Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1968. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1968. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2023

THE PARTY 1968

THE PARTY 1968

ΤΟ ΠΑΡΤΙ


Σκηνοθεσίαi: Blake Edwards

Σενάριο: Blake Edwards, Tom Waldman, Frank Waldman

Είδος: Comedy, Peter Sellers

Διάρκεια: 1h 39m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Peter Sellers: Hrundi V. Bakshi

Claudine Longet: Michele Monet

Natalia Borisova: Ballerina

Jean Carson: Nanny

Marge Champion: Rosalind Dunphy

Al Checco: Bernard Stein

Corinne Cole: Janice Kane

 Το πάρτι είναι μια αμερικανική κωμική ταινία του 1968 σε σκηνοθεσία του Μπλέικ Έντουαρντς, με πρωταγωνιστές τον Πίτερ Σέλερς και την Κλοντίν Λονζέ. Η ταινία έχει πολύ χαλαρή δομή και ουσιαστικά χρησιμεύει ως μια σειρά από αφορμές για να αναδειχθεί το αυτοσχεδιαστικό κωμικό ταλέντο του Σέλερς. Πρόκειται, εξάλλου, για την πρώτη ταινία που γύρισε ο δημοφιλής ηθοποιός στο Χόλιγουντ. Θέμα της ταινίας είναι ένας ηθοποιός από την Ινδία, ο Χρούντι Β. Μπάκσι (που ενσαρκώνεται από τον Σέλερς), ο οποίος προσκαλείται κατά λάθος σε ένα πολυτελές πάρτι στο Χόλιγουντ και "κάνει τρομερά λάθη αγνοώντας τους δυτικούς τρόπους".

Ο πρωταγωνιστής Χρούντι Μπάκσι επηρεάστηκε από δύο από προηγούμενους ρόλους του Σέλερς: τον Ινδό γιατρό Άχμεντ ελ Καμπίρ στην ταινία Η εκατομμυριούχος με τη Σοφία Λόρεν (1960) και τον επιθεωρητη Κλουζό στη σειρά ταινιών Ο Ροζ Πάνθηρας. Με τη σειρά του, ο Χρούντι Μπάκσι συνέχισε να έχει επιρροή, εμπνέοντας αρκετούς μεταγενέστερους δημοφιλείς ρόλους, όπως εκείνον του Mr. Bean από τον Ρόουαν Άτκινσον, τη δεκαετία του 1990.

Υπόθεση

Ένα κινηματογραφικό συνεργείο γυρίζει μια πολεμική ταινία εποχής τύπου Γκάνγκα ντιν. Ο άγνωστος Ινδός ηθοποιός Χρούντι Β. Μπάκσι (Σέλερς) παίζει μια σάλπιγκα, αλλά συνεχίζει να παίζει αφότου έχει δεχτεί επανειλημμένους πυροβολισμούς και αφότου ο σκηνοθέτης (Χερμπ Έλις) φωνάζει "στοπ". Ο Μπάκσι ανατινάζει κατά λάθος ένα τεράστιο σκηνικό-φρούριο, που ήταν παγιδευμένο με εκρηκτικά. Ο σκηνοθέτης απολύει αμέσως τον Μπάκσι και τηλεφωνεί στον επικεφαλής του στούντιο, στρατηγό Φρεντ Ρ. Κλάτερμπακ (Τζ. Έντουαρντ Μακίλνεϊ). Ο Κλάτερμπακ γράφει το όνομα του Μπάκσι για να τον βάλει σε μαύρη λίστα, αλλά το σημειώνει άθελά του στη λίστα προσκεκλημένων του επερχόμενου πάρτι του.

Ο Μπάκσι λαμβάνει την πρόσκλησή του και πηγαίνει στο πάρτι, αλλά μόλις παρκάρει το αυτοκίνητό του, πατάει σε λάσπες. Προσπαθεί να ξεπλύνει τις λάσπες από το παπούτσι του σε ένα εσωτερικό σιντριβάνι του σπιτιού, αλλά χάνει το παπούτσι του. Μετά από πολλές αποτυχίες, ξαναβρίσκει το παπούτσι του που του σερβίρεται πάνω σε ασημένια πιατέλα από έναν σερβιτόρο.

Ο Μπάκσι έχει αμήχανες στιχομυθίες με όλους τους άλλους προσκεκλημένους, συμπεριλαμβανομένου του σκύλου, του Κούκι. Γνωρίζει τον διάσημο ηθοποιό ταινιών γουέστερν "Γουαϊόμινγκ Μπιλ" Κέλσο (Ντένι Μίλερ), ο οποίος του δίνει αυτόγραφο. Ο Μπάκσι αργότερα πετυχαίνει κατά λάθος τον Κέλσο με ένα βελάκι-βεντούζα στο μέτωπο, αλλά ο Κέλσο δεν βλέπει ποιος το έκανε. Ο Μπάκσι ταΐζει ένα εξωτικό πουλί στο κλουβί του από ένα δοχείο που γράφει "Μαμ πουλιού" και ρίχνει το φαγητό στο πάτωμα. Σε διάφορες στιγμές κατά τη διάρκεια της ταινίας, ο Μπάκσι ενεργοποιεί έναν ηλεκτρονικό πίνακα που ελέγχει την ενδοεπικοινωνία, ένα αντίγραφο του διάσημου αγάλματος Μάνεκεν Πις (που βρέχει με νερό έναν επισκέπτη) και ένα κυλιόμενο μπαρ (ενώ ο Κλάτερμπακ κάθεται στη μπάρα). Αφού ο Κέλσο σφίξει το χέρι του Μπάκσι ο οποίος πονάει από τη χειραψία («Θα είχα απογοητευτεί αν δεν μου έσπαγες το χέρι»), ο Μπάκσι βάζει το χέρι του σε ένα μπολ με θρυμματισμένο πάγο που περιέχει χαβιάρι. Περιμένοντας έξω από την τουαλέτα για να πλυθεί, συναντά την επίδοξη ηθοποιό Μισέλ Μονέ (Κλοντίν Λονζέ), η οποία έχει έρθει με τον παραγωγό Σι Ες Ντίβοτ (Γκάβιν Μακλίοντ). Ο Μπάκσι σφίγγει το χέρι του Ντίβοτ και στη συνέχεια ο Ντίβοτ κάνει χειραψίες με άλλους καλεσμένους, περνώντας τη μυρωδιά του χαβιαριού και ξανασφίγγει το χέρι του Μπάκσι αφού έχει πλύνει το δικό του.

Στο δείπνο, το κάθισμα του Μπάκσι δίπλα στην πόρτα της κουζίνας πολύ χαμηλό και το πιγούνι του βρίσκεται κοντά στο τραπέζι. Ένας όλο και πιο μεθυσμένος σερβιτόρος, ο Λέβινσον (Στιβ Φράνκεν), προσπαθεί να σερβίρει και τσακώνεται με άλλα μέλη του προσωπικού. Αφού σερβίρεται το κυρίως πιάτο, το ψητό κοτόπουλο του Μπάκσι εκτοξεύεται από το πιρούνι του και μπλέκεται στην τιάρα μιας προσκεκλημένης. Ο Μπάκσι ζητά από τον Λέβινσον να την πιάσει, αλλά η περούκα της γυναίκας βγαίνει μαζί με την τιάρα της, χωρίς εκείνη να το καταλάβει. Ο Λέβινσον τελικά μαλώνει με έναν άλλο σερβιτόρο και το δείπνο διακόπτεται.

Ο Μπάκσι ζητά συγγνώμη από τους οικοδεσπότες του και μετά ψάχνει την τουαλέτα. Περιπλανιέται στο σπίτι ανοίγοντας πόρτες και βρίσκοντας μέλη του προσωπικού και καλεσμένους σε αμήχανες καταστάσεις. Καταλήγει στην πίσω αυλή, όπου κατά λάθος βάζει μπρος τους ψεκαστήρες. Με την επιμονή του Ντίβοτ, η Μονέ ερμηνεύει με μια κιθάρα το τραγούδι "Nothing to Lose" για να εντυπωσιάσει τους καλεσμένους. Ο Μπάκσι ανεβαίνει στον επάνω όροφο, όπου σώζει τη Μονέ από τις ανεπιθύμητες ερωτικές κινήσεις του Ντίβοτ, βγάζοντάς του το περουκίνι. Ο Μπάκσι τελικά βρίσκει μια τουαλέτα, αλλά σπάει τη λεκάνη, ρίχνει έναν πίνακα ζωγραφικής, ξετυλίζει παντού το χαρτί υγείας και πλημμυρίζει το μπάνιο. Για να μην τον ανακαλύψουν, ο Μπάκσι ανεβαίνει κρυφά στη στέγη και πέφτει στην πισίνα. Η Μονέ πηδάει για να τον σώσει και στη συνέχεια πίνει αλκοόλ για να ζεσταθεί. Στο μεταξύ, στο πάρτι φτάνει ένα ρωσικό χορευτικό σύνολο. Στον επάνω όροφο, ο Μπάκσι βρίσκει τη Μονέ να κλαίει και την παρηγορεί. Ο Ντίβοτ εισβάλλει στο δωμάτιο και απαιτεί από τη Μονέ να φύγει μαζί του. Εκείνη αρνείται και ο Ντίβοτ ακυρώνει την ακρόασή της για την επόμενη μέρα. Ο Μπάκσι την πείθει να μείνει και να περάσει καλά μαζί του. Επιστρέφουν έτσι στο πάρτι με δανεικά ρούχα. Το κέφι κορυφώνεται και ο Μπάκσι προσφέρεται να απομακρύνει το μπαρ για να κάνει χώρο για χορό, αλλά τελικά ανοίγει μια καταπακτή στο πάτωμα κάνοντας κάποιους να πέσουν στην πισίνα που βρίσκεται αποκάτω. Κάποια στιγμή καταφθάνει η κόρη του Κλάτερμπακ με φίλους και ένα μωρό ελέφαντα με το σύνθημα «Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΠΙΠΕΔΟΣ» στο μέτωπό του και άλλα χίπικα συνθήματα στο σώμα του. Ο Μπάκσι προσβάλλεται και τους ζητά να πλύνουν τον ελέφαντα. Όλο το σπίτι σύντομα γεμίζει σαπουνάδες.

    Επιστρέφοντας στο σπίτι του, ο Ντίβοτ συνειδητοποιεί ξαφνικά ότι ο Μπάκσι είναι ο απολυμένος ηθοποιός που ανατίναξε το σκηνικό και επιστρέφει στο πάρτι. Καθώς το συγκρότημα παίζει, ο Κλάτερμπακ προσπαθεί να σώσει τους πίνακές του. Ο κλιματισμός φυσάει παντού τις σαπουνάδες, καθώς οι καλεσμένοι χορεύουν στο άκουσμα ψυχεδελικής μουσικής, ενώ η ταραγμένη σύζυγος του Κλάτερμπακ πέφτει στην πισίνα τρεις φορές. Ο Ντίβοτ καταφθάνει μετά την αστυνομία και την πυροσβεστική. Ο Μπάκσι ζητάει συγνώμη για μια τελευταία φορά από τον Κλάτερμπακ καθώς ο Ντίβοτ αποκαλύπτει ποιος είναι ο Μπάκσι, αλλά ο Κλάτερμπακ, ακούγοντάς το, σφίγγει κατά λάθος τον λαιμό του αρχισερβιτόρου αντί για του Μπάκσι. Ο Κέλσο δίνει στον Μπάκσι ένα αυτόγραφο και ένα καουμπόικο καπέλο καθώς ο Μπάκσι και η Μονέ φεύγουν με το τρίτροχο αυτοκίνητο του Μπάκσι. Έξω από το διαμέρισμα της Μονέ, Μπάκσι της δίνει το καπέλο ως ενθύμιο και της λέει ότι μπορεί να έρθει να το πάρει οποιαδήποτε στιγμή. Ο Μπάκσι προτείνει να έρθει την επόμενη εβδομάδα και εκείνη συμφωνεί πρόθυμα. Ο Μπάκσι χαμογελά και απομακρύνεται ενώ η εξάτμιση του αυτοκινήτου του ακούγεται εκκωφαντικά. 

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Danger: Diabolik 1968

Danger: Diabolik 1968

Diabolik 


 Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Angela Giussani, Luciana Giussani, Dino Maiuri

Είδος: Action, Comedy, Crime, Mario Bava

Διάρκεια: 1h 45m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

John Phillip Law: Diabolik

Terry-Thomas: Minister of the Interior

Marisa Mell: Eva Kant

Michel Piccoli : Inspector Ginko

Adolfo Celi: Ralph Valmont

Claudio Gora: Police Chief

Mario Donen: Sergeant Danek

Eπιστροφή σε κλασικές αξίες με την απίθανη μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του ομώνυμου ιταλικού κόμικ από τον μαιτρ Mario Bava. Στο απόγειο των swingning 60s ο John Phillip Law ενσαρκώνει τον Diabolik, έναν πολύ large χαρακτήρα, που κινείται ανάμεσα σε Bond και Batman του Adam West. Ζει καταληστεύοντας τους πλούσιους στα χρήματα των οποίων κυριολεκτικά κυλιέται μαζί με τη συνεργό του Eva Kant (στο ρόλο η breathtaking αυστριακή ηθοποιός Merisa Mell).

Ήταν η μεγαλύτερη παραγωγή που σκηνοθέτησε ο Bava και της έδωσε να καταλάβει. Trademark στυλιζαρισμένη φωτογραφία, φουτουριστικά sets και ματ backgrounds κι ένα από τα καλύτερα soundtracks του Ennio Morricone αναπαράγουν πιστά την περιπετειώδη ζωή του χάρτινου ήρωα (by the way ο Diabolik θεωρείται η πρώτη μεταφορά κόμικ στον κινηματογράφο) και παράλληλα εισάγουν το θεατή σε μια φαντασμαγορική ψυχεδέλεια αντικατοπτρίζοντας το trend της εποχής.

Ο Law ήταν στα πάνω του εκείνη την περίοδο κι ο επόμενός του ρόλος ήταν πλάι στην Jane Fonda, στο Barbarella επίσης παραγωγή του De Laurentiis. Το σενάριο, βέβαια, εξυπηρετεί την δράση, αλλά αφήνει χώρο για κωμικές στιγμές που ταιριάζουν με το ολικό concept. Ηδονικό και χάρμα κινηματογραφικών οφθαλμών το Diabolik έχει μια διαχρονική επιρροή στην pop κουλτούρα. Ήταν η τελευταία ταινία του MST3K, την παρώδησαν οι Beastie Boys στο video του “Body Movin’” και το metal supergroup Fantomas την έκανε καριέρα. 

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2022

Histoires extraordinaires 1968

Histoires extraordinaires 1968

Ιστορίες Μυστηρίου

(Στον ίλιγγο της ακολασίας)


Σκηνοθεσία: Federico Fellini, Louis Malle, Roger Vadim

Σενάριο: Edgar Allan Poe, Roger Vadim, Pascal Cousin

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 60, Mystery

Διάρκεια: 2h 1m

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Brigitte Bardot: Giuseppina (segment "William Wilson")

Alain Delon: William Wilson (segment "William Wilson")

Jane Fonda: Contessa Frederique de Metzengerstein

Terence Stamp: Toby Dammit

James Robertson Justice: Countess' Advisor

Salvo Randone: Priest (segment "Toby Dammit")

Françoise Prévost: Friend of Countess (segment "Metzengerstein")

Peter Fonda: Baron Wilhelm Berlifitzing (segment "Metzengerstein")

 

Τρεις ιστορίες του Edgar Allan Poe στη μεγάλη οθόνη, από ισάριθμους σκηνοθέτες που μάλλον δεν θα περίμενες. Καθεμιά είναι γύρω στα 45 λεπτά και μόνο Poe δεν θυμίζουν. Έχει ενδιαφέρον, πάντως, το πώς μπορεί ένας σκηνοθέτης να παίξει με τη λογοτεχνία και να της αλλάξει τον αδόξαστο.

 

Metzengerstein, από τον Roger Vadim: μια καλή ιστορία του συγγραφέα, που μεταφέρεται σε μια πολύ βαρετή και άδεια εκδοχή, σαν βικτωριανό ρομάντζο. Προτείνεται να προσπεραστεί άφοβα.

William Wilson, από τον Louis Malles: ένα από τα καλύτερα διηγήματα του Αμερικανού, γύρω από την δυικότητα της ανθρώπινης υπόστασης και το μοτίβο του doppelganger. Ο σκηνοθέτης το χειρίζεται αξιοπρεπώς μεν, αλλά αφήνει πάρα πολύ ζουμί απ΄ έξω και απομονώνει περιστατικά, αλλάζοντας αποτυχημένα και το τέλος.

Toby Dammit, από τον Fellini: κι εδώ έχουμε κάτι που σηκώνει κουβέντα. Ένας σκηνοθέτης που μπορεί μεν να μην είναι από τους αγαπημένους μου, αλλά σίγουρα τον αναγνωρίζω ως μεγάλο και ιδιαίτερο, παίρνει μια από τις λιγότερο καλές ιστορίες ενός λατρεμένου συγγραφέα και βγάζει μια εξαιρετική ταινία. Το διήγημα είναι το "Never Bet the Devil your Head" και έχει υπότιτλο "Μια ιστορία με δίδαγμα", με ειρωνική διάθεση από τον συγγραφέα προς εκείνους που υποστήριζαν ότι κάθε έργο τέχνης πρέπει να έχει κι ένα επιμύθιο. Ο Φελίνι, τώρα, κρατώντας τα πολύ βασικά στοιχεία της πρόζας, τοποθετεί τον πρωταγωνιστή σε μια κατάσταση ασυδοσίας και αλλοτρίωσης, η οποία καταλήγει σε ένα ατμοσφαιρικό και αρκούντως ποεικό, πιστό στο κείμενο, φινάλε, που κλείνει εκπληκτικά το συνολικό φελινικό τοπίο. Μοιάζει λιγάκι απρόσμενο το πώς ένα τέτοιο φιλμάκι συνυπάρχει με δυο μετριότητες στην ίδια ανθολογία, κι όμως είναι ένα έργο του σκηνοθέτη που αναγνωρίζεται και ως χαμένο αριστούργημα.

       Ούτε Corman, ούτε Price, οι ταινίες αυτές είναι μια διαφορετική προσέγγιση στο έργο του μεγάλου συγγραφέα, που μόνο και μόνο για αυτό το λόγο αξίζει να τις δει κανείς. 

Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Night of the Living Dead 1968

Night of the Living Dead 1968

Η νύχτα των ζωντανών νεκρών


Σκηνοθεσία: George A. Romero

Σενάριο: John A. Russo, George A. Romero

Είδος: Horror ΔΕ 60, Thriller

Διάρκεια: 1h 36m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Duane Jones: Ben

Judith O'Dea: Barbra

Karl Hardman: Harry Cooper

Marilyn Eastman: Helen Cooper

Keith Wayne: Tom

Judith Ridley: Judy

 

Μία ομάδα αγνώστων θα ταμπουρωθεί σε παλιά αγροικία, σε μια προσπάθεια να ξεφύγει από τις ορδές των απέθαντων που λυμαίνονται τους δρόμους. Με τον κίνδυνο να καραδοκεί έξω από το σπίτι και με τις διαπροσωπικές κόντρες στο εσωτερικό να δυσχεραίνουν την ήδη τεταμένη κατάσταση, οι επιζήσαντες θα πρέπει τώρα να βρουν έναν τρόπο να γλιτώσουν πριν γίνουν το επόμενο γεύμα των αιμοδιψών ζόμπι.

Έτος 1968. Οκτώ χρόνια μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο, ένας νεαρός ονόματι Τζόρτζ Α. Ρομέρο θα γράψει και θα σκηνοθετήσει (αναλαμβάνοντας παράλληλα χρέη φωτογράφου, μοντέρ και παραγωγού) την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, ένα ανεξάρτητο φιλμ που έμελλε να γράψει κινηματογραφική και πολιτισμική ιστορία ως μία από τις πιο επιτυχημένες εισπρακτικά παραγωγές του ανεξάρτητου σινεμά, που έθεσε μια και καλή τα θεμέλια της σύγχρονης pop κουλτούρας σχετικά με τα ζόμπι, διατηρώντας μέχρι και σήμερα τα ηνία στο ευφάνταστο είδος του κινηματογραφικού – και όχι μόνο – τρόμου. Και ο τίτλος αυτής… «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών».

Η Μπάρμπρα και ο Τζόνι ταξιδεύουν μέχρι τη μακρινή Πενσιλβανία προκειμένου να επισκεφθούν τον τάφο του πατέρα τους. Εκεί θα έχουν μια τρομακτική συνάντηση με έναν άνδρα ο οποίος τους επιτίθεται εντελώς ξαφνικά, αναγκάζοντας την Μπάρμπρα να το βάλει στα πόδια. Η σωτηρία της βρίσκεται κάμποσα μέτρα παραπέρα, σε μια εγκαταλελειμμένη αγροτική κατοικία όπου θα γνωρίσει τον Μπεν, έναν άνδρα που με τη σειρά του έχει μόλις γλιτώσει από τις δολοφονικές επιθέσεις τυχαίων ατόμων που μοιάζουν να έχουν χάσει τα λογικά τους. Σε μια προσπάθεια να καταλάβουν τι συμβαίνει στον κόσμο εκεί έξω, η Μπάρμπρα και ο Μπεν θα συνειδητοποιήσουν πως δεν είναι οι μόνοι που έχουν καταφέρει να επιβιώσουν – μέχρι στιγμής – από την αιματηρή τρέλα που έχει κυριεύσει τον πληθυσμό, μετατρέποντας σχεδόν τους πάντες σε ανθρωποφάγα τέρατα. Για να ζήσουν τώρα θα πρέπει να κυριαρχήσει η λογική και η ψυχραιμία, πόσο εύκολο όμως είναι αυτό όταν οι δεκάδες νεκροί που πολιορκούν το σπίτι απαιτούν ζεστή σάρκα και αίμα;

Βλέποντας κανείς σήμερα την ταινία του Ρομέρο μπορεί εύκολα να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους το επακόλουθο cult status της και το τεράστιο fan base που απέκτησε προοδευτικά μέσα στα χρόνια, μοιάζουν να δικαιολογούν άψογα τη διαχρονικότητα της «απέθαντης» φιλοσοφίας και τη ριζοσπαστικότητα ενός ευφυούς κοινωνικοπολιτικού σχολίου δια χειρός του ίδιου του δημιουργού της. Η ιδέα της νεκροζώντανης οντότητας δεν αποτέλεσε σύλληψη του Ρομέρο, αλλά προϋπήρχε ως θεματική, ήδη από τη δεκαετία του ’30, τόσο στο σινεμά του φανταστικού (το «White Zombie» του Βίκτορ Χάλπεριν με πρωταγωνιστή τον Μπέλα Λουγκόζι αποτελεί ένα από τα πρώιμα παραδείγματα) όσο και στη λογοτεχνία του τρόμου, με τον «Ζωντανό Θρύλο» του Ρίτσαρντ Μάθεσον να αποτελεί και μία από τις βασικές πηγές έμπνευσης της «Νύχτας» του Ρομέρο. Εντούτοις, η ουσιαστική διαφοροποίηση στη σεναριακή προσέγγιση εδώ έγκειται στο γεγονός πως ο Ρομέρο επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη δική του εκδοχή των πεινασμένων απέθαντων (η λέξη «ζόμπι» δεν ακούγεται ποτέ στην ταινία) προκειμένου να καταδείξει, μεταξύ άλλων, το φαινόμενο του υπερκαταναλωτισμού στην Αμερική, μια κατάσταση που κατά την περίοδο της δεκαετίας του ’50 και των αρχών του ’60 έφτασε σε δυσθεώρητα ύψη. Αυτή η μεταφορική κατάδειξη της διάθεσης του μέσου Αμερικανού για «εγχώριο αυτο-κανιβαλισμό» υπό τη μορφή του υλικού «φαγώματος» έγινε ακόμα πιο ευδιάκριτη δέκα χρόνια αργότερα, όταν ο Ρομέρο επέστρεψε με το sequel «Το Ξύπνημα των Νεκρών», αυτή τη φορά μεταφέροντας το πεδίο δράσης των ηρώων του από το παρατημένο αγρόκτημα σε ένα έρημο εμπορικό κέντρο.

Δεδομένων των φυλετικών αναταραχών που κυριαρχούσαν εκείνη την εποχή στην Αμερική, με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ (η ταινία κυκλοφόρησε λίγο καιρό μετά τον θάνατό του), η αντισυμβατική επιλογή του Ρομέρο για έναν μαύρο πρωταγωνιστή είχε θεωρηθεί από πολλούς ως στοχευμένη κίνηση, παρά το γεγονός πως ο ίδιος είχε παραδεχθεί ότι ο Ντουέιν Τζόουνς είχε απλώς την καλύτερη audition. Ακόμα και έτσι, πάντως, η διάθεση για έναν ευρύτερο κοινωνικοπολιτικό σχολιασμό είναι εμφανής, ιδιαίτερα σε συνάρτηση με το τέλος της ταινίας, το οποίο αφήνεται (κατά κάποιον τρόπο) ανοιχτό σε ερμηνείες τόσο σεναρίου όσο και… χρώματος. Πέρα και πάνω από την υποδειγματική συμβολική αναπαράσταση μιας ζοφερής πραγματικότητας (κι ενός ακόμη ζοφερότερου μέλλοντος), ο Ρομέρο υπογράφει εδώ μαζί με τον συν-σεναριογράφο του, Τζον Α. Ρούσο, μία υποδειγματική ιστορία, συστήνοντας έναν από τους πιο ορθολογιστές ήρωες στο σινεμά του τρόμου, μία συνθήκη διόλου απλή μιας που οι χαρακτήρες τού εν λόγω είδους έχουν διαρκώς μια τάση (ας πούμε) προς το ανόητο και την υπερβολή. Εδώ, ο Τζόουνς υποδύεται με κοφτερή ακρίβεια έναν άνδρα που έχει τον έλεγχο της κατάστασης και αξιοποιεί τα πάντα γύρω του προκειμένου να επιτύχει τον σκοπό του: να παραμείνει ζωντανός. Βλέποντας την ταινία σήμερα, γίνεται ακόμη πιο αντιληπτό το τεράστιο επίτευγμα του Ρομέρο σε επίπεδο σκηνοθεσίας και παραγωγής, ιδιαίτερα όταν ξεκινούν οι συγκρίσεις με τη «fast-food» βιομηχανία των ταινιών ζόμπι που μοιάζει να έχει ξεχάσει ότι ο πραγματικός τρόμος δεν βρίσκεται στο αίμα και το gore, αλλά στην ύστατη συνειδητοποίηση ότι το μοναδικό πράγμα που απομένει να καταναλώσουμε πια είναι οι ίδιοι μας οι εαυτοί. 

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2022

Targets 1968

 

Targets 1968

Ο 13ος Στόχος


Σκηνοθεσία: Peter Bogdanovich

Σενάριο: Peter Bogdanovich, Polly Platt, Samuel Fulle

Είδος: Boris Karlof - Bela Lougosi, Crime. Drama, Thriller

Διάρκεια: 1h 30m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Tim O'Kelly: Bobby Thompson

Boris Karloff: Byron Orlok

Arthur Peterson: Ed Loughlin

Monte Landis : Marshall Smith

Nancy Hsueh: Jenny

Peter Bogdanovich: Sammy Michaels

 

Δύο διαφορετικοί άνθρωποι συναντιούνται με τη συνείδησή τους σε μία αμοιβαία καθοριστική στιγμή. Ο Μπόμπι Τόμσον βρίσκει ιδιαίτερα ενδιαφέρον το ταλέντο του να στοχεύει με καραμπίνα, και ξεκινά να πυροβολεί ανθρώπους ασυνείδητα προσπαθώντας να βελτιωθεί ακόμη περισσότερο και με αυτό τον τρόπο να δώσει νόημα στη ζωή του. Ο Μπάιρον Όρλοκ είναι ένας γερασμένος ηθοποιός κλασικών ταινιών τρόμου ο οποίος δυσκολεύεται να πειστεί ότι μπορεί ακόμη να προσφέρει τις κλασικές του ανατριχίλες και έχει βαλτώσει στην πεποίθηση ότι πλέον είναι δεινόσαυρος. Η ταινία προχωρά ως το σημείο που οι δύο ήρωες βγαίνουν από τον εαυτό τους και τον παρατηρούν από το βλέμμα των άλλων, εκεί όπου κατοικεί ένα πιο αντικειμενικό βλέμμα από τη δικό τους περιορισμένο και αυτοαναφορικό. Η ανάγκη για επιβεβαίωση διασταυρώνει τους δύο, όχι από την αρχή, αλλά σταδιακά στο νου του θεατή, και την κατάλληλη στιγμή στην πλοκή της ταινίας.

Οι αντίθεση του κανονικού παρουσιαστικού του Μπόμπι Τόμσον με τον κατά βάθος γλυκύτατο, αλλά τρομαχτικό Όρλοκ είναι εμφανής. Η ταινία εξετάζει τη φύση του τρόμου από ποικίλες πλευρές. Ένας άνθρωπος που σε τρομάζει αλλά σε αγαπά διαφέρει τα μέγιστα από κάποιον που μοιάζει άκακος και έχει στόχο να σε σκοτώσει. Σε μία χιουμοριστική σκηνή αυτογνωσίας, ο Όρλοκ βλέπει τον εαυτό του με το αποκρουστικό παρουσιαστικό στον καθρέφτη και τρομάζει, ενώ ο ελεύθερος σκοπευτής δεν έχει καν επίγνωση του ποιος είναι, κοιτιέται στον καθρέφτη και χαίρεται με αυτό που βλέπει.

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

Rosemary's Baby 1968

Rosemary's Baby 1968

ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ ΡΟΖΜΑΡΙ


Σκηνοθεσία: Roman Polanski

Σενάριο: Ira Levin, Roman Polanski

Είδος: Drama, Mystery, Roman Polanski, Thriller

Διάρκεια: 02:16

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Mia Farrow: Rosemary

John Cassavetes: Guy Woodhouse

Ruth Gordon: Minnie Castevet

Sidney Blackmer: Roman Castevet

Maurice Evans: Hutch

 

Από τις καλύτερες ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Το μυστικό της ανατριχιαστικής πειστικότητας της ταινίας είναι η ατμόσφαιρα αμεσότητας που καταφέρνει να αναπτύξει και το διφορούμενο της πλοκής, (η ηρωίδα φαντάζεται τα γεγονότα ή όντως είναι πραγματικά;). Ο τρόμος δεν εμφανίζεται σε κάποια ερημιά, ή σε κάποιο στοιχειωμένο πύργο, αλλά στην καρδιά της θεωρούμενης ως πιο πολιτισμένης πόλης του κόσμου, τη Νέα Υόρκη.

Η ιστορία της ανύποπτης μέλλουσας μητέρας, που οδηγείται από το σύζυγό της και μια ομάδα σατανιστών στη γέννηση του Αντίχριστου, μοιάζει με μια τεράστια, κλειστοφοβική φιλμική παγίδα, ικανή να γεμίσει άγχος και το σημερινό θεατή. Πίσω από την ιστορία, σ' ένα δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης, μπορείτε να δείτε την ηλίθια υποταγή του σύγχρονου κόσμου στο κυνήγι της δύναμης. Οι ερμηνείες, τα σκηνικά και η σκηνοθεσία, είναι εκπληκτικά.

 


  

Σάββατο 10 Ιουλίου 2021

Skammen 1968

Skammen 1968

Η Ντροπή

  


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: Drama, INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 01:15

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Liv Ullmann: Eva Rosenberg

Max von Sydow: Jan Rosenberg, Evas man

Sigge Fürst: Filip, gerillaledare

Gunnar Björnstrand: överste Jacobi, borgmästare

Birgitta Valberg: fru Jacobi

Hans Alfredson: Fredrik Lobelius, antikhandl

 

Σε ένα απομονωμένο νησί, αρκετά μακριά από τον εμφύλιο πόλεμο που έχει ξεσπάσει, ο Γιαν και η Εύα αποσύρονται στο δικό τους καταφύγιο: μία μικρή αγροτική φάρμα. Όμως, η ατάραχη ζωή τους συγκλονίζεται όταν στρατιώτες εισβάλλουν στο σπίτι τους. Τώρα, στο μέσο μιας βάρβαρης κι απάνθρωπης σύγκρουσης, ο Γιαν και η Εύα προσπαθούν να επιβιώσουν έχοντας στο μυαλό τους μονάχα ένα πράγμα: να αντέξουν.

H Ντροπή θα μπορούσε να είναι το κρυφό αριστούργημα του Μπέργκμαν. Γυρίστηκε την ίδια χρονιά με την ταινία "Η ώρα του λύκου" -The hour of the wolf- το 1968, και αμέσως μετά από μια σειρά κορυφαίων ταινιών του Σουηδού σκηνοθέτη, όπως την Τριλογία της Σιωπής Μέσα από τον σπασμένο καθρέφτη (1961), Οι Κοινωνούντες (1962), Η Σιωπή (1963)), και την Περσόνα (1966), ολοκληρώνοντας έτσι μια εκπληκτική δεκαετία δημιουργίας για τον ίδιο.

Ο Μπέργκμαν είχε κατηγορηθεί για την ολοκληρωτική απουσία κάθε είδους πολιτικής διάστασης στις ταινίες του. Ενδιαφερόταν για την υπαρξιακή διάσταση των ανθρώπινων σχέσεων, την φιλοσοφική διάσταση της ύπαρξης ή μη του Θεού, και βεβαίως για την ψυχολογική δοκιμασία του κάθε ανθρώπου να δει ποιός πραγματικά είναι και μέχρι πού είναι ικανός να φτάσει. Η Ντροπή είναι μια σπουδή της ανθρώπινης συμπεριφοράς σε περίοδο πολέμου (εδώ το ιστορικό πλαίσιο είναι ο Δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος) και αποτελεί αναμφισβήτητα την πιο πολιτική ταινία του Μπέργκμαν.

Ξεκινώντας από την πρώτη φάση, την άρνηση, οι δύο πρωταγωνιστές συνεχίζουν τη ζωή τους στην ύπαιθρο, στην μικρή αγροικία όπου καλλιεργούν και πουλούν φυτά, λουλούδια και φρούτα. Αδιαφορούν για τον πόλεμο και δεν έχουν καμία επαφή με τον έξω κόσμο. Στην δεύτερη φάση, όταν τα αεροπλάνα πετούν πάνω από το κεφάλι τους και οι βόμβες πέφτουν λίγα χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι τους, προσπαθούν να μείνουν αμέτοχοι και να προστατευτούν, κρυμμένοι πίσω από την ανωνυμία τους.

Στην τρίτη φάση, οι Γερμανοί στρατιώτες έχουν φτάσει στο σπίτι τους κι εκεί πλέον θα πρέπει να πάρουν θέση. Ο φόβος τους θα τους οδηγήσει σε μια λίγο πολύ ουδέτερη στάση, θα δηλώσουν ότι δεν έχουν πολιτικές πεποιθήσεις και αργότερα θα κατηγορηθούν από τους δικούς τους ανθρώπους (τους Σουηδούς αντιστασιακούς) για συνεργασία με τον εχθρό.

Η τέταρτη φάση θα είναι αποκαλυπτική: οι δύο πρωταγωνιστές καλούνται να επιβιώσουν με κάθε τρόπο. Ο άντρας (Μαξ φον Σίντοου) θα κυριευτεί από τον φόβο και θα γίνει επιθετικός, διατεθειμένος να προδώσει τους φίλους του, να σκοτώσει και να πατήσει επί πτωμάτων για να επιβιώσει. Η γυναίκα (Λιβ Ούλμαν) θα μείνει πιο κοντά στις ανθρωπιστικές αξίες της, δείχνοντας συμπόνια και κατανόηση, την ίδια στιγμή βέβαια που ακολουθεί τον σύζυγό της σε κάθε του βήμα, αφού και οι δύο αναζητούν έναν τρόπο να φύγουν (μέσω θαλάσσης) όσο πιο μακριά μπορούν από το μέτωπο του πολέμου.

Η Ντροπή, όπως είπαμε και πριν, είναι μεν μια πολιτική ταινία, αλλά γυρισμένη με τον τρόπο ενός αμιγώς φιλοσοφικού σκηνοθέτη όπως ο Μπέργκμαν. Αυτό σημαίνει ότι, παρόλο που το θέμα της ταινίας συνδέεται άμεσα με ένα ιστορικό γεγονός που άλλαξε τον κόσμο και διερευνά τις πολιτικές επιπτώσεις του στους ανθρώπους, εντούτοις ο Μπέργκμαν δεν μένει στην πολιτική επιφάνεια των πραγμάτων, αλλά καταδύεται (όπως κάνει πάντα) στο κρίσιμο βάθος της ίδιας της ύπαρξης των ηρώων του, εκεί δηλαδή όπου τελικά παίρνονται οι πιο ριζικές αποφάσεις και καθορίζονται οι αποφασιστικές πράξεις και συμπεριφορές των ανθρώπων.

Ο Μπέργκμαν βλέπει τους χαρακτήρες του σε κοντινά πλανά, βυθίζεται στον ψυχισμό τους, αποκαλύπτει τους φόβους και τις ελπίδες του ζευγαριού. Έπειτα τους ακολουθεί (με κάμερα που κινείται μέσα στο πλήθος, μια ασυνήθιστη καινοτομία για τον Μπέργκμαν) καθώς συλλαμβάνονται, ανακρίνονται, γίνονται θύματα βίας και τελικά απελευθερώνονται.

Τέλος, στη μεγαλειώδη τελευταία σκηνή, θα μας δώσει οπτικά (μόνο με τις εικόνες και το μοντάζ, σε μια απολύτως σιωπηλή σκηνή) μια συγκλονιστική πολιτική-υπαρξιακή δήλωση: την σπαρακτική κατάληξη του ζευγαριού (που ήθελε να παραμείνει ανώνυμο μακριά από τον πόλεμο) που θα ξεψυχήσει ανάμεσα στους επίσης ανώνυμους επιβάτες μια μικρής βάρκας, χαμένοι στη μέση της θάλασσας.

Θα δούμε μια εναλλαγή ανάμεσα i) σε πολύ κοντινά πλάνα στα πρόσωπα των επιβατών και ii) σε πολύ μακρινά πλάνα της βάρκας που πλέει χωρίς καπετάνιο, ανάμεσα σε πτώματα στρατιωτών που επιπλέουν γύρω της. Κάθε κοντινό πλάνο σβήνει στο μαύρο χρώμα (Fade out) και κάθε μακρινό πλάνο ξεκινά με την κάμερα στραμμένη στον ουρανό -με το δυνατό φως να μας τυφλώνει- και έπειτα κατεβαίνει αργά προς την θάλασσα για να εντοπίσει την βάρκα-νεκροφόρα με τους ήδη καταδικασμένους σε θάνατο επιβάτες.

Ανάμεσα στα δυο πλάνα υπάρχει μια μικρή παύση (σε μαύρο φόντο) που μας κάνει να σκεφτούμε κάθε φορά αν η ταινία τελειώνει εκεί ή έχει και παραπέρα (παρατείνοντας έτσι την αγωνίας μας). Την ίδια στιγμή αυτή η παύση δίνει χρόνο στα μάτια μας να συνηθίσουν το σκοτάδι του μαύρου φόντου, για να τυφλωθούν αμέσως μετά με την έναρξη του μακρινού πλάνου και την κάμερα που είναι στραμμένη απευθείας στο δυνατό φως του ουρανού.

Η πολιτική επιλογή, η φιλοσοφική πεποίθηση και στάση, οι ανθρώπινες σχέσεις, η υπαρξιακή ένταση και δοκιμασία του καθενός από εμάς, όλα είναι τελικά μια μάχη ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Η μάχη δεν είναι ντροπή. Ντροπή είναι μονάχα να παραδίδεσαι στο σκοτάδι τόσο εύκολα, ενόσω είσαι ακόμα ζωντανός, ενόσω κινείσαι και αναπνέεις εκτεθειμένος στο φως αυτού του κόσμου.


Hour Of The Wolf 1968

Hour Of The Wolf 1968

Η ΩΡΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Ingmar Bergman

Είδος: INGMAR BERGMAN

Διάρκεια: 01:30

Γλώσσα: Swedish

Παίζουν:

Max Von Sydow: Johan Borg

Liv Ullmann: Alma Borg

Gertrud Fridh: Corinne von Merkens

Georg Rydeberg: Lindhorst

Erland Josephson: Baron von Merkens

 

Λένε πως την Ώρα του Λύκου οι άνθρωποι είτε γεννιούνται είτε πεθαίνουν///Τίποτε άλλο δεν δύναται να συμβεί μέσα σε κείνο το απειροελάχιστο κομματάκι χρόνου///Όσοι προλάβουν και βαφτίσουν τους δαίμονές τους με πιο βολικά ονόματα -Η γυναίκα με το καπέλο, ο Άνθρωπος πουλί- λίγο πριν το χάραμα βλέπουν τα μυθικά ονόματα της τρέλας τους χαραγμένα στο υγρό ταβάνι///Οι επιγραφές της νύχτας διώχνουν από τις γωνίες τα ασημένια χερουβείμ ενός περαστικού ονείρου και καταλαμβάνουν το δωμάτιο με την απαίσια μυρωδιά τους///Ο Λύκος θέλει την ώρα του για να αναστηθεί κι οι άνθρωποι που τη βεβηλώνουν κρατώντας τα μάτια ανοιχτά όσο εκείνη βασιλεύει υπογράφουν σιωπηρές συμφωνίες με τους αόρατους δαίμονες προσφέροντάς τους αιώνια πίστη και υποταγή///Ακόμα κι αν δεν το κατάλαβαν ποτέ, δεν έχει σημασία///Είναι αξιοπερίεργο πόσο γρήγορα οι άνθρωποι του φωτός εξοικειώνονται με το σκοτάδι///Τα όποια αντισώματα διαθέτουν στα κουρασμένα τους σώματα για αντίσταση καίγονται στο κατώφλι, λίγο πριν την οριστική κάθοδο στο έρεβος του νου///Η φαντασία λένε πως είναι πιο άγρια απ’ την πραγματικότητα, την Ώρα του Λύκου όμως η ζωή κλέβει πάντοτε τα ηνία από την τέχνη///Την τσακίζει αθόρυβα, σαδιστικά, κάτω από τη φυσιολογικότητα μιας φρίκης που δεν περιγράφηκε ποτέ κι από κανέναν///Μελάνι και φωνή, ύλη και πνεύμα, αγγίζουν τα όριά τους στο λυκόφως και μετά αναχαιτίζονται από τα βέλη του επικρατούντος Δυνατού κυοφορώντας μυστικά το επείγον Αδύνατο///Προσοχή λοιπόν στις συνομιλίες με το σκοτάδι και το κενό///Καμιά φορά αιχμαλωτίζουν δια παντός, ρουφώντας τους άτυχους αφελείς σε ένα μαρτύριο δίχως τέλος και αρχή///Δίχως καν μια κάποια κατανοητή αιτία///Τα σέβη μου.

 




 


Shalako 1968

 Shalako 1968

Σαλάκο


Σκηνοθεσία: Edward Dmytryk

Σενάριο: Louis L'Amour, James Griffith, Hal Hopper,

Scot Finch, Clarke Reynolds

Είδος: WESTERN

Διάρκεια: 01:53

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Sean Connery: Shalako

Brigitte Bardot: Irina Lazaar

Stephen Boyd: Bosky Fulton

Jack Hawkins: Sir Charles Daggett

Peter van Eyck: Frederick Von Hallstatt

 

Ο σκληρός Σάλακο, είναι ένας μανιακός πιστολέρο που σώζει κι ερωτεύεται μια ωραία κόμισσα από επίθεση ινδιάνων Απάτσι. Όταν ανακαλύπτει ότι εκείνη είναι μέλος μιας κυνηγετικής ομάδας Ευρωπαίων που αρνείται την ασφαλή ζωή, θα πρέπει να βάλει τα δυνατά του για να πολεμήσει τους Απάτσι και να σώσει τη γυναίκα που αγαπά... ή να πεθάνει γι' αυτήν!


 

Once Upon A Time In The West 1968

Once Upon A Time In The West 1968

Κάποτε στη Δύση


Σκηνοθεσία: Sergio Leone

Σενάριο: Sergio Donati, Sergio Leone, Dario Argento,

Bernardo Bertolucci

Είδος: Drama, WESTERN

Διάρκεια: 02:45

Γλώσσα: Italian

Παίζουν:

Claudia Cardinale: Jill McBain

Henry Fonda: Frank

Jason Robards: Manuel 'Cheyenne' Gutiérrez

Charles Bronson: Harmonica

Gabriele Ferzetti: Morton - Railroad Baron

 

Μπορεί να είμαστε κολλημένοι με τους... καλούς, τους κακούς και τους άσχημους, αλλά ο Sergio Leone έδωσε την καλύτερη ταινία του —κατά γενική ομολογία— το 1969, κι αυτή φυσικά δεν είναι άλλη από το Κάποτε στη Δύση. Η παλιά άγρια Δύση συναντάει την οικονομική ανάπτυξη που φέρνει ο σιδηρόδρομος με κομβικό σημείο τη γη που ανήκει σε μια χήρα (Cardinale). Η μουσική του Ennio Morricone που χαρακτηρίζει όλες τις ταινίες του Leone βρίσκεται επίσης εδώ. Και ειδικότερα εδώ, ο κάθε χαρακτήρας έχει το δικό του μουσικό θέμα και όλη η ταινία θα λέγαμε ότι εξελίσσεται με βάση τη μουσική. Όλο το κινηματογραφικό σύμπαν του Leone βρίσκεται παρών: οι αδίστακτοι, λιγομίλητοι χαρακτήρες, τα πολύ έντονα κοντινά πλάνα όπου μόνο τα μάτια μιλάνε, οι παρατεταμένες σιωπές, οι περίτεχνες κινήσεις της κάμερας. Και για πρώτη ίσως φορά, βλέπουμε τον Fonda σε ρόλο κακού και τον Bronson στην καλύτερη ταινία της καριέρας του. Εξάλλου, δεν χρειάστηκε να μιλήσει πολύ! Μια φυσαρμόνικα ήταν αρκετή.

«Φαντάσου αυτό: Η κάμερα ζουμάρει από τη μέση και κάτω έναν άντρα που βγάζει το πιστόλι του και πυροβολεί ένα παιδί που τρέχει. Στη συνέχεια μετακινείται προς τα πάνω και κεντράρει στο πρόσωπό του: Είσαι εσύ.» Με αυτόν τον τρόπο πείστηκε ο αιώνιος κινηματογραφικά καλοκάγαθος Henry Fonda από τον Sergio Leone να αναλάβει τη θέση του John Wayne που είχε αρνηθεί το ρόλο στο Κάποτε στη Δύση, προκαλώντας την απορία ή ακόμη και το σοκ στους απροετοίμαστους θεατές της εποχής. Και αν τα κοντινά εκφραστικά πλάνα προσώπων ήταν εκείνα που είχαν αναδείξει το ταλέντο του σκηνοθέτη στις δύο προηγούμενες μεγάλες του επιτυχίες –Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος και Για μια χούφτα δολάρια-, στην πρώτη του μεγάλη παραγωγή ο Ιταλός σκηνοθέτης προσθέτει στο εικονολόγιό του λυρικά, ατμοσφαιρικά γενικά πλάνα δίνοντάς της την αίσθηση του επικού. Αργόσυρτοι ρυθμοί της κάμερας, μεγάλης διάρκειας σκηνές, μεγαλοπρεπή traveling, πληθώρα χαρακτήρων και ένα εξαιρετικό cast συμπληρώνουν κομμάτι-κομμάτι τη σύνθεση αυτού του επιθετικού προσδιορισμού. Η κινηματογραφική γραφή του Leone διακρίνεται –όπως και σε κάθε ταινία της φιλμογραφίας του- σε κάθε πλάνο, ορίζοντας εκείνον τον έντονα προσωπικό τρόπο απεικόνισης που τον έκανε αποδεκτό ακόμη και από τη μερίδα του κοινού που απεχθάνεται τα western. Τα western της παλιάς σχολής. Κι αυτό επειδή ο Leone κατόρθωσε να εισάγει στο είδος την προσωπική του αισθητική, σχηματοποιώντας τις ταινίες του με τη διατήρηση των επιρροών του στο παρασκήνιο -στη συγκεκριμένη περίπτωση διακριτικά ανάμεσα στο Rio Bravo και το Shane-, επιδεικνύοντας παράλληλα απεριόριστο σεβασμό στο είδος που υπηρετεί. Παρά την αργή ανάπτυξή του, το φιλμ δεν υστερεί σε δράση, πολύ περισσότερο δε σε κεντρικούς χαρακτήρες.

Έτσι έχουμε έναν παράλυτο μεγαλοεπιχειρηματία (Gabriele Ferzetti) που θέλει να περάσει γραμμές του τρένου που θα διασχίζουν τη δύση. Για την εκπλήρωση του στόχου του προσλαμβάνει έναν αδίστακτο δολοφόνο (Henry Fonda) να απομακρύνει από τη μέση έναν ξεροκέφαλο κτηματία (Frank Wolff) που του απαγορεύει τη διέλευση από την περιουσία του. Μια περιουσία που θα περάσει τελικά στα χέρια της γυναίκας του Jill (Claudia Cardinale), η οποία με τη σειρά της θα προσλάβει δύο πιστολέρο για προστασία (Jason Robards στο ρόλο του Cheyenne και Charles Bronson ως Harmonica). Τα κεντρικά στοιχεία από μόνα τους καταμαρτυρούν την βίαιη εξέλιξη της ιστορίας, που συχνά αγγίζει τα όρια της υπερβολής μα όχι και του γραφικού. Στη συγχώνευση σκληρότητας και λυρισμού συμβαδίζει απόλυτα η εξαιρετική μουσική επένδυση του Ennio Morricone -μόνιμου συνεργάτη του Leone- η οποία μάλιστα συχνά προϋπήρχε των κινηματογραφούμενων σκηνών, καθοδηγώντας ουσιαστικά τον σκηνοθέτη στον τρόπο καταγραφής τους. Απ’ όποια πλευρά και να την πιάσεις, η ταινία είναι ένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης και μια από τις καλύτερες ταινίες στο είδος της, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με άλλες δουλειές του ίδιου σκηνοθέτη. Ίσως η άποψη να αποκτά μεγαλύτερη αξία από τη στιγμή που προέρχεται από κάποιον που απεχθάνεται τα western όσο και τον αρακά. Και πιστέψτε με, δεν τρώω ποτέ αρακά…


  

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

l grande silenzio 1968

Il grande silenzio 1968

Ο εκδικητής του διαβόλου

  


Σκηνοθεσία: Sergio Corbucci

Σενάριο: Sergio Corbucci, Vittoriano Petrilli, Mario Amendola,

Bruno Corbucci, John Davis Hart

Είδος: Action, Drama, WESTERN

Διάρκεια: 01:45

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jean-Louis Trintignant: Gordon

Klaus Kinski: Tigrero

Frank Wolff: Sheriff Gideon Burnett

Luigi Pistilli: Henry Pollicut

Mario Brega: Martin

 

Στα χιονισμένα βουνά της Ούτα το 1888, η Κυβέρνηση αμείβει αδίστακτους κυνηγούς επικηρυγμένων ατόμων για να τους προσάγουν νεκρούς (συνήθως..) ή ζωντανούς (σχεδον ποτέ)... Η δράση τους είναι ανεξέλεγκτη και έξω από κάθε επίβλεψη ή νομότυπη διαδικασία.

Ο Λόκο (Klaus Kinski) ,είναι ο κατ εξοχήν εκπρόσωπός τους: Ωμός, βίαιος, κυνικός, δολοφονικός, φιλοχρήματος, "εκκαθαρίζει" ολόκληρες περιοχές από φουκαράδες επικηρυγμένους (που περίμεναν την αμνήστευα του Κυβερνήτη της Πολιτείας)...

Οταν όμως ένας μουγγός τιμωρός (Jean Louis Trintignant) και ένας σερίφης (Frank Wolff) βγαίνουν εναντίον του τα πράγματα δυσκολεύουν, πρόσκαιρα. Ο Λόκο τους εκτελεί...

Το έργο διακρίνεται για 2 βασικούς λόγους: Έχει γυριστεί στο χιόνι (συνήθως τα σπαγγέτι-γουέστερν γυριζόντουσαν στην έρημο του ...Ελ Πάσο) και οι κακοί είναι οι ...επίσημοι ..καλοί.

Ο σκηνοθέτης Sergio Corbucci δεν συγχωρεί την απληστία και την ανομία των κυνηγών των επικηρυγμένων και τους παρουσιάζει με το κτηνώδες πρόσωπο τους... Με αυτά και αυτά το έργο έχει ένα αναπάντεχα βίαιο και απρόσμενο τέλος.

Για να είμαι ειλικρινής, τα σπαγγέτι-γουέστερν του μεγάλου Sergio Leone με συγκινούσαν πολύ παραπάνω. Ίσως γιατί η βία δεν ήταν τόσο μαζική, ή, γιατί ο "καλός" (που ήταν συνήθως "μετανοημένος κακός") ήταν πολύ πιο αποτελεσματικός στην επιβολή του Νόμου και της Τάξης