Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ingmar Bergman. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ingmar Bergman. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Persona 1966

Persona 1966

Περσόνα


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN, Mystery

Διάρκεια: 01:25

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Bibi Andersson: Alma

Liv Ullmann: Elisabet Vogler

Margaretha Krook: The Doctor

Gunnar Bjornstrand: Mr. Vogler

Jörgen Lindström: Elisabet's Son

 

Η πιο πειραματική ταινία του Bergman, ένα αινιγματικό φιλμ που κάνει ακόμη πιο λεπτή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ λογικής και τρέλας. Η διάσημη ηθοποιός του θεάτρου Elizabeth Volger μένει άφωνη κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της «Ηλέκτρας» κι από τότε αρνείται να μιλήσει. Ο γιατρός την στέλνει ν' αναρρώσει στο εξοχικό παραθαλάσσιο κτήμα της, συντροφιά με τη νοσοκόμα Άλμα, που αναλαμβάνει να τη βοηθήσει να ξεπεράσει το νευρικό κλονισμό της. Για να την κάνει να αντιδράσει, η Άλμα μιλάει ασταμάτητα, φτάνοντας τελικά σε σημείο να της εξομολογείται τα δικά της μυστικά - μαζί κι ένα ερωτικό δεσμό της. Μια αριστουργηματική μινιμαλιστική σπουδή πάνω στη γυναικεία φύση, την ψυχολογία της χαμένης ταυτότητας και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, από τις πιο προχωρημένες και μοντέρνες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η ταινία ξεκινάει με μια σειρά «δυσαρμονικές» εικόνες: Ο γιος της Ελίζαμπεθ ξεφυλλίζει τον «Ήρωα της Εποχής μας» του Λερμόντοβ. Εικόνες από ταινία μέσα στην ταινία προβάλλονται, όπως και «αναμνήσεις» από παλιότερες ταινίες του Μπέργκμαν (Φυλακή, Σιωπή κ.τ.λ), ενώ η μηχανή προβολής κάνει φασαρία και τρεμοσβήνει. Οι δύο γυναίκες, με τον καιρό, πλησιάζουν η μία την άλλη σε διάφορες καταστάσεις και αντιπαραθέσεις. Η αλληλεξάρτηση τους εξελίσσεται περίεργα. Οι προσωπικότητες τους αρχίζουν να μπερδεύονται. Η σχέση γίνεται ένα παιχνίδι ταυτοτήτων μεταξύ τους. Αυτό το αντιστικτικό παιχνίδι συνθέτει μια σονάτα που, με τη σειρά της, διαλύεται και εξαφανίζεται ανεπαίσθητα στον αέρα. Ο Bergman χρησιμοποιεί όλα τα μέσα που του διαθέτει η τέχνη του για να συνθέσει αυτό το μουσικό «ψυχόδραμα», μια πανέμορφη μουσική δωματίου, με σκηνές ονείρου, με φλας-μπακ, με επίκαιρα στην τηλεόραση που αναφέρονται στον πόνο (ο βουδιστής μοναχός που αυτοπυρπολείται, φωτογραφίες από το γκέτο της Βαρσοβίας), με τρεις μονολόγους, ο καθένας καλύτερος από τον άλλο (το σεξ της Άλμα στην πλαζ σε αντίστιξη με εκείνο γύρω από το μωρό της Ελίζαμπεθ που γεννήθηκε παραμορφωμένο). Μια ψυχική «εμπειρία» που πλάθεται σταδιακά μέσα από εικόνες, μνήμες, αναφορές, κι όπου κύριο στοιχείο παραμένει η ποίηση. Ο Σουηδός υπαρξιστής στην πιο ακραία, από άποψη φόρμας, στιγμή του ανατέμνει την γυναικεία ψυχοσύνθεση αλλά και την αλληλεπίδραση του ερμηνευτή με τους ρόλους του, βασανίζεται για άλλη μια φορά από τη σιωπή του Θεού και χτίζει ένα τεράστιο ερωτηματικό ντυμένο στο λευκό, που σφηνώνεται στο μυαλό του θεατή. Δύο άνθρωποι στη συσκευασία ενός; Ή μήπως, δύο άνθρωποι που έχουν γίνει ένα; Η "Περσόνα" είναι ένα φιλμ με νοημοσύνη, ένα ψυχολογικό παιχνίδι που στο τέλος αντιστρέφει τους ρόλους, μια αλληγορική σπουδή για την ουσία της τέχνης. Ο μεγάλος δημιουργός μεγαλουργεί ως ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής και σε τρομάζει με τις αλήθειες του υποσυνειδήτου που αναδύει, τόσο άμεσα και ωμά, στην επιφάνεια. Παρά, τα όσα είχε πει κατά καιρούς ο ίδιος ο Bergman η nouvelle vague είναι παντού μέσα στο φιλμ...

 


  

Skammen 1968

Skammen 1968

Η Ντροπή

  


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 01:15

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Liv Ullmann: Eva Rosenberg

Max von Sydow: Jan Rosenberg, Evas man

Sigge Fürst: Filip, gerillaledare

Gunnar Björnstrand: överste Jacobi, borgmästare

Birgitta Valberg: fru Jacobi

Hans Alfredson: Fredrik Lobelius, antikhandl

 

Σε ένα απομονωμένο νησί, αρκετά μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο που έχει ξεσπάσει, ο Γιαν και η Εύα αποσύρονται στο δικό τους καταφύγιο: μία μικρή αγροτική φάρμα. Όμως, η ατάραχη ζωή τους συγκλονίζεται όταν στρατιώτες εισβάλλουν στο σπίτι τους. Τώρα, στο μέσο μιας βάρβαρης κι απάνθρωπης σύγκρουσης, ο Γιαν και η Εύα προσπαθούν να επιβιώσουν έχοντας στο μυαλό τους μονάχα ένα πράγμα: να αντέξουν.

H Ντροπή θα μπορούσε να είναι το κρυφό αριστούργημα του Μπέργκμαν. Γυρίστηκε την ίδια χρονιά με την ταινία "Η ώρα του λύκου" -The hour of the wolf- το 1968, και αμέσως μετά από μια σειρά κορυφαίων ταινιών του Σουηδού σκηνοθέτη, όπως την Τριλογία της Σιωπής Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (1961), Οι Κοινωνούντες (1962), Η Σιωπή (1963)), και την Περσόνα (1966), ολοκληρώνοντας έτσι μια εκπληκτική δεκαετία δημιουργίας για τον ίδιο.

Ο Μπέργκμαν είχε κατηγορηθεί για την ολοκληρωτική απουσία κάθε είδους πολιτικής διάστασης στις ταινίες του. Ενδιαφερόταν για την υπαρξιακή διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων, την φιλοσοφική διάσταση της ύπαρξης ή μη του Θεού, και βεβαίως για την ψυχολογική δοκιμασία του κάθε ανθρώπου να δει ποιός πραγματικά είναι και μέχρι πού είναι ικανός να φτάσει. Η Ντροπή είναι μια σπουδή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε περίοδο πολέμου (εδώ το ιστορικό πλαίσιο είναι ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) και αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο πολιτική ταινία του Μπέργκμαν.

Ξεκινώντας από την πρώτη φάση, την άρνηση, οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν τη ζωή τους στην ύπαιθρο, στην μικρή αγροικία όπου καλλιεργούν και πουλούν φυτά, λουλούδια και φρούτα. Αδιαφορούν για τον πόλεμο και δεν έχουν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Στην δεύτερη φάση, όταν τα αεροπλάνα πετούν πάνω από το κεφάλι τους και οι βόμβες πέφτουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, προσπαθούν να μείνουν αμέτοχοι και να προστατευτούν, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους.

Στην τρίτη φάση, οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν φτάσει στο σπίτι τους κι εκεί πλέον θα πρέπει να πάρουν θέση. Ο φόβος τους θα τους οδηγήσει σε μια λίγο πολύ ουδέτερη στάση, θα δηλώσουν ότι δεν έχουν πολιτικές πεποιθήσεις και αργότερα θα κατηγορηθούν από τους δικούς τους ανθρώπους (τους Σουηδούς αντιστασιακούς) για συνεργασία με τον εχθρό.

Η τέταρτη φάση θα είναι αποκαλυπτική: οι δύο πρωταγωνιστές καλούνται να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Ο άντρας (Μαξ φον Σίντοου) θα κυριευτεί από τον φόβο και θα γίνει επιθετικός, διατεθειμένος να προδώσει τους φίλους του, να σκοτώσει και να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει. Η γυναίκα (Λιβ Ούλμαν) θα μείνει πιο κοντά στις ανθρωπιστικές αξίες της, δείχνοντας συμπόνια και κατανόηση, την ίδια στιγμή βέβαια που ακολουθεί τον σύζυγό της σε κάθε του βήμα, αφού και οι δύο αναζητούν έναν τρόπο να φύγουν (μέσω θαλάσσης) όσο πιο μακριά μπορούν από το μέτωπο του πολέμου.

Η Ντροπή, όπως είπαμε και πριν, είναι μεν μια πολιτική ταινία, αλλά γυρισμένη με τον τρόπο ενός αμιγώς φιλοσοφικού σκηνοθέτη όπως ο Μπέργκμαν. Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που το θέμα της ταινίας συνδέεται άμεσα με ένα ιστορικό γεγονός που άλλαξε τον κόσμο και διερευνά τις πολιτικές επιπτώσεις του στους ανθρώπους, εντούτοις ο Μπέργκμαν δεν μένει στην πολιτική επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά καταδύεται (όπως κάνει πάντα) στο κρίσιμο βάθος της ίδιας της ύπαρξης των ηρώων του, εκεί δηλαδή όπου τελικά παίρνονται οι πιο ριζικές αποφάσεις και καθορίζονται οι αποφασιστικές πράξεις και συμπεριφορές των ανθρώπων.

Ο Μπέργκμαν βλέπει τους χαρακτήρες του σε κοντινά πλανά, βυθίζεται στον ψυχισμό τους, αποκαλύπτει τους φόβους και τις ελπίδες του ζευγαριού. Έπειτα τους ακολουθεί (με κάμερα που κινείται μέσα στο πλήθος, μια ασυνήθιστη καινοτομία για τον Μπέργκμαν) καθώς συλλαμβάνονται, ανακρίνονται, γίνονται θύματα βίας και τελικά απελευθερώνονται.

Τέλος, στη μεγαλειώδη τελευταία σκηνή, θα μας δώσει οπτικά (μόνο με τις εικόνες και το μοντάζ, σε μια απολύτως σιωπηλή σκηνή) μια συγκλονιστική πολιτική-υπαρξιακή δήλωση: την σπαρακτική κατάληξη του ζευγαριού (που ήθελε να παραμείνει ανώνυμο μακριά από τον πόλεμο) που θα ξεψυχήσει ανάμεσα στους επίσης ανώνυμους επιβάτες μια μικρής βάρκας, χαμένοι στη μέση της θάλασσας.

Θα δούμε μια εναλλαγή ανάμεσα i) σε πολύ κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των επιβατών και ii) σε πολύ μακρινά πλάνα της βάρκας που πλέει χωρίς καπετάνιο, ανάμεσα σε πτώματα στρατιωτών που επιπλέουν γύρω της. Κάθε κοντινό πλάνο σβήνει στο μαύρο χρώμα (Fade out) και κάθε μακρινό πλάνο ξεκινά με την κάμερα στραμμένη στον ουρανό -με το δυνατό φως να μας τυφλώνει- και έπειτα κατεβαίνει αργά προς την θάλασσα για να εντοπίσει την βάρκα-νεκροφόρα με τους ήδη καταδικασμένους σε θάνατο επιβάτες.

Ανάμεσα στα δυο πλάνα υπάρχει μια μικρή παύση (σε μαύρο φόντο) που μας κάνει να σκεφτούμε κάθε φορά αν η ταινία τελειώνει εκεί ή έχει και παραπέρα (παρατείνοντας έτσι την αγωνίας μας). Την ίδια στιγμή αυτή η παύση δίνει χρόνο στα μάτια μας να συνηθίσουν το σκοτάδι του μαύρου φόντου, για να τυφλωθούν αμέσως μετά με την έναρξη του μακρινού πλάνου και την κάμερα που είναι στραμμένη απευθείας στο δυνατό φως του ουρανού.

Η πολιτική επιλογή, η φιλοσοφική πεποίθηση και στάση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η υπαρξιακή ένταση και δοκιμασία του καθενός από εμάς, όλα είναι τελικά μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Η μάχη δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι μονάχα να παραδίδεσαι στο σκοτάδι τόσο εύκολα, ενόσω είσαι ακόμα ζωντανός, ενόσω κινείσαι και αναπνέεις εκτεθειμένος στο φως αυτού του κόσμου.


Hour Of The Wolf 1968

Hour Of The Wolf 1968

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 01:30

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Max Von Sydow: Johan Borg

Liv Ullmann: Alma Borg

Gertrud Fridh: Corinne von Merkens

Georg Rydeberg: Lindhorst

Erland Josephson: Baron von Merkens

 

Λένε πως την Ώρα του Λύκου οι άνθρωποι είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν///Τίποτε άλλο δεν δύναται να συμβεί μέσα σε κείνο το απειροελάχιστο κομματάκι χρόνου///Όσοι προλάβουν και βαφτίσουν τους δαίμονές τους με πιο βολικά ονόματα -Η γυναίκα με το καπέλο, ο Άνθρωπος πουλί- λίγο πριν το χάραμα βλέπουν τα μυθικά ονόματα της τρέλας τους χαραγμένα στο υγρό ταβάνι///Οι επιγραφές της νύχτας διώχνουν από τις γωνίες τα ασημένια χερουβείμ ενός περαστικού ονείρου και καταλαμβάνουν το δωμάτιο με την απαίσια μυρωδιά τους///Ο Λύκος θέλει την ώρα του για να αναστηθεί κι οι άνθρωποι που τη βεβηλώνουν κρατώντας τα μάτια ανοιχτά όσο εκείνη βασιλεύει υπογράφουν σιωπηρές συμφωνίες με τους αόρατους δαίμονες προσφέροντάς τους αιώνια πίστη και υποταγή///Ακόμα κι αν δεν το κατάλαβαν ποτέ, δεν έχει σημασία///Είναι αξιοπερίεργο πόσο γρήγορα οι άνθρωποι του φωτός εξοικειώνονται με το σκοτάδι///Τα όποια αντισώματα διαθέτουν στα κουρασμένα τους σώματα για αντίσταση καίγονται στο κατώφλι, λίγο πριν την οριστική κάθοδο στο έρεβος του νου///Η φαντασία λένε πως είναι πιο άγρια απ’ την πραγματικότητα, την Ώρα του Λύκου όμως η ζωή κλέβει πάντοτε τα ηνία από την τέχνη///Την τσακίζει αθόρυβα, σαδιστικά, κάτω από τη φυσιολογικότητα μιας φρίκης που δεν περιγράφηκε ποτέ κι από κανέναν///Μελάνι και φωνή, ύλη και πνεύμα, αγγίζουν τα όριά τους στο λυκόφως και μετά αναχαιτίζονται από τα βέλη του επικρατούντος Δυνατού κυοφορώντας μυστικά το επείγον Αδύνατο///Προσοχή λοιπόν στις συνομιλίες με το σκοτάδι και το κενό///Καμιά φορά αιχμαλωτίζουν δια παντός, ρουφώντας τους άτυχους αφελείς σε ένα μαρτύριο δίχως τέλος και αρχή///Δίχως καν μια κάποια κατανοητή αιτία///Τα σέβη μου.

 




 


Σάββατο 10 Απριλίου 2021

The Seventh Seal 1957

 

The Seventh Seal 1957

Η ΕΒΔΟΜΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Fantasy

Διάρκεια: 01:36

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Gunnar Bjornstrand: Jöns / squire

Bengt Ekerot: Death

Nils Poppe: Jof

Max Von Sydow: Antonius Block

Bibi Andersson: Mia

 

Το αριστούργημα που γυρίστηκε σε 35 μέρες (!) και καθιέρωσε τον Μπέργκμαν ως έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Ένα μαγικό φιλμ γεμάτο από αλησμόνητες εικόνες, εικαστική τελειότητα, θαυμάσια φωτογραφία, εκπληκτική ερμηνεία από τον Μαξ ΦονΣίντοφ στο ρόλο του απογοητευμένου ιππότη Αντόνιο Μπλοκ, με τη θρυλική σκηνή της παρτίδας σκακιού ανάμεσα σ'αυτόν και τον Θάνατο και ένα σενάριο του Μπέργκμαν στο οποίο περιέχονται οι γνωστοί υπαρξιακοί στοχασμοί του, πάνω στη θρησκεία, τη ζωή, το θάνατο.

Η ταινία αντιμετωπίζει όσο καμία άλλη το τελικό στάδιο, το αναπόφευκτο του θανάτου, την αδυναμία αντίδρασης του ανθρώπου, το πλήρες μυστήριο της ζωής, το ανεξέλεγκτο της μοίρας και τελικά την ματαιότητα κάθε προσπάθειας αντίστασης. Σύμφωνα με τον Μπέργκμαν καμιά κοσμοθεωρία δεν μπορεί να λυτρώσει τον άνθρωπο από το ερώτημα της σκοπιμότητας της ζωής και του θανάτου και τον παραλογισμό της ίδιας του της ύπαρξης, παρά μόνο η νηφάλια και ευσυνείδητη παραδοχή των σκληρών κανόνων αυτού του "παιχνιδιού".


 

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

Summer Interlude 1951

 

Summer Interlude 1951

Καλοκαιρινά Παιχνίδια

Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman, Herbert Grevenius

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN, Romance

Διάρκεια: 01:36

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Maj-Britt Nilsson: Marie

Birger Malmsten: Henrik

Alf Kjellin: David Nyström

Annalisa Ericson: Kaj, ballet dancer

Georg Funkquist: Uncle Erland

Stig Olin: Ballet Master

 

Η Μαρί, πρίμα μπαλαρίνα στην όπερα της Στοκχόλμης, εγκαταλείπει για λίγο τις πρόβες κι έρχεται στην εξοχή για να βυθιστεί στις αναμνήσεις της, στο καλοκαίρι εκείνο που γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Χένρικ, τον πρώτο εφηβικό έρωτα. Όμως, με τον ερχομό του Φθινοπώρου ο Χένρικ σκοτώνεται σε ατύχημα και η Μαρί, ύστερα από 13 χρόνια, καταξιωμένη καλλιτέχνης πλέον, πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή της. Η πρώτη ώριμη ταινία στη φιλμογραφία του Μπέργκμαν αναδεικνύει το θέμα του καλοκαιριού ως αναπόληση της ηδονιστικής ευτυχίας της νιότης, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα μάθημα ζωής, καθώς η αγάπη και η καλλιτεχνική δημιουργία θριαμβεύουν στη σκοτεινιά του θανάτου.



 

Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

The Magician 1958

 

The Magician 1958

Ο ΜΑΓΟΣ

 


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 1h 41min

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Max von Sydow: Albert Emanuel Vogler

Ingrid Thulin: Manda Vogler (alias Mr. Aman)

Gunnar Björnstrand: Dr. Vergerus, Minister of Health

Naima Wifstrand: Granny Vogler

Bengt Ekerot: Johan Spegel

Bibi Andersson: Sara Lindqvist 

Άνθρωπος με τα Δύο Πρόσωπα / Ansiktet (1958, Ασπρόμαυρο, 100') Πρωταγωνιστούν: Μαξ φον Σίντοφ, Ίνγκριντ Τούλιν, Άκε Φρίντελ Σουηδία, 1846. Κυνηγημένος από τα χρέη και τις κατηγορίες για βλασφημία, ο Δρ. Άλμπερτ Εμάνουελ Βόγκλερ, υπνωτιστής και ταχυδακτυλουργός, καταφτάνει με το θίασο και τη σύζυγό του στη Στοκχόλμη, όπου θα έρθει αντιμέτωπος με τη δυσπιστία των αρχών και της επιστήμης. Αξιοποιώντας εξίσου τα κωμικά στοιχεία και τις συμβάσεις του κινηματογραφικού τρόμου, ο Μπέργκμαν παραδίδει μια από τις πιο υποτιμημένες ταινίες του, πνιγμένη σε γοτθικές αποχρώσεις, σασπένς και ανελέητη ειρωνεία. Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Βενετίας.


Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

SOMMARLEK 1951

SOMMARLEK 1951

Καλοκαιρινό Ιντερλούδιο

  


-Britt Nilsson, Birger Malmsten, Alf Kjellin

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN, Romance

Διάρκεια: 01:36

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Maj-Britt Nilsson: Marie

Birger Malmste: Henrik

Alf Kjellin: David Nyström

Annalisa Ericson: Kaj, ballet dancer

Georg Funkquist: Uncle Erland

 

Η Μαρί, πρίμα μπαλαρίνα στην όπερα της Στοκχόλμης, εγκαταλείπει για λίγο τις πρόβες κι έρχεται στην εξοχή για να βυθιστεί στις αναμνήσεις της, στο καλοκαίρι εκείνο που γνώρισε κι ερωτεύτηκε τον Χένρικ, τον πρώτο εφηβικό έρωτα. Όμως, με τον ερχομό του Φθινοπώρου ο Χένρικ σκοτώνεται σε ατύχημα και η Μαρί, ύστερα από 13 χρόνια, καταξιωμένη καλλιτέχνης πλέον, πρέπει να πάρει μεγάλες αποφάσεις για τη ζωή της. Η πρώτη ώριμη ταινία στη φιλμογραφία του Μπέργκμαν αναδεικνύει το θέμα του καλοκαιριού ως αναπόληση της ηδονιστικής ευτυχίας της νιότης, αποτελώντας ταυτόχρονα ένα μάθημα ζωής, καθώς η αγάπη και η καλλιτεχνική δημιουργία θριαμβεύουν στη σκοτεινιά του θανάτου


Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Wild Strawberries 1967

 

Wild Strawberries 1967

Άγριες φράουλες

 


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: 1957, Drama, INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 01:31

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Victor Sjöström: Dr. Eberhard Isak Borg

Bibi Andersson: Sara

Ingrid Thulin: Marianne Borg

Gunnar Bjornstrand: Dr. Evald Borg

Jullan Kindahl: Agda

 

Το μεγάλο αριστούργημα του Σουηδού σκηνοθέτη αυτής της περιόδου (μαζί με την «έβδομη σφραγίδα»). Ένας ηλικιωμένος ακαδημαϊκός καθηγητής ταξιδεύει από την Στοκχόλμη στη Λουντ με το αυτοκίνητο του για να παραλάβει ένα τιμητικό βραβείο για τα 50 χρόνια προσφοράς του, παρέα με τη νύφη του. Στη διαδρομή όμως θα συναντήσει διάφορα πρόσωπα που συνειρμικά θα τον φέρουν αντιμέτωπο με όνειρα του παρελθόντος, μνήμες μιας ζωής που έχει μείνει πίσω. Με αφορμή τα ηθικά διλήμματα των ανθρώπων αυτών, ο ίδιος αναπολεί τη δική του ζωή, τις δικές του χαμένες ευκαιρίες, τα δικά του όνειρα και τη δική του οικογένεια. Έτσι το ταξίδι του μετατρέπεται σε ένα πνευματικό ταξίδι συμφιλίωσης με το παρελθόν και τους οικείους του, ένα ταξίδι ενδοσκόπησης και αναζήτησης του πρωταγωνιστή, του σκηνοθέτη αλλά και του θεατή με προορισμό την ψηλάφηση (και όχι την λύση) ερωτημάτων που βασανίζουν τον άνθρωπο αέναα. Ένας απολογισμός μιας ζωής θωρακισμένης από τα περίκλειστα τείχη του εγωκεντρισμού. Τα πρόσωπα μοιάζουν να υπερπηδούν με ευκολία τα χάσματα του χρόνου και να συνυπάρχουν ταυτόχρονα στο τώρα και το κάποτε - η ευρηματική διανομή διπλών ρόλων, προσώπων της σκέψης και της πλοκής, ενδυναμώνει άλλωστε αυτή την αίσθηση. Η λυρική απόδοση των στιγμών του παρελθόντος σε συνδυασμό με την κοφτή, μετρημένη απεικόνιση του παρόντος, προδίδουν μία νοσταλγική μελαγχολία για τις χαρές, αλλά και τις λύπες που συναντιόνται μονάχα στο σύμπαν των θαμπών αναμνήσεων. Στο κατώφλι του οριστικού τέλους, ο Bergman παραδίδει ένα σπουδαίο οδοιπορικό, που διατρέχει την ίδια στιγμή τη Σουηδία, τον παρελθόντα χρόνο αλλά και τον φαντασιακό κόσμο του πρωταγωνιστή. Εν προκειμένω η υπερβάλλουσα μεταφυσική ανησυχία απορρίπτεται, ώστε η πλάστιγγα να γείρει προς την πλευρά της ενδοσκόπησης. Η ερημιά του εγωισμού ισοδυναμεί με μια αποτυχημένη ζωή, ακόμα και αν οι συνάδελφοι αποτίουν φόρο τιμής, σε μια έξοχη πανεπιστημιακή καριέρα. Συγκλονιστική η ερμηνεία του Victor Sjostrom (του σημαντικότερου Σουηδού σκηνοθέτη της εποχής του βωβού) στον ρόλο του ηλικιωμένου εγωπαθούς γιατρού. Τούτη την ιστορία της ζωής που καταστράφηκε από υπερβολικό εγωισμό, ο Bergman την αφηγείται αναμιγνύοντας, είδη και τεχνοτροπίες, με την πιο μεγάλη ελευθερία.

 

Την ντοκιμανταιρίστικη ακρίβεια της πρώτης σεκάνς, διαδέχεται ένας εξπρεσιονιστικός εφιάλτης σαν φόρος τιμής στην τέχνη του Sjostrom και την «Άμαξα φάντασμα». Η αναπόληση του παρελθόντος γίνεται με μερικούς ιμπρεσιονιστικούς πίνακες πλημμυρισμένους από φως. Είναι το φως που δημιουργεί το διάκοσμο στην αναβίωση της νοσταλγίας της χαμένης νιότης, μ' αυτό το ωραίο εύρημα όπου ο γέρο - Ισαάκ παρίσταται στον κόσμο της παιδικής του ηλικίας, ως μοναδική σκοτεινή σιλουέτα, μέσα στη φωτεινή απόχρωση των υπολοίπων προσώπων. Στο ρεαλισμό του ταξιδιού, αντιπαραθέτει μια ονειρική σουρεαλιστική σεκάνς φωτισμένη με κοντράστ. Αυτό που πάνω απ’ όλα όμως αναγάγει τις «Άγριες Φράουλες» σε ένα αριστούργημα του παγκόσμιου κινηματογράφου είναι το γεγονός ότι αγγίζει προσεκτικά μία από τις εντονότερες ανησυχίες του ανθρώπου -καλλιτέχνη ή μη: τι συμβαίνει, δηλαδή, όταν έχει πια γραφτεί το μεγαλύτερο μέρος της μικρής, προσωπικής μας ιστορίας και το μόνο που απομένει είναι κάποιες μετρημένες στιγμές, αναπόφευκτα στραμμένες στην αξιολόγηση της χαραγμένης μας πορείας.

 


Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Smiles Of A Summer Night 1955

Smiles Of A Summer Night 1955

ΧΑΜΟΓΕΛΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Comedy, INGMAR BERGMAN, Romance

Διάρκεια: 01:48

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Ulla Jacobsson: Anne Egerman

Eva Dahlbeck: Desiree Armfeldt

Harriet Andersson: Petra the Maid

Margit Carlqvist: Countess Charlotte Malcolm

Gunnar Bjornstrand: Fredrik Egerman

Ίσως η πιο μεστή και καλοστημένη από τις κωμωδίες της πρώιμης φάσης του Ingmar Bergman, «Τα Χαμόγελα μιας Καλοκαιρινής Νύχτας» αποτέλεσαν μάλλον και το καλούπι αντίστοιχων κωμωδιών του Woody Allen.

Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Desiree Armfeldt (Eva Dahlbeck), χειραφετημένη και σαγηνευτική, πεπειραμένη στα γυναικεία τεχνάσματα τραβήγματος των αρσενικών από τη μύτη, διατηρεί δεσμό με έναν αξιωματικό του Σουηδικού στρατού (ξεκαρδιστικός ο Jarl Culle ως Κόμης Malcolm), αρεσκόμενη όμως και στο διαρκές φλερτ του μεγαλοαστού δικηγόρου Fredrik Egerman (από τον σπουδαίο Gunnar Bjornstrand), δις παντρεμένου, αυτή τη φορά με τη αθώα κουκλίτσα Anne, με τον οποίο είχε παλαιότερα δεσμό. Ο γιός του Egerman ναι μεν γίνεται παιχνίδι στις διαθέσεις της τσαχπίνας υπηρέτριας Petra (άλλη ωραιότατη ερμηνεία από την κουνιστή και λυγιστή Harriet Anderson), αλλά κάπου ένα άλλο αίσθημα σιγοβράζει μεταξύ των τεσσάρων της ίδιας στέγης.

Η σκηνή αντιπαράθεσης–κοκορομαχίας των δύο ανδρών είναι για ανθολόγιο με τον Bergman να γελοιοποιεί ευγενικά τα ανδρικά στερεότυπα. «Αιώνια παιδιά» αποφαίνεται για τους άνδρες μάλλον ο Bergman με ξεκαρδιστική υπογράμμιση από την Petra όταν σε ερώτηση της Anne αν θα ήθελε να ήταν άνδρας, απαντά: «Θεούλη μου! Τι απαίσια σκέψη!» Και δεν έχει άδικο όπως φαίνεται και από την τελετουργική μανία των αρσενικών στο να υπερασπιστούν την τιμή τους –τζούφια όμως τα σκάγια της «ρώσικης ρουλέττας» στο περίπτερο του κήπου. Άλλωστε οι άντρες, όπως παραδέχεται ο Fredrik Egerman αλλά και ο Κόμης, είναι διαφοροποιημένα όντα με χώρο για την σύζυγο, την εργασία, τη διασκέδαση, την ερωμένη, δίχως κάποια εσωτερική σύγκρουση, όπως συμβαίνει με τον έρωτα στην ενοποιημένη φύση της γυναίκας (απίθανη ομολογία εδώ του πατριαρχικού μοντέλου των διαφορετικών σφαιρών στην υπόσταση των φύλων)…

Τα τεχνάσματα του έρωτα τα μεταχειρίζεται ο Bergman με τα τεχνάσματα της Τέχνης: Μηχανιστικά εκδηλώνεται ο πόθος του νεαρού Egerman αφού από ένα λάθος ενεργοποιείται ο μηχανισμός που μεταφέρει το κρεβάτι με την ποθητή του στο δικό του δωμάτιο –κι έναν ξύλινο ερωτιδέα να σαλπίζει! Τέτοια απίθανα γκαγκ μόνο μεγάλοι σκηνοθέτες μπορούν να στρέψουν προς γνήσιο υπαρξιακό προβληματισμό μέσα από σκηνές στα όρια των μηδενικών πιθανοτήτων, καθώς το λάθος που τον αφύπνισε προήλθε από την αποτυχυμένη απόπειρα  «εγωιστικής» αυτοκτονίας του νεαρού αφού ο έρωτας μέχρι τότε ήταν όνειρο απατηλό.

Η καλοκαιρινή νύχτα –η μικρότερη του έτους– θα δοκιμάσει τις αντοχές των ζευγαριών, θα τα διασπάσει και θα χαμογελάσει τελικά στους ερωτευμένους που ανέδειξαν οι καινούργιοι συνδυασμοί, ακόμα κι αν το ιδεώδες του έρωτα δεν θα το αδράξουν πολλοί. «Ας είναι», όπως αποδέχονται τελικά η Petra και ο χοντρούλης χωρατατζής εραστής της –τα χαχανίσματα τους από την ερωτοτροπία τους σηματοδοτούν την χαραυγή που έρχεται και χαμογελά στα καπρίτσια της προηγούμενης νύχτας.  Από τις λίγες ταινίες του Bergman όπου το φως υπερτερεί, τα «Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» κεντρίζουν και ψυχαγωγούν διαρκώς, κομίζοντας άνθη για τον θεατή σαν κι αυτά που βρέχει κάθε Ερωτιδέας!

  

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2021

A Lesson In Love 1954

A Lesson In Love 1954

ΕΡΩΤΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ

  


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Comedy, Drama, Romance

Διάρκεια: 1h 36min

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Eva Dahlbeck: Marianne Erneman

Gunnar Björnstrand: David Erneman

Yvonne Lombard: .            Susanne Verin

Harriet Andersson: Nix Erneman

Åke Grönberg: Carl-Adam

Olof Winnerstrand: Professor Henrik Erneman

Birgitte Reimer: Lise

 

 

Ένας διάσημος γυναικολόγος διακόπτει το δεσμό του με την ερωμένη του κι επιβιβάζεται σε ένα τρένο για να επιστρέψει στη Κοπεγχάγη.Εκεί συναντά μια γοητευτική γυναίκα, για την οποία στοιχηματίζει μ’ ένα συνεπιβάτη ότι θα την κατακτήσει: εγχείρημα σχετικά εύκολο, πρόκειται στην πραγματικότητα για τη σύζυγό του και δύσκολο ταυτόχρονα, μια και εκείνη πηγαίνει προς συνάντηση του εραστή της.Ευκαιρία λοιπόν για το «φιλελεύθερο» στα ερωτικά ήθη ζεύγος να ξαναφτιάξει τη σχέση του, στη διάρκεια ενός ταξιδιού που αποδεικνύεται παραγωγικό σε «ερωτικά μαθήματα».Μια ανάλαφρη κομεντί, σάτιρα των αστικών ηθών της δεκαετίας του ’50, που ο Μπέργκαν γύρισε ως ψυχαγωγικό ιντερμέτζο, χωρίς ωστόσο να απομακρύνεται από τη γνωστή του θεματολογία για την κρίση του γάμου και των διαπροσωπικών σχέσεων.


Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Summer with Monika 1953

Summer with Monika 1953

Καλοκαίρι με τη Μόνικα

 


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Harriet Andersson, Lars Ekborg, Dagmar Ebbesen

Είδος: Drama, Romance

Διάρκεια: 1h 36min

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Harriet Andersson: Monika Eriksson

Lars Ekborg: Harry Lund

Dagmar Ebbesen: Fru Lindström, Harry's faster

Åke Fridell: Ludwig Eriksson, Monikas far

Åke Grönberg: Verkmästaren, Harrys arbetskamrat

Sigge Fürs: Johan, lagerbasen på Forsbergs

John Harryson: Lelle, Harrys rival

Georg Skarstedt: Harrys far

 

Άρρηκτα συνυφασμένο πλέον με την εποχή του τίτλου του στη συλλογική σινεφίλ συνείδηση, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» δεν είναι μόνο η πρώτη σπουδαία ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά κι ένα κομβικό σημείο τόσο για την καριέρα του Σουηδού σκηνοθέτη, όσο και για το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γενικότερα. Κι αν σήμερα, μισό και πλέον αιώνα μετά, το γυμνό στήθος και τα οπίσθια της πρωταγωνίστριας Χάριετ Αντερσον δεν προκαλούν σε ένα κοινό που τα έχει δει όλα τον ίδιο σάλο που είχε ξεσπάσει το 1953, αυτή η ιστορία της ερωτικής και όχι μόνο αφύπνισης ενάντια σε μια μίζερη και πνιγηρή πραγματικότητα διατηρεί ακόμα ακέραιη τη φρεσκάδα της.

Ο Μπέργκμαν ήταν 34 χρονών κι έψαχνε μετά από δώδεκα μεγάλου μήκους ταινίες ακόμα να βρει τη δική του, ξεχωριστή δημιουργική φωνή, διχασμένος ανάμεσα στον κινηματογράφο και το θέατρο, όταν ανακάλυψε στο σενάριο του Περ Αντρες Φόλγκερστορμ, ενός συγγραφέα που κατέγραφε τις ζωές και τα ήθη της εργατικής τάξης στη Σουηδία, την ευκαιρία να προσεγγίσει για πρώτη φορά τις θεματικές που θα αποτελούσαν τη βάση για όλα τα μετέπειτα αριστουργήματά του: το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων και τη διαμόρφωση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης μέσα από το σκοτεινό καθρέφτη της κινηματογραφικής κάμερας. Γιατί μπορεί ο τίτλος της ταινίας να υποδηλώνει μια αντρική οπτική γωνία και η ιστορία να αφορά την εξέλιξη της σχέσης δύο νέων στην εναλλαγή των εποχών του χρόνου, είναι όμως ξεκάθαρο ότι η Μόνικα βρίσκεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Σουηδού σκηνοθέτη, κι όχι μόνο λόγω της παρουσίας της Χάριετ Άντερσον, την οποία ο Μπέργκμαν ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στα γυρίσματα.

Η Μόνικα δεν είναι απλώς ένα κορίτσι των λαϊκών τάξεων, εύκολο θύμα τόσο της σεξουαλικής παρενόχλησης των αντρών στο μανάβικο που εργάζεται, όσο και της οργής του μέθυσου πατέρα της. Είναι μια γυναίκα που θέλει να ζήσει το πάθος, όπως το βλέπει στη μεγάλη οθόνη και στα αμερικανικά μελοδράματα που παρακολουθεί στο σινεμά κλαίγοντας. Στο πρόσωπο του Χάρι, ενός νεαρού που εργάζεται ως παιδί για όλες τις δουλείες στο διπλανό κατάστημα, η Μόνικα θα βρει τον έρωτα αρχικά ως παιχνίδι κι στη συνέχεια ως μια διέξοδο από το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον, την καταδυναστευτική δύναμη του οποίου ο Μπέργκμαν αποτυπώνει ρεαλιστικά στο πρώτο μέρος της ταινίας. Ταυτόχρονα, όμως, ο έρωτας είναι και μια πηγή αυτογνωσίας για τη νεαρή κοπέλα, η οποία ήδη από το πρώτο πλάνο αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και διορθώνει το εσώρουχό της, λίγο πριν εισέλθει στο μπαρ, όπου εκείνη θα φλερτάρει πρώτη με τον Χάρι.

Οταν οι δύο νέοι αποφασίσουν να παρατήσουν τις δουλειές τους και να κλέψουν το σκάφος του πατέρα του Χάρι για μια καλοκαιρινή εξόρμηση, η ταινία οδηγείται στο δεύτερο, εμβληματικό της μέρος, εκείνο που της χάρισε την υστεροφημία της. Εκεί η Μόνικα και ο Χάρι ζουν τον έρωτά τους στον απόλυτο βαθμό, παραδομένοι στην ελευθερία και στη φυσική κατάσταση. Και δεν είναι το γυμνό σώμα της Μόνικα η μόνη υπογράμμιση της επαναστατικής ευφορίας πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και η ίδια η κάμερα του Μπέργκμαν που κινηματογραφεί ακόρεστα τη θάλασσα, τον ουρανό και το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα πάνω στα σώματα. Το καλοκαίρι για τους δύο νέους (και συνακόλουθα για τον Μπέργκμαν) δεν είναι μόνο μια εποχή, αλλά μετατρέπεται στην ταινία σε ένα σύμβολο, μια αέναη γιορτή της νεότητας που αψηφά τη ροή του χρόνου, ένα διαρκές παρόν που αναλώνεται αχόρταγα παρά τις απειλητικές νύξεις του μέλλοντος.

Κι ενώ η Μόνικα έχει γίνει ένα αγρίμι εξοικειωμένο με την αβίαστη σεξουαλικότητά του, η ευτυχία φυσικά δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον, παρά την αντίθετη επιθυμία της κοπέλας («Οχι, δεν γυρίζω πίσω. Θέλω το καλοκαίρι να συνεχίσει έτσι…»), και οι κοινωνικοί περιορισμοί θα εμφανιστούν ξανά, όταν εκείνη μείνει έγκυος. Οι δύο νέοι ορκίζονται ότι θα μείνουν για πάντα μαζί και μοιράζονται τα αμοιβαία όνειρα μιας ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής όταν επιστρέψουν στην πόλη, ο Μπέργκμαν, όμως, φροντίζει ήδη να προοικονομήσει τη συντριβή όλων όσα τόσο λυρικά και μεγαλόσχημα ορκίζονται. Η φυσική κατάσταση που οδήγησε το ζευγάρι στην απόλυτη ευτυχία, θα γίνει η αρχή της καταδίκης τους, αφού η πείνα θα οδηγήσει την Μόνικα στη διάρρηξη της αποθήκης ενός εξοχικού για τρόφιμα, κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως, θα την πιάσουν επ’ αυτοφώρω οι ιδιοκτήτες. Οταν η Μόνικα αποδράσει κρατώντας ένα κομμάτι κρέας στα χέρια σαν κυνηγημένο ζώο, οι δύο νέοι θα συνειδητοποιήσουν ότι η επιστροφή στην πόλη και «στον πολιτισμό» είναι πλέον μονόδρομος.

Κι όσο τα επιβλητικά κτίρια και τα αγάλματα στην είσοδο της Στοκχόλμης ρίχνουν τη βαριά κι απειλητική σκιά τους στις προοπτικές του ζευγαριού, η ταινία παραδίδεται στο τρίτο μέρος στο φθινόπωρο της απότομης προσγείωσης στην πραγματικότητα και στο συμβιβασμό με μια καθημερινότητα που απομυζά από τη Μόνικα και το Χάρι τη χαρά και την ενέργεια όσων ανέμελων προηγήθηκαν. Γιατί η αρχή του τέλους δεν είναι μόνο η οικονομική ανέχεια και οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις του Χάρι, ο οποίος πρέπει να συντηρήσει μια ολόκληρη οικογένεια μόνος του, αλλά κυρίως η δεύτερη, σαρωτική και καταστροφική για την οικογενειακή ευτυχία, επανάσταση της Μόνικα ενάντια σε έναν ρόλο που αισθάνεται πως της έχει επιβληθεί. Αδιάφορη απέναντι στο νεογέννητο παιδί της, η νεαρή γυναίκα θα θελήσει να ζήσει και πάλι τη ζωή της ελεύθερη.

Ο Μπέργκμαν δεν θα προβεί σε ηθικολογικές κρίσεις, αλλά θα καταγράψει την πορεία της κεντρικής ηρωίδας στη χειραφέτηση και την αυτογνωσία με μια νομοτελειακή διαύγεια, η οποία θα κορυφωθεί με το ριζοσπαστικό για την εποχή και περιβόητο ακόμα και σήμερα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Μόνικα, στη διάρκεια του οποίου η Χάριετ Αντερσον σπάει τον τέταρτο τοίχο και κοιτάζει επίμονα, αγέρωχα κι επιτακτικά τον θεατή, καταρρίπτοντας την εξουσιαστική σχέση του βλέμματος και αξιώνοντας την αναγνώριση της ως κάτι περισσότερο και πιο σύνθετο από το άθροισμα των ρόλων που της έχουν ανατεθεί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μεγάλος θαυμαστής της ταινίας κι εν μέρει υπεύθυνος για τη διαχρονικότητά της, έγραψε εκστασιασμένος στο Cahiers du Cinema ότι «αυτό το βλέμμα της είναι ένα κάλεσμα στον θεατή να γίνει μάρτυρας της αηδίας που εκείνη νιώθει για την ακούσια επιλογή της να ζήσει στην Κόλαση και όχι στον Παράδεισο». Το γεγονός ότι μια δεκαετία αργότερα οι ήρωες της nouvelle vague έστρεψαν κι εκείνοι το βλέμμα τους στο θεατή οφείλεται στη Μόνικα.

Και φυσικά όλα αυτά μπορεί να μην είχαν καμία σημασία, αν στον κεντρικό ρόλο δε βρισκόταν η Χάριετ Αντερσον, η πρώτη μεγάλη μπεργκμανική πρωταγωνίστρια, η οποία έγινε σε ηλικία 20 μόλις χρονών διεθνής σταρ εν μια νυκτί με αυτή την ταινία. Με μια αφτιασίδωτη φυσική παρουσία, στον αντίποδα των πρωταγωνιστριών της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, η Αντερσον έπλασε με ταπεινά υλικά μια ηρωίδα με πρωτεϊκή συναισθηματική δύναμη κι εμβέλεια, βουτώντας βαθιά στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται και μην αφήνοντας κανένα περιθώριο στην κάμερα του Μπέργκμαν (αλλά και στον Μπέργκμαν τον ίδιο) να μην την ερωτευτεί.

Το τέλος της ιστορίας δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει στον χειμώνα, όχι όμως εκείνον της σαιξπηρικής δυσαρέσκειας, αλλά αυτόν της μπεργκμανικής ωριμότητας. Κι όσο η Μόνικα ζει τη ζωή της εκτός κάδρου, ελεύθερη (;) ξανά, ο Χάρι μεγαλώνει μόνος του τον καρπό της αγάπης τους. Τότε θα κοιτάξει κι αυτός μέσα στον καθρέφτη της αυτογνωσίας και η μορφή του θα φωτιστεί από την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού, στη σύντομη διάρκεια του οποίου οι δύο νέοι ήταν και αισθάνονταν ανίκητοι. Όλες οι στιγμές που χάθηκαν είναι οι αναμνήσεις που θα κρατήσει για πάντα, λίγο πριν αποχωρήσει κι αυτός από το πλάνο. Ο Μπέργκμαν θα έβαζε πλώρη στη συνέχεια για ακόμα πιο σκοτεινά κι αχαρτογράφητα νερά, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», ωστόσο, ήταν και θα παραμείνει η αρχή της διαδρομής.