Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

THE LEGEND OF THE HELL HOUSE 1973

THE LEGEND OF THE HELL HOUSE 1973

Η Βίλα της Κόλασης


Σκηνοθεσία: John Hough

Σενάριο: Richard Matheson

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 35m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Pamela Franklin: Florence Tanner

Roddy McDowall: Ben Fischer

Clive Revill: Dr. Barrett

Gayle Hunnicutt: Ann / Ann Barrett

Roland Culver: Mr. Deutsch

Peter Bowles: Hanley

 

Άλλη μια κλασική ταινία με στοιχειωμένο σπίτι από την πιο παραγωγική δεκαετία για το συγκεκριμένο υποείδος ατμοσφαιρικού τρόμου. Προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι είμαι φοβερός και τρομερός fan τέτοιου είδους ταινιών, αλλά παράλληλα πρέπει να παραδεχτώ ότι το THE LEGEND OF HELL HOUSE είναι μια ταινία που ξεφεύγει από την πεπατημένη του THE HAUNTING και THE AMITYVILLE HORROR. Κι αυτό το κάνει παίρνοντας πολλά από τα καλά στοιχεία των συγκεκριμένων ταινιών όπως είναι η ατμόσφαιρα και το σασπένς αναμειγνύοντας τα με στοιχεία ψυχολογικού τρόμου και διαστρεβλωμένης επιστήμης.

Πρόκειται για την επίσκεψη στη λεγόμενη «Βίλα της Κόλασης» μιας ομάδας αποτελούμενης από έναν φυσικό, μια νεαρή μέντιουμ και τον μοναδικό επιζώντα της προηγούμενης αποστολής στο σπίτι 20 χρόνια πριν. Για να δέσει το γλυκό έρχεται μαζί και η γυναίκα του επιστήμονα για να μην χαλάσει την παράδοση που είχαν σαν ζευγάρι τόσα χρόνια που τον ακολουθούσε σε αποστολές του. Εργοδότης ένας πλούσιος βιομήχανος που αγόρασε την Βίλα της Κόλασης και θέλει να ανακαλύψει τι βρίσκεται μετά από το θάνατο, κάτι που κοστολογεί με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 100.000 Αγγλικών λιρών το κεφάλι.

Το σπίτι ήταν η κατοικία ενός τύπου ονόματι Belasco, διαβόητος για κάθε γνωστή και άγνωστη αποκλίνουσα πρακτική, σεξουαλική και μη. Έτσι, η συγκέντρωση στοιχείων του κακού φυσιολογικά στοίχειωσαν το σπίτι κάνοντας το το Έβερεστ των στοιχειωμένων σπιτιών, όπως εύστοχα το αποκάλεσε ο εργοδότης της ομάδας. Οπότε τα μέλη της παρέας μας πρέπει αφενός να εντοπίσουν επακριβώς την πηγή του κακού και κατόπιν να την εξαφανίσουν. Αρχίζουν λοιπόν δουλειά ο καθένας χρησιμοποιώντας την ειδικότητα του. Ο κος Barrett (Clive Revill) με τη χρήση της επιστήμης, η δεσποινίς Tanner (Pamela Franklin) και ο κος Fischer (Roddy McDowall) με τις ικανότητες τους ως μέντιουμ και η κυρία Barrett (Gayle Hunnicutt) να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα με ελαφριά κλίση προς τον αγαπημένο σύζυγο.

Τα πράγματα δεν αργούν να αρχίσουν να ζεσταίνονται με διάφορα περιστατικά όπως κινούμενα αντικείμενα, την δίδα Tanner να μιλάει με ανδρική φωνή σαν κυριευμένη από το πνεύμα του σπιτιού, αλλά και πιο ακραία φαινόμενα όπως την δολοφονική επίθεση από ιπτάμενα αντικείμενα προς τον κο Barrett. Ο καθένας από τα μέλη της ομάδας έχει τις θεωρίες του για το τι μπορεί να συμβαίνει, αλλά περνώντας ο χρόνος κάθε μια από αυτές καταρρίπτεται αφήνοντας τους εκτεθειμένους σε διάφορους κινδύνους και πάντα με την αβεβαιότητα αν τα γεγονότα αυτά πραγματικά συμβαίνουν ή είναι μέρος της φαντασίας του καθένα από τους επισκέπτες.

Μια λογική που υιοθετεί πλήρως το σενάριο του Richard Matheson, βασισμένο στο δικό του μυθιστόρημα, και καταφέρνει να κάνει μια φαινομενικά τυπική ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού να πετυχαίνει σε απόλυτο βαθμό να ξεχωρίσει από τις περισσότερες αντίστοιχες εκείνης της περιόδου, ή ακόμα και μέχρι σήμερα. Το THE LEGEND OF HELL HOUSE τα έχει σχεδόν όλα και βάζει τα γυαλιά σε υπερεκτιμημένες αλλά γνωστότερες και εμπορικότερες Αμερικάνικες ταινίες, όπως για παράδειγμα το THE AMITYVILLE HORROR.

Ο λόγος είναι ότι καταφέρνει να συνδυάσει άψογα όλα εκείνα τα στοιχεία που περιμένει ένας horror fan να δει από μια ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού με έναν εντυπωσιακό προβληματισμό πάνω στο χαρακτήρα του καθενός από τους επισκέπτες και στις αλλαγές που υπόκειται όσο βρίσκονται μέσα στο σπίτι. Αποτέλεσμα είναι η ανάλυση χαρακτήρων να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης της πλοκής, κάτι που δίνει ξεχωριστή υπόσταση και οντότητα στον καθένα από τους πρωταγωνιστές.

Και βέβαια πέρα από αυτά έχουμε και αρκετές αληθινά ανατριχιαστικές στιγμές που δεν στηρίζονται ούτε στη βία και το gore ούτε και στις ευκαιριακές τρομάρες. Η τρομακτική ατμόσφαιρα είναι πανταχού παρούσα από τα πρώτα κιόλας λεπτά της προβολής και όσο εξελίσσεται η υπόθεση μεγαλώνει και φτάνει σε μια απίστευτη κορύφωση με το πανέξυπνο φινάλε. Όλα αυτά κρατώντας έναν σταθερά γρήγορο ρυθμό που δεν κάνει κοιλιές και ένα σενάριο που δεν χάνει χρόνο με ανούσιες εισαγωγές και φλυαρίες.

Προσωπικά εντόπισα ελάχιστα αρνητικά σημεία, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επουσιώδη. Τέτοια είναι κάποιες στιγμές «θεατρικών» διαλόγων και ερμηνειών και κάποιες μικρές ασυνέπειες του σεναρίου, στοιχεία που τελικά δεν μπορούν να αλλοιώσουν την απόλαυση της προβολής του THE LEGEND OF HELL

Ξεκάθαρα η ταινία είναι από τις πιο εγκεφαλικές με τη συγκεκριμένη θεματολογία και απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό από εκείνο της σκηνής του τρόμου. Κάτι σαν ένα λαχταριστό πιάτο εξωτικών λιχουδιών, που όμως μπορεί να πέσει πολύ βαρύ αν ο θεατής προτιμάει απλά να τσιμπήσει κάτι. Η συγκεκριμένη ταινία προκαλεί να ξαναπαιχτεί ακόμα και αμέσως μετά την πρώτη προβολή για να εντοπίσει ο θεατής αυτά που ίσως του ξέφυγαν την πρώτη φορά. Και μην γελιέται κανείς, οι τρομάρες όχι μόνο παραμένουν αλλά απλώς γίνονται καλύτερες με τις επαναλαμβανόμενες προβολές. 

HE EXORCIST 1973

 

THE EXORCIST 1973

Ο Εξορκιστής


Σκηνοθεσία: William Friedkin

Σενάριο: William Peter Blatty(

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 2h 2m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Ellen Burstyn: Chris MacNeil

Max von Sydow: Father Lankester Merrin

Lee J. Cobb: Lt. William Kinderman

Kitty Winn: Sharon

Jack MacGowran: Burke Dennings

Jason Miller: Father Damien Karras

Linda Blair: Regan MacNeil 

Ο Εξορκιστής (πρωτότυπος τίτλος: The Exorcist) είναι κινηματογραφική ταινία θρίλερ του 1973, αμερικανικής παραγωγής. Έχει λάβει 2 βραβεία Όσκαρ. Ήταν η πιο επιτυχημένη και εμπορική ταινία τρόμου για πάνω από 40 χρόνια, έως το 2017 που εκθρονίστηκε. Χωρίς να λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και την διαφορά των τιμών των εισιτηρίων μεταξύ 1973-2017. Ο Εξορκιστής παραμένει πρώτος με $998,710,500 μόνο στις Η.Π.Α. Χωρίς να συμπεριλάβουμε και τις διεθνείς εισπράξεις που είναι περίπου ισόποσες με τις αμερικανικές.

Το 2010 η ταινία χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής]

Η μικρή Ρέιγκαν ΜακΝίλ ζει με την Κρις, μητέρα της και διάσημη ηθοποιό, σε ένα ήσυχο προάστιο της Ουάσιγκτον. Όμως, τώρα τελευταία η Ρέιγκαν δεν αισθάνεται καλά. Παρουσιάζει περίεργα κι ανεξήγητα συμπτώματα, όπως ανόρθωση του σώματός της από το έδαφος και άσκηση υπερφυσικών δυνάμεων. Οι γιατροί στους οποίους απευθύνεται για βοήθεια η απελπισμένη μητέρα σηκώνουν ψηλά τα χέρια τους, αδυνατώντας να εξηγήσουν το φαινόμενο. Τότε, η Κρις παίρνει την απόφαση να ζητήσει τη βοήθεια της εκκλησίας και συγκεκριμένα συναντά τον πατέρα Κάρας, που είναι παράλληλα και ψυχίατρος. Όταν ο τελευταίος αντικρίζει τη Ρέιγκαν, συνειδητοποιεί ότι η νεαρή κοπέλα είναι δαιμονισμένη, έχοντας καταληφθεί από ένα τρομακτικό δαιμονικό πνεύμα. Τότε, ο πατήρ Κάρας αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του πατρός Μέριν, ειδικού σε ζητήματα εξορκισμού, προκειμένου να απαλλάξουν το άτυχο κορίτσι από τον δαίμονα. Ο γηραιός πατήρ Μέριν δέχεται, και ο εξορκισμός αρχίζει…

Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτυ (William Peter Blatty), και αφορά την κατάληψη ενός κοριτσιού από δαιμονικό πνεύμα και τις απεγνωσμένες προσπάθειες της μητέρας της για να τη σώσει μέσω εξορκισμών από διάφορους ιερείς.

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστημίου του Παρισιού, Robert Muchembled, στην ταινία ο εξορκιστής, όπως και σε άλλες παρόμοιες, οι νέοι γίνονται οι ευνοούμενοι φορείς του κακού. Το γεγονός αυτό «φανέρωνε πως υπήρχε δυσκολία στη μεταβίβαση των ρόλων σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε σύγχυση, καθώς και έντονη ενοχή στις γενιές των ενηλίκων, που θεωρούν ότι εγκαταλείπουν στις επερχόμενες γενιές μόνο ερείπια και ότι αυτό, αναπόφευκτα, θα προκαλέσει το μίσος των κληρονόμων ενός τέτοιου κόσμου.

SISTERS 1972

 

SISTERS 1972

Οι Αδελφές


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Brian De Palma, Louisa Rose

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 330m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Margot Kidder: Danielle Breton / Dominique Blanchion

Jennifer Salt: Grace Collier

Charles Durning: Joseph Larch

William Finley: Emil Breton (as Bill Finley)

Lisle Wilson: Phillip Woode

Barnard Hughes: Arthur McLennen

Mary Davenport: Mrs. Peyson Collier

Dolph Sweet: Detective Kelly

 

Στις Σιαμαίες, ο σκηνοθέτης, αρνούμενος κάθε βεντετισμό, δεν κρύβει τις επιρροές του. Από την αρχή, εισάγοντας το θέαμα μέσα στο θέαμα, κάνει μια ξεκάθαρη αναφορά στον Ηδονοβλεψία του Μάικλ Πάουελ, για να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια το θέμα αυτό με πραγματικό πάθος, που φθάνει στο απόγειό του με τη διακριτική ειρωνεία της τελικής σκηνής. Αλλά και σ’ ένα πλήθος άλλων σκηνών, οι αναφορές στο Χίτσκοκ είναι διάχυτες: η σκηνή του αρχικού φόνου, μ’ ένα γρήγορο, κοφτό μοντάζ, παιχνίδισμα με τις σκιές και υποβλητική μουσική υπόκρουση (Ψυχώ), το κρυμμένο στον πτυσσόμενο καναπέ πτώμα (Η Θηλειά), η έρευνα στο διαμέρισμα της δολοφόνου και η παρακολούθηση με τα κυάλια (Σιωπηλός Μάρτυρας), η ανάπτυξη της παράλληλης δράσης μέσω του χωρισμού της οθόνης (Μάρνυ). Σ’ όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο σκηνοθέτης στέκεται όσο πρέπει κοντά στην πρωταρχική του πηγή και όσο πρέπει μακριά απ’ αυτήν, με σεμνότητα, ακρίβεια και συγκρατημένο συναίσθημα.

Η βασική ιδέα, πάνω στην οποία δομείται το στόρι, είναι αυτή της ύπαρξης δύο σιαμαίων αδελφών που η μία από αυτές οδηγείται στη νεύρωση μπροστά στο φόβο της σεξουαλικής επιθυμίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τη μανιώδη προσπάθεια μιας δημοσιογράφου να εξιχνιάσει το μυστήριο μιας δολοφονίας, που βλέπει άθελά της να διαπράττεται στο απέναντι από το δικό της διαμέρισμα. Η αυθόρμητη αντίδρασή της να καλέσει την αστυνομία αποδεικνύεται λανθασμένη και οι ενοχές της την κάνουν να αναλάβει προσωπικά το ρόλο του ντετέκτιβ με απρόοπτες συνέπειες.

Μολονότι η αφήγηση αυτή καθεαυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δραματουργική διαπλοκή και μεγάλη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης εργάζεται πάνω στους χρόνους και τους ηθοποιούς του και πετυχαίνει άριστα αποτελέσματα. Ακόμα και όταν έχει πάψει να λειτουργεί το μοτίβο της μετάθεσης των υπονοιών, η ψυχοπαθολογική συμπεριφορά της Ντάνιελ Μπρετόν προκαλεί μια καινούργια πυροδότηση της δράσης, που οδηγεί σε μια ιδιοφυή αντιστροφή: η αστυνομία πιστεύει όλα όσα η Γκρέης Κόλιερ έχει ξεχάσει. Ο εφιάλτης της ύπνωσης είναι ιδιαίτερα ζωντανός και η ερασιτέχνης ντετέκτιβ επιστρέφει στην κατάσταση της έντονης νεύρωσης και την καταπίεση της υστερικής μητέρας. Με τον τρόπο αυτό, ο ντε Πάλμα κατορθώνει να κάνει μια ταινία πάνω στην ιστορία δύο πολυπαθών κορασίδων και να οδηγήσει την προβληματική του σε μια συγκαλυμμένη κριτική της κοινωνίας, οι δομές της οποίας δημιουργούν τα συγκεκριμένα παθολογικά συμπτώματα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

DON'T LOOOK NOW 1973

DON'T LOOOK NOW 1973

Μετά τα μεσάνυχτα


 Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg

Σενάριο: Daphne Du Maurier, Allan Scott, Chris Bryant

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Drana

Διάρκεια: 1h 50m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Laura Baxter

Donald Sutherland: John Baxter

Hilary Mason: Heather

Clelia Matania: Wendy

Massimo Serato: Bishop Barbarrigo

Renato Scarpa: Inspector Longhi

Giorgio Trestini: Workman

 Ένα ζευγάρι που πενθεί τον θάνατο της μικρής τους κόρης, βρίσκεται στη Βενετία όπου ο σύζυγος εργάζεται στην αναπαλαίωση μιας εκκλησίας. Στη Βενετία συναντούν δύο αδερφές, εκ των οποίων η μία, που υποστηρίζει ότι είναι μέντιουμ, ισχυρίζεται ότι βλέπει το πνεύμα της νεκρής κόρης του ζευγαριού.

    Υπάρχουν ταινίες τρόμου που ανήκουν σε διάφορα sub-genre του είδους, zombie flick, slasher, gothic horror κ.α., και υπάρχουν μερικές άλλες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυτούσιες ταινίες τρόμου, αλλά απλά χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο είδος ως όχημα για να πουν κάτι άλλο. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Don't Look Now του Nicolas Roeg, μια ταινία στην οποία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν μια ταινία ως ταινία τρόμου, αλλά συνειδητά το αποτέλεσμα αποσκοπεί σε κάτι περισσότερο, όπως για παράδειγμα το Santa Sanger του Jodorowsky ή το Eyes Without a Face του Franju. To Don't Look Now δεν είναι από αυτές τις ταινίες που προσφέρουν ανεπιτήδευτο τρόμο και αιματηρές συγκινήσεις, αντίθετα είναι μια ταινία που δίνει περισσότερη τροφή για σκέψη και πιθανόν να απαιτεί περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί πλήρως. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει την ποιότητα των ταινιών τρόμου, γιατί πολλές αυτού του είδους ταινίες γίνονται κουραστικές, ελιτίστικες και δυσπρόσιτες, και φυσικά είναι πολύ κατώτερες από καθαρόαιμα θρίλερ. Το Don't Look Now όμως είναι μια πολύ καλή προσπάθεια του Βρετανού Roeg (Performance, Walkabout, Bad Timing) να χρησιμοποιήσει τον τρόμο για να παρουσιάσει τη δική του θέση πάνω στον θρήνο, την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, τα τραύματα που αφήνει ένα τραγικό γεγονός, την προδιαγεγραμμένη μοίρα, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρουμε πάνω μας το παρελθόν μας και πως μπορούμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας με τις σημερινές μας πράξεις. Η αφηγηματική δομή του Don't Look Now είναι αρκετά περίπλοκη, με την χρήση μη γραμμικού χρόνου και την εμφάνιση μερικών προφητικών οραμάτων (όπως το 12 Monkeys για παράδειγμα), που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κορύφωση του μυστηρίου, στην οποία ο Roeg αποδομεί τις προσδοκίες του θεατή και ολοκληρώνει την ταινία χαμηλότονα. Ο Roeg πλέκει παράλληλα, στο Don't Look Now, έναν πυκνό ιστό μυστηρίου και μια τραγική ιστορία θλίψης και θρήνου, αποπροσανατολίζοντας τον θεατή με θεματικές ιδέες που αφορούν το προαίσθημα και τις μαντικές ικανότητες. Η εξέλιξη της ιστορίας χρησιμοποιεί αρκετά σύμβολα με αποτέλεσμα το συνολικό αποτέλεσμα να μοιάζει παράλληλα κατανοητό αλλά και ασαφές, διατηρώντας στη βάση της έναν αινιγματικό θεματικό πυρήνα που δημιουργεί στον θεατή ένα αίσθημα σύγχυσης. Ο σκηνοθέτης επιμένει να παρουσιάζει τους σκοτεινούς συμβολισμούς και τις υποδείξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει την επιλογή στον θεατή αν θα τις δώσει σημασία ή όχι, κάνοντας το Don't Look Now μια ταινία που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες διαφορετικές μεταφράσεις. Εικαστικά, το Don't Look Now, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Η παραισθησιακή, ονειρική ατμόσφαιρα, ο εφιαλτικός τόνος και το ύπουλα ανατριχιαστικό ύφος, υποβάλουν τον θεατή και τον κάνουν να γίνεται μάρτυρας σε μια εξαιρετική αλληλουχία από υπνωτικές εικόνες. Ο τρόπος κινηματογράφησης της Βενετίας, με τα δαιδαλώδη στενά, τις σκοτεινές γωνίες και το υγρό στοιχείο, προσδίδει μια γοτθική αίσθηση στην ταινία που δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και κρυμμένης απειλής. Ο Roeg σκηνοθετεί εμμένοντας σε μια σπερματική μορφή τρόμου, αινιγματική και λανθάνουσα, που δεν θα οδηγήσει σε κάποια αναπάντεχη έκρηξη αλλά θα παραμείνει παρούσα πίσω από τα συμβάντα της ταινίας. Εξαιρετικό είναι και το μοντάζ της ταινίας, με τον Roeg να κομματιάζει και να συναρμολογεί τα κομμάτια σε ένα περίεργο κολάζ ονειρικών εικόνων, ολοκληρώνοντας ένα περίτεχνο εικαστικό παζλ. Τα κοψίματα, οι ασυνέχειες , το περίτεχνο αφηγηματικό ύφος, η στρατηγική χρήση των εικόνων, τα διάσπαρτα σύμβολα δημιουργούν την εντύπωση ενός συνειρμικού μοντάζ που αποτυπώνεται σε μια πένθιμη εντύπωση και σε μια ατμοσφαιρική ένταση. Για παράδειγμα, η ερωτική σκηνή μεταξύ των Christie και Sutherland, και πως αυτή μοντάρεται με τη σκηνή που το ζευγάρι ντύνεται, είναι εκπληκτικής σύλληψης. Όπως εντυπωσιακή είναι και η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, με τον πνιγμό του μικρού κοριτσιού, που παρά το γεγονός ότι αποτυπώνει ένα τραγικό γεγονός είναι ένα δείγμα κινηματογραφικής ποίησης. Σε τελική ανάλυση, το Don't Look Now, είναι μια ξεχωριστή ταινία που αξίζει να δει οποιασδήποτε λάτρης του κινηματογράφου. Όσο για το φινάλε, το οποίο έχει ξεσηκώσει ατελείωτες συζητήσεις, δεν είναι τόσο παράλογο απλά δεν ακολουθεί τις προσδοκίες που ενδέχεται να δημιουργήσει το κοινό. 

The Night Stalker 1972

The Night Stalker 1972

Παράνομοι Εκδικητές


Σκηνοθεσία: John Llewellyn Moxey

Σενάριο: Richard Matheson, Jeffrey Grant Rice, Max Hodge

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 14m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Darren McGavin: Carl Kolchak

Carol Lynley: Gail Foster

Simon Oakland: Tony Vincenzo

Ralph Meeker: Bernie Jenks

Claude Akins: Sheriff Butcher

Charles McGraw: Chief Masterson

Kent Smith: D.A. Paine 

Το The Night Stalker είναι μια αμερικανική ταινία τρόμου για την τηλεόραση που προβλήθηκε στο ABC στις 11 Ιανουαρίου 1972 ως Ταινία της Εβδομάδας. Στην ταινία, ένας ερευνητής ρεπόρτερ, τον οποίο υποδύεται ο Ντάρεν ΜακΓκάβιν, υποπτεύεται ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος στην περιοχή του Λας Βέγκας είναι στην πραγματικότητα ένας βρικόλακας.

Η ταινία βασίστηκε στο τότε αδημοσίευτο μυθιστόρημα του Τζεφ Ράις με τίτλο The Kolchak Papers (γνωστός και ως The Kolchak Tapes). Ο Ράις είπε ότι έγραψε το μυθιστόρημα επειδή, «Πάντα ήθελα να γράψω μια ιστορία για βρικόλακες, αλλά περισσότερο επειδή ήθελα να γράψω κάτι που να αφορά το Λας Βέγκας». Ο Ράις δυσκολεύτηκε να βρει έναν εκδότη πρόθυμο να αγοράσει το χειρόγραφο μέχρι που ο πράκτορας Ρικ Ρέι το διάβασε και συνειδητοποίησε ότι το μυθιστόρημα θα έκανε μια καλή ταινία. Το μυθιστόρημα του 1973 (μετονομάστηκε The Night Stalker) μόλις είχε ήδη προβληθεί η τηλεοπτική ταινία και καθυστέρησε σύμφωνα με τον Rice επειδή ο εκδότης ήθελε τόσο το αρχικό μυθιστόρημα της Rice όσο και το σίκουελ του 1974 The Night Strangler (γραμμένο από τον Rice αλλά βασισμένο σε το σενάριο του συγγραφέα Richard Matheson) έτσι «θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην κορυφή της λίστας των εκδοτών στις θέσεις 1 και 2 για το 1974».

Σε σκηνοθεσία John Llewellyn Moxey (βετεράνος θεατρικών και τηλεοπτικών ταινιών) που γύρισε την ταινία για 12 ημέρες, σε διασκευή του Richard Matheson και παραγωγή του Dan Curtis (γνωστός εκείνη την εποχή για το Dark Shadows), το The Night Stalker έγινε Η αυθεντική τηλεοπτική ταινία με την υψηλότερη βαθμολογία στην αμερικανική τηλεόραση, κερδίζοντας βαθμολογία 33,2 και μερίδιο 48. Η τηλεοπτική ταινία πήγε τόσο καλά που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό ως θεατρική ταινία και ενέπνευσε μια τηλεοπτική ταινία συνέχεια με τίτλο The Night Strangler, που προβλήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1973, μια τηλεοπτική σειρά μιας σεζόν είκοσι επεισοδίων με τίτλο Kolchak: The Night Stalker που προβλήθηκε στο ABC μεταξύ Σεπτεμβρίου 1974 και Μαΐου 1975, και μια μικρής διάρκειας τηλεοπτική σειρά του 2005 που ονομάζεται Night Stalker.

    Ο ηθοποιός Ντάρεν ΜακΓκάβιν υπενθύμισε ότι η εμπλοκή του ξεκίνησε όταν "Οι εκπρόσωποί μου τηλεφώνησαν για να πουν ότι το ABC είχε αγοράσει τα δικαιώματα για ένα βιβλίο που ονομάζεται The Kolchak Papers. Ήταν σε ένα είδος πρώτου σχεδίου ενός σεναρίου του Richard Matheson και κάλεσαν το πρακτορείο στο ρωτήστε τους αν θα με ενδιέφερε να το κάνω. Ο εκπρόσωπος μου το διάβασε και με πήρε τηλέφωνο». Η δημοφιλής τηλεοπτική ταινία, μαζί με τη συνέχειά της και την τηλεοπτική σειρά, παρείχαν την έμπνευση για το The X-Files του Chris Carter. Ο Κάρτερ παρουσίασε τον ηθοποιό Ντάρεν ΜακΓκάβιν στην παράσταση ως φόρο τιμής στον ηθοποιό και στο έργο που ενέπνευσε τη δημοφιλή σειρά του. ξαναγράφεται, κάνοντας τον χαρακτήρα του ΜακΓκάβιν Άρθουρ Ντέιλς, τον «πατέρα των αρχείων Χ». 

Non si sevizia un paperino 1972

Non si sevizia un paperino 1972

Don't Torture a Duckling

Σατανάδες της Ακολασίας



Σκηνοθεσία: Lucio Fulci

Σενάριο: Lucio Fulci, Roberto Gianviti, Gianfranco Clerici

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 45m

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

Florinda Bolkan: Maciara

Barbara Bouche: Patrizia

Tomas Milian: Andrea Martelli

Ειρήνη Παπά: Dona Aurelia Avallone

Marc Porel: Don Alberto Avallone

Georges Wilson: Francesco (as George Wilson)

Antonello Campodifiori: Lieutenant

 

Ο Lucio Fulci ακόμα και μετά το θάνατό του παραμένει εξίσου διφορούμενη προσωπικότητα όσο και όταν ήταν εν ζωή. Ο λόγος είναι κυρίως η σαδιστική βία των ταινιών του, που ποτέ κανείς δεν είχε δει στη μεγάλη οθόνη με τόση λεπτομέρεια, και προκάλεσε πολλούς να πουν ότι ο Fulci τη χρησιμοποιούσε για να καλύψει τις αδυναμίες του και την έλλειψη σκηνοθετικού ταλέντου.

Και μπορεί μέχρι ένα σημείο αυτά να ισχύουν για το μεταγενέστερο έργο του, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να ισχύσει για το DONT TORTURE A DUCKLING, ένα από τα λίγα giallo που γύρισε ο μεγάλος maestro στην καριέρα του.

Πολλοί ακόμα και σήμερα θεωρούν ότι ο Fulci δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα όρια που ο ίδιος έθεσε με τη συγκεκριμένη ταινία. Αν κι εγώ είμαι περισσότερο fan του σπλατερά και υπέρ- βίαιου Fulci, δεν μπορώ παρά να βγάλω το καπέλο μου σ’ αυτή την παραγωγή, που με το βάθος και την πολυπλοκότητά της σίγουρα βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων giallo όλων των εποχών.

Τα επιβλητικά τοπία της Σικελίας στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του DONT TORTURE A DUCKLING βάζουν το θεατή αμέσως στο κλίμα, με μια ιστορία φόνων παιδιών σε μια περιοχή που βρίθει από ξενοφοβία, προκατάληψη και τις γνωστές «ασθένειες» των κλειστών επαρχιακών κοινωνιών.

Τα κλίμα στο χωριό, όπως το παρουσιάζει ο Fulci, έχει κάτι ακαθόριστα νοσηρό και απειλητικό, ενώ η ατμόσφαιρα είναι καταπιεστική και κλειστοφοβική, έτσι όπως μόνο ο Fulci μπορεί να την αποδώσει.

Ποιοι είναι οι πιθανοί δράστες σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Μα, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, που κι αυτοί με τη σειρά τους αναδύουν μια ύποπτη μυρωδιά «σήψης». Από τον «τρελό του χωριού», την σέξι καλλονή που τρελαίνει τα ανήλικα αγοράκια με τα νάζια της και υποδύεται από μια λαμπερή Barbara Bouchet , μέχρι την καθώς πρέπει και σεβαστή μητέρα του κληρικού του χωριού (Ειρήνη Παπά), όλοι είναι ένοχοι στα μάτια του Fulci, μέχρι αποδείξεως του ενάντιου.

Η γνώμη που μοιάζει να έχει ο Fulci για τόσο κλειστές μικρές επαρχιακές κοινωνίες δεν είναι καθόλου κολακευτική, αλλά κάνει τον οποιοδήποτε να αναρωτιέται κατά πόσο απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Οι κάτοικοι είναι πάντα καχύποπτοι, μίζεροι και μοιάζουν εγκλωβισμένοι στις δικές τους προκαταλήψεις και εμπόδια. Ο Fulci δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, και μάλιστα προκαλεί ακόμα περισσότερο, τόσο με την παρουσίαση των χαρακτήρων όσο και με το υπόλοιπο νοσηρό κλίμα δυσλειτουργίας.

Οι κατηγορίες τους έρχονται χωρίς εκπλήξεις και κατευθύνονται προς τους τυπικούς συνανθρώπους τους που είναι οι εύκολοι στόχοι. Πρώτα ο τρελός του χωριού, μετά μια ιδιόρρυθμη γυναίκα που ασχολείται με μαγεία, μετά η τοπική καλλονή, πρώην χρήστης ναρκωτικών και στη μέση όλων αυτών ο ντόπιος δημοσιογράφος (Thomas Milian) προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα από το φόβο και παράνοια των κατοίκων και να βοηθήσει την αστυνομία στο να ανακαλύψει το δράστη.

Μην περιμένετε εδώ να ανακαλύψετε ποιος το έκανε από τα πρώτα λεπτά και μετά να φτιάχνετε καφέδες και ποπ κορν μέχρι να φτάσει το φινάλε, όπως ίσως σε κάποια άλλα κατώτερα giallo. Εδώ ο Fulci πραγματικά συσσωρεύει όλο το ταλέντο του στην αφήγηση ιστοριών και το χαρίζει απλόχερα, φτιάχνοντας μια πραγματική ταινία μυστηρίου, από την άποψη ότι πρέπει κανείς να κάτσει μέχρι το τέλος για να ανακαλύψει την αλήθεια. Οι μαντεψιές πάνε και έρχονται, όπως είναι φυσιολογικό, και οι προσωπικές μου δεν ήταν και πολύ επιτυχημένες!

Και για τους fans του αιματοβαμμένου Lucio Fulci, υπάρχουν δύο πολύ δυνατές σκηνές που τις ξαναείδαμε σε άλλη μορφή στις μεταγενέστερες ταινίες του, ένας βάρβαρος ξυλοδαρμός με αλυσίδες μιας φτωχής κοπέλας από τον διψασμένο για αίμα όχλο, που επαναλήφθηκε στο THE BEYOND και μια αιματηρή πτώση από γκρεμό, που επίσης επαναλήφθηκε στο SEVEN NOTES IN BLACK. Όμως, οι σπλατεριές απλά κάνουν το κομμάτι τους και σε καμία περίπτωση δεν είναι το κεντρικό ενδιαφέρον της ταινίας. Αντίθετα, τονίζουν ακόμα περισσότερο το κλίμα που έχει καθιερώσει στην ταινία ο Fulci και δείχνουν πώς το πάθος και η προκατάληψη μπορεί να υπερισχύσει της κοινής λογικής με φρικτά αποτελέσματα.

        Γενικά, οι fans του Fulci και των giallo δεν πρέπει να χάσουν με τίποτα το DONT TORTURE A DUCKLING, γιατί έτσι θα χάσουν μια από τις κορυφαίες ταινίες του μεγάλου maestro και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα της σκηνής, και αυτό θα είναι πολύ άδικο πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους και μετά για τον μεγάλο Lucio Fulci.