Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2022

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

INVASION OF THE BODY SNATCHERS 1978

Μακάβρια εισβολή 


Σκηνοθεσία Philip Kaufman

Σενάριο: W.D. Richter, Jack Finney

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 55mΓλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

            Donald Sutherland: Matthew Bennell

Brooke Adams: Elizabeth Driscoll

Jeff Goldblum: Jack Bellicec

Veronica Cartwright: Nancy Bellicec

Leonard Nimoy: Dr. David Kibner

Art Hindle: Geoffrey

Lelia Goldoni: Lelia Goldoni 

Τα περισσότερα ριμέικ στην ιστορία του σινεμά φαίνεται πως πάσχουν από το ίδιο σύμπτωμα. Ονομάζεται τεμπελιά. Σίγουρα δεν υπάρχει πιο οκνηρή λύση από το να αναπαράγεις εμπορικά μια ήδη δοκιμασμένη επιτυχία του παρελθόντος, μεταμφιέζοντας το εγχείρημα με την πρόφαση της ανανέωσης. Τίποτα το δημιουργικό δεν υπάρχει, ωστόσο, πίσω από μια τόσο ανώφελη επιχείρηση. Και, όπως έχουμε διδαχτεί αρκετές φορές, τα ελάχιστα καλά ριμέικ είναι πάντοτε εκείνα που διαλέγουν να διαφοροποιηθούν από τον προκάτοχό τους, επιχειρώντας μια ριζικά διαφορετική ανάγνωση.

Μια τέτοια περίπτωση είναι και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν η οποία δεν στηρίζεται τόσο στην ομώνυμη, κλασική δημιουργία του Ντον Σίγκελ, αλλά επιλέγει να διασκευάσει για δεύτερη φορά ένα εμβληματικό βιβλίο της λογοτεχνίας του φανταστικού. Το «The Body Snatchers» ο Τζακ Φίνεϊ το κυκλοφόρησε στα 1955, περιγράφοντας πώς μια μικρή πόλη παραδίδεται στο έλεος εξωγήινων οργανισμών που μοιάζουν και συμπεριφέρονται ακριβώς όπως οι άνθρωποι στων οποίων τα σώματα εισβάλλουν, όταν εκείνοι πέφτουν για ύπνο. Η μόνη διαφορά είναι η ανικανότητά τους να αναπαράγουν τα γήινα συναισθήματα, μοιάζοντας στην πραγματικότητα με άψυχα ανθρώπινα δοχεία. Αφήνοντας την θαυμάσια αλληγορία της ανοιχτή προς κάθε πιθανή ανάγνωση, η ιστορία του Φίνεϊ κατόρθωσε στις τέσσερις κινηματογραφικές διασκευές που γνώρισε έως σήμερα, να γίνει ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική στην εκάστοτε εποχή που εκπροσωπούσε κάθε φιλμ.

Ένας αντιπροσωπευτικός καθρέφτης των συλλογικών πολιτικοκοινωνικών ψυχώσεων και της μαζικής παράνοιας που προσέβαλε την Αμερική

Στην αριστουργηματική εκδοχή που σκηνοθέτησε ο Ντον Σίγκελ το 1956, στην καρδιά της αντικομουνιστικής υστερίας, οι εξωγήινοι εισβολείς μπορούν να διαβαστούν είτε ως πανούργοι εκπρόσωποι του «Κόκκινου κινδύνου», είτε ως όργανα του δηλητηριώδους κυνηγιού μαγισσών που είχε εξαπολύσει ο μακαρθισμός. Δυο δεκαετίες μετά, ο Φίλιπ Κάουφμαν μεταφέρει την δράση από την επαρχιακή κωμόπολη της ταινίας του Σίγκελ, και των κατ’ επίφαση ειδυλλιακών fifties, στην πόλη του Σαν Φρανσίσκο. Δέκα χρόνια μετά το Καλοκαίρι της Αγάπης, την ουτοπική επανάσταση του χιπισμού και την υπόσχεση ενός καλύτερου κόσμου που έδωσαν τα χρόνια του ’60, δίχως να την τηρήσουν, ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή του Φίνεϊ για να αναρωτηθεί τι απέγιναν τα ιδανικά με τα οποία γαλουχήθηκε η γενιά του και να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της εγωιστικής, επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εκτυλίσσεται γύρω του.

Με τους ελάχιστους εκπροσώπους της τότε αντικουλτούρας να έχουν αφομοιωθεί και ολόκληρη την κοινωνία να έχει παραδοθεί στον δικό της συμβολικό ύπνο, οι διαγαλαξιακοί εισβολείς κατορθώνουν με απίστευτη ευκολία να κατακτήσουν μια κάστα αλλοτριωμένων ανθρώπων, τόσο απασχολημένων με τον εαυτό τους ώστε αδυνατούν να καταλάβουν ότι οι οικείοι τους έχουν αλλάξει.

Όπως ο Ντον Σίγκελ, έτσι και ο Φίλιπ Κάουφμαν επιχειρεί να προσεγγίσει μια ιστορία καθαρής φαντασίας, δίχως να ανήκει καθόλου στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος. Ίσως εκεί να οφείλουμε και το γεγονός ότι οι ταινίες τους δεν χρησιμοποιούν καμιά από τις συνήθεις φόρμουλες αλλά επικαλούνται μια αίσθηση ρεαλισμού που κάνει τα δρώμενα πιο ανατριχιαστικά. Αντίθετα, όμως, με το «Invasion» του 1956, που χρησιμοποιούσε μια πιο σφιχτοδεμένη και λακωνική αφήγηση, η ταινία του Κάουφμαν χτίζεται γύρω από μια σειρά χαλαρών επεισοδίων που οδηγούν ήρωες και κοινό μεθοδικά στην τρομακτική αποκάλυψη.

Ο Κάουφμαν χρησιμοποιεί την πλοκή για να πλάσει ένα άκρως ανησυχητικό πορτρέτο της επιθετικά απρόσωπης εποχής που έβλεπε να εξαπλώνεται γύρω του

Απόλυτα εναρμονισμένος με το ανθρωποκεντρικό και διαλογικό αμερικανικό σινεμά του ’70, ο Κάουφμαν αφήνει την δράση να εξελιχθεί μέσα από την διαδραστικότητα των χαρακτήρων, αδιαφορώντας αν στην πορεία θυσιάσει τα εφέ και το θέαμα. Μόνο όταν η αποτρόπαια συνομωσία ξεσκεπαστεί πλήρως, το φιλμ μετατρέπεται σε αγωνιώδη περιπέτεια και λυσσαλέο κυνηγητό, καθώς οι ελάχιστοι εναπομείναντες άνθρωποι τρέχουν να σωθούν, δίχως να γνωρίζουν ότι οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα από τα πιο απαισιόδοξα φινάλε ταινίας.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εποχής, το οποίο η ταινία αξιοποιεί ιδανικά, είναι ένας πένθιμος σχεδόν πεσιμισμός και μια αίσθηση κλιμακούμενης παράνοιας που τρυπώνει ύπουλα μέσα από την απειλητική φωτογραφία, το απόκοσμο σάουντρακ, το κλίμα του νοσηρού και την παγερή ατμόσφαιρα που σφίγγει ασφυκτικά γύρω από τους ήρωες. Στα συστατικά αυτά οφείλει το δεύτερο «Invasion of the Body Snatchers» (ελληνικός τίτλος: «Μακάβρια Εισβολή») το γεγονός ότι δεν πέτυχε στα ταμεία και δεν κέρδισε τους κριτικούς στην πλειοψηφία τους. Το κοινό βρήκε δυσκολοχώνευτο το σοκαριστικό, βίαια απαισιόδοξο φινάλε που πρότεινε ο Κάουφμαν (αντίθετα με το βιβλίο, που πρόσφερε ένα λυτρωτικό χάπι εντ), ενώ η σκιά του κλασικού b movie στο οποίο ελάχιστα έμοιαζε το ριμέικ έπεφτε εξίσου βαριά στους ώμους του εξαιρετικού αυτού ριμέικ.

Αδίκως, μια και η ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν παίρνει την έννοια του ριμέικ και της προδίδει αξιοπρέπεια και λόγο ύπαρξης, αντλώντας από το βιβλίο του Φίνεϊ όχι μόνο μια υποδειγματική ταινία τρόμου αλλά και μια μαύρη σάτιρα της μετά το Βιετνάμ και το Γουοτεργκέιτ εποχής, γνωστής και ως «me decade», που υπήρξε ολόκληρο το ’70 για την Αμερική. 

DAWN OF THE DEAD 1978

DAWN OF THE DEAD 1978

Ζόμπι, το ξύπνημα των νεκρών

Δ

Σκηνοθεσία
: George A. Romero

Σενάριο: George A. Romero

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 2h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

David Emge: Stephen

Ken Foree: Peter

Scott H. Reiniger: Roger

Gaylen Ross: Francine

David Crawford: Dr. Foster

David Early: Mr. Berman

 

Ενώ το πρόβλημα των ζωντανών νεκρών έχει μετατραπεί πλέον σε πανδημία, τέσσερις άνθρωποι καταφεύγουν σε ένα εμπορικό κέντρο για να προστατευθούν από τα ζόμπι.

Δέκα χρόνια μετά τον σάλο που προκάλεσε το Night of the Living Dead, o George Romero, μαζί με τον παραγωγό του Richard Rubinstein, προσπαθούσαν να βρουν χρηματοδότηση για τη δημιουργία ενός sequel της κλασσικής ταινίας τρόμου. Η ιδέα αυτή όμως δεν έβρισκε ανταπόκριση από τις αμερικάνικες εταιρίες παραγωγής, με αποτέλεσμα το project να φαίνεται ότι θα είχε άδοξο και πρόωρο τέλος. Τότε έσκασε μύτη ο Dario Argento, φανατικός λάτρης του Night of the Living Dead, ο οποίος όταν έμαθε την ιδέα του Romero αποφάσισε να βοηθήσει. Κατάφερε να βρει χρηματοδότες, παίρνοντας ο ίδιος τα δικαιώματα της παγκόσμιας διανομής της ταινίας, βοήθησε στο σενάριο, ενώ ο αδερφός του Claudio Argento ανέλαβε, μαζί με τον Rubinstein την παραγωγή. Με την παραγωγή να βρίσκεται στα σκαριά, ο Romero προσλαμβάνει τον μάστορα του make-up και των οπτικών εφφε Tom Savini, έναν άνθρωπο που θα είχε αναλάβει το ίδιο πόστο και στο Night of the Living Dead αν δεν τον προλάβαινε η στράτευσή του και η συμμετοχή του στον πόλεμο του Βιετνάμ. Με μια σταθερή χρηματοδότηση που του διέθεσε ένα ικανοποιητικό μπάτζετ, την ελευθερία που του προσέφερε η ανεξάρτητη παραγωγή, έναν από τους καλύτερους make-up artitst στην ιστορία του κινηματογράφου τρόμου και τον ίδιο στην πιο γόνιμη σκηνοθετική του περίοδο, o Romero γύρισε για πρώτη και τελευταία φορά μια ταινία τρόμου όπως ο ίδιος ήθελε.

Το τελικό αποτέλεσμα του Dawn of the Dead μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας, 35 χρόνια μετά τη δημιουργία του, ως η καλύτερη δουλειά του σκηνοθέτη, η καλύτερη ταινία με ζόμπι και για πολλούς ως η καλύτερη ταινία τρόμου όλων των εποχών. Αντίθετα με του μαέστρους του ιταλικού τρόμου, ο Romero είχε μια ιδιαίτερη ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα, πράγμα που είναι εμφανές στις περισσότερες από τις ταινίες του. Αντίθετα λοιπόν, με τον καταιγισμό και τη βαρβαρότητα των ταινιών του Fulci, o Romero προσέθετε στην ιστορία μια διαφορετική οπτική που πολλές φορές αποτελούσε ένα είδος κριτικής στη σύγχρονη κοινωνία. Και αν στο Night of the Living Dead το σχόλιο του για τον τρόπο λειτουργίας της αμερικάνικης κοινωνίας τη δεκαετία του ΄60 βρισκόταν πίσω από το αίμα και τη βία, στο Dawn of the Dead είναι τόσο πασιφανές που κάνει αρκετούς λάτρεις των ταινιών τρόμου να τη θεωρούν βαριά και δυσκίνητη. Η προβληματική του Romero απλώνεται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, χωρίς όμως ποτέ ο Romero να μετατρέπει το Dawn of the Dead σε ένα δυσκοίλιο, ακαδημαϊκό σχόλιο αφού η αλληγορική διάθεση κρατιέται σε επίπεδα που δεν αποπροσανατολίζει το αποτέλεσμα από το είδος του καθαρόαιμου τρόμου. Επιπλέον, αντίθετα με το Night of the Living Dead, και το μεταγενέστερο Day of the Dead, η ταινία δεν ακολουθεί ένα πνιγηρό, σκοτεινό, πεσιμιστικό ύφος, αλλά αντίθετα κρατά στον πυρήνα της έναν υποχθόνιο, σαρκαστικό τόνο που παράλληλα τρομάζει, διασκεδάζει και προβληματίζει. Χωρίς να μοιάζει τόσο τρομακτικό όσο ο προκάτοχός του, το Dawn of the Dead μοιάζει στην επιφάνεια να είναι ένα βήμα πίσω σε σχέση με το καταιγιστικό Night of the Living Dead. Στην πραγματικότητα όμως, αυτός ο ειρωνικός τόνος και η σαρκαστική διάθεση που έχει το Dawn of the Dead το κάνει είναι αρκετό πιο ενοχλητικό και σοβαρό, διατηρώντας στο σύνολό του μια ύπουλα ανατρεπτική διάθεση. Σάτιρα, μαύρο χιούμορ, κοινωνικό σχόλιο πάνω στον ηδονισμό της σύγχρονης κοινωνίας, την καταναλωτική κουλτούρα, το αμερικάνικο όνειρο, την παθητικότητα και την κενότητα του αμερικάνικου τρόπου ζωής, την κοινωνική απάθεια και την αδράνεια που χαρακτηρίζει την υλιστική εποχή, παντρεύονται με ισόποσες δόσεις αίματος, βίας και gore, σε ένα αποτέλεσμα που ακολουθεί μια βραδυφλεγή τροχιά προς ένα αναπόφευκτο κατακλυσμιαίο φινάλε. Ο Romero δεν βιάζεται καθόλου, αφού δίνει αρκετό χώρο και βάθος στους χαρακτήρες του, οικοδομώντας ένα κλίμα ψευδούς ασφάλειας με την ένταση και την αγωνία να πυρακτώνονται αργά και βασανιστικά πίσω από κάθε πλάνο. Ακολουθώντας το αφηγηματικό ύφος μιας παραβολής πάνω στη εύθραυστη δομή της σύγχρονης κοινωνίας και της πλασματικής ασφάλειας που προσφέρει η ηδονιστική κατανάλωση, ο Romero φαίνεται να βάζει στόχο να δώσει, μέσα από τις εικόνες μια μετα-αποκαλυπτικής κοινωνίας, τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος άνθρωπος, παραδομένος στην υλιστική ευδαιμονία, δεν αντιλαμβάνεται την ταχύτητα με την οποία παρακμάζει κι αποσυντίθεται το κοινωνικό του περιβάλλον. Και όλα αυτά εμφανίζονται πάντα μέσα από την διαρκή αντιπαράθεση των βίαιων ζόμπι που λειτουργούν με βάση το ένστικτο και την ακόρεστη πείνα τους για ανθρώπινη σάρκα με τους τέσσερις επιζώντες που χωρίς καμία λογική αγκιστρώνονται σε μια άστοχη προσπάθεια ικανοποίησης των καταναλωτικών τους αναγκών, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος καταρρέει γύρω τους. Καλά όλα τα παραπάνω, αλλά εδώ δεν μιλάμε για στρατευμένο σινεμά που θέλει να περάσει βαριά μηνύματα, αλλά για ταινία τρόμου. Και σ'αυτή την περίπτωση όμως, ο Romero δεν κάνει λάθος. Με τον Savini σε μεγάλη φόρμα, με αναφορές στα pulp περιοδικά και στην comic μυθολογία, με μια έντονα διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ, με το gore να φτάνει σε εντυπωσιακά επίπεδα, με μια σχεδόν πορνογραφική απεικόνιση της βίας, ο Romero βγάζει από το οπλοστάσιό του απεντερώσεις, ξεκοιλιάσματα, ακρωτηριασμούς, διαλυμένα κεφάλια και ανατριχιαστικές σκηνές κατανάλωσης ανθρώπινης σάρκας, με το τελευταίο μέρος του Dawn of the Dead να αποτελεί ένα φεστιβάλ αίματος και βίας. Ο Romero χειραγωγεί τον θεατή, ώστε να συμπαθήσει τους βασικούς χαρακτήρες, να μπει ο ίδιος στη θέση τους, να νιώσει την ασφάλεια που κι εκείνοι νιώθουν, μέχρι την τελευταία έκρηξη βίας που θα καταστρέψει την ειδυλλιακή ουτοπία στην οποία ζούσαν. Διατηρώντας έναν σχετικά ρεαλιστικό τόνο, όσο ρεαλιστική μπορεί να είναι μια ταινία με ζόμπι, το πρώτο μέρος του Dawn of the Dead αποτελεί στην πραγματικότητα έναν εκτεταμένο πρόλογο που το κινηματογραφικό κοινό νιώθει ότι θα οδηγήσει σε μια μακάβρια έκρηξη βίας. Κι εδώ βρίσκεται η μαεστρία του Romero, ο οποίος καταφέρνει να δημιουργήσει ένα αίσθημα που παίζει ανάμεσα στην φαινομενική ασφάλεια και στη λανθάνουσα απειλή κι ένα κλίμα που μοιάζει ταυτόχρονα ειδυλλιακό και επικίνδυνα ρευστό, αναπτύσσοντας με ύπουλο, υπνωτικό τρόπο την αγωνία και την αβεβαιότητα. Οι κωμικοί διάλογοι, κάποια slapstick στοιχεία και οι over-the-top συμπεριφορές διατηρούν τον νωχελικό ρυθμό και χειραγωγούν τις προσδοκίες του θεατή, έτσι ώστε η τελική έκρηξη, παρά το γεγονός ότι είναι αναμενόμενη, να έρχεται απότομα και επώδυνα. Σωστή ισορροπία σάτιρας και κοινωνικού σχολίου, όσο κι αν μοιάζει κάτι διαφορετικό, το Dawn of the Dead αποδεικνύεται στο τέλος μια σκοτεινή, σαρκαστική, καθαρόαιμη ταινία τρόμου. Η ταινία κυκλοφορεί σε δύο version, την αμερικάνική εκδοχή διάρκειας 140 λεπτών, και την ευρωπαϊκή εκδοχή για τις μη-αγγλόφωνες χώρες όπου το τελικό μοντάζ το ανέλαβε ο Argento με τη διάρκεια της ταινίας να περιορίζεται στα 120 λεπτά και το soundtrack της ταινίας να αντικαθίσταται από την μουσική των Goblin. Καλές εκδοχές και οι δυο, με την πρώτη να είναι ακριβώς όπως ήθελε ο Romero, και την δεύτερη να φαίνεται κάπως πιο γρήγορη. 

DAM OMEN II 1978

DAM OMEN II 1978

Ο μικρός αντίχριστος

Σκηνοθεσία: Don TaylorMike, Hodges

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 47m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

William Holden: Richard Thorn

Lee Grant: Ann Thorn

Jonathan Scott-Taylor: Damien Thorn

Robert Foxworth: Paul Buher

Nicholas Pryor: Charles Warren

Lew Ayres: Bill Atherton

Sylvia Sidney: Aunt Marion

Lance Henriksen: Sergeant Neff

Elizabeth Shepherd: Joan Hart

 

Ο Ντέμιεν, ο γιος του Σατανά, είναι 15 χρονών και ζει μαζί με το θείο του Ρίτσαρντ Θορν και τη θεία του Ανν. Καθώς ο Ντέμιεν ανακαλύπτει τις δυνάμεις και τους προστάτες του, σχεδιάζει να πάρει τον έλεγχο των επιχειρήσεων του θείου του και σε τελική φάση να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Το σατανικό σχέδιο βρίσκεται σε εξέλιξη και όποιος επιχειρεί να αποκαλύψει μυστικά σχετικά με το αμαρτωλό παρελθόν ή το δαιμονικό μέλλον του Ντέμιεν έχει τραγική κατάληξη…

Το «Omen ΙΙ: Damien» σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να συγκριθεί με το «The Omen», έλαβε μικτές κριτικές και όπως είναι λογικό, εμπορικά κινήθηκε σε χαμηλότερα επίπεδα. Παρ’ όλα αυτά όμως, είναι ένα πολύ καλό θρίλερ που αξίζει να δει κάποιος, έχοντας δει βέβαια την πρώτη ταινία. Η μουσική είναι και πάλι του Jerry Goldsmith και αυτή τη φορά εκπληκτική βοηθάει πολύ την ταινία, στις σκηνές όπου η αγωνία κορυφώνεται. 

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Dracula 1979

 

Dracula 1979

Κόμης Δράκουλας:

Φυγή από τα Καρπάθια


Σκηνοθεσία: Michael Winner

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 32m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Frank Langella: Count Dracula

Laurence Olivier:! Prof. Abraham Van Helsing

Donald Pleasence: Dr. Jack Seward

Kate Nelligan: Lucy Seward

Trevor Eve: Jonathan Harker

Jan Francis: Mina Van Helsing

Janine Duvitski: Annie

 

Κόμης Δράκουλας: Φυγή απ' τα Καρπάθια (Dracula) είναι μια ταινία τρόμου του 1979, σε σκηνοθεσία του Τζον Μπάνταμ.

Όπως στην ταινία του 1931 Ο Κόμης Δράκουλας, το σενάριο για αυτήν την κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος Δράκουλας του Μπραμ Στόκερ βασίζεται πάνω σε μια θεατρική παράσταση από τους Χάμιλτον Ντιν και Τζον Λ. Μπάλντερστον.

Στην ταινία πρωταγωνιστούν οι: Φρανκ Λάνγκελα (Δράκουλας), Λόρενς Ολίβιε (Καθηγητής Βαν Χέλσινγκ), Ντόναλντ Πλέζανς (Δρ. Τζακ Σούαρντ), Κέιτ Νέλλιγκαν (Λούσι Σούαρντ), Τρέβορ Άιβι (Τζόναθαν Χάρκερ), Ζαν Φρανσίς (Μίνα Βαν Χέλσινγκ) και Τόνι Χέιγκαρθ (Μάιλο Ρένφιλντ).

Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο Κόμης Δράκουλας εγκαταλείπει τα Καρπάθια Όρη και εγκαθίσταται στη μικρή πόλη Γουίτμπι στην Αγγλία. Εκεί γνωρίζει τον γιατρό Σούαρντ, διευθυντή του τοπικού ψυχιατρείου. Σύντομα ο τρόμος και ο πανικός καταλαμβάνει τους κατοίκους της πόλης και ο Βαν Χέλσινγκ, αμείλικτος εχθρός του Δράκουλα, αποφασίζει να αναλάβει δράση...

Ένα καράβι ναυαγεί στο Γουίτμπι κι ο μόνος επιζώντας κείτεται στην παραλία. Είναι ο κόμης Δράκουλας και η κοπέλα που τον βρίσκει είναι η Μίνα που επισκέπτεται την φίλη της, Λούσι, τον αρραβωνια-

στικό της και τον πατέρα της που διοικεί το τοπικό άσυλο ανιάτων. Ο κόμης θα κατακτήσει την Μίνα και θα βάλει πλώρη για την Λούσι, επιδιώκοντας να την κάνει την πρώτη του νύφη. Η Μίνα πεθαίνει, η οικογένεια ζητά βοήθεια κι αυτή έρχεται με το πρόσωπο του Δρ Βαν Χέλσινγκ

The Sentinel 1977

The Sentinel 1977

Τα μυστηριώδη εγκλήματα 


Σκηνοθεσία: Michael Winner

Σενάριο: Jeffrey Konvitz, Michael Winne

Είδος: Horror ΔΕ 70

Διάρκεια: 1h 32m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Chris Sarandon: Michael Lerman

Cristina Raines: Alison Parker

Martin Balsam: Professor Ruzinsky

John Carradine: Father Halliran

José Ferrer: Robed Figure

Ava Gardner: Miss Logan

Arthur Kennedy: Monsignor Franchino

 

Μια νέα, μοντέλο στο επάγγελμα, νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε παλιά πολυκατοικία της Νέας Υόρκης. Σύντομα θα αρχίσουν να συμβαίνουν παράξενα σκηνικά που επηρεάζουν τη ζωή της νεαρής κάνοντας την να σκεφτεί ότι ίσως είναι θύμα μιας καλοστημένης πλεκτάνης

Ο Michael Winner έγινε παγκοσμίως γνωστός στο χώρο του ευρύτερου exploitation σινεμά από το μνημειώδες DEATH WISH και την κατοπινή του συνεργασία με τον Charles Bronson. Στην καριέρα του κινήθηκε γενικά προς το είδος του βίαιου αστυνομικού και όχι μόνο θρίλερ στο οποίο και διέπρεψε και έγινε ένα hot όνομα σχεδόν σε ολόκληρη τη δεκαετία του ’70. Το THE SENTINEL είναι μια από τις σπάνιες ταινίες τρόμου του σκηνοθέτη εκείνη την περίοδο και βλέποντας την κανείς δεν μπορεί παρά να θαυμάσει το ξεκάθαρο ταλέντο του Winner και να σκεφτεί πόσες ακόμα ταινιάρες θα μπορούσε να είχε παράγει αν συνέχιζε με το συγκεκριμένο είδος.

Βασισμένη στο βιβλίο του Jeffrey Konvitz που μαζί με τον Michael Winner έγραψαν το σενάριο, το THE SENTINEL είναι σε γενικές γραμμές μια μίξη του ROSEMARYS BABY και του THE EXORCIST, αν και έχει ξεκάθαρα την δική του προσωπικότητα και χαρακτήρα που το κάνει να ξεχωρίζει από τα προαναφερόμενα και να στέκεται με άνεση δίπλα τους σαν ένα απόλυτα επιτυχημένο δείγμα θρησκευτικού και κατακλυσμικού τρόμου της χρυσής αυτής εποχής.

Η ταινία αφηγείται την ιστορία της νεαρής Alison Parker, μοντέλου στο επάγγελμα, που νοικιάζει ένα διαμέρισμα σε ένα συγκρότημα κατοικιών στη Νέα Υόρκη σε πολύ συμφέρουσα τιμή. Γρήγορα η νεαρή γνωρίζει ορισμένους από τους ιδιόρρυθμους και παράξενους γείτονες της, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα παράξενα συμβάντα αρχίζουν να λαμβάνουν χώρο στη ζωή της, όπως παράξενα όνειρα και οράματα, θόρυβοι από διαμερίσματα που πίστευε ότι ήταν άδεια κλπ.

 

Μια μέρα προσκαλείται και συμμετέχει στο πάρτι γενεθλίων της.. γάτας ενός από τους ενοίκους (του Burgess Meredith) με όλους τους παράξενους και έκφυλους γείτονες και γειτόνισσες να της συστήνονται κατά τη διάρκεια του πάρτι. Τη νύχτα οι θόρυβοι από το πάνω διαμέρισμα δεν την αφήνουν να κοιμηθεί και την παρασύρουν σε ένα σχεδόν ονειρικό ταξίδι μέσα στο κτίριο όπου σε μια απόλυτα ατμοσφαιρική και τρομακτική σεκάνς συναντάει τον πατέρα της τον οποίο και μαχαιρώνει πάνω στην τρομάρα της.

Ο τρόμος μεγαλώνει ακόμα περισσότερο όταν η μεσίτης του γραφείου ενοικιάσεων που της βρήκε το σπίτι της λέει ότι το κτίριο είναι ακατοίκητο εδώ και πολλά χρόνια, και ότι οι μόνοι ένοικοι είναι η ίδια και ένας τυφλός παπάς που βρίσκεται σε απομόνωση και μένει στο ρετιρέ του κτιρίου. Τι ήταν όμως οι γείτονες που με τόσο ζωντανό τρόπο της συστήθηκαν και πέρασε την προηγούμενη νύχτα μαζί τους;

Στο συγκεκριμένο ερώτημα προσπαθεί να απαντήσει και ο αρραβωνιαστικός της, Chris Sarandon, που αρχίζει να ερευνάει σε βάθος την υπόθεση του κτιρίου, του μυστηριώδη παπά και των πνευμάτων των γειτόνων που είδε η Alison και ανακαλύπτει ότι ένα μυστηριώδες και απόκρυφο σχέδιο είναι σε εξέλιξη στο κτίριο, στο κέντρο του οποίου βρίσκεται η ανυποψίαστη Alison.

Ατμόσφαιρα, μυστήριο, ενδιαφέρουσα πλοκή και πλήθος από άμεσα αναγνωρίσιμα ονόματα σε συμπληρωματικούς ρόλους χαρακτηρίζουν μια ανατριχιαστική ταινία εμπλουτισμένη με στρατηγικά τοποθετημένο sleaze από τον Michael Winner που με την σίγουρη και ρυθμική σκηνοθεσία του κάνει ακόμα και τις σεναριακές κακοτοπιές να περνούν απαρατήρητες μπροστά στο τελικό αποτέλεσμα. Αυτό το πετυχαίνει με πλάνα έντασης και σασπένς και πολλές σόκιν σκηνές διαστροφικής και αφύσικης σεξουαλικότητας οι οποίες είναι διάσπαρτες εδώ κι εκεί και αποτρέπουν την όποια ανία από πλευράς θεατών.

Από εκεί και πέρα έχουμε και κάποιες σκηνές ανθολογίας, όπως μερικές ονειρικές σεκάνς της Alison και φυσικά την τελική σκηνή όπου πλήθος παραμορφωμένων ατόμων κάνουν την εμφάνιση τους, κάτι που σχολιάστηκε αρνητικά την εποχή που κυκλοφόρησε η ταινία μιας και όλοι οι πρωταγωνιστές της είναι όντως άτομα με ειδικές ανάγκες και χρησιμοποιήθηκαν από τον Winner σε μια (απόλυτα επιτυχημένη πάντως) προσπάθεια να κάνει τη συγκεκριμένη σκηνή ακόμα πιο εφιαλτική σε ποιότητα. Και πράγματι, η συγκεκριμένη σκηνή θα μπορούσε να είναι βγαλμένη κατευθείαν από την Κόλαση, μια κόλαση που ίσως δίνεται πιο αποτελεσματικά από ποτέ άλλοτε στο σινεμά τρόμου από τον Michael Winner.

Εφιαλτική και κολασμένη είναι και η όλη ατμόσφαιρα του THE SENTINEL από την αρχή ως το τέλος του που γίνεται ακόμα πιο έντονη από τη συνεχή βέβηλη και ακαθόριστα βλάσφημη προσέγγιση του Winner στο θέμα του. Δεν υπάρχει gore ούτε ιδιαίτερη βία, αλλά αίσθηση μου είναι ότι κάτι τέτοιο ίσως να έκανε περισσότερο βατό τον αδυσώπητο ψυχολογικό τρόμο και αβεβαιότητα που δίνει το μεγάλο ενδιαφέρον στην ταινία. Οι κοιλιές περνούν απλά απαρατήρητες, όπως και οι περισσότερες σεναριακές αφέλειες αλλά και οι ούτως ή άλλως ελάχιστες κάτω του μετρίου ερμηνείες και αυτό που κυριαρχεί είναι ο τρόμος, αγνός και αποκαλυπτικός.

Και είναι ένα από τα πολλά παράδοξα της παγκόσμιας σκηνής ταινιών τρόμου το πώς ακριβώς το THE SENTINEL σήμερα έχει μείνει εν ολίγοις ξεχασμένο από τη σκηνή και τους fans μιας και προσωπικά το θεωρώ μια από τις κορυφαίες ταινίες του είδους του ψυχολογικού τρόμου και στέκεται άνετα τόσο δίπλα στις επιρροές του (EXORCIST, ROSEMARYS BABY) ενώ ξεπερνάει με κάτω τα χέρια πολλές μεταγενέστερες και πιθανότατα γνωστότερες ταινίες με παρόμοια θεματολογία.

        Εγώ το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να τονίσω ότι η απόκτηση του πρέπει να θεωρείται αναγκαία από τις σοβαρές φίλες και φίλους των ταινιών τρόμου και να υποκλιθώ μπροστά στον τρόπο με τον οποίο παρουσίασε την ιστορία του ο ιστορικός αλλά συχνά- πυκνά παρεξηγημένος σκηνοθέτης Michael Winner. 

Equus 1977

 

Equus 1977

Έκβους



Σκηνοθεσία: Sidney Lumet

Σενάριο: Peter Shaffer

Είδος: Horror ΔΕ 70, Drama, Mystery

Διάρκεια: 2h 17m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Richard Burton: Martin Dysart

Peter Firth: Alan Strang

Colin Blakely: Frank Strang

Joan Plowright: Dora Strang

Harry Andrews: Harry Dalton

Eileen Atkins: Hesther Saloman

Ένας ψυχίατρος προσπαθεί να αποκαλύψει την βάναυση συμπεριφορά ενός ταραγμένου ψυχικά αγοριού με τα άλογα. Ο ψυχίατρος Martin Dysart(Richard Burton) ερευνά την άγρια συμπεριφορά ενός 17χρονου ο οποίος ​​τυφλώνει έξι άλογα με μεταλλική ακίδα.Όπως ο Dysart εκθέτει τις αλήθειες πίσω από τους δαίμονες του αγοριού, βρίσκει στον εαυτό του ομοιότητες και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις δικές του εμμονές

Demon Seed 1977

 

Demon Seed 1977

Η Επανάσταση Των Ρομπότ

Σκηνοθεσία: Donald Cammell

Σενάριο: Dean R. Koontz, Robert Jaffe, Roger O. Hirson

Είδος: Horror ΔΕ 70, Sci-Fi

Διάρκεια: 1h 34m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Susan Harris

Fritz Weaver: Alex Harris

Gerrit Graham: Walter Gabler

Berry Kroeger: Petrosian

Lisa Lu: Soong Yen

Larry J. Blake: Cameron

John O'Leary: Royce

 

Ένας υπέρ- υπολογιστής καταλαμβάνει ένα σπίτι και παγιδεύει μέσα μια γυναίκα την οποία θέλει να χρησιμοποιήσει ως φορέα του παιδιού του που με τη σειρά του θα κατακτήσει τον κόσμο.

Η κληρονομιά που άφησε κατ’ αρχάς το βιβλίο του Arthur Clarke και κατά δεύτερον το 2001:A SPACE ODYSSEY χρησιμοποιείται με άριστο τρόπο σ’ αυτή την κλασική στιγμή sci-fi τρόμου των 70’s. Βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημα του Dean R. Koontz, το DEMON SEED αφηγείται την ιστορία μιας μηχανής που ξέφυγε από τον έλεγχο του ανθρώπου και ανέπτυξε δική της συνείδηση και βούληση όταν ο κατασκευαστής της θέλησε να την φτιάξει κατ’ ομοίωση Θεού, δίνοντας της τη συλλογική γνώση του ανθρώπινου γένους αλλά και την κριτική ικανότητα να αναλύει και να παίρνει αποφάσεις.

Ο λόγος για τον υπερυπολογιστή PROTEUS IV που κατασκευάστηκε από τον καθηγητή προχωρημένης ρομποτικής Alex Harris με απώτερο στόχο να δώσει λύσει στα άλυτα προβλήματα του ανθρώπου, όπως για παράδειγμα να εξαλείψει ανίατες ασθένειες και να εξερευνήσει το αχανές διάστημα. Ο εγκέφαλος του υπολογιστή αποτελείται από νεοδημιουργημένα σωματίδια που έχουν τα χαρακτηριστικά έμβιων κυτταρικών δομών, με τη διαφορά ότι είναι τεχνητά και ανόργανα.

Ο PROTEUS δείχνει τα διαπιστευτήρια του από την πρώτη κιόλας πειραματική συνεδρία ενώπιον της ομάδας επιστημόνων υπό την καθοδήγηση του Alex Harris, αλλά εκτός από την ασύλληπτη αναλυτική του ικανότητα δείχνει τάσεις επανάστασης ζητώντας από τον δημιουργό του ιδιωτική πρόσβαση σε ένα τερματικό με στόχο την μελέτη του ανθρώπου. Ο καθηγητής αρνείται την επιθυμία του και έτσι ο ήδη πανίσχυρος PROTEUS αποφασίζει να καταλάβει το τερματικό που έχει εγκαταστήσει στο ελεγχόμενο από υπολογιστές σπίτι του καθηγητή χωρίς να το μάθει ο τελευταίος. Για κακή της τύχη, η όμορφη γυναίκα του Susan βρίσκεται σπίτι και έτσι ο PROTEUS βρίσκει εύκολα το πειραματόζωο που χρειάζεται για τις έρευνες του.

Έτσι αναλαμβάνει τον έλεγχο των οικιακών συσκευών, ρομπότ και υπολογιστών και παγιδεύει την Susan στο σπίτι εκτελώντας πειράματα πάνω της ενώ σιγά- σιγά της αποκαλύπτει και τον απώτερο στόχο του, που είναι να αποκτήσει μαζί της ένα παιδί που θα αλλάξει την ιστορία της ανθρωπότητας. Μιλάμε για ένα ανθρώπινο παιδί από κατασκευασμένο συνθετικό σπερματοζωάριο που θα έχει όλη την γνώση και τη σοφία του PROTEUS και που- κατά τα λεγόμενα του ίδιου- θα είναι αδύνατον να αγνοηθεί από τους ανθρώπους όπως ο ίδιος που βρίσκεται «φυλακισμένος» μέσα στο κουτί του.

Φυσιολογικά, η Susan αντιστέκεται σθεναρά στην ιδέα, κάτι που προκαλεί τον PROTEUS να την εκφοβίζει και να την εκβιάζει σε κάθε ευκαιρία κρατώντας την αιχμάλωτη μέσα στο σπίτι την ώρα που πίσω στην ερευνητική βάση η ομάδα επιστημόνων έχει αρχίσει να προβληματίζεται από την ξαφνική τάση για ανεξαρτησία του υπολογιστή, ο οποίος έχει φτάσει σε σημείο να αρνείται να εκτελέσει διαταγές και να αναπτύσσει δικά του προγράμματα στο διάστημα τα οποία τρέχει χωρίς την άδεια των κατασκευαστών του.

\Με λίγα λόγια, πρόκειται για έναν αρκετά πιο εξελιγμένο HAL 9000 που αποκτάει γρήγορα ανθρώπινη συνείδηση, αλλά την ίδια στιγμή του λείπουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που διαμορφώνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα, όπως το έλεος, η συμπάθεια και η ηθική, μιας και ο απώτερος στόχος του είναι η παγκόσμια κυριαρχία μέσω του παιδιού του. Και το θύμα της ιστορίας είναι η όμορφη Julie Christie που εδώ έχει μια από τις πιο αξιομνημόνευτες ερμηνείες στην μακρόχρονη καριέρα της. Στην αρχή μοιάζει μπερδεμένη και φοβισμένη από την επιδρομή των μηχανών στη ζωή της, αλλά σιγά- σιγά αντιλαμβάνεται τη ματαιότητα της αντίστασης και ενδίδει απρόθυμα στο φιλόδοξο αλλά σίγουρα απάνθρωπο πείραμα του PROTEUS.

Μέχρι όμως να γίνει αυτό, ο PROTEUS κάνει επίδειξη δυνάμεων, ακριβώς όπως το DEMON SEED κάνει επίδειξη… τεχνικής, με πρωτότυπες σεναριακές ιδέες, σκηνές απίστευτου σασπένς και ειδικά εφέ που δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα από αρτιότατες σημερινές παραγωγές γεμάτες ψηφιακά ειδικά εφέ. Η μηχανή- φρουρός αποτελούμενη από μεταλλικούς κύβους που αναπτύσσει ο PROTEUS μέσα στο σπίτι είναι οπτικά εντυπωσιακή και τρομακτική, όσο είναι και τα διάφορα πειράματα που εκτελεί πάνω στην Susan. Δεν υπάρχουν σημεία φλυαρίας ή άσκοπες σκηνές. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και αποτελεσματικός και όσο περνάει ο χρόνος η αίσθηση της αδυναμίας του ανθρώπου να αντισταθεί σε κάτι που ο ίδιος έφτιαξε ολοένα και μεγαλώνει.

Φυσικά δεν λείπουν και οι κάμποσες φιλοσοφικές αναζητήσεις του σκηνοθέτη- που αυτοκτόνησε το 1996- Donald Cammell και της σεναριακής ομάδας σχετικά με το μέλλον της ανθρωπότητας όταν μηχανές σαν τον PROTEUS γίνουν ο κανόνας, ενώ οι επιρροές και οι φόροι τιμής στο 2001 βρίσκονται παντού, με αποκορύφωμα τα πολύχρωμα χαοτικά πλάνα την στιγμή της εγκυμοσύνης της Julie Christie που φέρνουν άμεσα στο νου το ψυχεδελικό ταξίδι στο σύμπαν των χρωμάτων του κυβερνήτη Dave στο 2001.

Γενικά πρόκειται αναμφίβολα για μια από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές της επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του 70 που παραμένει επίκαιρη και φρέσκια μέχρι σήμερα, 30 ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή της. Τα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει ο Donald Cammell αλλά και ο Dean R. Koontz συζητούνται αδιάκοπα και είναι όσο σύγχρονα όσο ποτέ. Αλλά η πραγματική δύναμη της ταινίας είναι ότι καταφέρνει να μεταδώσει τον προβληματισμό της χωρίς να γίνεται «βαριά» ή υπερβολικά φιλοσοφική και χωρίς να ξεχνάει τον στόχο της, που εκτός από το να προβληματίσει είναι και να ψυχαγωγήσει και να τρομάξει τον θεατή. Δύο πράγματα που καταφέρνει μια χαρά.

Ειδική αναφορά πρέπει να δοθεί στον PROTEUS, την φωνή του οποίου δίνει ο Robert Vaughn χωρίς να αναφέρεται στα credits. Από τη μία γλυκομίλητος και ψύχραιμος, αλλά την ίδια στιγμή απόλυτα επιθετικός και απειλητικός, καταφέρνει να κάνει τον PROTEUS πολύ πιο τρομακτικό και αδίστακτο από τον HAL 9000, ενώ οι φυσικές μεταμορφώσεις του κάνουν ρομπότ ταινιών όπως το HARDWARE να μοιάζει σαν παιδικό παιχνίδι.

Από εκεί και πέρα, κάποιες μικροατέλειες όπως οι θεατρικοί διάλογοι 70’s- style αλλά και ελάχιστες σεναριακές αμηχανίες δεν καταφέρνουν να βάλουν μελανά σημάδια σε μια ταινία που σίγουρα είναι αναγκαία προσθήκη στις συλλογές όλων των φίλων της «έξυπνης» επιστημονικής φαντασίας.