Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

The Ladies Man 1961

 

The Ladies Man 1961

Ο Τζέρι Λιούις Γυναικοκατακτητής


Σκηνοθεσία: Jerry Lewis

Σενάριο: Jerry Lewis, Bill Richmond, Mel Brooks

Είδος: Comedy, Jerry Lewis

Διάρκεια: 01:35

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jerry Lewis: Herbert H. Heebert

Helen Traubel: Miss Helen N. Wellenmellon

Pat Stanley: Fay

Kathleen Freeman: Katie

George Raft: George Raft

 

O Jerry Lewis είναι μία από τις πιο παραγνωρισμένες προσωπικότητες του σινεμά. Ξεχασμένος – ή και σχεδόν άγνωστος πια στο multiplex κοινό – από τους περισσότερους που τον αντιμετώπισαν σαν κωμικό της μούτας και του χαβαλέ, ο Lewis υπήρξε πολλά περισσότερα από αυτό. Να εξηγηθώ: Οι πετυχημένες γκριμάτσες είναι εντελώς του γούστου μου αφού τις αντιμετωπίζω όχι απλά σαν κάτι αστείο, αλλά και σαν ένα κομμάτι μιας τσιρκολάνικης αντίληψης θλιμμένης αυτοδιακωμώδησης, αυτοαποδραστισμού και, συνεπακόλουθα, ως μια κωμικοφανή εκδοχή του “Dr Jekyll and Mr. Hyde” ανθρώπινου δράματος, δηλαδή, της πολυπροσωπίας και της κυκλοθυμίας. (Δεν είναι τυχαίο υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, πως η γνωστότερη ταινία του Jerry είναι μια μεταφορά του θρυλικού έργου του R.L. Stevenson…). Ωστόσο, ο εγκλωβισμός της αντίληψης του κόσμου στην λογική που ήθελε τον Lewis έναν απλό κι ανόθευτο γελωτοποιό των μορφασμών, μπορεί να του εξασφάλισε μια δεκαπενταετία μεγάλων εμπορικών επιτυχιών (αυτός είναι περίπου ο χρόνος εμπορικής ζωής ενός τυποποιημένου σταρ – δείτε και τον, γνήσιο από υποκριτικής πλευράς απόγονό του, Jim Carrey) αλλά, εν συνεχεία, τον εκτόπισε ραγδαία στο συρτάρι των dated φαινομένων του σινεμά. Σήμερα, ο Jerry Lewis είναι «τακτοποιημένος» στο χρονοντούλαπο των «θρύλων του σινεμά», ασφαλής – αφού άπαξ και αγιοποιηθείς στην εκκλησία του Χόλυγουντ, καμία συνέλευση δεν σε αποκηρύττει – αλλά και, τρόπον τινά, άφαντος, αφού αυτή η μουσειοποίηση ελάχιστη σχέση με την τέχνη διατηρεί.

Το ότι ο Lewis είναι πολλά περισσότερα το καταλαβαίνεις βλέποντας μισή ώρα από οποιαδήποτε ταινία της ακμής του ή, κατά προτίμηση, οποιαδήποτε υπό την σκηνοθετική του καθοδήγηση. Το σκηνοθετικό του όραμα είναι και η αιτία του αρχικού μου ισχυρισμού. Η αναμέτρηση δε αυτού του οράματος με την εναλλασσόμενα αποδομητική/ναρκισσιστική του στάση απέναντι στην ίδια του την κινηματογραφική περσόνα, αποτελεί μια τρομερά αντιφατική διελκυστίνδα στο έργο του. Με διαλυτικό συνδυασμό φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων μέσα στην ίδια ταινία, τα έργα του Jerry «υποφέρουν» πολλές φορές ακριβώς στα δυνατά τους σημεία: Σε κωμικά οπτικοακουστικά γκαγκς, πλημμυρισμένα από έναν ασυγκράτητα πληθωρικό τύπο που μπορεί να εκτείνει ένα αστείο στην παραφορά και το κρεσέντο, αλλά και να το «εξαφανίσει» στην αυταρέσκεια ή και την καθαρά λάθος εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του ίδιου του γκαγκ.

Εκείνο που μένει να καταλάβεις στο σινεμά του Lewis είναι πως επειδή ο δημιουργικός έλεγχος που εξασκεί στο υλικό του είναι υστερικός, αυτό το φαινομενικό πηγαιν’ έλα είναι απόλυτα μέσα στις προθέσεις του.

Και ποιες είναι αυτές οι προθέσεις, λοιπόν; Στην αρχή του Bellboy (σκηνοθεσία του Jerry) ένας ηθοποιός υποδυόμενος μεγαλοπαραγωγό της Paramount, τα λέει όλα: «Αυτή θα είναι μια ταινία βασισμένη στο fun. Χωρίς σενάριο, χωρίς πλοκή.» Το ερώτημα είναι τι ακριβώς εννοεί ο Lewis ως fun…

Από μια πλευρά η περσόνα-Lewis είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις… αυτοφυΐας στην τέχνη του σινεμά. Κανείς πριν από δαύτον δεν μόρφασε κωμικά - αν και υπάρχουν stand up comedians, όπως ο Milton Berle ας πούμε, που το έκαναν, αλλά ποτέ συστηματικά στον κινηματογράφο. Ωστόσο, αν και ορισμένες μούτες του μπορεί να σε παραμορφώσουν απ’ τα γέλια, είναι η άλλη πλευρά της κωμικής του δημιουργίας που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους του σινεμά. Αυτή που έχει περισσότερη σχέση με τον (εντελώς ανέκφραστο…!!!) Buster Keaton και τον Jacques Tati, παρά με οποιονδήποτε άλλον. Το σύμπαν του Lewis είναι μια τεράστια κατασκευή (το σπίτι/πλατώ του Ladies Man είναι από τα μεγαλύτερα κι εντυπωσιακότερα που φτιάχτηκαν ποτέ) η παρουσία της οποίας κάνει τον Lewis να θέλει να την καταλάβει και να την υπηρετήσει για να καταφέρει μόνο την απορρύθμιση, το ξεχαρβάλωμα, την αναπόφευκτη δηλαδή είσοδο του χάους στην ανθρώπινα οργανωμένη καθημερινότητα. Ο χαρακτήρας και οι καταστάσεις στο έργο του Lewis μοιάζουν να υπακούουν στον περίφημο νόμο της θερμοδυναμικής που θέλει το σύμπαν σε μια διαρκή εντροπία, μια συνεχή μετάβαση, ας πούμε, από μια κατάσταση τάξης σε μια μεγαλύτερης αταξίας. Ο Lewis εξωθεί κινηματογραφικά αυτόν τον νόμο στο παραλήρημα, τον παροξυσμό, την διάλυση. Και η αλήθεια είναι, προσπαθώντας χονδροειδώς να εξηγήσω το φαινόμενο, πως η αίσθηση του χάους, όσο κωμικά ή γελοία κι αν αποδοθεί, δεν είναι πάντα ακριβώς ευχάριστη.

Εν συνεχεία ο Lewis ενανθρωπίζει το συμπαντικό χάος δομώντας έναν χαρακτήρα που ενώ προσπαθεί να λειτουργήσει εντός των πλαισίων καθωσπρεπισμού μιας πολιτισμένης κοινωνίας, αδυνατεί να ελέγξει επαρκώς τις ενστικτώδεις, παιδικές ορμές του λειτουργώντας μολυσματικά. Τουτέστιν, και υπό το «ενήλικο» φως των περισπούδαστων ημών, κάνει μαλακίες. Και τις κάνει τόσο φινετσάτα (βλέπε: χοντροκομμένα), τόσο απρόκλητα και τόσο καλοπροαίρετα, που σου είναι αδύνατον όχι μόνο να τις δικαιολογήσεις, αλλά και να τις δικαιώσεις: Σε ένα σύμπαν που ρυτιδώνει συνεχώς – και τι μελαγχολική διαπίστωση για κωμωδία είναι αυτή… - ο Jerry αναλαμβάνει να γίνει όχι απλά ο επιταχυντής της πτώσης, αλλά ο κωμικά λυτρωτικός παράγοντας, εκείνος που θα μας ψιθυρίσει το αναγκαίο «δεν έγινε και τίποτα» σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς νόημα ιδιαίτερο δεν έχει. Η μαλακία στο έργο του Jerry Lewis είναι το απότοκο μιας στάσης ζωής, μια κωμική αναγκαιότητα, ένας τρόπος ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Αν κάποιοι σαν εμένα πιστεύουν στο «δικαίωμα στην μαλακία», αυτός είναι ο πνευματικός ηγέτης τους…

Τέλος, κι αυτό είναι πιο έκδηλο στο Ladies Man απ’ οπουδήποτε αλλού στο έργο του, ο Lewis έχει μια εντελώς μεταμοντέρνα ψύχωση με το ίδιο το σινεμά και τους μηχανισμούς του. Δεν διστάζει να φτιάξει το σπίτι που προανέφερα, πλήρως λειτουργόν ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, και συνάμα να το καδράρει επιβλητικά στο σύνολό του αφήνοντας ξεκάθαρα να φανούν οι άκρες του - και μαζί οι εγκαταστάσεις του… πραγματικού στούντιο. Παίζει με Εικόνες του σινεμά – εδώ ο κλασσικός George Raft στην αξέχαστη σκηνή που χορεύουν οι δυο τους υπό το φως ενός προβολέα – με κινηματογραφικά είδη (η σκηνή με την Sylvia Lewis είναι από τα πιο σαγηνευτικά homage στο μιούζικαλ και σίγουρα μια σκηνή -intertextual- ανθολογίας, πολύ πριν ο όρος, μάλιστα, εφευρεθεί…).

 

Ταυτόχρονα, ο «κινησιολογικός» Jerry απέχει του «γλωσσικού» - κι αυτό είναι μεν και προϊόν μιας καλλιτεχνικής αλαζονείας, αλλά αποτελεί και μια σημαντική δήλωση του Jerry πάνω στο σινεμά: Το «καθαρό» βωβό σινεμά σε γεμίζει αισθήματα συμπάθειας για τον ήρωα, η επικοινωνία συντελείται ουσιαστικά σε ένα βαθύτερα ανθρώπινο επίπεδο αλληλοκατανόησης. Η έλευση του ομιλούντος αμφισβητεί την προαναφερθείσα μαλακία, υπονοεί έναν χαρακτήρα εξυπνότερο, σε αποστασιοποιεί από εκείνα που ασυζήτητα συμπάθησες, βαθαίνει το σχίσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και είναι.

Η αίσθηση που αποκομίζεις από μια κωμωδία που σε «εξαπατά» οδηγώντας σε τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις, δεν μπορεί ποτέ να είναι διασκεδαστική.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου