Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Whistle Down The Wind 1961

Whistle Down The Wind 1961

Έξι μάτια είδαν τον δολοφόνο


Σκηνοθεσία: Bryan Forbes

Σενάριο: Mary Hayley Bell, Keith Waterhouse, Willis Hall

Είδος: Crime, Drama, Family, Hayley Mills

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Bernard Lee: Bostock

Alan Bates: Arthur Alan Blakey - The Man

Norman Bird: Eddie

Diane Clare: Sunday School Teacher

Patricia Heneghan: Salvation Army Girl

 

Ο... "Χριστός" σταμάτησε στον αχυρώνα !!! Ένας πληγωμένος δραπέτης (ο υπέροχος Άλαν Μπέητς) βρίσκει καταφύγιο σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα, όπου τρία μικρά παιδιά (με επικεφαλής την Χέιλυ Μιλς) νομίζουν πως πρόκειται για τον Ιησού στη ..."Δεύτερη Επίσκεψή" του στη Γη. Τα παιδιά προσπαθούν να κρατήσουν μυστική την παρουσία του απ' τους μεγάλους, καθώς φοβούνται πως οι τελευταίοι θα τον... προδώσουν για δεύτερη φορά ("πως να κρυφτείς απ' τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα"). Το υγρό, καταθλιπτικό και λασπωμένο Λάνκασαϊρ θα γεμίσει κασκέτα, κοντά παντελονάκια και φουστανάκια από ένα τσούρμο παιδιών που θα θελήσουν να δουν από κοντά τον ..."Ενσαρκωμένο". Φυσικά, ανάμεσά τους θα υπάρξει και πάλι ο... Άπιστος Θωμάς, αλλά κι ένας νέος ...Ιούδας (άσχετα που ετούτη τη φορά θα τον προδώσει από καθαρή παιδική αφέλεια και όχι για τριάντα αργύρια). Στην τελευταία σεκάνς, ο Μπέητς στέκεται στην κορυφή ενός λόφου (που θυμίζει Γολγοθά) με τα χέρια απλωμένα σαν τον Εσταυρωμένο, την ώρα που ο αστυνομικός επιθεωρητής (ως νέος Ρωμαίος εκατόνταρχος) τον χλευάζει ανακαλύπτοντας στις τσέπες του μια εικόνα του Χριστού που του έχουν δώσει τα παιδιά : "Θα χρειαστείς κάτι πολύ περισσότερο απ' αυτό... για να σε σώσει", του ψιθυρίζει καγχάζοντας. Συμβολικό, βαθιά συγκινητικό... και με ένα πλήθος αθώα μάτια να σε κοιτάνε καθ' όλη τη διάρκειά του!

 


  

Viridiana 1961

Viridiana 1961

Βιριδιάνα

  


Σκηνοθεσία: Luis Bunuel

Σενάριο: Julio Alejandro, Luis Bunuel, Benito PÉREZ GALDÓS

Είδος: Drama, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:30

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Silvia Pinal: Viridiana

Francisco Rabal: Jorge

Fernando Rey: Don Jaime

José Calvo: Don Amalio

Margarita Lozano: Ramona

 

Ο Luis Bunuel υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το σινεμά του χαρακτηρίστηκε ως αναρχικό, και διακατέχεται από ένα πνεύμα αμφισβήτησης προς τους θεσμούς και τα λοιπά κοινωνικά επινοήματα της εποχής του. Το όνομα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σουρεαλισμό. Αν επιθυμούμε να δούμε το σουρεαλισμό ως κίνημα, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχός του. Αν και κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο σουρεαλισμός αποτελεί κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα ή ένα ρεύμα. Ο σουρεαλισμός για τον Luis Bunuel δεν είναι μια αισθητική επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη φύση του έργου του. Δηλαδή, την ανάγκη να περιγράψει την πραγματικότητα με την ακρίβεια του εξωπραγματικού: απαλλαγμένη από το κοινότυπο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Luis Bunuel υπήρξε γόνος της φιλοσοφίας του Νίτσε, η οποία στέκεται ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς που στρεβλώνουν την ανθρώπινη νόηση, μεταξύ άλλων και της χριστιανικής ηθικής. Η Viridiana είναι η κατ`εξοχήν ταινία εναντίωσης στη χριστιανική ηθική της περιόδου του Καθολικισμού. Δεν είναι ένα εμπαθή δοκίμιο αθεΐας, αλλά η καταγραφή της παραδοξότητας με την οποία χειρίζεται η θρησκεία, σε εγκόσμιο επίπεδο, τις έννοιες αιτίου-αποτελέσματος, επιφέροντας και την ανάλογη πνευματική στρέβλωση στο ποίμνιο. Σε ένα απλουστευτικό παράδειγμα, η εκκλησία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος εκφυλίζεται από τις αμαρτίες του. Στην αντίπερα όχθη, ο Bunuel και ο Νίτσε (μπορείτε να δείτε χαρακτηριστικά το Λυκόφως Των Ειδώλων) υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος δύναται να διαπράξει "αμαρτίες" όταν έχει εκφυλιστεί. Βέβαια τόσο ο Bunuel, όσο και ο Νίτσε, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν έντονα χρωματισμένες λέξεις όπως αυτή της αμαρτίας. Και αυτό διότι τίθενται ενάντια στις συγκεκριμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις βάσει των οποίων κρίνουμε αυθαίρετα τα φαινόμενα, καθώς θεωρούν τον άνθρωπο αναπόσπαστο και αναγκαίο τμήμα του σύμπαντος, και φρονούν πως καμία δύναμη δε μπορεί να κρίνει, να φυλλομετρήσει και να δικάσει αυτό το σύμπαν.

Προτού όμως επιστρέψουμε στο εννοιολογικό υπόβαθρο της ταινίας, ας πούμε δυο λόγια για την υπόθεση. Το αγγελικό όνομα του τίτλου αντιστοιχεί σε κάποια μοναχή (Silvia Pinal). Όταν θα επισκεφτεί το θείο της, ένα αναπάντεχο συμβάν της απαγορεύει συνειδησιακά, να επιστρέψει στον οίκο του θεού. Ωστόσο, ακολουθεί την έτερη οδό των αγαθοεργιών για να δοξάσει τον Κύριο και να εκφράσει την πίστη της. Προς έκπληξή της όμως, οι άποροι που στεγάζει, φέρονται καταχρηστικά στη γενναιοδωρία της, κλονίζοντας έτσι την πίστη της.

Ο Bunuel στη φιλμογραφία του έχει υπονομεύσει τη μπουρζουαζία, την πορνεία, τον μοναχισμό, τους άπορους, το προλεταριάτο, την αριστοκρατία καθώς και άλλες πτυχές του εγκόσμιου βίου. Ωστόσο, δε στρέφεται ποτέ κατά των ηρώων του. Αρνείται να τους κρίνει ατομικά. Δεν ευθύνονται αυτοί για τα κοινωνικά επινοήματα που στρεβλώνουν την ανθρωπότητα. Είναι απλά τα αποτελέσματα της στρέβλωσης που επιφέρουν τα κοινωνικά επινοήματα πάνω τους. Όπως προείπαμε, ο Bunuel αποφεύγει να χρωματίσει τα αποτελέσματα, τους χαρακτήρες του δηλαδή. Τους παραθέτει, ως αποτελέσματα, με σκοπό να ακολουθήσουμε στοχαστικά τα βαθύτερα αίτια που τους μορφώνουν και που τους καθοδηγούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στην εν λόγω ταινία, η οποία είναι μάλλον μία από τις χαρακτηριστικές ταινίες του μεγάλου δημιουργού. Κατά τη χριστιανική ηθική η πρωταγωνίστρια Viridiana είναι ενάρετη, διότι προβαίνει σε αγαθοεργίες. Κατά τον Bunuel δεν ισχύει αυτό. Αρνείται να κρίνει φτηνά την ηρωίδα, και τον κάθε ήρωα. Κατά τον Bunuel η Viridiana προβαίνει σε αγαθοεργίες επειδή είναι θρήσκα. Οι πράξεις της δηλαδή είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης του αιτίου της πίστης. Αντίστοιχα, κατά τη χριστιανική ηθική οι άποροι θα χαρακτηρίζονταν ως άξεστοι και αχάριστοι, αφού καταχρώνται την ευσπλαχνία των άλλων. Κατά τον Bunuel όμως, οι άνευ τρόπων πράξεις των άπορων είναι πέρα για πέρα φυσικές, και υπαγορεύονται από την μακροήμερη συγκατοίκησή τους με τη βιωμένη καταπίεση και την εξαθλιωμένη ζωή των δρόμων. Ομοίως και με τον θείο. Για τη χριστιανική ηθική ο θείος είναι ένας άξεστος αιμομίκτης. Για τον Bunuel οι πράξεις του θείου είναι απλά το αποτέλεσμα που προκαλεί πάνω του η επίδραση του χρόνιου μοναχικού βίου. Και ούτω καθεξής. Ιδού λοιπόν το παράδοξο στη νοητική χρήση της αντεστραμμένης σχέσης αιτίου-αιτιατού που παρουσιάζει στοχαστικά ο Bunuel.

Ασφαλώς και η ταινία του Bunuel ασκεί δριμεία κριτική στην κληρική πραγματικότητα. Άλλωστε μέσα στην ταινία θα παρατηρήσουμε πολυάριθμους βανδαλισμούς εις βάρος χριστιανικών συμβόλων-σημαιών, όπως είναι το ακάνθινο στεφάνι ή ο σταυρός. Ώσπου φτάνουμε στο αποκορύφωμα της χλεύης, με το κάτι σαν "Μυστικός Δείπνος", υπό την ηχητική υπόκρουση του «Αλληλούια», η οποία κλόνισε μάλιστα τους θρησκευτικούς κύκλους, όπου και αν προβλήθηκε η ταινία. Είναι σαφής η πρόθεση του Bunuel να κατακρημνίσει το χριστιανικό οικοδόμημα από το συνειδητό των θεατών, επικαλούμενος τα όσα προαναφέρθηκαν.

Υπό αυτό το πρίσμα, στο εκπληκτικό φινάλε, η πρωταγωνίστρια Viridiana ματαιώνεται, και μαζί της ματαιώνεται η "ιδέα" της πίστης. Ωστόσο, αντί η Viridiana να απελευθερωθεί απ`το κοινωνικό επινόημα της θρησκείας, στρέφεται προς ένα άλλο επινόημα. Αυτό της μπουρζουαζίας και της αριστοκρατίας, καθώς η χαρτοπαιξία αποτελεί δυνητικό αρωγό της κοινωνικοποίησής της. Και ο δαιμόνιος Bunuel, έναν χρόνο αργότερα, με τον εξίσου εκπληκτικό "Εξολοθρευτή Άγγελο" και με την ίδια πρωταγωνίστρια (Silvia Pinal), θα ασκήσει ακόμα μια αιχμηρή κριτική, αυτή τη φορά προς την αριστοκρατία. Εκκινώντας δηλαδή, απ` το σημείο που κλείνει η Viridiana.


One-Eyed Jacks 1961

One-Eyed Jacks 1961

Η εκδίκηση είναι δική μου

Σκηνοθεσία: Marlon Brando

Σενάριο: Guy Trosper, Calder Willingham, Charles Neider,

Sam Peckinpah, Rod Serling

Είδος: WESTERN

Διάρκεια: 02:21

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Marlon Brando: Rio

Karl Malden: Sheriff Dad Longworth

Katy Jurado: Maria Longworth

Ben Johnson           : Bob Amory

Slim Pickens: Deputy Lon Dedrick

 

Μάρλον Μπράντο και Καρλ Μάλντεν συνεργάζονται για τρίτη φορά, σ'αυτό το επικών διαστάσεων γουέστερν που σκηνοθέτησε ο πρώτος. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που ο μεγάλος αυτός ηθοποιός ανέλαβε σκηνοθετικά καθήκοντα. Κι αυτό συνέβη επειδή αντικατέστησε τον Stanley Kubrick λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Ο ελληνικός τίτλος Η εκδίκηση είναι δική μου συνοψίζει καλύτερα την βασική υπόθεση της ταινίας. Ο Μπράντο ως νεαρός κακοποιός αποδρά από τη μεξικάνικη φυλακή όπου βρισκόταν 5 χρόνια μέσα, επειδή τον πρόδωσε ο φίλος του και τον παράτησε ολόμοναχο να αντιμετωπίσει τις μεξικανικές αρχές μετά από μια ληστεία. Σκοπός της ζωής του πλέον είναι να αναζητήσει τον (πρώην) φίλο του και να τον σκοτώσει. Θα μπει στη συμμορία του Ben Johnson, ο οποίος γνωρίζει ότι ο Malden βρίσκεται στην Καλιφόρνια εκτελώντας χρέη σερίφη!

Πολλά και διάφορα συμβαίνουν μέσα στα 140 λεπτά της ταινίας που ξεφεύγει από τα στενά όρια του είδους και καταλήγει να είναι μια ασυμβίβαστη δραματική ταινία χαρακτήρων, με χαλαρούς ρυθμούς, εντελώς έξω από τα συνηθισμένα για το 1961 που κυκλοφόρησε. Το αρχικό σενάριο γράφτηκε από τον Sam Peckinpah, αλλά το όνομά του δεν γράφτηκε πουθενά. Το αρνητικό στοιχείο της πολύ καλής ταινίας πάντως εντοπίζεται στην άνευρη ερμηνεία της νεαρής Pina Pellicer, η οποία επιλέχθηκε ως η μεξικάνα Audrey Hepburn, χωρίς όμως το ερμηνευτικό βάθος της τελευταίας, που ήταν απαραίτητο για να τα βγάλει πέρα με τέτοιους ηθοποιούς.

  

West Side Story 1961

West Side Story 1961

Σκηνοθεσία: Jerome Robbins

Σενάριο: Ernest Lehman, Arthur Laurents,

Jerome Robbins, William Shakespeare

Είδος: Drama, MUSICAL, Romance

Διάρκεια: 02:32

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Natalie Wood: Maria

Richard Beymer: Tony

Russ Tamblyn: Riff

Rita Moreno: Anita

George Chakiris: Bernardo

 

Ρωμαίος και Ιουλιέτα στη Νέα Υόρκη: Δυο αντίπαλες συμμορίες, οι Jets και οι Sharks, διεκδικούν την αναγνώριση. Το δράμα ξεσπά όταν ο πρώην αρχηγός των Jets ερωτεύεται την αδελφή του αρχηγού των Sharks.

Ο θρίαμβος του West Side Story στην 34η απονομή των βραβείων ήταν αναμενόμενος, αφού δεν αντιμετώπιζε σοβαρό ανταγωνισμό από κανένα από τα φιλμ που διαγωνίζονταν στις βασικές κατηγορίες («Φάνι», «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» «Η Δίκη της Νυρεμβέργης», The Hustler), ενώ η από πολλούς θεωρούμενη ως πραγματικά καλύτερη ταινία της χρονιάς, το «Πυρετός στο Αίμα» του Ελία Καζάν, με τους Ουόρεν Μπίτι και Νάταλι Γουντ, δεν ήταν υποψήφια.

Το δραματικό μιούζικαλ με την κλασική πλέον μουσική κέρδισε συνολικά δέκα αγαλματίδια από τα έντεκα που διεκδικούσε και αποτελεί έως σήμερα την πιο πολυβραβευμένη με Όσκαρ ταινία, μετά το «Μπεν Χουρ» και τον «Τιτανικό». Το West Side Story αποτελεί τη κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μιούζικαλ που παιζόταν με επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ από το 1957.

Ο Τζορτζ Τσακίρις εντυπωσίασε για τις χορευτικές του ικανότητες

Η ιστορία, βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη, με τους δύο ήρωες να προέρχονται από δύο αντίπαλες συμμορίες λευκών Αμερικανών και Πορτορικανών. Η ταινία είχε δύο σκηνοθέτες, τον Ρόμπερτ Ουάιζ, που είχε στήσει και τη θεατρική παράσταση, και τον Τζερόμ Ρόμπινς, ο οποίος ανέλαβε τη σκηνοθεσία των ηθοποιών, αφήνοντας στο συνάδελφό του την επίβλεψη των χορευτικών σκηνών, όταν οι εταιρείες παραγωγής κατάλαβαν ότι ο περφεξιονισμός του Ουάιζ θα εκτόξευε στα ύψη τον προϋπολογισμό της ταινίας.

Όταν η κοινή τους προσπάθεια τους απέφερε βαρύτιμο αγαλματάκι, έγιναν το πρώτο σκηνοθετικό δίδυμο που βραβευόταν από την Ακαδημία. Η ταινία κέρδισε και τους δύο β' ρόλους: η παθιασμένη ερμηνεία της πολυσχιδούς καλλιτέχνιδας Ρίτα Μορένο ήταν κατά κοινή ομολογία η καλύτερη στην ταινία, σε σημείο που παρέσυρε την Ακαδημία να βραβεύσει και το ταίρι της στην ταινία, τον Ελληνοαμερικανό Τζορτζ Τσακίρις.


  

Splendor In The Grass 1961

 Splendor In The Grass 1961

Πυρετός στο Αίμα


Σκηνοθεσία: Elia Kazan

Σενάριο: William Inge

Είδος: Drama, Elia Kazan, Romance

Διάρκεια: 02:04

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Natalie Wood: Wilma Dean Loomis

Pat Hingle: Ace Stamper

Audrey Christie: Mrs. Loomis

Barbara Loden: Ginny Stamper

Zohra Lampert: Angelina

Warren Beatty: Bud Stamper

 

Η ιστορία πραγματεύεται τον καταστροφικό έρωτα δύο εφήβων που οι οικονομικές διαφορές των οικογενειών τους και οι συμβάσεις και η υποκρισία της κοινωνίας δεν του επιτρέπουν να ανθίσει. Ο Bud Stamper και η Deanie Loomis ζούνε στο αγροτικό Kansas στο τέλος της δεκαετίας του 20. Όπως κάθε έφηβος έτσι και αυτοί τοποθετούν τον έρωτά τους στο κέντρο της ύπαρξής τους και του ενδιαφέροντός τους. Η οικογένεια της Deannie, ασθενής οικονομικά, καλοβλέπει έναν ενδεχόμενο γάμο των δυο παιδιών, όμως ο πατέρας του Bud πετρελαιοπαραγωγός της περιοχής, έχει άλλα σχέδια για τον γιο του τα οποία επιμένει να πραγματοποιηθούν χωρίς να έχει μπει ποτέ στον κόπο να τα συζητήσει με τον άμεσα ενδιαφερόμενο. Τα παιδιά λυγίζουν από το βάρος των «πρέπει» και «δεν πρέπει» που αφορούν την σεξουαλική τους συμπεριφορά και από το βάρος των προσδοκιών των γονιών τους. Όλα αποφασίζονται για το μέλλον τους ερήμην τους!

Ο Καζάν γεμίζει αύτη την λίγο ξεπερασμένη ψυχολογική και ηθογραφική δραματική ταινία με βαθύ συναισθηματισμό μιλώντας για τις προσδοκίες των γονέων που παγιδεύουν τα παιδιά (κυρίως ως προς την έμφαση στον υλικό πλούτο), το χάσμα των γενεών, την υποκρισίας, τις κλειστές κοινωνίες (με το κουτσομπολιό, το στιγματισμό της γυναίκας κλπ.) και βέβαια τις εμμονές του σκηνοθέτη πάνω στην σεξουαλική καταπίεση. Εξαιρετική η κατανόηση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων αν και γίνεται με μια παλιομοδίτικη προσκόλληση στην υπέρ-ψυχολόγηση των χαρακτήρων (και αυτό χωρίς το touch του Χίτσκοκ). Ενδιαφέρουσα επίσης στην ταινία η σύνδεση του στόρι με την εποχή αλλά και η εκπληκτική ερμηνεία της Νάταλι Γουντ στο ρόλο ενός ευαίσθητου συναισθηματικά και ψυχικά πλασματος.

Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, (Γουιλιαμ Ίνγκ). Ενώ η ταινία αποτέλεσε το ντεμπούτο του Warren Beatty στο σινεμά.

 


 

Lover Come Back 1961

Lover Come Back 1961

Γύρισε πίσω αγάπη μου


Σκηνοθεσία: Delbert Mann

Σενάριο: Stanley Shapiro, Paul Henning

Είδος: Comedy, Doris Day, Romance

Διάρκεια: 01:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Rock Hudson: Jerry Webster

Doris Day: Carol Templeton

Tony Randall: Peter 'Pete' Ramsey

Edie Adams: Rebel Davis

Jack Oakie: J. Paxton Miller

 

Δύο διαφημιστές που δουλεύουν σε αντίπαλες εταιρείες διαπληκτίζονται για το ποιος θ' αναλάβει τη διαφημιστική εκστρατεία ενός ανύπαρκτου προϊόντος. Έρωτας και γέλιο σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικά στιγμές του ντουέτου Ντόρις Ντέι - Ροκ Χάντσον. Μια σάτιρα για τον κόσμο της διαφήμισης, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου.

 

  

The Ladies Man 1961

 

The Ladies Man 1961

Ο Τζέρι Λιούις Γυναικοκατακτητής


Σκηνοθεσία: Jerry Lewis

Σενάριο: Jerry Lewis, Bill Richmond, Mel Brooks

Είδος: Comedy, Jerry Lewis

Διάρκεια: 01:35

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jerry Lewis: Herbert H. Heebert

Helen Traubel: Miss Helen N. Wellenmellon

Pat Stanley: Fay

Kathleen Freeman: Katie

George Raft: George Raft

 

O Jerry Lewis είναι μία από τις πιο παραγνωρισμένες προσωπικότητες του σινεμά. Ξεχασμένος – ή και σχεδόν άγνωστος πια στο multiplex κοινό – από τους περισσότερους που τον αντιμετώπισαν σαν κωμικό της μούτας και του χαβαλέ, ο Lewis υπήρξε πολλά περισσότερα από αυτό. Να εξηγηθώ: Οι πετυχημένες γκριμάτσες είναι εντελώς του γούστου μου αφού τις αντιμετωπίζω όχι απλά σαν κάτι αστείο, αλλά και σαν ένα κομμάτι μιας τσιρκολάνικης αντίληψης θλιμμένης αυτοδιακωμώδησης, αυτοαποδραστισμού και, συνεπακόλουθα, ως μια κωμικοφανή εκδοχή του “Dr Jekyll and Mr. Hyde” ανθρώπινου δράματος, δηλαδή, της πολυπροσωπίας και της κυκλοθυμίας. (Δεν είναι τυχαίο υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, πως η γνωστότερη ταινία του Jerry είναι μια μεταφορά του θρυλικού έργου του R.L. Stevenson…). Ωστόσο, ο εγκλωβισμός της αντίληψης του κόσμου στην λογική που ήθελε τον Lewis έναν απλό κι ανόθευτο γελωτοποιό των μορφασμών, μπορεί να του εξασφάλισε μια δεκαπενταετία μεγάλων εμπορικών επιτυχιών (αυτός είναι περίπου ο χρόνος εμπορικής ζωής ενός τυποποιημένου σταρ – δείτε και τον, γνήσιο από υποκριτικής πλευράς απόγονό του, Jim Carrey) αλλά, εν συνεχεία, τον εκτόπισε ραγδαία στο συρτάρι των dated φαινομένων του σινεμά. Σήμερα, ο Jerry Lewis είναι «τακτοποιημένος» στο χρονοντούλαπο των «θρύλων του σινεμά», ασφαλής – αφού άπαξ και αγιοποιηθείς στην εκκλησία του Χόλυγουντ, καμία συνέλευση δεν σε αποκηρύττει – αλλά και, τρόπον τινά, άφαντος, αφού αυτή η μουσειοποίηση ελάχιστη σχέση με την τέχνη διατηρεί.

Το ότι ο Lewis είναι πολλά περισσότερα το καταλαβαίνεις βλέποντας μισή ώρα από οποιαδήποτε ταινία της ακμής του ή, κατά προτίμηση, οποιαδήποτε υπό την σκηνοθετική του καθοδήγηση. Το σκηνοθετικό του όραμα είναι και η αιτία του αρχικού μου ισχυρισμού. Η αναμέτρηση δε αυτού του οράματος με την εναλλασσόμενα αποδομητική/ναρκισσιστική του στάση απέναντι στην ίδια του την κινηματογραφική περσόνα, αποτελεί μια τρομερά αντιφατική διελκυστίνδα στο έργο του. Με διαλυτικό συνδυασμό φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων μέσα στην ίδια ταινία, τα έργα του Jerry «υποφέρουν» πολλές φορές ακριβώς στα δυνατά τους σημεία: Σε κωμικά οπτικοακουστικά γκαγκς, πλημμυρισμένα από έναν ασυγκράτητα πληθωρικό τύπο που μπορεί να εκτείνει ένα αστείο στην παραφορά και το κρεσέντο, αλλά και να το «εξαφανίσει» στην αυταρέσκεια ή και την καθαρά λάθος εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του ίδιου του γκαγκ.

Εκείνο που μένει να καταλάβεις στο σινεμά του Lewis είναι πως επειδή ο δημιουργικός έλεγχος που εξασκεί στο υλικό του είναι υστερικός, αυτό το φαινομενικό πηγαιν’ έλα είναι απόλυτα μέσα στις προθέσεις του.

Και ποιες είναι αυτές οι προθέσεις, λοιπόν; Στην αρχή του Bellboy (σκηνοθεσία του Jerry) ένας ηθοποιός υποδυόμενος μεγαλοπαραγωγό της Paramount, τα λέει όλα: «Αυτή θα είναι μια ταινία βασισμένη στο fun. Χωρίς σενάριο, χωρίς πλοκή.» Το ερώτημα είναι τι ακριβώς εννοεί ο Lewis ως fun…

Από μια πλευρά η περσόνα-Lewis είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις… αυτοφυΐας στην τέχνη του σινεμά. Κανείς πριν από δαύτον δεν μόρφασε κωμικά - αν και υπάρχουν stand up comedians, όπως ο Milton Berle ας πούμε, που το έκαναν, αλλά ποτέ συστηματικά στον κινηματογράφο. Ωστόσο, αν και ορισμένες μούτες του μπορεί να σε παραμορφώσουν απ’ τα γέλια, είναι η άλλη πλευρά της κωμικής του δημιουργίας που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους του σινεμά. Αυτή που έχει περισσότερη σχέση με τον (εντελώς ανέκφραστο…!!!) Buster Keaton και τον Jacques Tati, παρά με οποιονδήποτε άλλον. Το σύμπαν του Lewis είναι μια τεράστια κατασκευή (το σπίτι/πλατώ του Ladies Man είναι από τα μεγαλύτερα κι εντυπωσιακότερα που φτιάχτηκαν ποτέ) η παρουσία της οποίας κάνει τον Lewis να θέλει να την καταλάβει και να την υπηρετήσει για να καταφέρει μόνο την απορρύθμιση, το ξεχαρβάλωμα, την αναπόφευκτη δηλαδή είσοδο του χάους στην ανθρώπινα οργανωμένη καθημερινότητα. Ο χαρακτήρας και οι καταστάσεις στο έργο του Lewis μοιάζουν να υπακούουν στον περίφημο νόμο της θερμοδυναμικής που θέλει το σύμπαν σε μια διαρκή εντροπία, μια συνεχή μετάβαση, ας πούμε, από μια κατάσταση τάξης σε μια μεγαλύτερης αταξίας. Ο Lewis εξωθεί κινηματογραφικά αυτόν τον νόμο στο παραλήρημα, τον παροξυσμό, την διάλυση. Και η αλήθεια είναι, προσπαθώντας χονδροειδώς να εξηγήσω το φαινόμενο, πως η αίσθηση του χάους, όσο κωμικά ή γελοία κι αν αποδοθεί, δεν είναι πάντα ακριβώς ευχάριστη.

Εν συνεχεία ο Lewis ενανθρωπίζει το συμπαντικό χάος δομώντας έναν χαρακτήρα που ενώ προσπαθεί να λειτουργήσει εντός των πλαισίων καθωσπρεπισμού μιας πολιτισμένης κοινωνίας, αδυνατεί να ελέγξει επαρκώς τις ενστικτώδεις, παιδικές ορμές του λειτουργώντας μολυσματικά. Τουτέστιν, και υπό το «ενήλικο» φως των περισπούδαστων ημών, κάνει μαλακίες. Και τις κάνει τόσο φινετσάτα (βλέπε: χοντροκομμένα), τόσο απρόκλητα και τόσο καλοπροαίρετα, που σου είναι αδύνατον όχι μόνο να τις δικαιολογήσεις, αλλά και να τις δικαιώσεις: Σε ένα σύμπαν που ρυτιδώνει συνεχώς – και τι μελαγχολική διαπίστωση για κωμωδία είναι αυτή… - ο Jerry αναλαμβάνει να γίνει όχι απλά ο επιταχυντής της πτώσης, αλλά ο κωμικά λυτρωτικός παράγοντας, εκείνος που θα μας ψιθυρίσει το αναγκαίο «δεν έγινε και τίποτα» σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς νόημα ιδιαίτερο δεν έχει. Η μαλακία στο έργο του Jerry Lewis είναι το απότοκο μιας στάσης ζωής, μια κωμική αναγκαιότητα, ένας τρόπος ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Αν κάποιοι σαν εμένα πιστεύουν στο «δικαίωμα στην μαλακία», αυτός είναι ο πνευματικός ηγέτης τους…

Τέλος, κι αυτό είναι πιο έκδηλο στο Ladies Man απ’ οπουδήποτε αλλού στο έργο του, ο Lewis έχει μια εντελώς μεταμοντέρνα ψύχωση με το ίδιο το σινεμά και τους μηχανισμούς του. Δεν διστάζει να φτιάξει το σπίτι που προανέφερα, πλήρως λειτουργόν ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, και συνάμα να το καδράρει επιβλητικά στο σύνολό του αφήνοντας ξεκάθαρα να φανούν οι άκρες του - και μαζί οι εγκαταστάσεις του… πραγματικού στούντιο. Παίζει με Εικόνες του σινεμά – εδώ ο κλασσικός George Raft στην αξέχαστη σκηνή που χορεύουν οι δυο τους υπό το φως ενός προβολέα – με κινηματογραφικά είδη (η σκηνή με την Sylvia Lewis είναι από τα πιο σαγηνευτικά homage στο μιούζικαλ και σίγουρα μια σκηνή -intertextual- ανθολογίας, πολύ πριν ο όρος, μάλιστα, εφευρεθεί…).

 

Ταυτόχρονα, ο «κινησιολογικός» Jerry απέχει του «γλωσσικού» - κι αυτό είναι μεν και προϊόν μιας καλλιτεχνικής αλαζονείας, αλλά αποτελεί και μια σημαντική δήλωση του Jerry πάνω στο σινεμά: Το «καθαρό» βωβό σινεμά σε γεμίζει αισθήματα συμπάθειας για τον ήρωα, η επικοινωνία συντελείται ουσιαστικά σε ένα βαθύτερα ανθρώπινο επίπεδο αλληλοκατανόησης. Η έλευση του ομιλούντος αμφισβητεί την προαναφερθείσα μαλακία, υπονοεί έναν χαρακτήρα εξυπνότερο, σε αποστασιοποιεί από εκείνα που ασυζήτητα συμπάθησες, βαθαίνει το σχίσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και είναι.

Η αίσθηση που αποκομίζεις από μια κωμωδία που σε «εξαπατά» οδηγώντας σε τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις, δεν μπορεί ποτέ να είναι διασκεδαστική.


 

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

The Hustler 1961

The Hustler 1961

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ


Σκηνοθεσία: Robert Rossen

Σενάριο: Sidney Carroll, Robert Rossen, Walter Tevis

Είδος: Drama, Romance, Sports

Διάρκεια: 02:14

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Paul Newman: Eddie Felson

Jackie Gleason: Minnesota Fats

Piper Laurie: Sarah Packard

George C. Scott: Bert Gordon

Myron McCormick: Charlie Burns

 

Κλείνει σήμερα η τριάδα των ταινιών με θέμα τον τζόγο, με αυτό το φιλμ του 1961. Είχαμε καζίνο, πόκερ και τώρα πάμε στο μπιλιάρδο. Αν αναρωτιέστε πως γίνεται να χωρέσει το μπιλιάρδο στον τζόγο, απλά σας λέω ότι με την κατάλληλη προσπάθεια και εφ` όσων είναι η μόνη τέχνη που κατέχετε και μπορεί να σας δώσει λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα, ε τότε μετατρέπεται και σε πηγή εσόδων! Υπάρχουν πολλοί φίλοι του αθλήματος και στη χώρα μας και νομίζω ότι αν δεν το έχετε δει, σίγουρα δεν συμβαίνει το ίδιο και με το sequel του. Απέσπασε βραβεία, έγινε μεγάλη επιτυχία και έδωσε το Όσκαρ αναδρομικά (το άξιζε στην πρώτη του εκδοχή), στον Πώλ Νιούμαν. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα της υποκριτικής, είναι γεγονός ότι αδικήθηκε στις απονομές αυτών των βραβείων, όντας μονίμως προτεινόμενος και ποτέ βραβευμένος, παρά τις θαυμάσιες του ερμηνείες. Έτσι, η ακαδημία είπε να του δώσει ένα βραβείο συνολικό θέλω να πιστεύω, περισσότερο, παρά για την ερμηνεία του στο «Χρώμα του χρήματος» (“Color of the Money”). Μια ταινία στην οποία ο συμπρωταγωνιστής Τομ Κρούζ, πήρε δωρεάν μαθήματα ηθοποιίας, τα οποία του χρειάστηκαν στην συνέχεια. Εμείς, θα δούμε όμως τα έργα και ημέρες του “Fast Eddie”, σε άσπρο – μαύρο, όταν ξεκίνησε να χτίζει τον μύθο του.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που την είχα δει, σε έναν φίλο που είχε δορυφορική, το 1983 ή `84, σε μια προβολή του Αγγλικού BBC 1. Είχαμε βέβαια ξεκινήσει να ασχολούμαστε με το μπιλιάρδο, αλλά αυτά που είδαμε ήταν πρωτόγνωρα και μας καθήλωσαν. Φοβερή ταχύτητα, καταπληκτικές μπαλιές! Ήμασταν 3-4 φίλοι μαζεμένοι και μόλις τελείωσε η προβολή, φύγαμε τρέχοντας για το κοντινότερο μπιλιαρδάδικο, όσο είχαμε ακόμη φρέσκιες τις εικόνες, για να μη τις ξεχάσουμε! Φυσικά τις επιχειρήσαμε, όχι μόνο εκείνο το απόγευμα, αλλά και για καμιά 100αριά ακόμη, αλλά τις περισσότερες δεν τις μάθαμε! Όχι τότε, τουλάχιστον.

Το βιβλίο είχε γράψει το 1959 ο Sidney Carroll, ο οποίος συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Robert Rossen (έκανε και την παραγωγή), στην συγγραφή του σεναρίου. Η ταινία μας πάει στο 1960, για να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειες (και τα δράματα), του “Fast Eddie” Felson, ενός νεαρού και ταλαντούχου παίκτη του μπιλιάρδου. Ο Felson αναλώνει το ταλέντο του σε μικρά παιγνίδια στοιχημάτων, βγάζοντας τα προς το ζην (μάθε τέχνη κι άστηνε και όταν πεινάσεις πιάστηνε, που λέμε). Από τα καταγώγια της περιοχής του (Καλιφόρνια) και τα κακόφημα στέκια (μη ξεχνάτε ότι δεν ήταν και το πιο κυριλέ άθλημα, εκείνα τα χρόνια…), επιχειρεί να φτάσει στα σαλόνια, νικώντας τον θρύλο “Minnesota Fats”. Αυτή είναι η επιδίωξη και η κεντρική ιδέα, γιατί πάνω της χτίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων. Ο πρωταγωνιστής θα βιώσει τα περισσότερα, από την πλούσια τους γκάμα. Απογοήτευση, ενθουσιασμό, χαρά, θλίψη, ευτυχία, απόγνωση και πολλά ακόμη. Τα στοιχήματα πάνε κι έρχονται, πολλαπλασιάζονται όπως και οι θεατές που περιτριγυρίζουν τους δύο μονομάχους, οι στέκες χτυπάνε δεξιοτεχνικά τις μπάλες και τα χειροκροτήματα διαδέχεται η σιγή… Ένταση και ταχύτητα. Φοβερός ο ρυθμός του φιλμ, που δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Ο Rossen παρ` όλα αυτά, δεν το φιλμάρισε με σκοπό την δράση μονάχα, Θέλησε να περάσει κι άλλα, για όλο αυτό τον κόσμο και το κατάφερε.

Ο Paul Newman ήταν ήδη μεγάλος σταρ, με σπουδαίες ερμηνείες στο ενεργητικό του, σε δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους (κυρίως σε θεατρικές μεταφορές στον κινηματογράφο). Είναι και εδώ έξοχος και δικαίως απορεί με την Ακαδημία, την βραδιά της απονομής των βραβείων Όσκαρ, εκείνης της χρονιάς. Και δεν ήταν ο μόνος που απόρησε… Η ταινία πήρε 9 υποψηφιότητες, αλλά κανένα βραβείο… Μέσα στις υποψηφιότητες, ήταν για Α` & Β` ανδρικού ρόλου, σεναρίου και σκηνοθεσίας. Είχε πολύ καλό μοντάζ από τον Dede Allen, πανέμορφη φωτογραφία από τον Eugen Schufftan, που επέλεξε με μοναδικό τρόπο τα πλάνα στα χτυπήματα και όχι μόνον, αλλά και ιδανική μουσική επένδυση από τον Kenyon Hopkins. Μαζί με τον Paul Newman, έχουμε ακόμη στο καστ τους Jackie Gleason (ο μεγάλος του αντίπαλος), Piper Laurie (το αίσθημα), και τον George C. Scott, που κάνει μια από τις καλύτερες του ερμηνείες, σε μια γεμάτη καριέρα! Για μένα ο Scott, κλέβει την παράσταση. Είναι απίθανος! 

Η 20th Century Fox φοβήθηκε την διάρκεια της ταινίας, αλλά πόνταρε πάνω της. 134 λεπτά διάρκειας, ήταν ….μακριά από μένα, για τα Αμερικάνικα στούντιο της εποχής! Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Με πάνω από 90 λεπτά, …μμ… έπαιζες κορώνα – γράμματα, γιατί οι θεατές μπορεί να άρχιζαν τα χασμουρητά. Εκτός, κι αν είχες ένα τρόπο να τους κρατήσεις τσιτωμένους στις καρέκλες. Ο Rossen είχε το ρυθμό για σύμμαχο και αποδείχτηκε πολύτιμος. Η αλήθεια είναι, ότι τα 2 εκατομμύρια που κόστισε η ταινία, δεν ήταν και λίγα. Τα έβγαλε βέβαια, αλλά το ρίσκο ήταν μεγάλο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους και να είμαστε δίκαιοι και με τα στούντιο. Στα παραλειπόμενα, να αναφερθεί ότι το σενάριο το γυρόφερνε ο Frank Sinatra, αλλά τελικά δεν δοκίμασε την τύχη του να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Ο Newman τώρα, δεν είπε το ναι με την πρώτη, αφού είχε και τα γυρίσματα του Two for the Seesaw, με παρτενέρ την Elizabeth Taylor. Όμως μια σειρά γεγονότων, έφερε τελικά τον δημοφιλή πρωταγωνιστή στον βασικό ρόλο. Αρχικά η Taylor ακύρωσε τα γυρίσματα του Two for the Seesaw, γιατί επέλεξε την Cleopatra! Έτσι ο Newman έμεινε με αρκετό ελεύθερο χρόνο! Απ` την άλλη, ο τραγουδιστής Bobby Darin, που ήταν η δεύτερη επιλογή του σκηνοθέτη για τον ρόλο, είχε κάποιους ενδοιασμούς. Εκεί λοιπόν, πετάχτηκε η φάτσα του Newman, που με ένα πλατύ χαμόγελο είπε «ναι» και ο “Fast Eddie” πέρασε στην αιωνιότητα!


  

The Guns of Navarone 1961

 The Guns of Navarone 1961

Τα Κανόνια του Ναβαρόνε


Σκηνοθεσία: J. Lee Thompson

Σενάριο: Alistair MacLean, Carl Foreman

Είδος: Action, Adventure, Drama, War

Διάρκεια: 02:38

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gregory Peck: Capt. Keith Mallory

David Niven: Cpl. John Anthony Miller

Anthony Quinn: Col. Andrea Stavros

Stanley Baker: CPO 'Butcher' Brown

Anthony Quayle: Maj. Roy Franklin

 

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μία ομάδα συμμάχων καταδρομέων και Ελλήνων ανταρτών αναλαμβάνει να ανατινάξει τα δύο τεράστια κανόνια των Γερμανών που δεσπόζουν σε ένα μικρό νησί, εμποδίζοντας τις συμμαχικές δυνάμεις να απελευθερώσουν 2.000 εγκλωβισμένους Βρετανούς στρατιώτες.

Εκρηκτική περιπέτεια που, παρά τα χρόνια που κουβαλά στην... πλάτη της και τη σχετικά μεγάλη διάρκεια, καταφέρνει να συναρπάσει το σύγχρονο θεατή με τη δράση και το μυθικό πλέον καστ, το οποίο περιλαμβάνει πρωτοκλασάτους ηθοποιούς της δεκαετίας του ΄60. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο φανταστικό αιγαιοπελαγίτικο νησί Κέρος, έχουν παγιδευτεί δύο χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες. Η επιχείρηση διάσωσης είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς την πρόσβαση εμποδίζουν δύο τεράστια γερμανικά κανόνια. Έτσι, μια ομάδα Βρετανών, σε συνεργασία με Έλληνες της Αντίστασης, αναλαμβάνει να τα ανατινάξει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για το συμμαχικό στόλο. Η ταινία γυρίστηκε στη Ρόδο, δεν αποφεύγει το φολκλόρ ή κάποιες χολιγουντιανές συμβάσεις (οι Έλληνες μεταξύ τους μιλάνε αγγλικά) και βραβεύτηκε με Όσκαρ για τα όντως εντυπωσιακά για την εποχή ειδικά εφέ.


 

Judgment At Nuremberg 1961

Judgment At Nuremberg 1961

Τα Απόρρητα της Νυρεμβέργης

Σκηνοθεσία: Stanley Kramer

Σενάριο: Abby Mann, Montgomery Clift

Είδος: Drama, History

Διάρκεια: 03:06

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Spencer Tracy: Chief Judge Dan Haywood

Burt Lancaster: Dr. Ernst Janning

Richard Widmark: Col. Tad Lawson

Marlene Dietrich: Mrs. Bertholt

Maximilian Schell: Hans Rolfe 

Στη μεταπολεμική Νυρεμβέργη τέσσερις Γερμανοί κρατικοί λειτουργοί δικάζονται επειδή συνεργάστηκαν με τους ναζί. Ενώ η δίκη προχωρεί, η Ευρώπη οδεύει προς διαίρεση σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ.


 


Birth Certificate 1961

 

Birth Certificate 1961

Swiadectwo urodzenia

Πιστοποιητικό Γέννησης


Σκηνοθεσία: Stanislaw Rózewicz

Σενάριο: Stanislaw Rózewicz, Tadeusz Rózewicz

Είδος: Drama, War,

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Πολωνικά

Παίζουν:

Henryk Hryniewicz: Janek (segment Na drodze)

Beata Barszczewska: Mirka (segment Kropla krwi)

Andrzej Banaszewski: Heniek (segment List z obozu)

Edward Mincer: Zbyszek (segment List z obozu)

Wojciech Siemion: Józef (segment Na drodze)

 

Πρόκειται για μια ταινία που αποτελείται από τρεις ιστορίες. Και οι τρεις εξελίσσονται στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου, επίσης οι ήρωες τους είναι παιδιά. Αν και η κάθε ιστορία της ταινίας, είναι ξεχωριστή χωρίς καμία σύνδεση με την προηγούμενη, ωστόσο και οι τρεις καταγράφουν ένα συγκεκριμένο κρίσιμο σημείο, που πρόκειται να αλλάξει για πάντα τη ζωή των μικρών πρωταγωνιστών. Για τον καθένα ήρωα των τριών ιστοριών, αυτό το σημείο θα καθορίσει το πιστοποιητικό γέννησης τους ή αλλιώς το φύλλο πορείας που θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή τους!!!


 

The Children's Hour 1961

 

The Children's Hour 1961

Ψίθυροι


Σκηνοθεσία: William Wyler

Σενάριο: Lillian Hellman, John Michael Hayes

Είδος: Drama

Διάρκεια: 01:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Audrey Hepburn: Karen Wright

Shirley MacLaine: Martha Dobie

James Garner: Dr. Joe Cardin

Miriam Hopkins: Mrs. Lily Mortar

Fay Bainter: Mrs. Amelia Tilford

 

Η Μάρθα Ντόμπι (Σίρλεϋ ΜακΛέην) και η Κάρεν Ράιτ (Χέπμπορν), φίλες από την εφηβεία τους, είναι συνιδιοκτήτριες ενός σχολείου θηλέων. Η Κάρεν είναι αρραβωνιασμένη με το Τζο (Γκάρνερ), έναν νεαρό γιατρό. Όταν τα οικονομικά του σχολείου επιτέλους αρχίζουν να ανθίζουν, το ζευγάρι αποφασίζει να ορίσει ημερομηνία γάμου, γεγονός που κάνει τη Μάρθα να νιώσει ένα κέντρισμα ζήλιας.

Κάποιο κακομαθημένο κοριτσάκι του σχολείου, το οποίο θέλει να εκδικηθεί τις δασκάλες γιατί τιμωρήθηκε για κάποια σοβαρή αταξία, διαδίδει ένα βαρύ ψέμα, πως τάχα οι δύο γυναίκες διατηρούν μεταξύ τους κρυφό δεσμό. Οι φήμες μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, και σαν αποτέλεσμα το σχολείο χάνει την αξιοπιστία του, τα κορίτσια απομακρύνονται από τους γονείς τους και η επιχείρηση κλείνει. Επιπλέον ο Τζο, αρχίζει να αμφιβάλλει σχετικά με την πίστη της Κάρεν στο πρόσωπό του και την πραγματική σχέση της με τη Μάρθα.


 

Breakfast At Tiffany's 1961

Breakfast At Tiffany's 1961

Πρόγευμα στο Τίφαννις


Σκηνοθεσία: Blake Edwards

Σενάριο: Truman Capote, George Axelrod

Είδος: Comedy, Drama, Romance

Διάρκεια: 01:55

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Audrey Hepburn: Holly Golightly

George Peppard: Paul Varjak

Patricia Nea: 2E Failenson

Buddy Ebsen: Doc Golightly

Martin Balsam: O.J. Berman

 

Η Χόλι Γκολάιτλι, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, και συντηρείται από πλούσιους άντρες, ελπίζοντας ότι το πάρτι δεν θα τελειώσει ποτέ. Γνωρίζει έναν ταλαντούχο συγγραφέα, τον Πολ Βάρτζακ, και μια πλατωνική φιλία θα ξεκινήσει.. Ο τρόπος ζωής της, βοηθά τον Πολ να ξεφύγει από το συγγραφικό του μπλόκο και να δημιουργήσει ξανά.

Ευχάριστη ρομαντική κομεντί, από το ομώνυμο βιβλίο του Truman Capote, με ηρωίδα τη Χόλι Γκολάιτλι, ένα αγρίμι της αμερικανικής επαρχίας που έχει ασπαστεί τους ρυθμούς ζωής του Μανχάταν των ΄60s. Θα γνωριστεί με ένα νεαρό συγγραφέα, θα τον ερωτευτεί και θα έλθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της, στον οποίο έχει φορέσει ένα προσωπείο ανεμελιάς και αναλγησίας. Το παλιό δεν είναι απαραιτήτως καλό ή "κλασικό". Εδώ, όμως, έχουμε σε πρώτο πλάνο το έξυπνο μουτράκι της Χέπμπουρν και πίσω από την κάμερα έναν ακμαίο Έντουαρντς, που αφενός εμπλουτίζει την ιστορία με χιουμοριστικές πινελιές (η κωμική ρουτίνα με το Γιαπωνέζο ένοικο) και αφετέρου σκιαγραφεί θαυμάσια την τρέλα και το "δήθεν" που επικρατούσαν στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης μερικές δεκαετίες πριν. Το "Breakfast At Tiffany's" βραβεύτηκε με Όσκαρ Μουσικής και Τραγουδιού (Χένρι Μαντσίνι).


 

El Cid 1961

El Cid 1961

Με τον harlton Heston


Σκηνοθεσία: Anthony Mann

Σενάριο: Fredric M. Frank, Philip Yordan, Ben Barzman

Είδος: Biography, Drama, History, Romance, War,

Διάρκεια: 03:02

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Cid Rodrigo de Vivar

Sophia Loren: Jimena

Raf Vallone!: Count Ordóñez

Geneviève Page: Princess Urraca

John Fraser: Prince Alfonso

     Την δεκαετία του `60 το ιστορικό έπος φτάνει στην ακμή του. Οι παραγωγές είναι μεγαλοπρεπέστατες και πανάκριβες. Χρήμα σπαταλείται αφειδώς προκειμένου οι ταινίες να αναπαριστούν το δυνατόν πιστότερα την εποχή με την οποία καταπιάνονται. Τα γυρίσματα πραγματοποιούνται on location, χρησιμοποιούνται χιλιάδες κομπάρσοι, τα σκηνικά είναι άρτια, τα κοστούμια είναι πλούσια (σε μερικές περιπτώσεις είναι και αυθεντικά γι’ αυτό και συχνά οι ταινίες αυτές ονομάζονταν costume dramas) και οι καλλιτεχνικές διευθύνσεις πραγματοποιούν θαύματα. Το εικαστικό αποτέλεσμα είναι φαντασμαγορικό και καθηλώνει τους θεατές. Το ιστορικό περιεχόμενο των ταινιών αυτών είναι μια άλλη ιστορία. Πονεμένη κατά βάση. Αν όμως κανείς ξεκινήσει να την αναλύσει θα αναλωθεί στο να προσάπτει κατηγορίες στους δημιουργούς αυτών των ταινιών καθώς είναι βέβαιο ότι η ιστορική αλήθεια δεν υπήρξε ακριβώς προτεραιότητά τους. Η ιστορική πραγματικότητα τις περισσότερες φορές παραμερίστηκε, ποδοπατήθηκε για την ακρίβεια, μεμονωμένα γεγονότα χρησιμοποιήθηκαν, ιστορικές προσωπικότητες αλλοιωθήκαν προκειμένου να προσαρμοστούν στο προφίλ του απολυτου κινηματογραφικου ηρωα…Any way, μηπως η ποίηση ή η λογοτεχνία ή ακόμη και η ζωγραφική σεβάστηκαν απόλυτα την ιστορία;

Την δεκαετία του `60 όπως προανέφερα το είδος προωθείται και φτάνει στην ακμή του. Αύτη η τάση για μαζική παραγωγή ιστορικών ταινιών δεν είναι ανεξάρτητη από την σταδιακή, αλλά σαρωτική, εξάπλωση του φαινομένου της τηλεόρασης. Ο κινηματογράφος αρχίζει να απειλείται απο την είσοδο της μικρής οθόνης σε κάθε σπίτι και τα μεγάλα στούντιο ρίχνονται στη μάχη του με όσα όπλα διαθέτουν προκειμένου να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών για τα κινηματογραφικά προϊόντα. Και αυτές οι μεγάλες παραγωγές ήταν το κυρίως όπλο τους.

Το El Cid είναι ένα κινηματογραφικό έπος που γυρίστηκε στα πλαίσια αυτής της λογικής. Το πάθος του παράγωγου Samuel Bronston για τελειότητα και η γενναιοδωρία του σ’ ότι άφορα το budget είναι οι βασικοί λόγοι που η ταινία πιο εύκολα συνδέεται με τον παράγωγο της παρά με οποιονδήποτε άλλο συντελεστή. Η ταινία κόστισε πανάκριβα, κάπου 14 εκατομμύρια δολάρια (γυρω στα 150 εκ σημερινά) και ενδεικτικά θα έπρεπε να αναφερθεί ότι 150.000 δολάρια ξοδεύτηκαν σε αυθεντικά μεσαιωνικά αντικείμενα τέχνης ενώ 40.000 δολάρια κόστισαν τα κοσμήματα που στόλισαν την Sophia Loren. Φυσικά τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Ισπανία, σε φυσικούς κυρίως χώρους.

 Η υπόθεση άφορα έναν λαοφιλή Ισπανό ηρώα του μεσαίωνα τον Rodrigo Diaz de Bivar γνωστό και ως El Cid Campeador ο όποιος τα σκοτεινά εκείνα χρόνια φέρεται ότι ένωσε όλη την χριστιανική Ισπανία, που υπέφερε από εμφύλιες διαμάχες, εναντίον των Μαυριτανών. Η ταινία είναι μια ιστορία ηρωισμού και ανδρείας που συνδυάζεται φυσικά με ένα δυνατό ρομάντζο. Αυτό που έζησε ο ήρωας του Burgos με την σύζυγό του Chimene. Το σενάριο βασίστηκε εν πολλοίς σε επικές μπαλάντες του 1200 που εξιστορούσαν τον βίο του ήρωα αλλά και στο έργο του γάλλου δραματουργού Corneille, El Cid. Βέβαια η ταινία είναι πιο ακριβής χρονολογικά σε ότι άφορα τα γεγονότα από το θεατρικό έργο, όμως και αύτη απέχει από το να είναι μια αντικειμενική ιστορικά βιογραφία. Ο πραγματικός El Cid ήταν ένα κράμα ηρωισμού, ανδρείας και τυχοδιωκτισμού και τα κίνητρά του ιστορικού προσώπου παραμένουν ακόμη σκοτεινά.

Ο Anthony Mann με αυτό του το φιλμ εγκαινιάζει την τρίτη περίοδο της καριέρας του που περιλαμβάνει κυρίως δυο μεγάλα ιστορικά έπη (El Cid και The Fall of the Roman Empire). Έχει ήδη ολοκληρώσει με επιτυχία την θητεία του στο νουάρ και έχει γίνει πασίγνωστος για τα western του τα οποία θεωρούνται ορόσημο στην ιστορία του καθαρόαιμου αμερικανικού κινηματογραφικού είδους. Τον σκηνοθέτη χαρακτηρίζει μια εκπληκτική αίσθηση της σύνθεσης και μια μοναδική ικανότητα χρήσης του χώρου. Η κάμερά του κινείται γεμάτη χάρη και η φροντισμένη εξισορρόπηση των στοιχείων που συνθέτουν το εξωτερικό τοπίο με τα στοιχεία που αποτελούν την ψυχοσύνθεση των ηρώων του σχεδόν οδήγησε στο παρελθόν στη δημιουργία ενός καινούριου κινηματογραφικού είδους (western noir). Απέναντι στα λαμπρά και άρτια κινηματογραφημένα τόπια βρίσκονται χαρακτήρες απόκληροι με σκοτεινές διαθέσεις που η πάλη που συντελείται μέσα τους αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντας εξέλιξης της υπόθεσης. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο Anthony Mann είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης για να αποδώσει κινηματογραφικά τον El Cid αλλά και το πανόραμα της Ισπανίας. Η αλήθεια είναι ότι ενώ στο δεύτερο σκέλος και με την βοήθεια του Bob Krasker έχει κάνει εκπληκτική δουλειά, στο πρώτο σκέλος δεν τα κατάφερε εξίσου καλά. Το εσωτερικό μαρτύριο του ήρωα δεν αποδόθηκε σε καμιά περίπτωση ούτε με τον τρόπο ούτε με την ποιότητα που παρατηρούμε στο Winchester 73. Ίσως βέβαια και ο Charlton Heston να μην είναι James Stewart.

Ο El Cid είναι ένας ρόλος που σχεδόν δικαιωματικά ανήκει στον Charlton Heston. Είναι φανερό ότι ο ηθοποιός έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να δίνει υπόσταση σε ιστορικά πρόσωπα μεγάλου ιστορικού βεληνεκούς (Ben Hur, Moses) και αμφιλεγόμενου ηθικού περιεχομένου.

H ερμηνεία του είναι πραγματικά πολύ καλή χωρίς όμως να εξελίσσεται πέρα από τα αναμενόμενα. Δυστυχώς παραμένει λίγο ξύλινη. Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν άλλον ηθοποιό που να δείχνει τόσο ανδροπρεπής μέσα στις γούνες και τα στολίδια που επέβαλλαν τα κοστούμια της εποχής, ο Charlton Heston δεν μπόρεσε τελικά να εξωτερικεύει και να επικοινωνήσει στους θεατές τον εσωτερικό κόσμο του ηγέτη και τα αντικρουόμενα συναισθήματα του πολεμιστή που διαρκώς παλεύει ανάμεσα στο καθήκον του προς την πατρίδα και στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειΆ του και στην ίδια του την ζωή.

Ο ηθοποιός ξόδεψε όλη του την ενέργεια στην προσπάθεια να αναπαραστήσει το μεγαλείο του λαοπρόβλητου ήρωα παραμελώντας την ανθρωπινή πλευρά του, αυτήν που προκύπτει μέσα από το γεγονός ότι ήταν σύζυγος και πατέρας.

Η Sophia Loren ερμηνεύει την Chimene, άξια σύζυγο του El Cid. Πανέμορφη, λαμπερή μέσα στα κοστούμια που αναδείκνυαν την ομορφιά της, μια μεσογειακή οπτασία, καταφέρνει να προσδώσει προσωπικότητα στο δευτερεύον πρόσωπο της συζύγου του ήρωα που όμως αποτελεί ταυτόχρονα και τον γνώμονα της ηθικής του και –περιέργως σε μια εποχή μισογυνισμού- διαθέτει και μια μη αναμενόμενη εξουσία πάνω του. Γενναία και αγέρωχη όπως και ο άντρας της, είναι άξια αναφοράς, όπως άλλωστε και η ηθοποιός που την ενσάρκωσε καθώς κατάφερε να πραγματοποίηση αυτό που φαίνονταν προαιρετικό. Έδωσε στην ερμηνεία της βάθος κι έκταση. Είμαι σίγουρος ότι όλοι (συντελεστές και θεατές) θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι απλώς και μόνο με την φυσική, διακοσμητική της παρουσία. Έχετε ξαναδεί τέτοια ομορφιά;

«Σενάριο, ηθοποιία, εικόνες και μουσική όλα σε μια τέλεια αρμονία» γράφει ενας Βρετανός κριτικός κινηματογράφου για την επική ταινία που αγνοήθηκε από την Ακαδημία.

Ο Robert Krasker, γνωστός από το ατμοσφαιρικό και γεμάτο εξπρεσιονιστικά στοιχεία φωτογραφικό αποτέλεσμα του Τρίτου Ανθρώπου (που του χάρισε και το αντίστοιχο academy award) φέρει και εδώ την ευθύνη της εικαστικής πανδαισίας. Το ταλέντο του τον έχει ήδη καθιερώσει ως το κατεξοχήν ειδικό στα επικά έργα και το καταπληκτικά φωτογραφημένο El Cid μας απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η θητεία του διευθυντού φωτογραφίας με το χαρισματικό μάτι, στον Perinal τον είχε εφοδιάσει με την απαραίτητη ευαισθησία και ικανότητα να μην αρκείται στις λιγοστές απαιτήσεις του απλού θεάματος. Πολλές από τις εικόνες του φιλμ δίνουν την εντύπωση πίνακα ζωγραφικής και διαθέτουν την αντίστοιχη εξαιρετικά υψηλή ποιότητα.

Η μουσική του Miklos Rozsa βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις πανοραμικές εικόνες. Ο Rozsa που είχε κερδίσει ενα academy award για τον Ben Hur, με οδηγό τον Νομπελίστα ιστορικό Ramon Menendez Pidal, μυήθηκε στις μπαλάντες του 12 και 13 αι. που αποτέλεσαν και το βασικό σημείο εκκίνησης και αναφοράς της μουσικής του. Η μουσική «τυλίγει» γλυκά την ιστορία, συγκλονίζει με την απλότητά της και αγγίζει το ζενίθ της στη σκηνή που ο El Cid γνωρίζει για πρώτη φορά τα παιδιά του.

Η ταινία του Anthony Mann είναι μια από τις πιο λαμπρές του είδους που σεβόμενη τους θεατές της τους τα πρόσφερε όλα: μεγαλειώδεις σκηνές μάχης, δυνατές σκηνές αγάπης και πάθους, στιγμές προδοσίας και αφοσίωσης, καταπληκτικά τοπία, εξαιρετικό μακιγιάζ, πλούσια κοσμήματα, ένα συγκλονιστικό φινάλε και πανέμορφους πρωταγωνιστές.

Ο El Cid, όπως μας παραδίδεται από τις πήγες, ήταν ένας ήρωας που ανέκαθεν συγκινούσε τα πλήθη με την ανδρεία του, τις επιλογές του και κυρίως με τις ηγετικές του ικανότητες. Κάθε εποχή τιμά αυτές τις προσωπικότητες όπως μπορεί και με τα μέσα που διαθέτει. Η δική μας έχει το προνόμιο να μπορεί να δώσει ζωή σ’ αυτούς τους ήρωες έστω και για μόνο 2-3 ώρες, όσο διαρκεί μια ταινία. Δείτε την λοιπόν για όλους τους παραπάνω λογούς αλλα και για να εμπνευστείτε από έναν άνθρωπο που οι σύγχρονοί του αποκαλούσαν El Cid.

Α! Και για να συμπληρώσετε το παζλ της προσωπικότητας του ήρωα μπορείτε, αν θέλετε, να διαβάσετε το El Cid του Corneille η να ρίξετε μια ματιά στον πίνακα του Fragonard που εικονίζει τον El Cid με τον πατέρα του Don Diego.