Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1931. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα 1931. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 2 Αυγούστου 2020

M - 1931


M - 1931
Ο Δράκος του Ντίσελντορφ


Σκηνοθεσία: Fritz Lang
Σενάριο: Thea von Harbou, Fritz Lang
Είδος Crime, Mystery, Thriller
Διάρκεια: 1h 57min
Γλώσσα: Γερμανική
Παίζουν:
Peter Lorre = Hans Beckert
Ellen Widmann = Frau Beckmann
Inge Landgut = Elsie Beckmann
Otto Wernicke = Inspector Karl Lohmann
Theodor Loos = Inspector Groeber
Gustaf Gründgens = Schränker
Friedrich Gnaß = Franz


Βρισκόμαστε στο Βερολίνο, αρχές του 1930. Η τοπική κοινωνία είναι αναστατωμένη και φοβισμένη από την ύπαρξη ενός ψυχοπαθή δολοφόνου, που παγιδεύει και σκοτώνει μόνο μικρά κορίτσια. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι και το μόνο χαρακτηριστικό που γνωρίζουν γι' αυτόν είναι ότι σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής. Κάθε δυνατή προσπάθεια της αστυνομίας να τον εντοπίσει καταλήγει άκαρπη, παρά το γεγονός ότι φρουρείται κάθε δρόμος και ερευνούνται όλες οι γειτονιές εξονυχιστικά. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες της περιοχής να δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση, που δεν επιτρέπει πια να εκτελούν τις παράνομες δραστηριότητές τους και έτσι αποφασίζουν να μόνοι τους τον δολοφόνο και να δώσουν ένα τέλος σε αυτή την ιστορία Επιστρατεύοντας τους ζητιάνους που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς, τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν τους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία. Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από το σφύριγμα του, το οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο εγκληματίας συλλαμβάνεται απ' τους κακοποιούς, οι οποίοι και τον παραπέμπουν σε λαϊκό δικαστήριο με σκοπό την καταδίκη του...


Ο τίτλος « Μ» βγαίνει από τη λέξη "Mörder" που στα γερμανικά σημαίνει Δολοφόνος. Το σενάριο είναι γραμμένο από την σύζυγο του μεγάλου Γερμανού σκηνοθέτη "Thea von Harbou" και μας αφηγείται εν μέρει την πραγματική ιστορία ενός μανιακού δολοφόνου που έδρασε στο Ντίσελντορφ της Γερμανίας την δεκαετία του 20. Στο «Μ» παρά το γεγονός ότι ήταν η πρώτη ομιλούσα ταινία του Fritz Lang, οι διάλογοι που χρησιμοποιούνται είναι αρκετά φειδωλοί. Μια από τα πιο θεαματικές σκηνές της ταινίας είναι παντελώς βουβή. Είναι η σκηνή που συλλαμβάνεται ο δολοφόνος από τους κακοποιούς και τον σέρνουν σε ένα υπόγειο για να τον δικάσουν. Άλλο ενδιαφέρον της ταινίας είναι το γεγονός πως όλοι οι φόνοι γίνονται εκτός πλάνου και ο κεντρικός ήρωας, ο δολοφόνος. εμφανίζεται σε σημαντικά μικρό αριθμών πλάνων και μόνο προς το τέλος του δίνεται η ευκαιρία. για έναν πραγματικά συγκλονιστικό και ανατριχιαστικό μονόλογο. Σε μεγάλο μέρος της ταινίας παρακολουθούμε πλάνα με άντρες σε σκοτεινά σημεία. καπνισμένα λημέρια, απαίσια καταγώγια και συνωμοτικές συνεδριάσεις. Τα πρόσωπα όλων των ανθρώπων που βλέπουμε είναι σκληρές καρικατούρες με φουσκωτά παραμορφωμένα μεγάλα φρύδια και έντονα πηγούνια. Ασύμμετρα. σκληρά, παγωμένα, κλειστά και αδιάλλακτα πρόσωπα.


Το «Μ», γυρισμένο το 1931, στην κρίσιμη εποχή του μεσοπολέμου, μας μεταφέρει με αριστοτεχνικό τρόπο τον παλμό μίας τυπικής γερμανικής αστικής κοινωνίας. η οποία λίγο πριν το ξέσπασμα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, βρίσκεται σε κατάσταση συναγερμού. Το πνιγηρό κλίμα της ανομίας και της εγκληματικότητας μοιάζει σα να προαναγγέλλει την άνοδο στη καγκελαρία της Γερμανίας του φρικτού καθεστώτος των ναζί. Σε κάποιο σημείο του φιλμ. με την χρήση του παράλληλου μοντάζ, παρομοιάζεται η εξουσία της αστυνομίας με εκείνη του υπόκοσμου. Και οι δυο εξουσίες φαίνονται σαν πολιτικές δυνάμεις που κινούν όλα τα νήματα και έχουν στα χέρια τους την τύχη της κοινωνίας. Για λόγους αυθεντικότητας ο Lang, αντί για ηθοποιούς προτίμησε να χρησιμοποιήσει πραγματικούς κακοποιούς στο φιλμ και λέγεται ότι μέχρι την ολοκλήρωση των γυρισμάτων παραλίγο να μείνει χωρίς κομπάρσους. επειδή τουλάχιστον 20 από αυτούς συνελήφθησαν από την αστυνομία.


Η ταινία του Lang είναι τόσο καινοτόμος, πολυεπίπεδη και πρωτοπόρος για την εποχή της, που πραγματικά εντυπωσιάζει. Είναι μια ταινία-μύθος του κλασικού γερμανικού κινηματογράφου και όχι μόνο Ήταν η πρώτη ταινία που αναφέρεται σ' ένα μανιακό, κατά συρροή δολοφόνο, η πρώτη ταινία που εισήγαγε το θέμα της εγκληματικής παθολογίας και ασχολήθηκε με τις εγκληματολογικές διαδικασίες ανεύρεσης του εγκληματία. Το «Μ» είναι η "μητέρα" όλων των ταινιών που έχουν σαν θέμα δολοφόνους, κυνηγητό με αστυνομικούς, δίκες κλπ... Είναι ο πρόδρομος όλων των μεταγενέστερων φιλμ νουάρ και αντικείμενο σπουδής για πολλούς σκηνοθέτες για πολλά από τα επόμενα χρόνια. Ο σχεδόν μέχρι τότε άγνωστος Peter Lorre. ερμηνεύει με συγκλονιστικό τρόπο τον πρώτο serial Killer στην ιστορία του σινεμά και μετά από αυτή την εξαιρετική ερμηνεία συνεχίζει την καριέρα του στο Χόλυγουντ.




Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Tabu: A Story Of The South Seas 1931


Tabu: A Story Of The South Seas 1931
ΤΑΜΠΟΥ


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: F.W. Murnau, Robert J. Flaherty
Είδος: Drama, Romance, Adventure
Διάρκεια: 1h 26min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Matahi = Το αγόρι
Anne Chevalier = Το κορίτσι
Bill Bambridge = Ο αστυνομικός
Hitu = Ο γέρο πολεμιστής


Ένα αγόρι και ένα κορίτσι ερωτεύονται σε παρθένο νησί του Νότιου Ειρηνικού, αλλά για να τηρηθεί η παράδοση, εκείνη θα πρέπει να ντυθεί νύφη σε γάμο, με έναν ηλικιωμένο γέροντα. Παπούτσι από τον τόπο σου κι αμόλυντο προστάζουν οι θεοί. Οι δυο νέοι, τελευταία στιγμή θα το σκάσουν με κανό και θα βρουν καταφύγιο σε άλλη, πιο πολιτισμένη νήσο για να ζήσουν ευτυχισμένοι. Γαλλική αποικία, με γλεντζέδες κινέζους εμπόρους. Αλλά η κατάρα του ζεύγους, που τους θέλει χωριστά, τους ακολουθεί κι εκεί. Εκείνος, μαζεύει μαργαριτάρια από το βυθό για να πλουτίζουν οι ντόπιοι και εκείνη, καταδιώκεται από το φάντασμα του ξαναμμένου πορνόγερου.


Το πρώτο μέρος της ταινίας λέγεται Παράδεισος. Όπου παράδεισος, φαντάσου τα νησιά Μπόρα Μπόρα, ανόθευτα από καθετί κακό. Σε αυτό λοιπόν το κεφάλαιο, θριαμβεύει το ρομαντικό στοιχείο και το αγνό ερωτικό ένστικτο. Οι ερμηνείες των ιθαγενών της Πολυνησίας δείχνουν ανάγλυφα πειστικές, σε σημείο που νομίζεις, ότι παρακολουθείς ντοκιμαντέρ. Δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά γνήσιοι κάτοικοι. Εντυπωσιακή η σκηνή των νησιωτών, που σκαρφαλώνουν σαν αγρίμια στο καράβι και η βραβευμένη με όσκαρ φωτογραφία του Φλόϊντ Κρόσμπι, μαγεύει σε κάθε πλάνο.


Το δεύτερο μέρος φέρει το όνομα Χαμένος Παράδεισος και είναι ιδιαιτέρως σκοτεινό. Ήρθε η ώρα, ο φόβος και η ανησυχία να πάρουν μορφή. Είτε αφορά την εμφάνιση ενός απειλητικού καρχαρία στο ψαροχώρι, είτε την επιστροφή του ηλικιωμένου για να διεκδικήσει αυτό που έχασε και να σπείρει την καταστροφή, δηλώνεται με κάθε τρόπο η αλλαγή του κλίματος. Το ερωτευμενάκι συννεφιάζει και ο θεατής αισθάνεται, πως κάτι κακό προμηνύεται στον ορίζοντα.


Το ταλέντο του γερμανού σκηνοθέτη Μουρνάου, δεν είναι μόνο στο εξαιρετικό τεχνικό στήσιμο, του θεαματικού αυτού φιλμ. Είναι στην ισορροπία που διατηρεί μέχρι τέλους, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Μαζί με τον αμερικανό ντοκιμαντερίστα Ρόμπερτ Φλάχερτι – που δούλεψε μαζί του στο σενάριο –  χρησιμοποιούν μια ευφάνταστη για την εποχή αφηγηματική τεχνική, μεταθέτοντας ένα κοινό μελόδραμα, σε θρίλερ αγωνίας με οικονομικοκοινωνικό σχόλιο. Απλοποιημένο βέβαια, αλλά τί άλλο να απαιτήσει κανείς σήμερα , από ένα βωβό κομψοτέχνημα 80 και πλέον χρόνων; Το φιλμ γυρίστηκε το ‘29, αλλά βγήκε στις αίθουσες από την Paramount – που δεν το πολυπίστευε – δυο χρόνια αργότερα, όταν ήδη το σινεμά, είχε περάσει στην ομιλούσα εποχή του. Παρόλα αυτά, μιλάει δυνατά με δράση, τόλμη και συγκίνηση. Αρκεί το θλιβερό φινάλε, με τον πρωταγωνιστή Ματάχι να παλεύει με τα κύματα, θέλοντας να φτάσει την αγαπημένη του. Την πανέμορφη Άννα Σεβαλιέρ, στο ρόλο της Ρέρι. Αρκεί και μόνο αυτή η σεκάνς, για να καταλάβετε το λόγο, που το Ταμπού περνά στην αθανασία της 7ης τέχνης.


Ο Μουρνάου, φτιαγμένος από την ύλη των σπουδαίων κινηματογραφιστών, δεν έζησε για να το δει να προβάλλεται στις αίθουσες. 42 ετών, σκοτώθηκε σε τροχαίο, μία μόλις εβδομάδα, πριν από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του στη Νέα Υόρκη. Ακόμη και αυτή η τραγωδία, σε συνάρτηση με την προβληματική του κύκνειου άσματος του, δείχνει τυπικά ποιητική. Έως θανάτου ερωτευμένος..


Η τελευταία ταινία του μεγάλου γερμανού σκηνοθέτη Murnau ήταν η Tabu. Γυρισμένη το 1931, με τον ήχο να έχει καθιερωθεί, ο Murnau επέλεξε τον... βουβό τρόπο για να διηγηθεί την ιστορία δύο ιθαγενών εραστών στα νησιά της Πολυνησίας και τις δυσκολίες που συναντούν από την τοπική πουριτανική κοινωνία και τα προβλήματα που έχουν με τα ήθη και έθιμα του λαού τους. Εδώ όμως και σε αντίθεση με την Αυγή, η ιστορία μας δεν θα έχει το -ίσως και αναμενόμενο- χάπι-εντ. Ίσως και γι`αυτό μας εντυπωσίασε η ταινία, πέρα δηλαδή και από τις εικόνες του Murnau που προσπάθησε (εντυπωσιακά θα λέγαμε) να αποτυπώσει σαν ντοκιμαντέρ τα ήθη και έθιμα των πολυνήσιων λαών, που προσπαθούσαν να ζήσουν και να τα βγάλουν πέρα με τους άγγλους κατακτητές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο Murnau πέθανε λίγο καιρό πριν προβληθεί η ταινία στις αίθουσες. Τι κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς, γιατί είναι σίγουρο ότι είχε πολλά ακόμη να προσφέρει στον κινηματογράφο αυτός ο άνθρωπος.
Η ταινία στο youtube



Κυριακή 31 Μαΐου 2020

City Lights 1931


City Lights 1931
Τα Φώτα της Πόλης


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Comedy, Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 27min
Παίζουν:
Virginia Cherrill = Το τυφλό κορίτσι
Florence Lee = Η γιαγιά του κοριτσιού
Harry Myer = Ένας κεντρικός εκατομμυριούχος
Al Ernest Garcia =             James, ο μπάτλερ του εκατομμυριούχου
Hank Mann = ο πυγμάχος
Charles Chaplin = Ο αλητάκος


Ένας αλητάκος ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλιδα, η οποία πιστεύει ότι είναι εκατομμυριούχος. Προκειμένου να μη διαψεύσει τις ελπίδες της, εκείνος κάνει τις πιο απίθανες δουλειές για να τη βοηθήσει να βρει το φως της. Το αριστούργημα του Charlie Chaplin, η ταινία που έκανε τον «πολύ» Αϊζενστάιν να κλαίει σα μικρό παιδί: το σλάπστικ δένει άψογα με το ρομάντζο, το ταξικό παιχνίδι με τον αλκοολικό εκατομμυριούχο είναι απολαυστικό, ενώ η τελειομανία του Chaplin συνθέτει μια κωμική χορογραφία με αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού.


Κάθε φορά που βλέπω το City Lights ξαφνιάζομαι. Η εντύπωση της προηγούμενης φορά είναι πάντα τόσο ζωντανή μέσα μου που είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η ταινία είναι ομιλούσα – πως αλλιώς μπορεί να «γράψει» ανεξίτηλα μία ταινία στο μυαλό και στην ψυχή ενός θεατού αν όχι με τα λόγια;
Χωρίς λόγια? Χωρίς λόγια.
Η ταινία γυρίστηκε το 1931 και είναι ουσιαστικά η τελευταία βουβή ταινία του Chaplin – αντιμετωπίζοντας πάντα ως υβρίδιο το Modern Times στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί προ-ηχογραφημένος ήχος, παρόλο που και κει ο Αλήτης παραμένει βουβός. Στην συνέχεια ο Chaplin θα διαβεί τον Ρουβίκωνα (όχι και πολύ πρόθυμα είναι η αλήθεια) και θα προσαρμοστεί πλήρως στα νέα τεχνικά δεδομένα γυρίζοντας πέντε ομιλούσες ταινίες και αποδεικνύοντας ότι ένα αυθεντικό ταλέντο μπορεί να αντιπαρέλθει κάθε αντιξοότητα. Ο Αλήτης του δεν θα τον ακολουθήσει. Όπως λοιπόν θα άρμοζε σε ένα κύκνειο άσμα ( της βουβής εποχής), το City Lights είναι ένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης, ένα δυνατό σημείο αναφοράς, ένα υψηλής ποιότητας έργο τέχνης.



Ο Charlie Chaplin και σε αυτήν την ταινία διατηρεί την πενταπλή ιδιότητα του παραγωγού, σεναριογράφου, σκηνοθέτη, πρωταγωνιστή και συνθέτη της συνοδευτικής μουσικής και αντιμετωπίζει την κάθε μία από τις προκλήσεις άρτια.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ο Αλήτης, το αγαπημένο alter ego του δημιουργού. Ο πολυαγαπημένος και διεθνώς αναγνωρίσιμος χαρακτήρας που γεννήθηκε το 1914, στο City Lights παραδίδει την πιο ολοκληρωμένη εκφραστικά ερμηνεία του, ένα μικρό ερμηνευτικό θαύμα που θα επαναληφθεί στο Modern Times, τον καταληκτικό σταθμό της φιγούρας με το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστακάκι, το στενό σακάκι, το μπαστούνι και το χαριτωμένο βάδισμα.


Μία νύχτα ο Αλήτης περιφερόμενος στην πόλη συναντά έναν εκατομμυριούχο (Harry Myers) που αποπειράται να αυτοκτονήσει και τον εμποδίζει. Ο εκατομμυριούχος αναγνωρίζοντας ότι η απόπειρά του ήταν μία τρέλα, τον ευχαριστεί και τον οδηγεί μέσα στο σπίτι του κάτω από την υψηλά ιστάμενη μύτη του μπάτλερ του (Allan Garcia) που ξινίζει τα μούτρα του μόλις τον βλέπει. Μόλις όμως ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας συνέρχεται από το μεθύσι του δεν αναγνωρίζει πλέον τον Αλήτη. Με το που πέφτει η νύχτα και μετά από σχετική κατανάλωση αλκοόλ ο δυστυχισμένος εκατομμυριούχος ξαναθυμάται τον φίλο του και σωτήρα του και του φέρεται με ζεστασιά. Στο μεταξύ ο Αλήτης ερωτεύεται ένα τυφλό κορίτσι με αναγεννησιακή μορφή που πουλάει λουλούδια στο δρόμο (Virginia Cherrill) και αποφασίζει να την βοηθήσει. Την επόμενη μέρα αγοράζει με τα λεφτά που του έχει δώσει ο πλούσιος όλο της το στοκ και αυτή θεωρεί ότι ο Αλήτης είναι πλούσιος. Μία λανθασμένη εντύπωση που όμως ενισχύεται όταν ο Αλήτης της εξασφαλίζει τα λεφτά που απαιτούνται προκειμένου να υποβληθεί στην εγχείριση που θα της επέτρεπε να ξαναβρεί το φως της.
Σ΄ αυτήν την ταινία ο χαρακτήρας του Αλήτη μας παρουσιάζεται στην πιο ολοκληρωμένη του εκδοχή και διαφαίνεται μέσα από την συνέπειά του, πως όλες οι επιδιώξεις του δημιουργού του πλησιάζουν προς μία επιτυχή ολοκλήρωση. Ο Αλήτης είναι ένας μοναχικός παρατηρητής, μία περιθωριακή φιγούρα, μακριά από κάθε σύμβαση, που εισβάλλει στην ζωή των δευτεραγωνιστών προκειμένου να τους δώσει νέες προοπτικές, να τους εμπνεύσει, να τους εμφυσήσει κουράγιο. Ελεύθερος από κάθε ανθρώπινη δέσμευση και από κάθε ενήλικη υποχρέωση (οικογένεια, φίλοι, σπίτι, μόνιμη εργασία κ.λ.π.) λειτουργεί σαν από μηχανής θεός, ως ονειρική επίσκεψη. Αφελής σαν παιδί, άτεγκτος σαν φωνή συνείδησης, χαριτωμένος σαν εφηβικό όνειρο. Υπεύθυνος μόνο απέναντι στην καρδιά, τη δική του και των συνανθρώπων του, η ενασχόλησή του με τα γήινα ανανεώνει την ανακούφισή μας καθώς μοιάζει κυρίως με άγγελο. Ένας έκπτωτος άγγελος;


Το παρουσιαστικό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ψυχικό κόσμο που σκιαγραφεί ο δημιουργός/ερμηνευτής. Αυτή η αντίθεση προκαλεί και την πλάνη πάνω στην οποία δομείται η ιστορία. Το κορίτσι τον περνά για πλούσιο διότι δεν τον βλέπει, ο εκατομμυριούχος τον «βλέπει» μόνο με τα μάτια του μεθυσιού του που δεν του επιτρέπουν έτσι κι αλλιώς να τον ανακαλέσει όντας νηφάλιος και για αυτό οι αντιδράσεις του απέναντι στον ήρωα είναι ανθρώπινες και τρυφερές μόνο όσο διαρκεί το μεθύσι. Όποιος έρχεται σε οπτική επαφή με το εξωτερικό παρουσιαστικό του Αλήτη πρώτα, όπως ο μπάτλερ ή ο αστυνομικός με ευκολία τον αντιμετωπίζει ως άθλιο.
Ο Chaplin εμφανώς προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα της ταξικής διαφοροποίησης και των κοινωνικών ανισοτήτων και το αφηγηματικό εύρημα της πλάνης του κοριτσιού εξυπηρετεί την πρόθεση του να σχολιάσει την επιφανειακή τάση των ανθρώπων (ταυτόχρονα και την βιάση τους) να κρίνουν και να κατατάσσουν τους ανθρώπους με γνώμονα τις πληροφορίες της πρώτης ματιάς και αγνοώντας πάντοτε την ύπαρξη μίας φυσικής ευγένειας και μίας έμφυτης ευαισθησίας που θα μπορούσε ενδεχομένως να διέπει το σύνολο ενός χαρακτήρα. Η κοπέλα που δεν επικοινωνεί καθόλου με τα μάτια (όργανο πλάνης πολύ συχνά), ανιχνεύει με ευκολία τον ψυχικό πλούτο του Αλήτη που οπωσδήποτε έρχεται σε αντιδιαστολή με την εμφάνισή του και την οικονομική του θέση. Ο Chaplin προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε προαιώνια ερωτήματα . Ο αλτρουισμός, το ήθος, η πηγαία ευαισθησία, ο πλούτος των συναισθημάτων, δεν θα έπρεπε να είναι τα κριτήρια κατάταξης των ανθρώπων σε κατηγορίες, τάξεις, τα κριτήρια τοποθέτησης των ανθρώπων κάτω από βαρύγδουπες ταμπέλες? Αν φυσικά υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε κατηγοριοποίηση είναι θεμιτή;


Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι το περιτύλιγμα όλων των παραπάνω είναι κωμικό. Η κωμωδία ως είδος υπηρετείται εδώ από μία σειρά κλασσικών σκηνών Chaplin όπου η μανιέρα του ξεδιπλώνεται σ’ όλο της το μεγαλείο προσφέροντας άφθονο γέλιο. Όλες οι σκηνές είναι μελετημένες και γυρισμένες στα όρια του ξεκαρδιστικού slapstick και της συμβολιστικής παντομίμας.
Η εναρκτήρια σκηνή με τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος, κατά την οποία ο Chaplin βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει με διακριτικό τρόπο την νέα «ομιλούσα» (ή μήπως τόσο φλύαρη) εποχή, η σκηνή του εστιατορίου όπου ο Αλήτης επιτίθεται στον καθωσπρεπισμό της υψηλής κοινωνίας, η κλασσική και πασίγνωστη σκηνή στο ρινγκ με τον Αλήτη να φροντίζει να διατηρεί τον διαιτητή πάντοτε ανάμεσα σε αυτόν και στον αντίπαλό του ώστε να μην φάει ξύλο, μπορούν να αντιμετωπιστούν και αυτόνομα και ανθολογούνται ως 3
Τα εκφραστικά μέσα ποικίλα και ανεξάντλητα, είναι αδύνατον να συνειδητοποιηθούν κατά την διάρκεια της θέασης, μόνο αργότερα κατασταλάζουν μέσα μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή η τέως τυφλή κοπέλα αναγνωρίζει τον Αλήτη με την αφή, από τα χέρια, το ύστατο εκφραστικό μέσο . Η σκηνή μνημονεύεται για την πυκνότητα των συναισθημάτων που οι δύο ηθοποιοί καταφέρνουν να εκμαιεύσουν τελικά ο ένας από τον άλλο. Η αμηχανία και το αρχικό ξάφνιασμα της τυφλής κοπέλας που τα διαδέχεται ένα πλατύ χαμόγελο αποδοχής απέναντι στο γεμάτο αγωνία για τις αντιδράσεις της πρόσωπο του Αλήτη που στη συνέχεια φωτίζεται από την ανακούφιση και το αίσθημα της πλήρους δικαίωσης. Σ’ αυτήν την σκηνή ακούμε ξεκάθαρα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ!


Η ταινία δεν θα βαρεθώ να επαναλαμβάνω είναι ένα αριστούργημα, ένα πλούσιο δείγμα κινηματογραφικής γραφής που κάθε φορά που μελετάται διευρύνει ορίζοντες. Την ταινία δεν οφείλετε απλώς να την δείτε (ή να την ξαναδείτε) πρέπει κυρίως να φροντίσετε να έχουν την ευκαιρία να την βλέπουν οι νεώτεροι διότι πιστεύω ακράδαντα ότι ο ρόλος της είναι βαθιά εκπαιδευτικός. Ας μην επιτρέψουμε να χαθεί η ευκαιρία που προσφέρεται στα παιδιά, να μυηθούν σ’ ένα εμπνευσμένο έργο λίγο πριν τα σαρώσει (γιατί θα συμβεί σίγουρα) ένας Αρμαγεδδώνας προκαλούμενος από έναν ηλίθιο και έναν ακόμη πιο ηλίθιο!

Η ταινία με τους Ελληνικούς μεσότιτλους εδώ:

Τρίτη 12 Μαΐου 2015

La chienne (1931)

La chienne (1931)
Η Σκύλα



Σκηνοθεσία: Jean Renoir
Σενάριο: Georges de La Fouchardière , André Girard
Παίζουν: Michel Simon, Georges Flamant, Janie Marèse, Magdeleine Bérubet, Roger Gaillard
Ελληνικοί  υπότιτλοι
δικής μου μετάφρασης

Με την ταινία «Η Σκύλα» (La Chienne) του 1931, εγκαινιάζεται η λεγόμενη γαλλική περίοδος δημιουργίας του Ζαν Ρενουάρ. Αν και οι παραγωγοί της ταινίας προσπάθησαν να αλλάξουν το τελικό μοντάζ του φιλμ, ο Ρενουάρ κατάφερε εν τέλει να διατηρήσει τον καλλιτεχνικό έλεγχο και να μας προσφέρει ένα κλασσικό πλέον φιλμ νουάρ. Ένα υπέροχο δείγμα γραφής του μεγάλου Ρενουάρ, μία από τις πρώτες του δημιουργίες την οποία δεκατέσσερα χρόνια μετά ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ θα τη γύριζε ριμέικ στο «Scarlet Street» του 1945...
Υπόθεση:
Ένας φιλήσυχος μεσήλικας, ο Μορίς Λεγκράντ, υπάλληλος τράπεζας, με χόμπι τη ζωγραφική, παντρεύτηκε την ευκατάστατη και ιδιότροπη χήρα Αντέλ για να... επιζήσει. Όταν γνωρίσει όμως μια νεαρή κοπέλα ελαφρών ηθών, τη Λουλού, θα γνωρίσει για πρώτη φορά και τον έρωτα.



Μόνο που η Λουλού μαζί με τον σκληρό προστάτη της και εραστή της Ντεντέ τον εμπαίζει. Φτάνουν σε σημείο να πουλήσουν τους πίνακές του με την υπογραφή της κοπελιάς και να καρπωθούν τα χρήματα. Όταν εμφανιστεί ο υποτιθέμενος νεκρός σύζυγος της συζύγου του, ο Μορίς θα μείνει ελεύθερος και θα αποφασίσει να ζήσει μια και καλή με την νεαρή. Τότε είναι που θα πιάσει στο κρεβάτι τη Λουλού με τον Ντεντέ και θα καταλάβει την πλεκτάνη. Αυτή η επίγνωση θα τον οδηγήσει στο έγκλημα.



Από κει και έπειτα, η ζωή του οδηγείται στην κατάπτωση...






Τρίτη 30 Ιουλίου 2013

Le million (1931)

Le million (1931)
Το Εκατομμύριο



Του René Clair

Διάρκεια: 81 λεπτά.  Μουσική κωμωδία.
Παίζουν: Annabella, René Lefèvre, Jean-Louis Alliber και άλλοι.
Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο

      Ο René Clair ήταν καταξιωμένος σκηνοθέτης από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, έγινε όμως διάσημος με τις μεγάλης σχετικά διάρκειας ταινίες του όταν εμφανίστηκε ο ήχος. Αυτό διότι ενώ το Χόλυγουντ επαναπαύτηκε στο ότι ενσωμάτωσε τον ήχο στις ταινίες, ο René Clair το είδε αυτό ως μια ευκαιρία για νέους πειραματισμούς. Κατανόησε ότι βρισκόταν ενώπιων μιας νέας εποχής όπου ο συνδυασμός εικόνας, ήχου και μουσικής, είχε πολλά να προσφέρει. Έτσι καθιέρωσε ένα νέο είδος που αργότερα εξελίχθητε σε Musical.
      Στην ταινία Το Εκατομμύριο που ακολούθησε την ταινία Κάτω από την στέγη του Παρισιού και πριν την μεγάλη επιτυχία A Nous La Liberté, μας παρουσιάζεται μια μουσική κωμωδία όπου η χορωδία κάποιων υποτίθεται έμπορων,πιστωτών, συμπληρώνει τραγουδώντας την πρόζα.
Πρόκειται για την ιστορία ενός νεαρού απένταρου ζωγράφου του Μισέλ (René Lefèvre), που τον κυνηγάνε όλοι του οι πιστωτές και απαιτούν να τους εξοφλήσει. Ο νεαρός έχει μια γλυκιά φιλεναδούλα, την Βεατρις (Annabella) είναι μπαλαρινούλα και τον νταντεύει καθότι είναι ερωτευμένη μαζί του. Αυτός όμως είναι επιπόλαιος και κυνηγά και αλλού τον ποδόγυρο. Μια φορά ένας κλέφτης με το ψευδώνυμο Παππούς Τουλίπ (Paul Ollivier) κυνηγημένος από την αστυνομία, τρυπώνει στο διαμέρισμα της κοπέλας και ζητά να του δώσει ένα παλιό σακάκι που ο Μισέλ είχε δώσει στην Μπεατρίς για να του το επιδιορθώσει και έτσι με την μεταμφίεση αυτή να ξεφύγει από τους διώκτες του. Η κοπέλα, απηυδισμένη από την συμπεριφορά του Μισέλ, χαρίζει το σακάκι στον Παππού Τουλίπ. Ο Μισέλ όμως τελικά φαίνεται ότι κέρδισε στο Ολλανδικό λαχείο ένα εκατομμύριο φιορίνια! Το δελτίο όμως του λαχείου ήταν στην τσέπη του σακακιού που η Μπεατρίς δώρισε στον Παππού Τουλίπ! Τότε ξεκινά η μεγάλη επιχείρηση να εντοπισθεί ο Παππούς Τουλίπ και το λαχείο. Φάρσα, κωμωδία και μουσική μπλέκονται αριστοτεχνικά από τον René Clair.