Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1961. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1961. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Lover Come Back 1961

Lover Come Back 1961

Γύρισε πίσω αγάπη μου


Σκηνοθεσία: Delbert Mann

Σενάριο: Stanley Shapiro, Paul Henning

Είδος: Comedy, Doris Day, Romance

Διάρκεια: 01:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Rock Hudson: Jerry Webster

Doris Day: Carol Templeton

Tony Randall: Peter 'Pete' Ramsey

Edie Adams: Rebel Davis

Jack Oakie: J. Paxton Miller

 

Δύο διαφημιστές που δουλεύουν σε αντίπαλες εταιρείες διαπληκτίζονται για το ποιος θ' αναλάβει τη διαφημιστική εκστρατεία ενός ανύπαρκτου προϊόντος. Έρωτας και γέλιο σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικά στιγμές του ντουέτου Ντόρις Ντέι - Ροκ Χάντσον. Μια σάτιρα για τον κόσμο της διαφήμισης, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου.

 

  

The Ladies Man 1961

 

The Ladies Man 1961

Ο Τζέρι Λιούις Γυναικοκατακτητής


Σκηνοθεσία: Jerry Lewis

Σενάριο: Jerry Lewis, Bill Richmond, Mel Brooks

Είδος: Comedy, Jerry Lewis

Διάρκεια: 01:35

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jerry Lewis: Herbert H. Heebert

Helen Traubel: Miss Helen N. Wellenmellon

Pat Stanley: Fay

Kathleen Freeman: Katie

George Raft: George Raft

 

O Jerry Lewis είναι μία από τις πιο παραγνωρισμένες προσωπικότητες του σινεμά. Ξεχασμένος – ή και σχεδόν άγνωστος πια στο multiplex κοινό – από τους περισσότερους που τον αντιμετώπισαν σαν κωμικό της μούτας και του χαβαλέ, ο Lewis υπήρξε πολλά περισσότερα από αυτό. Να εξηγηθώ: Οι πετυχημένες γκριμάτσες είναι εντελώς του γούστου μου αφού τις αντιμετωπίζω όχι απλά σαν κάτι αστείο, αλλά και σαν ένα κομμάτι μιας τσιρκολάνικης αντίληψης θλιμμένης αυτοδιακωμώδησης, αυτοαποδραστισμού και, συνεπακόλουθα, ως μια κωμικοφανή εκδοχή του “Dr Jekyll and Mr. Hyde” ανθρώπινου δράματος, δηλαδή, της πολυπροσωπίας και της κυκλοθυμίας. (Δεν είναι τυχαίο υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, πως η γνωστότερη ταινία του Jerry είναι μια μεταφορά του θρυλικού έργου του R.L. Stevenson…). Ωστόσο, ο εγκλωβισμός της αντίληψης του κόσμου στην λογική που ήθελε τον Lewis έναν απλό κι ανόθευτο γελωτοποιό των μορφασμών, μπορεί να του εξασφάλισε μια δεκαπενταετία μεγάλων εμπορικών επιτυχιών (αυτός είναι περίπου ο χρόνος εμπορικής ζωής ενός τυποποιημένου σταρ – δείτε και τον, γνήσιο από υποκριτικής πλευράς απόγονό του, Jim Carrey) αλλά, εν συνεχεία, τον εκτόπισε ραγδαία στο συρτάρι των dated φαινομένων του σινεμά. Σήμερα, ο Jerry Lewis είναι «τακτοποιημένος» στο χρονοντούλαπο των «θρύλων του σινεμά», ασφαλής – αφού άπαξ και αγιοποιηθείς στην εκκλησία του Χόλυγουντ, καμία συνέλευση δεν σε αποκηρύττει – αλλά και, τρόπον τινά, άφαντος, αφού αυτή η μουσειοποίηση ελάχιστη σχέση με την τέχνη διατηρεί.

Το ότι ο Lewis είναι πολλά περισσότερα το καταλαβαίνεις βλέποντας μισή ώρα από οποιαδήποτε ταινία της ακμής του ή, κατά προτίμηση, οποιαδήποτε υπό την σκηνοθετική του καθοδήγηση. Το σκηνοθετικό του όραμα είναι και η αιτία του αρχικού μου ισχυρισμού. Η αναμέτρηση δε αυτού του οράματος με την εναλλασσόμενα αποδομητική/ναρκισσιστική του στάση απέναντι στην ίδια του την κινηματογραφική περσόνα, αποτελεί μια τρομερά αντιφατική διελκυστίνδα στο έργο του. Με διαλυτικό συνδυασμό φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων μέσα στην ίδια ταινία, τα έργα του Jerry «υποφέρουν» πολλές φορές ακριβώς στα δυνατά τους σημεία: Σε κωμικά οπτικοακουστικά γκαγκς, πλημμυρισμένα από έναν ασυγκράτητα πληθωρικό τύπο που μπορεί να εκτείνει ένα αστείο στην παραφορά και το κρεσέντο, αλλά και να το «εξαφανίσει» στην αυταρέσκεια ή και την καθαρά λάθος εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του ίδιου του γκαγκ.

Εκείνο που μένει να καταλάβεις στο σινεμά του Lewis είναι πως επειδή ο δημιουργικός έλεγχος που εξασκεί στο υλικό του είναι υστερικός, αυτό το φαινομενικό πηγαιν’ έλα είναι απόλυτα μέσα στις προθέσεις του.

Και ποιες είναι αυτές οι προθέσεις, λοιπόν; Στην αρχή του Bellboy (σκηνοθεσία του Jerry) ένας ηθοποιός υποδυόμενος μεγαλοπαραγωγό της Paramount, τα λέει όλα: «Αυτή θα είναι μια ταινία βασισμένη στο fun. Χωρίς σενάριο, χωρίς πλοκή.» Το ερώτημα είναι τι ακριβώς εννοεί ο Lewis ως fun…

Από μια πλευρά η περσόνα-Lewis είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις… αυτοφυΐας στην τέχνη του σινεμά. Κανείς πριν από δαύτον δεν μόρφασε κωμικά - αν και υπάρχουν stand up comedians, όπως ο Milton Berle ας πούμε, που το έκαναν, αλλά ποτέ συστηματικά στον κινηματογράφο. Ωστόσο, αν και ορισμένες μούτες του μπορεί να σε παραμορφώσουν απ’ τα γέλια, είναι η άλλη πλευρά της κωμικής του δημιουργίας που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους του σινεμά. Αυτή που έχει περισσότερη σχέση με τον (εντελώς ανέκφραστο…!!!) Buster Keaton και τον Jacques Tati, παρά με οποιονδήποτε άλλον. Το σύμπαν του Lewis είναι μια τεράστια κατασκευή (το σπίτι/πλατώ του Ladies Man είναι από τα μεγαλύτερα κι εντυπωσιακότερα που φτιάχτηκαν ποτέ) η παρουσία της οποίας κάνει τον Lewis να θέλει να την καταλάβει και να την υπηρετήσει για να καταφέρει μόνο την απορρύθμιση, το ξεχαρβάλωμα, την αναπόφευκτη δηλαδή είσοδο του χάους στην ανθρώπινα οργανωμένη καθημερινότητα. Ο χαρακτήρας και οι καταστάσεις στο έργο του Lewis μοιάζουν να υπακούουν στον περίφημο νόμο της θερμοδυναμικής που θέλει το σύμπαν σε μια διαρκή εντροπία, μια συνεχή μετάβαση, ας πούμε, από μια κατάσταση τάξης σε μια μεγαλύτερης αταξίας. Ο Lewis εξωθεί κινηματογραφικά αυτόν τον νόμο στο παραλήρημα, τον παροξυσμό, την διάλυση. Και η αλήθεια είναι, προσπαθώντας χονδροειδώς να εξηγήσω το φαινόμενο, πως η αίσθηση του χάους, όσο κωμικά ή γελοία κι αν αποδοθεί, δεν είναι πάντα ακριβώς ευχάριστη.

Εν συνεχεία ο Lewis ενανθρωπίζει το συμπαντικό χάος δομώντας έναν χαρακτήρα που ενώ προσπαθεί να λειτουργήσει εντός των πλαισίων καθωσπρεπισμού μιας πολιτισμένης κοινωνίας, αδυνατεί να ελέγξει επαρκώς τις ενστικτώδεις, παιδικές ορμές του λειτουργώντας μολυσματικά. Τουτέστιν, και υπό το «ενήλικο» φως των περισπούδαστων ημών, κάνει μαλακίες. Και τις κάνει τόσο φινετσάτα (βλέπε: χοντροκομμένα), τόσο απρόκλητα και τόσο καλοπροαίρετα, που σου είναι αδύνατον όχι μόνο να τις δικαιολογήσεις, αλλά και να τις δικαιώσεις: Σε ένα σύμπαν που ρυτιδώνει συνεχώς – και τι μελαγχολική διαπίστωση για κωμωδία είναι αυτή… - ο Jerry αναλαμβάνει να γίνει όχι απλά ο επιταχυντής της πτώσης, αλλά ο κωμικά λυτρωτικός παράγοντας, εκείνος που θα μας ψιθυρίσει το αναγκαίο «δεν έγινε και τίποτα» σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς νόημα ιδιαίτερο δεν έχει. Η μαλακία στο έργο του Jerry Lewis είναι το απότοκο μιας στάσης ζωής, μια κωμική αναγκαιότητα, ένας τρόπος ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Αν κάποιοι σαν εμένα πιστεύουν στο «δικαίωμα στην μαλακία», αυτός είναι ο πνευματικός ηγέτης τους…

Τέλος, κι αυτό είναι πιο έκδηλο στο Ladies Man απ’ οπουδήποτε αλλού στο έργο του, ο Lewis έχει μια εντελώς μεταμοντέρνα ψύχωση με το ίδιο το σινεμά και τους μηχανισμούς του. Δεν διστάζει να φτιάξει το σπίτι που προανέφερα, πλήρως λειτουργόν ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, και συνάμα να το καδράρει επιβλητικά στο σύνολό του αφήνοντας ξεκάθαρα να φανούν οι άκρες του - και μαζί οι εγκαταστάσεις του… πραγματικού στούντιο. Παίζει με Εικόνες του σινεμά – εδώ ο κλασσικός George Raft στην αξέχαστη σκηνή που χορεύουν οι δυο τους υπό το φως ενός προβολέα – με κινηματογραφικά είδη (η σκηνή με την Sylvia Lewis είναι από τα πιο σαγηνευτικά homage στο μιούζικαλ και σίγουρα μια σκηνή -intertextual- ανθολογίας, πολύ πριν ο όρος, μάλιστα, εφευρεθεί…).

 

Ταυτόχρονα, ο «κινησιολογικός» Jerry απέχει του «γλωσσικού» - κι αυτό είναι μεν και προϊόν μιας καλλιτεχνικής αλαζονείας, αλλά αποτελεί και μια σημαντική δήλωση του Jerry πάνω στο σινεμά: Το «καθαρό» βωβό σινεμά σε γεμίζει αισθήματα συμπάθειας για τον ήρωα, η επικοινωνία συντελείται ουσιαστικά σε ένα βαθύτερα ανθρώπινο επίπεδο αλληλοκατανόησης. Η έλευση του ομιλούντος αμφισβητεί την προαναφερθείσα μαλακία, υπονοεί έναν χαρακτήρα εξυπνότερο, σε αποστασιοποιεί από εκείνα που ασυζήτητα συμπάθησες, βαθαίνει το σχίσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και είναι.

Η αίσθηση που αποκομίζεις από μια κωμωδία που σε «εξαπατά» οδηγώντας σε τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις, δεν μπορεί ποτέ να είναι διασκεδαστική.


 

Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

The Hustler 1961

The Hustler 1961

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΔΙΚΟΣ ΜΟΥ


Σκηνοθεσία: Robert Rossen

Σενάριο: Sidney Carroll, Robert Rossen, Walter Tevis

Είδος: Drama, Romance, Sports

Διάρκεια: 02:14

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Paul Newman: Eddie Felson

Jackie Gleason: Minnesota Fats

Piper Laurie: Sarah Packard

George C. Scott: Bert Gordon

Myron McCormick: Charlie Burns

 

Κλείνει σήμερα η τριάδα των ταινιών με θέμα τον τζόγο, με αυτό το φιλμ του 1961. Είχαμε καζίνο, πόκερ και τώρα πάμε στο μπιλιάρδο. Αν αναρωτιέστε πως γίνεται να χωρέσει το μπιλιάρδο στον τζόγο, απλά σας λέω ότι με την κατάλληλη προσπάθεια και εφ` όσων είναι η μόνη τέχνη που κατέχετε και μπορεί να σας δώσει λύσεις στο οικονομικό πρόβλημα, ε τότε μετατρέπεται και σε πηγή εσόδων! Υπάρχουν πολλοί φίλοι του αθλήματος και στη χώρα μας και νομίζω ότι αν δεν το έχετε δει, σίγουρα δεν συμβαίνει το ίδιο και με το sequel του. Απέσπασε βραβεία, έγινε μεγάλη επιτυχία και έδωσε το Όσκαρ αναδρομικά (το άξιζε στην πρώτη του εκδοχή), στον Πώλ Νιούμαν. Η μεγάλη αυτή προσωπικότητα της υποκριτικής, είναι γεγονός ότι αδικήθηκε στις απονομές αυτών των βραβείων, όντας μονίμως προτεινόμενος και ποτέ βραβευμένος, παρά τις θαυμάσιες του ερμηνείες. Έτσι, η ακαδημία είπε να του δώσει ένα βραβείο συνολικό θέλω να πιστεύω, περισσότερο, παρά για την ερμηνεία του στο «Χρώμα του χρήματος» (“Color of the Money”). Μια ταινία στην οποία ο συμπρωταγωνιστής Τομ Κρούζ, πήρε δωρεάν μαθήματα ηθοποιίας, τα οποία του χρειάστηκαν στην συνέχεια. Εμείς, θα δούμε όμως τα έργα και ημέρες του “Fast Eddie”, σε άσπρο – μαύρο, όταν ξεκίνησε να χτίζει τον μύθο του.

Θυμάμαι την πρώτη φορά που την είχα δει, σε έναν φίλο που είχε δορυφορική, το 1983 ή `84, σε μια προβολή του Αγγλικού BBC 1. Είχαμε βέβαια ξεκινήσει να ασχολούμαστε με το μπιλιάρδο, αλλά αυτά που είδαμε ήταν πρωτόγνωρα και μας καθήλωσαν. Φοβερή ταχύτητα, καταπληκτικές μπαλιές! Ήμασταν 3-4 φίλοι μαζεμένοι και μόλις τελείωσε η προβολή, φύγαμε τρέχοντας για το κοντινότερο μπιλιαρδάδικο, όσο είχαμε ακόμη φρέσκιες τις εικόνες, για να μη τις ξεχάσουμε! Φυσικά τις επιχειρήσαμε, όχι μόνο εκείνο το απόγευμα, αλλά και για καμιά 100αριά ακόμη, αλλά τις περισσότερες δεν τις μάθαμε! Όχι τότε, τουλάχιστον.

Το βιβλίο είχε γράψει το 1959 ο Sidney Carroll, ο οποίος συνεργάστηκε με τον σκηνοθέτη Robert Rossen (έκανε και την παραγωγή), στην συγγραφή του σεναρίου. Η ταινία μας πάει στο 1960, για να παρακολουθήσουμε τις περιπέτειες (και τα δράματα), του “Fast Eddie” Felson, ενός νεαρού και ταλαντούχου παίκτη του μπιλιάρδου. Ο Felson αναλώνει το ταλέντο του σε μικρά παιγνίδια στοιχημάτων, βγάζοντας τα προς το ζην (μάθε τέχνη κι άστηνε και όταν πεινάσεις πιάστηνε, που λέμε). Από τα καταγώγια της περιοχής του (Καλιφόρνια) και τα κακόφημα στέκια (μη ξεχνάτε ότι δεν ήταν και το πιο κυριλέ άθλημα, εκείνα τα χρόνια…), επιχειρεί να φτάσει στα σαλόνια, νικώντας τον θρύλο “Minnesota Fats”. Αυτή είναι η επιδίωξη και η κεντρική ιδέα, γιατί πάνω της χτίζεται ένα πολύ ενδιαφέρον ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων. Ο πρωταγωνιστής θα βιώσει τα περισσότερα, από την πλούσια τους γκάμα. Απογοήτευση, ενθουσιασμό, χαρά, θλίψη, ευτυχία, απόγνωση και πολλά ακόμη. Τα στοιχήματα πάνε κι έρχονται, πολλαπλασιάζονται όπως και οι θεατές που περιτριγυρίζουν τους δύο μονομάχους, οι στέκες χτυπάνε δεξιοτεχνικά τις μπάλες και τα χειροκροτήματα διαδέχεται η σιγή… Ένταση και ταχύτητα. Φοβερός ο ρυθμός του φιλμ, που δεν κάνει πουθενά κοιλιά. Ο Rossen παρ` όλα αυτά, δεν το φιλμάρισε με σκοπό την δράση μονάχα, Θέλησε να περάσει κι άλλα, για όλο αυτό τον κόσμο και το κατάφερε.

Ο Paul Newman ήταν ήδη μεγάλος σταρ, με σπουδαίες ερμηνείες στο ενεργητικό του, σε δύσκολους και απαιτητικούς ρόλους (κυρίως σε θεατρικές μεταφορές στον κινηματογράφο). Είναι και εδώ έξοχος και δικαίως απορεί με την Ακαδημία, την βραδιά της απονομής των βραβείων Όσκαρ, εκείνης της χρονιάς. Και δεν ήταν ο μόνος που απόρησε… Η ταινία πήρε 9 υποψηφιότητες, αλλά κανένα βραβείο… Μέσα στις υποψηφιότητες, ήταν για Α` & Β` ανδρικού ρόλου, σεναρίου και σκηνοθεσίας. Είχε πολύ καλό μοντάζ από τον Dede Allen, πανέμορφη φωτογραφία από τον Eugen Schufftan, που επέλεξε με μοναδικό τρόπο τα πλάνα στα χτυπήματα και όχι μόνον, αλλά και ιδανική μουσική επένδυση από τον Kenyon Hopkins. Μαζί με τον Paul Newman, έχουμε ακόμη στο καστ τους Jackie Gleason (ο μεγάλος του αντίπαλος), Piper Laurie (το αίσθημα), και τον George C. Scott, που κάνει μια από τις καλύτερες του ερμηνείες, σε μια γεμάτη καριέρα! Για μένα ο Scott, κλέβει την παράσταση. Είναι απίθανος! 

Η 20th Century Fox φοβήθηκε την διάρκεια της ταινίας, αλλά πόνταρε πάνω της. 134 λεπτά διάρκειας, ήταν ….μακριά από μένα, για τα Αμερικάνικα στούντιο της εποχής! Τα έχουμε ξαναπεί αυτά. Με πάνω από 90 λεπτά, …μμ… έπαιζες κορώνα – γράμματα, γιατί οι θεατές μπορεί να άρχιζαν τα χασμουρητά. Εκτός, κι αν είχες ένα τρόπο να τους κρατήσεις τσιτωμένους στις καρέκλες. Ο Rossen είχε το ρυθμό για σύμμαχο και αποδείχτηκε πολύτιμος. Η αλήθεια είναι, ότι τα 2 εκατομμύρια που κόστισε η ταινία, δεν ήταν και λίγα. Τα έβγαλε βέβαια, αλλά το ρίσκο ήταν μεγάλο, για να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους και να είμαστε δίκαιοι και με τα στούντιο. Στα παραλειπόμενα, να αναφερθεί ότι το σενάριο το γυρόφερνε ο Frank Sinatra, αλλά τελικά δεν δοκίμασε την τύχη του να το μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. Ο Newman τώρα, δεν είπε το ναι με την πρώτη, αφού είχε και τα γυρίσματα του Two for the Seesaw, με παρτενέρ την Elizabeth Taylor. Όμως μια σειρά γεγονότων, έφερε τελικά τον δημοφιλή πρωταγωνιστή στον βασικό ρόλο. Αρχικά η Taylor ακύρωσε τα γυρίσματα του Two for the Seesaw, γιατί επέλεξε την Cleopatra! Έτσι ο Newman έμεινε με αρκετό ελεύθερο χρόνο! Απ` την άλλη, ο τραγουδιστής Bobby Darin, που ήταν η δεύτερη επιλογή του σκηνοθέτη για τον ρόλο, είχε κάποιους ενδοιασμούς. Εκεί λοιπόν, πετάχτηκε η φάτσα του Newman, που με ένα πλατύ χαμόγελο είπε «ναι» και ο “Fast Eddie” πέρασε στην αιωνιότητα!


  

The Guns of Navarone 1961

 The Guns of Navarone 1961

Τα Κανόνια του Ναβαρόνε


Σκηνοθεσία: J. Lee Thompson

Σενάριο: Alistair MacLean, Carl Foreman

Είδος: Action, Adventure, Drama, War

Διάρκεια: 02:38

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gregory Peck: Capt. Keith Mallory

David Niven: Cpl. John Anthony Miller

Anthony Quinn: Col. Andrea Stavros

Stanley Baker: CPO 'Butcher' Brown

Anthony Quayle: Maj. Roy Franklin

 

Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μία ομάδα συμμάχων καταδρομέων και Ελλήνων ανταρτών αναλαμβάνει να ανατινάξει τα δύο τεράστια κανόνια των Γερμανών που δεσπόζουν σε ένα μικρό νησί, εμποδίζοντας τις συμμαχικές δυνάμεις να απελευθερώσουν 2.000 εγκλωβισμένους Βρετανούς στρατιώτες.

Εκρηκτική περιπέτεια που, παρά τα χρόνια που κουβαλά στην... πλάτη της και τη σχετικά μεγάλη διάρκεια, καταφέρνει να συναρπάσει το σύγχρονο θεατή με τη δράση και το μυθικό πλέον καστ, το οποίο περιλαμβάνει πρωτοκλασάτους ηθοποιούς της δεκαετίας του ΄60. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στο φανταστικό αιγαιοπελαγίτικο νησί Κέρος, έχουν παγιδευτεί δύο χιλιάδες Βρετανοί στρατιώτες. Η επιχείρηση διάσωσης είναι εξαιρετικά δύσκολη, καθώς την πρόσβαση εμποδίζουν δύο τεράστια γερμανικά κανόνια. Έτσι, μια ομάδα Βρετανών, σε συνεργασία με Έλληνες της Αντίστασης, αναλαμβάνει να τα ανατινάξει, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για το συμμαχικό στόλο. Η ταινία γυρίστηκε στη Ρόδο, δεν αποφεύγει το φολκλόρ ή κάποιες χολιγουντιανές συμβάσεις (οι Έλληνες μεταξύ τους μιλάνε αγγλικά) και βραβεύτηκε με Όσκαρ για τα όντως εντυπωσιακά για την εποχή ειδικά εφέ.


 

Judgment At Nuremberg 1961

Judgment At Nuremberg 1961

Τα Απόρρητα της Νυρεμβέργης

Σκηνοθεσία: Stanley Kramer

Σενάριο: Abby Mann, Montgomery Clift

Είδος: Drama, History

Διάρκεια: 03:06

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Spencer Tracy: Chief Judge Dan Haywood

Burt Lancaster: Dr. Ernst Janning

Richard Widmark: Col. Tad Lawson

Marlene Dietrich: Mrs. Bertholt

Maximilian Schell: Hans Rolfe 

Στη μεταπολεμική Νυρεμβέργη τέσσερις Γερμανοί κρατικοί λειτουργοί δικάζονται επειδή συνεργάστηκαν με τους ναζί. Ενώ η δίκη προχωρεί, η Ευρώπη οδεύει προς διαίρεση σε ανατολικό και δυτικό μπλοκ.


 


Birth Certificate 1961

 

Birth Certificate 1961

Swiadectwo urodzenia

Πιστοποιητικό Γέννησης


Σκηνοθεσία: Stanislaw Rózewicz

Σενάριο: Stanislaw Rózewicz, Tadeusz Rózewicz

Είδος: Drama, War,

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Πολωνικά

Παίζουν:

Henryk Hryniewicz: Janek (segment Na drodze)

Beata Barszczewska: Mirka (segment Kropla krwi)

Andrzej Banaszewski: Heniek (segment List z obozu)

Edward Mincer: Zbyszek (segment List z obozu)

Wojciech Siemion: Józef (segment Na drodze)

 

Πρόκειται για μια ταινία που αποτελείται από τρεις ιστορίες. Και οι τρεις εξελίσσονται στη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου πολέμου, επίσης οι ήρωες τους είναι παιδιά. Αν και η κάθε ιστορία της ταινίας, είναι ξεχωριστή χωρίς καμία σύνδεση με την προηγούμενη, ωστόσο και οι τρεις καταγράφουν ένα συγκεκριμένο κρίσιμο σημείο, που πρόκειται να αλλάξει για πάντα τη ζωή των μικρών πρωταγωνιστών. Για τον καθένα ήρωα των τριών ιστοριών, αυτό το σημείο θα καθορίσει το πιστοποιητικό γέννησης τους ή αλλιώς το φύλλο πορείας που θα καθορίσει την υπόλοιπη ζωή τους!!!


 

The Children's Hour 1961

 

The Children's Hour 1961

Ψίθυροι


Σκηνοθεσία: William Wyler

Σενάριο: Lillian Hellman, John Michael Hayes

Είδος: Drama

Διάρκεια: 01:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Audrey Hepburn: Karen Wright

Shirley MacLaine: Martha Dobie

James Garner: Dr. Joe Cardin

Miriam Hopkins: Mrs. Lily Mortar

Fay Bainter: Mrs. Amelia Tilford

 

Η Μάρθα Ντόμπι (Σίρλεϋ ΜακΛέην) και η Κάρεν Ράιτ (Χέπμπορν), φίλες από την εφηβεία τους, είναι συνιδιοκτήτριες ενός σχολείου θηλέων. Η Κάρεν είναι αρραβωνιασμένη με το Τζο (Γκάρνερ), έναν νεαρό γιατρό. Όταν τα οικονομικά του σχολείου επιτέλους αρχίζουν να ανθίζουν, το ζευγάρι αποφασίζει να ορίσει ημερομηνία γάμου, γεγονός που κάνει τη Μάρθα να νιώσει ένα κέντρισμα ζήλιας.

Κάποιο κακομαθημένο κοριτσάκι του σχολείου, το οποίο θέλει να εκδικηθεί τις δασκάλες γιατί τιμωρήθηκε για κάποια σοβαρή αταξία, διαδίδει ένα βαρύ ψέμα, πως τάχα οι δύο γυναίκες διατηρούν μεταξύ τους κρυφό δεσμό. Οι φήμες μεταδίδονται από στόμα σε στόμα, και σαν αποτέλεσμα το σχολείο χάνει την αξιοπιστία του, τα κορίτσια απομακρύνονται από τους γονείς τους και η επιχείρηση κλείνει. Επιπλέον ο Τζο, αρχίζει να αμφιβάλλει σχετικά με την πίστη της Κάρεν στο πρόσωπό του και την πραγματική σχέση της με τη Μάρθα.


 

Breakfast At Tiffany's 1961

Breakfast At Tiffany's 1961

Πρόγευμα στο Τίφαννις


Σκηνοθεσία: Blake Edwards

Σενάριο: Truman Capote, George Axelrod

Είδος: Comedy, Drama, Romance

Διάρκεια: 01:55

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Audrey Hepburn: Holly Golightly

George Peppard: Paul Varjak

Patricia Nea: 2E Failenson

Buddy Ebsen: Doc Golightly

Martin Balsam: O.J. Berman

 

Η Χόλι Γκολάιτλι, περιφέρεται στη Νέα Υόρκη, και συντηρείται από πλούσιους άντρες, ελπίζοντας ότι το πάρτι δεν θα τελειώσει ποτέ. Γνωρίζει έναν ταλαντούχο συγγραφέα, τον Πολ Βάρτζακ, και μια πλατωνική φιλία θα ξεκινήσει.. Ο τρόπος ζωής της, βοηθά τον Πολ να ξεφύγει από το συγγραφικό του μπλόκο και να δημιουργήσει ξανά.

Ευχάριστη ρομαντική κομεντί, από το ομώνυμο βιβλίο του Truman Capote, με ηρωίδα τη Χόλι Γκολάιτλι, ένα αγρίμι της αμερικανικής επαρχίας που έχει ασπαστεί τους ρυθμούς ζωής του Μανχάταν των ΄60s. Θα γνωριστεί με ένα νεαρό συγγραφέα, θα τον ερωτευτεί και θα έλθει αντιμέτωπη με τον εαυτό της, στον οποίο έχει φορέσει ένα προσωπείο ανεμελιάς και αναλγησίας. Το παλιό δεν είναι απαραιτήτως καλό ή "κλασικό". Εδώ, όμως, έχουμε σε πρώτο πλάνο το έξυπνο μουτράκι της Χέπμπουρν και πίσω από την κάμερα έναν ακμαίο Έντουαρντς, που αφενός εμπλουτίζει την ιστορία με χιουμοριστικές πινελιές (η κωμική ρουτίνα με το Γιαπωνέζο ένοικο) και αφετέρου σκιαγραφεί θαυμάσια την τρέλα και το "δήθεν" που επικρατούσαν στους κοσμικούς κύκλους της Νέας Υόρκης μερικές δεκαετίες πριν. Το "Breakfast At Tiffany's" βραβεύτηκε με Όσκαρ Μουσικής και Τραγουδιού (Χένρι Μαντσίνι).


 

El Cid 1961

El Cid 1961

Με τον harlton Heston


Σκηνοθεσία: Anthony Mann

Σενάριο: Fredric M. Frank, Philip Yordan, Ben Barzman

Είδος: Biography, Drama, History, Romance, War,

Διάρκεια: 03:02

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Cid Rodrigo de Vivar

Sophia Loren: Jimena

Raf Vallone!: Count Ordóñez

Geneviève Page: Princess Urraca

John Fraser: Prince Alfonso

     Την δεκαετία του `60 το ιστορικό έπος φτάνει στην ακμή του. Οι παραγωγές είναι μεγαλοπρεπέστατες και πανάκριβες. Χρήμα σπαταλείται αφειδώς προκειμένου οι ταινίες να αναπαριστούν το δυνατόν πιστότερα την εποχή με την οποία καταπιάνονται. Τα γυρίσματα πραγματοποιούνται on location, χρησιμοποιούνται χιλιάδες κομπάρσοι, τα σκηνικά είναι άρτια, τα κοστούμια είναι πλούσια (σε μερικές περιπτώσεις είναι και αυθεντικά γι’ αυτό και συχνά οι ταινίες αυτές ονομάζονταν costume dramas) και οι καλλιτεχνικές διευθύνσεις πραγματοποιούν θαύματα. Το εικαστικό αποτέλεσμα είναι φαντασμαγορικό και καθηλώνει τους θεατές. Το ιστορικό περιεχόμενο των ταινιών αυτών είναι μια άλλη ιστορία. Πονεμένη κατά βάση. Αν όμως κανείς ξεκινήσει να την αναλύσει θα αναλωθεί στο να προσάπτει κατηγορίες στους δημιουργούς αυτών των ταινιών καθώς είναι βέβαιο ότι η ιστορική αλήθεια δεν υπήρξε ακριβώς προτεραιότητά τους. Η ιστορική πραγματικότητα τις περισσότερες φορές παραμερίστηκε, ποδοπατήθηκε για την ακρίβεια, μεμονωμένα γεγονότα χρησιμοποιήθηκαν, ιστορικές προσωπικότητες αλλοιωθήκαν προκειμένου να προσαρμοστούν στο προφίλ του απολυτου κινηματογραφικου ηρωα…Any way, μηπως η ποίηση ή η λογοτεχνία ή ακόμη και η ζωγραφική σεβάστηκαν απόλυτα την ιστορία;

Την δεκαετία του `60 όπως προανέφερα το είδος προωθείται και φτάνει στην ακμή του. Αύτη η τάση για μαζική παραγωγή ιστορικών ταινιών δεν είναι ανεξάρτητη από την σταδιακή, αλλά σαρωτική, εξάπλωση του φαινομένου της τηλεόρασης. Ο κινηματογράφος αρχίζει να απειλείται απο την είσοδο της μικρής οθόνης σε κάθε σπίτι και τα μεγάλα στούντιο ρίχνονται στη μάχη του με όσα όπλα διαθέτουν προκειμένου να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών για τα κινηματογραφικά προϊόντα. Και αυτές οι μεγάλες παραγωγές ήταν το κυρίως όπλο τους.

Το El Cid είναι ένα κινηματογραφικό έπος που γυρίστηκε στα πλαίσια αυτής της λογικής. Το πάθος του παράγωγου Samuel Bronston για τελειότητα και η γενναιοδωρία του σ’ ότι άφορα το budget είναι οι βασικοί λόγοι που η ταινία πιο εύκολα συνδέεται με τον παράγωγο της παρά με οποιονδήποτε άλλο συντελεστή. Η ταινία κόστισε πανάκριβα, κάπου 14 εκατομμύρια δολάρια (γυρω στα 150 εκ σημερινά) και ενδεικτικά θα έπρεπε να αναφερθεί ότι 150.000 δολάρια ξοδεύτηκαν σε αυθεντικά μεσαιωνικά αντικείμενα τέχνης ενώ 40.000 δολάρια κόστισαν τα κοσμήματα που στόλισαν την Sophia Loren. Φυσικά τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Ισπανία, σε φυσικούς κυρίως χώρους.

 Η υπόθεση άφορα έναν λαοφιλή Ισπανό ηρώα του μεσαίωνα τον Rodrigo Diaz de Bivar γνωστό και ως El Cid Campeador ο όποιος τα σκοτεινά εκείνα χρόνια φέρεται ότι ένωσε όλη την χριστιανική Ισπανία, που υπέφερε από εμφύλιες διαμάχες, εναντίον των Μαυριτανών. Η ταινία είναι μια ιστορία ηρωισμού και ανδρείας που συνδυάζεται φυσικά με ένα δυνατό ρομάντζο. Αυτό που έζησε ο ήρωας του Burgos με την σύζυγό του Chimene. Το σενάριο βασίστηκε εν πολλοίς σε επικές μπαλάντες του 1200 που εξιστορούσαν τον βίο του ήρωα αλλά και στο έργο του γάλλου δραματουργού Corneille, El Cid. Βέβαια η ταινία είναι πιο ακριβής χρονολογικά σε ότι άφορα τα γεγονότα από το θεατρικό έργο, όμως και αύτη απέχει από το να είναι μια αντικειμενική ιστορικά βιογραφία. Ο πραγματικός El Cid ήταν ένα κράμα ηρωισμού, ανδρείας και τυχοδιωκτισμού και τα κίνητρά του ιστορικού προσώπου παραμένουν ακόμη σκοτεινά.

Ο Anthony Mann με αυτό του το φιλμ εγκαινιάζει την τρίτη περίοδο της καριέρας του που περιλαμβάνει κυρίως δυο μεγάλα ιστορικά έπη (El Cid και The Fall of the Roman Empire). Έχει ήδη ολοκληρώσει με επιτυχία την θητεία του στο νουάρ και έχει γίνει πασίγνωστος για τα western του τα οποία θεωρούνται ορόσημο στην ιστορία του καθαρόαιμου αμερικανικού κινηματογραφικού είδους. Τον σκηνοθέτη χαρακτηρίζει μια εκπληκτική αίσθηση της σύνθεσης και μια μοναδική ικανότητα χρήσης του χώρου. Η κάμερά του κινείται γεμάτη χάρη και η φροντισμένη εξισορρόπηση των στοιχείων που συνθέτουν το εξωτερικό τοπίο με τα στοιχεία που αποτελούν την ψυχοσύνθεση των ηρώων του σχεδόν οδήγησε στο παρελθόν στη δημιουργία ενός καινούριου κινηματογραφικού είδους (western noir). Απέναντι στα λαμπρά και άρτια κινηματογραφημένα τόπια βρίσκονται χαρακτήρες απόκληροι με σκοτεινές διαθέσεις που η πάλη που συντελείται μέσα τους αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντας εξέλιξης της υπόθεσης. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο Anthony Mann είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης για να αποδώσει κινηματογραφικά τον El Cid αλλά και το πανόραμα της Ισπανίας. Η αλήθεια είναι ότι ενώ στο δεύτερο σκέλος και με την βοήθεια του Bob Krasker έχει κάνει εκπληκτική δουλειά, στο πρώτο σκέλος δεν τα κατάφερε εξίσου καλά. Το εσωτερικό μαρτύριο του ήρωα δεν αποδόθηκε σε καμιά περίπτωση ούτε με τον τρόπο ούτε με την ποιότητα που παρατηρούμε στο Winchester 73. Ίσως βέβαια και ο Charlton Heston να μην είναι James Stewart.

Ο El Cid είναι ένας ρόλος που σχεδόν δικαιωματικά ανήκει στον Charlton Heston. Είναι φανερό ότι ο ηθοποιός έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να δίνει υπόσταση σε ιστορικά πρόσωπα μεγάλου ιστορικού βεληνεκούς (Ben Hur, Moses) και αμφιλεγόμενου ηθικού περιεχομένου.

H ερμηνεία του είναι πραγματικά πολύ καλή χωρίς όμως να εξελίσσεται πέρα από τα αναμενόμενα. Δυστυχώς παραμένει λίγο ξύλινη. Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν άλλον ηθοποιό που να δείχνει τόσο ανδροπρεπής μέσα στις γούνες και τα στολίδια που επέβαλλαν τα κοστούμια της εποχής, ο Charlton Heston δεν μπόρεσε τελικά να εξωτερικεύει και να επικοινωνήσει στους θεατές τον εσωτερικό κόσμο του ηγέτη και τα αντικρουόμενα συναισθήματα του πολεμιστή που διαρκώς παλεύει ανάμεσα στο καθήκον του προς την πατρίδα και στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειΆ του και στην ίδια του την ζωή.

Ο ηθοποιός ξόδεψε όλη του την ενέργεια στην προσπάθεια να αναπαραστήσει το μεγαλείο του λαοπρόβλητου ήρωα παραμελώντας την ανθρωπινή πλευρά του, αυτήν που προκύπτει μέσα από το γεγονός ότι ήταν σύζυγος και πατέρας.

Η Sophia Loren ερμηνεύει την Chimene, άξια σύζυγο του El Cid. Πανέμορφη, λαμπερή μέσα στα κοστούμια που αναδείκνυαν την ομορφιά της, μια μεσογειακή οπτασία, καταφέρνει να προσδώσει προσωπικότητα στο δευτερεύον πρόσωπο της συζύγου του ήρωα που όμως αποτελεί ταυτόχρονα και τον γνώμονα της ηθικής του και –περιέργως σε μια εποχή μισογυνισμού- διαθέτει και μια μη αναμενόμενη εξουσία πάνω του. Γενναία και αγέρωχη όπως και ο άντρας της, είναι άξια αναφοράς, όπως άλλωστε και η ηθοποιός που την ενσάρκωσε καθώς κατάφερε να πραγματοποίηση αυτό που φαίνονταν προαιρετικό. Έδωσε στην ερμηνεία της βάθος κι έκταση. Είμαι σίγουρος ότι όλοι (συντελεστές και θεατές) θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι απλώς και μόνο με την φυσική, διακοσμητική της παρουσία. Έχετε ξαναδεί τέτοια ομορφιά;

«Σενάριο, ηθοποιία, εικόνες και μουσική όλα σε μια τέλεια αρμονία» γράφει ενας Βρετανός κριτικός κινηματογράφου για την επική ταινία που αγνοήθηκε από την Ακαδημία.

Ο Robert Krasker, γνωστός από το ατμοσφαιρικό και γεμάτο εξπρεσιονιστικά στοιχεία φωτογραφικό αποτέλεσμα του Τρίτου Ανθρώπου (που του χάρισε και το αντίστοιχο academy award) φέρει και εδώ την ευθύνη της εικαστικής πανδαισίας. Το ταλέντο του τον έχει ήδη καθιερώσει ως το κατεξοχήν ειδικό στα επικά έργα και το καταπληκτικά φωτογραφημένο El Cid μας απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η θητεία του διευθυντού φωτογραφίας με το χαρισματικό μάτι, στον Perinal τον είχε εφοδιάσει με την απαραίτητη ευαισθησία και ικανότητα να μην αρκείται στις λιγοστές απαιτήσεις του απλού θεάματος. Πολλές από τις εικόνες του φιλμ δίνουν την εντύπωση πίνακα ζωγραφικής και διαθέτουν την αντίστοιχη εξαιρετικά υψηλή ποιότητα.

Η μουσική του Miklos Rozsa βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις πανοραμικές εικόνες. Ο Rozsa που είχε κερδίσει ενα academy award για τον Ben Hur, με οδηγό τον Νομπελίστα ιστορικό Ramon Menendez Pidal, μυήθηκε στις μπαλάντες του 12 και 13 αι. που αποτέλεσαν και το βασικό σημείο εκκίνησης και αναφοράς της μουσικής του. Η μουσική «τυλίγει» γλυκά την ιστορία, συγκλονίζει με την απλότητά της και αγγίζει το ζενίθ της στη σκηνή που ο El Cid γνωρίζει για πρώτη φορά τα παιδιά του.

Η ταινία του Anthony Mann είναι μια από τις πιο λαμπρές του είδους που σεβόμενη τους θεατές της τους τα πρόσφερε όλα: μεγαλειώδεις σκηνές μάχης, δυνατές σκηνές αγάπης και πάθους, στιγμές προδοσίας και αφοσίωσης, καταπληκτικά τοπία, εξαιρετικό μακιγιάζ, πλούσια κοσμήματα, ένα συγκλονιστικό φινάλε και πανέμορφους πρωταγωνιστές.

Ο El Cid, όπως μας παραδίδεται από τις πήγες, ήταν ένας ήρωας που ανέκαθεν συγκινούσε τα πλήθη με την ανδρεία του, τις επιλογές του και κυρίως με τις ηγετικές του ικανότητες. Κάθε εποχή τιμά αυτές τις προσωπικότητες όπως μπορεί και με τα μέσα που διαθέτει. Η δική μας έχει το προνόμιο να μπορεί να δώσει ζωή σ’ αυτούς τους ήρωες έστω και για μόνο 2-3 ώρες, όσο διαρκεί μια ταινία. Δείτε την λοιπόν για όλους τους παραπάνω λογούς αλλα και για να εμπνευστείτε από έναν άνθρωπο που οι σύγχρονοί του αποκαλούσαν El Cid.

Α! Και για να συμπληρώσετε το παζλ της προσωπικότητας του ήρωα μπορείτε, αν θέλετε, να διαβάσετε το El Cid του Corneille η να ρίξετε μια ματιά στον πίνακα του Fragonard που εικονίζει τον El Cid με τον πατέρα του Don Diego.


 

Underworld U.S.A. 1961

Underworld U.S.A. 1961

Ο Υπ` Αριθ. 1 Εχθρός του Υποκόσμου

Σκηνοθεσία: Samuel Fuller

Σενάριο: Samuel Fuller, Joseph Dineen

Είδος: Action, Crime, Film Noir, Thriller

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

liff Robertson: Tolly Devlin

Dolores Dorn: Cuddles

Beatrice Kay: Sandy

Paul Dubov: Gela

Robert Emhardt: Earl Connors

 

Ο ασυμβίβαστος σκηνοθέτης Samuel Fuller παρουσιάζει τον αμερικάνικο υπόκοσμο, τη διαφθορά σε υψηλές θέσεις, τον τρόπο με τον οποίο ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου με αγαθοεργίες και φιλανθρωπίες. Η οργάνωση που έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την Αμερική θα αρχίσει να ταλανίζεται λόγω της επιμονής ενός αστυνομικού αλλά κυρίως του μικροκακοποιού πρωταγωνιστή μας Cliff Robertson, ο οποίος θα μπει μέσα στην οργάνωση για να πάρει την εκδίκηση του για το φόνο του πατέρα του, που τον διέπραξαν πριν από 30 χρόνια τα σημερινά μεγάλα κεφάλια της οργάνωσης. Παίζοντας διπλό παιχνίδι με τους μαφιόζους και με τους αστυνομικούς και έχοντας για όπλο το μυαλό του, θα προκαλέσει... ανεπανόρθωτες ζημιές.

Σκοτεινή, σκληρή και εντελώς κυνική η ταινία “Underworld U.S.A.”, ένα από τα πιο τολμηρά b-movies της εποχής, με τον Fuller να υπογράφει την παραγωγή, το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Αρκετά εστιασμένο στους πρωταγωνιστές με έντονα, κοντινά πλάνα, πρόκειται ουσιαστικά για μια διατριβή στον υπόκοσμο. Αναμενόμενο ήταν να επηρεάσει τους μετέπειτα σκηνοθέτες, βλ. Πέκινπα και Σκορσέζε. Αν σας αρέσουν γενικά οι ταινίες του Fuller, εγγυώμαι ότι θα σας αρέσει κι αυτή.

 



  

Fanny 1961

Fanny 1961

Φανή


Σκηνοθεσία: Joshua Logan

Σενάριο: Marcel Pagnol, S.N. Behrman, Joshua Logan, Julius J. Epstein

Είδος: Drama, Romance

Διάρκεια: 02:14

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Leslie Caro: Fanny

Horst Buchholz: Marius

Maurice Chevalier: Panisse

Charles Boyer: Cesar

Georgette Anys: Honorine (Fanny's Mother)

 

Την τριλογία του Marcel Pagnol: "Φανή, Μάριος, Καίσαρας", την είχα προτακούσει από την εκπομπή "Το θέατρο στο Ραδιόφωνο", την δεκαετία του 50, μαθητής του δημοτικού τότε. Σαν τριλογία, μετεδόθη σε τρεις εβδομαδιαίες συνέχειες. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου με είχε συναρπάσει, έτσι όταν παίχτηκε η διασκευή της το 1961, έσπευσα να την δω. Με ικανοποίησε αρκετά, άλλα όχι όσο περίμενα, και είναι φυσικό. Ακούγοντας το ραδιόφωνο, η φαντασία σου καλπάζει, ενώ βλέποντας την εικόνα, παγιδεύεσαι σε αυτά που σκοπεύει να σου παρουσιάσει ο σκηνοθέτης.

Τέλος πάντων. Ορίστε η συνοπτική περιγραφή του διασκευασμένου έργου:

Ο Σεζάρ είναι ένας ιδιοκτήτης μπαρ στη Μασσαλία στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο 19χρονος γιος του Μάριος εργάζεται στο μπαρ του πατέρα του, αλλά δεν θέλει τίποτα άλλο παρά να φύγει στη θάλασσα και να αφήσει πίσω του τη βαρετή ζωή. Το μόνο που τον κρατά πίσω είναι η Φανή, ένα 18χρονο κορίτσι με το οποίο μεγάλωσαν μαζί.

Η Φανή εργάζεται με την μητέρα της και πουλάνε ψάρια σε έναν πάγκο στη προκυμαία. Η Φάνη είναι ερωτευμένη από πάντα με τον Μάριο και τον φλερτάρει, αλλά ο Μάριος πάντα την απορρίπτει. Η Φανή προσκαλεί τον Μάριο στον Κυριακάτικο χορό, αλλά αυτός την απορρίπτει και πάλι. Αυτή δεν γνωρίζει ότι ο Μάριος σχεδιάζει να φύγει την επόμενη μέρα, έχοντας μυστικά υπογράψει ως ναυτικός σε μια επιστημονική αποστολή που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, κατόπιν ενθάρρυνσης του φίλου του, γνωστού ως "Ναύαρχος" Η Φανή νοιώθει ενοχλημένη και φεύγει. Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος αλλά πλούσιος έμπορος Panisse (Maurice Chevalier) ζητά να συναντηθεί με τη μητέρα της Φανής, Honorine (Georgette Anys). Αυτή πιστεύει ότι ο Panisse θέλει να την ζητήσει σε γάμο. Προς έκπληξή της αυτός της ζητά να παντρευτεί την Φανή, παρόλο που ξέρει ότι αυτή αγαπάει κάποιον άλλο. Αν και απογοητευμένη η Honorine, δεν αντιτίθεται, καθώς ο Panisse είναι πολύ πλούσιος.

Στα πρώτα γενέθλια του Σεζάριο, ο Panisse αναχωρεί με το τρένο για το Παρίσι, για επιχειρηματικούς λόγους, και κατά την απουσία του ο Μάριος επιστρέφει για μια σύντομη άδεια. Επισκέπτεται την Φανή και όταν μαθαίνει πως το παιδί της είναι δικό του, της εξηγεί πως κατάλαβε ότι αυτή του είπε ψέματα για να μην σταθεί αυτή εμπόδιο στο να μην πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Της δηλώνει ότι τη θέλει πίσω, αλλά εκείνη την στιγμή μπαίνει ο Σεζάρ μέσα, προτού υπάρξει καμία άλλη εξέλιξη. Ο Panisse επιστρέφει σπίτι και λέει ότι δεν θα προσπαθήσει να εμποδίσει την Φανή να φύγει με τον Μάριο, αλλά να μην πάρει το παιδί μαζί της, γνωρίζοντας ότι η Φανή δεν θα φύγει χωρίς το παιδί της.

Ο Μάριος της λέει ότι την θέλει πίσω, αλλά αυτή του δηλώνει ότι δεν πρόκειται να φύγει, αφήνοντας το παιδί τους στον Panisse. Ο Σεζάρ αναφέρει στον γιο του ότι καλός πατέρας είναι αυτός που αγαπάει το παιδί, και ο Panisse το αγαπάει πραγματικά. Έτσι ο Μάριος φεύγει χωρίς την Φανή και το παιδί.

Μετά δέκα χρόνια ο Σεζάριο γιορτάζει τα γενέθλιά του. Κάνοντας βόλτα στη θάλασσα με την μητέρα της Φανής, συναντιέται με τον φίλο του Μάριου τον "Ναύαρχο". Αυτός τον πηγαίνει ιστιοπλοΐα και φροντίζει να συναντηθούν με τον Μάριο. Ο Μάριος που εργάζεται τώρα σε ένα γκαράζ, χαίρεται που συναντά το γιο του. Όταν όμως πληροφορούν τον Panisse ότι το αγόρι εξαφανίστηκε, απάνω στην ταραχή του παθαίνει ένα ατύχημα και τον μεταφέρουν στο δωμάτιό του. Όταν η Φανή βρίσκει τον Σεζάριο με τον πατέρα του, συγκλονίζεται. Του ανακοινώνει ότι ο Panisse πεθαίνει, και ο Μάριος τρέχει στο σπίτι του ετοιμοθάνατου Panisse.

Όταν φθάνουν σπίτι, ο Panisse ζητά από τον Σεζάριο να κάτσει δίπλα του, μα ο Σεζάριο θέλει να καλέσει τον Μάριο στο πάρτι γενεθλίων του. Η Φανή βγαίνει στην είσοδο και μπαίνει στη συζήτηση του Σεζάρ με τον Μάριο. Ο Μάριος εκφράζει την πικρία του και σχεδιάζει να φύγει την επαύριον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Φανή εξηγεί στον Μάριο ότι δεν του είπε τίποτε γα το μωρό, διότι την ημέρα που ήταν να μπαρκάρει, ήλπιζε ότι αυτός την τελευταία στιγμή θα μετάνιωνε και θα γύριζε πίσω. Όταν αυτό δεν έγινε αυτή θύμωσε.

Η Φανή επιστρέφει στον Panisse, και αυτός ενώ πεθαίνει της υπαγορεύει μια επιτολή προς τον Μάριο με την οποία του ζητά να παντρευτεί την γυναίκα του μετά τον θάνατό του, και να είναι ο πατέρας του Σεζάριο. Η μόνη του απαίτηση είναι ο Σεζάριο να κρατήσει το επώνυμο του Panisse.

 

 


Victim 1961

 

Victim 1961

Ο Εκβιαστής


Σκηνοθεσία: Basil Dearden

Σενάριο: Laura Farr

Είδος: Action, Crime, Drama, Thriller

Διάρκεια: 01:40

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Dirk Bogarde: Melville Farr

Sylvia Syms: Laura Farr

Dennis Price: Calloway

Anthony Nicholls: Lord Fullbrook

Peter Copley: Mandrake

 

Η εναρκτήρια σεκάνς του «Εκβιαστή» κυριολεκτικά κόβει την ανάσα . Η ελλειπτική δομή και η αίσθηση μιας μυστηριώδους απειλής θυμίζουν το ύφος του Lang και του Hitchcock . Η νευρική  κάμερα  καταγράφει γερανούς και σκαλωσιές ενός γιγαντιαίου εργοταξίου στο οποίο φτάνει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Βλέποντας το, ένας νεαρός εργαζόμενος  – ο Boy Barrett (Peter MC Ennery)- τρέχει σαν κυνηγημένο αγρίμι ,φέρνοντας στο νου τον James Mason στο “Odd man out” του Carol Reed. Είναι μόνος και απελπισμένος σε έναν εχθρικό και απειλητικό κόσμο. Τα απανωτά τηλεφωνήματα ,που κάνει στη συνέχεια ,παραμένουν αναπάντητα. Όλοι  ενοχλούνται από την παρουσία του ,όλοι του γυρίζουν την πλάτη .Η σύντροφος ενός  φίλου του τον αντιμετωπίζει με απέχθεια και περιφρόνηση. Γιατί άραγε; Ποια ενοχή τον στιγματίζει;

Ο Melvin Farr (Dirk Bogarde) είναι ένας προβεβλημένος μεσήλικας δικηγόρος , παντρεμένος με κόρη δικαστή και υποψήφιος για την περίοπτη  θέση του νομικού συμβούλου της βασίλισσας. Ο Farr κάνει ό, τι μπορεί για να αποφύγει τα ενοχλητικά τηλεφωνήματα του  Barrett . Λίγο καιρό αργότερα, ο Barrett συλλαμβάνεται από την αστυνομία και κατηγορείται για κλοπή χρημάτων από την κατασκευαστική εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Οι αστυνομικοί υποπτεύονται  ότι  ο Barrett εκβιάζεται, αλλά αποτυγχάνουν να  του εκμαιεύσουν την αλήθεια . Όταν  ο Farr μαθαίνει ότι  ο Barrett κρεμάστηκε στο κελί του , καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Πριν από λίγο καιρό διατηρούσε μια πλατωνική σχέση με  τον Barrett . Κάποιος πρέπει να  το είχε μάθει και  εκβίαζε τον νεαρό. Ο Farr είναι  ευτυχισμένος στο γάμο του, αλλά στο παρελθόν είχε μια ομοφυλοφιλική σχέση  με ένα συμφοιτητή του. Η σύζυγός του Laura (Sylvia Syms) το γνώριζε πριν τον παντρευτεί και πίστευε ότι ο γάμος θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την έμφυτη κλίση του. Ωστόσο σοκάρεται όταν μαθαίνει για την τωρινή του σχέση . Ό Farr νοιώθει ένοχος και αναστατωμένος από τον θάνατο του Barrett και αποφασίζει  με γενναιότητα τους να εντοπίσει τους εκβιαστές, παρόλο που διακινδυνεύει τη φήμη, το γάμο και την καριέρα του. Σύντομα ανακαλύπτει ότι τα θύματα των εκβιασμών περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα αντρών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και επαγγελματικές ομάδες .Η επίμονη έρευνα του  τον οδηγεί όλο και  βαθύτερα  στην ομοφυλοφιλική σκηνή του Λονδίνου. Συναντά  φοβισμένους ανθρώπους που κρύβονται μόνιμα στη σκιά πληρώνοντας στυγνούς εκβιαστές για να αποφύγουν την διαπόμπευση και τη φυλάκιση ,καθώς η αντρική ομοφυλοφιλία αποτελούσε ποινικό αδίκημα στη Μ. Βρετανία.

Το 1950 ο Dearden σκηνοθέτησε τον Dirk Bogarde στο πρωτοποριακό «The Blue Lamp», όπου ακούστηκε για πρώτη φορά σε ταινία η λέξη «μπάσταρδος». Έντεκα χρόνια αργότερα ο Dearden συναντιέται πάλι με τον Bogarde στο  ακόμα πιο τολμηρό “Victim”, ;όπου για πρώτη φορά ακούγεται η  λέξη “ομοφυλόφιλος”. Και όχι μόνο η λέξη , αλλά ολόκληρη η πλοκή περιστρέφεται γύρω από  ομοφυλόφιλους χαρακτήρες! Το φιλμ σόκαρε τον κόσμο το 1961 και η προβολή του απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ.

Η αφήγηση της ταινίας αναπτύσσεται  σε δύο τεμνόμενα επίπεδα: ως θρίλερ εγκλήματος και ως κοινωνική καταγγελία . Η διττή φύση του  φιλμ αναμειγνύει σε  ιδανική αναλογία την ψυχαγωγία και το ανθρωπιστικό μήνυμα. Το έξυπνο και ευέλικτο σενάριο των Janet Green και John McCormick  αρχικά κρύβει τα κίνητρα, αποπροσανατολίζει τις υποψίες μας, παραπλανά τις προσδοκίες μας .Ο πληθωρισμός  των εμπνευσμένων  δεύτερων χαρακτήρων  συμβάλλει στην περιγραφή του ζοφερού κλίματος της εποχής. Ένας πικρόχολος –ερωτικά προδομένος-  βιβλιοπώλης και η αινιγματική  υπάλληλος του. Ένας ευγενικός και φιλελεύθερος αστυνομικός  που λέει σε ένα  συνάδελφο του: «Αν ο νόμος τιμωρούσε κάθε διαστροφή, θα είμαστε συνεχώς απασχολημένοι». Ένας έμπλεος φόβου ηλικιωμένος κουρέας που «η φύση του έπαιξε άσχημο παιχνίδι » .Πλούσιοι και επώνυμοι ομοφυλόφιλοι που πληρώνουν αδρά για να κρύψουν την ιδιαιτερότητα τους. Ένας ανατριχιαστικός τυφλός που ζει παρασιτικά  ,εκμεταλλευόμενος κουτσομπολιά , καθισμένος στη γωνιά μιας άθλιας παμπ.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο  Dearden επέλεξε να προσδώσει στην ταινία το ύφος ενός φιλμ νουάρ, με έντονα κλειστοφοβικά κοντράστ  στην  ασπρόμαυρη φωτογραφία του Otto Heller. Το ατμοσφαιρικό θρίλερ  μεταδίδει μια απτή αίσθηση υπαρξιστικού  άγχους  και νοσηρότητας. Η αριστοτεχνικά βαθμονομημένη ερμηνεία του Bogarde,  από τις καλύτερες της καριέρας του, αναγκάζει τον θεατή, ανεξάρτητα από τις απόψεις του, να προβληματιστεί για την ηθική ενός νόμου που καταδίκαζε μια μερίδα ανθρώπων σε μια ζωή φόβου, μιζέριας ή φυλάκισης. Ο Bogarde  μεταφέρει την αναταραχή του χαρακτήρα  του και εκπέμπει μια γνήσια αίσθηση εσωτερικής  έντασης και σύγκρουσης. Σε μια συγκλονιστική σκηνή ο  Farr  και  η σύζυγος του Laura  ,συζητούν  με ειλικρίνεια ,αξιοπρέπεια και αλληλοσεβασμό και συμφωνούν για το μέλλον της σχέσης τους .Ένα μέλλον ανοικτό  ,υπαγορευμένο από τις προσωπικότητές τους  και όχι από μια εφησυχαστική δραματουργική λύση.

Ορισμένες ταινίες προσπαθούν να περάσουν κοινωνικά μηνύματα  αλλά καταλήγουν να κάνουν απλοϊκό κήρυγμα . Το αξιοσημείωτο με τον «Εκβιαστή» είναι ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά τόσο στη ψυχαγωγική όσο και στη κοινωνική συνιστώσα του .Διαθέτει τολμηρή και καθηλωτική πλοκή –με ένα αναπάντεχο και ανατρεπτικό φινάλε – ατσάλινη σκηνοθεσία ,  έξοχες ερμηνείες .

Το κίνητρο για τη δημιουργία του «Victim» ήταν να καταγγελθεί  η εφαρμογή ενός απάνθρωπου  νόμου που παρείχε  εύφορο έδαφος  για τη μισαλλοδοξία και τη μετατροπή ανθρώπων σε κυνηγούς και θηράματα. Η προβολή του είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Μ. Βρετανία ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική αποποινικοποίηση  της ομοφυλοφιλίας ,το 1967. Πόσο συχνά άραγε ένα κινηματογραφικό έργο έχει την ισχύ να συμβάλει καθοριστικά σε μια τόσο βαθιά κοινωνική αλλαγή;

 

 


 

Δευτέρα 24 Μαΐου 2021

Murder She Said (1961)

Murder She Said (1961)

Έγκλημα στο εξπρές 13

 


Σκηνοθεσία: George Pollock

Σενάριο: Agatha Christie, David D. Osborn

Είδος: Comedy, Crime, Drama

Διάρκεια: 1h 27min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Margaret Rutherford: Miss Jane Marple

Arthur Kennedy: Dr. Quimper

Muriel Pavlow: Emma Ackenthorpe

James Robertson Justice: Ackenthorpe

Thorley Walters: Cedric

Charles 'Bud' Tingwell: Inspector Craddock (as Charles Tingwell)

Conrad Phillips: Harold

 

            Όταν η δεσποινίς Μαρτπ γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας μέσα σε ένα διερχόμενο τραίνο, το αναφέρει στην αστυνομία. Δεν την πιστεύουν δεδομένου ότι το πτώμα δεν μπορεί να βρεθεί. Όμως ένα πτώμα δεν μπορεί να πεταχτεί έξω από ένα τραίνο χωρίς ίχνη. Και όπως πάντα αρχίζει την δική της έρευνα.