά απίστευτα σκληρό άνθρωπο, που μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της Αδελφότητας εντοπίζουν «αμφίβολων ηθών» γυναίκες, τις εξετάζουν για τον βαθμό εμπλοκής τους με το Σατανά, και συνήθως καταλήγουν να τις καίνε στην πυρά λόγω μαγείας χωρίς δίκη ή αδιάσειστες αποδείξεις.

Η ζωή του Gustav Weil αναστατώνεται όταν οι δύο πανέμορφες δίδυμες ανιψιές του έρχονται να μείνουν μαζί του, και εντοπίζονται από τον αιμοδιψή Κόμη Karnstein που μόλις απέκτησε βρικολακικό status και έχει σκοπό να τις μετατρέψει σε υπηρέτριές του κάνοντάς τις βρικόλακες. Η Frieda είναι πιο επιρρεπής στην κακιά επιρροή του Karnstein και δεν αργεί να πέσει θύμα της δίψας για αίμα του σατανικού Κόμη, ενώ η Maria είναι η αθώα περιστέρα από τις δύο. Σύντομα, διάφοροι φόνοι αρχίζουν να συγκλονίζουν την περιοχή, και ο Gustav Weil υποψιάζεται ότι είναι δουλειά θηλυκών οργάνων του Σατανά. Με τα πολλά, ανακαλύπτει με τη βοήθεια και του cult ειδώλου David Warbeck (THE BEYOND, THE BLACK CAT) ότι η μια από τις δύο δίδυμες ανιψιές του είναι η πηγή του κακού.

Η τάση που εγκαινιάστηκε με τις δύο προηγούμενες ταινίες της τριλογίας του Κόμη Karnstein, όπου το γυμνό παντρεύεται με τον τρόμο συνεχίζεται με μεγάλη επιτυχία στο TWINS OF EVIL, κυρίως λόγω της πληθωρικής παρουσίας των πρώην Playmates αδελφών Mary και Madeleine Collinson, που είναι πραγματική απόλαυση να βλέπει κανείς. Η ιστορία, όπως ίσως θα μαντέψατε, είναι ουσιαστικά η δραματική ιστορία της πάλης του καλού με το κακό, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο της όμορφης Frieda. Παρ’ όλη τη θεατρική υπόστασή της ταινίας, ο John Hough σκηνοθετεί με μαεστρία και επιβλητική ατμόσφαιρα το προσωπικό show του μεγάλου Peter Cushing, που εδώ δίνει μια από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας του, πρώτα σαν αδίστακτος κυνηγός μαγισσών, και μετά σαν ο τσακισμένος θείος που βλέπει το αίμα του να υποκύπτει στο κακό του Κόμη Karnstein και διχάζεται μεταξύ της αγάπης του προς την ανιψιά του και την αφοσίωσή του στην Εκκλησία και στο λόγο του Θεού.

Πραγματικά ο θεατής νιώθει την πίεση βλέποντας το πρόσωπο του Cushing, που απέχει πολύ από τις «θεατρικές» ερμηνείες των περισσότερων από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, και ο ξαφνικός θάνατος της γυναίκας του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων δίνει στην ερμηνεία του ακόμα μεγαλύτερο ρεαλισμό και σκληράδα απ’ ότι συνήθως.

Ο David Warbeck είναι επίσης καλός, όπως συνήθως, όσο και ο Damien Thomas στο ρόλο του Κόμη Karnstein, αλλά η παρουσία του Cushing σκεπάζει τις ερμηνείες τους, όπως και των περισσότερων πρωταγωνιστών στο TWINS OF EVIL. Οι δίδυμες είναι χάρμα οφθαλμών και παρόλο που οι ερμηνείες τους είναι λίγο «ξύλινες», μας αποζημιώνουν με τις ερωτικές τους περιπτύξεις.

Όπως σε κάθε ταινία της Hammer τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι αρκετά καλά και δίνουν την εικόνα της εποχής, ενώ η σκοτεινή αλλά πολύ καλή φωτογραφία τονίζει περισσότερο την γοτθική ατμόσφαιρα. Δυο- τρεις σκηνές αρκετά δυνατού για τα δεδομένα της Hammer gore συμπληρώνουν την εικόνα, και καθιστούν το TWINS OF EVIL αναγκαία προσθήκη στη συλλογή κάθε φίλου της Βρετανικής εταιρίας, όσο και στους φίλους του παραδοσιακού σινεμά τρόμου της εποχής.