Σάββατο 3 Απριλίου 2021

High Noon 1952

 High Noon 1952

Το Τρένο θα Σφυρίξει Τρεις Φορές



Σκηνοθεσία: Fred Zinnemann

Σενάριο: Carl Foreman, John W. Cunningham

Είδος: Drama, WESTERN

Διάρκεια: 01:25

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gary Cooper: Marshal Will Kane

Thomas Mitchell: Mayor Jonas Henderson

Lloyd Bridges: Deputy Marshal Harvey Pell

Katy Jurado: Helen Ramírez

Grace Kelly: Amy Fowler Kane

Otto Kruger: Judge Percy Mettrick 

 

Αφού διερεύνησε εκτενώς την προσπάθεια της Αμερικής να επουλώσει τις πληγές του πολέμου, ο Zinnemann αποφάσισε με την επόμενη ταινία του να ασχοληθεί με το παρόν της χώρας που έμοιαζε, δυστυχώς, εξίσου σκοτεινό. Και επέλεξε να το κάνει μέσα από το κατεξοχήν αμερικανικό κινηματογραφικό είδος, το western. Συνεργάστηκε, όπως και στο The Men, με τον σεναριογράφο Carl Foreman και η δέκατη ταινία του, το High Noon (ε.μ.: Το Τρένο Θα Σφυρίξει Τρεις Φορές), έμελλε να αποτελέσει την πρώτη μεγάλη εμπορική επιτυχία της καριέρας του, ενώ ακόμα και σήμερα παραμένει το πιο γνωστό και, για πολλούς, το καλύτερο έργο του.

Ο William Kane (Gary Cooper) είναι σερίφης στην μικρή πόλη του Hadleyville. Την ημέρα του γάμου του και της απόσυρσής του, ειδοποιείται ότι ο κακοποιός Frank Miller, που ο ίδιος είχε στείλει στη φυλακή πριν από χρόνια, επιστρέφει με το μεσημεριανό τρένο για να πάρει εκδίκηση. Μάλιστα, ο αδερφός του και δυο ακόμα άντρες της συμμορίας του έχουν ήδη εγκατασταθεί στο σταθμό της πόλης και περιμένουν να τον συναντήσουν. Ο Kane πείθεται αρχικά να φύγει μαζί με τη σύζυγό του, Amy (Grace Kelly), αλλά τελικά αποφασίζει να επιστρέψει για να αντιμετωπίσει τους κακοποιούς. Ωστόσο, οι συμπολίτες του τού γυρνούν την πλάτη και όλα δείχνουν πως πρέπει να αγωνιστεί ολομόναχος. Κινηματογραφημένο σε ένα επαναστατικό για την εποχή real time, τα δρώμενα λαμβάνουν χώρα από τις 10.35 το πρωί μέχρι τις 12.15 το μεσημέρι (στην πραγματικότητα λίγο περισσότερος χρόνος από τα 84 λεπτά που διαρκεί το φιλμ). Το σφιχτό μοντάζ εντείνει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και η απειλή παρουσιάζεται μέσα από κοντινά σε ρολόγια που μετρούν αντίστροφα και με το κλασικό πλέον στατικό πλάνο στις ράγες του τρένου (δεν βλέπουμε καθόλου την αμαξοστοιχία ή τον Miller μέσα σε αυτή καθώς πλησιάζει στην πόλη). Πυροδοτούμενο από την αντίθεση ανάμεσα στους τρεις συμμορίτες που περιμένουν στο σταθμό και στον Kane που είναι αναγκασμένος να κινείται συνεχώς σε αναζήτηση βοήθειας, το High Noon επικεντρώνεται στις αντιδράσεις των πολιτών απέναντι στον σερίφη τους.

Όπως στο The Seventh Cross με τον George Heisler, έτσι και εδώ όσοι συναντούν τον ήρωα του Cooper υποχρεώνονται να ξεβολευτούν και να πάρουν θέση. Όλοι θα αρνηθούν να εισακούσουν τις εκκλήσεις του, ο καθένας με διαφορετική αφορμή – άλλοι από επιχειρηματικό ενδιαφέρον, άλλοι επειδή έχουν προηγούμενα με τον σερίφη και άλλοι από περιφρόνηση προς τις πολιτειακές αρχές. Η πραγματική αιτία της άρνησής τους όμως είναι ο φόβος, ο οποίος έχει βυθίσει την κοινότητα στη διαφθορά. Είναι ξεκάθαρη η αλληγορία για την ατολμία των ανθρώπων του Hollywood να αντιμετωπίσουν την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών και με ένα κάδρο στην αρχή κιόλας του φιλμ, ο Zinnemann είναι γλαφυρός: λίγο αφότου μαθεύτηκε η απελευθέρωση του Miller, ο δικαστής αποχωρεί από το Hadleyville παίρνοντας μαζί του τα βιβλία με τους νόμους, τη ζυγαριά της Δικαιοσύνης και την αμερικανική σημαία. Πριν ακόμα την κυκλοφορία του φιλμ, το όνομα του Foreman μπήκε στην μαύρη λίστα και ο σεναριογράφος αναγκάστηκε να διαφύγει στην Αγγλία. Το ίδιο συνέβη αργότερα και με τον Lloyd Bridges (στην ταινία ενσαρκώνει τον πρώην βοηθό του Kane), η συμμετοχή του οποίου στο cast ήταν αποτέλεσμα της επιμονής του Cooper.

Η απεικόνιση της Δύσης είναι ανατρεπτική. Υπάρχει ελάχιστη δράση και οι μυθικές διαστάσεις που έρχονται από τη σύγκρουση του ανθρώπου με το τοπίο αποφεύγονται πλήρως για χάρη ενός πρωτόγνωρου για το είδος ρεαλισμού. Η ασπρόμαυρη φωτογραφία αναδίδει την καυτή ατμόσφαιρα του μεσημεριού και, διόλου τυχαία, διευθυντής φωτογραφίας είναι ο Floyd Crosby, που είχε δουλέψει με τους Murnau και Flaherty στο Tabu (1931). Ο Ήρωας επιθυμεί να συγχρωτιστεί με την κοινότητα. Η κοινότητα νιώθει άβολα όταν τίθεται το ζήτημα της ευθύνης της (συλλογικά, αλλά και του κάθε μέλους ατομικά) απέναντι στον Ήρωα. Παρόμοια αντιμετώπιση προς το Μύθο του genre θα επιδείξει και ο John Ford στα επόμενα χρόνια με το The Searchers (1956) και το The Man Who Shot Liberty Valance (1962). Στην ευάλωτη φιγούρα του Gary Cooper και στο συνοφρυωμένο από την απόγνωση πρόσωπό του συγκεντρώνεται ένας εμπλουτισμός - επαναπροσδιορισμός των κωδίκων του είδους, πολύ μακριά από τα υπόλοιπα, συμβατικά western.

Ένας από τους μεγαλύτερους επικριτές του φιλμ ήταν ο Howard Hawks. «I didn't think a good sheriff was going to go running around town like a chicken with his head off asking for help». Μάλιστα, για να απαντήσει στον Zinnemann, έφτιαξε το Rio Bravo (1959) όπου ο σερίφης του John Wayne όχι μόνο δε ζητάει τη βοήθεια των μελών της κοινότητας, αλλά την αρνείται πεισματικά. Συνεργάζεται μόνο με άντρες που επιλέγει ο ίδιος και οι οποίοι αντιδιαστέλλονται ξεκάθαρα από τους απλούς πολίτες. Η εμφανώς αντίθετη νοοτροπία των δύο φιλμ έτυχε διαφορετικών αναγνώσεων στην πορεία του χρόνου, διανύοντας για αμφότερες τις ταινίες όλη την απόσταση από την ακροαριστερή ως την ακροδεξιά πολιτική θέση. Παρομοίως, το High Noon κατά περιόδους βρίσκεται να στέκει είτε επίκεντρο θριαμβευτικών επαίνων είτε αντικείμενο πλήρους αδιαφορίας. Σήμερα η αξία του θεωρείται δεδομένη και μάλιστα στη λίστα με τα καλύτερα western που εξέδωσε πρόσφατα το American Film Institute, καταλαμβάνει τη δεύτερη θέση (πίσω μόνο από το The Searchers).

Αυτό που ενόχλησε ανθρώπους σαν τον Hawks και τον Wayne ήταν η υπόγεια κριτική στην εξουσία, καθώς ο σερίφης της πόλης δεν είναι ο υπεράνθρωπος που θα επεδίωκε να σταθεί μόνος του απέναντι στους κακοποιούς. Ωστόσο, ο Zinnemann ενδιαφερόταν περισσότερο για το ηθικό δίλημμα που αντιμετώπιζε ο χαρακτήρας του Cooper. Ο σερίφης Kane είναι ο τυπικός ήρωας στο φιλμικό του σύμπαν. Επιστρέφει στην πόλη για να αντιμετωπίσει τον Miller όχι από επιλογή, αλλά από ένστικτο (θυμηθείτε πως ο μικρός Karel επιστρέφει για τον ίδιο λόγο στο σπίτι του Steve, όταν εκείνος τον άφησε ελεύθερο στην αρχή του The Search). Μόνος, ένας γνήσιος outsider, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο ένας αντιήρωας αντίκρυ στους ρομαντισμούς της Δύσης, έχει επίγνωση του πεπρωμένου του και δεν μπορεί να του ξεφύγει. Η Amy εκφράζει την επιθυμία του για μία καινούρια αρχή - το νεαρό της ηλικίας της και το γεγονός ότι είναι Κουάκερ (θρησκεία ειρηνιστών) είναι ενδεικτικά. Ούτε όμως η αναμφισβήτητη αγάπη του για εκείνη δεν μπορεί να τον πείσει να δράσει ενάντια στη συνείδησή του. Στο φινάλε, θα βρεθεί μόνος του απέναντι στον Miller και τους άντρες του, μόνος του απέναντι στο παρελθόν του – στο κορυφαίο κάδρο της ταινίας, η κάμερα θα σηκωθεί ψηλά για να ζωγραφίσει την μοναξιά του στους ερημικούς δρόμους μιας τρομοκρατημένης πόλης. Μπροστά σε έναν τόσο δύσκολο ρόλο, δεν είναι περίεργο που μεγάλοι ηθοποιοί όπως ο Gregory Peck, ο Charlton Heston και ο Marlon Brando επέλεξαν να αποχωρήσουν. Η παρουσία του Cooper μόνο ως ευτύχημα μπορεί να χαρακτηρισθεί εκ των υστέρων, ενώ σύμφωνα με τις φήμες το γεμάτο πόνο βλέμμα του οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό από μια αιμορραγία έλκους από την οποία υπέφερε ο ηθοποιός κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων.

Το φιλμ κέρδισε συνολικά τέσσερα Όσκαρ (Α’ αντρικού ρόλου, μοντάζ, μουσικής και τραγουδιού), φέρνοντας στον Zinnemann τη δεύτερη υποψηφιότητά του στην κατηγορία της σκηνοθεσίας μετά το The Search. Επιπλέον, η επιτυχία που γνώρισε το βασικό τραγούδι της ταινίας, «Do not forsake me», ήταν πρωτοφανής. Καθιέρωσε τα λυρικά τραγούδια που θα κυριαρχούσαν στους τίτλους αρχής στα western από εδώ και πέρα και, αν προσέξουμε καλά τους στίχους, διαπιστώνουμε ότι θίγει όχι μόνο συμβάντα από την ταινία, αλλά και μοτίβα αναπόσπαστα με το συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ήταν η πρώτη φορά που ένα τραγούδι χρησιμοποιούνταν ως αφηγηματικό μέσο και μάλιστα σε μια ταινία καθαρά δραματική και άνοιξε το δρόμο για αντίστοιχες επιλογές σε ταινίες όπως το The Man From Laramie (1955, Anthony Mann) και 3.10 to Yuma (1957, Delmer Daves).

Υ.Γ. Στην ταινία πραγματοποιεί το ντεμπούτο του ο Lee Van Cleef, ο οποίος έμελλε να εξελιχθεί σε εμβληματική φιγούρα στα spaghetti western την επόμενη δεκαετία.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου