Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

The Phantom of the Opera (1925)

The Phantom of the Opera (1925)
Το φάντασμα της Όπερας



Σκηνοθεσία: Rupert Julian
Από το μυθιστόρημα του Gaston Leroux
Με τους Lon Chaney, Mary Philbin, Norman Kerry
Ενσωματωμένοι Ελληνικοί μεσότιτλοι
μεταφρασμένοι από εμένα

Η πιο αυθεντική μεταφορά του μυθιστορήματος του Gaston Leroux, «Το Φάντασμα Της Όπερας», στην οθόνη είναι αυτή του Rupert Julian του 1925. Το έργο είναι horror και όχι μουσικό όπως παρουσιάστηκε αργότερα στα διάφορα remake.

Το DVD της ταινίας το είχα παραγγείλει στο εξωτερικό για να έχω την πιο πρόσφατα αποκατεστημένη κόπια και για να μπορέσω να μεταφράσω τους μεσότιτλους κατευθείαν από την ταινία. Όταν τελείωσα με την μετάφραση, με οδύνη έμαθα ότι κάποια εφημερίδα προσφέρει το DVD με Ελληνικούς υπότιτλους. Η οδύνη μου αφορούσε το τσάμπα κόπο (έτσι νόμιζα) που έκανα για την μετάφραση. Όταν είδα το DVD αυτής της εφημερίδας σκέφτηκα:
ευτυχώς που έκανα την μετάφραση! Σκέτη σκουπίδι η ποιότητα αυτής της ταινίας!

Στη συνέχεια αναδημοσιεύω την παρουσίαση και κριτική της παρούσας ταινίας από έναν άνθρωπο του οποίου την γνώμη πολύ εκτιμώ.

Γράφει λοιπόν ο Ζήσης στο μπλοκ του:
Ζήσης
Επειδή οι περισσότεροι μάθαμε και γνωρίσαμε το φάντασμα της όπερας από την οπερατική διασκευή του Andrew Lloyd Webber για το Broadway και επειδή έχει μια κάποια απόκλιση από το βιβλίο του Gaston Leroux, σας προτείνουμε να δείτε την εκδοχή του 1925, η οποία αφενός βρίσκεται πιο κοντά στην πρωτότυπη ιστορία και αφετέρου έχει για πρωταγωνιστή τον σταρ του βωβού (και τον απόλυτο ηθοποιό της εποχής για απόκληρους και τρομακτικούς ρόλους) Lon Chaney. Ο «άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα», όπως ήταν γνωστός εκείνη την εποχή, δημιούργησε ο ίδιος τη φιγούρα του φαντάσματος δουλεύοντας μόνος του το μέικ-απ. Η ταινία είναι επίσης γνωστή για τη 17λεπτη έγχρωμη σκηνή του χορού, μία από τις πρώτες χρήσεις χρώματος στην ιστορία του κινηματογράφου


Μπορεί να απουσιάζει η (κλασική πλέον) μουσική του κυρίου Webber, η ταινία αυτή όμως ξεχωρίζει μέσα στην... κλασικότητά της. Μια ακριβή παραγωγή (για την εποχή εκείνη) από τον παραγωγό Carl Laemmle, τον ιδρυτή των Universal Studios.

Και από το ΜΠΛΟΚCinemanews
Γράφει oΠαντελής Φραντζής

«Το φάντασμα της Όπερας υπήρξε πραγματικάΔεν ήτανόπως πιστεύαμε για μεγάλο χρονικό διάστημαένα επινόημα των ηθοποιώνμία δεισιδαιμονία των διευθυντώντο γελοίο δημιούργημα του ταραγμένου μυαλού των νεαρών κοριτσιών του μπαλέτουτων μητέρων τουςτων ταξιθετριώντων υπαλλήλων του βεστιαρίου και της θυρωρού».
Με αυτά τα λόγια, ο Γάλλος δημοσιογράφος Gaston Leroux ξεκινάει το 1910 την καταγραφή της «πραγματικής ιστορίας» του Έρικ, ή αλλιώς του Φαντάσματος της Όπερας. Το ομώνυμο βιβλίο του μπορεί ποτέ να μην θεωρήθηκε κάτι παραπάνω από μέτριο και -δυστυχώς- η συγγραφική του αδυναμία δεν έπεισε και πολλούς για το αληθοφανές της ιστορίας, παρόλα αυτά ο Leroux είχε πετύχει κάτι καλύτερο από ότι ήλπιζε. Όχι μόνο είχε καταγράψει μία από τις ρομαντικότερες ιστορίες τρόμου, δίνοντας πνοή σε ένα από τα σπουδαιότερα, σκοτεινότερα και συνθετότερα τέρατα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, αλλά είχε επινοήσει έναν χαρακτήρα τόσο ζωντανό και παλλόμενο που αργά ή γρήγορα θα έσπαγε τις αλυσίδες του χαρτιού και θα έπαιρνε σάρκα και οστά. Η αναγέννηση του αυτή έγινε -που αλλού- στον, νεοανακαλυφθέντα τότε, κήπο των θαυμάτων, το σινεμά.

Δεν πρέπει να υπάρχει κάποιος που να αγνοεί τον αρχετυπικό μύθο του Φαντάσματος της Όπερας, ωστόσο μία σύντομη αναφορά της υπόθεσης δίνεται παρακάτω για όσους" αδιάβαστους! Στις αρχές του εικοστού αιώνα, η Όπερα του Παρισιού αποτελεί τον ναό των τεχνών και της υψηλής κοινωνίας. Ο κόσμος συρρέει στο μεγαλοπρεπές κτίριο, κατακλύζει τις πολυτελείς σκάλες και συνωστίζεται γύρω από την περίλαμπρη αίθουσα, για να απολαύσει τις αιθέριες μελωδίες, τις ωδές στον ανθρώπινο έρωτα και τα θεία πάθη.

Κάτω από την φανταχτερή πλατεία του θεάτρου, όμως, και μακριά από το εκτυφλωτικό φως του λαμπερού πολυελαίου εκτείνεται μία σκοτεινή άβυσσος. Καταπακτές, αποθήκες, κελάρια, ξεχασμένες αίθουσες βασανιστηρίων, λίμνες ολόκληρες και δαιδαλώδεις κατακόμβες, φυλάνε καλά την φρίκη του λησμονημένου παρελθόντος.. αλλά και κάτι ακόμα. Στον πέτρινο, υγρό Άδη απλώνει το βασίλειό του μία παρανοϊκή μορφή, ένα διεστραμμένο μυαλό, ένας απόκληρος των ανθρώπων, το Φάντασμα.

Ο πόθος του για την πρίμα-ντόνα, Κριστίν θα τον κάνει να ξετρυπώσει από τον σκοτεινό τάφο. Η απέχθεια που εκείνη θα δείξει, σαν αντικρίσει το καταραμένο πρόσωπο πίσω από τη μάσκα, θα ρίξει και τους δύο στα τρομερά βάθη της Όπερας.

Μονάχα συναρπαστικό μπορεί να χαρακτηριστεί το ταξίδι που ο σκηνοθέτης, Rupert Julian, πραγματοποιεί στην πρώτη αυτή κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Leroux. Πρώτα απ’ όλα, είναι αυτή η ασύλληπτη καταγραφή του σκηνικού. Η σύνθεση λήψεων σε φυσικούς χώρους αλλά και ογκώδη στούντιο, μεταφέρουν από τις πρώτες κιόλας στιγμές την παγωμένη αύρα ενός κόσμου χθόνιου και εφιαλτικού. Η αριστουργηματική σκηνή λίγο μετά το ζενερίκ - ίσως η σκηνή- ορόσημο των μπαρόκ, εξπρεσιονιστικών φιλμ τρόμου- με τις σκιές των έντρομων χορευτριών να διαγράφονται στον τοίχο του πέτρινου υπογείου, εισάγει το θεατή σε μία πραγματικότητα προορισμένη να στοιχειώσει πολλές από τις νύχτες του.


Δεν είναι, όμως, μονάχα τα εξαιρετικά σκηνικά και οι φροντισμένες σε κάθε λεπτομέρεια λήψεις που κρύβουν το μυστικό της σπουδαίας αυτής ταινίας τρόμου. Το μεγαλείο της οφείλει σε μία μορφή εξίσου μυστηριώδη και ανατριχιαστική με εκείνη του ίδιου του Φαντάσματος. Πρόκειται φυσικά για τον ερμηνευτή του δαιμονικού ήρωα, τον μεγάλο ηθοποιό του Βωβού κινηματογράφου, Lon Chaney.

Φυσιογνωμία γοητευτικά παράξενη, ο Chaney τράβηξε την προσοχή των θεατών και των στούντιο το 1919, στην ταινία «The Miracle Man». Το 1920 παίρνει μέρος στο επιτυχημένο «Treasure Island», ενώ τον πρώτο μεγάλο θρίαμβο ζει με την ερμηνεία του ως Κουασιμόδου, στο «Hunchback of Notre Dame» του 1923. Αυτό που κέντριζε περισσότερο το ενδιαφέρον στο Chaney, ήταν τα τρομερά πρόσωπα που κατάφερνε να παίρνει για κάθε ρόλο του. Μορφές άλλοτε αλλόκοτες και άλλοτε ενοχλητικά φρικιαστικές, δεν οφείλονταν μονάχα στην χρήση του make up. Αν και το όνομά του θεωρήθηκε συνώνυμο του γκροτέσκου μακιγιάζ, ο Chaney λάμβανε τις ακραίες του όψεις χάρη στην πρωτοφανή πλαστικότητα του προσώπου του. Παιδί κωφαλάλων, είχε εξασκηθεί από μικρός στην μιμητική και την αναπαράσταση με το πρόσωπο, αφού κάθε μέρα αναπαριστούσε τα νέα του στην κατάκοιτη μητέρα του. Αυτό, λοιπόν, το ταλέντο υπήρξε το εισιτήριο για την μέγιστη ερμηνευτική αποθέωση. Η διεστραμμένη όψη του στο «Φάντασμα» δεν συντάραξε μονάχα τους θεατές, αλλά και τους ίδιους τους συνεργάτες του, αφού μέχρι το γύρισμα των σκηνών χωρίς τη μάσκα, κρατούσε κρυφή την όψη που είχε διαλέξει για τον ήρωά του. Η ταινία γνώρισε αμέσως επιτυχία και η ερμηνεία του Chaney καταγράφηκε ως μία από τις ρεαλιστικότερες και βαθύτερες στην ιστορία του σινεμά τρόμου.

Ο μύθος του «Φαντάσματος», που γεννήθηκε πριν εκατό χρόνια στο μυαλό ενός αμφιβόλου ποιότητος λογοτέχνη, κατάφερε να παραμείνει ολοζώντανος μέχρι σήμερα. Η θεατρική μεταφορά του Andrew Lloyd Weber, μετέτρεψε το κτήνος του Leroux σε αδικημένο ποιητή, σε καταραμένο εραστή. Οι αναρίθμητες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές προσπάθησαν να πουν και αυτές την εφιαλτική περιπέτεια της Κριστίν στα υπόγεια της Όπερας. Η είδηση πως το Φάντασμα πρόκειται να ξαναεμφανιστεί στη μεγάλη οθόνη, υπό τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Joel Schumaher, περισσότερο προβληματίζει παρά χαροποιεί. Όπως και να ‘χει, ήταν μία μονάχα η φορά που ο Έρικ έδειξε το αληθινό του γκροτέσκο, εφιαλτικό, απεγνωσμένο πρόσωπο στην κάμερα. Και για να το αντικρίσει κανείς, πρέπει να πάει πίσω, στο 1925.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου