Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Horror ΔΕ 70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Horror ΔΕ 70. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

he Coming of Sin 1978

 The Coming of Sin 1978

Ο Ερχομός της Αμαρτίας


Σκηνοθεσία: José Ramón Larraz

Σενάριο: José Ramón Larraz, Monique Pastrynn

Είδος: Thriller, Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 33m

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Patricia Granada: Lorna Western (as Patrice Grant)

Lidia Zuazo: Triana (as Lydia Stern)

Rafael Machado: Chico (as Ralph Margulis)

David Thomson: Malcolm Grainger (as David Thompson)

Montserrat Julió: Sally Grainger

 

Η Λόρνα είναι μια όμορφη χήρα που ζει ολομόναχη στον εξοχικό της πύργο, έχοντας μόνο τα βιβλία και τους πίνακές της για παρέα. Τότε μια μέρα η Τριάνα, μια άγρια τσιγγάνα που έχει μεγαλώσει σε ένα ορφανοτροφείο, την φέρνουν στο σπίτι η φίλη της Σάλι και ο σύζυγός της. Της ζητούν να τη φροντίζει όσο θα λείπουν. Αυτή παίρνει το κορίτσι υπό την προστασία της και αναπτύσσεται μια αισθησιακή σχέση μεταξύ τους. Σύντομα το ζευγάρι είναι εραστές. Όμως η Τριάνα έχει ένα σκοτεινό μυστικό που εκδηλώνεται με τρομακτικά όνειρα κυριαρχίας και ταπείνωσης. Έχει επαναλαμβανόμενους εφιάλτες ενός γυμνού άνδρα έφιππου που την επιτίθεται και την κακοποιεί. Την ίδια στιγμή, ο γυμνός καβαλάρης αρχίζει να εμφανίζεται στην πραγματικότητα. Το κορίτσι, πεπεισμένο ότι αντιπροσωπεύει την καταδίκη της, του αντιστέκεται, αλλά η καλλιτέχνης ιντριγκάρεται και δημιουργείται ένα περίεργο ερωτικό τρίγωνο.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2023

VAMPYROS LESBOS 1971

VAMPYROS LESBOS 1971

Λεσβίες βαμπίρες 

Σκηνοθεσία: Jesús Franco

Σενάριο: Jesús Franco, Jaime Chávarr, Anne Settimó

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 29m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Soledad Miranda: Countess Nadine Carody

Dennis Price: Dr. Alwin Seward

Paul Muller: Dr. Steiner

Ewa Strömberg: Linda Westinghouse

Heidrun Kussin: Agra

Michael Berling: Dr. Seward's Assistant

Andrea Montchal: Omar

Η όμορφη δικηγόρος Linda Westinghouse βρισκόμενη στην Τουρκία για μια υπόθεση της πλούσιας κοντέσας Nadine που μένει σε απομακρυσμένο νησί, πετυχαίνει τον μυστηριώδη και σέξι χορό μιας όμορφης χορεύτριας σε ένα τοπικό νυχτερινό κέντρο. 

Από τότε αρχίζει να έχει παράξενους εφιάλτες που σχετίζονται με την χορεύτρια και που κορυφώνονται όταν παρά τις προειδοποιήσεις ενός ντόπιου για το αντίθετο, πηγαίνει στο νησί και συναντάει την όμορφη κοντέσα για να ανακαλύψει ότι αυτή ήταν η γυναίκα στο όνειρό της. Η σχέση των δύο γυναικών γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη όταν η κοντέσα, όντας βρικόλακας, πίνει το αίμα της Linda κάνοντάς την να χάσει την μνήμη της...

Πανέμορφα συνεχόμενα ψυχεδελικά πλάνα που κάνουν την ατμόσφαιρα εκπληκτική και καθιστούν το Vampyros Lesbosένα αληθινό επίτευγμα τουλάχιστον όσον αφορά το καλλιτεχνικό του κομμάτι. Αυτό το πραγματικά εμπνευσμένο στιλ κινηματογράφησης κάνει την ταινία μια αληθινή απόλαυση για τα μάτια, αλλά και για τα αυτιά, μιας και η μουσική των Manfred Hubler και Sigi Schwab είναι αληθινά εκπληκτική, δίνει τον τόνο σε όλη την ταινία και την ανεβάζει επίπεδα ακόμα περισσότερο. Χωρίς υπερβολή, πρόκειται για ένα από τα κορυφαία soundtracks ταινιών της εποχής και σίγουρα το καλύτερο στην τεράστια φιλμογραφία του Jess Franco.


EQUUS 1977

EQUUS 1977

Έκβους 


Σκηνοθεσία: Sidney Lumet

Σενάριο: Peter Shaffer, Peter Shaffer

Είδος: Horror ΔΕ 80, Drama,Mystery

Διάρκεια:2h 17m

Παίζουν:

Richard Burton: Martin Dysart

Peter Firth: Alan Strang

Colin Blakely: Frank Strang

Joan Plowright: Dora Strang

Harry Andrews: Harry Dalton

Eileen Atkins: Hesther Saloman

«Το Equus είναι μια απ’ αυτές τις ταινίες -και είναι αρκετές- που μοιάζουν να έχουν έναν αόρατο πήχυ τον οποίο δεν μπορούν και ίσως δεν θέλουν κιόλας να ξεπεράσουν. Μ’ αυτό δεν θέλω να πω πως πρόκειται για μια συνηθισμένη ταινία, κάθε άλλο μάλιστα. Το πρόβλημα είναι πως είναι όλα πολύ ικανοποιητικά. Για κάποιο λόγο, όμως, πρόκειται για μια ταινία που δεν σε βάζει μέσα της και που παρά το τολμηρό θέμα της δεν σε κάνει να νιώσεις πράγματα κι επ’ ουδενί δεν σε συγκλονίζει.

Εδώ, ο Sidney Lumet αποδεικνύει πως ακόμα και πριν από 30 χρόνια ήταν μια σταθερή αξία. Χτίζει μια ατμόσφαιρα κατάλληλη για τη μεταφορά του θεατρικού έργου του Peter Shaffer στη μεγάλη οθόνη, χωρίς όμως να καταφέρει να την κάνει να μας στοιχειώσει. O Peter Firth ερμηνεύει τον ψυχωτικό νεαρό ήρωα ικανοποιητικά. Τόσα χρόνια και τόσους παρανοϊκούς ήρωες μετά, η ερμηνεία του έχει σίγουρα ξεθωριάσει και μοιάζει αρκετά αδύναμη. Ο Richard Burton, στο ρόλο του ψυχιάτρου, είναι τελικά ολόκληρη η δυναμική της ταινίας και το μοναδικό στοιχείο που ξεπερνά τον αόρατο αυτό πήχη. Στην ίσως καλύτερη ερμηνεία της καριέρας του, μοιάζει πιο τρελός κι από τους ασθενείς του και ταυτόχρονα πιο λογικός από τον καθένα μας.

    Πέρα, όμως, από την ερμηνεία του Richard Burton, έχουμε να κάνουμε με ένα σενάριο που δεν διστάζει να κοιτάξει στα μάτια ζητήματα όπως το πάθος, η λογική, η απομόνωση, ο έρωτας, η δύναμη της θρησκείας, οι σεξουαλικές φαντασιώσεις. Ναι, θα μου πείτε, όλα αυτά δεν είναι πια στο απυρόβλητο. Από σεξουαλικές φαντασιώσεις και σάτιρα της θρησκείας άλλο τίποτα. Ο Shaffer, όμως, εδώ διαχειρίζεται τα θέματα του σε τέτοιο βάθος που σχεδόν μας κάνει να νομίζουμε ότι προσπαθεί να κάνει ψυχανάλυση στον καθένα από μας και να προβληματιστούμε πάνω σε ζητήματα δεδομένα και κοινωνικά κατεστημένα. Κι αν κάπου σας φανεί ότι καταλήγει στο ότι από μικρό κι από τρελό μαθαίνεις την αλήθεια, ξανασκεφτείτε το...»

  

Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2022

Fascination 1979

Fascination 1979

Διαβολική γοητεία

Σκηνοθεσία Jean Rollin

Σενάριο: Jean Rollin

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 20m

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Franca Maï: Elisabeth (as Franka Mai)

Brigitte Lahaie: Eva

Jean-Marie Lemaire: Marc / thief

Fanny Magier: Hélène

Muriel Montossé: Anita

Sophie Noël: Sylvie (as Sophie Noel)

Evelyne Thoma: Dominique

 Ένας ληστής αναζητεί καταφύγιο από τους διώκτες του σε ένα παλιό κάστρο που κατοικείται από δύο πανέμορφες αλλά μυστηριώδεις νεαρές γυναίκες, οι οποίες τον προκαλούν να μείνει εκεί μέχρι τα μεσάνυχτα.

Ο γνωστός exploitation σκηνοθέτης Jean Rollin στα καλύτερά του, σύμφωνα με πολλούς από τους κριτικούς και κοινό, με αυτό το εργάκι τοποθετημένο στις αρχές του 20ου αιώνα.

Η ιστορία του FASCINATION είναι απλή και χωρίς ιδιαίτερα γυρίσματα στην πλοκή, αλλά αυτό δεν ήταν ποτέ το φόρτε του Rollin, που στη συγκεκριμένη ταινία παρουσιάζει εκπληκτικά ποιητικά πλάνα, έντονα σουρεαλιστικά, και όπως πάντα ιδιαίτερα ερωτικά.

Ο ληστής της υπόθεσης προδίδει τη συμμορία του, οι οποίοι τον κυνηγούν μέχρι ένα επιβλητικό κάστρο, στο οποίο βρίσκει προσωρινό καταφύγιο μέχρι να νυχτώσει. Οι ένοικοι του κάστρου είναι δύο εκθαμβωτικές γυναίκες, που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να αφαιρέσουν τα ρούχα τους σε κάθε ευκαιρία για να πείσουν τον απρόσκλητο επισκέπτη τους να μείνει μέχρι τα μεσάνυχτα που θα καταφθάσουν και οι υπόλοιπες κυρίες, μέλη μιας παράξενης μυστικής κοινωνίας.

Στην αρχή, ο επισκέπτης παρασύρεται από την ομορφιά των δύο οικοδεσπότιδων, ενώ η αίσθηση του μυστηρίου και της αναμονής για το τι θα συμβεί τα μεσάνυχτα τον κάνει να συμφωνήσει να μείνει. Όμως, δεν ξέρει ότι οι δύο νεαρές κρύβουν ένα σατανικό μυστικό και ότι η παρέα που περιμένει μπορεί να σημάνει το θάνατό του.

Το FASCINATION μπορεί να καταταχτεί στη σειρά ταινιών του Rollin με θηλυκούς βρικόλακες, όπως τα SHIVERS OF VAMPIRES και LIPS OF BLOOD. Όπως και στα προαναφερόμενα, αλλά και στις περισσότερες ταινίες του Γάλλου σκηνοθέτη, υπάρχουν άφθονες ερωτικές σκηνές λεσβιακού σεξ, που είναι ιδιαίτερα αισθησιακές και «δένουν» τέλεια με την ατμόσφαιρα μέσα στο κάστρο.

Η λογική στα δρώμενα είναι δευτερεύουσα σε μια ταινία που κύριο προσόν της είναι η καταπληκτικές εικόνες του Rollin, που ίσως κάνει εδώ την πιο ολοκληρωμένη καλλιτεχνικά δουλειά του. Υπάρχουν σκηνές απίστευτης ομορφιά και αντίθεσης στο FASCINATION, με αποκορύφωμα την αγαλματένια φιγούρα της πανέμορφης Brigitte Lahaie, φορώντας απλώς μια μαύρη κάπα και κραδαίνοντας ένα τεράστιο δρεπάνι, με το οποίο τελικά θα εξοντώσει τους διώκτες του επισκέπτη, που τον παραμονεύουν έξω απ’ το κάστρο. Η αιθέρια αλλά ταυτόχρονα απειλητική φιγούρα της με φόντο τα επιβλητικά πλάνα του κάστρου δείχνουν ξεκάθαρα το καλλιτεχνικό όραμα του Rollin, που εδώ παρουσιάζεται πιο ολοκληρωμένο από ποτέ.

Κι ενώ ο ρυθμός γενικά είναι αργός, και το τι θα επακολουθήσει γίνεται φανερό από τα πρώτα λεπτά της συνάντησης του επισκέπτη με τις δύο γυναίκες, ο Rollin φροντίζει να κάνει το θεατή να μην μπορεί να γυρίσει το βλέμμα του από τα τεκταινόμενα.

Ο ερωτισμός είναι συνεχής και έχει έντονη την αίσθηση του μακάβριου, ιδίως όταν οι υπόλοιπες, εξίσου εντυπωσιακές εμφανισιακά, γυναίκες κάνουν την εμφάνισή τους στο κάστρο.

Περιττό να αναφέρω ότι οι ταινίες του Jean Rollin δεν απευθύνονται στο σύνηθες κοινό του τρόμου, μιας και οι περισσότερες χαρακτηρίζονται έτσι κυρίως λόγω θεματολογίας και όχι λόγω τεκταινόμενων. Οπότε gorehounds και φίλοι των κλασσικών ταινιών με βρικόλακες καλύτερα να ασκήσουν την απαραίτητη προσοχή.

Από την άλλη, οι φίλοι του sexploitation και του art house ερωτικού σινεμά θα βρουν το νέκταρ και την αμβροσία τους με το FASCINATION, που σίγουρα ξεχωρίζει από όλες τις ταινίες λεσβιακού βαμπιρισμού του Rollin. 

Nosferatu the Vampyre 1979

Nosferatu the Vampyre 1979

Νοσφεράτου, το φάντασμα της νύχτας


 
Σκηνοθεσία Werner Herzog

Σενάριο: Werner Herzog, Bram Stoker

Είδος: Horror ΔΕ 70, Drama

Διάρκεια: 1h 47m

Γλώσσα: Γερμανικά

Παίζουν:

Klaus Kinski: Count Dracula

Isabelle Adjani: Lucy Harker

Bruno Ganz: Jonathan Harker

Roland Topor: Renfield

Walter Ladengast: Dr. Van Helsing

Dan van Husen: Warden

Jan Groth: Harbormaster

Carsten Bodinus: Schrader

Martje Grohmann: Mina 

Σταλμένος στην Τρανσυλβανία από τον εργοδότη του για μια αγορά ιδιοκτησίας του κόμη Δράκουλα, ο Τζόναθαν Χάρκερ αφήνει το Βίσμαρ της Ολλανδίας, μη δίνοντας σημασία στα δυσοίωνα προαισθήματα της γυναίκας του Λούσυ. Όταν όμως φτάνει εκεί, βρίσκεται σ έναν κόσμο παράξενο και ανησυχαστικό, βασικά λόγω της παρουσίας του κόμη, ο οποίος αφού φορτώσει κάποια φέρετρα σε μια άμαξα εξαφανίζεται, αφήνοντάς τον έγκλειστο στο κάστρο. Στο μεταξύ, στο Βίσμαρ καταπλέει ένα καράβι γεμάτο ποντίκια που ξεχύνονται στην πόλη σκορπώντας την πανούκλα. Κάποια στιγμή έρχεται και ο Τζόναθαν, αλλά είναι βαριά άρρωστος. Η Λούσυ διαισθάνεται την αλήθεια διαβάζοντας ένα βιβλίο για τα βαμπίρ και αποφασίζει να θυσιαστεί, κρατώντας μαζί της το Δράκουλα μέχρι τις πρώτες ακτίνες του ήλιου.

Ο αυθεντικός Δράκουλας, όπως τον συνέλαβε ο συγγραφέας Μπραμ Στόκερ το σωτήριον έτος 1897, είναι ένα πλάσμα σάπιο και παρακμιακό, τρομακτικό και απωθητικό, χλωμό και καταραμένο. Καμία σχέση δεν έχει με τον αριστοκράτη και γοητευτικό Δράκουλα, όπως έχει λανσαριστεί τις περισσότερες φορές στο σινεμά. Φορέας της πανούκλας, κουβαλάει μαζί του το θάνατο. Αυτόν ακριβώς τον Δράκουλα θα δείτε στο «Νοσφεράτου: Το Φάντασμα της Νύχτας».

Η ιστορία είναι λίγο-πολύ η στάνταρ ιστορία του Δράκουλα που ενδιαφέρεται να αγοράσει μία έπαυλη στην καρδιά του ανθρώπινου πολιτισμού. Ο Τζόναθαν Χάρκερ είναι ο απεσταλμένος του κτηματομεσιτικού γραφείου στο κάστρο του Δράκουλα στα Καρπάθια Όρη. Ο Δράκουλας θα ταξιδέψει στο νέο του σπίτι, σπέρνοντας τρόμο και θάνατο. Το φινάλε της ταινίας είναι απολύτως πιστό στο μυθιστόρημα του Στόκερ.

Σημασία, όμως, δεν έχει μόνο η ιστορία αλλά και ο τρόπος απόδοσης της. Ο Werner Herzog δίνει στην ταινία λυρισμό και ποιητικότητα, πετυχαίνοντας σε ορισμένες σκηνές να κάνει την εικόνα να μιλάει από μόνη της. Η ανάβαση του Τζόναθαν (τον ερμηνεύει ο στιβαρός Bruno Ganz) στα Καρπάθια Όρη συνδυάζεται με τα πλάνα ενός τοπίου μη εξημερωμένου από τον άνθρωπο και τη απόκοσμη, σκοτεινά ιερατική μουσική του γερμανικού συγκροτήματος Popol Vuh. Στοιχειά και φαντάσματα κατοικοεδρεύουν στα μέρη αυτά, κρυμμένα κάτω από βράχους και επιπλέοντας σε ορμητικά ρυάκια, αόρατα στο γυμνό μάτι, αλλά απολύτως αισθητά στις εικόνες του Herzog. Προσέξτε επίσης το ντελίριο του πληθυσμού της πόλης που έχει καταληφθεί από τους αρουραίους και την πανούκλα που κουβαλάει ο Δράκουλας. Υπό τους ήχους ενός παραδοσιακού γεωργιανού τραγουδιού (από τον Hamlet Gonashvili, τη «φωνή της Γεωργίας»), η απελπισία και η κοινωνική και ηθική κατάρρευση αποτυπώνεται ανάγλυφα στα πλάνα του Herzog.

Τον Δράκουλα ερμηνεύει ο-λες και ήταν γεννημένος για το ρόλο-Klaus Kinski. Η μορφή και η κοψιά του Kinski (πρόσωπο με λεπτά χαρακτηριστικά, λεπτός και καχεκτικός) συμπληρώνουν αρμονικά την ερμηνεία του, αποδίδοντας στο πιο στοιχειώδες και αληθινό επίπεδο τη φύση του Δράκουλα˙ μια φύση στοιχειωμένη και καταραμένη να περιδιαβαίνει τη Γη ως ένα Φάντασμα της Νύχτας που δεν μπορεί να βρει συμπόνια ή συμπάθεια από κανένα ον της πλάσης. Οι επισκέψεις του Δράκουλα στο σπίτι της Lucy (την οποία ερμηνεύει, με την πορσελάνινη ομορφιά της, η Isabelle Adjani) ή η επιβολή του στον Τζόναθαν έχουν την αμεσότητα του εφιάλτη.

Προειδοποιώ πως η ταινία δύσκολα θα ικανοποιήσει όποιον αναζητά ένα δυνατό σενάριο, μια πρωτότυπη ιστορία ή/και γρήγορο ξεδίπλωμα της ιστορίας. Πολλοί θα την βρείτε αργή. Η ταινία, όμως, πλεονάζει από εικόνες και σκηνές που θα μείνουν στο μυαλό του αφιερωμένου στην ταινία θεατή, γι’ αυτό επιτρέψτε μου να δώσω την εξής οδηγία: αν αποφασίσετε να της δώσετε μια ευκαιρία, να της την δώσετε οπωσδήποτε αργά το βράδυ, απερίσπαστοι, με σκοτάδι και ησυχία! Μόνο τότε θα μπορέσετε να διακρίνετε πραγματικά το Φάντασμα της Νύχτας.

Υ.Γ.: Οι σκηνές με διάλογο γυρίστηκαν εις διπλούν˙ μία φορά με αγγλικούς διαλόγους και μία με γερμανικούς. Οπότε, η αγγλική εκδοχή δεν είναι ντουμπλαρισμένη. 

Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2022

The Coming of Sin 1978

The Coming of Sin 1978

Ο ερχομός της αμαρτίας 

Σκηνοθεσία José Ramón Larraz

Σενάριο: José Ramón Larraz, Monique Pastrynn

Είδος: Horror ΔΕ 70, Thriller

Διάρκεια: 1h 33m

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Patricia Granada: Lorna Western

Lidia Zuazo: Triana

Rafael Machado: Chico

David Thomson: Malcolm Grainger

Montserrat Julió: Sally Grainger

 

Στον ‘βρώμικο’ κόσμο του cult κινηματογράφου, υπάρχει μια γωνιά αφιερωμένη σε films, που αμφιταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο sleazy γυμνό και τη ματιά του καλλιτέχνη. Αυτές οι ταινίες, αν και ξεχείλιζαν από ερωτισμό, ξεχώρισαν, περισσότερο, για το εικαστικό άγγιγμα του δημιουργού τους.

Ο Larraz, όπως ο Walerian Borowczyk κι ο Jean Rollin, πρωτοστάτησαν στο λεγόμενο art exploitation, μια πιο διακριτική προσέγγιση σε θεματολογία taboo, που, σε άλλες, περιπτώσεις, αποτελούσε αφορμή για ακρότητες στη μεγάλη οθόνη. Ο Ισπανός σκηνοθέτης πέρασε αρκετά χρόνια στη Γαλλία και το Βέλγιο, δουλεύοντας, ως κομίστας και αργότερα μετακόμισε, μαζί με την Αγγλίδα γυναίκα του, στη Μεγάλη Βρετανία, όπου γύρισε τις περισσότερες ταινίες του.

Στο The Coming of Sin μας παρουσιάζει το παράξενο και καταδικασμένο ερωτικό τριγώνο, ανάμεσα σε μια ζωγράφο, μια νεαρή τσιγγάνα, την οποία θέτει υπό την προστασία της και έναν hunky τυχοδιώκτη. Το ζεστό μεσογειακό καλοκαίρι, προσδίδει έναν εξωτικό αέρα και πρωταγωνιστικό ρόλο αναλαμβάνουν τα γυμνά κορμιά των ηθοποιών, ανάμεσα σε παθιασμένα flamenco και ξαφνικές τροπικές καταιγίδες.

Πέρα από τις πικάντικες ερωτικές σκηνές, ωστόσο, γίνεται φανερή η προσπάθεια του Larraz να δημιουργήσει μια ονειρική ατμόσφαιρα, με τη χρήση αισθησιασμού, δυνατών συμβολισμών και μια δόση φροϋδικής ψυχολογίας. Επιπλέον, αποπειράται να μεταφέρει στην οθόνη μια decadent αναγεννησιακή αισθητική, ντύνοντας την ταινία του με αντίστοιχες χρωματικές αποχρώσεις. Αν λάβουμε υπόψιν το περιορισμένο budget της παραγωγής, μπορούμε να πούμε, πως τα καταφέρνει μια χαρά.

Η σεναριακή δομή είναι, βέβαια, κάπως αδύναμη, οι ερμηνείες ρηχές και το πρόχειρο dubbing της κόπιας που είδα δε βοηθά καθόλου. Παρ’ όλ’ αυτά, τα θέματα που θέλει να θίξει ο σκηνοθέτης είναι φανερά και παίζουν σε αντιθετικά ζευγάρια: ο πολιτισμός απέναντι στον πρωτογονισμό, η γνώση ενάντια στην προκατάληψη και τελικά η μάχη της λογικής με το πεπρωμένο.

       Κατάλληλο viewing για τις καυτές καλοκαιρινές νύχτες, που πλησιάζουν, θα ικανοποιήσει εκείνους που θέλουν κουλτούρα και soft core στο ίδιο πακέτο. 

Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

Μακάβρια εισβολή 


Σκηνοθεσία Philip Kaufman

Σενάριο: W.D. Richter, Jack Finney

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 55mΓλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

            Donald Sutherland: Matthew Bennell

Brooke Adams: Elizabeth Driscoll

Jeff Goldblum: Jack Bellicec

Veronica Cartwright: Nancy Bellicec

Leonard Nimoy: Dr. David Kibner

Art Hindle: Geoffrey

Lelia Goldoni: Lelia Goldoni 

Τα περισσότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο σύμπτωμα. Ονομάζεται τεμπελιά. Σίγουρα δεν υπάρχει πιο οκνηρή λύση από το να αναπαράγεις εμπορικά μια ήδη δοκιμασμένη επιτυχία του παρελθόντος, μεταμφιέζοντας το εγχείρημα με την πρόφαση της ανανέωσης. Τίποτα το δημιουργικό δεν υπάρχει, ωστόσο, πίσω από μια τόσο ανώφελη επιχείρηση. Και, όπως έχουμε διδαχτεί αρκετές φορές, τα ελάχιστα καλά ριμέικ είναι πάντοτε εκείνα που διαλέγουν να διαφοροποιηθούν από τον προκάτοχό τους, επιχειρώντας μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην ομώνυμη, κλασική δημιουργία του Ντον Σίγκελ, αλλά επιλέγει να διασκευάσει για δεύτερη φορά ένα εμβληματικό βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Το «The Body Snatchers» ο Τζακ Φίνεϊ το κυκλοφόρησε στα 1955, περιγράφοντας πώς μια μικρή πόλη παραδίδεται στο έλεος εξωγήινων οργανισμών που μοιάζουν και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι στων οποίων τα σώματα εισβάλλουν, όταν εκείνοι πέφτουν για ύπνο. Η μόνη διαφορά είναι η ανικανότητά τους να αναπαράγουν τα γήινα συναισθήματα, μοιάζοντας στην πραγματικότητα με άψυχα ανθρώπινα δοχεία. Αφήνοντας την θαυμάσια αλληγορία της ανοιχτή προς κάθε πιθανή ανάγνωση, η ιστορία του Φίνεϊ κατόρθωσε στις τέσσερις κινηματογραφικές διασκευές που γνώρισε έως σήμερα, να γίνει ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική στην εκάστοτε εποχή που εκπροσωπούσε κάθε φιλμ.

Ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική

Στην αριστουργηματική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Ντον Σίγκελ το 1956, στην καρδιά της αντικομουνιστικής υστερίας, οι εξωγήινοι εισβολείς μπορούν να διαβαστούν είτε ως πανούργοι εκπρόσωποι του «Κόκκινου κινδύνου», είτε ως όργανα του δηλητηριώδους κυνηγιού μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο μακαρθισμός. Δυο δεκαετίες μετά, ο Φίλιπ Κάουφμαν μεταφέρει την δράση από την επαρχιακή κωμόπολη της ταινίας του Σίγκελ, και των κατ’ επίφαση ειδυλλιακών fifties, στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Δέκα χρόνια μετά το Καλοκαίρι της Αγάπης, την ουτοπική επανάσταση του χιπισμού και την υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου που έδωσαν τα χρόνια του ’60, δίχως να την τηρήσουν, ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή του Φίνεϊ για να αναρωτηθεί τι απέγιναν τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά του και να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της εγωιστικής, επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εκτυλίσσεται γύρω του.

Με τους ελάχιστους εκπροσώπους της τότε αντικουλτούρας να έχουν αφομοιωθεί και ολόκληρη την κοινωνία να έχει παραδοθεί στον δικό της συμβολικό ύπνο, οι διαγαλαξιακοί εισβολείς κατορθώνουν με απίστευτη ευκολία να κατακτήσουν μια κάστα αλλοτριωμένων ανθρώπων, τόσο απασχολημένων με τον εαυτό τους ώστε αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι οικείοι τους έχουν αλλάξει.

Όπως ο Ντον Σίγκελ, έτσι και ο Φίλιπ Κάουφμαν επιχειρεί να προσεγγίσει μια ιστορία καθαρής φαντασίας, δίχως να ανήκει καθόλου στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ίσως εκεί να οφείλουμε και το γεγονός ότι οι ταινίες τους δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις συνήθεις φόρμουλες αλλά επικαλούνται μια αίσθηση ρεαλισμού που κάνει τα δρώμενα πιο ανατριχιαστικά. Αντίθετα, όμως, με το «Invasion» του 1956, που χρησιμοποιούσε μια πιο σφιχτοδεμένη και λακωνική αφήγηση, η ταινία του Κάουφμαν χτίζεται γύρω από μια σειρά χαλαρών επεισοδίων που οδηγούν ήρωες και κοινό μεθοδικά στην τρομακτική αποκάλυψη.

Ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή για να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εξαπλώνεται γύρω του

Απόλυτα εναρμονισμένος με το ανθρωποκεντρικό και διαλογικό αμερικανικό σινεμά του ’70, ο Κάουφμαν αφήνει την δράση να εξελιχθεί μέσα από την διαδραστικότητα των χαρακτήρων, αδιαφορώντας αν στην πορεία θυσιάσει τα εφέ και το θέαμα. Μόνο όταν η αποτρόπαια συνομωσία ξεσκεπαστεί πλήρως, το φιλμ μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια και λυσσαλέο κυνηγητό, καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο απαισιόδοξα φινάλε ταινίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής, το οποίο η ταινία αξιοποιεί ιδανικά, είναι ένας πένθιμος σχεδόν πεσιμισμός και μια αίσθηση κλιμακούμενης παράνοιας που τρυπώνει ύπουλα μέσα από την απειλητική φωτογραφία, το απόκοσμο σάουντρακ, το κλίμα του νοσηρού και την παγερή ατμόσφαιρα που σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τους ήρωες. Στα συστατικά αυτά οφείλει το δεύτερο «Invasion of the Body Snatchers» (ελληνικός τίτλος: «Μακάβρια Εισβολή») το γεγονός ότι δεν πέτυχε στα ταμεία και δεν κέρδισε τους κριτικούς στην πλειοψηφία τους. Το κοινό βρήκε δυσκολοχώνευτο το σοκαριστικό, βίαια απαισιόδοξο φινάλε που πρότεινε ο Κάουφμαν (αντίθετα με το βιβλίο, που πρόσφερε ένα λυτρωτικό χάπι εντ), ενώ η σκιά του κλασικού b movie στο οποίο ελάχιστα έμοιαζε το ριμέικ έπεφτε εξίσου βαριά στους ώμους του εξαιρετικού αυτού ριμέικ.

Αδίκως, μια και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν παίρνει την έννοια του ριμέικ και της προδίδει αξιοπρέπεια και λόγο ύπαρξης, αντλώντας από το βιβλίο του Φίνεϊ όχι μόνο μια υποδειγματική ταινία τρόμου αλλά και μια μαύρη σάτιρα της μετά το Βιετνάμ και το Γουοτεργκέιτ εποχής, γνωστής και ως «me decade», που υπήρξε ολόκληρο το ’70 για την Αμερική. 

DAWN OF THE DEAD 1978

DAWN OF THE DEAD 1978

Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών

Δ

Σκηνοθεσία
: George A. Romero

Σενάριο: George A. Romero

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 2h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

David Emge: Stephen

Ken Foree: Peter

Scott H. Reiniger: Roger

Gaylen Ross: Francine

David Crawford: Dr. Foster

David Early: Mr. Berman

 

Ενώ το πρόβλημα των ζωντανών νεκρών έχει μετατραπεί πλέον σε πανδημία, τέσσερις άνθρωποι καταφεύγουν σε ένα εμπορικό κέντρο για να προστατευθούν από τα ζόμπι.

Δέκα χρόνια μετά τον σάλο που προκάλεσε το Night of the Living Dead, o George Romero, μαζί με τον παραγωγό του Richard Rubinstein, προσπαθούσαν να βρουν χρηματοδότηση για τη δημιουργία ενός sequel της κλασσικής ταινίας τρόμου. Η ιδέα αυτή όμως δεν έβρισκε ανταπόκριση από τις αμερικάνικες εταιρίες παραγωγής, με αποτέλεσμα το project να φαίνεται ότι θα είχε άδοξο και πρόωρο τέλος. Τότε έσκασε μύτη ο Dario Argento, φανατικός λάτρης του Night of the Living Dead, ο οποίος όταν έμαθε την ιδέα του Romero αποφάσισε να βοηθήσει. Κατάφερε να βρει χρηματοδότες, παίρνοντας ο ίδιος τα δικαιώματα της παγκόσμιας διανομής της ταινίας, βοήθησε στο σενάριο, ενώ ο αδερφός του Claudio Argento ανέλαβε, μαζί με τον Rubinstein την παραγωγή. Με την παραγωγή να βρίσκεται στα σκαριά, ο Romero προσλαμβάνει τον μάστορα του make-up και των οπτικών εφφε Tom Savini, έναν άνθρωπο που θα είχε αναλάβει το ίδιο πόστο και στο Night of the Living Dead αν δεν τον προλάβαινε η στράτευσή του και η συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με μια σταθερή χρηματοδότηση που του διέθεσε ένα ικανοποιητικό μπάτζετ, την ελευθερία που του προσέφερε η ανεξάρτητη παραγωγή, έναν από τους καλύτερους make-up artitst στην ιστορία του κινηματογράφου τρόμου και τον ίδιο στην πιο γόνιμη σκηνοθετική του περίοδο, o Romero γύρισε για πρώτη και τελευταία φορά μια ταινία τρόμου όπως ο ίδιος ήθελε.

Το τελικό αποτέλεσμα του Dawn of the Dead μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας, 35 χρόνια μετά τη δημιουργία του, ως η καλύτερη δουλειά του σκηνοθέτη, η καλύτερη ταινία με ζόμπι και για πολλούς ως η καλύτερη ταινία τρόμου όλων των εποχών. Αντίθετα με του μαέστρους του ιταλικού τρόμου, ο Romero είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα, πράγμα που είναι εμφανές στις περισσότερες από τις ταινίες του. Αντίθετα λοιπόν, με τον καταιγισμό και τη βαρβαρότητα των ταινιών του Fulci, o Romero προσέθετε στην ιστορία μια διαφορετική οπτική που πολλές φορές αποτελούσε ένα είδος κριτικής στη σύγχρονη κοινωνία. Και αν στο Night of the Living Dead το σχόλιο του για τον τρόπο λειτουργίας της αμερικάνικης κοινωνίας τη δεκαετία του ΄60 βρισκόταν πίσω από το αίμα και τη βία, στο Dawn of the Dead είναι τόσο πασιφανές που κάνει αρκετούς λάτρεις των ταινιών τρόμου να τη θεωρούν βαριά και δυσκίνητη. Η προβληματική του Romero απλώνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς όμως ποτέ ο Romero να μετατρέπει το Dawn of the Dead σε ένα δυσκοίλιο, ακαδημαϊκό σχόλιο αφού η αλληγορική διάθεση κρατιέται σε επίπεδα που δεν αποπροσανατολίζει το αποτέλεσμα από το είδος του καθαρόαιμου τρόμου. Επιπλέον, αντίθετα με το Night of the Living Dead, και το μεταγενέστερο Day of the Dead, η ταινία δεν ακολουθεί ένα πνιγηρό, σκοτεινό, πεσιμιστικό ύφος, αλλά αντίθετα κρατά στον πυρήνα της έναν υποχθόνιο, σαρκαστικό τόνο που παράλληλα τρομάζει, διασκεδάζει και προβληματίζει. Χωρίς να μοιάζει τόσο τρομακτικό όσο ο προκάτοχός του, το Dawn of the Dead μοιάζει στην επιφάνεια να είναι ένα βήμα πίσω σε σχέση με το καταιγιστικό Night of the Living Dead. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο ειρωνικός τόνος και η σαρκαστική διάθεση που έχει το Dawn of the Dead το κάνει είναι αρκετό πιο ενοχλητικό και σοβαρό, διατηρώντας στο σύνολό του μια ύπουλα ανατρεπτική διάθεση. Σάτιρα, μαύρο χιούμορ, κοινωνικό σχόλιο πάνω στον ηδονισμό της σύγχρονης κοινωνίας, την καταναλωτική κουλτούρα, το αμερικάνικο όνειρο, την παθητικότητα και την κενότητα του αμερικάνικου τρόπου ζωής, την κοινωνική απάθεια και την αδράνεια που χαρακτηρίζει την υλιστική εποχή, παντρεύονται με ισόποσες δόσεις αίματος, βίας και gore, σε ένα αποτέλεσμα που ακολουθεί μια βραδυφλεγή τροχιά προς ένα αναπόφευκτο κατακλυσμιαίο φινάλε. Ο Romero δεν βιάζεται καθόλου, αφού δίνει αρκετό χώρο και βάθος στους χαρακτήρες του, οικοδομώντας ένα κλίμα ψευδούς ασφάλειας με την ένταση και την αγωνία να πυρακτώνονται αργά και βασανιστικά πίσω από κάθε πλάνο. Ακολουθώντας το αφηγηματικό ύφος μιας παραβολής πάνω στη εύθραυστη δομή της σύγχρονης κοινωνίας και της πλασματικής ασφάλειας που προσφέρει η ηδονιστική κατανάλωση, ο Romero φαίνεται να βάζει στόχο να δώσει, μέσα από τις εικόνες μια μετα-αποκαλυπτικής κοινωνίας, τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος, παραδομένος στην υλιστική ευδαιμονία, δεν αντιλαμβάνεται την ταχύτητα με την οποία παρακμάζει κι αποσυντίθεται το κοινωνικό του περιβάλλον. Και όλα αυτά εμφανίζονται πάντα μέσα από την διαρκή αντιπαράθεση των βίαιων ζόμπι που λειτουργούν με βάση το ένστικτο και την ακόρεστη πείνα τους για ανθρώπινη σάρκα με τους τέσσερις επιζώντες που χωρίς καμία λογική αγκιστρώνονται σε μια άστοχη προσπάθεια ικανοποίησης των καταναλωτικών τους αναγκών, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος καταρρέει γύρω τους. Καλά όλα τα παραπάνω, αλλά εδώ δεν μιλάμε για στρατευμένο σινεμά που θέλει να περάσει βαριά μηνύματα, αλλά για ταινία τρόμου. Και σ'αυτή την περίπτωση όμως, ο Romero δεν κάνει λάθος. Με τον Savini σε μεγάλη φόρμα, με αναφορές στα pulp περιοδικά και στην comic μυθολογία, με μια έντονα διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, με το gore να φτάνει σε εντυπωσιακά επίπεδα, με μια σχεδόν πορνογραφική απεικόνιση της βίας, ο Romero βγάζει από το οπλοστάσιό του απεντερώσεις, ξεκοιλιάσματα, ακρωτηριασμούς, διαλυμένα κεφάλια και ανατριχιαστικές σκηνές κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας, με το τελευταίο μέρος του Dawn of the Dead να αποτελεί ένα φεστιβάλ αίματος και βίας. Ο Romero χειραγωγεί τον θεατή, ώστε να συμπαθήσει τους βασικούς χαρακτήρες, να μπει ο ίδιος στη θέση τους, να νιώσει την ασφάλεια που κι εκείνοι νιώθουν, μέχρι την τελευταία έκρηξη βίας που θα καταστρέψει την ειδυλλιακή ουτοπία στην οποία ζούσαν. Διατηρώντας έναν σχετικά ρεαλιστικό τόνο, όσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια ταινία με ζόμπι, το πρώτο μέρος του Dawn of the Dead αποτελεί στην πραγματικότητα έναν εκτεταμένο πρόλογο που το κινηματογραφικό κοινό νιώθει ότι θα οδηγήσει σε μια μακάβρια έκρηξη βίας. Κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του Romero, ο οποίος καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αίσθημα που παίζει ανάμεσα στην φαινομενική ασφάλεια και στη λανθάνουσα απειλή κι ένα κλίμα που μοιάζει ταυτόχρονα ειδυλλιακό και επικίνδυνα ρευστό, αναπτύσσοντας με ύπουλο, υπνωτικό τρόπο την αγωνία και την αβεβαιότητα. Οι κωμικοί διάλογοι, κάποια slapstick στοιχεία και οι over-the-top συμπεριφορές διατηρούν τον νωχελικό ρυθμό και χειραγωγούν τις προσδοκίες του θεατή, έτσι ώστε η τελική έκρηξη, παρά το γεγονός ότι είναι αναμενόμενη, να έρχεται απότομα και επώδυνα. Σωστή ισορροπία σάτιρας και κοινωνικού σχολίου, όσο κι αν μοιάζει κάτι διαφορετικό, το Dawn of the Dead αποδεικνύεται στο τέλος μια σκοτεινή, σαρκαστική, καθαρόαιμη ταινία τρόμου. Η ταινία κυκλοφορεί σε δύο version, την αμερικάνική εκδοχή διάρκειας 140 λεπτών, και την ευρωπαϊκή εκδοχή για τις μη-αγγλόφωνες χώρες όπου το τελικό μοντάζ το ανέλαβε ο Argento με τη διάρκεια της ταινίας να περιορίζεται στα 120 λεπτά και το soundtrack της ταινίας να αντικαθίσταται από την μουσική των Goblin. Καλές εκδοχές και οι δυο, με την πρώτη να είναι ακριβώς όπως ήθελε ο Romero, και την δεύτερη να φαίνεται κάπως πιο γρήγορη. 

DAM OMEN II 1978

DAM OMEN II 1978

Ο μικρός αντίχριστος

Σκηνοθεσία: Don TaylorMike, Hodges

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 47m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

William Holden: Richard Thorn

Lee Grant: Ann Thorn

Jonathan Scott-Taylor: Damien Thorn

Robert Foxworth: Paul Buher

Nicholas Pryor: Charles Warren

Lew Ayres: Bill Atherton

Sylvia Sidney: Aunt Marion

Lance Henriksen: Sergeant Neff

Elizabeth Shepherd: Joan Hart

 

Ο Ντέμιεν, ο γιος του Σατανά, είναι 15 χρονών και ζει μαζί με το θείο του Ρίτσαρντ Θορν και τη θεία του Ανν. Καθώς ο Ντέμιεν ανακαλύπτει τις δυνάμεις και τους προστάτες του, σχεδιάζει να πάρει τον έλεγχο των επιχειρήσεων του θείου του και σε τελική φάση να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Το σατανικό σχέδιο βρίσκεται σε εξέλιξη και όποιος επιχειρεί να αποκαλύψει μυστικά σχετικά με το αμαρτωλό παρελθόν ή το δαιμονικό μέλλον του Ντέμιεν έχει τραγική κατάληξη…

Το «Omen ΙΙ: Damien» σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με το «The Omen», έλαβε μικτές κριτικές και όπως είναι λογικό, εμπορικά κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως, είναι ένα πολύ καλό θρίλερ που αξίζει να δει κάποιος, έχοντας δει βέβαια την πρώτη ταινία. Η μουσική είναι και πάλι του Jerry Goldsmith και αυτή τη φορά εκπληκτική βοηθάει πολύ την ταινία, στις σκηνές όπου η αγωνία κορυφώνεται.