Παρασκευή 28 Μαΐου 2021

Whistle Down The Wind 1961

Whistle Down The Wind 1961

Έξι μάτια είδαν τον δολοφόνο


Σκηνοθεσία: Bryan Forbes

Σενάριο: Mary Hayley Bell, Keith Waterhouse, Willis Hall

Είδος: Crime, Drama, Family, Hayley Mills

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Bernard Lee: Bostock

Alan Bates: Arthur Alan Blakey - The Man

Norman Bird: Eddie

Diane Clare: Sunday School Teacher

Patricia Heneghan: Salvation Army Girl

 

Ο... "Χριστός" σταμάτησε στον αχυρώνα !!! Ένας πληγωμένος δραπέτης (ο υπέροχος Άλαν Μπέητς) βρίσκει καταφύγιο σε ένα απομονωμένο αγρόκτημα, όπου τρία μικρά παιδιά (με επικεφαλής την Χέιλυ Μιλς) νομίζουν πως πρόκειται για τον Ιησού στη ..."Δεύτερη Επίσκεψή" του στη Γη. Τα παιδιά προσπαθούν να κρατήσουν μυστική την παρουσία του απ' τους μεγάλους, καθώς φοβούνται πως οι τελευταίοι θα τον... προδώσουν για δεύτερη φορά ("πως να κρυφτείς απ' τα παιδιά, έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα"). Το υγρό, καταθλιπτικό και λασπωμένο Λάνκασαϊρ θα γεμίσει κασκέτα, κοντά παντελονάκια και φουστανάκια από ένα τσούρμο παιδιών που θα θελήσουν να δουν από κοντά τον ..."Ενσαρκωμένο". Φυσικά, ανάμεσά τους θα υπάρξει και πάλι ο... Άπιστος Θωμάς, αλλά κι ένας νέος ...Ιούδας (άσχετα που ετούτη τη φορά θα τον προδώσει από καθαρή παιδική αφέλεια και όχι για τριάντα αργύρια). Στην τελευταία σεκάνς, ο Μπέητς στέκεται στην κορυφή ενός λόφου (που θυμίζει Γολγοθά) με τα χέρια απλωμένα σαν τον Εσταυρωμένο, την ώρα που ο αστυνομικός επιθεωρητής (ως νέος Ρωμαίος εκατόνταρχος) τον χλευάζει ανακαλύπτοντας στις τσέπες του μια εικόνα του Χριστού που του έχουν δώσει τα παιδιά : "Θα χρειαστείς κάτι πολύ περισσότερο απ' αυτό... για να σε σώσει", του ψιθυρίζει καγχάζοντας. Συμβολικό, βαθιά συγκινητικό... και με ένα πλήθος αθώα μάτια να σε κοιτάνε καθ' όλη τη διάρκειά του!

 


  

Viridiana 1961

Viridiana 1961

Βιριδιάνα

  


Σκηνοθεσία: Luis Bunuel

Σενάριο: Julio Alejandro, Luis Bunuel, Benito PÉREZ GALDÓS

Είδος: Drama, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:30

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Silvia Pinal: Viridiana

Francisco Rabal: Jorge

Fernando Rey: Don Jaime

José Calvo: Don Amalio

Margarita Lozano: Ramona

 

Ο Luis Bunuel υπήρξε ένα από τα μεγαλύτερα κεφάλαια του παγκόσμιου κινηματογράφου. Το σινεμά του χαρακτηρίστηκε ως αναρχικό, και διακατέχεται από ένα πνεύμα αμφισβήτησης προς τους θεσμούς και τα λοιπά κοινωνικά επινοήματα της εποχής του. Το όνομα του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σουρεαλισμό. Αν επιθυμούμε να δούμε το σουρεαλισμό ως κίνημα, υπήρξε ιδρυτικό στέλεχός του. Αν και κατά τη γνώμη του γράφοντος, ο σουρεαλισμός αποτελεί κάτι ευρύτερο από ένα κίνημα ή ένα ρεύμα. Ο σουρεαλισμός για τον Luis Bunuel δεν είναι μια αισθητική επιλογή, αλλά μια αναγκαιότητα που υπαγορεύεται από τη φύση του έργου του. Δηλαδή, την ανάγκη να περιγράψει την πραγματικότητα με την ακρίβεια του εξωπραγματικού: απαλλαγμένη από το κοινότυπο.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Luis Bunuel υπήρξε γόνος της φιλοσοφίας του Νίτσε, η οποία στέκεται ενάντια στους κοινωνικούς θεσμούς που στρεβλώνουν την ανθρώπινη νόηση, μεταξύ άλλων και της χριστιανικής ηθικής. Η Viridiana είναι η κατ`εξοχήν ταινία εναντίωσης στη χριστιανική ηθική της περιόδου του Καθολικισμού. Δεν είναι ένα εμπαθή δοκίμιο αθεΐας, αλλά η καταγραφή της παραδοξότητας με την οποία χειρίζεται η θρησκεία, σε εγκόσμιο επίπεδο, τις έννοιες αιτίου-αποτελέσματος, επιφέροντας και την ανάλογη πνευματική στρέβλωση στο ποίμνιο. Σε ένα απλουστευτικό παράδειγμα, η εκκλησία υποστηρίζει ότι ο άνθρωπος εκφυλίζεται από τις αμαρτίες του. Στην αντίπερα όχθη, ο Bunuel και ο Νίτσε (μπορείτε να δείτε χαρακτηριστικά το Λυκόφως Των Ειδώλων) υποστηρίζουν πως ο άνθρωπος δύναται να διαπράξει "αμαρτίες" όταν έχει εκφυλιστεί. Βέβαια τόσο ο Bunuel, όσο και ο Νίτσε, αποφεύγουν να χρησιμοποιούν έντονα χρωματισμένες λέξεις όπως αυτή της αμαρτίας. Και αυτό διότι τίθενται ενάντια στις συγκεκριμένες πεποιθήσεις και αντιλήψεις βάσει των οποίων κρίνουμε αυθαίρετα τα φαινόμενα, καθώς θεωρούν τον άνθρωπο αναπόσπαστο και αναγκαίο τμήμα του σύμπαντος, και φρονούν πως καμία δύναμη δε μπορεί να κρίνει, να φυλλομετρήσει και να δικάσει αυτό το σύμπαν.

Προτού όμως επιστρέψουμε στο εννοιολογικό υπόβαθρο της ταινίας, ας πούμε δυο λόγια για την υπόθεση. Το αγγελικό όνομα του τίτλου αντιστοιχεί σε κάποια μοναχή (Silvia Pinal). Όταν θα επισκεφτεί το θείο της, ένα αναπάντεχο συμβάν της απαγορεύει συνειδησιακά, να επιστρέψει στον οίκο του θεού. Ωστόσο, ακολουθεί την έτερη οδό των αγαθοεργιών για να δοξάσει τον Κύριο και να εκφράσει την πίστη της. Προς έκπληξή της όμως, οι άποροι που στεγάζει, φέρονται καταχρηστικά στη γενναιοδωρία της, κλονίζοντας έτσι την πίστη της.

Ο Bunuel στη φιλμογραφία του έχει υπονομεύσει τη μπουρζουαζία, την πορνεία, τον μοναχισμό, τους άπορους, το προλεταριάτο, την αριστοκρατία καθώς και άλλες πτυχές του εγκόσμιου βίου. Ωστόσο, δε στρέφεται ποτέ κατά των ηρώων του. Αρνείται να τους κρίνει ατομικά. Δεν ευθύνονται αυτοί για τα κοινωνικά επινοήματα που στρεβλώνουν την ανθρωπότητα. Είναι απλά τα αποτελέσματα της στρέβλωσης που επιφέρουν τα κοινωνικά επινοήματα πάνω τους. Όπως προείπαμε, ο Bunuel αποφεύγει να χρωματίσει τα αποτελέσματα, τους χαρακτήρες του δηλαδή. Τους παραθέτει, ως αποτελέσματα, με σκοπό να ακολουθήσουμε στοχαστικά τα βαθύτερα αίτια που τους μορφώνουν και που τους καθοδηγούν.

Το ίδιο συμβαίνει και στην εν λόγω ταινία, η οποία είναι μάλλον μία από τις χαρακτηριστικές ταινίες του μεγάλου δημιουργού. Κατά τη χριστιανική ηθική η πρωταγωνίστρια Viridiana είναι ενάρετη, διότι προβαίνει σε αγαθοεργίες. Κατά τον Bunuel δεν ισχύει αυτό. Αρνείται να κρίνει φτηνά την ηρωίδα, και τον κάθε ήρωα. Κατά τον Bunuel η Viridiana προβαίνει σε αγαθοεργίες επειδή είναι θρήσκα. Οι πράξεις της δηλαδή είναι το αποτέλεσμα της επίδρασης του αιτίου της πίστης. Αντίστοιχα, κατά τη χριστιανική ηθική οι άποροι θα χαρακτηρίζονταν ως άξεστοι και αχάριστοι, αφού καταχρώνται την ευσπλαχνία των άλλων. Κατά τον Bunuel όμως, οι άνευ τρόπων πράξεις των άπορων είναι πέρα για πέρα φυσικές, και υπαγορεύονται από την μακροήμερη συγκατοίκησή τους με τη βιωμένη καταπίεση και την εξαθλιωμένη ζωή των δρόμων. Ομοίως και με τον θείο. Για τη χριστιανική ηθική ο θείος είναι ένας άξεστος αιμομίκτης. Για τον Bunuel οι πράξεις του θείου είναι απλά το αποτέλεσμα που προκαλεί πάνω του η επίδραση του χρόνιου μοναχικού βίου. Και ούτω καθεξής. Ιδού λοιπόν το παράδοξο στη νοητική χρήση της αντεστραμμένης σχέσης αιτίου-αιτιατού που παρουσιάζει στοχαστικά ο Bunuel.

Ασφαλώς και η ταινία του Bunuel ασκεί δριμεία κριτική στην κληρική πραγματικότητα. Άλλωστε μέσα στην ταινία θα παρατηρήσουμε πολυάριθμους βανδαλισμούς εις βάρος χριστιανικών συμβόλων-σημαιών, όπως είναι το ακάνθινο στεφάνι ή ο σταυρός. Ώσπου φτάνουμε στο αποκορύφωμα της χλεύης, με το κάτι σαν "Μυστικός Δείπνος", υπό την ηχητική υπόκρουση του «Αλληλούια», η οποία κλόνισε μάλιστα τους θρησκευτικούς κύκλους, όπου και αν προβλήθηκε η ταινία. Είναι σαφής η πρόθεση του Bunuel να κατακρημνίσει το χριστιανικό οικοδόμημα από το συνειδητό των θεατών, επικαλούμενος τα όσα προαναφέρθηκαν.

Υπό αυτό το πρίσμα, στο εκπληκτικό φινάλε, η πρωταγωνίστρια Viridiana ματαιώνεται, και μαζί της ματαιώνεται η "ιδέα" της πίστης. Ωστόσο, αντί η Viridiana να απελευθερωθεί απ`το κοινωνικό επινόημα της θρησκείας, στρέφεται προς ένα άλλο επινόημα. Αυτό της μπουρζουαζίας και της αριστοκρατίας, καθώς η χαρτοπαιξία αποτελεί δυνητικό αρωγό της κοινωνικοποίησής της. Και ο δαιμόνιος Bunuel, έναν χρόνο αργότερα, με τον εξίσου εκπληκτικό "Εξολοθρευτή Άγγελο" και με την ίδια πρωταγωνίστρια (Silvia Pinal), θα ασκήσει ακόμα μια αιχμηρή κριτική, αυτή τη φορά προς την αριστοκρατία. Εκκινώντας δηλαδή, απ` το σημείο που κλείνει η Viridiana.


One-Eyed Jacks 1961

One-Eyed Jacks 1961

Η εκδίκηση είναι δική μου

Σκηνοθεσία: Marlon Brando

Σενάριο: Guy Trosper, Calder Willingham, Charles Neider,

Sam Peckinpah, Rod Serling

Είδος: WESTERN

Διάρκεια: 02:21

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Marlon Brando: Rio

Karl Malden: Sheriff Dad Longworth

Katy Jurado: Maria Longworth

Ben Johnson           : Bob Amory

Slim Pickens: Deputy Lon Dedrick

 

Μάρλον Μπράντο και Καρλ Μάλντεν συνεργάζονται για τρίτη φορά, σ'αυτό το επικών διαστάσεων γουέστερν που σκηνοθέτησε ο πρώτος. Είναι η πρώτη και τελευταία φορά που ο μεγάλος αυτός ηθοποιός ανέλαβε σκηνοθετικά καθήκοντα. Κι αυτό συνέβη επειδή αντικατέστησε τον Stanley Kubrick λίγο πριν αρχίσουν τα γυρίσματα. Ο ελληνικός τίτλος Η εκδίκηση είναι δική μου συνοψίζει καλύτερα την βασική υπόθεση της ταινίας. Ο Μπράντο ως νεαρός κακοποιός αποδρά από τη μεξικάνικη φυλακή όπου βρισκόταν 5 χρόνια μέσα, επειδή τον πρόδωσε ο φίλος του και τον παράτησε ολόμοναχο να αντιμετωπίσει τις μεξικανικές αρχές μετά από μια ληστεία. Σκοπός της ζωής του πλέον είναι να αναζητήσει τον (πρώην) φίλο του και να τον σκοτώσει. Θα μπει στη συμμορία του Ben Johnson, ο οποίος γνωρίζει ότι ο Malden βρίσκεται στην Καλιφόρνια εκτελώντας χρέη σερίφη!

Πολλά και διάφορα συμβαίνουν μέσα στα 140 λεπτά της ταινίας που ξεφεύγει από τα στενά όρια του είδους και καταλήγει να είναι μια ασυμβίβαστη δραματική ταινία χαρακτήρων, με χαλαρούς ρυθμούς, εντελώς έξω από τα συνηθισμένα για το 1961 που κυκλοφόρησε. Το αρχικό σενάριο γράφτηκε από τον Sam Peckinpah, αλλά το όνομά του δεν γράφτηκε πουθενά. Το αρνητικό στοιχείο της πολύ καλής ταινίας πάντως εντοπίζεται στην άνευρη ερμηνεία της νεαρής Pina Pellicer, η οποία επιλέχθηκε ως η μεξικάνα Audrey Hepburn, χωρίς όμως το ερμηνευτικό βάθος της τελευταίας, που ήταν απαραίτητο για να τα βγάλει πέρα με τέτοιους ηθοποιούς.

  

West Side Story 1961

West Side Story 1961

Σκηνοθεσία: Jerome Robbins

Σενάριο: Ernest Lehman, Arthur Laurents,

Jerome Robbins, William Shakespeare

Είδος: Drama, MUSICAL, Romance

Διάρκεια: 02:32

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Natalie Wood: Maria

Richard Beymer: Tony

Russ Tamblyn: Riff

Rita Moreno: Anita

George Chakiris: Bernardo

 

Ρωμαίος και Ιουλιέτα στη Νέα Υόρκη: Δυο αντίπαλες συμμορίες, οι Jets και οι Sharks, διεκδικούν την αναγνώριση. Το δράμα ξεσπά όταν ο πρώην αρχηγός των Jets ερωτεύεται την αδελφή του αρχηγού των Sharks.

Ο θρίαμβος του West Side Story στην 34η απονομή των βραβείων ήταν αναμενόμενος, αφού δεν αντιμετώπιζε σοβαρό ανταγωνισμό από κανένα από τα φιλμ που διαγωνίζονταν στις βασικές κατηγορίες («Φάνι», «Τα Κανόνια του Ναβαρόνε» «Η Δίκη της Νυρεμβέργης», The Hustler), ενώ η από πολλούς θεωρούμενη ως πραγματικά καλύτερη ταινία της χρονιάς, το «Πυρετός στο Αίμα» του Ελία Καζάν, με τους Ουόρεν Μπίτι και Νάταλι Γουντ, δεν ήταν υποψήφια.

Το δραματικό μιούζικαλ με την κλασική πλέον μουσική κέρδισε συνολικά δέκα αγαλματίδια από τα έντεκα που διεκδικούσε και αποτελεί έως σήμερα την πιο πολυβραβευμένη με Όσκαρ ταινία, μετά το «Μπεν Χουρ» και τον «Τιτανικό». Το West Side Story αποτελεί τη κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου μιούζικαλ που παιζόταν με επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ από το 1957.

Ο Τζορτζ Τσακίρις εντυπωσίασε για τις χορευτικές του ικανότητες

Η ιστορία, βασισμένη στο έργο του Σαίξπηρ «Ρωμαίος και Ιουλιέτα», εκτυλίσσεται στη Νέα Υόρκη, με τους δύο ήρωες να προέρχονται από δύο αντίπαλες συμμορίες λευκών Αμερικανών και Πορτορικανών. Η ταινία είχε δύο σκηνοθέτες, τον Ρόμπερτ Ουάιζ, που είχε στήσει και τη θεατρική παράσταση, και τον Τζερόμ Ρόμπινς, ο οποίος ανέλαβε τη σκηνοθεσία των ηθοποιών, αφήνοντας στο συνάδελφό του την επίβλεψη των χορευτικών σκηνών, όταν οι εταιρείες παραγωγής κατάλαβαν ότι ο περφεξιονισμός του Ουάιζ θα εκτόξευε στα ύψη τον προϋπολογισμό της ταινίας.

Όταν η κοινή τους προσπάθεια τους απέφερε βαρύτιμο αγαλματάκι, έγιναν το πρώτο σκηνοθετικό δίδυμο που βραβευόταν από την Ακαδημία. Η ταινία κέρδισε και τους δύο β' ρόλους: η παθιασμένη ερμηνεία της πολυσχιδούς καλλιτέχνιδας Ρίτα Μορένο ήταν κατά κοινή ομολογία η καλύτερη στην ταινία, σε σημείο που παρέσυρε την Ακαδημία να βραβεύσει και το ταίρι της στην ταινία, τον Ελληνοαμερικανό Τζορτζ Τσακίρις.


  

Splendor In The Grass 1961

 Splendor In The Grass 1961

Πυρετός στο Αίμα


Σκηνοθεσία: Elia Kazan

Σενάριο: William Inge

Είδος: Drama, Elia Kazan, Romance

Διάρκεια: 02:04

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Natalie Wood: Wilma Dean Loomis

Pat Hingle: Ace Stamper

Audrey Christie: Mrs. Loomis

Barbara Loden: Ginny Stamper

Zohra Lampert: Angelina

Warren Beatty: Bud Stamper

 

Η ιστορία πραγματεύεται τον καταστροφικό έρωτα δύο εφήβων που οι οικονομικές διαφορές των οικογενειών τους και οι συμβάσεις και η υποκρισία της κοινωνίας δεν του επιτρέπουν να ανθίσει. Ο Bud Stamper και η Deanie Loomis ζούνε στο αγροτικό Kansas στο τέλος της δεκαετίας του 20. Όπως κάθε έφηβος έτσι και αυτοί τοποθετούν τον έρωτά τους στο κέντρο της ύπαρξής τους και του ενδιαφέροντός τους. Η οικογένεια της Deannie, ασθενής οικονομικά, καλοβλέπει έναν ενδεχόμενο γάμο των δυο παιδιών, όμως ο πατέρας του Bud πετρελαιοπαραγωγός της περιοχής, έχει άλλα σχέδια για τον γιο του τα οποία επιμένει να πραγματοποιηθούν χωρίς να έχει μπει ποτέ στον κόπο να τα συζητήσει με τον άμεσα ενδιαφερόμενο. Τα παιδιά λυγίζουν από το βάρος των «πρέπει» και «δεν πρέπει» που αφορούν την σεξουαλική τους συμπεριφορά και από το βάρος των προσδοκιών των γονιών τους. Όλα αποφασίζονται για το μέλλον τους ερήμην τους!

Ο Καζάν γεμίζει αύτη την λίγο ξεπερασμένη ψυχολογική και ηθογραφική δραματική ταινία με βαθύ συναισθηματισμό μιλώντας για τις προσδοκίες των γονέων που παγιδεύουν τα παιδιά (κυρίως ως προς την έμφαση στον υλικό πλούτο), το χάσμα των γενεών, την υποκρισίας, τις κλειστές κοινωνίες (με το κουτσομπολιό, το στιγματισμό της γυναίκας κλπ.) και βέβαια τις εμμονές του σκηνοθέτη πάνω στην σεξουαλική καταπίεση. Εξαιρετική η κατανόηση της ψυχοσύνθεσης των ηρώων αν και γίνεται με μια παλιομοδίτικη προσκόλληση στην υπέρ-ψυχολόγηση των χαρακτήρων (και αυτό χωρίς το touch του Χίτσκοκ). Ενδιαφέρουσα επίσης στην ταινία η σύνδεση του στόρι με την εποχή αλλά και η εκπληκτική ερμηνεία της Νάταλι Γουντ στο ρόλο ενός ευαίσθητου συναισθηματικά και ψυχικά πλασματος.

Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου, (Γουιλιαμ Ίνγκ). Ενώ η ταινία αποτέλεσε το ντεμπούτο του Warren Beatty στο σινεμά.

 


 

Lover Come Back 1961

Lover Come Back 1961

Γύρισε πίσω αγάπη μου


Σκηνοθεσία: Delbert Mann

Σενάριο: Stanley Shapiro, Paul Henning

Είδος: Comedy, Doris Day, Romance

Διάρκεια: 01:47

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Rock Hudson: Jerry Webster

Doris Day: Carol Templeton

Tony Randall: Peter 'Pete' Ramsey

Edie Adams: Rebel Davis

Jack Oakie: J. Paxton Miller

 

Δύο διαφημιστές που δουλεύουν σε αντίπαλες εταιρείες διαπληκτίζονται για το ποιος θ' αναλάβει τη διαφημιστική εκστρατεία ενός ανύπαρκτου προϊόντος. Έρωτας και γέλιο σε μία από τις καλύτερες κινηματογραφικά στιγμές του ντουέτου Ντόρις Ντέι - Ροκ Χάντσον. Μια σάτιρα για τον κόσμο της διαφήμισης, η οποία ήταν υποψήφια για Όσκαρ σεναρίου.

 

  

The Ladies Man 1961

 

The Ladies Man 1961

Ο Τζέρι Λιούις Γυναικοκατακτητής


Σκηνοθεσία: Jerry Lewis

Σενάριο: Jerry Lewis, Bill Richmond, Mel Brooks

Είδος: Comedy, Jerry Lewis

Διάρκεια: 01:35

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jerry Lewis: Herbert H. Heebert

Helen Traubel: Miss Helen N. Wellenmellon

Pat Stanley: Fay

Kathleen Freeman: Katie

George Raft: George Raft

 

O Jerry Lewis είναι μία από τις πιο παραγνωρισμένες προσωπικότητες του σινεμά. Ξεχασμένος – ή και σχεδόν άγνωστος πια στο multiplex κοινό – από τους περισσότερους που τον αντιμετώπισαν σαν κωμικό της μούτας και του χαβαλέ, ο Lewis υπήρξε πολλά περισσότερα από αυτό. Να εξηγηθώ: Οι πετυχημένες γκριμάτσες είναι εντελώς του γούστου μου αφού τις αντιμετωπίζω όχι απλά σαν κάτι αστείο, αλλά και σαν ένα κομμάτι μιας τσιρκολάνικης αντίληψης θλιμμένης αυτοδιακωμώδησης, αυτοαποδραστισμού και, συνεπακόλουθα, ως μια κωμικοφανή εκδοχή του “Dr Jekyll and Mr. Hyde” ανθρώπινου δράματος, δηλαδή, της πολυπροσωπίας και της κυκλοθυμίας. (Δεν είναι τυχαίο υπό αυτό το πρίσμα λοιπόν, πως η γνωστότερη ταινία του Jerry είναι μια μεταφορά του θρυλικού έργου του R.L. Stevenson…). Ωστόσο, ο εγκλωβισμός της αντίληψης του κόσμου στην λογική που ήθελε τον Lewis έναν απλό κι ανόθευτο γελωτοποιό των μορφασμών, μπορεί να του εξασφάλισε μια δεκαπενταετία μεγάλων εμπορικών επιτυχιών (αυτός είναι περίπου ο χρόνος εμπορικής ζωής ενός τυποποιημένου σταρ – δείτε και τον, γνήσιο από υποκριτικής πλευράς απόγονό του, Jim Carrey) αλλά, εν συνεχεία, τον εκτόπισε ραγδαία στο συρτάρι των dated φαινομένων του σινεμά. Σήμερα, ο Jerry Lewis είναι «τακτοποιημένος» στο χρονοντούλαπο των «θρύλων του σινεμά», ασφαλής – αφού άπαξ και αγιοποιηθείς στην εκκλησία του Χόλυγουντ, καμία συνέλευση δεν σε αποκηρύττει – αλλά και, τρόπον τινά, άφαντος, αφού αυτή η μουσειοποίηση ελάχιστη σχέση με την τέχνη διατηρεί.

Το ότι ο Lewis είναι πολλά περισσότερα το καταλαβαίνεις βλέποντας μισή ώρα από οποιαδήποτε ταινία της ακμής του ή, κατά προτίμηση, οποιαδήποτε υπό την σκηνοθετική του καθοδήγηση. Το σκηνοθετικό του όραμα είναι και η αιτία του αρχικού μου ισχυρισμού. Η αναμέτρηση δε αυτού του οράματος με την εναλλασσόμενα αποδομητική/ναρκισσιστική του στάση απέναντι στην ίδια του την κινηματογραφική περσόνα, αποτελεί μια τρομερά αντιφατική διελκυστίνδα στο έργο του. Με διαλυτικό συνδυασμό φυγόκεντρων και κεντρομόλων δυνάμεων μέσα στην ίδια ταινία, τα έργα του Jerry «υποφέρουν» πολλές φορές ακριβώς στα δυνατά τους σημεία: Σε κωμικά οπτικοακουστικά γκαγκς, πλημμυρισμένα από έναν ασυγκράτητα πληθωρικό τύπο που μπορεί να εκτείνει ένα αστείο στην παραφορά και το κρεσέντο, αλλά και να το «εξαφανίσει» στην αυταρέσκεια ή και την καθαρά λάθος εκτίμηση της αποτελεσματικότητας του ίδιου του γκαγκ.

Εκείνο που μένει να καταλάβεις στο σινεμά του Lewis είναι πως επειδή ο δημιουργικός έλεγχος που εξασκεί στο υλικό του είναι υστερικός, αυτό το φαινομενικό πηγαιν’ έλα είναι απόλυτα μέσα στις προθέσεις του.

Και ποιες είναι αυτές οι προθέσεις, λοιπόν; Στην αρχή του Bellboy (σκηνοθεσία του Jerry) ένας ηθοποιός υποδυόμενος μεγαλοπαραγωγό της Paramount, τα λέει όλα: «Αυτή θα είναι μια ταινία βασισμένη στο fun. Χωρίς σενάριο, χωρίς πλοκή.» Το ερώτημα είναι τι ακριβώς εννοεί ο Lewis ως fun…

Από μια πλευρά η περσόνα-Lewis είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις… αυτοφυΐας στην τέχνη του σινεμά. Κανείς πριν από δαύτον δεν μόρφασε κωμικά - αν και υπάρχουν stand up comedians, όπως ο Milton Berle ας πούμε, που το έκαναν, αλλά ποτέ συστηματικά στον κινηματογράφο. Ωστόσο, αν και ορισμένες μούτες του μπορεί να σε παραμορφώσουν απ’ τα γέλια, είναι η άλλη πλευρά της κωμικής του δημιουργίας που τον καθιστά έναν από τους μεγάλους του σινεμά. Αυτή που έχει περισσότερη σχέση με τον (εντελώς ανέκφραστο…!!!) Buster Keaton και τον Jacques Tati, παρά με οποιονδήποτε άλλον. Το σύμπαν του Lewis είναι μια τεράστια κατασκευή (το σπίτι/πλατώ του Ladies Man είναι από τα μεγαλύτερα κι εντυπωσιακότερα που φτιάχτηκαν ποτέ) η παρουσία της οποίας κάνει τον Lewis να θέλει να την καταλάβει και να την υπηρετήσει για να καταφέρει μόνο την απορρύθμιση, το ξεχαρβάλωμα, την αναπόφευκτη δηλαδή είσοδο του χάους στην ανθρώπινα οργανωμένη καθημερινότητα. Ο χαρακτήρας και οι καταστάσεις στο έργο του Lewis μοιάζουν να υπακούουν στον περίφημο νόμο της θερμοδυναμικής που θέλει το σύμπαν σε μια διαρκή εντροπία, μια συνεχή μετάβαση, ας πούμε, από μια κατάσταση τάξης σε μια μεγαλύτερης αταξίας. Ο Lewis εξωθεί κινηματογραφικά αυτόν τον νόμο στο παραλήρημα, τον παροξυσμό, την διάλυση. Και η αλήθεια είναι, προσπαθώντας χονδροειδώς να εξηγήσω το φαινόμενο, πως η αίσθηση του χάους, όσο κωμικά ή γελοία κι αν αποδοθεί, δεν είναι πάντα ακριβώς ευχάριστη.

Εν συνεχεία ο Lewis ενανθρωπίζει το συμπαντικό χάος δομώντας έναν χαρακτήρα που ενώ προσπαθεί να λειτουργήσει εντός των πλαισίων καθωσπρεπισμού μιας πολιτισμένης κοινωνίας, αδυνατεί να ελέγξει επαρκώς τις ενστικτώδεις, παιδικές ορμές του λειτουργώντας μολυσματικά. Τουτέστιν, και υπό το «ενήλικο» φως των περισπούδαστων ημών, κάνει μαλακίες. Και τις κάνει τόσο φινετσάτα (βλέπε: χοντροκομμένα), τόσο απρόκλητα και τόσο καλοπροαίρετα, που σου είναι αδύνατον όχι μόνο να τις δικαιολογήσεις, αλλά και να τις δικαιώσεις: Σε ένα σύμπαν που ρυτιδώνει συνεχώς – και τι μελαγχολική διαπίστωση για κωμωδία είναι αυτή… - ο Jerry αναλαμβάνει να γίνει όχι απλά ο επιταχυντής της πτώσης, αλλά ο κωμικά λυτρωτικός παράγοντας, εκείνος που θα μας ψιθυρίσει το αναγκαίο «δεν έγινε και τίποτα» σε μια ζωή που έτσι κι αλλιώς νόημα ιδιαίτερο δεν έχει. Η μαλακία στο έργο του Jerry Lewis είναι το απότοκο μιας στάσης ζωής, μια κωμική αναγκαιότητα, ένας τρόπος ν’ αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Αν κάποιοι σαν εμένα πιστεύουν στο «δικαίωμα στην μαλακία», αυτός είναι ο πνευματικός ηγέτης τους…

Τέλος, κι αυτό είναι πιο έκδηλο στο Ladies Man απ’ οπουδήποτε αλλού στο έργο του, ο Lewis έχει μια εντελώς μεταμοντέρνα ψύχωση με το ίδιο το σινεμά και τους μηχανισμούς του. Δεν διστάζει να φτιάξει το σπίτι που προανέφερα, πλήρως λειτουργόν ηλεκτρολογικά και υδραυλικά, και συνάμα να το καδράρει επιβλητικά στο σύνολό του αφήνοντας ξεκάθαρα να φανούν οι άκρες του - και μαζί οι εγκαταστάσεις του… πραγματικού στούντιο. Παίζει με Εικόνες του σινεμά – εδώ ο κλασσικός George Raft στην αξέχαστη σκηνή που χορεύουν οι δυο τους υπό το φως ενός προβολέα – με κινηματογραφικά είδη (η σκηνή με την Sylvia Lewis είναι από τα πιο σαγηνευτικά homage στο μιούζικαλ και σίγουρα μια σκηνή -intertextual- ανθολογίας, πολύ πριν ο όρος, μάλιστα, εφευρεθεί…).

 

Ταυτόχρονα, ο «κινησιολογικός» Jerry απέχει του «γλωσσικού» - κι αυτό είναι μεν και προϊόν μιας καλλιτεχνικής αλαζονείας, αλλά αποτελεί και μια σημαντική δήλωση του Jerry πάνω στο σινεμά: Το «καθαρό» βωβό σινεμά σε γεμίζει αισθήματα συμπάθειας για τον ήρωα, η επικοινωνία συντελείται ουσιαστικά σε ένα βαθύτερα ανθρώπινο επίπεδο αλληλοκατανόησης. Η έλευση του ομιλούντος αμφισβητεί την προαναφερθείσα μαλακία, υπονοεί έναν χαρακτήρα εξυπνότερο, σε αποστασιοποιεί από εκείνα που ασυζήτητα συμπάθησες, βαθαίνει το σχίσμα ανάμεσα στο φαίνεσθαι και είναι.

Η αίσθηση που αποκομίζεις από μια κωμωδία που σε «εξαπατά» οδηγώντας σε τέτοιου είδους αμφιταλαντεύσεις, δεν μπορεί ποτέ να είναι διασκεδαστική.