Κυριακή 31 Μαΐου 2020

City Lights 1931


City Lights 1931
Τα Φώτα της Πόλης


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Comedy, Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 27min
Παίζουν:
Virginia Cherrill = Το τυφλό κορίτσι
Florence Lee = Η γιαγιά του κοριτσιού
Harry Myer = Ένας κεντρικός εκατομμυριούχος
Al Ernest Garcia =             James, ο μπάτλερ του εκατομμυριούχου
Hank Mann = ο πυγμάχος
Charles Chaplin = Ο αλητάκος


Ένας αλητάκος ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλιδα, η οποία πιστεύει ότι είναι εκατομμυριούχος. Προκειμένου να μη διαψεύσει τις ελπίδες της, εκείνος κάνει τις πιο απίθανες δουλειές για να τη βοηθήσει να βρει το φως της. Το αριστούργημα του Charlie Chaplin, η ταινία που έκανε τον «πολύ» Αϊζενστάιν να κλαίει σα μικρό παιδί: το σλάπστικ δένει άψογα με το ρομάντζο, το ταξικό παιχνίδι με τον αλκοολικό εκατομμυριούχο είναι απολαυστικό, ενώ η τελειομανία του Chaplin συνθέτει μια κωμική χορογραφία με αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού.


Κάθε φορά που βλέπω το City Lights ξαφνιάζομαι. Η εντύπωση της προηγούμενης φορά είναι πάντα τόσο ζωντανή μέσα μου που είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η ταινία είναι ομιλούσα – πως αλλιώς μπορεί να «γράψει» ανεξίτηλα μία ταινία στο μυαλό και στην ψυχή ενός θεατού αν όχι με τα λόγια;
Χωρίς λόγια? Χωρίς λόγια.
Η ταινία γυρίστηκε το 1931 και είναι ουσιαστικά η τελευταία βουβή ταινία του Chaplin – αντιμετωπίζοντας πάντα ως υβρίδιο το Modern Times στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί προ-ηχογραφημένος ήχος, παρόλο που και κει ο Αλήτης παραμένει βουβός. Στην συνέχεια ο Chaplin θα διαβεί τον Ρουβίκωνα (όχι και πολύ πρόθυμα είναι η αλήθεια) και θα προσαρμοστεί πλήρως στα νέα τεχνικά δεδομένα γυρίζοντας πέντε ομιλούσες ταινίες και αποδεικνύοντας ότι ένα αυθεντικό ταλέντο μπορεί να αντιπαρέλθει κάθε αντιξοότητα. Ο Αλήτης του δεν θα τον ακολουθήσει. Όπως λοιπόν θα άρμοζε σε ένα κύκνειο άσμα ( της βουβής εποχής), το City Lights είναι ένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης, ένα δυνατό σημείο αναφοράς, ένα υψηλής ποιότητας έργο τέχνης.



Ο Charlie Chaplin και σε αυτήν την ταινία διατηρεί την πενταπλή ιδιότητα του παραγωγού, σεναριογράφου, σκηνοθέτη, πρωταγωνιστή και συνθέτη της συνοδευτικής μουσικής και αντιμετωπίζει την κάθε μία από τις προκλήσεις άρτια.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ο Αλήτης, το αγαπημένο alter ego του δημιουργού. Ο πολυαγαπημένος και διεθνώς αναγνωρίσιμος χαρακτήρας που γεννήθηκε το 1914, στο City Lights παραδίδει την πιο ολοκληρωμένη εκφραστικά ερμηνεία του, ένα μικρό ερμηνευτικό θαύμα που θα επαναληφθεί στο Modern Times, τον καταληκτικό σταθμό της φιγούρας με το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστακάκι, το στενό σακάκι, το μπαστούνι και το χαριτωμένο βάδισμα.


Μία νύχτα ο Αλήτης περιφερόμενος στην πόλη συναντά έναν εκατομμυριούχο (Harry Myers) που αποπειράται να αυτοκτονήσει και τον εμποδίζει. Ο εκατομμυριούχος αναγνωρίζοντας ότι η απόπειρά του ήταν μία τρέλα, τον ευχαριστεί και τον οδηγεί μέσα στο σπίτι του κάτω από την υψηλά ιστάμενη μύτη του μπάτλερ του (Allan Garcia) που ξινίζει τα μούτρα του μόλις τον βλέπει. Μόλις όμως ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας συνέρχεται από το μεθύσι του δεν αναγνωρίζει πλέον τον Αλήτη. Με το που πέφτει η νύχτα και μετά από σχετική κατανάλωση αλκοόλ ο δυστυχισμένος εκατομμυριούχος ξαναθυμάται τον φίλο του και σωτήρα του και του φέρεται με ζεστασιά. Στο μεταξύ ο Αλήτης ερωτεύεται ένα τυφλό κορίτσι με αναγεννησιακή μορφή που πουλάει λουλούδια στο δρόμο (Virginia Cherrill) και αποφασίζει να την βοηθήσει. Την επόμενη μέρα αγοράζει με τα λεφτά που του έχει δώσει ο πλούσιος όλο της το στοκ και αυτή θεωρεί ότι ο Αλήτης είναι πλούσιος. Μία λανθασμένη εντύπωση που όμως ενισχύεται όταν ο Αλήτης της εξασφαλίζει τα λεφτά που απαιτούνται προκειμένου να υποβληθεί στην εγχείριση που θα της επέτρεπε να ξαναβρεί το φως της.
Σ΄ αυτήν την ταινία ο χαρακτήρας του Αλήτη μας παρουσιάζεται στην πιο ολοκληρωμένη του εκδοχή και διαφαίνεται μέσα από την συνέπειά του, πως όλες οι επιδιώξεις του δημιουργού του πλησιάζουν προς μία επιτυχή ολοκλήρωση. Ο Αλήτης είναι ένας μοναχικός παρατηρητής, μία περιθωριακή φιγούρα, μακριά από κάθε σύμβαση, που εισβάλλει στην ζωή των δευτεραγωνιστών προκειμένου να τους δώσει νέες προοπτικές, να τους εμπνεύσει, να τους εμφυσήσει κουράγιο. Ελεύθερος από κάθε ανθρώπινη δέσμευση και από κάθε ενήλικη υποχρέωση (οικογένεια, φίλοι, σπίτι, μόνιμη εργασία κ.λ.π.) λειτουργεί σαν από μηχανής θεός, ως ονειρική επίσκεψη. Αφελής σαν παιδί, άτεγκτος σαν φωνή συνείδησης, χαριτωμένος σαν εφηβικό όνειρο. Υπεύθυνος μόνο απέναντι στην καρδιά, τη δική του και των συνανθρώπων του, η ενασχόλησή του με τα γήινα ανανεώνει την ανακούφισή μας καθώς μοιάζει κυρίως με άγγελο. Ένας έκπτωτος άγγελος;


Το παρουσιαστικό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ψυχικό κόσμο που σκιαγραφεί ο δημιουργός/ερμηνευτής. Αυτή η αντίθεση προκαλεί και την πλάνη πάνω στην οποία δομείται η ιστορία. Το κορίτσι τον περνά για πλούσιο διότι δεν τον βλέπει, ο εκατομμυριούχος τον «βλέπει» μόνο με τα μάτια του μεθυσιού του που δεν του επιτρέπουν έτσι κι αλλιώς να τον ανακαλέσει όντας νηφάλιος και για αυτό οι αντιδράσεις του απέναντι στον ήρωα είναι ανθρώπινες και τρυφερές μόνο όσο διαρκεί το μεθύσι. Όποιος έρχεται σε οπτική επαφή με το εξωτερικό παρουσιαστικό του Αλήτη πρώτα, όπως ο μπάτλερ ή ο αστυνομικός με ευκολία τον αντιμετωπίζει ως άθλιο.
Ο Chaplin εμφανώς προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα της ταξικής διαφοροποίησης και των κοινωνικών ανισοτήτων και το αφηγηματικό εύρημα της πλάνης του κοριτσιού εξυπηρετεί την πρόθεση του να σχολιάσει την επιφανειακή τάση των ανθρώπων (ταυτόχρονα και την βιάση τους) να κρίνουν και να κατατάσσουν τους ανθρώπους με γνώμονα τις πληροφορίες της πρώτης ματιάς και αγνοώντας πάντοτε την ύπαρξη μίας φυσικής ευγένειας και μίας έμφυτης ευαισθησίας που θα μπορούσε ενδεχομένως να διέπει το σύνολο ενός χαρακτήρα. Η κοπέλα που δεν επικοινωνεί καθόλου με τα μάτια (όργανο πλάνης πολύ συχνά), ανιχνεύει με ευκολία τον ψυχικό πλούτο του Αλήτη που οπωσδήποτε έρχεται σε αντιδιαστολή με την εμφάνισή του και την οικονομική του θέση. Ο Chaplin προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε προαιώνια ερωτήματα . Ο αλτρουισμός, το ήθος, η πηγαία ευαισθησία, ο πλούτος των συναισθημάτων, δεν θα έπρεπε να είναι τα κριτήρια κατάταξης των ανθρώπων σε κατηγορίες, τάξεις, τα κριτήρια τοποθέτησης των ανθρώπων κάτω από βαρύγδουπες ταμπέλες? Αν φυσικά υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε κατηγοριοποίηση είναι θεμιτή;


Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι το περιτύλιγμα όλων των παραπάνω είναι κωμικό. Η κωμωδία ως είδος υπηρετείται εδώ από μία σειρά κλασσικών σκηνών Chaplin όπου η μανιέρα του ξεδιπλώνεται σ’ όλο της το μεγαλείο προσφέροντας άφθονο γέλιο. Όλες οι σκηνές είναι μελετημένες και γυρισμένες στα όρια του ξεκαρδιστικού slapstick και της συμβολιστικής παντομίμας.
Η εναρκτήρια σκηνή με τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος, κατά την οποία ο Chaplin βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει με διακριτικό τρόπο την νέα «ομιλούσα» (ή μήπως τόσο φλύαρη) εποχή, η σκηνή του εστιατορίου όπου ο Αλήτης επιτίθεται στον καθωσπρεπισμό της υψηλής κοινωνίας, η κλασσική και πασίγνωστη σκηνή στο ρινγκ με τον Αλήτη να φροντίζει να διατηρεί τον διαιτητή πάντοτε ανάμεσα σε αυτόν και στον αντίπαλό του ώστε να μην φάει ξύλο, μπορούν να αντιμετωπιστούν και αυτόνομα και ανθολογούνται ως 3
Τα εκφραστικά μέσα ποικίλα και ανεξάντλητα, είναι αδύνατον να συνειδητοποιηθούν κατά την διάρκεια της θέασης, μόνο αργότερα κατασταλάζουν μέσα μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή η τέως τυφλή κοπέλα αναγνωρίζει τον Αλήτη με την αφή, από τα χέρια, το ύστατο εκφραστικό μέσο . Η σκηνή μνημονεύεται για την πυκνότητα των συναισθημάτων που οι δύο ηθοποιοί καταφέρνουν να εκμαιεύσουν τελικά ο ένας από τον άλλο. Η αμηχανία και το αρχικό ξάφνιασμα της τυφλής κοπέλας που τα διαδέχεται ένα πλατύ χαμόγελο αποδοχής απέναντι στο γεμάτο αγωνία για τις αντιδράσεις της πρόσωπο του Αλήτη που στη συνέχεια φωτίζεται από την ανακούφιση και το αίσθημα της πλήρους δικαίωσης. Σ’ αυτήν την σκηνή ακούμε ξεκάθαρα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ!


Η ταινία δεν θα βαρεθώ να επαναλαμβάνω είναι ένα αριστούργημα, ένα πλούσιο δείγμα κινηματογραφικής γραφής που κάθε φορά που μελετάται διευρύνει ορίζοντες. Την ταινία δεν οφείλετε απλώς να την δείτε (ή να την ξαναδείτε) πρέπει κυρίως να φροντίσετε να έχουν την ευκαιρία να την βλέπουν οι νεώτεροι διότι πιστεύω ακράδαντα ότι ο ρόλος της είναι βαθιά εκπαιδευτικός. Ας μην επιτρέψουμε να χαθεί η ευκαιρία που προσφέρεται στα παιδιά, να μυηθούν σ’ ένα εμπνευσμένο έργο λίγο πριν τα σαρώσει (γιατί θα συμβεί σίγουρα) ένας Αρμαγεδδώνας προκαλούμενος από έναν ηλίθιο και έναν ακόμη πιο ηλίθιο!

Η ταινία με τους Ελληνικούς μεσότιτλους εδώ:

Modern Times 1936


Modern Times 1936
Μοντέρνοι Καιροί


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: : Charles Chaplin
Διάρκεια: 1h 27min
Είδος: Comedy, Drama, Family
Παίζουν:
Charles Chaplin = Εργάτης βιομηχανίας
Paulette Goddard = Η πιτσιρίκα
Henry Bergman = Ιδιοκτήτης του καφέ
Tiny Sandford = Ο μεγάλος Μπιλ
Chester Conklin = Μηχανουργός
Hank Mann = Burglar


Ο Σαρλό εργαζεται σε ένα εργοστάσιο με μηχανές, όπου προσπαθεί μανιωδώς να κρατηθεί στο γρήγορο ρυθμό τους. Τον επιλέγουν να συμμετέχει σε ένα πείραμα με ένα αυτοτροφοδοτούμενο μηχάνημα. Εκεί όμως του συμβαίνουν διάφορες αναποδιές, που οδηγούν το αφεντικό του στο συμπέρασμα ότι έχει τρελαθεί! Έτσι ο Σαρλό καταλήγει σε ψυχιατρικό ίδρυμα και όταν βγαίνει από εκεί, οδηγείται στη φυλακή - επειδή παρεξηγείται για κομμουνιστής - αλλά αποφυλακίζεται χαριστικά αφού καταφέρνει να αποτρέψει μια εξέγερση...


ε


Η τελευταία βουβή ταινία του Σαρλό, που όμως τελειώνει με τον ίδιο να τραγουδάει και στην ουσία να φανερώνει τον ήχο της φωνής του για πρώτη φορά στο παγκόσμιο κοινό. Την άγνοια του κοινού αυτού στην αγγλική σέβονταν ο δημιουργός κι αρνούνταν να μιλήσει ως τότε στο πανί, προτιμώντας τη διεθνή γλώσσα της εκφραστικότητας.
Σκηνή πρώτη. Ένα κοπάδι πρόβατα. Οι εργάτες πάνε στο εργοστάσιο. Ένας απ’ αυτούς, ο χειριστής πίνακα, σημαίνει την έναρξη της ημέρας κινώντας κάτι μοχλούς. Τα λαμπάκια ανάβουν, οι μηχανές ξεκινούν. Στο γραφείο του ο πρόεδρος του εργοστασίου διαβάζει εφημερίδα και παρακολουθεί τις εργασίες απ’ τη γιγαντοοθόνη δίπλα του. Οι εργάτες, ανάμεσά τους κι ο ήρωας της ταινίας (εξαιρετικός όπως πάντα ο Chaplin), δουλεύουν με γρήγορους ρυθμούς βιδώνοντας και καρφώνοντας. Δεν αρκεί. Ο πρόεδρος δίνει εντολή στον «ρυθμοκράτορα» να αυξήσει την ταχύτητα των μηχανών. Οι εργάτες αυξάνουν τους ρυθμούς τους. Ο Σαρλό δεν προλαβαίνει.


Απίστευτη σκηνή που ήδη μας έχει δώσει αρκετά στοιχεία για το τι πρέπει να περιμένουμε στη συνέχεια. Καταρχήν, η ταινία είναι ομιλούσα. Κατά ένα περίεργο όμως τρόπο, οι εργάτες δεν έχουν φωνή. Μόνο οι εντολές του προέδρου ακούγονται, κάποιοι ήχοι απ’ τα μηχανήματα και φυσικά η μουσική που συνέθεσε ο ίδιος ο Charlie Chaplin για την ταινία. Σαφέστατα βρισκόμαστε στην εποχή της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, στην εποχή της ανεργίας και της ανέχειας, του μεγάλου οικονομικού κραχ. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την παραγωγή και κατά συνέπεια τα κέρδη τους οι βιομήχανοι καταφεύγουν σε υπερβολές. Η υπερβολή σε όλο της το μεγαλείο στην απολαυστική σκηνή που ακολουθεί.


Στο γραφείο του προέδρου «εισβάλουν» τρεις τύποι σέρνοντας μαζί τους ένα μηχάνημα. Τον «αυτόματο ταϊστή» που θα επιταχύνει τους ρυθμούς εργασίας και θα κάνει το διάλειμμα για κολατσιό περιττό. Ακόμα όμως και η παρουσίαση του μηχανήματος είναι ηχογραφημένη και οι άνθρωποι που συνοδεύουν το μηχάνημα αρκούνται σε μια παντομίμα παρουσιάζοντας την επαναστατική εφεύρεση… Το μηχάνημα θα δοκιμαστεί στον Σαρλό και φυσικά είναι μια καταστροφή. Μια καταστροφή όμως που συνοδεύεται από γέλιο μέχρι δακρύων από τους θεατές. Χωρίς αμφιβολία, μια απ΄ τις σκηνές που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη… Και δεν είναι η μόνη.


Στην αμέσως επόμενη σκηνή, ο εργάτης μας που έχει πάθει νευρικό κλονισμό απ’ το συνεχές βίδωμα και τους ρυθμούς που ανεβαίνουν απάνθρωπα για να επιταχυνθεί η παραγωγή, βιδώνει ότι βρει μπροστά του, στη συνέχεια «απορροφάται» από τη μηχανή και σφηνώνεται στα γρανάζια της. Τροχοπέδη. Κατεβαίνει, παίζει με τους διακόπτες και προκαλεί εκρήξεις (εντυπωσιακά για την εποχή τους εφέ!). Ο αναρχικός εργάτης, αρπάζει το λάδι και αρχίζει να ψεκάζει με αυτό τους συναδέλφους του στο εργοστάσιο. Γρανάζια του συστήματος. Τον κυνηγούν. Δεν έχει παρά να τραβήξει το μοχλό που κινεί τα μηχανήματα κι αμέσως τρέχουν στα πόστα τους. Οι βίδες δε μπορούν να μη βιδωθούν. Συνεχίζει να τους λαδώνει, αυτοί κλείνουν τις μηχανές, ξανατραβάει το μοχλό… Συλλαμβάνεται και παραδίδεται στους γιατρούς που θα τον μεταφέρουν στο ψυχιατρείο. Προλαβαίνει να λαδώσει τον γιατρό και τον αστυνομικό που τον συνέλαβε. Γρανάζια του συστήματος. Cut. Απλά ιδιοφυές…


Σκηνή τρίτη. «Θεραπευμένος από νευρική κρίση αλλά άνεργος, φεύγει από το νοσοκομείο για να αρχίσει μια νέα ζωή». Οι απάνθρωποι ρυθμοί της πόλης. Οι άνθρωποι - πρόβατα ξανά. Ο ήρωάς μας προχωρά και μπροστά του πέφτει η κόκκινη σημαία από ένα φορτηγό. Τη σηκώνει με σκοπό να την επιστρέψει. Πίσω του φυσικά (…) εμφανίζεται πλήθος εργατών σε διαδήλωση. Ο Σαρλό προχωρά μπροστά προσπαθώντας να προλάβει το φορτηγό. Πίσω του ακολουθεί η πορεία. Οι αστυνομικοί χτυπούν τη διαδήλωση και συλλαμβάνουν τον πρωτεργάτη με την κόκκινη σημαία. Η κλούβα είναι εκεί δίπλα και εμφανίζεται αμέσως για να τον οδηγήσει στη φυλακή. Η κλούβα θα είναι εκεί και στη συνέχεια. Το μόνο σίγουρο. Δουλειές δεν υπάρχουν, χρήματα δεν υπάρχουν, η κλούβα όμως είναι εκεί. Πανταχού παρούσα. Είναι κι αυτό μια λύση βέβαια, γιατί τουλάχιστον μέσα έχεις κάποια σιγουριά…


Η απαρίθμηση των σκηνών θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Για την ακρίβεια, ο σκηνοθέτης Chaplin, έχει πλάσει όλες τις σκηνές αριστουργηματικά. Καμιά δεν υπολείπεται των άλλων και, φυσικά, καμιά δεν είναι περιττή. Έχει κατορθώσει να κάνει την πιο σκληρή (αλλά και πιο πικρή) κριτική απέναντι στο απάνθρωπο σύστημα της εποχής (και όχι μόνο αφού οι «Μοντέρνοι Καιροί» σε πολύ λίγα διαφέρουν απ’ τους «μετα-μοντέρνους καιρούς» που ζούμε), με τον πιο συγκλονιστικό αλλά και ξεκαρδιστικό τρόπο.


Το «αλητάκι» Paulette Goddard (η τότε σύντροφος του Chaplin) δίνει εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο της φτωχής και ορφανής κοπέλας που ερωτεύεται τον εργάτη και μαζί κάνουν σχέδια για το (κατά τα φαινόμενα δυσοίωνο) μέλλον τους. Μαζί με τον Chaplin, πρωταγωνιστούν σε μερικές υπέροχες σκηνές (όταν η κοπέλα κλέβει ένα καρβέλι ψωμί, στο σπίτι των ονείρων τους και φυσικά στο σπίτι - καλύβα που τελικά κατοικούν, σαν υπάλληλοι στο εστιατόριο…) όπου η κοινή πορεία τους έξω απ’ την ταινία φαίνεται να δανείζει την καλή χημεία της και στην αντίστοιχη κινηματογραφική τους σχέση.

Δύστυχος, λόγο αξίωσης πνευματικών δικαιωμάτων, δεν είναι επιτρεπτή η ανάρτηση της ταινίας στο You Tube.

Der Mude Tod 1921


Der Mude Tod 1921
Ο Θλιμμένος Θάνατος


Σκηνοθεσία: Fritz Lang
Συγγραφείς: Fritz Lang, Thea von Harbou
Είδος: Drama, Fantasy, Thriller
Διάρκεια: 1h 37min
Μεσότιτλοι: droutsis
Παίζουν:
Bernhard Goetzke = Ο θάνατος
Lil Dagover = Νεαρή γυναίκα
Walter Janssen = Νέος άνδρας
Hans Sternberg = Δήμαρχος
Karl Rückert = Carl Rückert
Max Adalbert = Συμβολαιογράφος


'Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το θάνατο'.
Μια παραβολή για την αγάπη και το θάνατο που αιχμαλωτίζει με τη φιλοδοξία, το αίνιγμα και την πολυπλοκότητά του.
Με τίτλο "Ένα γερμανικό λαϊκό τραγούδι σε έξι στίχους", το Destiny θέτει τις επιρροές του άμεσα.
Βαθιά ριζωμένη μέσα στην παράδοση της γερμανικής λαογραφίας, η βηματοδότηση της ταινίας είναι λυρική και το τρίο των παραμυθιών παίζει σαν μια συλλογή από ποιητικές βινιέτες που αποτελούν την κλασική γερμανική θλίψη.



Το Destiny είναι μια φανταστική παραβολή: μια νέα γυναίκα (Lil Dagover) τρομοκρατείται όταν ο αρραβωνιαστικός της (Walter Janssen) οδηγείται από την αδυσώπητη φιγούρα του Θανάτου (Bernhard Goetzke) που αγόρασε πρόσφατα ένα οικόπεδο που έχει μετατρέψει  σε έναν κλειστό με τοίχους κήπο  για τις ψυχές του, στη ανυπαρξία.
Ωστόσο, ίσως κουρασμένος από το ατελείωτο καθήκον του ως φορέα θνησιμότητας, ο Θάνατος προσφέρει μια συμφωνία: θα την μεταφέρει σε εναλλακτικές πραγματικότητες - την Περσία, τη Βενετία του 15ου αιώνα και την Κίνα - στην οποία καταλαμβάνουν εναλλακτικές προσωπικότητες, ερωτευμένες και σε κίνδυνο.
Αν μπορεί να σώσει τη ζωή του αγαπημένου της, σε οποιοδήποτε από αυτά, ο Θάνατος θα την αποπληρώσει.


Αλλά είναι μια πρόκληση που μπορεί να επεκταθεί και σε ένα σημερινό δίλημμα.
Το Destiny, αρχικά με τον τίτλο Der Müde Tod (ο κουρασμένος Θάνατος)  , είναι ένα βαθύ μυστηριώδες τραγικό μελόδραμα που φιλοδοξεί επίσης να είναι μια εξπρεσιονιστική σάτιρα, μια παράλογη όπερα για την καθημερινή μας πεποίθηση ότι εμείς, με τη νεολαία, την υγεία και τη δύναμή μας, μπορούμε να εξουδετερώσουμε τον κουρασμένο παλιό Θάνατο. Η αγάπη είναι πιο δυνατή από το Θάνατο, λέει η γυναίκα.
Είναι παράξενο και γοητευτικό, ένα απόκοσμο όνειρο για τη λαχτάρα και το φόβο.
Tο αίνιγμά του, είναι ένας συνδυασμός αθωότητας και πολυπλοκότητας.
Όπως συμβαίνει τόσο συχνά με τον πρώιμο και τον βωβό κινηματογράφο, βλέπουμε τη συγγένεια με το μύθο και το φανταστικό, αλλά διαπιστώνουμε ο βωβός  κινηματογράφος γνωρίζει πραγματικά τις δυνατότητες του μέσου και όλα αυτά φαίνονται να ξεφεύγουν από τον πιο εξελιγμένο, αλλά γήινο ρεαλιστικό κινηματογράφο που έρχεται αργότερα.
Γίνονται όλα πιο ονειρικά.


Ο θάνατος είναι ένα θέμα που στρέφει μια μεγάλη σκιά πάνω στη γερμανική τέχνη, ιδιαίτερα τα folksongs όπως εκείνη που φιλοδοξεί η ταινία του Lang.
Το σενάριο της Von Harbou οφείλει επίσης ένα χρέος στην παράδοση των παραμυθιών, με τους αδελφούς Grimm να έρχονται στο μυαλό μας σε όλη τη διάρκεια της ταινίας.
Και όμως, ακόμη και με αυτά τα βαθιά ερωτήματα μπορούμε να δούμε ότι  η προσέγγιση του Λανγκ έχει μια θαυμάσια ευκολία στην αφή και μια καταπληκτική αίσθηση του χιούμορ.
Μόνο κι από τα πρώτα λεπτά έναρξής του, το Destiny παραδίδει μερικά υπέροχα κωμικά κτυπήματα που εξακολουθούν να λειτουργούν ακόμα και χρόνια αργότερα, χάρη εν μέρει στη λειτουργία τους για την προώθηση του χαρακτήρα και της αφήγησης.


Η ίδια η μορφή του Θανάτου βρίσκεται στο κέντρο όλου αυτού.
Ο Λανγκ παρουσιάζει την εικόνα του Θανάτου, με μια εντυπωσιακή μαύρη σιλουέτα με κοίλα χαρακτηριστικά και στοιχειωμένα μάτια, αλλά αυτός ο θάνατος έχει μια σχεδόν κούραση, μια κατώτερη συμπεριφορά που όχι μόνο χρησιμεύει ως σημαντική αφήγηση και θεματική συσκευή, αλλά είναι, επίσης,  περίεργα αστεία.
Ο σύγχρονος θεατής, θα μπορούσε να απορρίψει το χιούμορ στο Destiny ως απλή συνέπεια της φαινομενικά ιδιόρρυθμης σκηνής του σιωπηλού κινηματογράφου, αλλά αυτή είναι σαφώς η πρόθεση του Λανγκ και όχι μόνο μέσα από τις παραστάσεις που παράγει από το καστ, αλλά και από τη θέση του στη δομή του.
Όπως έδειξε αργότερα με το Metropolis, ο Λανγκ γνωρίζει έντονα τη σημασιολογία των μορφών μέσα σε μια σύνθεση και σε αυτήν την ταινία χρησιμοποιεί το mise en scène για να τα συντρίψει.
Εδώ το χρησιμοποιεί για να ενισχύσει ως παραμυθένια πρόσωπα, το μελοδραματικό, ρομαντικό και κωμικό.
Είναι επίσης σαφές ότι η πρόθεση του Destiny, εκτός από τη λειτουργία του ως ηθικού μύθου, ήταν να είναι ένα κομμάτι ψυχαγωγίας κι εκεί τα καταφέρνει υπέροχα.

Η ταινία είναι γεμάτη με εκθαμβωτικά ειδικά εφέ, πολλά από τα οποία είναι πρωτοποριακά για την εποχή του και ενώ η κύρια αφήγηση είναι άμεση και ξεκάθαρη, οι τρεις ιστορίες συνδυάζουν εξωτικές τοποθεσίες.
Αυτό το κάνει περιστασιακά περίπλοκο, αλλά είναι επίσης μια ευκαιρία για τον Λανγκ να πειραματιστεί και να παίξει.




Η δεύτερη παραμυθένια ιστορία - σε ένα ιταλικό Carnevale - είναι μια όμορφα κατασκευασμένη οπτική ετικέτα, με τον Λανγκ να σχεδιάζει τη σύνθεση της αναγεννησιακής ζωγραφικής για να παρουσιάζει την ξεχωριστή οπτική του.
Πολλές ταινίες της βωβής εποχής ευνοούσαν τα γραφικά της ιστορίας, οπότε το Destiny είναι ένα πρώιμο παράδειγμα αυτών των κλασσικών (και ακόμα πολύ γοητευτικών) τεχνικών που χρησιμοποιούνται (κυρίως) για την υποστήριξη της αφήγησης.

Η φύση του υλικού φαίνεται να είναι πιο κοντά στο έργο του Μ. Μουρνάου από τον Λανγκ, αλλά αυτά τα ζητήματα θνησιμότητας είναι εξίσου βασικά και για το δικό του έργο.
Χρησιμοποιώντας μια φολκλορική αφήγηση, ο ίδιος και η συν-συγγραφέας του Τία Χάρμπου (η σύζυγός του και ο πιο ζωτικός συνεργάτης του) λύνουν τα ζητήματα της ζωής, του θανάτου και της θνησιμότητας πίσω σε μια όμορφη απλότητα, αφήνοντας τις ιστορίες απαλλαγμένες από πολύπλοκες σχεδίασης και ικανές να παίξουν από τα παραμύθια της ηθικής τους με την αμεσότητα των μεσαιωνικών μυστηρίων.
Μια εξπρεσιονιστική ταινία, η πρώτη τόσο σημαντική του Fritz Lang, που επηρέασε πολλούς. Ο Luis Bunuel είπε ότι με αυτό το έργο αποφάσισε να ασχοληθεί με την έβδομη τέχνη και ο Alfred Hitchcock θεωρούσε αυτή ως αγαπημένη του ταινία.


The Four Horsemen Of The Apocalypse 1921


The Four Horsemen Of The Apocalypse 1921
Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης


Σκηνοθεσία: Rex Ingram
Συγγραφείς: Vicente Blasco Ibáñez ,June Mathis
Διάρκεια: 2h 30min
Είδος: Drama, Romance, Wa
Παίζουν:
Pomeroy Cannon = adariaga
Josef Swickard = Marcelo Desnoyers
Bridgetta Clark = Doña Luisa
Rudolph Valentino = Julio Desnoyers
Virginia Warwick = Chichí
Alan Hale = Karl von Hartrott
Μεσότιτλοι: zelligas


Οι δυό κουνιάδοι μίας σπουδαίας Αργεντίνικης οικογένειας επιστρέφουν στις ευρωπαικές πατρίδες τους, με τις γυναίκες τους και τα παιδιά τους. Ο Γάλλος αναλώνεται σε μία ευχάριστη ζωή συγκεντρώνοντας πλούτη σε ένα Πύργο στην Μάρνη, ενώ ο άλλος ανατρέφει τα παιδιά του αυστηρά στην Γερμανία.
Σύντομα, όμως, θα εκραγεί ο Α Παγκόσμιος Πόλεμος, στην δίνη του οποίου εμπλέκεται όλη η Ευρώπη. Η Γερμανία εισβάλλει στην Γαλλία και σε κάποια στιγμή τα ξαδέλφια θα αναγκαστούν να αντιμετωπίσουν ο ένας τον άλλο σαν μισητό εχθρό...


Εντονα αντιπολεμική και σαφώς αντι-Γερμανική ταινία του σκηνοθέτη Rex Ingram στο λυκαυγές της κινηματογραφίας. Χρησιμοποιώντας τον ευαγγελική οραματισμό των 4 καταραμένων ιπποτών του Ολέθρου, βγαλμένων από την Αποκάλυψη του Ιωάννη, ο Ingram κρούει τον κώδωνα του κινδύνου κατά των εθνικισμών στη Ευρώπη και δείχνει έντονα την καταστροφή των οικογενειακών δεσμών και των νέων ανθρώπων που φέρνει ο Πόλεμος...
Βέβαια, παίρνει σαφή θέση υπερ των Γάλλων και κατά των Γερμανών, τους οποίους παρουσιάζει σαν κτηνώδεις και καταστροφικούς Ούννους...
Η ταινία μου θύμισε την ταινία του DW Griffith "Intolerance: Love`s Struggle Throughout The Ages - Μισαλλοδοξία", γυρισμένη το 1916 πάνω στο παρόμοιο μοτίβο της αλαζονείας και του μίσους του ανθρώπου προς τον συνάνθρωπο του...
Το "The Four Horsemen Of The Apocalypse" θα μπορούσε να είναι βραχύτερο και πιο εστιασμένο, γιατί κάπου κουράζει με κάποια έμφαση σε επουσιώδη.
Σίγουρα, όμως, πρέπει να το δουνε όλοι οι φίλοι της ιστορίας του κινηματογράφου, σίγουρα για την μεγάλη παρουσία και ερμηνεία του Rodolpho Valentino, αλλά και για το πάντα επίκαιρο θέμα της.


πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος του Rudolph Valentino συνδυάστηκε με την καλύτερη ταινία που έπαιξε ποτέ. Έγινε αυτόματα σταρ, αλλά έπρεπε να περιμένει τον Σεΐχη να αναλάβει δράση για τα περεταίρω. Άγνωστος τότε, υπόγραψε για 350 δολάρια την εβδομάδα, λιγότερα από όσα πήρε ο Wallace Beery, που έπαιζε πολύ μικρότερο ρόλο. Μάλιστα, η παραγωγή του παρείχε κοστούμια μονάχα ως γκαούτσο και γάλλο φαντάρο. Για την «πολιτική» του γαλλική εμφάνιση, ήταν αναγκασμένος να τα αγοράσει μοναχός! Ο Valentino, όμως, όχι μονάχα δεν απογοητεύτηκε, αλλά αγόρασε 25 πανάκριβα κοστούμια, που παράγγειλε σε μεγάλο νεοϋορκέζο ράφτη, και έκανε ένα χρόνο να τα ξεπληρώσει…




Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Hamlet (1921)

Hamlet (1921)

Τελικά ο πρίγκιπας Άμλετ ήταν...  η πριγκίπισσα Αμλέτα!!!


Ένα από τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ είναι το «Άμλετ». Ένας θρύλος περιβάλει το έργο αυτό, ενώ διάσημες παρέμειναν για αιώνες οι διάφορες ατάκες του έργου, όπως το περίφημο: to be or not to be!
Δεν ήσαν όμως όλοι οι λόγιοι σύμφωνοι με την μυθοποίηση αυτού του έργου. Ο Βολτέρος, ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος αποκαλεί το έργο του Σαίξπηρ, ένα άγευστο συνονθύλευμα καλής διάθεσης και ανοησίας. Ο Χέρντε λέει ότι ο Άμλετ είναι μία συνήθης συναισθηματική κρίση. Ακόμη ο Γκαίτε απέρριψε τη φήμη του Άμλετ με έντονο τρόπο: "Ο Άμλετ είναι ένα ευνουχισμένο πρόβατο", είπε! Αλλά όλους αυτούς τους ξεπερνά ο Αμερικανός καθηγητής Vining, ειδικευμένος στον «Άμλετ». Μας έδωσε μια νέα ερμηνεία:
Το κλειδί στο «Άμλετ» ήταν μέχρι τώρα ένα βαθύ μυστικό, μας λέει. Ο Άμλετ στην πραγματικότητα ήταν γυναίκα! Πάντως για να λέμε την αλήθεια δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε μόνος που υποστήριξε κάτι τέτοιο . Ήδη από αιώνες κυκλοφορούσε στις Σκανδιναβικές χώρες ο μύθος της πριγκίπισσας που για να μην χάσει η οικογένειά της τα δικαιώματα διαδοχής στον θρόνο, μια και δεν υπήρχαν άρρενες διάδοχοι,  την παρουσιάσανε και την αναθρέψανε σαν αγόρι!
Διακαής ήταν ο πόθος της διάσημης ηθοποιού της εποχής Asta Nielsen να πρωταγωνιστήσει σε μία τέτοια διασκευή του «Άμλετ» και να παίξει τον συγκεκριμένο ρόλο.


Ανταπόκριση δεν έβρισκε από κανέναν και έτσι αναγκάστηκε να ιδρύσει εταιρία παραγωγής η ίδια ώστε να πραγματοποιήσει την επιθυμία της. Τελικά τα κατάφερε και στις 4 Φλεβάρη του 1921 και έκανε πρεμιέρα στο Βερολίνο!


Τα τελευταία χρόνια έντονη είναι η επιθυμία των φιλότεχνων να βρουν και να αποκαταστήσουν, εκμεταλλευόμενοι τις ευκολίες που προσφέρει η ψηφιακή τεχνολογία, όλα τα παλιά αριστουργήματα που έχουν να κάνουν με την ιστορία του κινηματογράφου. Το πρωτότυπο αρνητικό της παρούσα ταινίας όμως δεν έχει διασωθεί. Όλοι οι μεσότιτλοι αυτής της αποκατασταθείσας κόπιας έχουν παρθεί από τα αρχεία της Γερμανικής λογοκρισίας, της 10ης Νοέμβριου του 1920. Σκηνές που έλειπαν ή κατεστράφησαν συμπληρώθηκαν από ταινία Γαλλικής έκδοσης που προέρχεται από το ίδιο αρνητικό φιλμ όπως και η Γερμανική έκδοση.
Για το διασκευασμένο σενάριο να πούμε τα εξής:
Εκτός από την κεντρική διασκευή του ότι ο Άμλετ είναι γυναίκα, το διασκευασμένο σενάριο παρουσιάζει αρκετές ακόμα αποκλίσεις από το πρωτότυπο έργο. Η εμφάνιση της Asta Nielsen ήταν τόσο εντυπωσιακή, ώστε πολλές γυναίκες ηθοποιοί παρακινήθηκαν να παίξουν τον Άμλετ, τον αυθεντικό..Μία απ’ αυτές ήταν και η θρυλική Σάρα Μπερνάρ, η οποία έπαιξε επί σκηνής τον ρόλο του Άμλετ!
Γενικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι η διασκευή αυτού του έργου ήταν ιδανική για τις φεμινίστριες!
Οι μεσότιτλοι μεταφράστηκαν από εμένα.

The Three Musketeers 1921

The Three Musketeers 1921

ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΣΩΜΑΤΟΦΥΛΑΚΕΣ


ΣκηνοθεσίαFred Niblo
Με τους: Douglas FairbanksΝταρτανιάνEugene Pallette=ΆραμιςGeorge Siegmann=ΠόρθοςLéon Bary=Άθος, Marguerite De La Motte=ΚονστάνςNigel De Brulier=Καρδινάλιος ΡισελιέMary MacLaren=Βασίλισσα ΆνναAdolphe Menjou=Λουδοβίκος ο ΧΙΙκ.α.

Ο Ντάγκλας Φέρμπανκς, στην πρώτη κινηματογραφική απόδοση της διάσημης ιστορίας του Αλέξανδρου Δουμά, υποδύεται τον Νταρτανιάν, ο οποίος ενώνει τις δυνάμεις του με τους τρεις σωματοφύλακες (Άθος, Άραμις και Πόρθος), για να αντιμετωπίσουν τον καρδινάλιο Ρισελιέ και να σώσουν τη Γαλλία.


Ταινία που θεωρείται από τις καλύτερες του βωβού κινηματογράφου για τη λεπτομέρεια στα κοστούμια και την απόδοση της εποχής.
Ο εκπληκτικός Ντάγκλας Φέρμπανκς δεν είναι κανένα παιδαρέλιΣε ηλικία 38 ετών έπαιξε τον έφηβο ξιφομάχο!


Όταν όμως τον βλέπουμε στην ταινία με τι θέρμη ξιφομαχεί, τις τούμπες και τα άλματά του και άλλα ακροβατικά, καθόλου δεν πάει ο νους μας ότι ο ηθοποιός αυτός είναι ένας ώριμος άνδρας!


Για να λέμε την αλήθεια, έγινε αρκετά επιλεκτική προσαρμογή του βιβλίου του Αλέξανδρου Δουμά ‘ώστε να ταιριάζει  γάντι στις ικανότητες του Ντάγκλας Φέρμπανκς.
Στην εποχή της η ταινία σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία με εισπράξεις πάνω από ενάμισι εκατομμύριο δολάρια!
Για την υπόθεση δεν χρειάζεται να πούμε και πολλά. Είναι λίγο- πολύ γνωστή, καθώς και τα ιστορικά γεγονότα της εποχής και ο τυραννικός Καρδινάλιος  Ρισελιέ, που για να αποκτήσει πολιτική δύναμη δεν δίσταζε να πατήσει και επί πτωμάτων!


Η ιστορία έχει πολλές φορές μεταφερθεί στον κινηματογράφο, έχει γίνει μάλιστα και ένα καρτούν όπου ο Μίκη, ο Γκούφη και ο Ντόλαλτ είναι οι τρείς σωματοφύλακες!


Να επισημάνω επίσης την συμπαθητική παρουσία την νεαρής –τότε- ηθοποιού Marguerite De La Motte, γεννήθηκε το 1902, στο ρόλο της μοδιστρούλας της βασίλισσα και έμπιστης ακολούθου της, την οποία ο Νταρτανιάν ερωτεύεται. Η κοπέλα είχε σπουδάσει χορό, αλλά από νωρίς απασχολήθηκε  στον βωβό κινηματογράφο.


Έπαιξε δε πολλές φορές στο πλευρό του Ντάγκλας Φέρμπανκς. Πέθανε όμως  νωρίς, στα 47 της χρόνια.
Μεσότιτλοι προς μετάφραση δεν πρησκόντουσαν στο διαδίκτυο, αναγκάστηκα λοιπόν να αντιγράψω κάθε Αγγλική λέξη κατευθείαν από την ταινία και να κάνω την μετάφραση μετά.

Orphans Of The Storm 1921


Orphans Of The Storm 1921

Οι Δύο Ορφανές



Σκηνοθεσία: D.W. Griffith
Συγγραφείς: Adolphe d'Ennery , Eugène Cormon
Είδος: Drama, History, Romance
Διάρκεια: 2h 30min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Lillian Gish = Henriette Girard
Dorothy Gish = Louise Girard
Joseph Schildkraut = Ιππότης de Vaudrey
Frank Losee =  Countess de Linieres
Morgan Wallace = Μαρκίσιος de Praille


Βρισκόμαστε στη Γαλλία του 18ου αιώνα, λίγο πριν τη Γαλλική επανάσταση. Έξω από μια εκκλησία ένα νεογέννητο βρέφος βρίσκεται εγκαταλελειμμένο. Είναι η Λουίζα, το εξώγαμο παιδί ενός αριστοκράτη. Ένας άπορος χωρικός, ο Ζεράρ, που έχει και αυτός μια θυγατέρα, την Εριέττα, θα περιμαζέψει το φτωχό ορφανό και θα το πάρει μαζί του στο σπίτι. Η Λουίζα και η Εριέττα θα μεγαλώσουν σαν αδερφούλες. Ο Ζεράρ και η γυναίκα του θα πεθάνουν από την πανούκλα, και η Λουίζα θα χάσει το φως των ματιών της. Οι δύο αδελφές θα καταφύγουν στο Παρίσι, για να γιατρευτεί η τυφλή Λουίζα. Εκεί θα τους βρει το ξέσπασμα της Γαλλικής επανάστασης. Η Εριέττα απαγάγεται από τον Μαρκήσιο ντε Πρελ, ενώ ο Σεβαλιέ ντε Βολντρί που πάει να τη βοηθήσει θα καταδικαστεί σε θάνατο. Η Εριέττα καταδικάζεται να αποκεφαλιστεί στη γκιλοτίνα. Κατά την εκτέλεση παρουσιάζεται ο Δαντόν για να σώσει την Εριέττα. Η ταινία τελειώνει με ένα φλογερό κήρυγμα του Δαντόν.


Το έργο βασίζεται στο ομώνυμο γαλλικό θεατρικό έργο των Αντόλφ ντ΄ Ενερύ και Εζέν Κορμόν. To έργο αυτό είναι και το τελευταίο της συνεργασίας της πρωταγωνίστριας Λίλιαν Γκις και του Γκρίφιθ εν σειρά 42 κινηματογραφικών έργων. Για τα σκηνικά κατασκευάστηκαν 57.000 τετραγωνικά μέτρα ιστορικών κτιρίων του Παρισιού. Το έργο γνώρισε τεράστια εμπορική επιτυχία.


Μπορεί ο Griffith να κήρυττε πως υπάρχει ιστορική βάση στο έργο του, αυτό απλά βασίζεται σε ένα κλασικό μελοδραματικό έργο, που είχε μεταφραστεί σε 40 γλώσσες. Το έργο αυτό του το σύστησε η φίλη του Lillian Gish και του είχε προτείνει την αδελφή της, Dororthy, για τον ρόλο της Ενριέτας. Όμως, ο Griffith άλλαξε τους ρόλους και η Lillian Gish δεν ήταν ο σύνηθες μελοδραματικός χαρακτήρας του έργου. Αυτό το έργο (σύμπτωση;) είναι η τελευταία συνεργασία ανάμεσα σε σκηνοθέτη και Lillian και η τελευταία ανάμεσα στις δύο αδελφές.