LA
PASSION DE JEANNE D’ ARC
1928
Το πάθος της Ζαν Ντ’ Aρκ
Του Carl T. Dreyer)
Η τελευταία βουβή ταινία που
γύρισε ο μεγάλος Δανός σκηνοθέτης Carl Dreyer και για πολλούς η καλύτερή του,
είναι το LA PASSION DE JEANNE D’ ARC. Πολλοί πριν και μετά ασχοληθήκαν με την
JEANNE D’ ARC, αλλά εδώ ο Carl Dreyer δεν μας παρουσιάζει καμία κοπέλα που
μάχεται με σπαθί και πανοπλία, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την δίκη της. Το
σενάριο το έγραψε ο ίδιος και βασίζεται στα πρακτικά της δίκης που διεξήχθη
στην Ρουέν την 30η Μαΐου 1431. Ο Dreyer ήταν τόσο τελειομανής και απαιτητικός
με τους συνεργάτες του που οι τελευταίοι τον θεωρούσαν παράφρονα. Δεν αρκέστηκε
μόνο να κουρέψει γουλί την πρωταγωνίστριά του Falconetti, αλλά έβαλε και τους
λοιπούς ηθοποιούς της ταινίας να ξυρίσουν την κορυφή της κεφαλής τους, για να
είναι σύμφωνοι με το πνεύμα της εποχής. Οι άνδρες έπρεπε να αφήσουν την δική
τους γενειάδα να αναπτυχτεί διότι τα ψεύτικα γένια είναι για θεατρικές
παραστάσεις και όχι για ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες. Η ηθοποιός που
υποδύεται την Jeanne D’ Arc, η Maria
Falconetti ήταν μεγάλη ντίβα της εποχής, αλλά του θεάτρου. Την ανάγκασε να εμφανίζεται
τελείως αμακιγιάριστη και να επιδεικνύει κάτι τεράστιες τρύπες της επιδερμίδας
του προσώπου της! Πάντως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συμμετείχε σε
ταινία.
Τα ψυχολογικά βασανιστήρια
του σεναρίου ήταν πραγματικά με αποτέλεσμα η Falconetti να καταρρεύσει πολλές
φορές και να είναι πιο πειστική στον ρόλο της. Η ερμηνεία της είναι
συγκλονιστική. Τα συνεχή γκρο-πλαν στο αμακιγιάριστο και εκφραστικό της
πρόσωπο, οι πολλές φορές υπερβολικά χαμηλές γωνίες λήψης, το λιτό ντεκόρ με
αποτέλεσμα οι άνθρωποι να δείχνουν σαν σε τρισδιάστατο πλάνο, κάτι σαν
ζωγραφικούς πίνακες του μεσαίωνα, όλα αυτά έδωσαν την ιδιαίτερη αξία στο έργο
του Carl Dreyer.
Ένας Δανός δημιουργός λοιπόν έμελλε να βρεθεί στο Παρίσι και να δώσει μια διαφορετική πνοή στον Γαλλικό
κινηματογράφο γυρίζοντας ταινία που ασχολείται μα την κατεξοχήν Γαλλίδα ηρωίδα
μα και αγία της χώρας.
Όμως δεν ήσαν όλοι
ικανοποιημένοι με το έργο του αυτό. Η εκκλησία και η δεξιά τον κυνήγησαν. Δεν
μπορούσε να βρει διανομείς που να παρουσιάσουν αξιοπρεπώς την ταινία του.
Παρόλα αυτά αυτοί που έπρεπε να δουν την ταινία την είδαν, την απόλαυσαν και
ενημέρωσαν περί της αξίας της. Είναι γεγονός πως η ταινία αυτή όπως και όλες
του σκηνοθέτη Carl Dreyer, δεν σημείωσαν οικονομική επιτυχία στην εποχή τους.
Μόλις το 1950 άρχισε να γίνεται διεθνώς γνωστή.
Ας δούμε όμως πως την
σχολιάζει ο μεγάλος σουρεαλιστής Luis Bunuel:
[...] Η ταινία είναι
δομημένη με τη χρήση πολύ κοντινών πλάνων. Ο σκηνοθέτης δεν χρησιμοποιεί ποτέ ή
σχεδόν ποτέ ένα μακρινό ή ένα πρώτο πλάνο. Κάθε ένα από τα πλάνα έχει συνθεθεί
με πολύ φροντίδα και καλλιτεχνικό αίσθημα και πολλές φορές γίνεται ένα «κάδρο» χωρίς
να παύει να είναι ένα «καδράρισμα». Εξαιρετικά καδραρίσματα όχι μετωπικά, με
βίαιες πλάγιες λήψεις, που πολλές φορές επιτυγχάνονται πλαγιάζοντας το επίπεδο
της μηχανής.
Ούτε ένας από τους
ερμηνευτές έχει μακιγιάζ: στην οδυνηρή γεωγραφία του προσώπου τους -πόροι σαν
πηγάδια- αναδεικνύεται εντονότερα η ζωή με σάρκα και οστά. Κάποιες στιγμές, σε
ολόκληρη την επιφάνεια της οθόνης, βλέπουμε τον λευκό τοίχο ενός κελιού και σε
μια γωνία, το εκδικητικό μέτωπο ενός ιερωμένου, μόνο το μέτωπο. Μπορούν να
προβλεφθούν οι καταιγίδες με μετεωρολογική ακρίβεια. Μύτες, μάτια, χείλη που
εκρήγνυνται σαν βόμβες. Χειροτονίες, ενδείξεις έτοιμες να εκτοξευθούν ενάντια
στο στήθος της αθώας Παρθένου. Εκείνη απαντά ή κλαίει, είτε, κλαίγοντας,
αφαιρείται σαν ένα κοριτσάκι, πλέκοντας τα δάκτυλα, ή στριφογυρίζοντας ένα
κουμπί, ή κοιτάζοντας τη μύγα που κάθεται πάνω στη μύτη ενός κληρικού.
Οι ερμηνευτές χρειάστηκε να
κουρευτούν σύρριζα ή να αφήσουν τα γένια να μεγαλώσουν, γιατί, η τεχνητή
αμφίεση, είναι κάτι που ανήκει στο θέατρο. Και η μεγαλοφυΐα του Dreyer βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στον τρόπο με τον οποίο δίδαξε τους
ηθοποιούς του. Υπό αυτή την έννοια, ο κινηματογράφος δεν μας έδωσε ποτέ κάτι
παρόμοιο. Ο ανθρωπισμός της έκφρασης διαρρηγνύει την οθόνη και κατακλύζει την
αίθουσα [...]
Και ο ανθρωπισμός της Παρθένου
αναβλύζει από το έργο του Dreyer περισσότερο από οποιαδήποτε
άλλη ερμηνεία γνωρίζουμε. Όλοι αισθανθήκαμε την φυσική διάθεση να την μαλώσουμε
λίγο για να της δώσουμε, αμέσως μετά, ένα ζαχαρωτό. Να της στερήσουμε το γλυκό
εξαιτίας της εφηβικής της ξεροκεφαλιάς, του διάφανου πείσματος, σύμφωνοι. Αλλά
να την κάψουμε, γιατί; Πλημμυρισμένη στα δάκρυα, με τις φλόγες να γλείφουν το
σώμα της, με κουρεμένο κεφάλι, με λερωμένα ρούχα όπως ένα μικρό παιδί, ακόμα κι
έτσι, σταματάει μια στιγμή το κλάμα και παρατηρεί με το βλέμμα τα περιστέρια
που κάθονται στον τρούλο της εκκλησίας, μετά πεθαίνει.
Συντηρήσαμε ένα από τα
δάκρυά της, που κύλησε μέχρις εμάς, σε ένα τετραγωνάκι του φιλμ. Δάκρυ χωρίς
οσμή, χωρίς γεύση, χωρίς χρώμα, μια σταγόνα της πιο αγνής πηγής.
(L. Bunuel, Jeanne d’Arc, “Gaceta Literaria”, n. 43, 1/10/1928).
Τους μεσότιτλους τους μετέφρασα απευθείας από τους Γαλλικούς
μεσότιτλους της ταινίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου