Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luis Bunuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Luis Bunuel. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2021

El Angel Exterminador 1962

El Angel Exterminador 1962

Ο Εξολοθρευτής Αγγελος


Σκηνοθεσία: Luis Bunuel

Σενάριο: Luis Bunuel, Luis Alcoriza

Είδος: Drama, Fantasy, Luis Bunuel, Mystery

Διάρκεια: 01:35

Γλώσσα: Spanish 

Παίζουν:

Silvia Pinal: Leticia 'La Valkiria'

Jacqueline Andere: Alicia de Roc

José Baviera: Leandro Gomez

Augusto Benedico: Carlos Conde

Luis Beristain: Cristián Ugalde

     Μια παρέα που αποτελείται από αριστοκράτες, προσκαλείται μετά την όπερα στο σπίτι ενός από τη συντροφιά για πάρτι και δείπνο. Καθώς η ώρα περνά ένας προς έναν οι υπηρέτες εγκαταλείπουν την οικία και οι καλεσμένοι ανακαλύπτουν πως για έναν περίεργο λόγο δεν μπορούν να φύγουν.

Σουρεαλιστική και μαύρη κωμωδία του Luis Bunuel με στοιχεία θρίλερ , που κάνει μια εξονυχιστική εξέταση της πραγματικότητας της ανθρώπινης ψυχής απογυμνώνοντας την από τον έξω-επιβαλλόμενο καθωσπρεπισμό της κοινωνικής οργάνωσης και κομψότητας. Ο Bunuel με πραγματική μαεστρία χειρίζεται ένα θέμα που ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να είναι επίκαιρο όσο και η ταινία του που μας έρχεται από το 1962. Μετά το Viridiana (1960) επιστρέφει ακόμα πιο δυναμικά και η όχι απλά ζωηρή-μάλλον άγρια θα τη χαρακτήριζα- φαντασία του συνδυαζόμενη με την έντονα πολιτικοποιημένη του ματιά και την προσωπική του βιοθεωρία και φιλοσοφία γύρω από τη φύση του ανθρώπου, προκαλεί ένα χάος προβληματισμών και ερωτημάτων όσο χαοτική είναι και η ταινία του, από την οποία εισπράττει κανείς περισσότερα ερωτήματα παρά απαντήσεις.

Ο Bunuel έχει ένα εξαιρετικό τρόπο να προβάλει ιδέες , σύμβολα και μια ολόκληρη θεωρία χωρίς τη μεσολάβηση και βοήθεια της γλώσσας. Οι ασπρόμαυρες εικόνες του είναι άμεσες, απέριττες και φτάνουν ακριβώς στην ουσία της όλης υπόθεσης. Οι καλεσμένοι φτάνουν στο σπίτι, ανεβαίνουν τη σκάλα, κατευθύνονται προς την πόρτα. Η σκηνή επαναλαμβάνεται με τη διαφορά όμως πως η λήψη τώρα πραγματοποιείται από μια κάμερα που βρίσκεται τοποθετημένη ψηλότερα και επιτρέπει μια διαφορετική οπτική τόσο του χώρου όσο και της υπόθεσης. Τι ακριβώς όμως συμβαίνει ; Σε λίγο συνειδητοποιούμε και εμείς και οι επισκέπτες ότι απλά δεν μπορούν να εγκαταλείψουν την οικία και ο λόγος είναι ακατανόητος αν και για τους θεατές ίσως περισσότερο προφανής.

Σκηνές και διάλογοι επαναλαμβάνονται. Οι αριστοκράτες καλεσμένοι και όλη η ισορροπημένη κοινωνική δομή που τους στηρίζει και υπήρχε στην αρχή , τώρα καταρρέει, καθώς αρχίζουν να εξαπολύουν κατηγορίες στον οικοδεσπότη ότι αυτός είναι ο πραγματικός υπεύθυνος για την άβολη κατάσταση στην οποία βρίσκονται και τους έχει αιχμαλωτίσει εκεί. Οι συζητήσεις τους γίνονται προσβλητικές, οι μάσκες και το υποστηρικτικό τους υπόβαθρο των καλών τρόπων και των ακριβών ρούχων πάνε περίπατο αποκαλύπτοντας την πραγματικότητα της μπουρζουαζίας που τώρα αναζητά απόμερες γωνιές μακριά από τα μάτια των υπολοίπων.

Ο κύκλος της ζωής προβάλλεται με τρόπο άγριο και γελοίο. Οι κύριοι ξεγυμνώνονται χωρίς την παρουσία των υπηρετών τους και ο Bunuel με το σαρδόνιο χιούμορ του υπογραμμίζει την υποκρισία και την πλαστότητα των συμπεριφορών μέσα από την ιδιαίτερη ασπρόμαυρη ομορφιά της φωτογραφίας του Gabriel Figueroa.

Τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών διαφορετικά όχι όμως και στο βάθος τους, εκεί που την εξουσία κρατούν τα ένστικτα και οι παρορμήσεις. Η Valkerie (Silvia Pinal), η παρθένα τη παρέας που αυτή της η ιδιαιτερότητα θα βοηθήσει στη λήξη του μυστηρίου, οι Beatriz (Ofelia Montesco) και ο Eduardo (Xavier Masse) οι δύο αρραβωνιασμένοι εραστές, η Bianca (Patricia Del Moleros) η άρρωστη πιανίστρια και ο γιατρός της (Augusto Benedico) και η έγκυος Rita (Patricia Moran) φοβούμενοι μήπως διαπράξουν κάποιο λάθος στη κοινωνική τους άψογη συμπεριφορά παγιδεύονται στην δικής τους κοινωνική ορθότητα και μένουν έγκλειστοι στην παθητική βολεψιμότητα και άνεση που τους παρέχει το αριστοκρατικό τους status. Στην πραγματικότητα υπάρχει ένα βαθύτερο κίνητρο που τους αποτρέπει απ’το να ανοίξουν την πόρτα και να φύγουν και ο Bunuel με τη κλειστοφοβική εξέτασή τους εκθέτει την ενστικτώδη και δεσπόζουσα συμπεριφορά που ενυπάρχει σε κάθε ανθρώπινη εκδήλωση όσο και αν αυτή καλύπτεται συστηματικά και υπολογιστικά με αρώματα, ρούχα και το savoir vivre.

Τελικά ο κύκλος δεν κλείνει ποτέ. Όσο και αν οι τάξεις προσπαθούν να διατηρήσουν την ιδιαιτερότητα των χαρακτηριστικών τους, οι εκπρόσωποί τους θα επιστρέφουν στην αγριότητα και βιαιότητα της πραγματικής τους φύσης.

     Τι είναι αυτό που τελικά διαχωρίζει την ανθρώπινη φύση από αυτή των θηρίων; Σύμφωνα με το Bunuel την απάντηση θα τη βρούμε στην ελευθερία των ζώων.

 


  

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Viridiana 1961

Viridiana 1961

Βιριδιάνα

  


Σκηνοθεσία: Luis Bunuel

Σενάριο: Julio Alejandro, Luis Bunuel, Benito PÉREZ GALDÓS

Είδος: Drama, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:30

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Silvia Pinal: Viridiana

Francisco Rabal: Jorge

Fernando Rey: Don Jaime

José Calvo: Don Amalio

Margarita Lozano: Ramona

 

Ο Luis Bunuel υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το σινεμά του χαρακτηρίστηκε ως αναρχικό, και διακατέχεται από ένα πνεύμα αμφισβήτησης προς τους θεσμούς και τα λοιπά κοινωνικά επινοήματα της εποχής του. Το όνομα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σουρεαλισμό. Αν επιθυμούμε να δούμε το σουρεαλισμό ως κίνημα, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχός του. Αν και κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο σουρεαλισμός αποτελεί κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα ή ένα ρεύμα. Ο σουρεαλισμός για τον Luis Bunuel δεν είναι μια αισθητική επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη φύση του έργου του. Δηλαδή, την ανάγκη να περιγράψει την πραγματικότητα με την ακρίβεια του εξωπραγματικού: απαλλαγμένη από το κοινότυπο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Luis Bunuel υπήρξε γόνος της φιλοσοφίας του Νίτσε, η οποία στέκεται ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς που στρεβλώνουν την ανθρώπινη νόηση, μεταξύ άλλων και της χριστιανικής ηθικής. Η Viridiana είναι η κατ`εξοχήν ταινία εναντίωσης στη χριστιανική ηθική της περιόδου του Καθολικισμού. Δεν είναι ένα εμπαθή δοκίμιο αθεΐας, αλλά η καταγραφή της παραδοξότητας με την οποία χειρίζεται η θρησκεία, σε εγκόσμιο επίπεδο, τις έννοιες αιτίου-αποτελέσματος, επιφέροντας και την ανάλογη πνευματική στρέβλωση στο ποίμνιο. Σε ένα απλουστευτικό παράδειγμα, η εκκλησία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος εκφυλίζεται από τις αμαρτίες του. Στην αντίπερα όχθη, ο Bunuel και ο Νίτσε (μπορείτε να δείτε χαρακτηριστικά το Λυκόφως Των Ειδώλων) υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος δύναται να διαπράξει "αμαρτίες" όταν έχει εκφυλιστεί. Βέβαια τόσο ο Bunuel, όσο και ο Νίτσε, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν έντονα χρωματισμένες λέξεις όπως αυτή της αμαρτίας. Και αυτό διότι τίθενται ενάντια στις συγκεκριμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις βάσει των οποίων κρίνουμε αυθαίρετα τα φαινόμενα, καθώς θεωρούν τον άνθρωπο αναπόσπαστο και αναγκαίο τμήμα του σύμπαντος, και φρονούν πως καμία δύναμη δε μπορεί να κρίνει, να φυλλομετρήσει και να δικάσει αυτό το σύμπαν.

Προτού όμως επιστρέψουμε στο εννοιολογικό υπόβαθρο της ταινίας, ας πούμε δυο λόγια για την υπόθεση. Το αγγελικό όνομα του τίτλου αντιστοιχεί σε κάποια μοναχή (Silvia Pinal). Όταν θα επισκεφτεί το θείο της, ένα αναπάντεχο συμβάν της απαγορεύει συνειδησιακά, να επιστρέψει στον οίκο του θεού. Ωστόσο, ακολουθεί την έτερη οδό των αγαθοεργιών για να δοξάσει τον Κύριο και να εκφράσει την πίστη της. Προς έκπληξή της όμως, οι άποροι που στεγάζει, φέρονται καταχρηστικά στη γενναιοδωρία της, κλονίζοντας έτσι την πίστη της.

Ο Bunuel στη φιλμογραφία του έχει υπονομεύσει τη μπουρζουαζία, την πορνεία, τον μοναχισμό, τους άπορους, το προλεταριάτο, την αριστοκρατία καθώς και άλλες πτυχές του εγκόσμιου βίου. Ωστόσο, δε στρέφεται ποτέ κατά των ηρώων του. Αρνείται να τους κρίνει ατομικά. Δεν ευθύνονται αυτοί για τα κοινωνικά επινοήματα που στρεβλώνουν την ανθρωπότητα. Είναι απλά τα αποτελέσματα της στρέβλωσης που επιφέρουν τα κοινωνικά επινοήματα πάνω τους. Όπως προείπαμε, ο Bunuel αποφεύγει να χρωματίσει τα αποτελέσματα, τους χαρακτήρες του δηλαδή. Τους παραθέτει, ως αποτελέσματα, με σκοπό να ακολουθήσουμε στοχαστικά τα βαθύτερα αίτια που τους μορφώνουν και που τους καθοδηγούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στην εν λόγω ταινία, η οποία είναι μάλλον μία από τις χαρακτηριστικές ταινίες του μεγάλου δημιουργού. Κατά τη χριστιανική ηθική η πρωταγωνίστρια Viridiana είναι ενάρετη, διότι προβαίνει σε αγαθοεργίες. Κατά τον Bunuel δεν ισχύει αυτό. Αρνείται να κρίνει φτηνά την ηρωίδα, και τον κάθε ήρωα. Κατά τον Bunuel η Viridiana προβαίνει σε αγαθοεργίες επειδή είναι θρήσκα. Οι πράξεις της δηλαδή είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης του αιτίου της πίστης. Αντίστοιχα, κατά τη χριστιανική ηθική οι άποροι θα χαρακτηρίζονταν ως άξεστοι και αχάριστοι, αφού καταχρώνται την ευσπλαχνία των άλλων. Κατά τον Bunuel όμως, οι άνευ τρόπων πράξεις των άπορων είναι πέρα για πέρα φυσικές, και υπαγορεύονται από την μακροήμερη συγκατοίκησή τους με τη βιωμένη καταπίεση και την εξαθλιωμένη ζωή των δρόμων. Ομοίως και με τον θείο. Για τη χριστιανική ηθική ο θείος είναι ένας άξεστος αιμομίκτης. Για τον Bunuel οι πράξεις του θείου είναι απλά το αποτέλεσμα που προκαλεί πάνω του η επίδραση του χρόνιου μοναχικού βίου. Και ούτω καθεξής. Ιδού λοιπόν το παράδοξο στη νοητική χρήση της αντεστραμμένης σχέσης αιτίου-αιτιατού που παρουσιάζει στοχαστικά ο Bunuel.

Ασφαλώς και η ταινία του Bunuel ασκεί δριμεία κριτική στην κληρική πραγματικότητα. Άλλωστε μέσα στην ταινία θα παρατηρήσουμε πολυάριθμους βανδαλισμούς εις βάρος χριστιανικών συμβόλων-σημαιών, όπως είναι το ακάνθινο στεφάνι ή ο σταυρός. Ώσπου φτάνουμε στο αποκορύφωμα της χλεύης, με το κάτι σαν "Μυστικός Δείπνος", υπό την ηχητική υπόκρουση του «Αλληλούια», η οποία κλόνισε μάλιστα τους θρησκευτικούς κύκλους, όπου και αν προβλήθηκε η ταινία. Είναι σαφής η πρόθεση του Bunuel να κατακρημνίσει το χριστιανικό οικοδόμημα από το συνειδητό των θεατών, επικαλούμενος τα όσα προαναφέρθηκαν.

Υπό αυτό το πρίσμα, στο εκπληκτικό φινάλε, η πρωταγωνίστρια Viridiana ματαιώνεται, και μαζί της ματαιώνεται η "ιδέα" της πίστης. Ωστόσο, αντί η Viridiana να απελευθερωθεί απ`το κοινωνικό επινόημα της θρησκείας, στρέφεται προς ένα άλλο επινόημα. Αυτό της μπουρζουαζίας και της αριστοκρατίας, καθώς η χαρτοπαιξία αποτελεί δυνητικό αρωγό της κοινωνικοποίησής της. Και ο δαιμόνιος Bunuel, έναν χρόνο αργότερα, με τον εξίσου εκπληκτικό "Εξολοθρευτή Άγγελο" και με την ίδια πρωταγωνίστρια (Silvia Pinal), θα ασκήσει ακόμα μια αιχμηρή κριτική, αυτή τη φορά προς την αριστοκρατία. Εκκινώντας δηλαδή, απ` το σημείο που κλείνει η Viridiana.


Σάββατο 3 Απριλίου 2021

Subida al cielo 1952

Subida al cielo 1952

Ανέβασμα Στον Ουρανό


Σκηνοθεσία: Luis Buñuel

Σενάριο: Manuel Altolaguirre, Luis Buñuel

Είδος: Comedy, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:25

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Lilia Prado: Raquel

Esteban Mayo: Oliverio Grajales (as Esteban Márquez)

Luis Aceves Castañeda: Silvestre

Manuel Dondé: Eladio González

Roberto Cobo: Juan Grajales

Beatriz Ramos: Elisa

 

Ο Ολιβιέρο, έχοντας μόλις παντρευτεί και διανύοντας την πρώτη ημέρα του μήνα του μέλιτος, πληροφορείται ότι η μητέρα του είναι ετοιμοθάνατη και ότι επιθυμεί να μεταβεί ο ίδιος στο μέρος από όπου κατάγεται εκείνη για να βρει έναν δικηγόρο που θα «θωρακίσει» την διαθήκη της. Αν δεν το κάνει ο άπληστος αδερφός του θα έχει το δικαίωμα να μοιράσει αυτός την περιουσία στην οικογένεια. Ο Ολιβιέρο λοιπόν επιβιβάζεται σ' ένα λεωφορείο για το ταξίδι στη πόλη, για το ταξίδι στη ζωή, για ένα ταξίδι – «ανέβασμα στον ουρανό»...

Πως;

Το «Ανέβασμα Στον Ουρανό» αποτελεί μέρος της τριλογίας των ταινιών της περιόδου κατά την οποία ο Μπουνιουέλ έζησε και δημιούργησε στο Μεξικό. Σε αντίθεση όμως με το «Ναζαρέν» και το «Λος Ολβιδάδος» έχει στοιχεία κομεντί μαζί με ένα παράξενο στιλ road movie με - ασυνήθιστα για τον μεγάλο δημιουργό - νεορεαλιστικά ψήγματα που τα μπολιάζει με όλα σχεδόν τα συνήθη μοτίβα του περί ηθικής, πίστης, πολιτικής εξουσίας και χριστιανικού φαρισαϊσμού. Ο Ολιβιέρο ταξιδεύει με το πλέον ακίνδυνο, «γήινο» και μαζικό μέσο, ένα λεωφορείο, στην πόλη για να βρει τον άνθρωπο που με μια υπογραφή θα του λύσει το πρόβλημα του, θα του εξασφαλίσει την περιουσία της μητέρας του - ή τουλάχιστον το μερίδιο από αυτήν που δικαιούται - και συνεπώς θα του λύσει πολλά από τα προβλήματα της μετέπειτα ζωής του. Για όλα αυτά αφήνει την σύζυγο του την πρώτη νύχτα του γάμου τους. Ταξιδεύει με ένα λεωφορείο γεμάτο διαφορετικούς, σχεδόν γραφικούς αλλά σοφά διαλεγμένους επιβάτες που ο καθένας τους έχει το δικό του προορισμό, το δικό του πρόβλημα να λύσει, τις δικές του αποσκευές, τα δικά του «βάρη», την δική του θέση. Ανάμεσα σ' αυτούς η Ρακέλ, μια «Εύα» με το μήλο της ήδη δαγκωμένο, η οποία κερνά μπουκιές αμαρτίας στην διάρκεια του δικού της ταξιδιού. Για το ταξίδι του Ολιβιέρο αυτή θα είναι ο πειρασμός... Ποια είναι η αντιμετώπιση του πειρασμού κατά την διάρκεια του ταξιδιού προς τον ουρανό όμως; Και άραγε έχει θέση σ΄ αυτό το ταξίδι ο πειρασμός και η αμαρτία; Και αν υποπέσεις σ΄ αυτήν το «ανέβασμα» συνεχίζεται;

Για τον Μπουνιουέλ ο δρόμος προς τον ουρανό περνάει από όλα τα σκαλοπάτια. Κάθε σκαλί και κομμάτι ζωής που το ανεβαίνει κανείς χωρίς να υπολογίσει το ύψος της σκάλας, το πέσιμο από αυτή και το κενό που απλώνεται κάτω από τα βήματα του. Γιατί στον κόσμο του ο φόβος του θανάτου δεν είναι πιο μεγάλος ή πιο μικρός από το φόβο της ζωής. Οι δυο φόβοι συνυπάρχουν και ο ένας εξουδετερώνει τον άλλο για να κάνει το ταξίδι πιο ελεύθερο, για να είσαι πιο ελαφρύς στο ανέβασμα. Μια διαφορετική Οδύσσεια, χωρίς ήρωες, πιστούς συζύγους, αφοσιωμένους συνταξιδιώτες, χαζούς και μονόφθαλμους κύκλωπες και θεούς. Μια Οδύσσεια ανθρώπων που έχουν αποδεχθεί τους κανόνες της ζωής... Η ταινία στην εποχή της είχε γίνει γνωστή και με τον τίτλο «Mexican Bus Ride» για να προσελκύσει τους λάτρεις της περιπέτειας. Η αλήθεια είναι ότι κάποιες σκηνές δράσεις δεν λείπουν είναι όμως γυρισμένες με μακέτες σκηνικών και μινιατούρες. Οπότε το αποτέλεσμα φαντάζει σήμερα λίγο αστείο - με όλο το σεβασμό - χωρίς αυτό να του αφαιρεί βέβαια το κινηματογραφικό ενδιαφέρον όσον αφορά στις τεχνικές της εποχής.


  

Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Los Olvidados 1950

 

Los Olvidados 1950

Ξεχασμένοι από την Κοινωνία


Σκηνοθεσία: Luis Buñuel

Σενάριο: Luis Alcoriza, Luis Buñuel

Είδος: Crime, Drama, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:25

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Estela Inda: La madre de Pedro

Miguel Inclán: Don Carmelo, el ciego

Alfonso Mejía: Pedro

Roberto Cobo: El Jaibo

Alma Delia Fuentes: Meche

Francisco Jambrina: El director de la escuela granja

 

Όταν ο αγαπημένος σκηνοθέτης των απανταχού λεγόμενων cιneφίλ κρατά για την ανδαλουσιανή αρχή ένα ξυράφι, φοβού τη χαiδεμένη όραση των χαiδεμένων θεατών. Διότι αν οι σουρεαλιστικές διαθέσεις του Luis Bunuel έχουν αφήσει πίσω για καιρό τη Χρυσή τους Εποχή, η τότε σύγχρονη Los Olvidados ματιά προσθέτει στις ονειρικές σεκάνς τον πιο ωμό ρεαλιστικό εφιάλτη.

Και επειδή η λέξη κλειδί –κλισέ κάθε ανάλυσης που σέβεται τον εαυτό της και την σήμερον εποχή της, είναι απλώς η χιλιοειπομένη παγκοσμιοποίηση, επιστροφή στο «σοφό» ασπρόμαυρο κινηματογραφικό παρελθόν για περαιτέρω εξηγήσεις. Η μεταπολεμική Ιταλία του Vittorio De Sica λίγο πριν γεμίσει Κλέφτες Ποδηλάτων (Ladri di biciclette, 1948) ή αξιολύπητους συνταξιούχους (Umberto D., 1952), μας φέρνει σε επαφή με τους νεαρούς Giuseppe και Pasquale, δύο παιδιά, που εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών (ο τίτλος του φιλμ προέρχεται από την ιταλική παραλλαγή του αγγλικού όρου «shoe shine») και ονειρεύονται να αγοράσουν ένα άσπρο άλογο. Όνειρο που γίνεται μεν πραγματικότητα με τη βοήθεια μιας συμμετοχής σε μαύρης αγοράς κομπίνα, έχει δε το τραγικό τίμημα της εμπειρίας ονόματι: φυλακές ανηλίκων.

Λίγα χρόνια μετά ο ήδη εν Μεξικό Bunuel ακολουθεί ανάλογη Sciuscia πορεία και εμπνέεται (;) από το νεορεαλιστικό De Sica μοντέλο για να προτείνει τη δική του εκδοχή του πραγματικού. Και αν μετά τη μίζερη όψη της Ρώμης, αλλάζουμε πλευρά του Ατλαντικού, τα εξαθλιωμένα προάστια της Mexico City από τον καιρό εκείνο δεν αποτελούσαν τον πλέον ασφαλή τουριστικό προορισμό. Στην 1951 προκειμένη περίπτωση, ο αρχηγός συμμορίας ανηλίκων Jaibo μόλις έχει δραπετεύσει από το αναμορφωτήριο και ξαναβρίσκει μεταξύ άλλων τον Pedro και τον υποτιθέμενο καταδότη Julian. Αν προσθέσουμε τον Ojitos, τη Meche, τον τυφλό Don Carmelo, ένα φόνο και τα λοιπά προερχόμενα από πραγματκά γεγονότα σημεία της ταινίας, δικαιολογούμε απολύτως τον olvidado τίτλο των Ξεχασμένων.

Μεξικάνικος νεορεαλισμός, λοιπόν, και μία μεταμόρφωση του πρώην Dali συνοδοιπόρου; Περισσότερο ένα φιλμ – πρόκληση με την πανταχού παρούσα υπογραφή του ποιητή Bunuel. Αν και η ρεαλιστική ετικέτα «αληθινή ιστορία» θέτει για άλλη μια φορά τα οντολογικά περί κινηματογράφου ερωτήματα, ο Ισπανός σκηνοθέτης παραδέχεται πως Οι Ξεχασμένοι αποτελούν κοινωνικής κατεύθυνσης ταινία, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για διδακτικού χαρακτήρα φιλμ. Καμία λύση ή πρόγραμμα προς υιοθέτηση δεν προτείνεται ως διέξοδος στο αδιέξοδο.Οι παγανιστικές πρακτικές, η απέραντη σκληρότητα, το χάος του οργανωμένου σύγχρονου τρόπου ζωής, το α λα Bunuel όνειρο, οι ελάχιστες παράλληλες στιγμές γλυκύτητας και η ανεξήγητη, σύμφωνα με το σκηνοθέτη, έλξη που ασκούν πάνω του οι άγνωστες και αλλόλοτες πλευρές της ύπαρξης, συνθέτουν ένα μοναδικό, απαισιόδοξο αλλά α-ξέχαστο Bunuel.

Και για να επανέλθουμε στην εικονική αναμέτρηση του τίτλου, οι ξεχασμένοι λούστροι παπουτσιών περνούν τα τοπικά σύνορα της Ρώμης η της Πόλης του Μεξικού. Το εισαγωγικό σχόλιο του Los Olvidados καθώς και η εναρκτήρια σεκάνς είναι σαφή: οι μεγάλες μοντέρνες πόλεις κρύβουν πίσω από τα επιβλητικά οικοδομήματα εστίες μιζέριας, όπου βρίσκουν καταφύγιο ελλιπώς τρεφόμενα παιδιά, χωρίς πρόσβαση σε σχολείο, ζώντας σε ελεεινές συνθήκες υγιεινής και με μελλοντική προοπτική την εγκληματικότητα. Διαδοχικά πλάνα του Μανχάταν, του Πύργου Άιφελ, του Μπιγκ Μπεν, του Τάμεση και της Πόλης του Μεξικό συνοδεύουν τα εισαγωγικά λεγόμενα. ΄Όσο για τη συνέχεια του εύγλωττου Bunuel σχολίου, επί της μεγάλης ή μικρής οθόνης αλλά και της σύγχρονης 2006 πραγματικότητας.

Κρατώντας για το τέλος το αρχικό κομμένο στα δύο μάτι του Ανδαλουσιανού Σκύλου, ας θυμηθούμε μία κινηματογραφική σύμπτωση. Κοινό και σινε κριτική της ιταλικής De Sica εποχής ποσώς εκτιμούν τη μίζερη Sciuscia εικόνα της Ρώμης και, όπως άλλωστε και για το μελλοντικό Umberto D., η εγχώρια αποτυχία είναι μονόδρομος . Η συνέχεια επί της Μεξικό μεριάς: οι Olvidados όχι απλά δεν ενθουσιάζουν για τις κινηματογραφικές τους αρετές, αλλά θεωρούνται επίθεση στη φήμη και την έξω εικόνα της χώρας. Όσο για τους εκτός συνόρων – συμβαίνει μακριά από εμάς -θεατές μετρούμε τις εξής διακρίσεις : ένα Sciuscia τιμητικό Academy Award (1948) και ένα Bunuel Cannes βραβείο σκηνοθεσίας (1951). Και μιας περί συμπτώσεων ο λόγος, εύλογα αναρωτιόμαστε: μήπως τελικά ο σινέ Κανόνας του Παιχνιδιού συνεχίζει να κάνει Shanghai Dreams; Η μήπως συνεχίζουμε να προτιμούμε τα ποκ κορν Safe Sex όνειρα και τις ανώδυνες Σειρήνες μακριά από τους Ομήρους στις Άκρες της πόλης