Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2022

Lust for a Vampire 1971

Lust for a Vampire 1971

Στο Παρθεναγωγείο των Βρικολάκων


Σκηνοθεσία: Jimmy Sangster

Σενάριο: Tudor Gates, Sheridan Le Fanu

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 31m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Barbara Jefford: Countess Herritzen

Ralph Bates: Giles Barton

Suzanna Leigh:Janet Playfair

Yutte Stensgaard: Mircalla / Carmilla Karnstein

Michael Johnson: Richard Lestrange

Helen Christie: Miss Simpson

Mike Raven: Count Karnstein

 

Το Lust for a Vampire, επίσης γνωστό ως Love for a Vampire ή To Love a Vampire (ο τελευταίος τίτλος ήταν αυτός που χρησιμοποιήθηκε στην αμερικανική τηλεόραση), είναι μια βρετανική ταινία τρόμου της Hammer του 1971 σε σκηνοθεσία Jimmy Sangster, με πρωταγωνιστές τους Ralph Bates, Barbara Jefford, Suzanna. Leigh, Michael Johnson και Yutte Stensgaard. Του δόθηκε χαμηλη βαθμολογία στις Ηνωμένες Πολιτείες για περιεχόμενο βίας,  και περιεχόμενο αυστηρά για ενήλικες και γυμνό. Είναι η δεύτερη ταινία της Τριλογίας του Καρνστάιν, βασισμένη χαλαρά στη νουβέλα του Sheridan Le Fanu του 1872 Carmilla. Είχε προηγηθεί το The Vampire Lovers (1970) και ακολούθησε το Twins of Evil (1971). Οι τρεις ταινίες δεν αποτελούν μια χρονολογική εξέλιξη, αλλά χρησιμοποιούν την οικογένεια Karnstein ως πηγή της βαμπιρικής απειλής και ήταν κάπως τολμηρές για την εποχή στην απεικόνισή τους ρητά των λεσβιακών θεμάτων.

Η παραγωγή του Lust for a Vampire ξεκίνησε λίγο μετά την κυκλοφορία του The Vampire Lovers.

Η ταινία έχει λατρεία, αν και ορισμένοι θαυμαστές του Hammer Horror την έχουν κατηγορήσει για υπερβολική βία. Η πιο αξιοσημείωτη σκηνή του δείχνει τον Yutte Stensgaard βουτηγμένο στο αίμα και μερικώς καλυμμένο από αιματοβαμμένα κουρέλια, αν και η κινηματογραφημένη σκηνή δεν είναι τόσο ξεκάθαρη όσο αυτή που εμφανίζεται σε ένα διαφημιστικό στιγμιότυπο.

Άλλοι αξιόλογοι ηθοποιοί στην ταινία είναι ο Χάρβεϊ Χολ (ο οποίος έχει διαφορετικό ρόλο σε κάθε ταινία αυτής της σειράς), ο Ντέιβιντ Χίλι και ο δημοφιλής ραδιοφωνικός DJ Mike Raven ως Κόμης Καρνστάιν.

Η ταινία διαδραματίζεται το 1830, 40 χρόνια μετά τα γεγονότα του The Vampire Lovers. Στο έρημο παρεκκλήσι στο Κάστρο των Καρνστάιν, ο Κόμης και η Κοντέσα Καρνστάιν διεξάγουν μια σατανική τελετή για να αναστήσουν το σώμα της κόρης τους Καρμίλα. Ο Richard Le Strange έχει έρθει στο χωριό για να πάρει υλικό για τα βιβλία του για τις μάγισσες, τους βρικόλακες και τη μαύρη μαγεία. Προειδοποιημένος να προσέχει το Κάστρο Καρνστάιν, δεν δίνει καμία σημασία. Αμέσως με την είσοδό του στο κάστρο, του πέφτουν τρεις γυναίκες ντυμένες με σάβανα. Αποδεικνύεται ότι είναι μαθήτριες σε μια εκπαιδευτική περιοδεία από το μοντέρνο σχολείο της Μις Σίμπσον. Καθώς ο LeStrange παρουσιάζεται στη Miss Simpson και τις μαθητριές της, μια νέα μαθήτρια έρχεται, η Mircalla Herritzen. Ο LeStrange την ερωτεύεται αμέσως.

Αργότερα εκείνο το βράδυ, όταν ο ΛεΣτρέιντζ αφηγείται την περιπέτειά του στους άντρες στο πανδοχείο του χωριού, ένα από τα κορίτσια που σερβίρουν βρίσκεται νεκρό με δύο τρύπες στο λαιμό της και ο ΛεΣτρέιντζ είναι πεπεισμένος ότι η ιστορία του Κάρνσταϊν δεν είναι απλή δεισιδαιμονία. Όταν έχει την ευκαιρία να συναντήσει τον πρόσφατα προσληφθέντα καθηγητή αγγλικής λογοτεχνίας στο δρόμο του για το σχολείο της Miss Simpson, τον ξεγελάει να πάει στη Βιέννη και κανονίζει να πάρει τη θέση του στο σχολείο. Λίγο αργότερα, η συγκάτοικος της Μιρκάλλα, Σούζαν Πέλι εξαφανίζεται. Όταν ο διευθυντής Giles Barton ανακαλύπτει το μυστικό της, η Mircalla/Carmilla, του προσφέρεται. Αργότερα την ίδια μέρα, αφού βρεθεί το πτώμα του Μπάρτον, ο ΛεΣτρέιντζ περνάει από τα βιβλία του και ανακαλύπτει τι είχε μάθει ο Μπάρτον, ότι η Mircalla Herritzen είναι η Carmilla Karnstein. Ο LeStrange της εξομολογείται τον έρωτά του και κάνουν έρωτα ενώ παίζει το τραγούδι Strange Love.

        Η δεσποινίς Simpson, ανήσυχη για την εξαφάνιση μιας μαθήτριας και τον θάνατο του διευθυντή της, αποφασίζει να μην καλέσει τις αρχές ή να ειδοποιήσει τον πατέρα της Susan Pelley, ιδιαίτερα όταν ο προσωπικός γιατρός της κόμισσας Herritzen συμφωνεί να πιστοποιήσει τον θάνατο του Barton ως καρδιακή προσβολή. Ωστόσο, η δασκάλα χορού Jenny Playfair ειδοποιεί τόσο την αστυνομία όσο και τον κ. Pelley, οι οποίοι φτάνουν όλοι για να ερευνήσουν. Οι Κάρνσταϊν καταφέρνουν να σκοτώσουν τον αστυνομικό που μόλις ανακάλυψε το πτώμα της Σούζαν στον πυθμένα ενός πηγαδιού, αλλά ο κ. Πέλλεϊ φτάνει με ένα ένταλμα εκταφής και έναν παθολόγο για να ερευνήσει το θάνατο της κόρης του. Το σώμα της Σούζαν εκτάφηκε (μόλις το έθαψαν βολικά από τους Καρνστάιν) και η συζήτηση γίνεται γύρω από το ότι ήταν θύμα ενός βρικόλακα. Μαζί με τον τοπικό ιερέα, οι χωρικοί εισβάλλουν στο Κάστρο Karnstein με σκοπό να το κάψουν ολοσχερώς. Ο LeStrange παίρνει επίσης το δρόμο του προς το κάστρο, σχεδιάζοντας να σώσει τη Mircalla. Οι χωρικοί παγιδεύουν και τους τρείς Karnstein στο φλεγόμενο κάστρο, όπου ένα ξύλο πέφτει από το ταβάνι και ανασηκώνει τη Mircalla/Carmilla. Ο LeStrange σώζεται από τη φωτιά, με τον κόμη και την κόμισσα Karnstein να παραμένουν ασφαλείς, γνωρίζοντας ότι η φωτιά δεν θα τους καταστρέψει. 

The Vampire Lovers 1970

The Vampire Lovers 1970

Οι Ερωμένες του Βρυκόλακα


Σκηνοθεσία: Roy Ward Baker

Σενάριο: Sheridan Le Fanu(story "Carmilla"), Harry Fine, Tudor Gates

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 31m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Ingrid Pitt: Marcilla / Carmilla / Mircalla Karnstein

Pippa Steel: Laura

Madeline Smith: Emma Morton

Peter Cushing: General von Spielsdorf

George Cole: Roger Morton

Dawn Addams: The Countess

Kate O'Mara: The Governess

Douglas Wilmer: Baron Joachim von Hartog

 

Κλασική ταινία χωρίς αμφιβολία, από τις λίγες συνεργασίες δύο ιερών τεράτων του χώρου, της Hammer και της American International. Οι δυο αγαπημένες εταιρίες δίνουν τα διαπιστευτήρια τους ασχολούμενες με τον μύθο της Carmilla Karnstein με αρκετά πιο exploitation τρόπο απ’ ότι θα περίμενε κανείς. Η γοτθική ατμόσφαιρα της Hammer παραμένει αλλά αυτή τη φορά εμπλουτίζεται με exploitation στοιχεία που είχαν ήδη γίνει της μόδας εκείνη την εποχή στη σκηνή του τρόμου ελέω Jess Franco και Euro horror γενικότερα.

Η ιστορία διαδραματίζεται στα τέλη του 18ου αιώνα όπου ο στρατηγός von Spielsdorf (Peter Cushing) αποφασίζει να φιλοξενήσει την περιπλανώμενη Marcilla (Ingrid Pitt) στο σπίτι του για λίγες μέρες, μέχρι η θεία της να επέστρεψει από τις δουλειές της στην περιοχή. Η εκθαμβωτική Marcilla αμέσως γίνεται αχώριστη με την νεαρή κόρη του στρατηγού, αλλά η υγεία της τελευταίας αρχίζει να φθίνει απότομα, με τους γιατρούς να μην μπορούν να διαγνώσουν αιτία. Μέσα σε απόγνωση ο στρατηγός προσπαθεί να πλευρίσει την Marcilla μπας και μάθει κάτι για την ασθένεια της κόρης του, αλλά οι εξαφανίσεις από το δωμάτιο της τις νυχτερινές ώρες απλώς περιπλέκουν το μυστήριο.

Ανήμπορος να αντιδράσει, ο στρατηγός θα δει την κόρη του να σβήνει σιγά- σιγά, με τις φήμες στο χωριό να διαδίδουν ότι η άτυχη νεαρή έπεσε θύμα βρικολάκων. Σύντομα ο στρατηγός αναγνωρίζει την άφιξη της Marcilla σαν την πηγή του κακού και αναζητώντας την βοήθεια ενός ντόπιου βαρόνου (Douglas Wilmer) μαθαίνει ότι μπορεί να είναι βρικόλακας. Πριν όμως προλάβει να της ζητήσει το λόγο ανακαλύπτει ότι η καυτή νεαρή είχε εξαφανιστεί. Αυτό που δεν γνωρίζει είναι ότι η Marcilla μαζί με την θεία της και άλλον έναν σκοτεινό τύπο είχε κατευθυνθεί στο επόμενο χωριό με στόχο να επαναλάβει ακριβώς το ίδιο φονικό σχέδιο στη νεαρή κόρη ενός εκεί ευγενή, συντεινόμενη αυτή τη φορά ως Mircalla.

Από πλευράς υπόθεσης η ταινία κινείται στα γνωστά πλαίσια της μυθολογίας της Carmilla, με αρκετή ατμόσφαιρα σήμα- κατατεθέν της Hammer Films. Το αληθινό ατού της ταινίας και ο βασικός λόγος που το THE VAMPIRE LOVERS έμεινε στην ιστορία είναι ξεκάθαρα η παρουσία μιας υπέρ- σέξι Ingrid Pitt που δεν χάνει ευκαιρία να επιδείξει τα πλούσια κάλη της. Σε συνδυασμό με την διάχυτη σκοτεινή σεξουαλικότητα της ιστορίας αλλά και της σκηνοθεσίας του βετεράνου Roy Ward Baker δίνουν το κάτι παραπάνω σε μια από τις καλύτερες ταινίες της Βρετανικής εταιρίας τη δεκαετία του 70.

Δίπλα στην Ingrid Pitt υπάρχει βέβαια και ένας ορεξάτος Peter Cushing που όσο βρίσκεται στο πλάνο κλέβει την παράσταση με μια ειλικρινέστατη και απόλυτα συναισθηματική ερμηνεία από εκείνες που τον καθιέρωσαν ως θρύλο του Βρετανικού σινεμά. Και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές δεν πάνε πίσω. Ιδίως ο George Cole και η Madeline Smith που υποδύονται πατέρα και κόρη στην δεύτερη στάση της Marcilla/ Mircalla, ενώ και ο Douglas Wilmer στο ρόλο του έμπειρου σε βρικόλακες βαρόνου είναι μια χαρά.

Από εκεί και πέρα ο ρυθμός είναι πολύ καλός, ο ερωτισμός έντονος και αρκετά τολμηρός για τα δεδομένα της Hammer αλλά και της American International, ενώ υπάρχουν και κάποιες σχετικά δυνατές σκηνές gore για ακόμα πιο πικάντικη γεύση. Όλα σηματοδοτούν μια από τις κορυφαίες κατά τη γνώμη του γράφοντα μεταφορές του μύθου της Carmilla και της ιστορία του Sheridan Le Fanu αλλά και μια από τις καλύτερες ταινίες βρικολάκων στην ιστορία της Hammer.

Το THE VAMPIRE LOVERS ακολούθησαν άλλες δύο εξίσου καλές συνέχειες που απλώς σχετίζονται περιστασιακά χρησιμοποιώντας κάποιους χαρακτήρες από την βασική ιστορία. Περιττό βέβαια να αναφέρω ότι και οι τρεις είναι αναγκαίες προσθήκες στις συλλογές των fans του κλασικού γοτθικού τρόμου και της Hammer που στη συγκεκριμένη έχουν και το μπόνους της παρουσίας μιας  αληθινά εκρηκτικής Ingrid Pitt που εδώ δείχνει τα… δόντια της και όχι μόνο! 

Hands of the Ripper 1971

Hands of the Ripper 1971

Στα Χέρια Του Τζακ του Αντεροβγάλτη

 

Σκηνοθεσία: Peter Sasdy

Σενάριο: Lewis Davidson, Edward Spencer Shew

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 25m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Eric Porter: Pritchard

Angharad Rees: Anna

Jane Merrow: Laura

Keith Bell: Michael

Derek Godfrey: Dysart

Dora Bryan: Mrs Golding

 

 

Κατά καιρούς έχω πει αρκετές φορές την άποψη μου ότι οι μεταγενέστερες παραγωγές της Hammer προσπαθούσαν με περιορισμένα αποτελέσματα να διατηρήσουν το γοτθικό ύφος που καθιέρωσε την εταιρία παντρεύοντας το με στοιχεία exploitation και ρεαλισμού όπως αυτά καθιερώθηκαν από την αρχή των 70s στο σινεμά τρόμου. Το HANDS OF THE RIPPER είναι μια ταινία εξαίρεση στον κανόνα που θεωρώ ότι καταφέρνει και προσαρμόζεται στα δεδομένα της εποχής που γυρίστηκε διατηρώντας το ύφος που έκανε την Βρετανική εταιρία διάσημη σε όλο τον κόσμο τις περασμένες δεκαετίες.

Το σενάριο από μόνο του βοηθάει για να τονιστεί ακόμα περισσότερο αυτή η αντίθεση, μιας και ασχολείται με έναν χιλιοειπωμένο μύθο τον οποίον μέχρι ένα σημείο καταφέρνει να ανανεώσει με επιτυχία. Ο λόγος για τον Τζακ τον Αντεροβγάλτη, που χρόνια μετά το θάνατό του στοιχειώνει το πνεύμα της μικρής Anna (Angharad Rees), η οποία ήταν αυτόπτης μάρτυρας της άγριας δολοφονίας της μητέρας της από τον αρχέτυπο serial killer και πατέρα της όταν ακόμα βρισκόταν στο βρεφικό καροτσάκι. Μετά από έναν αιματηρό φόνο κατά τη διάρκεια του οποίου η Anna ήταν παρούσα, ο φιλόδοξος ψυχίατρος Δρ. Pritchard (Eric Porter) την παίρνει υπό την προστασία του προσπαθώντας να κατανοήσει την πνευματική της κατάσταση και να εφαρμόσεις τις επαναστατικές θεωρίες του διάσημου εκείνη την εποχή Sigmund Freud για να τη θεραπεύσει.

Φτάνει, μάλιστα, σε σημείο να καλύπτει κι άλλους αιματηρούς φόνους που δεν μπορούσαν παρά να έγιναν από την Anna, η οποία συνήθως δεν έχει μνήμες του κάθε συμβάντος λίγο μετά. Στην εξίσωση μπλέκει και ο γιος του που καταφθάνει σπίτι μαζί με την τυφλή του αρραβωνιαστικιά, όσο και το τοπικό μέντιουμ που πιστεύει ότι το πνεύμα του Τζακ του Αντεροβγάλτη βρίσκεται πλέον μέσα στην Anna. Ο καλός γιατρός ως άνθρωπος της επιστήμης δεν θέλει να το ακούει και συνεχίζει να προσπαθεί να βρει την επιστημονική λύση, αλλά κατά τη διάρκεια της έρευνας τα φρικτά δολοφονημένα πτώματα όλο και πληθαίνουν.

Κακά τα ψέματα, το σενάριο είναι κάπως αφελές και τραβηγμένο από τα μαλλιά και μέχρι ενός σημείου δεν αφήνει την ταινία να απογειωθεί καθώς ουσιαστικά δεν υπάρχει μυστήριο, ενώ τα όποια κρυμμένα μυστικά είναι πολύ δύσκολο να κάνουν αίσθηση σε εξοικειωμένους θεατές που τα έχουν ξαναδεί αρκετές φορές. Όμως ακόμα κι έτσι, η ταινία έχει ατμόσφαιρα και τουλάχιστον 3- 4 αιματηρούς φόνους που δύσκολα δεν θα ικανοποιήσουν τους horror fans.

Οι σκηνές gore είναι πολύ σκληρότερες απ’ ότι μας είχε συνηθίσει η Hammer τα προηγούμενα χρόνια, υποστηριζόμενες από ρεαλιστικά και λεπτομερειακά ειδικά εφέ και τουλάχιστον εμένα μου έκαναν μεγάλη εντύπωση. Αρκεί να πω ότι στις ΗΠΑ, οι τοπικοί λογοκριτές έκοψαν αρκετά δευτερόλεπτα gore από τους φόνους, κάτι που δεν είναι καθόλου συνηθισμένο για Βρετανικές παραγωγές.

Από εκεί και πέρα έχουμε τα στοιχεία της παλιότερης Hammer να προσπαθούν με περιορισμένο βαθμό επιτυχίας να βρουν τη θέση τους, όπως για παράδειγμα η γοτθική ατμόσφαιρα εποχής και το επίτηδες υποβαθμισμένο ρομάντζο, ενώ οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, αν και τίποτα το τρομερό, είναι όλες αρκετά καλές. Εξαίρεση ίσως αποτελεί ο  Eric Porter ο οποίος είναι δοσμένος στον κεντρικό ρόλο, αλλά ο χαρακτήρας του αν και έχει σίγουρα ενδιαφέρον δεν καταφέρνει να μην επιδεικνύει την γενικότερη αφέλεια του σεναρίου, ιδίως όταν επιμένει να εθελοτυφλεί μπροστά σε συμπεράσματα τα οποία τον κοιτάζουν στα μάτια. Πολύ καλός είναι επίσης και ο Derek Godfrey σε ένα περιορισμένο ρόλο, που όμως κλέβει την παράσταση τις περισσότερες  στιγμές που βρίσκεται σε πρώτο πλάνο.

Πάντως αυτά είναι λεπτομέρειες στις οποίες συνήθως δεν δίνω ιδιαίτερη σημασία όταν το υπόλοιπο ξεπερνάει τη βάση, και στην περίπτωση του HANDS OF THE RIPPER αυτό γίνεται και με το παραπάνω. Η βασική μυθολογία του Τζακ του Αντεροβγάλτη στην δεύτερη επίσκεψη της Hammer στο συγκεκριμένο χαρακτήρα παραμένει και το σενάριο δείχνει να τη σέβεται χτίζοντας πάνω της χωρίς να την κανιβαλίζει. Αιματηρή δράση όπως προανέφερα είναι σε πολύ ψηλά επίπεδα, υπάρχει αρκετό σασπένς και αγωνία σε τακτά χρονικά διαστήματα όπως και η τάση για ανανέωση που θα πρέπει κανείς να είναι τυφλός για να μην την ξεχωρίσει.

Αν υπολογίσει κανείς και την πλήρη απουσία πρωτοκλασάτων ονομάτων της Hammer στα credits, δεν μπορεί παρά να παραδεχτεί ότι το HANDS OF THE RIPPER, με όλα τα προβλήματά του, είναι μια ταινία που δείχνει ότι η Hammer με τη σωστή νοοτροπία και σενάρια μπορούσε άνετα να είναι υπολογίσιμο μέγεθος στα 70s και να απορροφάει τις αλλαγές που ήταν καταιγιστικές στο σινεμά τρόμου. Επίσης θα μπορούσε να συναγωνίζεται πρόσωπο με πρόσωπο τις Αμερικάνικες και άλλες Ευρωπαϊκές exploitation παραγωγές που της είχαν κλέψει τη δόξα.

Το φινάλε προσωπικά το βρήκα εκπληκτικό, έντονα καλλιτεχνικό, συναισθηματικά φορτισμένο  και γεμάτο ατμόσφαιρα και συμπληρώνει μια ακόμα αδικημένη μεταγενέστερη ταινία της Hammer που αξίζει να βρίσκεται ψηλά στη λίστα επιτυχιών της θρυλικής εταιρίας και που τουλάχιστον οι διαθέσιμες μοντέρνες κυκλοφορίες δίκαια την έχουν ξαναθυμίσει στο horror κοινό .

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

PICNIC AT HANGING ROCK 1975

PICNIC AT HANGING ROCK 1975

Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων



 

Σκηνοθεσία: Peter Weir

Σενάριο: Joan Lindsay, Cliff Green

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mysery

Διάρκεια: 1h 55m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Rachel Roberts: Mrs. Appleyard

Vivean Gray: Miss Greta McCraw

Helen Morse: Mlle. de Poitiers

Kirsty Child: Miss Lumley

Tony Llewellyn-Jones: Tom

Jacki Weaver: Minnie

Frank Gunnell: Mr. Whitehead

Anne-Louise Lambert: Miranda St Clare

 

Το Μυστικό του Βράχου των Κρεμασμένων») που είχε γυρίσει το 1975 στο αχανές και συχνά αλλόκοτο τοπίο της πατρίδας του ο επιφανής Αυστραλός σκηνοθέτης Πίτερ Γουίερ πριν φύγει για το Χόλιγουντ, είναι από εκείνες τις ταινίες που όποιος την έχει δει, η αιθέρια και παραισθητική υφή της του μένει στο μυαλό σαν έντονο όνειρο από απογευματινό λήθαργο που ξυπνάει κανείς απότομα και είναι ήδη σούρουπο.

Σα να έχεις πάρει παραισθησιογόνα και ο χρόνος είτε τσουλάει εντελώς ακανόνιστα είτε παραμένει ανεξήγητα παγωμένος, σα σταματημένο ρολόι υπό την επίδραση ισχυρού μαγνητικού πεδίου.

Με βάση το ομώνυμο μυθιστόρημα της Τζόαν Λίντσεϊ, βασικός άξονας πλοκής του οποίου είναι η μυστηριώδης εξαφάνιση το 1900 τριών μαθητριών και μιας δασκάλας ενός επίλεκτου κολεγίου εσώκλειστων θηλέων κατά τη διάρκεια ενός πικνίκ στο απόκοσμη, «ενεργειακή» δίνη γύρω από και εντός του περιώνυμου ηφαιστειογενούς βράχου που βρίσκεται 70 χιλιόμετρα έξω από τη Μελβούρνη, ο Γουίερ επεδίωξε και πέτυχε να προσδώσει στην ταινία μια υπνωτική ατμόσφαιρα που θυμίζει ιμπρεσιονιστικό πίνακα, φορώντας στις μαθήτριες ελαφρώς μεταποιημένα νυφικά που σε συνδυασμό με τις αντανακλάσεις και τα φίλτρα έδιναν την αίσθηση ότι τα κορίτσια έλαμπαν από ένα παράξενο εσωτερικό φως. Κάτι σαν τις φωτογραφίες του Ντέιβιντ Χάμιλτον, χωρίς τον κραυγαλέο ερωτισμό. 

Bug 1975

Bug 1975

Φτερωτός Εφιάλτης


Σκηνοθεσία: Jeannot Szwarc

Σενάριο: Thomas Page, William Castle

Είδος: Horror ΔΕ 70, Thriller

Διάρκεια: 1h 39m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Bradford Dillman: James Parmiter

Joanna Miles: Carrie Parmiter

Richard Gilliland: Gerald Metbaum

Jamie Smith-Jackson: Norma Tacker

Alan Fudge: Mark Ross

Jesse Vint: Tom Tacker

Patty McCormack: Sylvia Ross

 

Ένας σεισμός απελευθερώνει ένα στέλεχος μεταλλαγμένων κατσαρίδων που έχουν την ικανότητα να πυροδοτούν πυρκαγιές και οι οποίες προκαλούν καταστροφικό χάος σε μια μικρή πόλη. Οι μελέτες που πραγματοποιήθηκαν από τον επιστήμονα James Parmiter, ωστόσο, αποκαλύπτουν έναν τρομακτικότερο σκοπό, με πολύ πιο εκτεταμένες συνέπειες 

VAMPYRES 1974

VAMPYRES 1974

Οι Κόρες Του Δράκουλα

Σκηνοθεσία: José Ramón Larraz

Σενάριο: Diana Daubeney, José Ramón,  Larraz, Thomas Owen

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 27m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

            Marianne Morris: Fran

Anulka Dziubinska: Miriam (as Anulka)

Murray Brown: Ted

Brian Deacon: John

Sally Faulkner: Harriet

: ichael Byrne: Playboy

Karl Lanchbury: Rupert 

Ένα ζευγάρι από δύο πανέμορφες λέσβιες βρικολακίνες κόβουν βόλτες στην ύπαιθρο της Αγγλίας αναζητώντας τα θύματά τους μεταξύ αντρών και γυναικών για να μπορέσουνε να χορτάσουν της ορέξεις τους για αίμα και σεξουαλικά όργια. Όταν ένα ζευγάρι θα βρεθεί κοντά στο λημέρι των δυο θυμικών βρικολάκων τα πράγματα θα μπερδευτούν πολύ και το παιχνίδι θα ανοίξει επικίνδυνα.

Η συγκεκριμένη ταινία η καλύτερη και ένα συγκεκριμένο διαμάντι από της λίγες ταινίες του είδους που περιέχουν λέσβιες και αυτό από μόνο του την κάνει την ιδιαίτερη και φυσικά λογοκρίθηκε στην Αγγλία αλλά και σε άλλες χώρες λόγο των ερωτικών σκηνών κλπ. Το σενάριο δεν διεκδικεί δάφνες ποιότητας και πρωτοτυπίας και αρχικά βλέπουμε ένα ζευγάρι από δυο λεσβίες στο κρεβάτι που της σκοτώνει κάποιος που δεν ξέρουμε ποιος είναι και στη συνέχεια χωρίς να καταλάβουμε το γιατί αυτές γίνονται βρικόλακες. Στη συνέχεια παρασέρνουν κόσμο και κοσμάκη στην ερωτική και μακάβρια φωλιά τους για να καλύψουν της αχόρταγες ανάγκες τους για αίμα και σεξ μέχρι που εμφανίζεται ένα ζευγάρι κατασκηνωτών ο John και η Harriet και μπερδεύεται το πράγμα. Η ερμηνείες είναι καλές όπως και οι ερωτικές σκηνές των οργίων που είναι εξαιρετικές όπως και μερικές καλές Gore σκηνές .Πραγματικά φανταστική και σπάνια ταινία που όλοι οι οπαδοί του είδους θα την απολαύσουν.

Άξιο αναφοράς είναι πως οι δυο πρωταγωνίστριες είχαν μεγάλη πέραση εκείνα τα χρόνια με την Anulka Dziubinska να ποζάρει ως Miss Μάιος στο Playboy το 1973 και η Marianne Morris να κάνει γυμνή φωτογράφιση στο Μayfair το 1976. 

THE TEXAS CHAIN SAW MASSACRE 1974

THE TEXAS CHAIN SAW MASSACRE 1974

Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι

 


Σκηνοθεσία: Tobe Hooper

Σενάριο: Kim Henkel, Tobe Hooper

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 23m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Marilyn Burns: Sally

Allen Danziger: Jerry

Paul A. Partain: Franklin

William Vail: Kirk

Teri McMinn: Pam

Edwin Neal: Hitchhiker

Jim Siedow: Old Man

 

Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι (Πρωτότυπος τίτλος: The Texas Chain Saw Massacre) είναι αμερικανική ταινία τρόμου του 1974 σε παραγωγή και σκηνοθεσία του Τομπ Χούπερ και σενάριο των Χούπερ και Κιμ Χένκελ βασισμένο σε μια ιστορία τους. Πρωταγωνιστούν οι Μέριλιν Μπερνς, Πολ Α. Πάρτεν, Έντγουιν Νιλ, Τζιμ Σάιντοου και Γκούναρ Χάνσεν.

Η υπόθεση αναφέρεται σε μια ομάδα φίλων που πέφτουν θύματα μιας οικογένειας κανίβαλων ενώ πηγαίνουν να επισκεφτούν ένα παλιό σπίτι. Η ταινία διαφημίστηκε ως βασισμένη σε αληθινά γεγονότα για να προσελκύσει ένα ευρύτερο κοινό και να λειτουργήσει ως σχόλιο για το πολιτικό κλίμα της εποχής. Αν και ο χαρακτήρας του Λέδερφεϊς και κάποιες λεπτομέρειες της ιστορίας εμπνεύστηκαν από τα εγκλήματα του δολοφόνου Εντ Τζέιν, η πλοκή του είναι σε μεγάλο βαθμό φανταστική.

Ο Χούπερ παρήγαγε την ταινία με λιγότερα από 140.000 δολάρια (700.000 προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό)[2] και χρησιμοποίησε ένα καστ σχετικά άγνωστων ηθοποιών που προερχόταν κυρίως από το κέντρο του Τέξας, όπου γυρίστηκε η ταινία. Ο περιορισμένος προϋπολογισμός ανάγκασε τον Χούπερ να κινηματογραφεί πολλές ώρες επτά ημέρες την εβδομάδα, ώστε να μπορεί να τελειώσει όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να μειώσει το κόστος ενοικίασης εξοπλισμού. Λόγω του βίαιου περιεχομένου της ταινίας, ο Χούπερ δυσκολεύτηκε να βρει διανομέα, αλλά τελικά συμφώνησε με τον Λουί Περάνο της Bryanston Distributing Company. Ο Χούπερ αναγκάστηκε να περιορίσει τις βιαίες σκηνές με την ελπίδα να εξασφαλίσει μια θετική βαθμολογία, αλλά η Ένωση Κινηματογράφου της Αμερικής (MPAA) την αξιολόγησε αρνητικά. Η ταινία αντιμετώπισε παρόμοιες δυσκολίες διεθνώς.

"Ο σχιζοφρενής δολοφόνος με το πριόνι" απαγορεύτηκε σε πολλές χώρες και πολλές αίθουσες σταμάτησαν την προβολή της ταινίας ως απάντηση σε καταγγελίες για τη βία της. Αν και αρχικά είχε μικτή υποδοχή από τους κριτικούς, ήταν εξαιρετικά κερδοφόρα, με εισπράξεις πάνω από 30 εκατομμύρια δολάρια στο εγχώριο box office, ισοδύναμο με περίπου 150,8 εκατομμύρια δολάρια το 2019, πουλώντας πάνω από 16,5 εκατομμύρια εισιτήρια το 1974. Έκτοτε έχει αποκτήσει φήμη ως μια από τις καλύτερες και με τη μεγαλύτερη επιρροή ταινίες τρόμου. Της αποδίδεται επίσης η δημιουργία πολλών στοιχείων που είναι κοινά στο είδος σλάσερ, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης ηλεκτρικών εργαλείων ως όπλων δολοφονίας, του χαρακτηρισμού του δολοφόνου ως μεγάλης, ογκώδους, απρόσωπης φιγούρας και της δολοφονίας των θυμάτων. Η επιτυχία της οδήγησε σε ένα φρανσζάιζ από σίκουελ, πρίκουελ, ριμέικ, κόμικς και βιντεοπαιχνίδια που συνέχισε την ιστορία του Λέδερφεϊς και της οικογένειάς του.