Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Lisa and the Devil 1974

Lisa and the Devil 1974

Η Λίζα και ο σατανάς


Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Mario Bava, Alfredo Leone, Giorgio Maulini

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 35m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Telly Savalas: Leandro

Elke Sommer: Lisa Reiner / Elena

Sylva Koscina: Sophia Lehar

Alessio Orano: Max

Gabriele Tinti: George

Kathleen Leone: Tourist (as Kathy Leone)

Eduardo Fajardo: Francis Lehar

 

Η Lisa κατά την διάρκεια της ξενάγησής της σε έναν αρχαιολογικό χώρο της Ισπανίας, χάνεται στα στενά και ανακαλύπτει έναν φανταστικό κόσμο του παρελθόντος, αδυνατώντας πλέον να επανέλθει εγκαίρως στην πραγματικότητα ή τουλάχιστον σε αυτό που αποκαλεί η ίδια πραγματικότητα...

Μια από τις τελευταίες και καλύτερες δουλειές του Mario Bava, ήταν η αριστουργηματική ταινία του 1974, «Lisa and the Devil». Ύστερα από την επιτυχία της ταινίας αλλά και του -αμερικάνικης παραγωγής- «The Exorcist» (1973), ο παραγωγός Alfredo Leone και ο γιός του Bava, Lamberto (εξίσου καταξιωμένος σκηνοθέτης του ιταλικού horror), θέλησαν να δώσουν μια άλλη διάσταση στην ταινία, προσθέτοντας στον βασικό χαρακτήρα μια πιο «δαιμονισμένη» πτυχή, την αμέσως επόμενη χρονιά, στο «The House of Exorcism» (με σκηνές από την αυθεντική ταινία, «Lisa and the Devil»).

Ένα τουριστικό γκρουπ καταφθάνοντας στο Τολέδο της Ισπανίας, ξεναγείται στα αξιοθέατα της πόλης, ενώ μία τουρίστρια, η Lisa (Elke Sommer), αποστασιοποιείται από το πλήθος για να μεταβεί σε ένα μαγαζί με τουριστικά, εκεί γύρω. Έπειτα χάνεται, ωστόσο τα ίχνη της ακολουθούνται από έναν μυστηριώδη άντρα (Telly Savalas) που τυχαίνει να έχει τρομακτική ομοιότητα με μια τοιχογραφία απεικόνισης του διαβόλου, που είχε προηγουμένως πέσει στα μάτια της. Λίγο αργότερα, την πλησιάζει ένας άγνωστος μυστακοφόρος άντρας (εξίσου πανομοιότυπος αυτή την φορά με την κούκλα που κουβαλούσε μαζί του εκείνος ο αινιγματικός άντρας που μονίμως εμφανίζεται στον δρόμο της), τον οποίο απωθεί τρομαγμένη, με αποτέλεσμα την πτώση και ύστερα τον (πιθανό προς το παρόν) θάνατο του.

Η πρωταγωνίστρια αρκετά απομακρυσμένη πλέον από οποιοδήποτε ίχνος γνώριμου περιβάλλοντος, βρίσκει ένα ζευγάρι το οποίο συμφωνεί με τον σοφέρ τους να την μεταφέρουν στο ξενοδοχείο της. Το αυτοκίνητο όμως, τελικά καταρρέει μπροστά σε μια έπαυλη, όπου ως μπάτλερ δουλεύει εκείνος ο μυστηριώδης τύπος που είναι ολόιδιος με την τοιχογραφία, συστηνόμενος ως Leandro. Ο νεαρός Maximiliam (ιδιοκτήτης της έπαυλης), επιδιώκει να πείσει την Lisa και το ζευγάρι με τον σοφέρ, να μείνουν μαζί με εκείνον και την Κόμισα -την τυφλή μητέρα του- στο «φτωχικό» τους. Εκείνη, παρά τους ενδοιασμούς της επιλέγει να περάσει το βράδυ της εκεί, μέχρι να βρει τρόπο να γυρίσει πίσω. Από εδώ και ύστερα, ξεκινάει ένα ταξίδι φαντασίας δίχως τέλος για την ηρωίδα, που δεν είναι σίγουρη εάν πρόκειται για μια εξερεύνηση του παρελθόντος, με αναγεννησιακό άρωμα και πληθώρα όμορφων αναμνήσεων μιας άγνωστης ζωής ή για την διαδρομή της από το καθαρτήριο προς… την κόλαση!

Η πρωτότυπη μορφή της ταινίας δεν κυκλοφόρησε ποτέ στις ιταλικές κινηματογραφικές αίθουσες, παρά αλλοιώθηκε αρκετά ώστε να την έχουμε πλέον στα χέρια μας.

Αγαπημένη θεματολογία του Mario Bava, αποτελεί η αναζήτηση της έννοιας της μετενσάρκωσης και χαρακτηριστικό του, δύο ηρωίδες, μια από το παρελθόν και μια από το μέλλον που μοιράζονται μια συγκλονιστική ομοιότητα. Στο «Lisa and the Devil» ακολουθεί μια σειρά δολοφονιών, που δεν αποτελούν κανένα μυστήριο ως προς την ταυτότητα του δολοφόνου, αφού κατά κάποιο τρόπο οι χαρακτήρες εν τέλει αλληλοσκοτώνονται, αλλά ως προς τα αναπάντητα ερωτήματα, που η απάντηση τους απαιτεί την καταφυγή στο παραφυσικό. Η Lisa είναι πράγματι ολόμοια με την πρώην ερωμένη του Maximiliam, την Elena, ένα μισητό για την Κόμισα πρόσωπο, καθώς διατηρούσε παράνομη σχέση με τον δεύτερο σύζυγο της, Carlos (ο άντρας με το μουστάκι). Ο Maximiliam, αποφασισμένος να αποκαλύψει στην Lisa το μυστικό του, την οδηγεί στο «κρυμμένο» δωμάτιο, όπου θα αντικρίσει την νεκρή σκελετωμένη Elena. Αφού την αφήσει λιπόθυμη, την βιάζει δίπλα στο πτώμα ενώ στα αυτιά του ηχεί το χλευαστικό «κακάρισμα» της πεθαμένης αγαπητικιάς του, σε μια σουρεαλιστική νεκροφιλική σκηνή, περιτυλιγμένη με μια γλυκιά μελωδία που παραπέμπει σε ισπανόφωνο ρομάντζο.

O Telly Savalas, μας χαρίζει μια καθηλωτική ερμηνεία, με κωμική και ταυτόχρονα αποπνικτικά επιβλητική διάθεση, υποδυόμενος -την δικαιολογημένα απολαυστικότερη φυσιογνωμία της ταινίας- τον Leandro. Ένα από τα πλέον ανατριχιαστικά του γνωρίσματα, είναι ότι έχει στην κατοχή του μια συλλογή από κούκλες (ομοιώματα) δικής του κατασκευής, που η καθεμία αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο της ιστορίας. Αφήνει την αίσθηση ότι είναι πάντοτε και παντού παρόν και ότι συνομιλεί με το κοινό, το οποίο είναι κατά έναν τρόπο, συνένοχο στα εγκλήματα που μοιάζει σαν να προκαλεί ο ίδιος, παρότι στην πραγματικότητα αυτό δεν επιβεβαιώνεται ποτέ. Πρόκειται για ένα πρόσωπο εξαιρετικά μυστηριώδες που αξίζει να αναλύσει κανείς μέχρι και την τελευταία σπιθαμή, και στην προκειμένη περίπτωση μέχρι και το τελευταίο καρέ, που θα πιάσεις την κλεφτή υπονοούμενη ματιά στον θεατή, στα πλάνα που αντανακλάται η όψη του (στην λίμνη κατά την διάρκεια της συζήτησης του με τον σοφέρ και στο -λουσμένο από κόκκινο κρασί- πάτωμα της τραπεζαρίας την ώρα του δείπνου).

Μετά την επική σκηνή νεκρολαγνείας και της επακόλουθης (ενός διαπληκτισμού ανάμεσα στον Maximiliam και την Κόμισα), η πρωταγωνίστρια ξυπνάει με το γυμνό της σώμα αλλά και ολόκληρη την έπαυλη τυλιγμένα στα φυτά, απεικονίζοντας ένα σύγχρονο «Κήπο της Εδέμ». Στο αμέσως επόμενο πλάνο, βγαίνει από το σπίτι με την αρχική της ενδυμασία, το οποίο έχει πια μετατραπεί σε μια πελώρια ζούγκλα από «πεθαμένα» φυτά και μισοσπασμένα αγάλματα, σε μια ξέθωρη εικόνα ονειρικής υπόστασης. Στην τελευταία σκηνή, η Lisa βρίσκεται ολομόναχη σε ένα ολόκληρο αεροπλάνο, ενώ στην συνέχεια θα ανακαλύψει ότι συνεπιβάτες της είναι το ζευγάρι και ο σοφέρ τους, ο Carlos, ο Maximiliam και η Κόμισα και τέλος, ότι πιλότος είναι ο Leandro (the devil).

Το «Lisa and the devil» είναι αναντίρρητα ένα έργο πολλών αναγνώσεων, στο οποίο ο Bava εννοεί πολλά, αλλά ταυτόχρονα ίσως και τίποτα. H Lisa, ερχόμενη για τα μουσεία, τις τοιχογραφίες και όλων των ειδών τα ανθρώπινα έργα της αρχέγονης Ισπανίας, μπαίνει ως «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων» σε μια τρύπα ενός σύμπαντος, με αναγεννησιακά αγάλματα, χαλασμένα ρολόγια και μια ξεθωριασμένη πλέον αίγλη. Η αριστοκρατική έπαυλη με το πέρασμα των λεπτών της ταινίας, χάνει την λάμψη της και από ένα εντυπωσιακό «ανάκτορο» γεμάτο ζωή, καταλήγει μισογκρεμισμένο και σκοτεινό, σαν ένα παρατημένο μνημείο. Στην διάρκεια μιας νύχτας, οι χαρακτήρες μένουν αναλλοίωτοι, ενώ το σκηνικό «καταρρέει», σε μια εφιαλτική απεικόνιση του στατικού παρελθόντος, το οποίο τόσο πολύ αγαπάμε να αναπολούμε. 

IT'S ALIVE 1974

IT'S ALIVE 1974

Το Τέρας Είναι Ζωντανό


Σκηνοθεσία: Larry Cohen

Σενάριο: Larry Cohen

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 3m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

John P. Ryan: Frank (as John Ryan)

Sharon Farrell: Lenore

Andrew Duggan: The Professor

Guy Stockwell: Bob Clayton

James Dixon: Lt. Perkins

Michael Ansara: The Captain

Robert Emhardt: The Executive

 

Το δεύτερο παιδί της οικογένειας Davies γεννιέται με σημαντικές παραμορφώσεις και μεταλλάξεις και με μεγάλη δίψα για αίμα. Το φονικό βρέφος το σκάει από το μαιευτήριο, ενώ η αστυνομία εξαπολύει κυνηγητό στην πόλη για την εξόντωσή του, ενώ η μητέρα του προσπαθεί να το προστατεύσει.

Όπως οι περισσότερες ταινίες του Larry Cohen εκείνης της περιόδου, έτσι και το ITS ALIVE σήμερα θεωρείται από του περισσότερους μια κλασσική cult ταινία. Δυστυχώς, όπως πολλές άλλες ταινίες της εποχής, έτσι και το ITS ALIVE σήμερα μοιάζει λιγότερο φρέσκο και απρόβλεπτο όπως πριν μερικά χρόνια, παρόλη την άψογη ψηφιακά επεξεργασμένη εικόνα στις σημερινές DVD εκδόσεις που κάνει τις παλιές VHS εκδόσεις να μοιάζουν με κακόγουστο αστείο.

Αυτό, βέβαια, δε σημαίνει ότι οι b-μουβάδες δεν θα διασκεδάσουν ή θα απογοητευτούν βλέποντάς το. Μάλλον το αντίθετο, γιατί παρόλη την πρόωρη γήρανσή του, το ITS ALIVE έχει τον απαραίτητο χαβαλέ για να εξασφαλίσει 90 λεπτά άμυαλης ψυχαγωγίας.

Τώρα που το καλοσκέφτομαι, ίσως να μην είναι και τόσο άμυαλος, μιας και ο Cohen φροντίζει από νωρίς να δώσει έμφαση στο κοινωνικό μήνυμα της ιστορίας. Αυτή, με τη σειρά της είναι αρκετά απλή. Ένα ζευγάρι περιμένει το δεύτερο παιδί τους, αλλά τελικά αυτό προκύπτει ένα εξαιρετικά βίαιο παραμορφωμένο τερατάκι, που με το που πρωτοβγαίνει στον κόσμο καθαρίζει ολόκληρο το συνεργείο γιατρών και νοσοκόμων που το έφεραν στη ζωή.

Η συντηρητική κοινωνία στην οποία γεννήθηκε το τέρας δεν μπορεί να συγχωρήσει ένα τέτοιο ατόπημα από τους Davies και τους διαπομπεύει σε κάθε ευκαιρία μέσω των τοπικών ΜΜΕ, σε σημείο που κάνει τον πατέρα του βρέφους (John P. Ryan) να αρνείται πεισματικά ότι το τέρας είναι το αίμα του και μάλιστα ηγείται και της αποστολής εύρεσης και εξόντωσής του.

Η μητέρα (Sharon Farrell) όμως έχει διαφορετική άποψη και φυγαδεύει από τον όχλο το τερατάκι, το οικογενειακό ένστικτο του οποίου το οδηγεί στο πατρικό του, αφού πρώτα εξολοθρεύει όποιον τύχει στο δρόμο του.

Ο Cohen αφήνει να εννοηθεί ότι το τέρας ήταν αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης παρέμβασης του ανθρώπου στη φύση με ραδιενεργές ουσίες και γενικότερα βλαβερά χημικά. Αυτή, όμως, δεν είναι και η άποψη των βοηθητικών χαρακτήρων στην ταινία, που μοιάζουν να το ρίχνουν προσωπικά στο καθ’ όλα φυσιολογικό ζευγάρι των Davies.

Αποτέλεσμα η απροκάλυπτη διαπόμπευση τους στα ΜΜΕ, τα οποία αμέσως δίνουν στη δημοσιότητα όλες τις αιματοβαμμένες λεπτομέρειες της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένου και του πλήρους ονόματος και στοιχείων των Davis! Τυπική αντιμετώπιση του διαφορετικού από την σούπερ- συντηρητική Αμερικάνικη κοινωνία, έστω και σε λίγο υπερβολικό βαθμό από τον Cohen.

Πριν απ΄ αυτό, ο καλός γιατρός στο μαιευτήριο δηλώνει ευθαρσώς στη μητέρα του παιδιού, ότι «όπως κάθε ζώο, το τερατάκι προσπαθεί να επιβιώσει», μια δήλωση που δεν μπορεί να χωνέψει εύκολα ο καταρρακωμένος πατέρας, που προσπαθεί μάταια να καταλάβει τι έφταιξε για αυτή τη συμφορά.

Ανάμεσα στα κοινωνικά σχόλια έχουμε και αρκετά ενδιαφέρουσες σκηνές επιθέσεων του μικρού τέρατος σε διάφορους άτυχους, χωρίς όμως να βλέπουμε το ίδιο στην ολότητά του, παρά μόνο προς το φινάλε, που και πάλι ο Cohen φροντίζει να μην κάνει την αποκάλυψη που ίσως να τίναζε στον αέρα όλη την ατμόσφαιρα και την αίσθηση απειλής που αναδύει το μικρό, αλλά θανατηφόρο πλασματάκι.

Αυτό το κόλπο μοιάζει να λειτουργεί αρκετά καλά και με τον τρόπο που θέλει ο σκηνοθέτης, ο οποίος προσπαθεί με τη χρήση έντονων ηχητικών εφέ και γρήγορων παιχνιδιών της κάμερας να πάρει λίγο τη δόξα από την εμφάνιση και την αιματηρή δράση του μικρού. Τελικά το στοιχείο που δημιουργεί και συντηρεί τον όποιο τρόμο της ιστορίας είναι η προσμονή του κοινού να αντικρίσει το πλάσμα που αμέσως ξένισε και τους πιο αξιοσέβαστους πολίτες στην κοινότητα.

Κατά τ’ άλλα έχουμε κάποια αναπόφευκτα cheesy σκηνικά και διαλόγους, αλλά και ορισμένα νεκρά σημεία, που πάντως δεν είναι πολλά ούτε ιδιαίτερα ενοχλητικά για να δικαιολογήσουν γκρίνια από μέρους μου.

Ο Larry Cohen γύρισε το ITS ALIVE σχεδόν ταυτόχρονα με μια blaxploitation ταινία που δούλευε την εποχή, το HELL UP IN HARLEM, παρόλα αυτά η ταινία μοιάζει αρκετά προσεκτικά δουλεμένη, ενώ ο προϋπολογισμός δεν φανερώνει το πόσο μικρός είναι στην πραγματικότητα. Οι αρκετά συντηρητικές σκηνές gore δεν προκαλούν αίσθηση, αλλά μάλλον μπήκαν για να δώσουν έναν πιο πικάντικο τόνο στα ούτως ή άλλως πικάντικα δρώμενα.

Γενικά καλό και γρήγορο γλέντι, παρόλα τα «βαριά» κοινωνικά μηνύματα, που συνάντησε και δύο συνέχειες, τα IT LIVES AGAIN και ITS ALIVE 3: ISLAND OF THE ALIVE και τα δύο επίσης σκηνοθετημένα από τον Larry Cohen. 

THE LEGEND OF THE HELL HOUSE 1973

THE LEGEND OF THE HELL HOUSE 1973

Η Βίλα της Κόλασης


Σκηνοθεσία: John Hough

Σενάριο: Richard Matheson

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 35m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Pamela Franklin: Florence Tanner

Roddy McDowall: Ben Fischer

Clive Revill: Dr. Barrett

Gayle Hunnicutt: Ann / Ann Barrett

Roland Culver: Mr. Deutsch

Peter Bowles: Hanley

 

Άλλη μια κλασική ταινία με στοιχειωμένο σπίτι από την πιο παραγωγική δεκαετία για το συγκεκριμένο υποείδος ατμοσφαιρικού τρόμου. Προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι είμαι φοβερός και τρομερός fan τέτοιου είδους ταινιών, αλλά παράλληλα πρέπει να παραδεχτώ ότι το THE LEGEND OF HELL HOUSE είναι μια ταινία που ξεφεύγει από την πεπατημένη του THE HAUNTING και THE AMITYVILLE HORROR. Κι αυτό το κάνει παίρνοντας πολλά από τα καλά στοιχεία των συγκεκριμένων ταινιών όπως είναι η ατμόσφαιρα και το σασπένς αναμειγνύοντας τα με στοιχεία ψυχολογικού τρόμου και διαστρεβλωμένης επιστήμης.

Πρόκειται για την επίσκεψη στη λεγόμενη «Βίλα της Κόλασης» μιας ομάδας αποτελούμενης από έναν φυσικό, μια νεαρή μέντιουμ και τον μοναδικό επιζώντα της προηγούμενης αποστολής στο σπίτι 20 χρόνια πριν. Για να δέσει το γλυκό έρχεται μαζί και η γυναίκα του επιστήμονα για να μην χαλάσει την παράδοση που είχαν σαν ζευγάρι τόσα χρόνια που τον ακολουθούσε σε αποστολές του. Εργοδότης ένας πλούσιος βιομήχανος που αγόρασε την Βίλα της Κόλασης και θέλει να ανακαλύψει τι βρίσκεται μετά από το θάνατο, κάτι που κοστολογεί με το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 100.000 Αγγλικών λιρών το κεφάλι.

Το σπίτι ήταν η κατοικία ενός τύπου ονόματι Belasco, διαβόητος για κάθε γνωστή και άγνωστη αποκλίνουσα πρακτική, σεξουαλική και μη. Έτσι, η συγκέντρωση στοιχείων του κακού φυσιολογικά στοίχειωσαν το σπίτι κάνοντας το το Έβερεστ των στοιχειωμένων σπιτιών, όπως εύστοχα το αποκάλεσε ο εργοδότης της ομάδας. Οπότε τα μέλη της παρέας μας πρέπει αφενός να εντοπίσουν επακριβώς την πηγή του κακού και κατόπιν να την εξαφανίσουν. Αρχίζουν λοιπόν δουλειά ο καθένας χρησιμοποιώντας την ειδικότητα του. Ο κος Barrett (Clive Revill) με τη χρήση της επιστήμης, η δεσποινίς Tanner (Pamela Franklin) και ο κος Fischer (Roddy McDowall) με τις ικανότητες τους ως μέντιουμ και η κυρία Barrett (Gayle Hunnicutt) να βρίσκεται κάπου ενδιάμεσα με ελαφριά κλίση προς τον αγαπημένο σύζυγο.

Τα πράγματα δεν αργούν να αρχίσουν να ζεσταίνονται με διάφορα περιστατικά όπως κινούμενα αντικείμενα, την δίδα Tanner να μιλάει με ανδρική φωνή σαν κυριευμένη από το πνεύμα του σπιτιού, αλλά και πιο ακραία φαινόμενα όπως την δολοφονική επίθεση από ιπτάμενα αντικείμενα προς τον κο Barrett. Ο καθένας από τα μέλη της ομάδας έχει τις θεωρίες του για το τι μπορεί να συμβαίνει, αλλά περνώντας ο χρόνος κάθε μια από αυτές καταρρίπτεται αφήνοντας τους εκτεθειμένους σε διάφορους κινδύνους και πάντα με την αβεβαιότητα αν τα γεγονότα αυτά πραγματικά συμβαίνουν ή είναι μέρος της φαντασίας του καθένα από τους επισκέπτες.

Μια λογική που υιοθετεί πλήρως το σενάριο του Richard Matheson, βασισμένο στο δικό του μυθιστόρημα, και καταφέρνει να κάνει μια φαινομενικά τυπική ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού να πετυχαίνει σε απόλυτο βαθμό να ξεχωρίσει από τις περισσότερες αντίστοιχες εκείνης της περιόδου, ή ακόμα και μέχρι σήμερα. Το THE LEGEND OF HELL HOUSE τα έχει σχεδόν όλα και βάζει τα γυαλιά σε υπερεκτιμημένες αλλά γνωστότερες και εμπορικότερες Αμερικάνικες ταινίες, όπως για παράδειγμα το THE AMITYVILLE HORROR.

Ο λόγος είναι ότι καταφέρνει να συνδυάσει άψογα όλα εκείνα τα στοιχεία που περιμένει ένας horror fan να δει από μια ιστορία στοιχειωμένου σπιτιού με έναν εντυπωσιακό προβληματισμό πάνω στο χαρακτήρα του καθενός από τους επισκέπτες και στις αλλαγές που υπόκειται όσο βρίσκονται μέσα στο σπίτι. Αποτέλεσμα είναι η ανάλυση χαρακτήρων να είναι αναπόσπαστο κομμάτι της εξέλιξης της πλοκής, κάτι που δίνει ξεχωριστή υπόσταση και οντότητα στον καθένα από τους πρωταγωνιστές.

Και βέβαια πέρα από αυτά έχουμε και αρκετές αληθινά ανατριχιαστικές στιγμές που δεν στηρίζονται ούτε στη βία και το gore ούτε και στις ευκαιριακές τρομάρες. Η τρομακτική ατμόσφαιρα είναι πανταχού παρούσα από τα πρώτα κιόλας λεπτά της προβολής και όσο εξελίσσεται η υπόθεση μεγαλώνει και φτάνει σε μια απίστευτη κορύφωση με το πανέξυπνο φινάλε. Όλα αυτά κρατώντας έναν σταθερά γρήγορο ρυθμό που δεν κάνει κοιλιές και ένα σενάριο που δεν χάνει χρόνο με ανούσιες εισαγωγές και φλυαρίες.

Προσωπικά εντόπισα ελάχιστα αρνητικά σημεία, τα οποία θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν επουσιώδη. Τέτοια είναι κάποιες στιγμές «θεατρικών» διαλόγων και ερμηνειών και κάποιες μικρές ασυνέπειες του σεναρίου, στοιχεία που τελικά δεν μπορούν να αλλοιώσουν την απόλαυση της προβολής του THE LEGEND OF HELL

Ξεκάθαρα η ταινία είναι από τις πιο εγκεφαλικές με τη συγκεκριμένη θεματολογία και απευθύνεται σε ευρύτερο κοινό από εκείνο της σκηνής του τρόμου. Κάτι σαν ένα λαχταριστό πιάτο εξωτικών λιχουδιών, που όμως μπορεί να πέσει πολύ βαρύ αν ο θεατής προτιμάει απλά να τσιμπήσει κάτι. Η συγκεκριμένη ταινία προκαλεί να ξαναπαιχτεί ακόμα και αμέσως μετά την πρώτη προβολή για να εντοπίσει ο θεατής αυτά που ίσως του ξέφυγαν την πρώτη φορά. Και μην γελιέται κανείς, οι τρομάρες όχι μόνο παραμένουν αλλά απλώς γίνονται καλύτερες με τις επαναλαμβανόμενες προβολές. 

HE EXORCIST 1973

 

THE EXORCIST 1973

Ο Εξορκιστής


Σκηνοθεσία: William Friedkin

Σενάριο: William Peter Blatty(

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 2h 2m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Ellen Burstyn: Chris MacNeil

Max von Sydow: Father Lankester Merrin

Lee J. Cobb: Lt. William Kinderman

Kitty Winn: Sharon

Jack MacGowran: Burke Dennings

Jason Miller: Father Damien Karras

Linda Blair: Regan MacNeil 

Ο Εξορκιστής (πρωτότυπος τίτλος: The Exorcist) είναι κινηματογραφική ταινία θρίλερ του 1973, αμερικανικής παραγωγής. Έχει λάβει 2 βραβεία Όσκαρ. Ήταν η πιο επιτυχημένη και εμπορική ταινία τρόμου για πάνω από 40 χρόνια, έως το 2017 που εκθρονίστηκε. Χωρίς να λάβουμε υπόψιν τον πληθωρισμό και την διαφορά των τιμών των εισιτηρίων μεταξύ 1973-2017. Ο Εξορκιστής παραμένει πρώτος με $998,710,500 μόνο στις Η.Π.Α. Χωρίς να συμπεριλάβουμε και τις διεθνείς εισπράξεις που είναι περίπου ισόποσες με τις αμερικανικές.

Το 2010 η ταινία χαρακτηρίστηκε από τη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου ως «πολιτιστικά, αισθητικά και ιστορικά σημαντική» και επιλέχθηκε να ενταχθεί στο Εθνικό Μητρώο Κινηματογράφου των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής]

Η μικρή Ρέιγκαν ΜακΝίλ ζει με την Κρις, μητέρα της και διάσημη ηθοποιό, σε ένα ήσυχο προάστιο της Ουάσιγκτον. Όμως, τώρα τελευταία η Ρέιγκαν δεν αισθάνεται καλά. Παρουσιάζει περίεργα κι ανεξήγητα συμπτώματα, όπως ανόρθωση του σώματός της από το έδαφος και άσκηση υπερφυσικών δυνάμεων. Οι γιατροί στους οποίους απευθύνεται για βοήθεια η απελπισμένη μητέρα σηκώνουν ψηλά τα χέρια τους, αδυνατώντας να εξηγήσουν το φαινόμενο. Τότε, η Κρις παίρνει την απόφαση να ζητήσει τη βοήθεια της εκκλησίας και συγκεκριμένα συναντά τον πατέρα Κάρας, που είναι παράλληλα και ψυχίατρος. Όταν ο τελευταίος αντικρίζει τη Ρέιγκαν, συνειδητοποιεί ότι η νεαρή κοπέλα είναι δαιμονισμένη, έχοντας καταληφθεί από ένα τρομακτικό δαιμονικό πνεύμα. Τότε, ο πατήρ Κάρας αποφασίζει να ζητήσει τη βοήθεια του πατρός Μέριν, ειδικού σε ζητήματα εξορκισμού, προκειμένου να απαλλάξουν το άτυχο κορίτσι από τον δαίμονα. Ο γηραιός πατήρ Μέριν δέχεται, και ο εξορκισμός αρχίζει…

Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Πίτερ Μπλάτυ (William Peter Blatty), και αφορά την κατάληψη ενός κοριτσιού από δαιμονικό πνεύμα και τις απεγνωσμένες προσπάθειες της μητέρας της για να τη σώσει μέσω εξορκισμών από διάφορους ιερείς.

Όπως παρατηρεί ο καθηγητής της ιστορίας στο Πανεπιστημίου του Παρισιού, Robert Muchembled, στην ταινία ο εξορκιστής, όπως και σε άλλες παρόμοιες, οι νέοι γίνονται οι ευνοούμενοι φορείς του κακού. Το γεγονός αυτό «φανέρωνε πως υπήρχε δυσκολία στη μεταβίβαση των ρόλων σε μια κοινωνία που βρισκόταν σε σύγχυση, καθώς και έντονη ενοχή στις γενιές των ενηλίκων, που θεωρούν ότι εγκαταλείπουν στις επερχόμενες γενιές μόνο ερείπια και ότι αυτό, αναπόφευκτα, θα προκαλέσει το μίσος των κληρονόμων ενός τέτοιου κόσμου.

SISTERS 1972

 

SISTERS 1972

Οι Αδελφές


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Brian De Palma, Louisa Rose

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 330m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Margot Kidder: Danielle Breton / Dominique Blanchion

Jennifer Salt: Grace Collier

Charles Durning: Joseph Larch

William Finley: Emil Breton (as Bill Finley)

Lisle Wilson: Phillip Woode

Barnard Hughes: Arthur McLennen

Mary Davenport: Mrs. Peyson Collier

Dolph Sweet: Detective Kelly

 

Στις Σιαμαίες, ο σκηνοθέτης, αρνούμενος κάθε βεντετισμό, δεν κρύβει τις επιρροές του. Από την αρχή, εισάγοντας το θέαμα μέσα στο θέαμα, κάνει μια ξεκάθαρη αναφορά στον Ηδονοβλεψία του Μάικλ Πάουελ, για να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια το θέμα αυτό με πραγματικό πάθος, που φθάνει στο απόγειό του με τη διακριτική ειρωνεία της τελικής σκηνής. Αλλά και σ’ ένα πλήθος άλλων σκηνών, οι αναφορές στο Χίτσκοκ είναι διάχυτες: η σκηνή του αρχικού φόνου, μ’ ένα γρήγορο, κοφτό μοντάζ, παιχνίδισμα με τις σκιές και υποβλητική μουσική υπόκρουση (Ψυχώ), το κρυμμένο στον πτυσσόμενο καναπέ πτώμα (Η Θηλειά), η έρευνα στο διαμέρισμα της δολοφόνου και η παρακολούθηση με τα κυάλια (Σιωπηλός Μάρτυρας), η ανάπτυξη της παράλληλης δράσης μέσω του χωρισμού της οθόνης (Μάρνυ). Σ’ όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο σκηνοθέτης στέκεται όσο πρέπει κοντά στην πρωταρχική του πηγή και όσο πρέπει μακριά απ’ αυτήν, με σεμνότητα, ακρίβεια και συγκρατημένο συναίσθημα.

Η βασική ιδέα, πάνω στην οποία δομείται το στόρι, είναι αυτή της ύπαρξης δύο σιαμαίων αδελφών που η μία από αυτές οδηγείται στη νεύρωση μπροστά στο φόβο της σεξουαλικής επιθυμίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τη μανιώδη προσπάθεια μιας δημοσιογράφου να εξιχνιάσει το μυστήριο μιας δολοφονίας, που βλέπει άθελά της να διαπράττεται στο απέναντι από το δικό της διαμέρισμα. Η αυθόρμητη αντίδρασή της να καλέσει την αστυνομία αποδεικνύεται λανθασμένη και οι ενοχές της την κάνουν να αναλάβει προσωπικά το ρόλο του ντετέκτιβ με απρόοπτες συνέπειες.

Μολονότι η αφήγηση αυτή καθεαυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δραματουργική διαπλοκή και μεγάλη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης εργάζεται πάνω στους χρόνους και τους ηθοποιούς του και πετυχαίνει άριστα αποτελέσματα. Ακόμα και όταν έχει πάψει να λειτουργεί το μοτίβο της μετάθεσης των υπονοιών, η ψυχοπαθολογική συμπεριφορά της Ντάνιελ Μπρετόν προκαλεί μια καινούργια πυροδότηση της δράσης, που οδηγεί σε μια ιδιοφυή αντιστροφή: η αστυνομία πιστεύει όλα όσα η Γκρέης Κόλιερ έχει ξεχάσει. Ο εφιάλτης της ύπνωσης είναι ιδιαίτερα ζωντανός και η ερασιτέχνης ντετέκτιβ επιστρέφει στην κατάσταση της έντονης νεύρωσης και την καταπίεση της υστερικής μητέρας. Με τον τρόπο αυτό, ο ντε Πάλμα κατορθώνει να κάνει μια ταινία πάνω στην ιστορία δύο πολυπαθών κορασίδων και να οδηγήσει την προβληματική του σε μια συγκαλυμμένη κριτική της κοινωνίας, οι δομές της οποίας δημιουργούν τα συγκεκριμένα παθολογικά συμπτώματα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

DON'T LOOOK NOW 1973

DON'T LOOOK NOW 1973

Μετά τα μεσάνυχτα


 Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg

Σενάριο: Daphne Du Maurier, Allan Scott, Chris Bryant

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Drana

Διάρκεια: 1h 50m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Laura Baxter

Donald Sutherland: John Baxter

Hilary Mason: Heather

Clelia Matania: Wendy

Massimo Serato: Bishop Barbarrigo

Renato Scarpa: Inspector Longhi

Giorgio Trestini: Workman

 Ένα ζευγάρι που πενθεί τον θάνατο της μικρής τους κόρης, βρίσκεται στη Βενετία όπου ο σύζυγος εργάζεται στην αναπαλαίωση μιας εκκλησίας. Στη Βενετία συναντούν δύο αδερφές, εκ των οποίων η μία, που υποστηρίζει ότι είναι μέντιουμ, ισχυρίζεται ότι βλέπει το πνεύμα της νεκρής κόρης του ζευγαριού.

    Υπάρχουν ταινίες τρόμου που ανήκουν σε διάφορα sub-genre του είδους, zombie flick, slasher, gothic horror κ.α., και υπάρχουν μερικές άλλες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυτούσιες ταινίες τρόμου, αλλά απλά χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο είδος ως όχημα για να πουν κάτι άλλο. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Don't Look Now του Nicolas Roeg, μια ταινία στην οποία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν μια ταινία ως ταινία τρόμου, αλλά συνειδητά το αποτέλεσμα αποσκοπεί σε κάτι περισσότερο, όπως για παράδειγμα το Santa Sanger του Jodorowsky ή το Eyes Without a Face του Franju. To Don't Look Now δεν είναι από αυτές τις ταινίες που προσφέρουν ανεπιτήδευτο τρόμο και αιματηρές συγκινήσεις, αντίθετα είναι μια ταινία που δίνει περισσότερη τροφή για σκέψη και πιθανόν να απαιτεί περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί πλήρως. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει την ποιότητα των ταινιών τρόμου, γιατί πολλές αυτού του είδους ταινίες γίνονται κουραστικές, ελιτίστικες και δυσπρόσιτες, και φυσικά είναι πολύ κατώτερες από καθαρόαιμα θρίλερ. Το Don't Look Now όμως είναι μια πολύ καλή προσπάθεια του Βρετανού Roeg (Performance, Walkabout, Bad Timing) να χρησιμοποιήσει τον τρόμο για να παρουσιάσει τη δική του θέση πάνω στον θρήνο, την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, τα τραύματα που αφήνει ένα τραγικό γεγονός, την προδιαγεγραμμένη μοίρα, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρουμε πάνω μας το παρελθόν μας και πως μπορούμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας με τις σημερινές μας πράξεις. Η αφηγηματική δομή του Don't Look Now είναι αρκετά περίπλοκη, με την χρήση μη γραμμικού χρόνου και την εμφάνιση μερικών προφητικών οραμάτων (όπως το 12 Monkeys για παράδειγμα), που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κορύφωση του μυστηρίου, στην οποία ο Roeg αποδομεί τις προσδοκίες του θεατή και ολοκληρώνει την ταινία χαμηλότονα. Ο Roeg πλέκει παράλληλα, στο Don't Look Now, έναν πυκνό ιστό μυστηρίου και μια τραγική ιστορία θλίψης και θρήνου, αποπροσανατολίζοντας τον θεατή με θεματικές ιδέες που αφορούν το προαίσθημα και τις μαντικές ικανότητες. Η εξέλιξη της ιστορίας χρησιμοποιεί αρκετά σύμβολα με αποτέλεσμα το συνολικό αποτέλεσμα να μοιάζει παράλληλα κατανοητό αλλά και ασαφές, διατηρώντας στη βάση της έναν αινιγματικό θεματικό πυρήνα που δημιουργεί στον θεατή ένα αίσθημα σύγχυσης. Ο σκηνοθέτης επιμένει να παρουσιάζει τους σκοτεινούς συμβολισμούς και τις υποδείξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει την επιλογή στον θεατή αν θα τις δώσει σημασία ή όχι, κάνοντας το Don't Look Now μια ταινία που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες διαφορετικές μεταφράσεις. Εικαστικά, το Don't Look Now, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Η παραισθησιακή, ονειρική ατμόσφαιρα, ο εφιαλτικός τόνος και το ύπουλα ανατριχιαστικό ύφος, υποβάλουν τον θεατή και τον κάνουν να γίνεται μάρτυρας σε μια εξαιρετική αλληλουχία από υπνωτικές εικόνες. Ο τρόπος κινηματογράφησης της Βενετίας, με τα δαιδαλώδη στενά, τις σκοτεινές γωνίες και το υγρό στοιχείο, προσδίδει μια γοτθική αίσθηση στην ταινία που δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και κρυμμένης απειλής. Ο Roeg σκηνοθετεί εμμένοντας σε μια σπερματική μορφή τρόμου, αινιγματική και λανθάνουσα, που δεν θα οδηγήσει σε κάποια αναπάντεχη έκρηξη αλλά θα παραμείνει παρούσα πίσω από τα συμβάντα της ταινίας. Εξαιρετικό είναι και το μοντάζ της ταινίας, με τον Roeg να κομματιάζει και να συναρμολογεί τα κομμάτια σε ένα περίεργο κολάζ ονειρικών εικόνων, ολοκληρώνοντας ένα περίτεχνο εικαστικό παζλ. Τα κοψίματα, οι ασυνέχειες , το περίτεχνο αφηγηματικό ύφος, η στρατηγική χρήση των εικόνων, τα διάσπαρτα σύμβολα δημιουργούν την εντύπωση ενός συνειρμικού μοντάζ που αποτυπώνεται σε μια πένθιμη εντύπωση και σε μια ατμοσφαιρική ένταση. Για παράδειγμα, η ερωτική σκηνή μεταξύ των Christie και Sutherland, και πως αυτή μοντάρεται με τη σκηνή που το ζευγάρι ντύνεται, είναι εκπληκτικής σύλληψης. Όπως εντυπωσιακή είναι και η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, με τον πνιγμό του μικρού κοριτσιού, που παρά το γεγονός ότι αποτυπώνει ένα τραγικό γεγονός είναι ένα δείγμα κινηματογραφικής ποίησης. Σε τελική ανάλυση, το Don't Look Now, είναι μια ξεχωριστή ταινία που αξίζει να δει οποιασδήποτε λάτρης του κινηματογράφου. Όσο για το φινάλε, το οποίο έχει ξεσηκώσει ατελείωτες συζητήσεις, δεν είναι τόσο παράλογο απλά δεν ακολουθεί τις προσδοκίες που ενδέχεται να δημιουργήσει το κοινό.