Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mystery. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Mystery. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 2 Νοεμβρίου 2022

Equus 1977

 

Equus 1977

Έκβους



Σκηνοθεσία: Sidney Lumet

Σενάριο: Peter Shaffer

Είδος: Horror ΔΕ 70, Drama, Mystery

Διάρκεια: 2h 17m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Richard Burton: Martin Dysart

Peter Firth: Alan Strang

Colin Blakely: Frank Strang

Joan Plowright: Dora Strang

Harry Andrews: Harry Dalton

Eileen Atkins: Hesther Saloman

Ένας ψυχίατρος προσπαθεί να αποκαλύψει την βάναυση συμπεριφορά ενός ταραγμένου ψυχικά αγοριού με τα άλογα. Ο ψυχίατρος Martin Dysart(Richard Burton) ερευνά την άγρια συμπεριφορά ενός 17χρονου ο οποίος ​​τυφλώνει έξι άλογα με μεταλλική ακίδα.Όπως ο Dysart εκθέτει τις αλήθειες πίσω από τους δαίμονες του αγοριού, βρίσκει στον εαυτό του ομοιότητες και έρχεται πρόσωπο με πρόσωπο με τις δικές του εμμονές

Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2022

THE OMEN 1976

 

THE OMEN 1976

Η προφητεία


Σκηνοθεσία: Richard Donner

Σενάριο: David Seltzer

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 51m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Gregory Peck: Robert Thorn

Lee Remick: Katherine Thorn

David Warner: Jennings

Billie Whitelaw: Mrs. Baylock

Harvey Stephens: Damien

Patrick Troughton: Father Brennan

Martin Benson: Father Spiletto

 

Λίγες ταινίες τρόμου μπορούν να σηκώσουν επάξια τον βαρύ τίτλο της «κλασικής». Σ’ αυτές ανήκει σίγουρα το θρυλικό «The Omen» του Richard Donner. Με σπουδαία ονόματα σε πρωταγωνιστικό ρόλο όπως ο Gregory Peck και η Lee Remick και έναν ιδανικό πιτσιρικά για την ενσάρκωση του Αντίχριστου, το «The Omen» αποτελεί μια μοναδική εμπειρία τρόμου που κάθε οπαδός του είδους που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να βιώσει.

Σίγουρα και μόνο στο άκουσμα λέξεων όπως «Αντίχριστος», «Σατανάς», «666» πολλοί νιώθουν ενοχλημένοι, άλλοι αγριεύονται, κι άλλοι αρχίζουν το σταυροκόπημα. Με τέτοιες έννοιες καταπιάνεται το «The Omen» αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είστε θρησκευόμενος για τα τρομάξετε βλέποντάς το. Η ταινία καταφέρνει να δημιουργήσει ρίγη τρόμου με την απόκοσμη ατμόσφαιρά της, τη διαβολική μουσική της (ειδικά το κομμάτι Ave Satani), τις ειλικρινείς ερμηνείες των πρωταγωνιστών της, το κλίμα απελπισίας μπροστά στη μεγάλη αναδυόμενη απειλή και αρκετές μακάβριες σκηνές που καρφώνονται στη μνήμη του θεατή δια παντός.

Η ταινία ξεκινά με την υιοθέτηση ενός βρέφους από τον Αμερικανό διπλωμάτη Robert Thorn ο οποίος προβαίνει στη συγκεκριμένη πράξη κρυφά από τη γυναίκα του λόγω του αναφερόμενου θανάτου του νεογέννητου παιδιού τους. Στη συνέχεια το ζεύγος μετακομίζει από τη Ρώμη στο Λονδίνο για την ανάληψη των νέων καθηκόντων του Robert. Σταδιακά όμως ανακαλύπτουν ότι κάτι δεν πάει καλά με το υιοθετημένο παιδί τους. Μια σειρά συμπτώσεων γύρω από το μικρό Damien αναστατώνουν τους δύο γονείς. Ο μικρός έπαθε σοκ φτάνοντας σε μια εκκλησία, τα ζώα ενός πάρκου αγριεύουν βλέποντάς τον και ένας αλλόκοτος ιερέας επισκέπτεται τον πατέρα του Damien προειδοποιώντας τον για την διαβολική ταυτότητα του γιου του, δίνοντάς του συμβουλές για να τον αντιμετωπίσει. Ο Αντίχριστος επιδιώκει την ανάδυση του μέσα από τον κόσμο της πολιτικής ως κληρονόμος του Robert και στη συνέχεια την εδραίωση της κυριαρχίας του στον κόσμο. Το ζεύγος αρχικά δείχνει δύσπιστο στα σημάδια αλλά τα γεγονότα που θα εκτυλιχτούν θέτουν σε κινητικότητα τον πατέρα ο οποίος με τη βοήθεια ενός φωτογράφου ξεκινάει την απαραίτητη έρευνα για να σταματήσει τον Αντίχριστο, δηλαδή το γιο του! Εγχείρημα δύσκολο αφού ο σατανικός Damien δεν είναι ανυπεράσπιστος και με τους σπουδαιότερους υπερασπιστές του κακού να βρίσκονται στο ίδιο του το σπίτι!

Εκτός από την διθυραμβική αντίδραση των κριτικών της εποχής το «The Omen» σημείωσε μεγάλη επιτυχία και στο αμερικανικό box office συγκεντρώνοντας 60.922.980 δολάρια, όντας το 5ο πιο επιτυχημένο εμπορικά φιλμ στις ΗΠΑ για το 1976. Επίσης κέρδισε και 1 Oscar για το καλύτερο soundtrack.

Δε νομίζω ότι χρειάζονται να ειπωθούν περισσότερα για την αναμφισβήτητη ποιότητα της εν λόγω ταινίας. Η ανατριχιαστική ιδέα ότι πίσω από το αθώο βλέμμα ενός μικρού παιδιού ελλοχεύει το μεγαλύτερο κακό σύμφωνα με μια μεγάλη μερίδα συνανθρώπων μας,  συνιστά εξαιρετικό υλικό για τη δημιουργία μιας πραγματικά διαβολικής ταινίας, κάτι που επιτεύχθηκε άψογα στο «The Omen». Ο αυθεντικός τρόμος είναι εδώ, σε μια ταινία σταθμό που παρά το πέρασμα του χρόνου διατηρεί κρυστάλλινη την αυθεντικότητά της. Ένα διαχρονικό διαμάντι τρόμου, από τα λαμπρότερα (ή μήπως από τα σκοτεινότερα;) που είδαμε ποτέ.

CARRIE 1976

CARRIE 1976

Κάρι, έκρηξη οργής


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Stephen King, Lawrence D. Cohen

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 36m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Sissy Spacek: Carrie

Piper Laurie: Margaret White

Amy Irving: Sue Snell

William Katt: Tommy Ross

John Travolta: Billy Nolan

Nancy Allen : Chris Hargenson

Betty Buckley: Miss Collins

 

Μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου των χρυσών 70s (ίσως η ποιοτικότερη δεκαετία του horror κινηματογράφου) αναμένει να την ανακαλύψουν όσοι φίλοι του είδους δεν το έχουν ήδη κάνει. Δεν λέω, καλά και τα remake, αλλά πρέπει να ψάχνουμε από πού ξεκίνησαν όλα…

Αναμφίβολα από τις σπουδαιότερες στιγμές στην πρώιμη σκηνοθετική καριέρα του Brian De Palma. Ο διαβόητος σκηνοθέτης είχε ήδη δώσει τα διαπιστευτήριά του με το καταπληκτικό «Sisters» του 1973. Στο «Carrie» αναλαμβάνει το στήσιμο στη μεγάλη οθόνη του επιτυχημένου ομότιτλου μυθιστορήματος του Stephen King προσαρμόζοντας τη σκηνοθεσία του στις απαιτήσεις του μεταφυσικού, χωρίς όμως να λησμονεί εντελώς τις χιτσκοκικές επιρροές του.

Το «Carrie» αφηγείται την δραματική και εν τέλει τραγική ιστορία της νεαρής Carrie White, μιας εσωστρεφούς, ιδιόρρυθμης κοπέλας, μεγαλωμένης στο αυστηρό, θρησκόληπτο περιβάλλον που της επιβάλλει η μητέρα της. Ο παρακμιακός και ιδιόρρυθμος χαρακτήρας της αποκαλύπτεται ήδη από το ξεκίνημα του έργου όταν η ηρωίδα αγνοώντας την γυναικεία έμμηνη ρύση, παθαίνει ισχυρό σοκ στο ντους του σχολείου της μπροστά στη θέα του ρέοντος αίματος. Σοκ για την Carrie, ατελείωτα πειραχτικά χάχανα για τις συμμαθήτριές της που την περιγελούν και που την έχουν ήδη περιθωριοποιήσει.

Η Carrie διαθέτει όμως και μια αφύσικη ικανότητα, αυτήν της τηλεκίνησης την οποία όμως δεν είναι σε θέση να ελέγχει καλά. Αν και απομονωμένη από τον κοινωνικό περίγυρο και συνεχώς καταπιεσμένη από την υπερσυντηρητική μητέρα της, θα καταφέρει να παραβρεθεί στον πολυαναμενόμενο σχολικό χορό και μάλιστα με καβαλιέρο τον γόη της τάξης της. Όταν όμως οι συμμαθήτριές της τής κάνουν μια ταπεινωτική φάρσα στη διάρκεια του χορού, η συσσωρευμένη οργή της Carrie εκρήγνυται και η αίθουσα μετατρέπεται σε νεκροταφείο! Οι τηλεκινητικές ικανότητες της πρωταγωνίστριας βρέθηκαν εκτός ελέγχου…

Παρότι έχουν περάσει ολόκληρες δεκαετίες από την εποχή του, το «Carrie» διατηρεί αμείωτο τις συγκινήσεις του. Δεν μοιάζει καθόλου απαρχαιωμένο, αντιθέτως αφηγείται με φρεσκάδα και ένταση την δραματική ιστορία της πρωταγωνίστριάς του. Σε αυτό βοηθά προφανώς η συγκλονιστική ερμηνεία της Sissy Spacek (The Straight Story, In The Bedroom) στο ρόλο της Carrie. Το αθώο και συνάμα θλιμμένο βλέμμα της ευαισθητοποιεί τον θεατή ακόμα και μετά το μακελειό που η ίδια προκαλεί.

Το cast συμπληρώνεται από την επίσης πολύ καλή Piper Laurie (Children of a Lesser God, The Hustler) στο ρόλο της μητέρας της Carrie, τον νεαρό τότε John Travolta, την διαχρονικά ατάλαντη αλλά πάντοτε αισθησιακή Nancy Allen (Dressed to Kill, Robocop) και μερικούς ακόμα αξιόλογους ηθοποιούς. Αν και η δράση είναι συμπυκνωμένη στις τελικές σεκάνς, η ταινία παραμένει ενδιαφέρουσα και καθόλου πληκτική και στο υπόλοιπο μέρος της, κι αυτό οφείλεται κυρίως στο σκηνοθετικό ταλέντο του De Palma.

Μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου των χρυσών 70s (ίσως η ποιοτικότερη δεκαετία του horror κινηματογράφου) αναμένει να την ανακαλύψουν όσοι φίλοι του είδους δεν το έχουν ήδη κάνει. Δεν λέω, καλά και τα remake, αλλά πρέπει να ψάχνουμε από πού ξεκίνησαν όλα… 

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2022

The Little Girl Who Lives Down the Lane 1976

The Little Girl Who Lives

Down the Lane 1976

Το κελάρι της αγωνίας


Σκηνοθεσία: Nicolas Gessner

Σενάριο: Laird Koenig

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 31m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jodie Foster: Rynn Jacobs

Martin Sheen: Frank Hallet

Alexis Smith: Cora Hallet

Mort Shuman: Ron Miglioriti

Scott Jacoby: Mario Podesta

Dorothy Davis: Town Hall Clerk 

Το The Little Girl Who Lives Down the Lane είναι μια ταινία του 1976 σε σκηνοθεσία του Nicolas Gessner και με πρωταγωνιστές τους Jodie Foster, Martin Sheen, Alexis Smith, Mort Shuman και Scott Jacoby. Ήταν μια συμπαραγωγή Καναδά και Γαλλίας και γράφτηκε από τον Laird Koenig, βασισμένο στο ομότιτλο μυθιστόρημά του του 1974.

Η πλοκή επικεντρώνεται στη 13χρονη Ριν Τζέικομπς (Φόστερ), ένα παιδί του οποίου ο απών ποιητής πατέρας και οι μυστικοπαθείς συμπεριφορές του προκαλούν τις υποψίες των συντηρητικών γειτόνων της στη μικρή πόλη του Μέιν. Η μεταφορά, που αρχικά προοριζόταν ως θεατρικό έργο, γυρίστηκε στο Κεμπέκ με μικρό προϋπολογισμό. Η παραγωγή έγινε αργότερα αντικείμενο διαμάχης σχετικά με αναφορές ότι ο Φόστερ είχε συγκρούσεις με τους παραγωγούς για τη μαγνητοσκόπηση και τη συμπερίληψη μιας γυμνής σκηνής, αλλά χρησιμοποιήθηκε το σάμα μιας 21χρονης, της αδερφής του Φόστερ. Μετά από μια προβολή στο Φεστιβάλ των Καννών το 1976, ξεκίνησε μια δικαστική προσφυγή σχετικά με τη διανομή και ακολούθησε μια γενική κυκλοφορία το 1977.

Αρχικά κυκλοφόρησε σε μικτές κριτικές, με ορισμένους κριτικούς να βρίσκουν την πλοκή μυστηρίου του φόνου αδύναμη, αλλά την ερμηνεία της Jodie Foster πιο αξιόλογη, η ταινία κέρδισε δύο βραβεία Saturn, συμπεριλαμβανομένης της καλύτερης ταινίας τρόμου και της καλύτερης ηθοποιού για το Foster. Στη συνέχεια απέκτησε το καθεστώς της λατρείας, με τους μεταγενέστερους κριτικούς να αξιολογούν θετικά το σενάριο. Συγγραφείς και ακαδημαϊκοί το έχουν ερμηνεύσει ως δήλωση για τα δικαιώματα των παιδιών και το έχουν τοποθετήσει ποικιλοτρόπως στο θρίλερ, τον τρόμο, το μυστήριο ή άλλα είδη.

  

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2022

Paranoiac 1963

Paranoiac 1963

1963Δυο Μάτια Γεμάτα Πόνο

 


Σκηνοθεσία: Freddie Francis

Σενάριο: Jimmy Sangster, Josephine Tey

Είδος: Horror ΔΕ 60, Drama, Mystery

Διάρκεια: 1h 20m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Janette Scott: Eleanor Ashby

Oliver Reed: Simon Ashby

Sheila Burrell: Aunt Harriet

Maurice Denham: John Kossett

Alexander Davion: Tony Ashby

Liliane Brousse: Françoise 

Ο για χρόνια χαμένος Tony Ashby εμφανίζεται ξαφνικά ζωντανός στο πατρικό του σπίτι, αλλά τόσο η θεία του όσο και ο αλκοολικός αδελφός του πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που θέλει να βάλει χέρι στην οικογενειακή περιουσία εκμεταλλευόμενος την εύθραυστη ψυχική κατάσταση της μικρής τους αδελφής.

Κλασικό θρίλερ μυστηρίου από την κορυφαία περίοδο της Hammer, το PARANOIAC είναι σίγουρα μια από τις καλύτερες ταινίες τόσο του αγαπημένου Freddie Francis όσο και του πρωταγωνιστή Oliver Reed. Βασισμένη στο βιβλίο της Josephne Tey, η ταινία κυκλοφόρησε σαν 2η σε double bill μαζί με το καταπληκτικό KISS OF THE VAMPIRE, αλλά βλέποντάς την κανείς σήμερα λογικά αναρωτιέται γιατί μια τόσο καλή ταινία δεν μπορούσε να σταθεί άνετα και μόνη της.

Η υπόθεση ασχολείται με την πάμπλουτη Βρετανική οικογένεια των Ashby που χτυπήθηκε αλύπητα από την μοίρα όταν και οι δύο γονείς έχασαν τη ζωή τους αφήνοντας τα 3 παιδιά με την θεία Harriet (Sheila Burrell) η οποία εκτός από την οικογενειακή περιουσία έπρεπε να φροντίσει τον αλκοολικό Simon (Oliver Reed) και την διαταραγμένη από το θάνατο των γονιών της Eleanor (Janette Scott). Σαν να μην έφταναν αυτά, ήρθε λίγα χρόνια μετά και η αυτοκτονία της φωνής της λογικής της οικογένειας, του μεγάλου αδελφού Tony (Alexander Devion), η οποία έσπρωξε στην παράνοια την Eleanor που 8 χρόνια μετά ζει υπό τη φροντίδα της ιδιωτικής νοσοκόμας Franηoise (Liliane Brousse) και βρίσκεται γενικά κλεισμένη στο δωμάτιό της.

Όμως μια μέρα που η Eleanor αποφασίζει να τελειώσει τη ζωή της πηδώντας από ένα γκρεμό, σαν από μηχανής θεός την σώζει ο εξαφανισμένος και υποτίθεται νεκρός αδελφός της Tony, ο οποίος επιστρέφει στο σπίτι υπό το δύσπιστο βλέμμα της θείας του και του Simon,οι οποίοι πιστεύουν ότι είναι απατεώνας που απλώς μοιάζει με τον χαμένο Tony και έχει σαν απώτερο στόχο την περιουσία της οικογένειας. Όμως η Eleanor δεν πείθεται και πέφτει με τα μούτρα πάνω στον Tony. Είναι όμως αυτός ο πραγματικός αδελφός της, κι αν όχι τι απέγινε ο αληθινός Tony Ashby;

Η ταινία ξεκινάει χωρίς χρονοτριβές με τις απολύτως αναγκαίες εισαγωγές στους διάφορους χαρακτήρες και μια αρχική ματιά στον ψυχισμό τους αλλά και στο ιστορικό υπόβαθρο της υπόθεσης. Αυτό το στιλ συνεχίζεται μέχρι το πρώτο μισάωρο όπου και κάνει την εμφάνισή του ο χαμένος Tony και αλλάζει τα δεδομένα της ταινίας αλλά και το ειδικό ενδιαφέρον της συγκεκριμένης θεματικής ενότητας. Μέχρι τότε, οι θεατές απολάμβαναν κυρίως τον καταπληκτικό Oliver Reed σε μια από τις ερμηνείες που δυστυχώς για τον ίδιο χαρακτήρισαν την πραγματική του ζωή, όπου ο Βρετανός ηθοποιός υπήρξε διαβόητος για την σχέση του με το αλκοόλ και τις καταχρήσεις.

Άξια συμπαραστάτης του Reed η πανέμορφη Janette Scott σε μια άκρως ρεαλιστική ερμηνεία, όπως και η Sheila Burrell στο ρόλο της μυστηριώδους θείας Harriet. Οι τρεις αυτοί χαρακτήρες κρατάνε στα χέρια τους ολόκληρη την ταινία στο πρώτο μέρος της και αυξάνουν το ενδιαφέρον κατακόρυφα σε συνδυασμό με τις σεναριακές εναλλαγές θέματος και ύφους που είναι ασταμάτητες από την εμφάνιση του Alexander Devion στο ρόλο του χαμένου Tony και μετά.

Το ζουμί έρχεται στο τελευταίο 40λεπτο, που περιέχει όλη την ποιότητα που θα περίμενε κανείς από μια ταινία της Hammer εκείνης της περιόδου. Οι ανατροπές δίνουν και παίρνουν και ο ρυθμός είναι τόσο γρήγορος ώστε να μην δίνει ευκαιρία στον θεατή να πολυζυγίζει αυτά που βλέπει. Όλα υποστηρίζονται από πολύ καλή ατμόσφαιρα που γίνεται ακόμα καλύτερη λόγω της εκπληκτικής ασπρόμαυρης φωτογραφίας και της μίνιμαλ αλλά προσεγμένης και άκρως ατμοσφαιρικής μουσικής της Elisabeth Lutyens. Σε αυτό το χρονικό σημείο υπάρχουν και όλα τα στοιχεία τρόμου που τοποθετούν το PARANOIAC σε αυτό το είδος, με αρκετές επιρροές από PSYCHO αλλά με προσωπικότητα και όχι με διάθεση αντιγραφής.

Χέρι- χέρι με τις αποκαλύψεις του σεναρίου έρχεται και μια από τις πιο ώριμες σκηνοθετικές δουλειές του Freddie Francis που εκμεταλλεύεται στο έπακρο τους καταπληκτικούς πρωταγωνιστές και τα διάφορα «δωράκια» που του κάνει το σενάριο. Προσωπικά τοποθετώ το PARANOIAC με ευκολία ανάμεσα στις καλύτερες δουλειές του σκηνοθέτη, κάτι που όποιος ξέρει τον όγκο και μόνο της δουλειάς του καταλαβαίνει ότι δεν είναι πολύ εύκολο. Όμως εδώ ο Francis φοράει τα καλά του και επιστρατεύει όλο το ταλέντο του, κάτι που κάνουν και οι περισσότεροι άλλοι συντελεστές της ταινίας.

Αυτό που μένει στο τέλος της προβολής είναι πλήρης ικανοποίηση για μια φανταστική ταινία που δείχνει με εμφατικό τρόπο την δυναμική της Hammer εκείνη την περίοδο. Μια δυναμική που μεταφράστηκε σε δεκάδες κλασικές ταινίες και σε δεκάδες κραταιούς σταρ όπως ο Oliver Reed που μεγάλωσαν γενιές και γενιές horror fans με τις υπέροχες ταινίες και ερμηνείες τους. Και μην έχετε αμφιβολίες, το PARANOIAC είναι μια από αυτές τις ταινίες και αποτελεί αναγκαία προσθήκη σε κάθε σοβαρή συλλογή θρίλερ και τρόμου. 

Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

Lisa and the Devil 1974

Lisa and the Devil 1974

Η Λίζα και ο σατανάς


Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Mario Bava, Alfredo Leone, Giorgio Maulini

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 35m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Telly Savalas: Leandro

Elke Sommer: Lisa Reiner / Elena

Sylva Koscina: Sophia Lehar

Alessio Orano: Max

Gabriele Tinti: George

Kathleen Leone: Tourist (as Kathy Leone)

Eduardo Fajardo: Francis Lehar

 

Η Lisa κατά την διάρκεια της ξενάγησής της σε έναν αρχαιολογικό χώρο της Ισπανίας, χάνεται στα στενά και ανακαλύπτει έναν φανταστικό κόσμο του παρελθόντος, αδυνατώντας πλέον να επανέλθει εγκαίρως στην πραγματικότητα ή τουλάχιστον σε αυτό που αποκαλεί η ίδια πραγματικότητα...

Μια από τις τελευταίες και καλύτερες δουλειές του Mario Bava, ήταν η αριστουργηματική ταινία του 1974, «Lisa and the Devil». Ύστερα από την επιτυχία της ταινίας αλλά και του -αμερικάνικης παραγωγής- «The Exorcist» (1973), ο παραγωγός Alfredo Leone και ο γιός του Bava, Lamberto (εξίσου καταξιωμένος σκηνοθέτης του ιταλικού horror), θέλησαν να δώσουν μια άλλη διάσταση στην ταινία, προσθέτοντας στον βασικό χαρακτήρα μια πιο «δαιμονισμένη» πτυχή, την αμέσως επόμενη χρονιά, στο «The House of Exorcism» (με σκηνές από την αυθεντική ταινία, «Lisa and the Devil»).

Ένα τουριστικό γκρουπ καταφθάνοντας στο Τολέδο της Ισπανίας, ξεναγείται στα αξιοθέατα της πόλης, ενώ μία τουρίστρια, η Lisa (Elke Sommer), αποστασιοποιείται από το πλήθος για να μεταβεί σε ένα μαγαζί με τουριστικά, εκεί γύρω. Έπειτα χάνεται, ωστόσο τα ίχνη της ακολουθούνται από έναν μυστηριώδη άντρα (Telly Savalas) που τυχαίνει να έχει τρομακτική ομοιότητα με μια τοιχογραφία απεικόνισης του διαβόλου, που είχε προηγουμένως πέσει στα μάτια της. Λίγο αργότερα, την πλησιάζει ένας άγνωστος μυστακοφόρος άντρας (εξίσου πανομοιότυπος αυτή την φορά με την κούκλα που κουβαλούσε μαζί του εκείνος ο αινιγματικός άντρας που μονίμως εμφανίζεται στον δρόμο της), τον οποίο απωθεί τρομαγμένη, με αποτέλεσμα την πτώση και ύστερα τον (πιθανό προς το παρόν) θάνατο του.

Η πρωταγωνίστρια αρκετά απομακρυσμένη πλέον από οποιοδήποτε ίχνος γνώριμου περιβάλλοντος, βρίσκει ένα ζευγάρι το οποίο συμφωνεί με τον σοφέρ τους να την μεταφέρουν στο ξενοδοχείο της. Το αυτοκίνητο όμως, τελικά καταρρέει μπροστά σε μια έπαυλη, όπου ως μπάτλερ δουλεύει εκείνος ο μυστηριώδης τύπος που είναι ολόιδιος με την τοιχογραφία, συστηνόμενος ως Leandro. Ο νεαρός Maximiliam (ιδιοκτήτης της έπαυλης), επιδιώκει να πείσει την Lisa και το ζευγάρι με τον σοφέρ, να μείνουν μαζί με εκείνον και την Κόμισα -την τυφλή μητέρα του- στο «φτωχικό» τους. Εκείνη, παρά τους ενδοιασμούς της επιλέγει να περάσει το βράδυ της εκεί, μέχρι να βρει τρόπο να γυρίσει πίσω. Από εδώ και ύστερα, ξεκινάει ένα ταξίδι φαντασίας δίχως τέλος για την ηρωίδα, που δεν είναι σίγουρη εάν πρόκειται για μια εξερεύνηση του παρελθόντος, με αναγεννησιακό άρωμα και πληθώρα όμορφων αναμνήσεων μιας άγνωστης ζωής ή για την διαδρομή της από το καθαρτήριο προς… την κόλαση!

Η πρωτότυπη μορφή της ταινίας δεν κυκλοφόρησε ποτέ στις ιταλικές κινηματογραφικές αίθουσες, παρά αλλοιώθηκε αρκετά ώστε να την έχουμε πλέον στα χέρια μας.

Αγαπημένη θεματολογία του Mario Bava, αποτελεί η αναζήτηση της έννοιας της μετενσάρκωσης και χαρακτηριστικό του, δύο ηρωίδες, μια από το παρελθόν και μια από το μέλλον που μοιράζονται μια συγκλονιστική ομοιότητα. Στο «Lisa and the Devil» ακολουθεί μια σειρά δολοφονιών, που δεν αποτελούν κανένα μυστήριο ως προς την ταυτότητα του δολοφόνου, αφού κατά κάποιο τρόπο οι χαρακτήρες εν τέλει αλληλοσκοτώνονται, αλλά ως προς τα αναπάντητα ερωτήματα, που η απάντηση τους απαιτεί την καταφυγή στο παραφυσικό. Η Lisa είναι πράγματι ολόμοια με την πρώην ερωμένη του Maximiliam, την Elena, ένα μισητό για την Κόμισα πρόσωπο, καθώς διατηρούσε παράνομη σχέση με τον δεύτερο σύζυγο της, Carlos (ο άντρας με το μουστάκι). Ο Maximiliam, αποφασισμένος να αποκαλύψει στην Lisa το μυστικό του, την οδηγεί στο «κρυμμένο» δωμάτιο, όπου θα αντικρίσει την νεκρή σκελετωμένη Elena. Αφού την αφήσει λιπόθυμη, την βιάζει δίπλα στο πτώμα ενώ στα αυτιά του ηχεί το χλευαστικό «κακάρισμα» της πεθαμένης αγαπητικιάς του, σε μια σουρεαλιστική νεκροφιλική σκηνή, περιτυλιγμένη με μια γλυκιά μελωδία που παραπέμπει σε ισπανόφωνο ρομάντζο.

O Telly Savalas, μας χαρίζει μια καθηλωτική ερμηνεία, με κωμική και ταυτόχρονα αποπνικτικά επιβλητική διάθεση, υποδυόμενος -την δικαιολογημένα απολαυστικότερη φυσιογνωμία της ταινίας- τον Leandro. Ένα από τα πλέον ανατριχιαστικά του γνωρίσματα, είναι ότι έχει στην κατοχή του μια συλλογή από κούκλες (ομοιώματα) δικής του κατασκευής, που η καθεμία αντιστοιχεί σε κάθε πρόσωπο της ιστορίας. Αφήνει την αίσθηση ότι είναι πάντοτε και παντού παρόν και ότι συνομιλεί με το κοινό, το οποίο είναι κατά έναν τρόπο, συνένοχο στα εγκλήματα που μοιάζει σαν να προκαλεί ο ίδιος, παρότι στην πραγματικότητα αυτό δεν επιβεβαιώνεται ποτέ. Πρόκειται για ένα πρόσωπο εξαιρετικά μυστηριώδες που αξίζει να αναλύσει κανείς μέχρι και την τελευταία σπιθαμή, και στην προκειμένη περίπτωση μέχρι και το τελευταίο καρέ, που θα πιάσεις την κλεφτή υπονοούμενη ματιά στον θεατή, στα πλάνα που αντανακλάται η όψη του (στην λίμνη κατά την διάρκεια της συζήτησης του με τον σοφέρ και στο -λουσμένο από κόκκινο κρασί- πάτωμα της τραπεζαρίας την ώρα του δείπνου).

Μετά την επική σκηνή νεκρολαγνείας και της επακόλουθης (ενός διαπληκτισμού ανάμεσα στον Maximiliam και την Κόμισα), η πρωταγωνίστρια ξυπνάει με το γυμνό της σώμα αλλά και ολόκληρη την έπαυλη τυλιγμένα στα φυτά, απεικονίζοντας ένα σύγχρονο «Κήπο της Εδέμ». Στο αμέσως επόμενο πλάνο, βγαίνει από το σπίτι με την αρχική της ενδυμασία, το οποίο έχει πια μετατραπεί σε μια πελώρια ζούγκλα από «πεθαμένα» φυτά και μισοσπασμένα αγάλματα, σε μια ξέθωρη εικόνα ονειρικής υπόστασης. Στην τελευταία σκηνή, η Lisa βρίσκεται ολομόναχη σε ένα ολόκληρο αεροπλάνο, ενώ στην συνέχεια θα ανακαλύψει ότι συνεπιβάτες της είναι το ζευγάρι και ο σοφέρ τους, ο Carlos, ο Maximiliam και η Κόμισα και τέλος, ότι πιλότος είναι ο Leandro (the devil).

Το «Lisa and the devil» είναι αναντίρρητα ένα έργο πολλών αναγνώσεων, στο οποίο ο Bava εννοεί πολλά, αλλά ταυτόχρονα ίσως και τίποτα. H Lisa, ερχόμενη για τα μουσεία, τις τοιχογραφίες και όλων των ειδών τα ανθρώπινα έργα της αρχέγονης Ισπανίας, μπαίνει ως «Αλίκη στην χώρα των θαυμάτων» σε μια τρύπα ενός σύμπαντος, με αναγεννησιακά αγάλματα, χαλασμένα ρολόγια και μια ξεθωριασμένη πλέον αίγλη. Η αριστοκρατική έπαυλη με το πέρασμα των λεπτών της ταινίας, χάνει την λάμψη της και από ένα εντυπωσιακό «ανάκτορο» γεμάτο ζωή, καταλήγει μισογκρεμισμένο και σκοτεινό, σαν ένα παρατημένο μνημείο. Στην διάρκεια μιας νύχτας, οι χαρακτήρες μένουν αναλλοίωτοι, ενώ το σκηνικό «καταρρέει», σε μια εφιαλτική απεικόνιση του στατικού παρελθόντος, το οποίο τόσο πολύ αγαπάμε να αναπολούμε. 

SISTERS 1972

 

SISTERS 1972

Οι Αδελφές


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Brian De Palma, Louisa Rose

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 330m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Margot Kidder: Danielle Breton / Dominique Blanchion

Jennifer Salt: Grace Collier

Charles Durning: Joseph Larch

William Finley: Emil Breton (as Bill Finley)

Lisle Wilson: Phillip Woode

Barnard Hughes: Arthur McLennen

Mary Davenport: Mrs. Peyson Collier

Dolph Sweet: Detective Kelly

 

Στις Σιαμαίες, ο σκηνοθέτης, αρνούμενος κάθε βεντετισμό, δεν κρύβει τις επιρροές του. Από την αρχή, εισάγοντας το θέαμα μέσα στο θέαμα, κάνει μια ξεκάθαρη αναφορά στον Ηδονοβλεψία του Μάικλ Πάουελ, για να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια το θέμα αυτό με πραγματικό πάθος, που φθάνει στο απόγειό του με τη διακριτική ειρωνεία της τελικής σκηνής. Αλλά και σ’ ένα πλήθος άλλων σκηνών, οι αναφορές στο Χίτσκοκ είναι διάχυτες: η σκηνή του αρχικού φόνου, μ’ ένα γρήγορο, κοφτό μοντάζ, παιχνίδισμα με τις σκιές και υποβλητική μουσική υπόκρουση (Ψυχώ), το κρυμμένο στον πτυσσόμενο καναπέ πτώμα (Η Θηλειά), η έρευνα στο διαμέρισμα της δολοφόνου και η παρακολούθηση με τα κυάλια (Σιωπηλός Μάρτυρας), η ανάπτυξη της παράλληλης δράσης μέσω του χωρισμού της οθόνης (Μάρνυ). Σ’ όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο σκηνοθέτης στέκεται όσο πρέπει κοντά στην πρωταρχική του πηγή και όσο πρέπει μακριά απ’ αυτήν, με σεμνότητα, ακρίβεια και συγκρατημένο συναίσθημα.

Η βασική ιδέα, πάνω στην οποία δομείται το στόρι, είναι αυτή της ύπαρξης δύο σιαμαίων αδελφών που η μία από αυτές οδηγείται στη νεύρωση μπροστά στο φόβο της σεξουαλικής επιθυμίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τη μανιώδη προσπάθεια μιας δημοσιογράφου να εξιχνιάσει το μυστήριο μιας δολοφονίας, που βλέπει άθελά της να διαπράττεται στο απέναντι από το δικό της διαμέρισμα. Η αυθόρμητη αντίδρασή της να καλέσει την αστυνομία αποδεικνύεται λανθασμένη και οι ενοχές της την κάνουν να αναλάβει προσωπικά το ρόλο του ντετέκτιβ με απρόοπτες συνέπειες.

Μολονότι η αφήγηση αυτή καθεαυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δραματουργική διαπλοκή και μεγάλη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης εργάζεται πάνω στους χρόνους και τους ηθοποιούς του και πετυχαίνει άριστα αποτελέσματα. Ακόμα και όταν έχει πάψει να λειτουργεί το μοτίβο της μετάθεσης των υπονοιών, η ψυχοπαθολογική συμπεριφορά της Ντάνιελ Μπρετόν προκαλεί μια καινούργια πυροδότηση της δράσης, που οδηγεί σε μια ιδιοφυή αντιστροφή: η αστυνομία πιστεύει όλα όσα η Γκρέης Κόλιερ έχει ξεχάσει. Ο εφιάλτης της ύπνωσης είναι ιδιαίτερα ζωντανός και η ερασιτέχνης ντετέκτιβ επιστρέφει στην κατάσταση της έντονης νεύρωσης και την καταπίεση της υστερικής μητέρας. Με τον τρόπο αυτό, ο ντε Πάλμα κατορθώνει να κάνει μια ταινία πάνω στην ιστορία δύο πολυπαθών κορασίδων και να οδηγήσει την προβληματική του σε μια συγκαλυμμένη κριτική της κοινωνίας, οι δομές της οποίας δημιουργούν τα συγκεκριμένα παθολογικά συμπτώματα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

DON'T LOOOK NOW 1973

DON'T LOOOK NOW 1973

Μετά τα μεσάνυχτα


 Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg

Σενάριο: Daphne Du Maurier, Allan Scott, Chris Bryant

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Drana

Διάρκεια: 1h 50m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Laura Baxter

Donald Sutherland: John Baxter

Hilary Mason: Heather

Clelia Matania: Wendy

Massimo Serato: Bishop Barbarrigo

Renato Scarpa: Inspector Longhi

Giorgio Trestini: Workman

 Ένα ζευγάρι που πενθεί τον θάνατο της μικρής τους κόρης, βρίσκεται στη Βενετία όπου ο σύζυγος εργάζεται στην αναπαλαίωση μιας εκκλησίας. Στη Βενετία συναντούν δύο αδερφές, εκ των οποίων η μία, που υποστηρίζει ότι είναι μέντιουμ, ισχυρίζεται ότι βλέπει το πνεύμα της νεκρής κόρης του ζευγαριού.

    Υπάρχουν ταινίες τρόμου που ανήκουν σε διάφορα sub-genre του είδους, zombie flick, slasher, gothic horror κ.α., και υπάρχουν μερικές άλλες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυτούσιες ταινίες τρόμου, αλλά απλά χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο είδος ως όχημα για να πουν κάτι άλλο. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Don't Look Now του Nicolas Roeg, μια ταινία στην οποία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν μια ταινία ως ταινία τρόμου, αλλά συνειδητά το αποτέλεσμα αποσκοπεί σε κάτι περισσότερο, όπως για παράδειγμα το Santa Sanger του Jodorowsky ή το Eyes Without a Face του Franju. To Don't Look Now δεν είναι από αυτές τις ταινίες που προσφέρουν ανεπιτήδευτο τρόμο και αιματηρές συγκινήσεις, αντίθετα είναι μια ταινία που δίνει περισσότερη τροφή για σκέψη και πιθανόν να απαιτεί περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί πλήρως. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει την ποιότητα των ταινιών τρόμου, γιατί πολλές αυτού του είδους ταινίες γίνονται κουραστικές, ελιτίστικες και δυσπρόσιτες, και φυσικά είναι πολύ κατώτερες από καθαρόαιμα θρίλερ. Το Don't Look Now όμως είναι μια πολύ καλή προσπάθεια του Βρετανού Roeg (Performance, Walkabout, Bad Timing) να χρησιμοποιήσει τον τρόμο για να παρουσιάσει τη δική του θέση πάνω στον θρήνο, την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, τα τραύματα που αφήνει ένα τραγικό γεγονός, την προδιαγεγραμμένη μοίρα, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρουμε πάνω μας το παρελθόν μας και πως μπορούμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας με τις σημερινές μας πράξεις. Η αφηγηματική δομή του Don't Look Now είναι αρκετά περίπλοκη, με την χρήση μη γραμμικού χρόνου και την εμφάνιση μερικών προφητικών οραμάτων (όπως το 12 Monkeys για παράδειγμα), που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κορύφωση του μυστηρίου, στην οποία ο Roeg αποδομεί τις προσδοκίες του θεατή και ολοκληρώνει την ταινία χαμηλότονα. Ο Roeg πλέκει παράλληλα, στο Don't Look Now, έναν πυκνό ιστό μυστηρίου και μια τραγική ιστορία θλίψης και θρήνου, αποπροσανατολίζοντας τον θεατή με θεματικές ιδέες που αφορούν το προαίσθημα και τις μαντικές ικανότητες. Η εξέλιξη της ιστορίας χρησιμοποιεί αρκετά σύμβολα με αποτέλεσμα το συνολικό αποτέλεσμα να μοιάζει παράλληλα κατανοητό αλλά και ασαφές, διατηρώντας στη βάση της έναν αινιγματικό θεματικό πυρήνα που δημιουργεί στον θεατή ένα αίσθημα σύγχυσης. Ο σκηνοθέτης επιμένει να παρουσιάζει τους σκοτεινούς συμβολισμούς και τις υποδείξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει την επιλογή στον θεατή αν θα τις δώσει σημασία ή όχι, κάνοντας το Don't Look Now μια ταινία που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες διαφορετικές μεταφράσεις. Εικαστικά, το Don't Look Now, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Η παραισθησιακή, ονειρική ατμόσφαιρα, ο εφιαλτικός τόνος και το ύπουλα ανατριχιαστικό ύφος, υποβάλουν τον θεατή και τον κάνουν να γίνεται μάρτυρας σε μια εξαιρετική αλληλουχία από υπνωτικές εικόνες. Ο τρόπος κινηματογράφησης της Βενετίας, με τα δαιδαλώδη στενά, τις σκοτεινές γωνίες και το υγρό στοιχείο, προσδίδει μια γοτθική αίσθηση στην ταινία που δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και κρυμμένης απειλής. Ο Roeg σκηνοθετεί εμμένοντας σε μια σπερματική μορφή τρόμου, αινιγματική και λανθάνουσα, που δεν θα οδηγήσει σε κάποια αναπάντεχη έκρηξη αλλά θα παραμείνει παρούσα πίσω από τα συμβάντα της ταινίας. Εξαιρετικό είναι και το μοντάζ της ταινίας, με τον Roeg να κομματιάζει και να συναρμολογεί τα κομμάτια σε ένα περίεργο κολάζ ονειρικών εικόνων, ολοκληρώνοντας ένα περίτεχνο εικαστικό παζλ. Τα κοψίματα, οι ασυνέχειες , το περίτεχνο αφηγηματικό ύφος, η στρατηγική χρήση των εικόνων, τα διάσπαρτα σύμβολα δημιουργούν την εντύπωση ενός συνειρμικού μοντάζ που αποτυπώνεται σε μια πένθιμη εντύπωση και σε μια ατμοσφαιρική ένταση. Για παράδειγμα, η ερωτική σκηνή μεταξύ των Christie και Sutherland, και πως αυτή μοντάρεται με τη σκηνή που το ζευγάρι ντύνεται, είναι εκπληκτικής σύλληψης. Όπως εντυπωσιακή είναι και η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, με τον πνιγμό του μικρού κοριτσιού, που παρά το γεγονός ότι αποτυπώνει ένα τραγικό γεγονός είναι ένα δείγμα κινηματογραφικής ποίησης. Σε τελική ανάλυση, το Don't Look Now, είναι μια ξεχωριστή ταινία που αξίζει να δει οποιασδήποτε λάτρης του κινηματογράφου. Όσο για το φινάλε, το οποίο έχει ξεσηκώσει ατελείωτες συζητήσεις, δεν είναι τόσο παράλογο απλά δεν ακολουθεί τις προσδοκίες που ενδέχεται να δημιουργήσει το κοινό.