Παρασκευή 24 Ιουλίου 2020

Die Büchse Der Pandora 1929


Die Büchse Der Pandora 1929
Το κουτί της Πανδώρας



Σκηνοθεσία: Georg Wilhelm Pabst
Σενάριο: Frank Wedekind, Ladislaus Vajda
Είδος: Crime, Drama, Rom
Διάρκεια: 131 min
Παίζουν:
Louise Brooks = Lulu
ritz Kortner = Dr. Ludwig Schön
Francis Lederer = lwa Schön
Carl Goetz = Schigolch
Krafft-Raschig = Rodrigo Quast
Alice Roberts = Κόμησα Geschwitz


Η υπέροχη γερμανική ταινία του Pabst που αποκάλυψε το θαύμα που λέγεται Louise Brooks. Η πλοκή έχει παρθεί από δύο θεατρικά έργα του Φραντς Βέντεκιντ και αφηγείται τη ζωή της Λούλου, μιας προκλητικής χορεύτριας τσίρκου, που παντρεύεται έναν πλούσιο γιατρό, τον δολοφονεί, γίνεται πόρνη και καταλήγει στο τέλος θύμα του Τζάκ του Αντεροβγάλτη.


Η τεχνική διακοπής του γυρίσματος που ακολούθησε ο Pabst, ενώ οι ηθοποιοί εξακολουθούσαν να κινούνται, δημιουργούσε μία ποιητική ατμόσφαιρα στο φιλμ, όπως και η έξυπνη χρήση του απαλού φωτισμού που αναδείκνυε μια ηρωίδα παγιδευμένη στο πεπρωμένο της. Το μοντάζ της ταινίας είναι ρευστό γιατί αυτού του είδους την ατμόσφαιρα ήθελε να περάσει ο Pabst, με τα κοντράστ στο κιαροσκούρο (όπως τη σκηνή με τη φωτισμένη βάρκα μέσα στη νύχτα). Παρά όμως τη στιλιστική αυτή ρευστότητα υπάρχουν αυτοδύναμες σκηνές που ξεχωρίζουν με την ιμπρεσιονιστική τους λάμψη και τον εξπρεσιονιστικό φωτισμό τους.


Κανένας άλλος σκηνοθέτης δεν κατάφερε να δείξει τόσο καλά τον πυρετό των παρασκηνίων τη βραδιά της πρεμιέρας μιας μεγάλης παράστασης. Η απίστευτα ερωτική ερμηνεία όμως της 22χρονης πρωταγωνίστριας, «στοιχειώνει» το φιλμ και δεν αφήνει κανένα περιθώριο σκηνοθετικής προσέγγισης. Η Brooks υπήρξε μια ηθοποιός με ασυνήθιστη ευφυΐα και όχι απλά μια εκτυφλωτικά όμορφη γυναίκα. Η παρουσία της ήταν πάντα αινιγματική. Γι αυτό το λόγο η ταινία έμεινε στην ιστορία, γιατί δημιούργησε ένα αρχέτυπο χαρακτήρα, τη Λούλου, μια γυναίκα - πειρασμό, η οποία με την απροκάλυπτη σεξουαλικότητά της καταστρέφει τις ζωές όσων την περιτριγυρίζουν.


Παρά το καλό μοντάζ, την εμπνευσμένη σκηνοθεσία και την εξπρεσιονιστική φωτογραφία, η Brooks είναι εκείνη που αναδεικνύει και διατρέχει το σώμα του φιλμ, χάρη στο σεξουαλικό μαγνητισμό της και τη μοναδική κίνηση και έκφρασή της. Η Λούλου εμφανίζεται σαν ένα ομοίωμα παγανιστικής θεότητας, είναι ελκυστική, στολισμένη με πούλιες που αστράφτουν, με φτερά και διάφορα μπιχλιμπίδια, τη στιγμή που το φόντο είναι ένα αιωρούμενο και φλου σκηνικό. Πολλές φορές ο Pabst φιλμάρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της Λούλου από ασυνήθιστες γωνίες, ώστε να φαίνεται τόσο αισθησιακό που να δίνει την εντύπωση ότι στερείται ατομικότητας. Ο χαρακτήρας της ταινίας καθορίζεται από τα γκρο – πλάνα. Η φαντασμαγορική και φωσφορίζουσα ατμόσφαιρα, όπως και η φωτεινή ομίχλη του Λονδίνου παραμένουν σ’ όλο το φιλμ, μια απλή υπόκρουση, το ακομπανιαμέντο που εντείνει τη σημασία αυτών των γκρο – πλάνων. Ο Pabst χρησιμοποιεί μια τεχνική με την οποία αναζητεί τις σωστές «ψυχολογικές ή δραματικές γωνίες» που με μια και μόνο ματιά, από τη μεριά του θεατή, αποκαλύπτουν το χαρακτήρα των προσώπων, τις ψυχικές τους σχέσεις, τις καταστάσεις, τις εντάσεις και την τραγικότητα. Έτσι διαφοροποιείται από την μέθοδο του Murnau που ξετύλιγε μια σκηνή επί μακρόν από τη συνεχώς κινούμενη κάμερα, δείχνοντας ότι γι αυτόν το μοντάζ έχει τον τελευταίο λόγο στο δέσιμο της δράσης. Εκπληκτική είναι και η επόμενη ταινία του «το ημερολόγιο μιας έκπτωτης κόρης», και πάλι με την Louise Brooks, όπου χρησιμοποιεί μια σχεδόν ντοκιμαντερίστικη αυστηρότητα ύφους, αλλά από εκεί και μετά δε θα καταφέρει ποτέ να γυρίσει μια ταινία που θα φτάσει το μεγαλείο των δύο αυτών φιλμ.





Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Man With The Movie Camera 1929


Man With The Movie Camera 1929
Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή


Σκηνοθεσία: Dziga Vertov
Σενάριο: Dziga Vertov
Είδος: Documentary, Music
Διάρκεια: 1h 8min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο


Μια από τις διασημότερες ταινίες ανάμεσα στους θεωρητικούς του κινηματογράφου, ο Άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή έγινε πεδίο εκτεταμένων αναλύσεων, (όπως και ο Πολίτης Κέιν αργότερα). Πρόκειται για μια σύνθεση εικόνων από τη ζωή των κατοίκων σε μια σοβιετική πόλη που παρουσιάζεται παράλληλα με τον καμεράμαν ο οποίος προσπαθεί να συλλάβει τη ζωή μέσα από την κάμερά του και κάνει και αυτός τη δουλειά του. Μοιάζει με Κογιανισκάτσι της δεκαετίας του 20, (ειδικά με την εξαιρετική χρήση της μουσικής του Νάιμαν στην κόπια που είδαμε) που υμνεί τη ζωή, έχει λίγο υπεροπτική ματιά και απευθύνεται σε πληροφορημένο κοινό, (ως πειραματικό σινεμά που είναι), αλλά είναι καθαρή τέχνη με πολλές στιγμές ποίησης, (το κορίτσι που ξυπνάει, οι αθλητές, οι αντιδράσεις των παιδιών, κλπ.) και σχόλια για τη διαμόρφωση της πραγματικότητας από τον κινηματόγραφο.


Η ταινία βασίζεται στις θεωρίες του Βερτόφ περί κινηματογράφου-μάτι που υποστήριζε ότι ο κινηματόγραφος πρέπει να συλλαμβάνει τη ζωή στη φυσική της εκδήλωση, (ή τον αυθορμητισμό της ζωής), την πραγματικότητα χωρίς παραποίηση, (μάλιστα για να το πετύχει αυτό πολλές φορές χρησιμοποιούσε κρυμμένες κάμερες για να αιχμαλωτίσει το απροσδόκητο της ζωής), αλλά έδινε μεγάλη σημασία και στο μοντάζ όπου ο δημιουργός συνθέτει το υλικό του σε ένα έργο τέχνης που μπορεί να διέπεται από ποίηση, (συγκίνηση, δυναμισμό και ρυθμό, κλπ.) αλλά ξεχωρίζει από το θέατρο και τις άλλες τέχνες. Συνεπώς όπως και σε άλλες ταινίες του Βερτόφ, έτσι και στην γνωστότερη δημιουργία του, τον Άνθρωπο με την κινηματογραφική μηχανή, ο σκηνοθέτης αρνείται το σενάριο και τα λοιπά που χαρακτηρίζουν το νορμάλ σινεμά και προσπαθεί σε ένα αισιόδοξο μωσαϊκό εικόνων που θυμίζει ντοκιμαντέρ, (με αριστοτεχνική όμως κίνηση της κάμερας που περιλαμβάνει και ευρήματα όπως τις παγωμένες λήψεις, την αργή κίνηση, τον χωρισμό της οθόνης, κ.α.) να συλλάβει ρυθμικά και ευρηματικά τον αυθορμητισμό της ζωής.


Ο Dziga Vertov (παρατσούκλι, που σημαίνει «σβούρας») αποκαλούσε το αφηγηματικό σινεμά ότι είναι σαν να κινηματογραφεί κάποιος τον... πισινό του! Ο δικός του κινηματογράφος δεν είχε ούτε σενάριο, ούτε δομή, ούτε ηθοποιούς, ούτε, ούτε... Η γνώμη μου είναι πως ο Ρώσος φορμαλιστής έκανε ένα από τα πιο γλυκά λάθη της ιστορίας...

Μια τέχνη δεν ορίζεται από την θεματολογία της, αλλά από τα όρια της τεχνικής της. Εκεί που τελειώνει η ανθρώπινη φαντασία, εκεί μπορεί να τελειώσει και η θεματολογία μιας τέχνης και πάντα εντός αυτών των συνόρων... το χάος. Όμως, ο Vertov, με το να μην πιστεύει λόγια σαν τα δικά μου, δημιούργησε «τερατουργήματα» τέχνης και τεχνικής. Έκανε επανάσταση στην κινηματογραφική φόρμα, πριν η έβδομη τέχνη προλάβει να κάνει τα πρώτη της βήματα. Ίσως είναι αυτός κι ο λόγος που έκτοτε το ντοκιμαντέρ δεν μπορεί να βρει τον καλλιτεχνικό του δρόμο προς της εξύψωση, γιατί απλά... πιο πάνω δεν πάει!
Πώς, όμως, μπορεί κάποιος να αναλύσει το συγκεκριμένο αριστούργημα, χωρίς να παραπέμψει στα κοινότυπα; Το να πούμε, πάλι, για τις πόσες τεχνικές εισήγαγε στον χώρο ο Vertov, φοβάμαι πως θα μας κάνει βαρετούς τόσο στους γνώστες, όσο και στους υπόλοιπους που αν δεν το δουν με τα μάτια τους, δεν θα τους πουν τίποτα. Γι` αυτό σκέφτηκα να σας παραθέσω την ακόλουθη παράγραφο και τα λέμε ύστερα...


Ένα τρένο έρχεται με μεγάλη ταχύτητα κατά πάνω μας. Μια άδεια πλατεία. Ένας αθλητής σε αργή κίνηση. Μία όμορφη γυναίκα ξυπνάει. Άντρες εργάζονται στα έγκατα της γης. Ένα μωρό βγαίνει από την κοιλιά της μητέρας του. Ένα ζευγάρι παντρεύεται. Ένα ζευγάρι χωρίζει. Ένα άλογο καλπάζει. Κοσμοπλημμύρα...


Συνεχείς αλλαγές ρυθμού, συνεχή σοκ, πρωτοποριακή τεχνική, ένας δημιουργός σε παροξυσμό και όμως, όλα είναι ήδη εδώ και τα ζούμε καθημερινά… Η έννοια δεν είναι να μάθετε κάτι καινό, αλλά να γίνετε μάρτυρες αυτού που υπάρχει εμπρός σας. Ο Άνθρωπος με την Κινηματογραφική Μηχανή είναι ένα απαραίτητο μάθημα κινηματογράφου για το κοινό του χθες, του σήμερα, του αύριο. Όσοι αισθανθήκατε έστω και κάτι λίγο από την προηγούμενη παράγραφο, είστε ήδη έτοιμοι για την απόλυτη ντοκιουμαντερίστική εμπειρία. Οι υπόλοιποι, απλά, επιβάλλεται να προσπαθήσετε...

Σάββατο 18 Ιουλίου 2020

The Last Command 1928


The Last Command 1928
Το Λυκόφως της Δόξας


Σκηνοθεσία: osef von Sternberg
Σενάριο: Lajos Biró, John F. Goodrich
Είδος: Drama, History, Romance
Διάρκεια: 1h 28min
Μεσότιτλοι: Tsantilas
Παίζουν:
Emil Jannings = Gen. Dolgorucki / Μέγας δούκας Sergius Alexander
Evelyn Brent = Natalie Dabrova
William Powell = Lev Andreyev
Jack Raymond = Βοηθός διευθυντού
Nicholas Soussanin = Ο υπασπιστής
Michael Visaroff = Serge (ο υπηρέτης)
Fritz Feld = Ένας επαναστάτης


Το Λυκόφως της Δόξας (Πρωτότυπος τίτλος The Last Command) είναι βωβή δραματική ταινία παραγωγής 1928 βασισμένη σε διήγημα του Λάγιος Μπιρό[1]. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας Έμιλ Γιάνινγκς, που ερμηνεύει το ρόλο ενός ξεπεσμένου στρατηγού της φρουράς του τσάρου, βραβεύτηκε με το Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου στην πρώτη απονομή των βραβείων το 1929. Πλάι στον Γιάνινγκς εμφανίζονται ο Γουίλιαμ Πάουελ και η Έβελιν Μπρεντ. Η ταινία επιλέχθηκε να φυλαχθεί για διατήρηση στο Εθνικό Αρχείο Κινηματογράφου των ΗΠΑ από την Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου, με αιτιολόγηση πως είναι πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική


Το 1917, μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, που σήμανε την πτώση της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, ένας στρατηγός, ο Μεγαδούκας Σέργιος Αλέξανδρος (Εμίλ Γιάνινγκς), ξαδελφός του τσάρου, καταφέρνει να σωθεί και να μεταναστεύσει στις Ηνωμένες Πολιτείες όπου ζει υπό συνθήκες φτώχειας. Ένας πρώην του αντίπαλος, ο Λέων Αντρέγιεφ (Γουίλιαμ Πάουελ), που εργάζεται ως σκηνοθέτης σε αμερικανική χολιγουντιανή εταιρία καταφέρνει να τον εντοπίσει και τον προσλαμβάνει ως ηθοποιό σε μια ταινία που έχει ως θέμα την επανάσταση του '17.


Ο σκηνοθέτης Έρνστ Λούμπιτς αποκάλυψε στο δημοσιογράφο Γκίλμπερτ Σουάν ότι η υπόθεση της ταινίας είχε ως πηγή έμπνευσης τη ζωή ενός στρατηγού της φρουράς του τσάρου ονόματι Θεόδωρος Α. Λοντιτζένσκι, τον οποίο ο Λούμπιτς είχε γνωρίσει στη Ρωσία και είχε συναντήσει χρόνια αργότερα στη Νέα Υόρκη όπου είχε ανοίξει εστιατόριο. Ο Λούμπιτς συνάντησε ξανά τον άνδρα όταν εκείνος εμφανίστηκε σε ταινία του ως κομπάρσος για 7.50 δολάρια την ημέρα. Ο Λούμπιτς διηγήθηκε το περιστατικό στον Λάγιος Μπιρό, ο οποίος έγραψε την ιστορία πάνω στην οποία βασίστηκε το σενάριο της ταινίας του Φον Στέρνμπεργκ. Ο Λοντιτζένσκι, μετά την προβολή της ταινίας, υιοθέτησε το ψευδώνυμο Θίοντορ Λόντι και έγινε ηθοποιός εμφανιζόμενος σε κάποιες ταινίες μεταξύ του 1929 και 1935.


Ο Εμίλ Γιάνινγκς βρέθηκε υποψήφιος για Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για τόσο για την εν λόγω ταινία, όσο και για την ταινία Όταν η Σαρξ Υποκύπτει (The Way of All Flesh, 1927) στην πρώτη τελετή των βραβείων το 1929. Ο ηθοποιός κέρδισε το βραβείο, το οποίο η ακαδημία του έδωσε μερικές μέρες πριν την τελετή, καθώς εκείνος έπρεπε να αναχωρήσει για την Ευρώπη. Η ταινία προτάθηκε επίσης για Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, ενώ ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι υπήρξε υποψήφια και για Όσκαρ Καλύτερης Παραγωγής, χάνοντας από την ταινία του 1927 Τα Φτερά (Wings, 1927)


The Racket 1928


The Racket 1928
Η συμμορία


Σκηνοθεσία: Lewis Milestone
Σενάριο: Bartlett Cormack
Είδος: Crime, Drama, Film-Noir
Διάρκεια: 1h 24min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Thomas Meighan = Captain James McQuigg
Louis Wolheim = Nick Scarsi
Marie Prevost = Helen Hayes
G. Pat Collins = Patrolman Johnson
Henry Sedley = Spike
George E. Stone =             Joe Scarsi


Ένας έντιμος αστυνομικός ορκίζεται ότι θα συλλάβει έναν διαβόητο λαθρέμπορο αλκοόλ. Όμως, ο γκάγκστερ έχει την κάλυψη υψηλών αξιωματούχων της αστυνομίας και πολιτικών.


Πρωτοποριακή γκανγκστερική ταινία και πρόγονος των φιλμ-νουάρ. Ως θεατρικό είχε πετύχει να ανεβάσει 119 συνεχείς παραστάσεις στο Μπρόντγουεϊ και σε αυτό έπαιζαν πολλοί από τους σταρ της ταινίας.


Λόγω της παρουσίασης στην ταινία μιας διεφθαρμένης αστυνομικής δύναμης και γενικά μιας διεφθαρμένης πόλης, η συγκεκριμένη ταινία όσο είχε απαγορευτεί στο Σικάγο.
Η ταινία  Racket είχε προταθεί για το Όσκαρ Καλύτερης Εικόνας.



Παρασκευή 17 Ιουλίου 2020

The Docks Of New York 1928


The Docks Of New York 1928
Ο Μοιραίος Χείμαρρος


Σκηνοθεσία: Josef von Sternberg
Σενάριο: Jules Furthman, John Monk Saunders
Είδος: Crime, Drama, Film-Noir
Διάρκεια: 1h 16min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
George Bancroft =            Bill Roberts
Betty Compson = Mae
Olga Baclanova = Mrs. Lou Roberts (as Baclanova)
Clyde Cook ="Sugar" Steve
Mitchell Lewis = Andy - the Third Engineer
Gustav von Seyffertitz =             Hymn Book Harry


O Bill Roberts (George Bancroft), εργάζεται ως θερμαστής σε ένα πλοίο μαζί με ένα τσούρμο ακόμη καπνισμένους άνδρες, επωμιζόμενος την δουλειά του να γεμίζει την φλογιστή χοάνη του πλεούμενου με σκονισμένο κάρβουνο, όντας παράλληλα εξαναγκασμένος να δέχεται τις διαρκείς γκρίνιες του γ' μηχανικού και του καπετάνιου.
Όταν τελικά το πλοίο δέσει για το βράδυ σε ένα λιμάνι της Νέας Υόρκης, οι εργάτες θα έχουν την δυνατότητα να περάσουν τις ώρες τους στην στεριά, πίνοντας, τραγουδώντας, γινόμενοι φέσι και-όπως πάντα-απολαμβάνοντας την παρέα αιθέριων υπάρξεων.  Παρόλα αυτά το βράδυ του Bill φαίνεται να μην εξελίσσεται όπως ακριβώς το περίμενε, μιας που η απόπειρα αυτοκτονίας μιας όμορφης, νεαρής γυναίκας, θα τον κινητοποιήσει και θα την σώσει.  Αμέσως η σχέση της γοητευτικής Mae (Betty Compson) με τον σκληροτράχηλο σωτήρα της, θα αποτελέσει το highlight ολόκληρης της ταινίας, μιας που τόσο η παραδοσιακή, άδικη μεταχείρισή της πρωταγωνίστριας από τα παντός είδους αρσενικά (και κατ' επέκταση η ανάγκη της για έναν σωστό άνθρωπο βρε αδελφέ!), όσο και η ανάγκη του δυναμικού ήρωα να βρει επιτέλους ένα σχεσιακό λιμάνι και να αφήσει τα τσιλιμπουρδίσματα στην άκρη, θα οδηγήσουν και τους δυο τους σε έναν φλογερό, αντισυμβατικό δεσμό.  Ή κάτι σαν δεσμό τέλος πάντων.


Παρά το γεγονός πως πολλοί πιστεύουν ότι οι ταινίες της βουβής εποχής του κινηματογράφου, απολαμβάνονταν από το κοινό σε πραγματικά σιωπηλές συνθήκες (και εγώ το ίδιο πίστευα), παρόλα αυτά κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε, μιας που ως επί το πλείστον ταινίες όπως το "The Docks of New York" προβάλλονταν πάντα με την συνοδεία live μουσικής, πιάνου και κλασικών κομματιών, ακριβώς δηλαδή όπως γίνεται και στις μέρες μας στα διάφορα κινηματογραφικά φεστιβάλ που φιλοξενούν σπουδαία έργα μιας άλλης εποχής. Εξίσου εντυπωσιακό είναι και το γεγονός πως από τις απαρχές ήδη του κινηματογράφου, είχαν ξεκινήσει και οι προσπάθειες για την είσοδο του ήχου στα ταινιακά δημιουργήματα, ο οποίος όμως αντιμετώπιζε δυσκολίες κυρίως εξαιτίας των τεχνολογικών περιορισμών της εποχής.


Ήδη για περισσότερο από μια εικοσαετία, τα studio της εποχής έκαναν τεράστιες προσπάθειες να ξεπεράσουν το ακουστικό "πρόβλημα" συνοδεύοντας τις ταινίες με λυρικές μελωδίες, την ίδια στιγμή που προσπαθούσαν να συγχρονίσουν πρόζα και οπτική παρουσία, χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία.  Μέχρι δηλαδή το σωτήριο έτος του 1927, όταν και γυρίστηκε το "The Jazz Singer", η πρώτη part talkie ταινία, την σιωπή της οποίας έσπαγε ο πρωταγωνιστής, ο οποίος σε διάφορες α λα musical στιγμές αναλάμβανε τραγουδιστική και χορευτική δράση. Η πρώτη ολοκληρωμένη ακουστική ταινία ήρθε τελικά έναν χρόνο μετά, άκουγε στο όνομα "Lights of New York" και παρά το γεγονός πως αποτελούσε ένα μάλλον κακό δείγμα γκανγκστερίζοντος φιλμ, με noir πινελιές, έφερε στην ουσία μια και καλή την έννοια του ήχου μέσα στο φιλμ.  Σίγουρα ο απόλυτος εναρμονισμός των δυο προϋπέθετε αρκετές ακόμη προσπάθειες, το θέμα όμως είναι πως το πάντρεμα των πρωταρχικών συστατικών του κινηματογράφου, ήταν πλέον οριστικό και αμετάκλητο.


Είναι πολύ πιθανό στις μέρες μας, ο βωβός κινηματογράφος να μοιάζει εντελώς απαρχαιωμένος, βαρετός και ως η εύκολη λύση σε μια εποχή που η παραγωγή των ταινιών αναλωνόταν σε χωρικά σκηνικά, ζωγραφισμένους ορίζοντες και σενάρια που είτε θα αποτελούσαν ρομαντζάδικη έμπνευση, είτε θα βασίζονταν σε θρησκευτικούς, ιστορικούς ή βιβλιακούς μύθους.  Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά. Όταν δεν έχεις στην διάθεσή σου μερικούς έξυπνους διαλόγους, χιουμοριστικές ατάκες και πρόζα ικανή να κρατήσει το ενδιαφέρον του θεατή αμείωτο, τότε είναι επιτακτική η ανάγκη εύρεσης ενός διαφορετικού τρόπου, μιας διαφορετικής προσέγγισης, προκειμένου να μιλήσεις πρώτα στο συναίσθημα και μετά στο μυαλό του κοινού.  Και αυτός ο τρόπος είναι το απόλυτο στιλιζάρισμα της εικόνας.


Ο γερμανικός εξπρεσιονισμός έκανε μια πολύ καλή δουλειά πάνω σε αυτό μέσα από την χρήση των σκληρών του φωτοσκιάσεων, την χαρακτηριστική λειτουργία του κιαροσκούρο, των μακιγιαρισμένων και σχεδόν εξωπραγματικών του πρωταγωνιστών, καθώς και της γενικότερης αίσθησης μιας απομάκρυνσης από την αναπαράσταση της πραγματικότητας (τον βασικό σκοπό του κινηματογράφου για χρόνια), μέσω της δημιουργίας ενός καταφανώς επίπλαστου και ψεύτικου κόσμου. Όσον αφορά την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η Αμερική χαρακτηριζόταν από έναν μεγάλο αριθμό ταινιών οι οποίες ενίσχυαν στο φουλ την προοπτική της δραματικής μυθοπλασίας, με στόχο φυσικά να καταστήσουν το κοινωνικό στοιχείο και τις περιπέτειες των ηρώων, κομμάτι του οπτικού κόσμου και μόνο.  Για τον λόγο αυτόν το "λεξιλόγιο" που χρησιμοποιούσαν, ήταν αναγκασμένο να μετουσιώνεται σε εικόνες, αισθήματα, λειτουργικούς φωτισμούς και κατανοητές ιστορίες, προκειμένου να υπερκεράζεται έτσι η απουσία του ήχου.


Το "The Docks of New York" μνημονεύεται ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά, πιο ουσιαστικά και πιο καλοφτιαγμένα βουβά ταινιάκια μιας κατά τα άλλα μεταβατικής εποχής, αφού που είναι σκηνοθετημένο το 1928.
Ο σκηνοθέτης του Josef von Sternberg, αποτελούσε μια από τις πιο επιφανείς κινηματογραφικές μορφές της εποχής, καταφέρνοντας πάντα να περνάει μέσα στα δημιουργήματά του την ομορφιά των εικόνων, αλλά και έναν υποβόσκον κοινωνικό σχολιασμό ο οποίος δεν χάιδευε αυτιά, απλώς έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους.  Όπως ακριβώς έκανε και στη σημερινή μας ταινία.
Έχοντας συνεργαστεί πολλές φορές στην δεκαετία του '30 με μια από τις πιο σαγηνευτικές θηλυκές παρουσίες, την Marlene Dietrich, o von Sternberg, αποτελούσε κλασική σκηνοθετική παρουσία και των προηγούμενων ετών, χάρη στα βουβά του αριστουργήματα, με το "The Docks of New York" να αποτελεί ένα εξ' αυτών.
Σε αντίθεση με άλλους δημιουργός, ο  von Sternberg προτιμούσε να σκηνοθετεί ιστορίες που πατούσαν γερά στα πόδια της κυνικής τους ύπαρξης, γεμίζοντάς τες από απαισιόδοξα συναισθήματα, άγριους άνδρες, τσαμπουκαλεμένες γυναίκες και έναν κόσμο που ζει και αναπνέει στο περιθώριο.  Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή την περιρρέουσα ανυπαρξία και τον ύμνο στις δυσκολίες της ζωής, έβρισκε διαρκώς αφορμές προκειμένου να εισάγει την δυνατότητα ύπαρξης της ομορφιάς, είτε αυτή εκφράζεται ως ένας μαλακός φωτισμός που λούζει το πρόσωπο της ηρωίδας, είτε ως ένα εννοιολογικό καρέ, είτε ως μια πράξη συμπάθειας και συμπόνιας των κατατρεγμένων του ηρώων, οι οποίοι όμως ποτέ δεν εγκαταλείπουν.  Ή ακόμη κι αν το κάνουν, είναι σίγουρο οτι θα σωθούν.  Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο.


Χρησιμοποιώντας την κάμερά του με έναν αντισυμβατικό για εποχή τρόπο, χωρίς αυτή να αναλαμβάνει έναν στατικό και απλώς διηγηματικό ρόλο, ο Sternberg την καθιστούσε βασικό στοιχείο διαμόρφωσης ατμόσφαιρας, την ίδια στιγμή που οι περίτεχνες γωνίες λήψεις του, σου έλεγαν πολλά περισσότερα απ' ότι θα μπορούσε να πει ο καλύτερος διάλογος. Η εισαγωγή του χαρακτήρα στην ιστορία, αποτελεί επίσης μια ενδιαφέρουσα πινελιά στην ταινία, ιδιαίτερα όταν την δείτε (ή αν την έχετε ήδη δει), σε ότι αφορά την γνωριμία του θεατή με την Mae, την οποία αποφασίζει να μας την συστήσει με έναν καθόλα πρωτότυπο και καθόλου κλισέ τρόπο, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο την αίσθηση της αφαιρετικότητας η οποία χαρακτήριζε τον βουβό κινηματογράφο.
Η απουσία της αγάπης, ενός χαρούμενου γάμου, μιας ουσιώδους ανθρώπινης σχέσης, αποτελούν επαναλαμβανόμενα μοτίβα στην ταινία, τα οποία βλέπουμε σε όλες τις εκφάνσεις τους: από την απόπειρα αυτοκτονίας της Mae, μέχρι το φάγωμα του καπετάνιου με την γυναίκα του, και την τσαχπινιά του Bill ο οποίος είναι πασιφανές πως αποτελεί εκείνο το πρότυπο του άνδρα που γυρνάει από κανάρα σε κανάρα. Στην ουσία ο κόσμος του Sternberg είναι ο αληθινός, ο σκληρός κόσμος μιας εξίσου σκληρής και απτής πραγματικότητας (απόλυτη αναπαράσταση), ο οποίος όμως αφήνει τελικά κάποια περιθώρια σωτηρίας.  Και αυτό ακριβώς είναι που έχει σημασία, τόσο σε καλλιτεχνικό, όσο και σε υποθεσιακό επίπεδο.


Το "The Docks of New York" είναι μια απρόσμενη εμπειρία για κάθε θεατή από εμάς που έχει συνηθίσει πλέον σε ένα διαφορετικό κινηματογραφικό μοντέλο.  Όσοι αγαπάτε τον κινηματογράφο και θέλετε να δείτε κάτι διαφορετικό, δεν έχετε παρά να την επιλέξετε και είμαι σίγουρη οτι θα εκπλαγείτε ευχάριστα, τόσο από τις καλοπαιγμένες ερμηνείες και το χιούμορ, όσο και από την σκηνοθεσία η οποία χαρακτηρίζεται από μια απρόσμενη, σύγχρονη ματιά.  Και βρισκόμαστε μόλις στο 1928...

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Speedy 1928


Speedy 1928
Τρεχαλητό στους δρόμους


Σκηνοθεσία: Ted Wilde
Σενάριο: Harold Lloyd, Ann Christy, Bert Woodruff
Είδος: Action, Comedy, Family
Διάρκεια: 1h 25min
Μεσότιτλοι: savas23
Παίζουν:
Harold Lloyd = Harold 'Speedy' Swift
Ann Christy = Jane Dillon
Bert Woodruff = Pop Dillon - Jane's Grand-daddy
Babe Ruth = Babe Ruth
Byron Douglas = W.S. Wilton
Brooks Benedict =            Steve Carter
King Tut the Dog =            The Dog


Ο Σπίντι χάνει τη δουλειά του και περιφέρεται με την αγαπημένη του στο Κόνι Άιλαντ. Θα βρει δουλειά ταξιτζή και θα μεταφέρει τον θρυλικό Μπέιμπ Ρουθ στο γήπεδο.
Ο Harold Lloyd στην τελευταία του βωβή ταινία, με κύρια ατραξιόν την συμμετοχή του θρυλικού παίκτη του μπέιζμπολ, του Babe Ruth. Όμως, η σημαντικότερη σκηνή είναι η τελευταία, όπου ένα λεωφορείο πέφτει πάνω σε ένα τραμ. Κι όμως, η σκηνή δεν ήταν προγραμματισμένη και έγινε καθαρά από ατύχημα, στο οποίο κανείς δεν τραυματίστηκε.
Το όνομα του ήρωα, το Σπίντι, δεν ήταν τυχαίο, αφού ήταν το παρατσούκλι που του είχε δώσει ο πατέρας του.


Επειδή ήθελαν να κάνουν τα γυρίσματα του Κόνι Άιλαντ στο αυθεντικό πάρκο, το συνεργείο κρυβόταν από θάμνο σε θάμνο, για να μην τραβηχτεί η προσοχή. Ο λόγος ήταν ότι θα μαζεύονταν οι φαν του Lloyd και δεν θα γινόταν ποτέ γύρισμα.




Τετάρτη 15 Ιουλίου 2020

Storm Over Asia 1928


Storm Over Asia 1928
ΘΥΕΛΛΑ ΣΤΗΝ ΑΣΙΑ


Σκηνοθεσία:
Σενάριο:
Είδος:
Διάρκεια:
Μεσότιτλοι: PSiF
Παίζουν:



«Η Θύελλα στην Ασία» ανήκει στην «τριλογία της συνειδητοποίησης» (μαζί με τη «Μάνα» και το «Τέλος της Αγίας Πετρούπολης»). Γι' αυτό ακριβώς και διατηρεί ένα χαρακτήρα ντοκιμαντερίστικο. Η αυστηρά προσεγμένη δομή της ταινίας, αποτέλεσμα ενός «σιδερένιου ντεκουπάζ» (ο αυτοσχεδιασμός δεν το αποκλείει) φέρνει στο νου το προσφιλές του δόγμα, πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρη η αισθητική του σκηνοθέτη: ένα φιλμ δε γυρίζεται. Χτίζεται με εικόνες. Το «Θύελλα στην Ασία», φιλμ προφητικό όπως σημειώνει ο Σαντούλ, αφού όπως και στην ταινία οι Ιάπωνες, όπου το 1031 ανέβασαν στο «θρόνο» της αυτοκρατορικής Κίνας έναν Αυτοκράτορα φάντασμα, το 1945 μια πραγματική ασιατική θύελλα σάρωσε τα πάντα εκεί πέρα.


Το 1918, ένας Μογγόλος βοσκός διαπληκτίζεται με ένα έμπορο γούνας και δραπετεύει στα βουνά. Το 1920, βοηθάει τους παρτιζάνους να πολεμήσουν εναντίον του τοπικού στρατού, υπέρ των Σοβιετικών. Στη συνέχεια συλλαμβάνεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Όμως ένας στρατηγός τον ανακηρύσσει «απόγονο του Τζένγκις Χαν», προορίζοντάς τον για κυβερνήτη – ανδρείκελο. Εκείνος, ωστόσο, επαναστατεί και προκαλεί «θύελλα» στην Ασία.


«Η Θύελλα στην Ασία» ανήκει στην «τριλογία της συνειδητοποίησης» (μαζί με τη Μάνα και το Τέλος της Αγίας Πετρούπολης). Γι' αυτό ακριβώς και διατηρεί ένα χαρακτήρα ντοκιμαντερίστικο. Η αυστηρά προσεγμένη δομή της ταινίας, αποτέλεσμα ενός «σιδερένιου ντεκουπάζ» (ο αυτοσχεδιασμός δεν το αποκλείει) φέρνει στο νου το προσφιλές του δόγμα, πάνω στο οποίο στηρίζεται ολόκληρη η αισθητική του σκηνοθέτη: ένα φιλμ δε γυρίζεται. Χτίζεται με εικόνες.