Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2022

Danza macabre 1964

Danza macabre 1964

Μακάβριος Χορός


Σκηνοθεσία: Antonio Margherit, iSergio Corbucci

Σενάριο: Giovanni Grimaldi, Bruno Corbucci

Είδος: Horror ΔΕ 60

Διάρκεια: 1h 27m

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

Barbara Steele: Elisabeth Blackwood

Georges Rivière: Alan Foster

Margrete Robsahm: Julia Alert

Arturo Dominici: Dr. Carmus (as Henry Kruger)

Silvano Tranquilli: Edgar Allan Poe (as Montgomery Glenn)

Sylvia Sorrente: Elsi Perkings (as Sylvia Sorrent)

Umberto Raho: Lord Thomas Blackwood

 

Υπόθεση: Ένας συγγραφέας αποδέχεται το στοίχημα να περάσει μια νύχτα σε ένα στοιχειωμένο κάστρο. Μόλις πέσει η νύχτα, οι δολοφονημένοι μέσα στο κάστρο επιστρέφουν στη ζωή, ξαναζούν τους θανάτους τους και προσπαθούν να σκοτώσουν τον συγγραφέα, καθώς πιστεύουν ότι το αίμα του θα τους βοηθήσει να μείνουν ζωντανοί πέρα από ένα βράδυ.

Θεματικά με έντονες επιρροές από τα έργα του Poe και φέρνοντας στο μυαλό εικόνες από τις ταινίες τρόμου της Universal και των πρώτων ταινιών της Hammer, το Castle of Blood αποτελέι μια από τις πιο καλές ταινίες του, ανερχόμενου τότε, ιταλικού τρόμου. To Castle of Blood έχει ως βάση το, όχι και τόσο πρωτότυπο, concept του στοιχειωμένου σπιτιού και φυσικά κινείται πάνω στα γνωστά μονοπάτια και τα κλισέ του είδους. Όμως, ο σκηνοθέτης Antonio Margheritti, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα πολύ καλό αποτέλεσμα, βασιζόμενος κυρίως στην δημιουργία μιας εξαιρετικής ατμόσφαιρας. Η γοτθική αίσθηση του τρόμου, είναι φυσικά κάτι που θα περίμενε και ο πιο αμύητος στα θρίλερ θεατής, αλλά ο Margheritti καταφέρνει και την ντύνει με μια απόκοσμη, υπνωτική ομορφιά που χαρίζει στο τελικό αποτέλεσμα μια μυστικιστική γοητεία. Με την εξαιρετική χρήση των σκιών και του φωτισμού και την επιβλητική κινηματογράφηση των εσωτερικών χώρων, ο σκηνοθέτης στήνει ένα αξιοπρεπές μυστήριο και μια κλιμακούμενη αγωνία, που καταφέρνει να κρατήσει τον θεατή παρά τους σχετικά αργούς ρυθμούς της ταινίας. Η ατμόσφαιρα του Castle of Blood είναι ένας συνδυασμός ονειρικής αύρας και εφιαλτικής διάθεσης, γεγονός που δείχνει πόσο επιδραστικό ήταν το προγενέστερο Black Sunday του Bava, που χαρίζει στην ταινία ένα έντονο κλειστοφοβικό κλίμα και μια ανατριχιαστική αίσθηση απειλής. Η πανέμορφη ασπρόμαυρη φωτογραφία χαρίζει την αιθέρια ανατριχίλα που είχαν οι παλιότερες ταινίες τρόμου της δεκαετίας του '40 και ο Margheritti την εκμεταλλεύεται στο ακέραιο με την όμορφη χρήση της κάμερας που διακρίνεται από μια απαλή κίνηση, κάποιες περίεργες κλίσεις στα πλάνα και μια στρεβλωτική οπτική που προκαλεί ένα έντονο αίσθημα αποπροσανατολισμού. Η αναπαράσταση των φόνων γίνεται με μια νωχελικά εκλεπτυσμένη διάθεση δίνοντας στα πλάνα μια απόκοσμη αύρα και κάνοντας, εν τέλει, τις σκηνές να μοιάζουν με μια ακολουθία, σχεδόν χορογραφημένων, εικόνων. Βέβαια υπάρχουν και τα απαραίτητα αισθηματικά ιντερλούδια, που όμως δεν καταφέρνουν και πολλά πράγματα, αφού παρά το γεγονός ότι προσθέτουν μια διάθεση γοτθικού ρομαντισμού, στην πλειονότητά τους μοιάζουν αμήχανα. Επιπλέον, ο Margheritti αφήνει κάποιο χώρο στους χαρακτήρες της ταινίας ώστε να αποκτήσουν υπόσταση και να μην αποτελούν απλά σιλουέτες που κινούνται ανάμεσα στα σκηνικά, παρουσιάζοντας με αρκετά ανάγλυφο τρόπο τα συναισθήματα απειλής, απόγνωσης και μελαγχολίας. Η συνταγή περιέχει και αρκετά στοιχεία λανθάνοντα ερωτισμού και αποκλίνουσας σεξουαλικότητας, που δίνει μια πιο ενήλικη αισθητική στο τελικό αποτέλεσμα. Γενικότερα, το Castle of Blood, είναι μια εξαιρετική ταινία του πρώιμου ιταλικού τρόμου, γεμάτη με γοτθικό αισθησιασμό και εφιαλτική ατμόσφαιρα, που πατάει γερά πάνω στα θεμέλια που είχε στήσει ο Bava. 

The Haunting 1963

The Haunting 1963

Ο στοιχειωμένος Πύργος


Σκηνοθεσία: Robert Wise

Σενάριο: Nelson Gidding, Shirley Jackson

Είδος: Horror ΔΕ 60

Διάρκεια: 1h 52m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Harris: Eleanor Lance

Claire Bloom: Theodora

Richard Johnson: Dr. John Markway

Russ Tamblyn: Luke Sanderson

Fay Compton: Mrs. Sanderson

Rosalie Crutchley: Mrs. Dudley

 

Η επιδραστικότητα του «The Haunting» είναι αναμφισβήτητη. Άραγε πόσες ταινίες με ομάδες ερευνητών του παραφυσικού και στοιχειωμένα σπίτια έχουν πατήσει πάνω στην ταινία του τεράστιου Robert Wise; Σίγουρα πολλές και δεν αναφέρομαι στο τρισάθλιο remake του 1999 βεβαίως. Βασισμένο στη νουβέλα «The Haunting of Hill House» της εξαιρετικά διάσημης για την εποχή της Αμερικανίδας συγγραφέως Shirley Jackson το φιλμ διηγείται την ιστορία τεσσάρων ερευνητών του παραφυσικού που διαμένουν ένα σύντομο διάστημα στο έρημο εδώ και πολλά χρόνια Hill House, ένα ογκώδες μέγαρο με φήμη στοιχειωμένου σπιτιού.

Το ξεκίνημα είναι το ιδανικότερο. Μια εθιστική και άκρως ψαρωτική ανασκόπηση για το μακάβριο παρελθόν του σπιτιού εξιστορείται στην οθόνη μας στέλνοντας τις πρώτες ανατριχίλες στον θεατή. Ο αγωνιώδης θάνατος των προηγούμενων κατοίκων δίνεται με συνοδεία ανατριχιαστικών εικόνων εγκαθιστώντας ένα τρομακτικό κλίμα, ήδη από…τα αποδυτήρια. Ένα μοιραίο ατύχημα σε άμαξα, μια φρικτή αυτοκτονία, ένας μαρτυρικός θάνατος από εγκατάλειψη στο κρεβάτι του πόνου…η αφήγηση στην εν λόγω σεκάνς είναι εκπληκτική.

Στη συνέχεια η ταινία επανέρχεται στην σύγχρονη εποχή και αρχίζει σταδιακά να γνωστοποιεί τους ήρωες δίνοντας βάση περισσότερο στους δύο εξ’ αυτών, στον καθηγητή Dr. John Markway που είναι και ο οργανωτής του όλου εγχειρήματος και στην Eleanor, μια άστατη γυναίκα που πέρα από την ανιαρή ζωή της κουβαλάει το δυσβάσταχτο βάρος του θανάτου της μητέρας της. Οι τύψεις την σφίγγουν σαν τανάλια και η περίπτωσή της παρουσιάζει κάποιες ομοιότητες με έναν από τους θανάτους της αρχικής αφήγησης. Από την τετραμελή ομάδα δεν είναι όλοι το ίδιο «πιστοί» στην ύπαρξη φαντασμάτων. Ο Dr. Markway φυσικά δείχνει ένθερμος και αρκετά βέβαιος για την επιτυχία της έρευνας ενώ ο Luke, ο έτερος άνδρας της παρέας παίζει το ρόλο του σκεπτικιστή εκφράζοντας τις αμφιβολίες του, ενίοτε με χιουμοριστικό τρόπο.

Ο τίτλος του φιλμ προέρχεται από face-to-face επαφή του Robert Wise με την συγγραφέα του original μυθιστορήματος «The Haunting of Hill House». Του τον εκμυστηρεύτηκε ύστερα από ερώτηση του ιδίου ως τον μόνο εναλλακτικό τίτλο που θα μπορούσε να δώσει στο βιβλίο της.

 

          Καθώς λοιπόν οι τέσσερις ερευνητές πραγματοποιούν την έρευνά τους διάφορα συμβάντα αναστατώνουν τη διαμονή τους. Απόκοσμοι ήχοι, αλλόκοτα μηνύματα γραμμένα στους τοίχους, μυστηριώδη δωμάτια και ανεξήγητα κρύα σημεία εντός του σπιτιού εγγυώνται ένα τρομακτικό ταξίδι στον κόσμο του παραφυσικού. Αλλά αυτό που φαίνεται ποιο τρομακτικό είναι η ολοένα και πιο έντονη επιρροή που ασκεί το σπίτι στην ευαίσθητη Eleanor. Η ταλαιπωρημένη γυναίκα βυθίζεται σε αινιγματικούς μονολόγους και αισθάνεται ότι το Hill House την καλεί να μείνει μαζί του…για πάντα.

         Το «The Haunting» προσφέρει γνήσιες τρομάρες μέσα από ποικίλα τεχνάσματα από τα οποία ξεχωρίζουν τα ηχητικά. Οι απόκοσμοι, δυνατοί ήχοι είναι το κύριο μέσο παραγωγής τρόμου αλλά μετά από ένα διάστημα νέα κόλπα προστίθενται στην τρομακτική ατζέντα της ταινίας, με το λύγισμα μιας πόρτας να είναι ένα από τα καλύτερα για εκείνη την εποχή. Ενδεχομένως το πιο τρομακτικό στοιχείο είναι η σταδιακή απορρόφηση της Eleanor από το σπίτι, που παντρεύει μαεστρικά μεταφυσικό και ψυχολογικό τρόμο. Ειδικά το τελευταίο 20λεπτο θα σας καθηλώσει όταν και το σασπένς δεν διακόπτεται από διαρκείς σειρές φιλοσοφικών διαλόγων που έχουμε απολαύσει σε προηγούμενα σημεία. Καλές για την εποχή ερμηνείες, πετυχημένη χημεία χαρακτήρων, καλογραμμένοι διάλογοι και γνήσια ατμόσφαιρα τρόμου υποβοηθούμενη από την ασπρόμαυρη φωτογραφία συνθέτουν μια πρωτοποριακή για την εποχή ταινία που παραμένει γοητευτική μέχρι τις μέρες μας. Είναι μάλιστα μια από εκείνες τις ταινίες που διδάσκουν την τέχνη του τρόμου χωρίς την χρήση του gore… 

La ragazza che sapeva troppo 1963

La ragazza che sapeva troppo 1963

Το Κορίτσι που Είδε τον Δολοφόνο

Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Ennio De Concini, Sergio Corbucc, Eliana De Sabata

Είδος: Horror ΔΕ 60, Mystery, Thriller, Mario Bava

Διάρκεια: 1h 26m

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

John Saxon: Dr. Marcello Bassi

Letícia Román: Nora Davis / Nora Drowson (as Leticia Roman)

Valentina Cortese: Laura Craven-Torrani

Titti Tomaino: Inspector

Luigi Bonos: Albergo Stelletta

Milo Quesada: De Vico / Paccini

 

Η ταινία «The Evil Eye», (ιταλικά: La ragazza che sapeva troppo) είναι μια ιταλική ταινία giallo του 1963. Σε σκηνοθεσία του Ιταλού σκηνοθέτη Μάριο Μπάβα, στην ταινία πρωταγωνιστεί στον Τζον Σάξον ως τον Δρ Μαρτσέλο Μπάσι και τη Λετίσια Ρομάν ως Νόρα Ντέιβις. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από μια νεαρή γυναίκα που ονομάζεται Νόρα, η οποία ταξιδεύει στη Ρώμη και γίνεται μάρτυρας ενός φόνου. Η αστυνομία και ο γιατρός Μπάσι δεν την πιστεύουν αφού δεν μπορεί να βρεθεί πτώμα. Ακολουθούν αρκετές ακόμη δολοφονίες, που συνδέονται με μια δεκαετή σειρά δολοφονιών θυμάτων που επιλέγονται με αλφαβητική σειρά.

Το κορίτσι που ήξερε πάρα πολύ θεωρείται η πρώτη ταινία giallo, ένα είδος ταινιών με ένα μείγμα από θρίλερ, σεξουαλική εκμετάλλευση και συμβάσεις τρόμου. Μια εναλλακτική περικοπή με τίτλο Evil Eye κυκλοφόρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες από την American International Pictures. Αυτή η έκδοση περιλαμβάνει μια παρτιτούρα του Les Baxter, διαγράφει αρκετές σκηνές και προσθέτει άλλες που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στην κωμωδία σε σύγκριση με την ιταλική κυκλοφορία.

Στις διακοπές, η Nora Davis (Letícia Román) φτάνει με αεροπλάνο στη Ρώμη για να επισκεφτεί την ηλικιωμένη άρρωστη θεία της. Η θεία της Νόρας νοσηλεύεται από τον γιατρό Marcello Bassi (John Saxon). Η θεία της Νόρας πεθαίνει την πρώτη νύχτα της επίσκεψης της Νόρας και πηγαίνει με τα πόδια στο κοντινό νοσοκομείο για να ειδοποιήσει τον γιατρό Μπάσι. Στο δρόμο, την κλέβουν και την βάζουν νοκ άουτ στην Piazza di Spagna. Όταν ξυπνά, βλέπει το σώμα μιας νεκρής γυναίκας να βρίσκεται στο έδαφος κοντά της. ένας γενειοφόρος άνδρας βγάζει ένα μαχαίρι από την πλάτη της γυναίκας. Η Νόρα το αναφέρει στην αστυνομία στο νοσοκομείο, η οποία δεν την πιστεύει όταν δεν βρίσκει στοιχεία και νομίζει ότι έχει παραισθήσεις.

 

Αργότερα, σε ένα νεκροταφείο, η Νόρα συναντά μια στενή φίλη της θείας της, τη Λάουρα Τοράνι (Βαλεντίνα Κορτέζε), η οποία ζει στην Piazza di Spagna. Η Λάουρα σχεδιάζει να κάνει διακοπές σύντομα και επιτρέπει στη Νόρα να μείνει στο σπίτι της για τον υπόλοιπο χρόνο των διακοπών. Η Νόρα εξερευνά την ντουλάπα και τα συρτάρια της Λόρα και συναντά αποκόμματα εφημερίδων με άρθρα σχετικά με έναν κατά συρροή δολοφόνο που ονομάστηκε «δολοφόνος του αλφαβήτου» επειδή σκότωσε αλφαβητικά ανθρώπους σύμφωνα με τα επώνυμά τους. Ο δολοφόνος έχει ήδη δολοφονήσει θύματα των οποίων τα επώνυμα αρχίζουν με «Α», «Β» και «Γ». Η Νόρα ανακαλύπτει επίσης ότι το τελευταίο θύμα είναι η αδερφή της Λόρα, την οποία η Νόρα είχε δει σε όραμα. Σύμφωνα με δημοσιεύματα της εφημερίδας, η δολοφονία αυτή έγινε πριν από δέκα χρόνια. Στη συνέχεια, η Νόρα δέχεται ένα τηλεφώνημα, στο οποίο μια ανώνυμη φωνή της λέει ότι «το «D» είναι για θάνατο» και την ενημερώνει ότι θα είναι το επόμενο θύμα του δολοφόνου.

Η Νόρα λαμβάνει βοήθεια από τον Δρ Μαρτσέλο, ο οποίος την πηγαίνει σε ένα ταξίδι σε διάφορες ρωμαϊκές τουριστικές τοποθεσίες για να ηρεμήσει καθώς ενδιαφέρονται περισσότερο ο ένας για τον άλλον. Όταν επιστρέφουν στο σπίτι των Craven, λαμβάνει μια κλήση από ένα άτομο που τη διατάζει να πάει σε μια συγκεκριμένη διεύθυνση. Η Νόρα πηγαίνει εκεί και την ξεναγούν σε ένα κενό δωμάτιο. Με τον Δρ Μαρτσέλο, ανακαλύπτει ότι η φωνή που την οδήγησε σε αυτό το σημείο είναι μαγνητοφωνημένη και η φωνή προειδοποιεί τη Νόρα να φύγει από τη Ρώμη πριν να είναι πολύ αργά. Η Νόρα και ο Μαρτσέλο ανακαλύπτουν ότι το δωμάτιο είναι μισθωμένο στον Λαντίνι. Μετά από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες να εντοπίσουν τον Λαντίνι, η Νόρα και ο Μαρτσέλο πηγαίνουν στην παραλία για να χαλαρώσουν. Μετά την επιστροφή τους στο σπίτι των Craven, βρίσκουν τον Landini, στον οποίο έχουν πει ότι τον ρωτούσαν. Ο ερευνητής ρεπόρτερ Landini (Dante DiPaolo) τους παρακολουθεί κρυφά από τότε που εντόπισε τη Nora στην πλατεία.

Ο δημοσιογράφος έγραψε για την ιστορία της δολοφονίας όταν πρωτοκυκλοφόρησε, αλλά πιστεύει ότι η αστυνομία θα έπιανε το λάθος άτομο εάν ανέφερε τις λεπτομέρειες του εγκλήματος. Η άρνηση του Landini να δημοσιεύσει μια αναφορά για τη δολοφονία τον έχει φέρει σε οικονομική ανάγκη. Η Νόρα αποφασίζει να βοηθήσει τον Λαντίνι, αλλά, καθώς περιηγούνται στη Ρώμη, δεν βρίσκουν στοιχεία. Η Νόρα επισκέπτεται το διαμέρισμα του Λαντίνι την επόμενη μέρα, βρίσκοντας στοιχεία που την οδηγούν να πιστεύει ότι είναι ο δολοφόνος και ότι είναι το επόμενο θύμα του, αλλά ο Λαντίνι φαίνεται να έχει αυτοκτονήσει. Την ίδια μέρα, η Λάουρα επιστρέφει στη Ρώμη από τις διακοπές της, ενώ η Νόρα και ο Μαρτσέλο σχεδιάζουν να πάνε στην Αμερική το επόμενο πρωί. Διαβάζοντας την εφημερίδα, η Νόρα μαθαίνει ότι βρέθηκε το σώμα μιας νεαρής γυναίκας και το αναγνωρίζει ως τη δολοφονημένη γυναίκα που είδε το βράδυ της άφιξής της στην Ιταλία. Αφού ταυτοποίησε το πτώμα του θύματος στο νεκροτομείο, η Νόρα πιστεύει ότι έχει δει τη δολοφονία. Μόνη στο σπίτι εκείνο το βράδυ, η Νόρα παρατηρεί ότι η πόρτα του γραφείου είναι ανοιχτή. Μπαίνοντας, βλέπει έναν άντρα να σηκώνεται άβολα από την καρέκλα του. Η Νόρα τον αναγνωρίζει ως τον άντρα που είχε σταθεί πάνω από το νεκρό σώμα που είχε δει μετά το ξύπνημα, επειδή είχε χάσει τις αισθήσεις της κατά την άφιξή της στην Ιταλία. Ο άνδρας περπατά προς τη Νόρα αλλά πέφτει στο πάτωμα, με ένα μαχαίρι στην πλάτη του. Στη συνέχεια, η Νόρα έρχεται αντιμέτωπη με τη Λόρα, η οποία, έξαλλη, ομολογεί τους φόνους και εξηγεί ότι μαχαίρωσε τον σύζυγό της λόγω των προσπαθειών του να την παραδώσει στην αστυνομία. Η Λόρα αποκαλύπτει ότι η επιθυμία της να κλέψει τα χρήματα της αδερφής της την ανάγκασε να δολοφονήσει. Η Λάουρα επιχειρεί να επιτεθεί στη Νόρα, αλλά η Λόρα πυροβολείται ξαφνικά και σκοτώνεται από τον σύζυγό της. Η Νόρα ανακαλύπτει ότι ο γενειοφόρος άνδρας που είχε δει ζαλισμένη, στην πραγματικότητα πέταξε το σώμα για τη δολοφονική γυναίκα του. Στη συνέχεια, η Νόρα εγκαταλείπει την Ιταλία, ευτυχώς επανενώνεται με τον Μαρτσέλο. 

Children of the Damned 1964

Children of the Damned 1964

Τα Παιδιά των Καταραμένων


Σκηνοθεσία: Anton Leader

Σενάριο: John Briley, ohn Wyndham

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 60, Mystery, Sci-Fi

Διάρκεια: 1h 29m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Ian Hendry: Dr. Tom Llewellyn

Alan Bade: Dr. David Neville

Barbara Ferris: Susan Eliot

Alfred Burke: Colin Webster

Sheila Allen: Diana Looran

Ralph Michael: Defense Minister

Patrick Wymark: Commander 

Το Children of the Damned είναι μια βρετανική ασπρόμαυρη ταινία τρόμου επιστημονικής φαντασίας του 1964, μια θεματική συνέχεια του 1960 Village of the Damned, που αφορά μια ομάδα παιδιών με παρόμοιες δυνάμεις με εκείνα της προηγούμενης ταινίας. Η ταινία παρουσιάζει την ερμηνεία των παιδιών ως μια καλή και πιο καθαρή ανθρώπινη μορφή, παρά ως κακή και εξωγήινη.

    Έξι παιδιά αναγνωρίζονται από μια ομάδα ερευνητών της UNESCO που ερευνούν την ανάπτυξη των παιδιών. Τα παιδιά έχουν εξαιρετικές δυνάμεις διάνοιας και είναι όλα ικανά να ολοκληρώσουν ένα δύσκολο παζλ από τούβλα στον ίδιο ακριβώς χρόνο.

Ο Βρετανός ψυχολόγος Tom Lewellin (Ian Hendry) και ο γενετιστής David Neville (Alan Badel) ενδιαφέρονται για τον Paul, ένα αγόρι από το Λονδίνο, του οποίου η μητέρα Diana (Sheila Allen) μισεί ξεκάθαρα το παιδί και επιμένει ότι δεν την άγγιξε ποτέ ένας άντρας. Αυτό αρχικά απορρίπτεται ως υστερία και υπονοείται ότι έχει «χαλαρά» ήθη. Όμως μετά από λίγο, οι δύο άντρες συνειδητοποιούν ότι και τα έξι παιδιά γεννήθηκαν χωρίς πατέρες και είναι επίσης ικανά για τηλεπάθεια.

Τα παιδιά, από διάφορες χώρες – Κίνα, Ινδία, Νιγηρία, Σοβιετική Ένωση, Ηνωμένες Πολιτείες και Ηνωμένο Βασίλειο– μεταφέρονται στο Λονδίνο για συλλογική μελέτών σχετικά με την προηγμένη νοημοσύνη τους. Ωστόσο, τα παιδιά δραπετεύουν από τις πρεσβείες τους και συγκεντρώνονται σε μια εγκαταλελειμμένη εκκλησία στο Southwark του Λονδίνου. Αναλαμβάνουν κατά διαστήματα τον ψυχικό έλεγχο της θείας του Παύλου (Φέρις) για να τους βοηθήσουν να επιβιώσουν στην ερειπωμένη εκκλησία. Εν τω μεταξύ, ο στρατός συζητά αν θα τα καταστρέψει ή όχι. Τα παιδιά έχουν επιδείξει την ικανότητα για τηλεκίνηση και κατασκεύασαν μια περίπλοκη μηχανή που χρησιμοποιεί ηχητικά κύματα ως αμυντικό όπλο, που σκοτώνει αρκετούς κυβερνητικούς αξιωματούχους και στρατιώτες. Αλλά ο στρατός συνειδητοποιεί ότι αντεπιτίθεται μόνο όταν τους επιτεθούν. Αφού ο ψυχολόγος Tom Lewellin κάνει μια παθιασμένη έκκληση ζητώντας από την ομάδα να επιστρέψει στις αντίστοιχες πρεσβείες τους, τα παιδιά υπακούουν και δολοφονούν αξιωματούχους της πρεσβείας και του στρατού πριν επιστρέψουν στην εκκλησία.

Ο Lewellin προτρέπει την κυβέρνηση να δώσει περιθώρια στα παιδιά. Ωστόσο, η ομάδα επιστημόνων του παρατηρεί τη διαφορά μεταξύ ενός συνηθισμένου ανθρώπινου κυττάρου αίματος και των κυττάρων ενός από τα παιδιά, υπονοώντας έτσι ότι τα παιδιά δεν είναι ανθρώπινα και προορίζονται να γίνουν απειλή για την ανθρώπινη φυλή.

Όταν οι αρχές προσπαθούν να πάρουν τον έλεγχο των παιδιών, αναγκάζονται να προστατέψουν τον εαυτό τους. Καθώς η κατάσταση κλιμακώνεται σε μια τελική αναμέτρηση μεταξύ του στρατού και των παιδιών, ένας από τους επιστήμονες υποστηρίζει ότι η κρίση ότι τα παιδιά είναι εξωγήινα ήταν λανθασμένη και ότι τα κύτταρα των παιδιών είναι στην πραγματικότητα ανθρώπινα, προχωρημένα κατά ένα εκατομμύριο χρόνια. Εν τω μεταξύ, τα παιδιά υπονοούν επίσης ότι έχουν καταλήξει στην απόφαση ότι η παρουσία τους δεν είναι συμβατή με αυτή των βασικών ανθρώπων, και ως εκ τούτου σκοπεύουν να χαμηλώσουν τις άμυνές τους και να θυσιαστούν. Ο στρατιωτικός διοικητής αναγνωρίζει ότι έγινε ένα λάθος και ματαιώνει την εντολή επίθεσης. Ωστόσο, η εντολή ενεργοποιείται κατά λάθος από ένα κατσαβίδι – ένα από τα απλούστερα από τα βασικά μηχανήματα του ανθρώπου. Η εκκλησία καταστρέφεται και τα παιδιά σκοτώνονται. 

What Ever Happened to Baby Jane?1962

What Ever Happened to Baby Jane?1962

Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;


Σκηνοθεσία: Robert Aldrich

Σενάριο: Henry Farr, Lukas Heller

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 60, Thriller

Διάρκεια: 2h 14m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Bette Davis: Baby Jane Hudson

Joan Crawford: Blanche Hudson

Victor Buono: Edwin Flagg

Wesley Addy: Marty Mc Donald

Julie Allred: Baby Jane Hudson, in 1917

Anne Barton: Cora Hudson (as Ann Barton)

Marjorie Bennett: Dehlia Flagg

 

Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; (πρωτότυπος αγγλικός τίτλος: What Ever Happened To Baby Jane?) είναι ο τίτλος ψυχολογικού θρίλερ, παραγωγής 1962 σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Όλντριτς με πρωταγωνίστριες τις Μπέτι Ντέιβις και Τζόαν Κρόφορντ. Η ταινία είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χένρι Φάρελ και τη διασκευή σεναρίου έκανε ο Λούκας Χέλερ.

Υπόθεση

Η Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον (Μπέτι Ντέιβις) και η Μπλανς Χάτσον (Τζόαν Κρόφορντ), είναι δυο αδελφές που μένουν μαζί σε μια ρημαγμένη έπαυλη του Χόλυγουντ με ζωντανές τις αναμνήσεις του παρελθόντος. Η πρώτη υπήρξε παιδί θαύμα και αστέρι της επιθεώρησης, αλλά δεν κατάφερε να έχει την ίδια επιτυχία μετά την ενηλικίωσή της και η δεύτερη υπήρξε μεγάλο αστέρι του Χόλιγουντ που αναγκάστηκε να αποσυρθεί στο μεταίχμιο της δόξας λόγω ενός ατυχήματος που την άφησε ανάπηρη και για το οποίο θεωρήθηκε υπεύθυνη η Μπέιμπι Τζέιν. Μετά το ατύχημα που άφησε τη Μπλανς καθηλωμένη σε αναπηρική καρέκλα, η αντιζηλία μεταξύ των δυο αδελφών λαμβάνει ομηρικές διαστάσεις καθώς η Τζέιν άρχισε σιγά σιγά να τρελαίνεται και να έχει τον έλεγχο πάνω στη ζωή της αδελφής της. Όταν η Τζέιν πληροφορείται ότι η αδελφή της σκοπεύει να την κλείσει σε ψυχιατρική κλινική, καταστρώνει σχέδιο εξόντωσης της Μπλανς. Δεν ξέρει όμως ότι η Μπλανς κρύβει ένα μεγάλο μυστικό που έχει να κάνει με τα πραγματικά γεγονότα του ατυχήματός της, το οποίο όταν βγει στην επιφάνεια πρόκειται να προκαλέσει τραγικές αλλαγές στη συμπεριφορά της Τζέιν.

Παραλειπόμενα

Το 1962 η Μπέτι Ντέιβις δέχτηκε να συμπρωταγωνιστήσει μαζί με την μεγάλη της αντίπαλο Τζόαν Κρόφορντ στην ταινία τρόμου Τι απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν; του Ρόμπερτ Όλντριτς, πιστεύοντας ότι ο ρόλος της, ως πρώην παιδί θαύμα Μπέιμπι Τζέιν Χάτσον, θ´αναβίωνε την καριέρα της και θα´χε απήχηση στο κοινό που είχε λατρέψει την Ψυχώ του Χίτσκοκ δυο χρόνια πριν. Έτσι πνίγοντας τον εγωισμό της συνεργάστηκε με την μισητή της αντίπαλο, χωρίς να δημιουργήσει προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Τα προβλήματα ξεκίνησαν όταν τελείωσαν τα γυρίσματα, με εκτόξευση αρνητικών δηλώσεων κι απ´τις δυο πλευρές, στο μεταξύ η Ντέιβις έλαβε και την ενδέκατη υποψηφιότητά της για τα όσκαρ, ενώ η ακαδημία αγνόησε την Κρόφορντ. Η Κρόφορντ πικραμένη τότε, στράφηκε δημόσια εναντίον της Ντέιβις, ζήτησε λοιπόν απ'τις υπόλοιπες υποψηφίους να την άφηναν να δεχτεί εκείνη το βραβείο, σε περίπτωση νίκης, ενώ εκείνες ήταν απούσες. Η Ντέιβις, της οποίας η ερμηνεία είχε λάβει πολύ καλές κριτικές θεωρούνταν το φαβορί, όμως την βραδιά των όσκαρ το βραβείο πήγε στην Αν Μπάνκροφτ, η οποία λόγω θεατρικών υποχρεώσεων δεν είχε μπορέσει να παραβρεθεί στην τελετή. Μόλις το όνομα της νικήτριας ανακοινώθηκε η Ντέιβις πάγωσε κι η Κρόφορντ την προσπέρασε για να παραλάβει το Όσκαρ για λογαριασμό της Μπάνκροφτ. Η Ντέιβις αργότερα σχολίασε: Αν είχα κερδίσει το όσκαρ, η ταινία μας θα έκανε επιπλέον εισπράξεις ένα εκατομμύριο δολάρια. Η Τζόαν χάρηκε που δεν κέρδισα.

      Η ηθοποιός δεν είχε πει ακόμα την τελευταία λέξη. Δυο χρόνια αργότερα στα γυρίσματα της ταινίας Το μυστικό της Σάρλοτ, που επρόκειτο να την επανενώσει με την Κρόφορντ, η Ντέιβις ανάγκασε την αντίπαλό της να αποχωρήσει από την ταινία. 

VILLAGE OF THE DAMNED 1960

VILLAGE OF THE DAMNED 1960

Η Πόλις Των Καταραμένων



Σκηνοθεσία: Wolf Rilla

Σενάριο: Stirling Silliphant, Wolf Rilla, Ronald Kinnoch

Είδος: Horror ΔΕ 60, Sci-Fi

Διάρκεια: 1h 17m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

George Sanders: Gordon Zellaby

Barbara Shelley: Anthea Zellaby

Michael Gwynn: Major Alan Bernard

Laurence Naismith: Doctor Willers

John Phillips: General Leighton

Richard Vernon: Sir Edgar Hargraves

Jenny Laird: Mrs. Harrington

Thomas Heathcote: James Pawle

 

Το Village of the Damned είναι μια βρετανική ταινία τρόμου επιστημονικής φαντασίας του 1960 του Αγγλογερμανού σκηνοθέτη Wolf Rilla . Η ταινία είναι προσαρμοσμένη από το μυθιστόρημα The Midwich Cuckoos (1957) του John Wyndham. Τον πρωταγωνιστικό ρόλο του καθηγητή Gordon Zellaby έπαιξε ο George Sanders.

Ακολούθησε μια συνέχεια, Children of the Damned (1964), όπως και ένα remake, που ονομάζεται επίσης Village of the Damned (1995).

Οι κάτοικοι του βρετανικού χωριού Midwich πέφτουν ξαφνικά αναίσθητοι, όπως και όποιος μπαίνει στο χωριό. Ο στρατός δημιουργεί έναν κλοιό γύρω από τη Midwich και στέλνει έναν άνδρα που φοράει μάσκα αερίου, αλλά και αυτός πέφτει αναίσθητος και τραβιέται πίσω με σχοινί. Ο άνδρας ξυπνά και αναφέρει ότι βίωσε μια αίσθηση κρύου λίγο πριν λιποθυμήσει. Γίνεται επικοινωνία με τον πιλότο ενός στρατιωτικού αεροπλάνου αναγνώρισης και ζητείται να διερευνήσει. Όταν πετάει κάτω από τα 5.000 πόδια, χάνει τις αισθήσεις του και το αεροπλάνο συντρίβεται. Μια ζώνη αποκλεισμού πέντε μιλίων γύρω από το χωριό έχει καθιερωθεί για όλα τα αεροσκάφη. Μετά από περίπου τέσσερις ώρες, οι χωρικοί ανακτούν τις αισθήσεις τους και όλοι είναι προφανώς ανεπηρέαστοι.

Δύο μήνες αργότερα, όλες οι γυναίκες και τα κορίτσια σε αναπαραγωγική ηλικία στην πληγείσα περιοχή ανακαλύπτονται ότι είναι έγκυες, πυροδοτώντας πολλές κατηγορίες τόσο για απιστία όσο και για εξωσυζυγικό σεξ . Οι κατηγορίες ξεθωριάζουν καθώς ανακαλύπτεται ο εξαιρετικός χαρακτήρας των κυήσεων, με έμβρυα επτά μηνών να εμφανίζονται μετά από μόλις πέντε μήνες. Όλες οι γυναίκες γεννούν την ίδια μέρα. Τα παιδιά τους έχουν μια ασυνήθιστη εμφάνιση, συμπεριλαμβανομένων των «σύλληψης» των ματιών, της περίεργης κατασκευής και του χρώματος των μαλλιών του τριχωτού της κεφαλής (ξανθό πλατινένιο) και ασυνήθιστα στενά νύχια. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν και αναπτύσσονται με γρήγορους ρυθμούς, γίνεται σαφές ότι έχουν επίσης έναν ισχυρό τηλεπαθητικό δεσμό μεταξύ τους. Μπορούν να επικοινωνούν μεταξύ τους σε μεγάλες αποστάσεις και καθώς μαθαίνει κάποιος κάτι, το ίδιο κάνουν και οι άλλοι.

Τρία χρόνια αργότερα, ο καθηγητής Gordon Zellaby (Sanders), του οποίου η σύζυγος Anthea (Shelley) γέννησε ένα από τα παιδιά, παρευρίσκεται σε μια συνάντηση με τη βρετανική υπηρεσία πληροφοριών για να συζητήσουν τα παιδιά. Εκεί μαθαίνει ότι η Midwich δεν ήταν το μόνο μέρος που επηρεάστηκε. Οι επακόλουθες έρευνες έχουν αποκαλύψει παρόμοια φαινόμενα σε άλλες περιοχές του κόσμου.

Στην ηλικία των τριών, τα παιδιά είναι πρόωρα , σωματικά και ψυχικά ισοδύναμα με τα παιδιά τέσσερις φορές την ηλικία τους. Η συμπεριφορά τους έχει γίνει ακόμα πιο ασυνήθιστη και εντυπωσιακή. Ντύνονται άψογα, περπατούν πάντα σαν ομάδα, μιλούν ενήλικα και συμπεριφέρονται ώριμα, αλλά δεν δείχνουν συνείδηση ​​ή αγάπη και δείχνουν ψυχρότητα στους άλλους, με αποτέλεσμα οι χωρικοί να φοβούνται και να τους απωθούν.

Τα παιδιά αρχίζουν να επιδεικνύουν τη δύναμη να διαβάζουν μυαλά και να αναγκάζουν τους ανθρώπους να κάνουν πράγματα παρά τη θέλησή τους. Υπήρξαν αρκετοί θάνατοι χωρικών από τη γέννηση των παιδιών, πολλοί από τους οποίους θεωρούνται ασυνήθιστοι και ορισμένοι πολίτες πιστεύουν ότι τα παιδιά ευθύνονται. Αυτό επιβεβαιώνεται όταν τα παιδιά φαίνονται να σκοτώνουν έναν άνδρα βάζοντάς τον να τρακάρει το αυτοκίνητό του σε τοίχο και πάλι όταν αναγκάζουν τον ύποπτο αδελφό του να αυτοπυροβοληθεί.

Ο Zellaby, του οποίου ο "γιος" David είναι ένα από τα παιδιά, στην αρχή είναι πρόθυμος να συνεργαστεί μαζί τους, προσπαθώντας να τους διδάξει ελπίζοντας να μάθει περισσότερα για αυτά. Τα παιδιά τοποθετούνται σε ξεχωριστό κτίριο όπου θα μάθουν και θα ζήσουν. Ενώ τα παιδιά συνεχίζουν να ασκούν τη θέλησή τους, ο Zellaby πληροφορείται ότι η σοβιετική κυβέρνηση έχει εκτοξεύσει ένα πυρηνικό βλήμα και κατέστρεψε το ρωσικό χωριό που ήταν η μόνη άλλη τοποθεσία στη Γη όπου ζούσαν ακόμα μεταλλαγμένα παιδιά.

Ο Zellaby συγκρίνει την αντίσταση των παιδιών στο συλλογισμό με έναν τοίχο από τούβλα και χρησιμοποιεί αυτό το μοτίβο ως αυτοπροστασία ενάντια στο διάβασμα του μυαλού τους, αφού του γίνει σαφής η απάνθρωπη φύση των παιδιών. Παίρνει μια κρυφή ωρολογιακή βόμβα σε μια συνεδρία με τα παιδιά και προσπαθεί να εμποδίσει την επίγνωσή τους για τη βόμβα οπτικοποιώντας έναν τοίχο από τούβλα. Ο Ντέιβιντ σκανάρει το μυαλό του, δείχνοντας ένα συναίσθημα (έκπληξη) για πρώτη φορά. Τα παιδιά καταφέρνουν τελικά να γκρεμίσουν τον πνευματικό τοίχο του Zellaby και να ανακαλύψουν την αλήθεια μόλις μια στιγμή πριν εκραγεί η βόμβα, καταστρέφοντας το κτίριο στις φλόγες και σκοτώνοντας όλους στο σπίτι, συμπεριλαμβανομένου του Zellaby. 

Peeping Tom 1960

Peeping Tom 1960

Ο Ηδονοβλεψίας


Σκηνοθεσία: Michael Powell

Σενάριο: Leo Marks

Είδος: Drama, Horror ΔΕ 60, Thriller

Διάρκεια: 1h 41m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Karlheinz Böhm: Mark Lewis

Moira Shearer: Vivian

Anna Massey: Helen Stephens

Maxine Audley: Mrs. Stephens

Brenda Bruce: Dora

Miles Malleson: Elderly Gentleman Customer 

Το «Peeping Tom» αφηγείται την φρικιαστική ιστορία ενός νεαρού κινηματογραφιστή ο οποίος δολοφονεί νέες γυναίκες και φωτογραφίζει τις τρομαγμένες εκφράσεις του προσώπου τους την στιγμή της δολοφονίας τους.

Πώς είναι δυνατόν να έχεις βγάλει μια ιστορική ταινία στο χώρο των θρίλερ και του τρόμου η οποία ευθύνεται για την καταστροφή της καριέρας σου; Κι όμως, αυτή η αντιφατική μοίρα περίμενε τον μεγάλο Άγγλο σκηνοθέτη Michael Powell αφότου κυκλοφόρησε το «Peeping Tom» στην αυγή της δεκαετίας του ’60. Η συγκεκριμένη ταινία θεωρήθηκε τόσο ενοχλητική και αποτρόπαιη για την εποχή της που μέχρι και πέταμα στον υπόνομο πρότεινε ένας κριτικός της εποχής για αυτό το «ανοσιούργημα».

Το «Peeping Tom» πραγματεύεται τα θέματα της ηδονοβλεψίας και της παράνοιας με ωμό ρεαλισμό που καθηλώνει. Υιοθετεί ένα ευφυές, περίτεχνο κινηματογραφικό στιλ…μέσα από την ίδια την κάμερα του δολοφόνου. Μας συστήνει έναν από τους πιο άρρωστους ψυχικά δολοφόνους που έχουμε δει του οποίου το εγκληματικό έργο πλασάρεται ως «τέχνη» στο νοσηρό του εγκεφαλικό μικρόκοσμο. Μαζί με τον ηδονοβλεψία μανιακό της ταινίας, βυθιζόμαστε κι εμείς, οι θεατές, στην ένοχη απόλαυση της παρακολούθησης απαγορευμένων στιγμών με τρομακτική συνήθως κατάληξη. Δεν υπάρχει κάτι πιο τρομακτικό από τον ίδιο το φόβο, διδάσκει ο φονιάς της ταινίας, και φροντίζει να το επιβεβαιώνει κάθε φορά που βιντεοσκοπεί τις τελευταίες στιγμές των θυμάτων του που είναι αποκλειστικά νεαρές γυναίκες.

Ο Mark είναι ένας νεαρός φωτογράφος και κινηματογραφιστής που εργάζεται σε γυρίσματα ταινιών αλλά και ως ιδιωτικός φωτογράφος. Πίσω από το φωτεινό του πρόσωπο κρύβεται ένας αδίστακτος serial killer με ένα μοναδικό βίτσιο: του αρέσει να βιντεοσκοπεί τα θύματά του τη στιγμή που τα σκοτώνει απαθανατίζοντας τις αγωνιώδεις εκφράσεις του προσώπου τους. Εκφράσεις αληθινά ανατριχιαστικές που προκαλούνται όχι μόνο από τον φόβο του επερχόμενου θανάτου αλλά κι από αυτό που βλέπουν κατά τη θανάτωση τους – η μεγάλη έκπληξη του φινάλε που μας σηκώνει την τρίχα!

Στο φιλμ υπάρχει μια cameo εμφάνιση του σκηνοθέτη στον ρόλο του πατέρα του Mark όπου τον βλέπουμε για πολύ λίγο στα παλιά φιλμ που διατηρεί ο Mark στη συλλογή του.

 

Μεγαλοφυής ιδέα που πραγματώνεται σε μια εξαιρετικά σκηνοθετημένη και καλογραμμένη ταινία. Μπορεί βέβαια οι χιτσκοκικές επιρροές να είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς στο «Peeping Tom» –ειδικά στο θέμα της ηδονοβλεψίας– όμως ο Powell, που παλιότερα είχε δουλέψει στις ταινίες του Χίτσκοκ, κατάφερε να δώσει ξεχωριστό στιλ στο έργο του. Ο πρωταγωνιστής Carl Boehm είναι εξαιρετικός στο ρόλο του ηδονοβλεψία serial killer με το μάτι του να γυαλίζει επικίνδυνα. Τα έντονα χρώματα και η αγωνιώδης μουσική κάνουν το φιλμ ακόμα πιο πλούσιο και έντονο. Το φινάλε έρχεται κάπως απότομα αλλά ουσιαστικά αποδίδει τη δικαιοσύνη που απαιτούν οι περιστάσεις.

Παρά τις κραυγές αγανάκτησης και αποστροφής του μακρινού παρελθόντος, το «Peeping Tom» όχι απλά επέζησε της σφοδρής επίθεσης, αλλά αποδείχτηκε αειθαλές και ιδιαίτερα επιδραστικό για τον horror κινηματογράφο εμπνέοντας πολλούς μεταγενέστερους κινηματογραφιστές και ταινίες. Σήμερα θεωρείται κλασικό στο είδος του και απολαμβάνει ευρεία εκτίμηση. Η συμπερίληψή του σε λίστες κορυφαίων ή επικίνδυνων ταινιών από διεθνή έντυπα είναι πλέον συχνό φαινόμενο. Εσείς αλήθεια τολμάτε να το δείτε;