Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

Foolish Wives 1922


Foolish Wives 1922
Οι Ανόητες Γυναίκες


Σκηνοθεσία: Erich von Stroheim
Σενάριο: Erich von Stroheim
Είδος: Drama, Thrille
Διάρκεια: 1h 57min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Rudolph Christians = Andrew J. Hughes
Miss DuPont           Miss DuPont = Helen Hughe
Maude George = Πριγκίπισσα Olga Petchnikoff
Mae Busch = Πριγκίπισσα Vera Petchnikoff
Erich von Stroheim = Κόμης Sergius Karamzin
Dale Fuller = aruschka


Ο «κόμης» Καρανζίν είναι ένας αργόσχολος Δον Ζουάν στο Μόντε Κάρλο, που ζει με τα χρήματα των πλούσιων κυριών που φλερτάρει. Όμως, μία από αυτές, η σύζυγος του αμερικανού πρέσβη, θα του αλλάξει το ρουν της προσωπικής του ιστορίας και θα τον ωθήσει προς μια τραγική κατάληξη.
Η δεύτερη μεγάλη ταινία του Erich von Stroheim μετά το Τυφλοί Σύζυγοι και η πιο μεγαλεπήβολη από όσες έκανε στη ζωή του. Το αρχικό υλικό που παρέδωσε στην Universal ήταν οχτώ ωρών (!!!), αλλά έτσι την ήθελε ο δημιουργός του, ονομάζοντας την «μια τέλεια ιστορία». Όταν ρωτήθηκε για το πώς ήταν δυνατόν να αντέξουν οι θεατές μέσα σε ένα απόγευμα μια τέτοια διάρκεια, αυτός απάντησε «Αυτή είναι μια λεπτομέρεια που μου διέφυγε τελείως»! Η Universal το πετσόκοψε στις τρεις και μισό ώρες και έκανε τον σκηνοθέτη να αναφωνήσει πως το μόνο που απέμεινε ήταν τα «κοκαλάκια». Μετά, το παρέλαβε η λογοκρισία και το αποτελείωσε στα 130 λεπτά.


Η Universal επειδή δεν είχε δικό της δίκτυο αιθουσών, συνεργάστηκε με τρεις διαφορετικές εταιρίες (βασικά ιδιοκτήτες αιθουσών) για να μπορέσει να βρει αίθουσες να παίξει το έργο. Το έργο είχε εμπορική επιτυχία, αλλά ο σκηνοθέτης, έκτοτε, θεωρούταν «καταζητούμενος» για τα τρομακτικά έξοδα που επιφόρτισε την παραγωγή. Η εταιρία είχε αναρτήσει απέναντι από τα γραφεία της στο Μπρόντγουεϊ μια τεράστια πινακίδα, που έλεγε το εξής: «Η Universal Pictures και ο Erich von Stroheim θα ξοδέψουν ΧΧΧ δολάρια για να σας διασκεδάσουν με το Foolish Wives.». Στη θέση του XXX και κάθε φορά που οι απαιτήσεις του σκηνοθέτη ανέβαιναν, η εταιρία ανέγραφε το νούμερο των εξόδων! Το τελικό ήταν 1.103.736 και 38 σεντς και ενώ ο Stroheim ορκίζονταν πως δαπανήθηκαν μονάχα 700.000 δολάρια.


Ένας διεφθαρμένος ευγενής της άυλης του τσάρου που ζει μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μαζί με τις ξαδέρφες του στο Μονακό κάνοντας απάτες και σπάταλες θέλει να γοητεύσει την σύζυγο ενός αμερικανού πολιτικού.
Ο Φον Στροχαϊμ κάνει επίδειξη καλλιτεχνικού ταλέντου με δυναμικό ενθουσιασμό (και μεγαλομανία) δημιουργώντας πλάνα με εντυπωσιακή αισθητική. Τα σκηνικά είναι μεγαλόπρεπη, το ύφος σαρκαστικό και οι ματιές στις κοινωνικές αντιθέσεις ενδιαφέρουσες καθώς ο ιδιότροπος σκηνοθέτης παρουσιάζει στην οθόνη τη διαφθορά των πλουσίων. Μερικές σκηνές της ταινίας που εντυπωσιάζουν αφορούν την απεικόνιση μιας καταιγίδας.





Nanook of the North (1922)

Nanook of the North (1922)

Ο ΝΑΝΟΥΚ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ


ΣκηνοθεσίαRobert J. Flaherty


ΟFlahertyκάτοικος Αμερικανοκαναδικών συνόρων, από μικρός λάτρευε τους μακρινούς και ασυνήθιστους τόπους. Όταν τέλειωσε τις σπουδές του εργάστηκε ως μεταλλοθήρας στο βορρά του Καναδά. Φεύγοντας πήρε μαζί του μια κινηματογραφική μηχανή όπου κινηματογραφούσε όλες τις εμπειρίες του που γνώρισε στα ταξίδια του στο μακρινό βορά. Το 1916 πρόβαλε τις ταινίες του σε ιδιωτικές προβολές στο Τορόντο. Ο ενθουσιασμός αυτών που τις παρακολούθησαν ήταν μεγάλος, έτσι αποφάσισε να στείλει το υλικό του στις ΗΠΑ. Από λάθος όμως πέταξε ένα τσιγάρο στο πακέτο με τις ταινίες και αυτές, εύφλεκτες όπως ήταν την εποχή εκείνη, καταστράφηκαν τελείως, περίπου 9.000 μέτρα! Ο Flaherty χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια για να συγκεντρώσει το χρηματικό ποσό που απαιτείτο και να επιστρέψει στο βορρά για να επαναλάβει τα γυρίσματά του. Την ταινία χρηματοδότησε με 50.000 δολάρια η εταιρία γουναρικών Αδελφοί Ρεβιγιόν», παρά του ότι Αμερικανοί επιχειρηματίες αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε κάτι τέτοιο.
O Flaherty επέστρεψε αυτή τη φορά στο βορρά με μοναδικό σκοπό να κάνει την ταινία.
Ήμασταν στην εποχή του μεσοπολέμου όπου ο μέσος αστός  Αμερικανός είχε κουραστεί από τη μονότονη ζωή του και τον μάγευαν διηγήσεις για μακρινούς εξωτικούς και επικίνδυνους τόπους. Ο Flaherty επικεντρώθηκε σε ένα πρόσωπο, τον Νανούκ, έναν Εσκιμώο, και μέσο αυτού προσπάθησε να πληροφορήσει το βολεμένο με τις ανέσεις κακομαθημένο κοινό, πως μια φυλή κατόρθωνε να τα βγάλει πέρα στον αφιλόξενο και επικίνδυνο βορρά. Το μόνο ενδιαφέροντα των ανθρώπων αυτών ήταν  πως θα επιβιώσουν καθημερινά και πως θα εξασφαλίσουν την τροφή της ημέρας. Παρακολουθούμε την τρυφερότητα που αναπτύσσεται μεταξύ γονέων και παιδιών και η οποία δεν διαφέρει από αυτήν που αναπτύσσουν και οι άλλες κοινονίες. Εξάλλου τα ενδιαφέροντα των Εσκιμώων φαίνεται να εξαντλούνται αφενός με την καθημερινή επιβίωση και την εύρεση τροφής αλλά και με την διαιώνιση του είδους.
Είναι γεγονός ότι παρακολουθούμε ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ στην ιστορία του κινηματογράφου, όταν ακόμα ο όρος ντοκιμαντέρ ήταν άγνωστος. Βέβαια ο Flaherty αντιμετώπισε και επικρίσεις για το ότι οι Εσκιμώοι ήταν φανερά στημένοι. Προσωπικά δείχνω κατανόηση όταν ο σκηνοθέτης δεν περιμένει πότε οι άνθρωποι αυτοί θα αποφασίσουν να πάνε για κυνήγι, αλλά τους προτρέπει να πάνε τώρα για να τους κινηματογραφήσει. Όμως εδώ υποστηρίχτηκαν άλλα πράγματα. Πως η γυναίκα που υποδύεται την σύζυγο του Νανούκ δεν ήταν καν γυναίκα του, ούτε και τα παιδιά τα παιδιά του!
Σε κάθε περίπτωση όμως η ταινία δεν παύει να είναι πρωτοποριακή για την εποχή και αξεπέραστη ακόμη και σήμερα.
Και το τραγικό της ιστορίας. Λίγο καιρό μετά την αποπεράτωση της ταινίας, ο Νανούκ έμεινε αποκλεισμένος κάπου λόγο χιονοθύελλας και πέθανε από την πείνα!



Τους μεσότιτλους μετέφρασα εγώ.

Blood and Sand (1922)

Blood and Sand (1922)
Αίμα και Άμμος



Σκηνοθεσία: Fred Niblo, Dorothy Arzner
Συγγραφείς: Vicente Blasco, Tom Cushing
Είδος: Drama, Romance, Sport – Διάρκεια: 80 λεπτά
Παίζουν:
Rudolph Valentino = Juan Gallardo
Nita Naldi = Doña Sol
Leo White = Antonio
Lila Lee = Carmen
Ελληνικοί υπότιτλοι δικής μου μετάφρασης.
Η ταινία που έχω είναι Γερμανικής Version και οι μεσότιτλοι είναι χαραγμένοι επάνω της στα Γερμανικά. Έτσι αναγκάστηκα να τους αντιγράψω γραμμή-γραμμή και μετά να τους μεταφράσω.


Η ταινία βασίστηκε στο ισπανικό μυθιστόρημα Blood and Sand (Sangre y arena) του Vicente Blasco Ibanez (1909) και στην θεατρική εκδοχή του βιβλίου από τον Thomas Cushing.
Ο Juan Gallardo, ένα χωριατόπαιδο γεννημένο στη φτώχεια, καταλήγει να γίνει ένας από τους μεγαλύτερους ταυρομάχους στην Ισπανία. Παντρεύεται μια παιδική του φίλη, την όμορφη και ενάρετη Carmen, αλλά η φήμη και τα πλούτη τον οδηγούν στην Dona Sol, μια πλούσια, σαγηνευτική χήρα. Ξεκινούν μια παθιασμένη ερωτική σχέση, αλλά ο Juan, αισθανόμενος ένοχος που πρόδωσε την Κάρμεν, προσπαθεί να απελευθερωθεί από την Dona Sol.
Ακόμα ένα έργο του ίδιου συγγραφέα στην υπηρεσία της γοητείας του Rudolph Valentino. Αυτή την φορά, όμως, ο ηθοποιός είναι διάσημος και όχι ο ανερχόμενος του Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης.


Robin Hood (1922)

Robin Hood (1922)
Ο Ρομπέν των Δασών


ΣκηνοθεσίαAllan Dwan - ΣενάριοDouglas Fairbanks
Παίζουν:
Douglas Fairbanks = Κόμης του Huntingdon, Ρομπέν των δασών
Wallace Beery = Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος           
Sam De Grasse = Πρίγκιπας Ιωάννης
Enid Bennett = Λαίδη Μάριαν
Είδος: Adventure, Family, Romance – Διάρκεια: 143 λεπτά
Ελληνικοί μεσότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα


Ο Βασιλιάς Ριχάρδος έχει πάει στις Σταυροφορίες και ο αδελφός του Ιωάννης που τον αντικαθιστά ως αντιβασιλέας,  αποδεικνύεται ένας σκληρός τύραννος και επιδιώκει να σφετεριστεί τον θρόνο του αδελφού του. Η Λαίδη Μαριάμ στέλνει μήνυμα στον Κόμη του του Χάντινγκτον κι αυτός επιστρέφει στην Βρετανία και μεταμορφώνετε ως ένας  εκδικητικός Ρομπέν των Δασών.
Η πιο ακριβή ως τότε ταινία (1,4 εκατομμύρια δολάρια) και ακόμα μια κλασική ιστορία για τις ικανότητες του Douglas Fairbanks. Το σκηνικό του κάστρου είναι το μεγαλύτερο του βωβού Χόλυγουντ. Οι εισπράξεις ήταν εντυπωσιακές και έπιασαν τα 2,5 εκατομμύρια δολάρια.
Ήταν η πρώτη ταινία που καθιέρωσε μια πολυτελή δεξίωση κατά την πρεμιέρα της. Η ιδέα άνηκε στον ιδιοκτήτη του κινηματογράφου Egyptian Theater, τον Sid Grauman. Έπειτα αυτό έγινε θεσμός.
Η ταινία θεωρούταν χαμένη, μέχρι που την δεκαετία των 1960 βρέθηκε μια «χρυσή» κόπια.
 Αυτή είναι η τρίτη ταινία που αναφέρεται στον προστάτη των φτωχών και τον υπερασπιστή του νόμιμου βασιλιά . Ήταν, όμως, η πρώτη μεγάλου μήκους, αφού αυτές του 1912 και 1913 δεν ξεπερνούσαν τα 30 λεπτά.
Ο Douglas Fairbanks παρέλαβε το μετάλλιο τιμής των Photoplay Awards, τo οποίο πιστεύεται πως είναι ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά βραβεία όλων των εποχών.


Dr. Mabuse, der Spieler (1922)


Dr. Mabuse, der Spieler (1922)
Δρ. Μαμπούζε, Ο Παίκτης Νο 1
Δρ. Μαμπούζε, Ο Παίκτης Νο 2


Σκηνοθεσία: Fritz Lang
Σενάριο: Norbert Jacques , Fritz Lang
Είδος: Crime, Mystery, Thriller
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Rudolf Klein-Rogge          = Dr. Mabuse
Aud Egede-Nissen = Cara Carozza, η χορεύτρια
Gertrude Welcker = Κόμησα Dusy Told
Alfred Abel = Κόμης Told
Bernhard Goetzke = Καθηγητής von Wenk
Paul Richter = Edgar Hull
Διάρκεια: Τα πρωτότυπο έργο ήταν πάνω από 4 ώρες!
Για πρακτικούς λόγους κόπηκε σε δύο μέρη:
Ο Παίκτης Νο 1: διάρκειας 2:35:16
Ο Παίκτης Νο 2: διάρκειας 1:55:13

  
Ο εγκληματικός και ευφυής εγκέφαλος του Δόκτορα Μαμπούζε κατεργάζεται τρόπους να κατακτήσει το Βερολίνο και να κάνει μια τεράστια περιουσία. Ο ντετέκτιβ φον Γουένκ είναι ίσως ο μόνος που μπορεί να τον σταματήσει.


Επικρατεί μια τεράστια αναστάτωση περί του πόσες ταινίες είναι, εντέλει, το έργο του Fritz Lang, ενός λάτρη των σίκουελ. Η αλήθεια είναι το έργο γυρίστηκε ως ένα και αδιαίρετο. Έπειτα οι Αμερικανοί το έκοψαν στα δύο (Dr. Mabuse, the Gambler και Dr. Mabuse, King of Crime) και αυτή η κόπια προωθήθηκε έκτοτε και από την γερμανική εταιρία. Οι Σοβιετικοί το ξαναμόνταραν και το έκαναν πάλι ενιαίο, αλλά πολύ μικρότερο. Ένας από τους μοντέρ ήταν και ο Sergei Eisenstein. Η αμερικανική Image Entertainment, στις αρχές του αιώνα μας, το αναστήλωσε για το DVD, αλλά «ξέχασε» να συμπεριλάβει κάποιες σκηνές και άλλαξε ολόκληρη την υπόσταση του βασικού ήρωα. Το 2004 κυκλοφόρησε σε DVD η καλύτερη αποκατάσταση της ταινίας, αυτήν τη φορά στην Μεγάλη Βρετανία.


Μια σκηνή, όπου μια ηθοποιός κάνει την Αφροδίτη, ο Lang επέβαλε να γίνει γυμνή. Όμως, δεν του άρεσε το τρίχωμα στο ευαίσθητο της σημείο και της είπε να το ξυρίσει. Η ηθοποιός αρνήθηκε και ο σκηνοθέτης ξέσπασε σε φωνές. Ο τελικός συμβιβασμός ήρθε με το να καλυφτεί το σημείο με ένα μικρό κομματάκι υφάσματος. Όλη αυτή η σκηνή κόπηκε από κάθε προβολή που έγινε ανάμεσα στα 1940 και τα 1960, αλλά διασώθηκε από τα αρχεία του ίδιου του σκηνοθέτη.
Η ταινία θεωρείται από πολλούς ως προάγγελος των φιλμ-νουάρ, κάτι που ενισχύθηκε με την κατασκευή του αριστουργηματικού Μ – Ο Δράκος του Ντίσελντορφ από τον ίδιο σκηνοθέτη.


Αν ρωτήσεις κάποιον που απλά αγαπάει το σινεμά για τον Fritz Lang, θα σου απαντήσει ότι πρόκειται για έναν από τους «παλιούς», «κλασσικούς» σκηνοθέτες. Μάλιστα το γεγονός ότι είναι ο κύριος εκφραστής του κινήματος του εξπρεσιονισμού, κίνημα που είναι γενικά παρεξηγημένο στον κινηματογραφο, κάνει τους περισσότερους να πιστεύουν ότι είναι «ιδιαίτερα» καλλιτεχνικός. Αυτό στην απλή καθομιλουμένη σημαίνει αργή, δύσκολη ταινία που πρέπει να καταβάλεις προσπάθεια να κατανοήσεις και θέλει ιδιαίτερο χρόνο και διάθεση για να την παρακολουθήσεις. Όλα αυτά μας κάνουν να σκεπτόμαστε πόσο μεγάλο σφάλμα είναι να βάζουμε καλούπια γενικά, άλλα και ειδικά στον κινηματόγραφο, μια τέχνη τόσο πολυδιάστατη και ανοικτή σε διάφορες επιρροές.
Παρακολουθώντας λυπών τα sequel ουσιαστικά του Δρ. Μαμπούζε διαπιστώνουμε πως όταν ένας σκηνοθέτης γνωρίζει την τέχνη του, μπορεί να κάνει το καλλιτεχνικό εμπορικό! Γυρισμένα στα πρώτα χρόνια (στην γερμανική περίοδο όπως αποκαλείται) που σκηνοθετεί, θα περίμενε να είναι γεμάτα συνειρμούς, αλληγορίες και δύσκολη γραφή. Αντίθετα όμως και οι 4 ταινίες είναι γεμάτες ένταση, δράση και θέτουν την βάση για το noir και τις ταινίες δράσης που θα παράγει μαζικά το Hollywood μέχρι και τις μέρες μας.


Έχοντας ως ήρωα τον Δρ. Μαμπούζε, έναν σατανικό κακοποιό που με τις πνευματικές του ικανότητες καταφέρνει να κάνει τα μεγαλύτερα εγκλήματα και να ξεφεύγει, δίνει πολύτιμα μαθήματα σε όλους τους μεταγενέστερους σκηνοθέτες. Χρησιμοποιώντας ελάχιστα ειδικά εφέ (όσο μπορούσε μέσα από την γνώση και το ταλέντο του), καταφέρνει να κάνει ταινίες δράσης που θα ζήλευαν ο Spielberg, ο Cameron, ο Scott και πολλοί άλλοι! Η αφήγηση είναι αστραπιαία, η εξέλιξη ταχύτατη και οι χαρακτήρες έχουν όλα τα στοιχεία του ήρωα που θα αναπτύξει κατά κόρον ο μεταγενέστερος αμερικανικός κινηματόγραφος και η χρήση του φωτός (οπως βέβαια και στις υπόλοιπες ταινίες) θα λειτουργήσει υπέρ του, δίνοντάς μας μια αίσθηση μυστήριου και αγωνίας.
Το «καλλιτεχνικό» στοιχείο δεν χρησιμοποιείται εδώ τόσο έντονα όπως πχ. στο Metropolis, άλλα οι σκηνές στο σπίτι και οι εικόνες των δρόμων καταφωνάζουν την έντονη αγάπη του σκηνοθέτη για το κίνημα (το ντεκόρ και τα σκηνικά είναι πραγματικά εντυπωσιακά σε σημείο που το σπίτι να θυμίζει μουσείο του εξπρεσιονισμού!). Οι ηθοποιοί επίσης προσπαθούν να μετριάσουν το «υπερβολικό» παίξιμο και αφήνονται στην πλοκή και στις οδηγίες του σκηνοθέτη.


Είναι αξιοθαύμαστο πως καταφέρνει ο Fritz Lang να ενώσει με τόσο άρτιο τρόπο τόσα διαφορετικά είδη, εισάγοντάς τα μάλιστα ο ίδιος σαν είδη σε ένα σινεμά που ήταν ακόμα σε νηπιακή ηλικία! Και οι 4 ταινίες είναι συναρπαστικές, βλέπονται με ιδιαίτερη ευχαρίστηση, οποιαδήποτε ώρα και σε κάνουν να καταλαβαίνεις πως το κάλο σινεμά είναι πάντα ευπρόσδεκτο από όλους!





Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922


Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922
Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: Henrik Galeen
Είδος: Fantasy, Horror
Διάρκεια: 1h 34min
Παίζουν:
Max Schreck = Κόμης Orlok ο βρυκόλακας)
Gustav von Wangenheim = Hutte)
Georg H. Schnell = Harding
Ruth Landshoff= Ruth (η αδελφή του)
Gustav Botz = Καθηγητής Sievers
John Gottowt = Καθηγητής Bulwer


Η ακατανίκητη επιθυμία του ανθρώπου να ξορκίσει τους εσωτερικούς του δαίμονες και επί της οθόνης θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στη δημιουργία του είδους του κινηματογραφικού τρόμου. Όμως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον «Νοσφεράτου».
Εξωθώντας στα άκρα τη σκοτεινή πλευρά του Ρομαντισμού που εξέφρασε ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο  Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου ξεπέρασε σε φρίκη κάθε προγενέστερη απόπειρα όπως «Το Εργαστήρι Του Δρος. Καλιγκάρι» και το «Γκόλεμ». Ο ίδιος ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου» («Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens»), προδίδει σαφέστατα τις προθέσεις του.


Και να σκεφτεί κανείς ότι ο «Νοσφεράτου» λίγο έλειψε να περάσει για πάντα στη λήθη. Κάτοχος των δικαιωμάτων του γοτθικού μυθιστορήματος του συζύγου της, η χήρα του Μπραμ Στόουκερ (στον «Δράκουλα» του οποίου βασίστηκε άτυπα αλλά αρκετά πιστά ο Μουρνάου) Φλόρενς πέτυχε μια δικαστική απόφαση που διέταζε ρητά την καταστροφή του αρνητικού και κάθε κόπιας της ταινίας. Ευτυχώς κάποιες από τις κόπιες του διαβολικού αυτού αριστουργήματος διασώθηκαν για να μεταβιβάσουν την αρρωστημένη του επιρροή στις επερχόμενες γενιές.


Έχοντας στη διάθεσή του τον πενιχρό προϋπολογισμό μιας εταιρείας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο Μουρνάου έσπασε τα στεγανά του Εξπρεσιονισμού και αποτόλμησε εκτεταμένα εξωτερικά γυρίσματα, τακτική σχεδόν ανήκουστη για τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής που προτιμούσε να κατασκευάζει εκ του μηδενός δάση και πολιτείες στα θεόρατα στούντιο της UFA και άλλων εταιριών, κάτι που χάριζε τη χαρακτηριστική τεχνητή όψη στις περισσότερες ταινίες της περιόδου. Παρά το φανταστικό περιεχόμενο του «Νοσφεράτου», ο χειρισμός αυτός προσέδωσε έναν απροσδόκητο ρεαλισμό στην ιστορία του θρυλικού βρικόλακα που εγκαταλείπει τα Καρπάθια για να γραπώσει με τα γαμψά του νύχια την ψυχή μιας γερμανικής πόλης, σκορπώντας αδιακρίτως το θάνατο στο πέρασμά του.


Αναπόφευκτα, ο «Νοσφεράτου» δεν τρομάζει το σύγχρονο κοινό όπως πιθανότατα τους θεατές του 1922, όμως η απειλητική ατμόσφαιρα διατηρείται ολοζώντανη. Ο Μουρνάου αναγνώριζε την υπεροχή της εικόνας, περιορίζοντας μάλιστα σε σύγκριση με τους συγχρόνους του τη χρήση των μεσότιτλων. Άφηνε το περίτεχνο μοντάζ και την παράλληλη δράση να προκαλέσουν τη μέγιστη εντύπωση, υιοθετώντας πρωτοποριακές τεχνικές, όπως το stop motion και την παρεμβολή αρνητικού φιλμ. Αποκορύφωμα της ραδιούργας σκηνοθεσίας του, η σεκάνς στο καταραμένο πλοίο: της έγερσης του απέθαντου Όρλοκ από το φέρετρό του και της αργής κίνησής του προς τον τελευταίο επιζώντα, σε ένα αριστουργηματικό πλάνο κοντρ-πλονζέ – μια από τις πολλές σκηνές ανθολογίας του φιλμ που αναπαρήγαγε και ο Βέρνερ Χέρτσογκ στο επιβλητικό ριμέικ του 1979.


Παρά την εξόφθαλμη αλλαγή των ονομάτων, χαρακτήρων και τοποθεσιών, ο Μουρνάου κράτησε τη βασική πλοκή του «Δράκουλα» - μεταφέροντας τη δράση από το βικτοριανό Λονδίνο στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου είχε ρίξει βαριά τη σκιά της η πανούκλα. Οι νεωτερισμοί του ωστόσο υπερβαίνουν τη βαμπιρική μυθολογία, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα: τα σκόρδα, οι σταυροί, η εμμονή με την αιώνια νεότητα και η απουσία ειδώλου στον καθρέπτη και σκιάς βρικόλακα δεν έχουν θέση στον «Νοσφεράτου». Αντίθετα η σκιά του Όρλοκ χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά σε ένα απαράμιλλο παιχνίδι σκότους και φωτός. Ταυτόχρονα ο Μουρνάου μετέτρεψε το χάπι εντ σε μια μεγαλειώδη αυτοθυσία, απαλλαγμένη από το νοσηρό ερωτισμό του Στόκερ.
Ο εκτρωματικός βρικόλακας του Μαξ Σρεκ δεν έχει καμία σχέση με τις μετέπειτα ενσαρκώσεις του Δράκουλα ως σεξουαλικά ακαταμάχητου δανδή. Είναι η ενσάρκωση του καθαρού εφιάλτη, προσωποποίηση της αρρώστιας και του θανάτου, απογυμνωμένος από όποια σαγηνευτική όψη του κακού και ρομαντική διάθεση και -γιατί όχι;- ένα πορτρέτο μιας Γερμανίας με ανοιχτές ακόμη τις πληγές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φήμες ότι κάτω από το γκροτέσκο μακιγιάζ κρυβόταν κάποιος άλλος, διάσημος ηθοποιός που δεν επιθυμούσε να εκτεθεί, ο ίδιος ο Μουρνάου ή ακόμη ένα αληθινό βαμπίρ (υπόθεση που έκανε ταινία ο Ελάιας Μέριγκε στη «Σκιά Του Βρικόλακα») αποτελούν επιπλέον δείγμα της παραδοξολογίας που συνοδεύει τη δημιουργία του «Νοσφεράτου». Ευτυχώς για μας, η αξεπέραστη δύναμή του δε βρίσκεται σε μια τέτοια μεταφυσική εξήγηση.




Tol'able David 1921


Tol'able David 1921
Ο καλούτσικος Ντέιβιτ.


Σκηνοθεσία: Director: Henry King
Σενάριο: Joseph Hergesheimer, Edmund Goulding
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1h 39min
Μεσότιτλοι: zelligas
Παίζουν:
Richard Barthelmess = David Kinemon
Gladys Hulette = Esther Hatburn
Walter P. Lewis = Iscah Hatburn
Ernest Torrence = Luke Hatburn
Ralph Yearsley = Saul 'Little Buzzard' Hatburn
Forrest Robinson = Παππούς Hatburn


Ο David Kinemon, ο μικρότερος γιος των αγροτών της Δυτικής Βιρτζίνια, λαχταρά να αντιμετωπίζεται σαν άντρας από την οικογένειά του και τους γείτονές του, ειδικά από την Esther Hatburn, την όμορφη κοπέλα που ζει με τον παππού της σε ένα κοντινό αγρόκτημα. Ωστόσο, του υπενθυμίζεται συνεχώς ότι εξακολουθεί να είναι αγόρι, «καλούτσικο» αρκετά, αλλά όχι ακόμα άντρας.


Ο Ντέιβιντ τελικά έχει την ευκαιρία να αναδείξει τον εαυτό του όταν ο παράνομος Iscah Hatburn και οι γιοι του Luke και ο "Little Buzzard", μακρινά ξαδέλφια των γειτόνων Hatburn του Kinemon, μετακινούνται στο αγρόκτημα Hatburn, ενάντια στη βούληση της Esther και του παππού της. Η Esther αρχικά λέει στον David να μην παρεμβαίνει, λέγοντας ότι δεν μπορεί να τα βάλει με τα ξαδέλφια της. Αργότερα, τα ξαδέλφια σκοτώνουν το κατοικίδιο σκύλο του Ντέιβιντ και και τραυματίζουν τον μεγαλύτερο αδερφό του, αφήνοντάς τον ανάπηρο. Από αίσθηση της τιμής, ο πατέρας του Ντέιβιντ σκοπεύει να καταγγείλει στους αρμόδιους της δικαιοσύνης τα ξαδέλφια του Χάτμπορν, αντί να βασίζεται στον τοπικό σερίφη, αλλά δεν προλαβαίνει λόγο μιας απότομης θανατηφόρας καρδιακής προσβολής. Ο Ντέιβιντ είναι αποφασισμένος να κυνηγήσει τους Hatburns στη θέση του πατέρα του, αλλά η μητέρα του τον αποτρέπει, υποστηρίζοντας ότι θα πεθάνει σίγουρα και ότι με τον πατέρα του νεκρό και τον αδερφό του ανάπηρο, το νοικοκυριό, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του αδερφού του και του γιου του, εξαρτάται από αυτόν.


Η οικογένεια Kinemon που είναι τώρα χωρίς πατέρες αποχωρεί από το αγρόκτημα και αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι στο χωριό. Ο Ντέιβιντ ζητά την παλιά δουλειά του αδερφού του, να οδηγεί την ταχυδρομική καρότσα, αλλά του λένε ότι είναι πολύ νέος. Ωστόσο, του δήνουν δουλειά στο κατάστημα. Αργότερα, όταν ο κανονικός οδηγός της απολύθηκε για μέθη, ο David τελικά έχει την ευκαιρία να οδηγήσει την καρότσα. Χάνει τον ταχυδρομικό σάκκο κοντά στο αγρόκτημα των Hatburn, όπου βρίσκει ο Luke. Ο Ντέιβιντ πηγαίνει στο αγρόκτημα των Χάτμπορν για να ζητήσει τον σάκκο. Του αρνούντε και αρχίζειε διαμάχη με τα ξαδέλφια, κατά τη διάρκεια της οποίας πυροβολείται στο χέρι. Ο David πυροβολεί έπειτα τον Iscah και τον μικρότερο γιο και αργότερα, μετά από μια παρατεταμένη μάχη με τον μεγαλύτερο αδερφό , αναδείχθηκε νικητής. Η Έστερ φεύγει για βοήθεια και φτάνει στο χωριό, λέγοντας ότι ο David σκοτώθηκε. Καθώς ένα πλήθος ετοιμάζεται να ψάξει τον David, αυτός καταφτάνει με τον ταχυδρομικό σάκο, άσχημα τραυματισμένος και καταρρέει. Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι ο Ντέιβιντ, δεν είναι πλέον απλώς "καλούτσικος", αλλά πραγματικός άνδρας και ήρωας.