Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Le corbeau (1943)

Le corbeau (1943)
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Σκηνοθεσία: Henri-Georges Clouzot

Σενάριο: Louis Chavance , Henri-Georges Clouzot

Παίζουν: Pierre Fresnay, Ginette Leclerc and Micheline Francey  

Μεσούσης της Γερμανικής κατοχής ο Clouzot γύρισε την ταινία αυτή. Κατηγορήθηκε από μερικούς υπερπατριώτες ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι καλλίτερο για την πατρίδα του τις δύσκολες εκείνες στιγμές. Αυτός όμως αντέτεινε ότι με τον τρόπο αυτό βρήκαν δουλειά πολλοί άνθρωποι του χώρου του σινεμά που κυριολεκτικώς λιμοκτονούσαν. Η ταινία αρχίζει με την φράση: « Μία συνηθισμένη πόλη εδώ… ή οπουδήποτε αλλού». Αυτοί που τον κατηγορούσαν υποστήριζαν ότι στην Γερμανία που προβλήθηκε η ταινία ανέφερε: …«ή οπουδήποτε αλλού στη Γαλλία».
Ψέμα!
Όπως διαπιστώθηκε, η ταινία αυτή ουδέποτε προβλήθηκε στην Γερμανία.
Άλλη κατηγορία:
Η ταινία δόθηκε για επεξεργασία σε Γερμανικό εργαστήριο.
Τελείως άστοχη και η κατηγορία αυτή. αφού την περίοδο εκείνη μόνο Γερμανικά εργαστήρια λειτουργούσαν.
Η λύσσα τον πολέμιων του Clouzot ήταν τέτοια, που έφτασαν σε σημείο να ζητούν να καταστραφούν όλες οι κόπιες της ταινίας καθώς και το αρνητικό!
Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό και έτσι εμείς δεν στερηθήκαμε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης. Πέτυχαν όμως να επιβάλουν απαγόρευση εργασίας στον Clouzot και δεν μπόρεσε να γυρίσει άλλη ταινία μέχρι το 1947. Κάποτε το κυνήγι τέλειωσε και μπορέσαμε να απολαύσουμε ταινίες όπως «Το Μεροκάματο του Τρόμου», τον ορισμό του θρίλερ.
Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα τους πολέμιους του Clouzot να λυσσάξουν είναι ότι εκθέτει την «υψηλή» κοινωνία μιας μικρής επαρχιακής πόλης που τους αποδίδει αμοραλισμό και διαφθορά. Οι άνθρωποι που ταυτίζουν την κριτική εναντίον τους ως συκοφαντία κατά του έθνους, δεν του το συχώρεσαν αυτό. Επεδίωξαν να τον εξοντώσουν με κάθε μέσον.



Ο γιατρός της πόλης αυτής πέφτει θύμα ανώνυμου επιστολογράφου που υπογράφει ως «Το Κοράκι» και τον κατηγορεί πως προβαίνει σε παράνομες εκτρώσεις και άλλες αμοραλιστικές ενέργειες. Μαζί του κατηγορούνται και ορισμένα άλλα μέλη της τοπικής κοινωνίας, ότι συμμετέχουν στον αμοραλισμό. Οι  επιστολές στέλνονται στις αρχές και σε άλλα σημαίνοντα πρόσωπα.



Ο γιατρός αγωνίζεται, αφενός να αποδείξει ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούν και αφετέρου να αποκαλύψει τον συκοφάντη. Ολόκληρη η κοινωνία διακατέχεται από νευρικότητα. Το κορύφωμα όμως είναι όταν ασθενής που πάσχει από καρκίνο, λαβαίνει ανώνυμο γράμμα που του αποκαλύπτει την ασθένειά του. Ο ασθενής συγκλονίζεται και αυτοκτονεί. Το «Κοράκι» προσπαθεί να καταστήσει ένοχο το γιατρό για το θέμα της της ανώνυμης επιστολής και τις τραγικές συνέπειες. Η μαεστρία του Clouzot είναι ότι μας κρατά σε αγωνία καθηλωμένους, όχι λόγω κάποιου ψυχοπαθούς δολοφόνου ή κανενός φανταστικού τέρατος, αλλά απλά λόγο κάποιου συκοφάντη. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη και τελικά αποδεικνύετε ότι μόνο τυχαία δεν προέκυψαν ταινίες όπως: «Το Μεροκάματο του Τρόμου», «Η Διαβολογυναίκες» κ.α.
Την ταινία με τους δικούς μου υπότιτλους θα βρείτε εδώ:













Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Pickpocket (1959)


Pickpocket (1959)
Ο ΠΟΡΤΟΦΟΛΑΣ

Σκηνοθεσία: Robert Bresson

Σενάριο: Robert Bresson,

Παίζουν: Martin LaSalle, Marika Green, Jean Pélégri


Όταν ο ανταγωνισμός κινηματογράφου και τηλεόρασης φούντωσε, οι παραγωγοί στράφηκαν προς τους ανθρώπους της τεχνολογίας ζητώντας τους εντυπωσιακότερα πράγματα. Ηχεία που να κατεδαφίζουν τοίχους, τρισδιάστατες εικόνες που να ξεγελούν τον θεατή πως όπου να ‘ναι η χορεύτρια θα πεταχτεί από την οθόνη και θα προσγειωθεί στα γόνατά του, καθώς εντυπωσιακά και φανταχτερά σκηνικά!
Κόντρα σ’ αυτή την τάση, ο Bresson παραιτήθηκε ακόμα και από τα μέχρι τότε αποδεκτά εφέ. Με μια κάμερα στο χέρι, ένα φτωχικό και λιτό δωμάτιο, με φυσικό φωτισμό, λίγες σκηνές στο μετρό, στους δρόμους και σε καφενείο, ερασιτέχνες ηθοποιούς, συνθέτει ένα περιβάλλον που εργάζεται. Έχει την αίσθηση ότι όταν το έργο είναι φορτωμένο με εφέ, ο θεατής επικεντρώνεται σ’ αυτά και όχι στην ουσία που είναι η τέχνη του σινεμά. Έχει άδικο; Σήμερα ακούω  νέους να κάνουν κριτική σύγχρονης ταινίας λέγοντας:
Το αριστερό εμπρόσθιο ηχείο ήταν υποτονικό σε σχέση μα το δεξί. Το πίσω δεξί ηχείο ήταν άνευρο, στις γρήγορες σκηνές παρατηρούνταν μια καφέ θολούρα! Μόνο για την ουσία δεν ακούγεται τίποτα.
Το σενάριο διαπνέεται από Ντοστογιευστική ατμόσφαιρα. Ιδίως από το έργο «έγκλημα και τιμωρία». Μας παρουσιάζεται ένας νεαρός, ο Μισέλ, ο οποίος για βιοποριστικούς λόγους προβαίνει σε μία κλοπή.

Αυτό ήταν η αρχή. Στην συνέχεα εθίζεται και αυτό του γίνεται τρόπος ζωής. Πιστεύει ότι έχει μια ξεχωριστή ικανότητα σε σχέση με τους λοιπούς ανθρώπους και πρέπει την ικανότητα αυτή να την εξασκεί, όπως ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης οφείλει να εξασκεί την τέχνη του ενόποιον του κοινού! Αστυνομικός που τον υποπτεύεται αλλά δεν έχει αρκετές αποδείξεις, έχει γίνει η σκιά του. Ανταλλάσσουν οι δυο τους φιλοσοφικές συζητήσεις περί ηθικής και νομιμότητας. Ο Μισέλ υποστηρίζει ότι η κοινωνία θα έπρεπε να παραβλέπει την παραβατικότητα ορισμένων ευφυών ατόμων, διότι αυτοί με την ευφυΐα τους κάποτε θα προσφέρουν στην κοινωνία αξιόλογο έργο!
Ανάμεσά τους έχουμε και την Ζαν, κοπέλα συναισθηματική και υπέρ της νομιμότατος. Μεταξύ των δύο διαφορετικών στον χαρακτήρα νέων, θα ανατηχθεί ένα αίσθημα, το οποίο στο τέλος θα εκδηλωθεί.

Ο αστυνόμος που έχει γίνει η σκιά του Μισέλ, αισιοδοξεί ως άλλος αστυνόμος του μυθιστορήματος του Ντοτογιεύσκη, ότι οι τύψεις θα οδηγήσουν κάποτε τον ένοχο να παραδοθεί.
Ο Μισέλ μεταναστεύει και εξασκεί το «ταλέντο» του και σε άλλες χώρες. Κάποια στιγμή, είτε από νοσταλγία είτε από τύψεις, επιστρέφει στην πατρίδα του παραδίδεται, ομολογεί και καταλήγει στη φυλακή. Αυτή την φορά όμως δεν είναι μόνος. Η Ζαν, ως άλλη Σόνια του ‘έργου «έγκλημα και τιμωρία», του συμπαραστέκεται και τον περιμένει να εκτίσει την ποινή του.

Οι υπότιτλοι είναι δικής μου μετάφρασης.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Les dimanches de Ville d'Avray 1962




Les dimanches de Ville d'Avray

1962

Κυριακές στην πόλη Αβρέ

 

Σκηνοθεσία: Serge Bourguignon
Σενάριο: Serge Bourguignon, Antoine Tudal,
Παίζουν: Hardy Krüger, Nicole Courcel, Patricia Gozzi


Ο Πιέρ, ένας βετεράνος του πολέμου, βασανίζεται από εφιάλτες αφότου κατά την θητεία του στο Βιετνάμ το αεροπλάνο του καταρρίφθηκε και σκότωσε κατά λάθος ένα αθώο παιδί. Ζει με τη νοσοκόμα φίλη του, η οποία κρύβει ρομαντικά αισθήματα γι αυτόν.


Μια μέρα κατά τύχη βλέπει την Κυβέλη, ένα μικρό κορίτσι, να παραδίδεται από τον πατέρα της σε ορφανοτροφείο.

Ο πρωταγωνιστής αποφασίζει να παραστήσει τον πατέρα της προκειμένου να την σώσει από την ορφανή της μοίρα. Κάθε Κυριακή οι δύο φίλοι περνάνε τη μέρα τους μαζί αλλά σύντομα η στενή τους σχέση παρεξηγείται από τον κοινωνικό τους περίγυρο.



Μια συγκλονιστική ταινία που κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας το 1962 για μια γλυκόπικρη φιλία ανάμεσα σε δύο τραυματισμένες ψυχές, που καταφέρνουν να βρουν τρυφερότητα και αγάπη σε έναν εχθρικό κόσμο..

Να διευκρινίσω ότι τους υπότιτλους αυτούς δεν τος έκανα εγώ.
Τους έκανε η κα Αθηνά Πολύζου την οποία και ευχαριστούμε.

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

La guerre des boutons (1962)

La guerre des boutons (1962)

Ο Πόλεμος των Κουμπιών


Σκηνοθεσία: Yves Robert

Σενάριο:  Louis Pergaud (Μυθιστόρημα), François Bor

Παίζουν: Jacques Dufilho, Yvette Etiévant, Michel Galabru

  
Ο σκηνοθέτης Yves Robert έφτιαξε ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Luis Pergaud.
Μας παρουσιάζει δύο γειτονικά χωριά στην Γαλλική επαρχία του 50, όπου οι πιτσιρικάδες κατεχόμενοι από άκρατο πατριωτικό τοπικισμό σχηματίζουν συμμορίες και μάχονται οι μεν  τους δε. Η μάχες όμως δεν περιορίζονται στα ξύλινα σπαθιά και της σφεντόνες.
Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι γονείς είναι άκρος αντίθετοι με αυτά που γίνονται, η μία συμμορία συλλαμβάνει μέλη της άλλης, τους αφαιρεί κουμπιά, ζώνες και τιράντες από πάνω τους, έτσι ώστε όταν γυρίσουν σπίτι να ξυλοφορτωθούν από τους γονείς τους
Οι μικροί παίρνουν τον ιδιόρρυθμο πόλεμό τους πολύ στα σοβαρά. Μέχρι που με πάσα μυστικότητα και συνωμοτικά επισκέπτεται η ομάδα του ενός χωριού το άλλο μες τη νύχτα για να γράψουν υβριστικά συνθήματα στους τοίχους! Έντρομος ένας πιτσιρικάς νομίζει ότι έπεσε στα χέρια των ενήλικων εχθρών. Αντι όμως για κάπια τιμωρία που φαντασιώνεται, δέχεται τρυφερή και στοργική περιποίηση από αυτούς!
Τελικά η μέρα της καθοριστικής μάχης φθάνει. Οι αντίπαλοι χτυπιούνται και καταστρέφουν ο ένας τα ρούχα του άλλου! Στο τέλος πρέπει να γυρίσουν σπίτι. Έξαλλος ο πατέρας του αρχηγού της μιας συμμορίας βλέπει τον γιο του να επιστρέφει σε μαύρο χάλι. Ορμάει να τον περιποιηθεί καταλλήλως και ο νεαρός το βάζει στα πόδια για να γλιτώσει. Χάνεται προς το δάσος και έχουν περάσει πολλές ώρες που δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ανήσυχοι η χωρικοί και των δύο χωριών σχηματίζουν ομάδα διάσωσης για να εντοπίσουν τον φυγάδα. Καθοδόν όμως το ρίχνουν στο φαγοπότι και στο τέλος φιλονικούν. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο τοπικισμός  των παιδιών είναι ασθένεια που τους την μετέδωσαν οι μεγάλοι.
Τελικά συλλαμβάνεται ο φυγάς και η ποινή του είναι να εγκλειστεί σε αναμορφωτήριο!
 
Έκπληκτος εκεί βρίσκει τον αρχηγό της αντίπαλης συμμορίας που του επεβλήθη η ίδια ποινή. Τα παιδιά αγγελιάζονται και λέει το ένα στο άλλο:
«Λες όταν μεγαλώσουμε να γίνουμε κι εμείς τόσο ανόητοι όσο αυτοί οι μεγάλοι;»
Η ταινία στην εποχή της σημείωσε αρκετή επιτυχία και δεν κόστισε πολλά, αφού οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν κάτοικοι των χωριών. Μάλιστα έγινε τρεις φορές remake της ταινίας. Μια φορά από Ιρλανδούς και δυο φορές από Γάλλους. Εγώ όμως είμαι εναντίον των remake. Είναι σα να μου λέει κάποιος ότι ανακατασκευάζει τον Παρθενώνα με σύγχρονα υλικά!
Στις μέρες μας είναι διχασμένες οι γνώμες για την αξία της ταινίας. Μερικοί την θεωρούν την σπουδαιότερη ταινία με ήρωες παιδιά που γυρίστηκε ποτέ, ενώ άλλοι βρίσκουν των πόλεμο τον παιδιών ανούσιο και ανώφελο. Λες και υπάρχει πόλεμος ωφέλιμος και ουσίας!
Του υπότιτλους αυτής της ταινίαςτους μετέφρασα εγώ.












La belle et la bête (1946)

La belle et la bête (1946)

Η ΠΕΝΤΑΜΟΡΦΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΡΑΣ
 

Ο Jean Cocteau δεν ήθελε να τον θεωρούν σκηνοθέτη, αλλά ποιητή που ασχολείται και με την σκηνοθεσία! Ότι όμως κι αν ήτανε εμείς δεν παύουμε να τον θεωρούμε μεγάλο σκηνοθέτη, αφού κατόρθωσε από ένα γνωστό και τετριμμένο παραμύθι να μας παρουσιάσει ένα ποιητικό αριστούργημα που αποτελεί μνημείο στην ιστορία του κινηματόγραφου. Πρόθεσή του ήταν να επανεντάξει την Γαλλία στη πρωτοπορία του παγκόσμιου σινεμά μετά την στασιμότητα που έπρεπε να είχε παρουσιαστεί κατά την διάρκεια της Γερμανικής κατοχής. Αυτός αγωνίστηκε κόντρα στο κυνήγι που υπέστη από κριτικούς που τον κατηγόρησαν για «ελιτισμό» και έλλειψη επαφής με το κοινό.
Γι αυτό το λόγο διάλεξε ένα γνωστό παραμύθι και με τις ευαισθησίες του κατόρθωσε να παρακάμψει την τρομερή ασκημιά του τέρατος και να τονίσει την καλοσύνη του. Το θέμα της τρομακτικής εμφανίσεις του τέρατος γινόταν δευτερεύον ζήτημα για τον θεατή μπροστά στην καλοσύνη που εξέπεμπε. Λέγεται μάλιστα ότι όταν σύμφωνα με τον μύθο τα μάγια κάποια στιγμή λύνονται και το «Τέρας» αποβάλει την τρομακτική του εμφάνιση μετατρεπόμενος και πάλι σε γοητευτικό νεαρό άνδρα...
 
η Μάρλεν Ντίτριχ που παρακολουθούσε την πρεμιέρα αναφώνησε:
«τι έγινε το όμορφό μου τέρας;»
 
Να μην παραλείψουμε να τονίσουμε την συμβολή στην επιτυχία της ταινίας της Josette Day, στο ρόλο της γλυκιάς και συνετής πεντάμορφης.
Αυτός που δίνει όμως ρέστα είναι ο πολυτάλαντος Jean Marais! Ηθοποιός, συγγραφέας, ζωγράφος, γλύπτης και ποιος ξέρει τι άλλο ακόμα. Ο ρόλος αυτός του επέφερε διαφορετική τροπή στην καριέρα του.
Δεν υπήρχε περίπτωση να θέσουν οι εταιρίες διανομής στην Ελλάδα σε κυκλοφορία τέτοια ταινία με Ελληνικούς υπότιτλους. Αρκεστείτε λοιπόν σ’ αυτά που σας προσφέρουμε εμείς οι ερασιτέχνες:










Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

The Glass Slipper (1955)

The Glass Slipper (1955)
Η Σταχτοπούτα
Με την Leslie Caron

Σκηνοθεσία: Charles Walters

Σενάριο: Helen Deutsch

Παίζουν: Leslie Caron, Michael Wilding, Keenan Wynn

Έγινε κάποια συζήτηση για ταινίες παραμύθια που δεν είναι animation αλλά από πραγματικούς ηθοποιούς. Τότε μου ήλθε στον νου η ταινία «Σταχτοπούτα» του 1955, που είχα παρακολουθήσει ως πιτσιρικάς. Έψαξα στο internet αλλά τίποτα! . Έφθασα μάλιστα σε σημείο να αμφιβάλω για τον εαυτό μου, γιατί τέτοια πράγματα δεν τα ξεχνάω εγώ. Σκέφτηκα μήπως κάνω λάθος; Μήπως δεν υπάρχει τέτοια ταινία και την μπερδεύω με το animation της Ντίσνεϊ. Στο μυαλό μου όμως είχε μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη η εικόνα με το εκφραστικό και πασαλειμμένο με στάχτες μουτράκι της Leslie Caron. Ξέρετε, την πρωταγωνίστρια των ταινιών Gigi, Ένας Αμερικανός στο Παρίσι, κ.α.

Λέω: βρες μπας και όλα αυτά είναι της φαντασίας μου και το αλτσχάϊμερ μου χτυπά την πόρτα; Ευτυχώς! Ο λόγος που δεν έβρισκα την ταινία τελικά βρέθηκε και ησύχασα για την ώρα! Το θέμα του τίτλου με μπέρδεψε πολύ. Έψαχνα για «Citerella» και φυσικά δεν έβρισκα τίποτα Μα μόνο στην Ελλάδα παίχτηκε με τον τίτλο αυτό. Το όνομα της ταινίας ήταν: «The Glass Slipper». Βρήκα λοιπόν την ταινία με Αγγλικούς υπότιτλους και στρώθηκα αμέσως στη δουλειά. Την μετάφραση των υποτίτλων

Θέλω να διευκρινίσω ότι δεν με ενδιαφέρουν μόνο οι λεγόμενες ποιοτικές ταινίες, αλλά και όσες μου άφησαν αναμνήσεις από τα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια.
Το ότι η ταινία διεθνώς δεν φέρει τον τίτλο «Σταχτοπούτα» μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι πρόκειται για μια διασκευή του γνωστού παραμυθιού. Ή μάλλον καλύτερα, έγινε προσπάθεια από τους δημιουργούς της ταινίας να την αποπαραμυθοποιήσουνε και να παρουσιαστεί όσο το δυνατόν πιο ορθολογική.
Μας παρουσιάζεται όπως και στο παραμύθι ένα φανταστικό Δουκάτο του Μεσαίωνα που κυβερνάται από τον γέρο Δούκα και που υπάρχει επίσης και το πριγκιπόπουλο ο διάδοχος. Η Σταχτοπούτα που ζει με την μητριά της και τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της, αντιμετωπίζεται χειρότερα από σκλάβα από την οικογένεια. Μόνο υποχρεώσεις για βαριές δουλειές και κανένα δικαίωμα. Στις αγγαρείες που την υποχρεώνουν να κάνει περιλαμβάνεται και το άδειασμα του τζακιού από τις στάχτες. Αυτή είναι μόνιμα λερωμένη από την δραστηριότητα αυτή και έτσι της κωλύσανε το παρατσούκλι «Σταχτοπούτα».
Η μόνη εκτόνωση της είναι να επισκέπτεται ένα ξέφωτο στην άκρη μιας λίμνης στο δάσος και εκεί να ονειροπολεί. Εκεί θα γνωρίσει τον Πρίγκιπα, ο οποίος θα αποκρύψει την ταυτότητά του και θα της συστηθεί ως μάγειρας του παλατιού. Η Σταχτοπούτα θα νοιώσει μία έλξη για τον ευγενή αυτό νέο και θα αρχίσει τα ονειροπολήματα, πως θα βρεθεί κάποτε μαζί του στο πλευρό του στην κουζίνα του παλατιού. Το ονειροπόλημά της μας παρουσιάζεται ως ο περίφημος «χορός των μαγείρων» όπου συμμετέχει αυτή μαζί με το μπαλέτο του Παρισιού.
 
Εκεί θα της εμφανιστή και μια παράξενη γριούλα  Η γριούλα αυτή δεν έχει σχέση με την καλή νεράιδα του παραμυθιού με τα μαγικά ραβδάκια. Είναι μια πράγματι περίεργη και αλαφροΐσκιωτη γυναίκα που όλη η πόλη ξέρει ότι είναι αρκετά ιδιόρρυθμη. Έχει τη συνήθεια, όταν χρειάζεται να δανειστεί κάτι, να το κλέβει και μετά να το επιστρέφει
 
Αυτή θα πείσει την Σταχτοπούτα να λάβει μέρος στον χορό που δίδεται στο παλάτι. Της εξασφαλίζει πρόσκληση και για το εντυπωσιακό της ντύσιμο δεν μεταμορφώνει με μαγικό ραβδάκι τα κουρέλια σε πολυτελή φορέματα. Απλά κατά την συνήθειά της δανείζεται (δηλαδή κλέβει προσωρινά) πολυτελές φόρεμα, κοσμήματα και ένα ζευγάρι κομψά γοβάκια. Δεν μεταμορφώνει την κολοκύθα και τον ποντικό σε άμαξα και αμαξά. Απλά με την πειθώ της πείθει έναν αμαξά να εξυπηρετήσει την Σταχτοπούτα. Αυτός δέχεται, αλλά με την συμφωνία ότι η κοπέλα θα πρέπει να αποχωρίσει ακριβώς τα μεσάνυχτα, διότι μετά έχει την υποχρέωση να οδηγήσει τα αφεντικά του πίσω στο σπίτι. Έτσι κι έγινε. Η Σταχτοπούτα με την ομορφιά και την κομψότητά της γίνεται το θέμα συζήτησης από όλους. Ο Πρίγκιπας φαίνεται να την αναγνωρίζει και να χορεύει ασταμάτητα μαζί της καταγοητευμένος.
 
Η Σταχτοπούτα ξεχνιέται όταν ξαφνικά ακούει το ρολόι να κτυπά μεσάνυχτα! Έντρομη το βάζει στα πόδια, μα στην βιασύνη της της φεύγει ένα γοβάκι. Ο Πρίγκιπας το περιμαζεύει αλλά δεν περιέρχεται όλη την χώρα για να βρει σε ποιάν ανήκει το γοβάκι αυτό. Πηγαίνει στο γνωστό μέρος στο δάσος, βρίσκει την Σταχτοπούτα, της επιστρέφει το γοβάκι και η υπόθεση λήγει με happy end.