Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

Μακάβρια εισβολή 


Σκηνοθεσία Philip Kaufman

Σενάριο: W.D. Richter, Jack Finney

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 55mΓλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

            Donald Sutherland: Matthew Bennell

Brooke Adams: Elizabeth Driscoll

Jeff Goldblum: Jack Bellicec

Veronica Cartwright: Nancy Bellicec

Leonard Nimoy: Dr. David Kibner

Art Hindle: Geoffrey

Lelia Goldoni: Lelia Goldoni 

Τα περισσότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο σύμπτωμα. Ονομάζεται τεμπελιά. Σίγουρα δεν υπάρχει πιο οκνηρή λύση από το να αναπαράγεις εμπορικά μια ήδη δοκιμασμένη επιτυχία του παρελθόντος, μεταμφιέζοντας το εγχείρημα με την πρόφαση της ανανέωσης. Τίποτα το δημιουργικό δεν υπάρχει, ωστόσο, πίσω από μια τόσο ανώφελη επιχείρηση. Και, όπως έχουμε διδαχτεί αρκετές φορές, τα ελάχιστα καλά ριμέικ είναι πάντοτε εκείνα που διαλέγουν να διαφοροποιηθούν από τον προκάτοχό τους, επιχειρώντας μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην ομώνυμη, κλασική δημιουργία του Ντον Σίγκελ, αλλά επιλέγει να διασκευάσει για δεύτερη φορά ένα εμβληματικό βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Το «The Body Snatchers» ο Τζακ Φίνεϊ το κυκλοφόρησε στα 1955, περιγράφοντας πώς μια μικρή πόλη παραδίδεται στο έλεος εξωγήινων οργανισμών που μοιάζουν και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι στων οποίων τα σώματα εισβάλλουν, όταν εκείνοι πέφτουν για ύπνο. Η μόνη διαφορά είναι η ανικανότητά τους να αναπαράγουν τα γήινα συναισθήματα, μοιάζοντας στην πραγματικότητα με άψυχα ανθρώπινα δοχεία. Αφήνοντας την θαυμάσια αλληγορία της ανοιχτή προς κάθε πιθανή ανάγνωση, η ιστορία του Φίνεϊ κατόρθωσε στις τέσσερις κινηματογραφικές διασκευές που γνώρισε έως σήμερα, να γίνει ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική στην εκάστοτε εποχή που εκπροσωπούσε κάθε φιλμ.

Ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική

Στην αριστουργηματική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Ντον Σίγκελ το 1956, στην καρδιά της αντικομουνιστικής υστερίας, οι εξωγήινοι εισβολείς μπορούν να διαβαστούν είτε ως πανούργοι εκπρόσωποι του «Κόκκινου κινδύνου», είτε ως όργανα του δηλητηριώδους κυνηγιού μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο μακαρθισμός. Δυο δεκαετίες μετά, ο Φίλιπ Κάουφμαν μεταφέρει την δράση από την επαρχιακή κωμόπολη της ταινίας του Σίγκελ, και των κατ’ επίφαση ειδυλλιακών fifties, στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Δέκα χρόνια μετά το Καλοκαίρι της Αγάπης, την ουτοπική επανάσταση του χιπισμού και την υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου που έδωσαν τα χρόνια του ’60, δίχως να την τηρήσουν, ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή του Φίνεϊ για να αναρωτηθεί τι απέγιναν τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά του και να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της εγωιστικής, επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εκτυλίσσεται γύρω του.

Με τους ελάχιστους εκπροσώπους της τότε αντικουλτούρας να έχουν αφομοιωθεί και ολόκληρη την κοινωνία να έχει παραδοθεί στον δικό της συμβολικό ύπνο, οι διαγαλαξιακοί εισβολείς κατορθώνουν με απίστευτη ευκολία να κατακτήσουν μια κάστα αλλοτριωμένων ανθρώπων, τόσο απασχολημένων με τον εαυτό τους ώστε αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι οικείοι τους έχουν αλλάξει.

Όπως ο Ντον Σίγκελ, έτσι και ο Φίλιπ Κάουφμαν επιχειρεί να προσεγγίσει μια ιστορία καθαρής φαντασίας, δίχως να ανήκει καθόλου στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ίσως εκεί να οφείλουμε και το γεγονός ότι οι ταινίες τους δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις συνήθεις φόρμουλες αλλά επικαλούνται μια αίσθηση ρεαλισμού που κάνει τα δρώμενα πιο ανατριχιαστικά. Αντίθετα, όμως, με το «Invasion» του 1956, που χρησιμοποιούσε μια πιο σφιχτοδεμένη και λακωνική αφήγηση, η ταινία του Κάουφμαν χτίζεται γύρω από μια σειρά χαλαρών επεισοδίων που οδηγούν ήρωες και κοινό μεθοδικά στην τρομακτική αποκάλυψη.

Ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή για να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εξαπλώνεται γύρω του

Απόλυτα εναρμονισμένος με το ανθρωποκεντρικό και διαλογικό αμερικανικό σινεμά του ’70, ο Κάουφμαν αφήνει την δράση να εξελιχθεί μέσα από την διαδραστικότητα των χαρακτήρων, αδιαφορώντας αν στην πορεία θυσιάσει τα εφέ και το θέαμα. Μόνο όταν η αποτρόπαια συνομωσία ξεσκεπαστεί πλήρως, το φιλμ μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια και λυσσαλέο κυνηγητό, καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο απαισιόδοξα φινάλε ταινίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής, το οποίο η ταινία αξιοποιεί ιδανικά, είναι ένας πένθιμος σχεδόν πεσιμισμός και μια αίσθηση κλιμακούμενης παράνοιας που τρυπώνει ύπουλα μέσα από την απειλητική φωτογραφία, το απόκοσμο σάουντρακ, το κλίμα του νοσηρού και την παγερή ατμόσφαιρα που σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τους ήρωες. Στα συστατικά αυτά οφείλει το δεύτερο «Invasion of the Body Snatchers» (ελληνικός τίτλος: «Μακάβρια Εισβολή») το γεγονός ότι δεν πέτυχε στα ταμεία και δεν κέρδισε τους κριτικούς στην πλειοψηφία τους. Το κοινό βρήκε δυσκολοχώνευτο το σοκαριστικό, βίαια απαισιόδοξο φινάλε που πρότεινε ο Κάουφμαν (αντίθετα με το βιβλίο, που πρόσφερε ένα λυτρωτικό χάπι εντ), ενώ η σκιά του κλασικού b movie στο οποίο ελάχιστα έμοιαζε το ριμέικ έπεφτε εξίσου βαριά στους ώμους του εξαιρετικού αυτού ριμέικ.

Αδίκως, μια και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν παίρνει την έννοια του ριμέικ και της προδίδει αξιοπρέπεια και λόγο ύπαρξης, αντλώντας από το βιβλίο του Φίνεϊ όχι μόνο μια υποδειγματική ταινία τρόμου αλλά και μια μαύρη σάτιρα της μετά το Βιετνάμ και το Γουοτεργκέιτ εποχής, γνωστής και ως «me decade», που υπήρξε ολόκληρο το ’70 για την Αμερική. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου