Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Robin Hood (1922)

Robin Hood (1922)
Ο Ρομπέν των Δασών


ΣκηνοθεσίαAllan Dwan - ΣενάριοDouglas Fairbanks
Παίζουν:
Douglas Fairbanks = Κόμης του Huntingdon, Ρομπέν των δασών
Wallace Beery = Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος           
Sam De Grasse = Πρίγκιπας Ιωάννης
Enid Bennett = Λαίδη Μάριαν
Είδος: Adventure, Family, Romance – Διάρκεια: 143 λεπτά
Ελληνικοί μεσότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα


Ο Βασιλιάς Ριχάρδος έχει πάει στις Σταυροφορίες και ο αδελφός του Ιωάννης που τον αντικαθιστά ως αντιβασιλέας,  αποδεικνύεται ένας σκληρός τύραννος και επιδιώκει να σφετεριστεί τον θρόνο του αδελφού του. Η Λαίδη Μαριάμ στέλνει μήνυμα στον Κόμη του του Χάντινγκτον κι αυτός επιστρέφει στην Βρετανία και μεταμορφώνετε ως ένας  εκδικητικός Ρομπέν των Δασών.
Η πιο ακριβή ως τότε ταινία (1,4 εκατομμύρια δολάρια) και ακόμα μια κλασική ιστορία για τις ικανότητες του Douglas Fairbanks. Το σκηνικό του κάστρου είναι το μεγαλύτερο του βωβού Χόλυγουντ. Οι εισπράξεις ήταν εντυπωσιακές και έπιασαν τα 2,5 εκατομμύρια δολάρια.
Ήταν η πρώτη ταινία που καθιέρωσε μια πολυτελή δεξίωση κατά την πρεμιέρα της. Η ιδέα άνηκε στον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Egyptian Theater, τον Sid Grauman. Έπειτα αυτό έγινε θεσμός.
Η ταινία θεωρούταν χαμένη, μέχρι που την δεκαετία των 1960 βρέθηκε μια «χρυσή» κόπια.
 Αυτή είναι η τρίτη ταινία που αναφέρεται στον προστάτη των φτωχών και τον υπερασπιστή του νόμιμου βασιλιά . Ήταν, όμως, η πρώτη μεγάλου μήκους, αφού αυτές του 1912 και 1913 δεν ξεπερνούσαν τα 30 λεπτά.
Ο Douglas Fairbanks παρέλαβε το μετάλλιο τιμής των Photoplay Awards, τo οποίο πιστεύεται πως είναι ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά βραβεία όλων των εποχών.


Dr. Mabuse, der Spieler (1922)


Dr. Mabuse, der Spieler (1922)
Δρ. Μαμπούζε, Ο Παίκτης Νο 1
Δρ. Μαμπούζε, Ο Παίκτης Νο 2


Σκηνοθεσία: Fritz Lang
Σενάριο: Norbert Jacques , Fritz Lang
Είδος: Crime, Mystery, Thriller
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Rudolf Klein-Rogge          = Dr. Mabuse
Aud Egede-Nissen = Cara Carozza, η χορεύτρια
Gertrude Welcker = Κόμησα Dusy Told
Alfred Abel = Κόμης Told
Bernhard Goetzke = Καθηγητής von Wenk
Paul Richter = Edgar Hull
Διάρκεια: Τα πρωτότυπο έργο ήταν πάνω από 4 ώρες!
Για πρακτικούς λόγους κόπηκε σε δύο μέρη:
Ο Παίκτης Νο 1: διάρκειας 2:35:16
Ο Παίκτης Νο 2: διάρκειας 1:55:13

  
Ο εγκληματικός και ευφυής εγκέφαλος του Δόκτορα Μαμπούζε κατεργάζεται τρόπους να κατακτήσει το Βερολίνο και να κάνει μια τεράστια περιουσία. Ο ντετέκτιβ φον Γουένκ είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να τον σταματήσει.


Επικρατεί μια τεράστια αναστάτωση περί του πόσες ταινίες είναι, εντέλει, το έργο του Fritz Lang, ενός λάτρη των σίκουελ. Η αλήθεια είναι το έργο γυρίστηκε ως ένα και αδιαίρετο. Έπειτα οι Αμερικανοί το έκοψαν στα δύο (Dr. Mabuse, the Gambler και Dr. Mabuse, King of Crime) και αυτή η κόπια προωθήθηκε έκτοτε και από την γερμανική εταιρία. Οι Σοβιετικοί το ξαναμόνταραν και το έκαναν πάλι ενιαίο, αλλά πολύ μικρότερο. Ένας από τους μοντέρ ήταν και ο Sergei Eisenstein. Η αμερικανική Image Entertainment, στις αρχές του αιώνα μας, το αναστήλωσε για το DVD, αλλά «ξέχασε» να συμπεριλάβει κάποιες σκηνές και άλλαξε ολόκληρη την υπόσταση του βασικού ήρωα. Το 2004 κυκλοφόρησε σε DVD η καλύτερη αποκατάσταση της ταινίας, αυτήν τη φορά στην Μεγάλη Βρετανία.


Μια σκηνή, όπου μια ηθοποιός κάνει την Αφροδίτη, ο Lang επέβαλε να γίνει γυμνή. Όμως, δεν του άρεσε το τρίχωμα στο ευαίσθητο της σημείο και της είπε να το ξυρίσει. Η ηθοποιός αρνήθηκε και ο σκηνοθέτης ξέσπασε σε φωνές. Ο τελικός συμβιβασμός ήρθε με το να καλυφτεί το σημείο με ένα μικρό κομματάκι υφάσματος. Όλη αυτή η σκηνή κόπηκε από κάθε προβολή που έγινε ανάμεσα στα 1940 και τα 1960, αλλά διασώθηκε από τα αρχεία του ίδιου του σκηνοθέτη.
Η ταινία θεωρείται από πολλούς ως προάγγελος των φιλμ-νουάρ, κάτι που ενισχύθηκε με την κατασκευή του αριστουργηματικού Μ – Ο Δράκος του Ντίσελντορφ από τον ίδιο σκηνοθέτη.


Αν ρωτήσεις κάποιον που απλά αγαπάει το σινεμά για τον Fritz Lang, θα σου απαντήσει ότι πρόκειται για έναν από τους «παλιούς», «κλασσικούς» σκηνοθέτες. Μάλιστα το γεγονός ότι είναι ο κύριος εκφραστής του κινήματος του εξπρεσιονισμού, κίνημα που είναι γενικά παρεξηγημένο στον κινηματογραφο, κάνει τους περισσότερους να πιστεύουν ότι είναι «ιδιαίτερα» καλλιτεχνικός. Αυτό στην απλή καθομιλουμένη σημαίνει αργή, δύσκολη ταινία που πρέπει να καταβάλεις προσπάθεια να κατανοήσεις και θέλει ιδιαίτερο χρόνο και διάθεση για να την παρακολουθήσεις. Όλα αυτά μας κάνουν να σκεπτόμαστε πόσο μεγάλο σφάλμα είναι να βάζουμε καλούπια γενικά, άλλα και ειδικά στον κινηματόγραφο, μια τέχνη τόσο πολυδιάστατη και ανοικτή σε διάφορες επιρροές.
Παρακολουθώντας λυπών τα sequel ουσιαστικά του Δρ. Μαμπούζε διαπιστώνουμε πως όταν ένας σκηνοθέτης γνωρίζει την τέχνη του, μπορεί να κάνει το καλλιτεχνικό εμπορικό! Γυρισμένα στα πρώτα χρόνια (στην γερμανική περίοδο όπως αποκαλείται) που σκηνοθετεί, θα περίμενε να είναι γεμάτα συνειρμούς, αλληγορίες και δύσκολη γραφή. Αντίθετα όμως και οι 4 ταινίες είναι γεμάτες ένταση, δράση και θέτουν την βάση για το noir και τις ταινίες δράσης που θα παράγει μαζικά το Hollywood μέχρι και τις μέρες μας.


Έχοντας ως ήρωα τον Δρ. Μαμπούζε, έναν σατανικό κακοποιό που με τις πνευματικές του ικανότητες καταφέρνει να κάνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και να ξεφεύγει, δίνει πολύτιμα μαθήματα σε όλους τους μεταγενέστερους σκηνοθέτες. Χρησιμοποιώντας ελάχιστα ειδικά εφέ (όσο μπορούσε μέσα από την γνώση και το ταλέντο του), καταφέρνει να κάνει ταινίες δράσης που θα ζήλευαν ο Spielberg, ο Cameron, ο Scott και πολλοί άλλοι! Η αφήγηση είναι αστραπιαία, η εξέλιξη ταχύτατη και οι χαρακτήρες έχουν όλα τα στοιχεία του ήρωα που θα αναπτύξει κατά κόρον ο μεταγενέστερος αμερικανικός κινηματόγραφος και η χρήση του φωτός (οπως βέβαια και στις υπόλοιπες ταινίες) θα λειτουργήσει υπέρ του, δίνοντάς μας μια αίσθηση μυστήριου και αγωνίας.
Το «καλλιτεχνικό» στοιχείο δεν χρησιμοποιείται εδώ τόσο έντονα όπως πχ. στο Metropolis, άλλα οι σκηνές στο σπίτι και οι εικόνες των δρόμων καταφωνάζουν την έντονη αγάπη του σκηνοθέτη για το κίνημα (το ντεκόρ και τα σκηνικά είναι πραγματικά εντυπωσιακά σε σημείο που το σπίτι να θυμίζει μουσείο του εξπρεσιονισμού!). Οι ηθοποιοί επίσης προσπαθούν να μετριάσουν το «υπερβολικό» παίξιμο και αφήνονται στην πλοκή και στις οδηγίες του σκηνοθέτη.


Είναι αξιοθαύμαστο πως καταφέρνει ο Fritz Lang να ενώσει με τόσο άρτιο τρόπο τόσα διαφορετικά είδη, εισάγοντάς τα μάλιστα ο ίδιος σαν είδη σε ένα σινεμά που ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία! Και οι 4 ταινίες είναι συναρπαστικές, βλέπονται με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, οποιαδήποτε ώρα και σε κάνουν να καταλαβαίνεις πως το κάλο σινεμά είναι πάντα ευπρόσδεκτο από όλους!





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922


Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922
Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: Henrik Galeen
Είδος: Fantasy, Horror
Διάρκεια: 1h 34min
Παίζουν:
Max Schreck = Κόμης Orlok ο βρυκόλακας)
Gustav von Wangenheim = Hutte)
Georg H. Schnell = Harding
Ruth Landshoff= Ruth (η αδελφή του)
Gustav Botz = Καθηγητής Sievers
John Gottowt = Καθηγητής Bulwer


Η ακατανίκητη επιθυμία του ανθρώπου να ξορκίσει τους εσωτερικούς του δαίμονες και επί της οθόνης θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στη δημιουργία του είδους του κινηματογραφικού τρόμου. Όμως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον «Νοσφεράτου».
Εξωθώντας στα άκρα τη σκοτεινή πλευρά του Ρομαντισμού που εξέφρασε ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο  Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου ξεπέρασε σε φρίκη κάθε προγενέστερη απόπειρα όπως «Το Εργαστήρι Του Δρος. Καλιγκάρι» και το «Γκόλεμ». Ο ίδιος ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου» («Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens»), προδίδει σαφέστατα τις προθέσεις του.


Και να σκεφτεί κανείς ότι ο «Νοσφεράτου» λίγο έλειψε να περάσει για πάντα στη λήθη. Κάτοχος των δικαιωμάτων του γοτθικού μυθιστορήματος του συζύγου της, η χήρα του Μπραμ Στόουκερ (στον «Δράκουλα» του οποίου βασίστηκε άτυπα αλλά αρκετά πιστά ο Μουρνάου) Φλόρενς πέτυχε μια δικαστική απόφαση που διέταζε ρητά την καταστροφή του αρνητικού και κάθε κόπιας της ταινίας. Ευτυχώς κάποιες από τις κόπιες του διαβολικού αυτού αριστουργήματος διασώθηκαν για να μεταβιβάσουν την αρρωστημένη του επιρροή στις επερχόμενες γενιές.


Έχοντας στη διάθεσή του τον πενιχρό προϋπολογισμό μιας εταιρείας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο Μουρνάου έσπασε τα στεγανά του Εξπρεσιονισμού και αποτόλμησε εκτεταμένα εξωτερικά γυρίσματα, τακτική σχεδόν ανήκουστη για τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής που προτιμούσε να κατασκευάζει εκ του μηδενός δάση και πολιτείες στα θεόρατα στούντιο της UFA και άλλων εταιριών, κάτι που χάριζε τη χαρακτηριστική τεχνητή όψη στις περισσότερες ταινίες της περιόδου. Παρά το φανταστικό περιεχόμενο του «Νοσφεράτου», ο χειρισμός αυτός προσέδωσε έναν απροσδόκητο ρεαλισμό στην ιστορία του θρυλικού βρικόλακα που εγκαταλείπει τα Καρπάθια για να γραπώσει με τα γαμψά του νύχια την ψυχή μιας γερμανικής πόλης, σκορπώντας αδιακρίτως το θάνατο στο πέρασμά του.


Αναπόφευκτα, ο «Νοσφεράτου» δεν τρομάζει το σύγχρονο κοινό όπως πιθανότατα τους θεατές του 1922, όμως η απειλητική ατμόσφαιρα διατηρείται ολοζώντανη. Ο Μουρνάου αναγνώριζε την υπεροχή της εικόνας, περιορίζοντας μάλιστα σε σύγκριση με τους συγχρόνους του τη χρήση των μεσότιτλων. Άφηνε το περίτεχνο μοντάζ και την παράλληλη δράση να προκαλέσουν τη μέγιστη εντύπωση, υιοθετώντας πρωτοποριακές τεχνικές, όπως το stop motion και την παρεμβολή αρνητικού φιλμ. Αποκορύφωμα της ραδιούργας σκηνοθεσίας του, η σεκάνς στο καταραμένο πλοίο: της έγερσης του απέθαντου Όρλοκ από το φέρετρό του και της αργής κίνησής του προς τον τελευταίο επιζώντα, σε ένα αριστουργηματικό πλάνο κοντρ-πλονζέ – μια από τις πολλές σκηνές ανθολογίας του φιλμ που αναπαρήγαγε και ο Βέρνερ Χέρτσογκ στο επιβλητικό ριμέικ του 1979.


Παρά την εξόφθαλμη αλλαγή των ονομάτων, χαρακτήρων και τοποθεσιών, ο Μουρνάου κράτησε τη βασική πλοκή του «Δράκουλα» - μεταφέροντας τη δράση από το βικτοριανό Λονδίνο στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου είχε ρίξει βαριά τη σκιά της η πανούκλα. Οι νεωτερισμοί του ωστόσο υπερβαίνουν τη βαμπιρική μυθολογία, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα: τα σκόρδα, οι σταυροί, η εμμονή με την αιώνια νεότητα και η απουσία ειδώλου στον καθρέπτη και σκιάς βρικόλακα δεν έχουν θέση στον «Νοσφεράτου». Αντίθετα η σκιά του Όρλοκ χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά σε ένα απαράμιλλο παιχνίδι σκότους και φωτός. Ταυτόχρονα ο Μουρνάου μετέτρεψε το χάπι εντ σε μια μεγαλειώδη αυτοθυσία, απαλλαγμένη από το νοσηρό ερωτισμό του Στόκερ.
Ο εκτρωματικός βρικόλακας του Μαξ Σρεκ δεν έχει καμία σχέση με τις μετέπειτα ενσαρκώσεις του Δράκουλα ως σεξουαλικά ακαταμάχητου δανδή. Είναι η ενσάρκωση του καθαρού εφιάλτη, προσωποποίηση της αρρώστιας και του θανάτου, απογυμνωμένος από όποια σαγηνευτική όψη του κακού και ρομαντική διάθεση και -γιατί όχι;- ένα πορτρέτο μιας Γερμανίας με ανοιχτές ακόμη τις πληγές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φήμες ότι κάτω από το γκροτέσκο μακιγιάζ κρυβόταν κάποιος άλλος, διάσημος ηθοποιός που δεν επιθυμούσε να εκτεθεί, ο ίδιος ο Μουρνάου ή ακόμη ένα αληθινό βαμπίρ (υπόθεση που έκανε ταινία ο Ελάιας Μέριγκε στη «Σκιά Του Βρικόλακα») αποτελούν επιπλέον δείγμα της παραδοξολογίας που συνοδεύει τη δημιουργία του «Νοσφεράτου». Ευτυχώς για μας, η αξεπέραστη δύναμή του δε βρίσκεται σε μια τέτοια μεταφυσική εξήγηση.




Tol'able David 1921


Tol'able David 1921
Ο καλούτσικος Ντέιβιτ.


Σκηνοθεσία: Director: Henry King
Σενάριο: Joseph Hergesheimer, Edmund Goulding
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1h 39min
Μεσότιτλοι: zelligas
Παίζουν:
Richard Barthelmess = David Kinemon
Gladys Hulette = Esther Hatburn
Walter P. Lewis = Iscah Hatburn
Ernest Torrence = Luke Hatburn
Ralph Yearsley = Saul 'Little Buzzard' Hatburn
Forrest Robinson = Παππούς Hatburn


Ο David Kinemon, ο μικρότερος γιος των αγροτών της Δυτικής Βιρτζίνια, λαχταρά να αντιμετωπίζεται σαν άντρας από την οικογένειά του και τους γείτονές του, ειδικά από την Esther Hatburn, την όμορφη κοπέλα που ζει με τον παππού της σε ένα κοντινό αγρόκτημα. Ωστόσο, του υπενθυμίζεται συνεχώς ότι εξακολουθεί να είναι αγόρι, «καλούτσικο» αρκετά, αλλά όχι ακόμα άντρας.


Ο Ντέιβιντ τελικά έχει την ευκαιρία να αναδείξει τον εαυτό του όταν ο παράνομος Iscah Hatburn και οι γιοι του Luke και ο "Little Buzzard", μακρινά ξαδέλφια των γειτόνων Hatburn του Kinemon, μετακινούνται στο αγρόκτημα Hatburn, ενάντια στη βούληση της Esther και του παππού της. Η Esther αρχικά λέει στον David να μην παρεμβαίνει, λέγοντας ότι δεν μπορεί να τα βάλει με τα ξαδέλφια της. Αργότερα, τα ξαδέλφια σκοτώνουν το κατοικίδιο σκύλο του Ντέιβιντ και και τραυματίζουν τον μεγαλύτερο αδερφό του, αφήνοντάς τον ανάπηρο. Από αίσθηση της τιμής, ο πατέρας του Ντέιβιντ σκοπεύει να καταγγείλει στους αρμόδιους της δικαιοσύνης τα ξαδέλφια του Χάτμπορν, αντί να βασίζεται στον τοπικό σερίφη, αλλά δεν προλαβαίνει λόγο μιας απότομης θανατηφόρας καρδιακής προσβολής. Ο Ντέιβιντ είναι αποφασισμένος να κυνηγήσει τους Hatburns στη θέση του πατέρα του, αλλά η μητέρα του τον αποτρέπει, υποστηρίζοντας ότι θα πεθάνει σίγουρα και ότι με τον πατέρα του νεκρό και τον αδερφό του ανάπηρο, το νοικοκυριό, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του αδερφού του και του γιου του, εξαρτάται από αυτόν.


Η οικογένεια Kinemon που είναι τώρα χωρίς πατέρες αποχωρεί από το αγρόκτημα και αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι στο χωριό. Ο Ντέιβιντ ζητά την παλιά δουλειά του αδερφού του, να οδηγεί την ταχυδρομική καρότσα, αλλά του λένε ότι είναι πολύ νέος. Ωστόσο, του δήνουν δουλειά στο κατάστημα. Αργότερα, όταν ο κανονικός οδηγός της απολύθηκε για μέθη, ο David τελικά έχει την ευκαιρία να οδηγήσει την καρότσα. Χάνει τον ταχυδρομικό σάκκο κοντά στο αγρόκτημα των Hatburn, όπου βρίσκει ο Luke. Ο Ντέιβιντ πηγαίνει στο αγρόκτημα των Χάτμπορν για να ζητήσει τον σάκκο. Του αρνούντε και αρχίζειε διαμάχη με τα ξαδέλφια, κατά τη διάρκεια της οποίας πυροβολείται στο χέρι. Ο David πυροβολεί έπειτα τον Iscah και τον μικρότερο γιο και αργότερα, μετά από μια παρατεταμένη μάχη με τον μεγαλύτερο αδερφό , αναδείχθηκε νικητής. Η Έστερ φεύγει για βοήθεια και φτάνει στο χωριό, λέγοντας ότι ο David σκοτώθηκε. Καθώς ένα πλήθος ετοιμάζεται να ψάξει τον David, αυτός καταφτάνει με τον ταχυδρομικό σάκο, άσχημα τραυματισμένος και καταρρέει. Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι ο Ντέιβιντ, δεν είναι πλέον απλώς "καλούτσικος", αλλά πραγματικός άνδρας και ήρωας.




The Circus 1928


The Circus 1928
Το Τσίρκο


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Charles Chaplin
Διάρκεια: 1h 12min
Παίζουν:
Charles Chaplin = Ο αλητάκος
Al Ernest Garcia = Ο ιδιοκτήτης του τσίρκου
Merna Kennedy = Η θετή του κόρη
Harry Crocker = Ένας σχοινοβάτης
George Davis = Ένας μάγος
Henry Bergman = Ένας γέρος κλόουν

Ένας αλητάκος γλυτώνει το κυνηγητό της αστυνομίας και καταλήγει να πιάνει δουλειά σε τσίρκο. Εκεί θα γνωρίσει και την γυναίκα των ονείρων του.


-Όχι, μια παλιά ταινία που έχει συνεισφέρει στον κινηματογράφο ως τέχνη δεν αποτελεί αυταπόδεικτα και καλή ταινία. Ίσως αυτό το κριτήριο να πρέπει να αξιολογεί τις ταινίες. Ίσως αν δεν υπήρχαν κάποιες από αυτές ο κινηματογράφος να ήταν πολύ χειρότερος σήμερα. Αυτά όμως αφορούν τους ιστορικούς, άντε και τους μελετημένους κριτικούς, δεν αφορούν τον θεατή. Προτάσσοντας λοιπόν την ιδιότητά μου ως αγνός θεατής θα πάω να δω το αριστούργημα της 7ης τέχνης έτοιμος να του επιτεθώ αν νοιώσω ότι έχασα κάποιες ώρες από τη ζωή μου.


Μετά από αυτό το μανιφέστο αλίμονο στο κλασικό αριστούργημα που θα βρισκόταν μπροστά μου! Το Τσίρκο έμελλε να είναι η ταινία που θα έριχνα όλο μου το μένος εναντίον κάθε είδους ποιοτικής απειλής στην ψυχαγωγία μου. Μετά όμως εμφανίζεται ο Charlie Chaplin! Και όσο και αν προσπαθείς δεν σου μένει κανενός είδους ιδεολογική έχθρα. Γιατί είναι τόσο αισιόδοξα γλυκός ο τρόπος που το χαμίνι του αντιμετωπίζει τη ζωή που αισθάνεσαι μίζερος αν αφήσεις οτιδήποτε να σταθεί ανάμεσα στην ταινία και την ψυχή σου.


Δεν χρειάζεται έτσι και αλλιώς να παρεμβληθεί οτιδήποτε! Γιατί όσα έλεγα αφορούσαν ταινίες που δεν έχουν για τον σημερινό θεατή καμία αισθητική, αισθαντική και νοητική αξία. Το Τσίρκο όμως, ή γενικότερα ο κινηματογράφος που κάνει ο Chaplin, τα έχει και τα τρία. Προσφέροντας μια πρωτότυπη αισθητική που έχει εκλείψει και αναμειγνύοντας ευφυώς κωμικά και δραματικά στοιχεία προκαλεί συναισθηματική κάθαρση στον θεατή. Το γέλιο θα βγει αβίαστα από τα οπτικά γκανγκς που αποδεικνύουν ότι το μπουρλεσκ μπορεί να είναι ποιοτικό. Κάθε σύγχρονοι επίδοξοι μιμητές, που μόνο με ιεροσυλία μοιάζει η αναφορά του ονόματός τους δίπλα στον Chaplin, όπως ο Jim Carrey το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώνουν πόσο ανεπανάληπτος υπήρξε ο ταλαντούχος κωμικός.


Κινούμενο γραμμικά σε μια πολύ απλή πλοκή, η οποία ίσως αποτελεί το μοναδικό μειονέκτημα, το έργο, όπως και κάθε άλλο έργο του, απλώς αφήνει χώρο στον Chaplin να αναπτύξει το ταλέντο του και να προκαλέσει γέλιο και συγκίνηση. Η φιγούρα που επινόησε αρκεί να εμφανιστεί στην οθόνη για να πλημμυρίσει το πανί με ανθρωπιά και αισιοδοξία και να παραδώσει μαθήματα αντιμετώπισης της ζωής με θετικό τρόπο.


Το ότι οι ταινίες του πήγαζαν αποκλειστικά από τον ίδιο και για αυτό δεν είχαν πολλές διαφορές μπορεί να γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στο Τσίρκο, αλλά αυτό δεν υπονομεύει με κανέναν τρόπο την αξία του. Μπορεί στις ελάχιστες στιγμές που υπερισχύει ο κριτικός μέσα μου να φαντάζει κουραστικό, αλλά ευτυχώς κάποιος χείμαρρος γέλιου θα με παρασύρει πάλι πίσω. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μοιάζουν όλο και πιο διασκεδαστικά και το μόνο που τονίζουν είναι ότι ίσως ο διαχωρισμός του έργου του Chaplin σε ταινίες είναι απλώς τυπικός, γιατί η αίσθηση είναι το ίδιο τρυφερά αστεία σε όλα.





The Sheik 1921


The Sheik 1921
Ο Σεΐχης


Σκηνοθεσία: George Melford
Σενάριο: Edith Maude Hull
Είδος: Adventure, Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 26min
Μεσότιτλοι: domnak
Παίζουν:
Rudolph Valentino = Ο Σεΐχης
Agnes Ayres = Λαίδη Diana Mayo
Ruth Miller = Zilah
George Waggner = Yousaef
Frank Butler = Sir Aubrey Mayo
Charles Brinley = Mustapha Al


Ένας γοητευτικός άραβας σεΐχης παθιάζεται με μια μοντέρνα Εγγλέζα, που λατρεύει την περιπέτεια, και την απάγει στο κατάλυμα του στην έρημο.


Η ταινία έφερε την συντέλεια στις γυναικείες καρδιές. Φυσικά δεν φταίει το σχηματικό σενάριο, αλλά ο συνδυασμός φωτορομάντζου και Rudolph Valentino έφεραν νέα ήθη στο Χόλυγουντ. Ο θρυλικός σταρ ήταν ήδη γνωστός από το Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης, αλλά εδώ επιβλήθηκε ως η απόλυτη ενσάρκωση της γοητείας.




Schloß Vogelöd (1921)

Schloß Vogelöd (1921)
The Haunted Castle


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau - Συγγραφείς: Rudolf Stratz , Carl Mayer
Είδος: Crime, Drama - Διάρκεια: 75 λεπτά
Παίζουν:
Arnold Korff = von Vogelschrey, κύριος του αρχοντικού
Lulu Kyser-Korff = Centa VVogelschrey, η γυναίκα του
Lothar Mehnert = Κόμης Johann Oetsch
Paul Hartmann = Κόμης Peter Paul Oetsch
Paul Bildt = Βαρόνος Safferstätt
Olga Tschechowa = Βαρόνη Safferstätt
Victor Bluetner = Πατήρ Faramund
Μετάφραση στα Ελληνικά των Γερμανικών μεσότιτλων από εμένα.


Το Schloß Vogelöd είναι μια γερμανική βωβή ταινία από τον Friedrich Wilhelm του έτους 1921.
Μια παρέα ανδρών συναντιέται για κυνήγι στο αρχοντικόικό του Vogelschrey, αλλά πέφτει πυκνή βροχή και οι φιλοξενούμενοι περνούν το χρόνο τους κουβεντιάζοντας και παίζοντας χαρτιά μέσα στο αρχοντικό. Ο κόμης Johann Oetsch, ο οποίος δεν είχε προσκληθεί, εμφανίζεται επίσης. Αποφεύγεται από τους άλλους καλεσμένους, διότι φημολογείται ότι ο ίδιος πυροβόλησε και σκότωσε τον αδελφό του Peter πριν από 4 χρόνια. Αυτή η φήμη καλλιεργείται από έναν πρώην δικαστή του περιφερειακού δικαστηρίου.
Αναμένεται επίσης η χήρα του δολοφονημένου αδελφού, η οποία έχε ξαναπαντρευτεί τον βαρόνο Safferstätt, γεγονός που καθιστά την κατάσταση δυσάρεστη για τον οικοδεσπότη. Ο κόμης Oetsch αδιαφορεί γι αυτό και παραμένει. Η βαρόνη είναι τρομαγμένη όταν φτάνει και είναι αποφασισμένη να αποχωρίσει. Πληροφορείται όμως ότι θα έλθει ο πατήρ Faramund, που είχε σχέση με τον πρώην σύζυγό της και θέλει να του εξομολογηθεί κάτι.
Τις επόμενες ημέρες ο Oetsch, η βαρόνη και ο βαρόνος κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τη δολοφονία του αδελφού του Κόμη. Τότε η βαρόνη ομολογεί στον πάτερ Faramund ότι ο γάμος της δεν ήταν πολύ αρμονικός. Ο σύζυγός της ενδιαφερόταν περισσότερο για πνευματικά ζητήματα, μα εκείνη είχε βαρεθεί τις αγιοσύνες και επιθυμούσε κάτι κάτι "κακό", ακόμα και φόνο! Αυτά τα είπε παρουσία τους βαρόνου Safferstätt, φίλου του συζύγου της, ο οποίος ερωτευμένος με πάθος μαζί της, παρεξηγεί τα λόγια της και σκοτώνει τον άνδρα της. Η κοινή ενοχή τελικά έκανε την ίδια και τον βαρόνο να παντρευτούν χωρίς να αισθάνονται οτιδήποτε άλλο ο ένας για τον άλλο. Στον ιερέα υπενθυμίζει ότι ως κληρικός δεν έχει το δικαίωμα να κοινοποιήσει την ομολογία της.
Ο ιερέας αποβάλει την ψεύτικη γενειάδα και την περούκα του και αποκαλύπτεται πως είναι ο κόμης Oetsch, ο οποίος μπορεί τώρα να αποδείξει την αθωότητά του! Ο βαρόνος Safferstätt πυροβολείται και αυτοκτονεί. Ο πραγματικός Πατέρας Faramund φτάνει τελικά στο κάστρο.
Η πρεμιέρα του Schloß Vogelöd έγινε στις 7 Απριλίου 1921. Το 2002, το Ίδρυμα Friedrich Wilhelm Murnau παρήγγηλε μια αποκατάσταση της ταινίας από ένα πρωτότυπο αρνητικό από το κινηματογραφικό αρχείο του ομοσπονδιακού αρχείου στο Βερολίνο, και από μία ταινία νιτρικών αλάτων που βρέθηκε σε κινηματοθήκη στο Σαν Πάολο στην Βραζιλία. Σε αυτήν υπήρχαν μεσότιτλοι στην Πορτογαλική γλώσσα που μπόρεσαν να συμπληρώσουν τους λείποντες Γερμανικούς.


Η ταινία κυκλοφόρησε κακώς και με τον τίτλο: "The Haunted Castle". Κακώς διότι αυτός ο τίτλος σημαίνει "Ο Στοιχειωμένος Πύργος", πράγμα που λανθασμένα οδηγεί πως πρόκειται για ταινία τρόμου, ενώ είναι απλά μια αστυνομική ταινία.