Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1928. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1928. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

The Circus 1928


The Circus 1928
Το Τσίρκο


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Charles Chaplin
Διάρκεια: 1h 12min
Παίζουν:
Charles Chaplin = Ο αλητάκος
Al Ernest Garcia = Ο ιδιοκτήτης του τσίρκου
Merna Kennedy = Η θετή του κόρη
Harry Crocker = Ένας σχοινοβάτης
George Davis = Ένας μάγος
Henry Bergman = Ένας γέρος κλόουν

Ένας αλητάκος γλυτώνει το κυνηγητό της αστυνομίας και καταλήγει να πιάνει δουλειά σε τσίρκο. Εκεί θα γνωρίσει και την γυναίκα των ονείρων του.


-Όχι, μια παλιά ταινία που έχει συνεισφέρει στον κινηματογράφο ως τέχνη δεν αποτελεί αυταπόδεικτα και καλή ταινία. Ίσως αυτό το κριτήριο να πρέπει να αξιολογεί τις ταινίες. Ίσως αν δεν υπήρχαν κάποιες από αυτές ο κινηματογράφος να ήταν πολύ χειρότερος σήμερα. Αυτά όμως αφορούν τους ιστορικούς, άντε και τους μελετημένους κριτικούς, δεν αφορούν τον θεατή. Προτάσσοντας λοιπόν την ιδιότητά μου ως αγνός θεατής θα πάω να δω το αριστούργημα της 7ης τέχνης έτοιμος να του επιτεθώ αν νοιώσω ότι έχασα κάποιες ώρες από τη ζωή μου.


Μετά από αυτό το μανιφέστο αλίμονο στο κλασικό αριστούργημα που θα βρισκόταν μπροστά μου! Το Τσίρκο έμελλε να είναι η ταινία που θα έριχνα όλο μου το μένος εναντίον κάθε είδους ποιοτικής απειλής στην ψυχαγωγία μου. Μετά όμως εμφανίζεται ο Charlie Chaplin! Και όσο και αν προσπαθείς δεν σου μένει κανενός είδους ιδεολογική έχθρα. Γιατί είναι τόσο αισιόδοξα γλυκός ο τρόπος που το χαμίνι του αντιμετωπίζει τη ζωή που αισθάνεσαι μίζερος αν αφήσεις οτιδήποτε να σταθεί ανάμεσα στην ταινία και την ψυχή σου.


Δεν χρειάζεται έτσι και αλλιώς να παρεμβληθεί οτιδήποτε! Γιατί όσα έλεγα αφορούσαν ταινίες που δεν έχουν για τον σημερινό θεατή καμία αισθητική, αισθαντική και νοητική αξία. Το Τσίρκο όμως, ή γενικότερα ο κινηματογράφος που κάνει ο Chaplin, τα έχει και τα τρία. Προσφέροντας μια πρωτότυπη αισθητική που έχει εκλείψει και αναμειγνύοντας ευφυώς κωμικά και δραματικά στοιχεία προκαλεί συναισθηματική κάθαρση στον θεατή. Το γέλιο θα βγει αβίαστα από τα οπτικά γκανγκς που αποδεικνύουν ότι το μπουρλεσκ μπορεί να είναι ποιοτικό. Κάθε σύγχρονοι επίδοξοι μιμητές, που μόνο με ιεροσυλία μοιάζει η αναφορά του ονόματός τους δίπλα στον Chaplin, όπως ο Jim Carrey το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώνουν πόσο ανεπανάληπτος υπήρξε ο ταλαντούχος κωμικός.


Κινούμενο γραμμικά σε μια πολύ απλή πλοκή, η οποία ίσως αποτελεί το μοναδικό μειονέκτημα, το έργο, όπως και κάθε άλλο έργο του, απλώς αφήνει χώρο στον Chaplin να αναπτύξει το ταλέντο του και να προκαλέσει γέλιο και συγκίνηση. Η φιγούρα που επινόησε αρκεί να εμφανιστεί στην οθόνη για να πλημμυρίσει το πανί με ανθρωπιά και αισιοδοξία και να παραδώσει μαθήματα αντιμετώπισης της ζωής με θετικό τρόπο.


Το ότι οι ταινίες του πήγαζαν αποκλειστικά από τον ίδιο και για αυτό δεν είχαν πολλές διαφορές μπορεί να γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στο Τσίρκο, αλλά αυτό δεν υπονομεύει με κανέναν τρόπο την αξία του. Μπορεί στις ελάχιστες στιγμές που υπερισχύει ο κριτικός μέσα μου να φαντάζει κουραστικό, αλλά ευτυχώς κάποιος χείμαρρος γέλιου θα με παρασύρει πάλι πίσω. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μοιάζουν όλο και πιο διασκεδαστικά και το μόνο που τονίζουν είναι ότι ίσως ο διαχωρισμός του έργου του Chaplin σε ταινίες είναι απλώς τυπικός, γιατί η αίσθηση είναι το ίδιο τρυφερά αστεία σε όλα.





Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

LA PASSION DE JEANNE D’ ARC 1928

LA PASSION DE JEANNE D’ ARC
1928
Το πάθος της Ζαν Ντ’ Aρκ



Του Carl T. Dreyer)

Η τελευταία βουβή ταινία που γύρισε ο μεγάλος Δανός σκηνοθέτης Carl Dreyer και για πολλούς η καλύτερή του, είναι το LA PASSION DE JEANNE D’ ARC. Πολλοί πριν και μετά ασχοληθήκαν με την JEANNE D’ ARC, αλλά εδώ ο Carl Dreyer δεν μας παρουσιάζει καμία κοπέλα που μάχεται με σπαθί και πανοπλία, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την δίκη της. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος και βασίζεται στα πρακτικά της δίκης που διεξήχθη στην Ρουέν την 30η Μαΐου 1431. Ο Dreyer ήταν τόσο τελειομανής και απαιτητικός με τους συνεργάτες του που οι τελευταίοι τον θεωρούσαν παράφρονα. Δεν αρκέστηκε μόνο να κουρέψει γουλί την πρωταγωνίστριά του Falconetti, αλλά έβαλε και τους λοιπούς ηθοποιούς της ταινίας να ξυρίσουν την κορυφή της κεφαλής τους, για να είναι σύμφωνοι με το πνεύμα της εποχής. Οι άνδρες έπρεπε να αφήσουν την δική τους γενειάδα να αναπτυχτεί διότι τα ψεύτικα γένια είναι για θεατρικές παραστάσεις και όχι για ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες. Η ηθοποιός που υποδύεται την Jeanne DArc, η Maria Falconetti ήταν μεγάλη ντίβα της εποχής, αλλά του θεάτρου. Την ανάγκασε να εμφανίζεται τελείως αμακιγιάριστη και να επιδεικνύει κάτι τεράστιες τρύπες της επιδερμίδας του προσώπου της! Πάντως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συμμετείχε σε ταινία.
Τα ψυχολογικά βασανιστήρια του σεναρίου ήταν πραγματικά με αποτέλεσμα η Falconetti να καταρρεύσει πολλές φορές και να είναι πιο πειστική στον ρόλο της. Η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική. Τα συνεχή γκρο-πλαν στο αμακιγιάριστο και εκφραστικό της πρόσωπο, οι πολλές φορές υπερβολικά χαμηλές γωνίες λήψης, το λιτό ντεκόρ με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να δείχνουν σαν σε τρισδιάστατο πλάνο, κάτι σαν ζωγραφικούς πίνακες του μεσαίωνα, όλα αυτά έδωσαν την ιδιαίτερη αξία στο έργο του Carl Dreyer.


Ένας Δανός δημιουργός λοιπόν έμελλε να βρεθεί στο Παρίσι και να δώσει μια διαφορετική πνοή στον Γαλλικό κινηματογράφο γυρίζοντας ταινία που ασχολείται μα την κατεξοχήν Γαλλίδα ηρωίδα μα και αγία της χώρας.
Όμως δεν ήσαν όλοι ικανοποιημένοι με το έργο του αυτό. Η εκκλησία και η δεξιά τον κυνήγησαν. Δεν μπορούσε να βρει διανομείς που να παρουσιάσουν αξιοπρεπώς την ταινία του. Παρόλα αυτά αυτοί που έπρεπε να δουν την ταινία την είδαν, την απόλαυσαν και ενημέρωσαν περί της αξίας της. Είναι γεγονός πως η ταινία αυτή όπως και όλες του σκηνοθέτη Carl Dreyer, δεν σημείωσαν οικονομική επιτυχία στην εποχή τους. Μόλις το 1950 άρχισε να γίνεται διεθνώς γνωστή.
Ας δούμε όμως πως την σχολιάζει ο μεγάλος σουρεαλιστής Luis Bunuel:

[...] Η ταινία είναι δομημένη με τη χρήση πολύ κοντινών πλάνων. Ο σκηνοθέτης δεν χρησιμοποιεί ποτέ ή σχεδόν ποτέ ένα μακρινό ή ένα πρώτο πλάνο. Κάθε ένα από τα πλάνα έχει συνθεθεί με πολύ φροντίδα και καλλιτεχνικό αίσθημα και πολλές φορές γίνεται ένα «κάδρο» χωρίς να παύει να είναι ένα «καδράρισμα». Εξαιρετικά καδραρίσματα όχι μετωπικά, με βίαιες πλάγιες λήψεις, που πολλές φορές επιτυγχάνονται πλαγιάζοντας το επίπεδο της μηχανής.
Ούτε ένας από τους ερμηνευτές έχει μακιγιάζ: στην οδυνηρή γεωγραφία του προσώπου τους -πόροι σαν πηγάδια- αναδεικνύεται εντονότερα η ζωή με σάρκα και οστά. Κάποιες στιγμές, σε ολόκληρη την επιφάνεια της οθόνης, βλέπουμε τον λευκό τοίχο ενός κελιού και σε μια γωνία, το εκδικητικό μέτωπο ενός ιερωμένου, μόνο το μέτωπο. Μπορούν να προβλεφθούν οι καταιγίδες με μετεωρολογική ακρίβεια. Μύτες, μάτια, χείλη που εκρήγνυνται σαν βόμβες. Χειροτονίες, ενδείξεις έτοιμες να εκτοξευθούν ενάντια στο στήθος της αθώας Παρθένου. Εκείνη απαντά ή κλαίει, είτε, κλαίγοντας, αφαιρείται σαν ένα κοριτσάκι, πλέκοντας τα δάκτυλα, ή στριφογυρίζοντας ένα κουμπί, ή κοιτάζοντας τη μύγα που κάθεται πάνω στη μύτη ενός κληρικού.
Οι ερμηνευτές χρειάστηκε να κουρευτούν σύρριζα ή να αφήσουν τα γένια να μεγαλώσουν, γιατί, η τεχνητή αμφίεση, είναι κάτι που ανήκει στο θέατρο. Και η μεγαλοφυΐα του Dreyer βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στον τρόπο με τον οποίο δίδαξε τους ηθοποιούς του. Υπό αυτή την έννοια, ο κινηματογράφος δεν μας έδωσε ποτέ κάτι παρόμοιο. Ο ανθρωπισμός της έκφρασης διαρρηγνύει την οθόνη και κατακλύζει την αίθουσα [...]
Και ο ανθρωπισμός της Παρθένου αναβλύζει από το έργο του Dreyer περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία γνωρίζουμε. Όλοι αισθανθήκαμε την φυσική διάθεση να την μαλώσουμε λίγο για να της δώσουμε, αμέσως μετά, ένα ζαχαρωτό. Να της στερήσουμε το γλυκό εξαιτίας της εφηβικής της ξεροκεφαλιάς, του διάφανου πείσματος, σύμφωνοι. Αλλά να την κάψουμε, γιατί; Πλημμυρισμένη στα δάκρυα, με τις φλόγες να γλείφουν το σώμα της, με κουρεμένο κεφάλι, με λερωμένα ρούχα όπως ένα μικρό παιδί, ακόμα κι έτσι, σταματάει μια στιγμή το κλάμα και παρατηρεί με το βλέμμα τα περιστέρια που κάθονται στον τρούλο της εκκλησίας, μετά πεθαίνει.


Συντηρήσαμε ένα από τα δάκρυά της, που κύλησε μέχρις εμάς, σε ένα τετραγωνάκι του φιλμ. Δάκρυ χωρίς οσμή, χωρίς γεύση, χωρίς χρώμα, μια σταγόνα της πιο αγνής πηγής.
(L. Bunuel, Jeanne dArc, “Gaceta Literaria”, n. 43, 1/10/1928).

Τους μεσότιτλους τους μετέφρασα απευθείας από τους Γαλλικούς μεσότιτλους της ταινίας.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Un chapeau de paille d'Italie (1928)

Un chapeau de paille d'Italie (1928)
ΕΝΑ ΙΤΑΛΙΚΟ ΨΑΘΙΝΟ ΚΑΠΕΛΟ



Σκηνοθεσία: René Clair
Από το θεατρικό έργο του: Ευγένιου Labiche.
Παίζουν:Albert Préjean, Geymond Vital, Olga Tschechowa κ.α.
Μεσότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα

Το ότι η ταινία αυτή διαφέρει από το ύφος των ταινιών του René Clair δεν σημαίνει ότι δεν είναι αξιόλογη. Πρόκειται για μεταφορά του θεατρικού έργου του Ευγένιου Labiche στην οθόνη. Είναι το γνωστό είδος τόσο του θεάτρου όσο και του κινηματογράφου, η «Κωμωδία-Φάρσα». Ο σκηνοθέτης τοποθετεί την υπόθεση γύρω στα τέλη του 19ου αιώνα, διότι τότε κυρίως ήταν η εποχή που οι κυρίες κυκλοφορούσαν με κομψά καπελάκια. Ο René Clair μας διδάσκει επίσης ότι άλλο θέατρο και άλλο σινεμά. Τους θεατρικούς λοιπόν διαλόγους τους περιορίζει στο απαραίτητο και τους αντικαθιστά με οπτική απεικόνιση των κωμικών καταστάσεων. Αποτέλεσμα αυτού είναι οι μεσότιτλοι να περιορίζονται στο ελάχιστο.
Για την υπόθεση: Ο Φερντινάρντ διέρχεται με την άμαξά του το δάσος για να πάει σπίτι του όπου θα ετοιμαστεί για τους γάμους του. Στο δρόμο του πέφτει το καμουτσίκι και σταματά για να το μαζέψει. Το άλογό του όμως αντιλαμβάνεται παρακάτω σε ένα θάμνο ένα γυναικείο ψάθινο καπέλο και ορμά με όρεξη και το μασουλάει!


Το καπέλο όμως ανήκει σε μια κυρία, η οποία αν και παντρεμένη ήταν ξαπλωμένη στο γρασίδι με τον εραστή της. Η κυρία ισχυρίζεται πως δεν μπορεί να επιστρέψει σπίτι της χωρίς το καπέλο διότι θα πρέπει να απολογηθεί στον άντρα της για το συμβάν. Το ζευγάρι ακολουθεί τον Φερντινάρντ στο σπίτι του και ο ζόρικος εραστής απαιτεί να τους  βρει αμέσως ένα ίδιο καπέλο αλλιώς θα του καταστρέψει το σπίτι. Αν δε αυτός γίνει αιτία να θιχτεί η τιμή και η αξιοπρέπεια της κυρίας, τότε θα τον καλέσει σε μονομαχία!


Ο δυστυχής Φερντινάντ πρέπει να πάει για τον γάμο του και παράλληλα να φροντίσει να βρει καπέλο. Απέναντι από το δημαρχείο που γίνεται ο γόμος του υπάρχει ένα καπελάδικο. Ο Φερντιναντ επωφελείται από το ότι ο δήμαρχος καθυστερεί να αφιχθεί και φεύγει γρήγορα να μεταχθεί απέναντι στο καπελάδικο. Εξηγεί τι γυρεύει αλλά η πωλήτρια του λέει πως αυτό είναι ένα Ιταλικό ψάθινο καπέλο που είναι σπάνιο μοντέλο. Πριν από λίγες μέρες όμως πούλησε σε μια κυρία το τελευταίο που είχε. Το Φερντινάν παίρνουν πίσω άρων άρων οι συγγενείς για να αρχίσει η τελετή, μα αυτός προλαβαίνει να πάρει την διεύθυνση της κυρίας που αγόρασε το τελευταίο καπέλο.
Στο γλέντι του γάμου ο Φερντινάν πληροφορείται από τον υπηρέτη του ότι ο ζόρικος εραστής έχει αρχίσει ήδη να κατεδαφίζει το σπίτι του! Αφήνει το γλέντι και τρέχει στην διεύθυνση της κυρία ς που είχε αγοράσει το τελευταίο καπέλο. Την ίδια δεν την βρίσκει, βρίσκει όμως τον άντρα της και του εξηγεί το πάθημά του και την ανάγκη να αποκτήσει το καπέλο αυτό. Αυτός διασκεδάζει με την όλη υπόθεση, δείχνει όμως να συμμερίζεται το κρίσιμο της κατάστασης και να θέλει να βοηθήσει τον Φερντινάντ. Απάνω στην κουβέντα όμως γίνεται αντιληπτό πως το  καπέλο που έφαγε το άλογο ήταν αυτό της γυναίκας του! Κοντά στα άλλα, ο πεθερός που παρακολουθεί την περίεργη συμπεριφορά του γαμπρού του νομίζει ότι ο τελευταίος έχει το θράσος την ημέρα του γάμου του να τρέχει να συναντήσει την ερωμένη του. Μέχρι να ξεκαθαρίσουν τα πράγματα και να λάμψει η αλήθεια μεσολαβούν σπαρταριστά γεγονότα. Τελικά ο Φερντινάντ όχι μόνο δικαιώνεται αλλά καταφέρνει να καλύψει και την άπιστη σύζυγο.
Το 1941 η ταινία ξαναγυρίστηκε με πρωταγωνιστή τον Fernand. Παρά του ότι η ταινία ήταν αμολούσα και πρωταγωνιστεί ένας θαυμάσιος ηθοποιός, θεωρείται κατώτερη αυτής του René Clair


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Show People (1928)

Show People (1928)



Σκηνοθεσία: King Vidor
Παίζουν: Marion Davies, William Haines, Dell Henderson κ.α. 
Μετάφραση μεσοτίτλων από εμένα

Αν και η ταινία είναι μια αρκετά χαριτωμένη κωμωδία εποχής, το πραγματικό ενδιαφέρον της ταινίας είναι τα παραλειπόμενά της.
Οι ερωτικές υποθέσεις της Marion Davies με τον Αμερικανό μεγιστάνα του τύπου William Randolph Hearst, διήρκεσε αρκετές δεκαετίες και θα αποδειχθεί ότι θα είναι ευλογία και κατάρα για την ηθοποιό. Από τη μία μεριά ο Hearst ήταν ένας από τους πλέον σημαντικούς άνδρες στη χώρα, πράγμα που σήμαινε ότι κατά τη διάρκεια της ζωής του με την Davies  κατείχε εξέχουσα θέση στην αυτοκρατορία των μέσων ενημέρωσης. Από την άλλη μεριά ολόκληρο το έθνος γέλαγε με την αστεία αιώνια διαμαρτυρία των κριτικών των εφημερίδων του Hearst, για το ότι η Marion ποτέ δεν είχε χαρακτηριστεί απολαυστική σε κάποια ταινία. Το κοινό πίστευε από καιρό ότι αυτή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ατάλαντη φανταχτερή γυναίκα ενός γέρου μεγιστάνα. O Orson Welles σκιαγράφησε επίσης καθόλου κολακευτικά την  εικόνα της στο Citizen Kane (1941), ταινία  η οποία διερευνούσε την υπόθεση Hearst-Davies, με την Davies να παρουσιάζεται ως η τραγουδίστρια Susan Alexander. Δεν βοήθησε λοιπόν το ότι ο Hearst επιθυμούσε να  δει την Marion Davies σε μεγάλου και αναγνωρισμένου κύρους, «σοβαρές» παραγωγές, ενώ το πραγματικό της ταλέντο ήταν πολύ καλύτερα προσαρμοσμένο στην κωμωδία.


Η Davies το απέδειξε αυτό με την απόδοσή της ως σταρ στο Show People, του King Vido το 1928,  που είναι μια σάτιρα για τα τεκταινόμενα στις μπίζνες του Hollywood, και στην οποία ταινία  έπαιζε μία χαριτωμένη, χαμηλών τόνων κωμικό που δεν παίρνει τον  εαυτό της πολύ στα σοβαρά.
Στην  παρούσα ταινία η Marion εμφανίζεται ως Πέγκη Πίπερ η οποία ήλθε με τον πατέρα της από την Γεωργία στο Hollywood με σκοπό να βρει διέξοδο - στο κατ’ αυτήν -  ταλέντο της στην υποκριτική.



Εκεί γνωρίζει τον Μπίλη (William Haines)

ο οποίος παίζει σε κωμωδίες του τύπου «ψεύτικα μουστάκια» και τουρτοπόλεμο. 
Αυτός αναλαμβάνει να βοηθήσει την Πέγκη να δουλέψει σε ταινία. Πείθει λοιπόν το σκηνοθέτη του να την βάλει να παίξει στην κωμωδία που παίζει και αυτός. Η Πέγκη νομίζει ότι πρόκειται για δραματική «σοβαρή» ταινία και απογοητεύεται όταν διαπιστώνει περί τι είδους ταινία πρόκειται.


Στην αρχή θέλει να αποχωρίσει αλλά ο Μπίλη της λέει ότι όλοι οι μεγάλοι ηθοποιοί από τέτοιες ταινίες ξεκίνησαν και την πείθει να μείνει.

(
Το σενάριο όμως προβλέπει ότι η Πέγκη τρώει μια τούρτα στο πρόσωπο! Αυτή με κανένα τρόπο δεν θέλει να πέσει τόσο... χαμηλά. Τελικά συμβιβάζεται με τον King Vidor και η τούρτα αντικαθίσταται με κατάβρεγμα σόδας. Το ταλέντο της γίνεται εμφανές και ο  μεγοπαραγωγός την επιλέγει να την βάλει σε άλλη ομάδα που παίζουν σοβαρές ταινίες. Όχι όμως και τον Μπίλη ο οποίος θα εξακολουθήσει να παίζει τουρτοπόλεμο σε κωμικές ταινίες. Η Πέγκη έχει την εντύπωση πως η ζωή της άλλαξε γι αυτό αλλάζει και όνομα. Από Πέγκη Πίπερ γίνεται η Πατρίτσια Πεπουάρ και θέλει να ξεκόψει με το παρελθόν. Ένας συμπρωταγωνιστής της που της συστήνεται ως Κόμης από την Γαλλία την ζητά σε γάμο. Εκείνη αν και δεν φαίνεται να τον αγαπά, δέχεται την πρόταση διότι νομίζει ότι έτσι αναβαίνει κοινωνικά. Τότε εμφανίζεται ο Μπίλη που με ένα νέο κατάβρεγμα σόδας την ξασναπροσγειώνει στην γη και την πείθει να επιστρέψει στην κωμωδία από την ποία και αναδείχτηκε.


Γενικά το έργο μπορούμε να πούμε ότι είναι μια σκιαγράφηση των πραγματικών φιλοδοξιών της Marion Davies.

The Wind (1928)

The Wind (1928)
Ο Άνεμος




Σκηνοθεσία: Victor Sjöström
Σενάριο: Frances Marion, από το μυθιστόρημα της Dorothy Scarborough
Παίζουν: Lillian Gish, Lars Hanson, Montagu Love και άλλοι.
Μετάφραση Μεσοτίτλων: Γιάννης από Ανάβυσσο

Ο πραγματικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι ο άνεμος «Norther» .Πρόκειται για ένα μετεωρολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται σε περιοχές της Β. Αμερικής, όπως το Τέξας. Πρόκειται για ένα σφοδρό ψυχρό μέτωπο που εμφανίζεσαι απότομα και μέσα σε μια ώρα να μεταβάλει την εποχή από καλοκαίρι σε καταχείμωνα! Ενδεικτικές είναι οι μαρτυρίες όσων βίωσαν τέτοια δοκιμασία. Το πρωί ξεκίνησαν με τα πουκαμισάκια τους να πάνε στις δουλειές τους και πριν περάσει μια ώρα επέστρεψαν άρον-άρον σπίτια τους και έκαψαν στο τζάκι τους ότι μπορούσε να καεί για να ζεσταθούν! Όταν δεν εμπίπτει τέτοιος κυκλώνας, πνέουν αδιάκοπα θαλάσσιες αύρες, κυρίως από Νοέμβριο μέχρι Μάρτη. Οι Ινδιάνοι αποκαλούν την περιοχή αυτή «Χώρα των ανέμων»!
Σε μια τέτοια περιοχή του Τέξας ήλθε η ηρωίδα μας η Λέτη (Lillian Gish) από την Βιρτζίνια, για να ζήσει στο ράντζο του εξαδέλφου της Μπέρβελη (Edward Earle).
Στο τραίνο φαίνεται να προσπαθεί να την φλερτάρει διακριτικά ένας λιμοκοντόρος, ζωέμπορος οποίος προσπαθεί να την απογοητεύσει για την επιλογή της να ζήσει σε αυτό το μέρος και να εμφανιστεί ως προστάτης της. Στο σταθμό αποβίβασής της δεν την υποδέχεται ο ξάδελφος αλλά δύο γείτονές του οι οποίοι από την πρώτη στιγμή δείχνουν να θέλουν να εντυπωσιάσουν την Λέτη. Στο ράντζο ο εξάδελφος την υποδέχεται εγκάρδια, όχι όμως και η γυναίκα του η Κόρα (Dorothy Cumming) η οποία την ζηλεύει από την πρώτη στιγμή. Η ζήλια της φθάνει στο αποκορύφωμά της όταν τα παιδιά της δείχνουν ιδιαίτερη συμπάθια στην Λέτη. Τότε αυτή τυφλωμένη από την ζήλια ζητά από την Λέτη να εγκαταλείψει αμέσως το σπίτι της. Σε ερώτηση της κοπέλας για το τι θα απογίνει χωρίς χρήματα και χωρίς σπίτι, της απαντά να διαλέξει να παντρευτεί έναν από τους δύο γείτονες που και οι δύο ενδιαφέρονται γι αυτήν.


Η κοπέλα τότε διαλέγει τον Λίγκε (William Orlamond) ο οποίος φαίνεται λιγότερο αγροίκος από τον άλλον. Όταν όμως μετά τον γάμο μένουν μόνοι, αυτή αντιδρά στην προσπάθεια του Λίγκε να έλθει σε επαφή μαζί της. Τότε αυτός κατάλαβε ότι η κοπέλα τον παντρεύτηκε διότι είχε περιέλθει σε αδιέξοδο και όχι διότι τον αγαπούσε. Τότε αυτός της υποσχέθηκε να μην προσπαθήσει να την ξαναενοχλήσει και με το που θα εξοικονομούσε χρήματα θα της πληρώσει το εισιτήριο για να επιστρέψει πίσω από κει που ήλθε. Πράγματι συζούσαν τυπικά και ο Λίγκε τηρούσε την υπόσχεσή του και της φερόταν άψογα. Το γεγονός αυτό ανέβασε την εκτίμηση του στα μάτια της Λέτη η οποία είχε αρχίσει να τον βλέπει με άλλα μάτια. Κάποτε ο Λίγκε έπρεπε να πάει σε μια συγκέντρωση κτηνοτρόφων και η Λέτη τον παρακάλεσε να πάει κι αυτή μαζί για κάποια αλλαγή. Στο δρόμο ενέσκηψε ο γνωστός αντικυκλώνας και το άλογο της Λέτη αφήνιασε. Τότε αποφασίζεται να γυρίσουν την Λέτη πίσω για ασφάλεια. Φθάνει σπίτι της με την συνοδεία του γείτονα. Κάποια στιγμή η Λέτη αντιλαμβάνεται να φέρνουν κάποιον τραυματία στο σπίτι και ανησυχεί μην είναι ο Λίγκε. Είναι όμως ο λιμοκοντόρος συνταξιδιώτης της στο τραίνο ο οποίος ερχόταν δήθεν να δει πως τα πάει η Λέτη με την καινούργια της ζωή, αλλά στο δρόμο τον έπληξε ο αντικυκλώνας και τραυματίστηκε. Ο γείτονας, φεύγει και αφήνει την Λέτη μόνη της με τον τραυματία. Αυτός κάποτε συνέρχεται και προσπαθεί να πείσει την Λέτη να τα παρατήσει όλα και να τον ακολουθήσει όχι ως γυναίκα του διότι είναι παντρεμένος  αλλά ως ερωμένη του. Η κοπέλα αρνείται αλλά αυτός δεν το βάζει κάτω. Προσπαθεί να την βιάσει και επάνω στην διαμάχη η Λέτη βρίσκει ένα πιστόλι, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει


 Έντρομη σύρει το πτώμα έξω.


Σε λίγο επιστρέφει ο. Λίγκε και αυτή του διηγείται τι συνέβη. Βγαίνουν έξω να δουν τον νεκρό αλλά η αμμοθύελλα έχει καλύψει το πτώμα με άμμο!
Ο Λίγκε της εξηγεί ότι μάζεψε άρια άλογα το οποία η κυβέρνηση θα του τα πληρώσει, έτσι θα έχει τα χρήματα για να την στείλει πίσω. Τότε αυτή τον θερμοπαρακαλεί να μην την διώξει αλλά να την αφήσει να ζει μαζί του διότι τώρα πλέων τον αγαπά.


Η όλη ταινία ως ένα πρώιμο Γουέστερν φιλμ είναι αρκετά αξιόλογη για την εποχή της.
Να σημειωθεί ότι ολόκληρη η ταινία γυρίστηκε στην έρημο Mojave (Καλιφόρνια), υπό συνθήκες μεγάλης σκληρότητας και της δυσκολίας και χρησιμοποιήθηκαν 8 αεροπλάνα που με τις έλικές τους αναπαριστούσαν την ανεμοθύελλα

Παρασκευή 19 Ιουλίου 2013

La petite marchande d'allumettes (1928)

La petite marchande d'allumettes (1928)

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ

Του Jean Renoir



Στο ρόλο της φτωχής πωλήτριας σπίρτων,
η Catherine Hessling.
Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

Ασχολήθηκε με διάφορα ο Hans Christian Andersen, συγγραφέας μυθιστορημάτων, θεατρικών παραστάσεων, ταξιδιωτικών περιγραφών, κ.α. Ποιο γνωστός όμως έμεινε για τα παραμύθια του. Ένα και από τα πλέων συγκινητικά ήταν το: ΚΟΡΙΤΣΑΚΙ ΜΕ ΤΑ ΣΠΙΡΤΑ, που δημοσιεύτηκε στις 18 Νοέμβρη του 1845. Σ’ αυτό μας παρουσιάζει την κατάφορη κοινωνική αδικία του 19ου αιώνα, όπου από την μια υπάρχει μια κοινωνική τάξη που ζει στην άνεση και την χλιδή και από την άλλη φτωχά πλάσματα που προσπαθούν να επιβιώσουν με οποιονδήποτε τρόπο. Ένα κοριτσάκι που ανήκει στην δεύτερη κατηγορία, στέλνεται από τους δικούς του παραμονή πρωτοχρονιάς, ρακένδυτο και με ακατάλληλα παπούτσια στους χιονισμένους δρόμους μιας βοριοευρωπαϊκής μεγαλούπολης για να πουλήσει σπίρτα. Τους περαστικούς φαίνεται να τους απασχολεί η προετοιμασία της εορτής και αδιαφορούν για την πεινασμένη και παγωμένη από το κρύο μικρούλα. Μην έχοντας πουλήσει ούτε ένα κουτί σπίρτα και φοβούμενη να επιστρέψει άπραγη στο σπίτι της, ξαπλώνει απελπισμένη επάνω στο χιόνι! Τότε της έρχεται η ιδέα να ανάψει ένα σπίρτο για να ζεσταθεί. Από την πείνα και την παγωνιά παθαίνει παραισθήσεις.



Μέσα από την φλόγα του σπίρτου βλέπει μορφές αγαπημένων της προσώπων, όπως τις γιαγιάς της, που δεν ζουν πλέον. Το σπίρτο όμως καίγεται και για να συνεχίσει να βλέπει τα οράματα, ανάβει το ένα σπίρτο μετά το άλλο μέχρι που εξαντλούνται όλα και ο θάνατός της θα δώσει τέλος στις κακουχίες της.
Λάτρης του Hans Christian Andersen ο σκηνοθέτης Jean Renoir, μετέφερε στην μεγάλη οθόνη το  παραμύθι αυτό. Την εποχή που άλλοι σκηνοθέτες πειραματίζονταν με τον ήχο, βάζοντας τους ηθοποιούς να ανοιγοκλείνουν το στόμα τους και να προσπαθείται εκ των υστέρων ο συγχρονισμός, ο Jean Renoir δεν έπεσε σ’ αυτή την παγίδα και δημιούργησε μια κλασική βωβή ταινία μικρού μήκους. Στην αρχή του έργου παραμένει πιστός στα γραφόμενα του Άντερσεν με το μόνο του μεγάλο ατόπημα να δώσει το ρόλο της μικρούλας στην τότε γυναίκα του Catherine Hessling. Η γυναίκα μπορεί να είχε ταλέντο αλλά σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζονταν με την αθώα μικρούλα του παραμυθιού. Απέδωσε την πωλήτρια σπίρτων με διαφορετικό ύφος απ’ ότι είχε φανταστεί ο Άντερσεν. Π.χ. ναι μεν οι περαστικοί προσπερνούν την νεαρή (όχι πλέων μικρούλα) αδιάφορα, ορισμένοι όμως ρίχνουν και διερευνητικές ματιές επάνω της, καθότι είναι έφηβη και όχι κοριτσάκι.



Από κει και πέρα όμως ο Renoir μας παρουσιάζει την ιστορία με την δική του άποψη. Εμπνευσμένος από τον Georges Méliès, μας παρουσιάζει απίθανα για την εποχή τρυκ. Η κοπέλα ανάβει μεν τα σπίρτα για να ζεσταθεί, αλλά τα οράματά της δεν είναι αγαπημένα της πρόσωπα που της λείπουνε, αλλά αυτό που κάθε παιδί ονειρεύεται τέτοιες γιορτινές μέρες. Χριστουγεννιάτικα δέντρα και παιχνίδια!





Βρίσκεται μάλιστα σε ένα παιχνιδάδικο όπου τα παιχνίδια ζωντανεύουν και επιδίδονται σε ακροβατικές και χορευτικές φιγούρες μαζί της.





Ιδίως όμως από τα ξύλινα στρατιωτάκια ένας αξιωματικός ζωντανεύει και ανθρωποποιείται τελείως. Μετατρέπεται σε γοητευτικό νεαρό που σερβίρει και χορεύει με την νεαρή. Επειδή όλα το όνειρα τελειώνουν κάποτε, μια απαίσια φιγούρα εμφανίζεται ξαφνικά που δηλώνει ότι είναι ο θάνατος και έχει έλθει για την νεαρή. Τότε αυτή με τον νεαρό θαυμαστή της καλπάζουν προς τους ουρανούς, ενώ το άψυχο κορμάκι της κείτεται στο χιόνι.