Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Midnight Cowboy (1969)

Midnight Cowboy (1969)
Ο Καουμπόι του Μεσονυχτίου



Σκηνοθεσία: John Schlesinger
Με τους Dustin Hoffman και Jon Voight
Ελληνικοί υπότιτλοι δικής μου μετάφρασης


Ο νεαρός Τζο Μπακ (Jon Voight), λαντζέρης σε φαγάδικο σε μια κωμόπολη του Τέξας, αισθάνεται να έχει ταλέντο στο ερωτικό ζήτημα αλλά στην επαρχία όπου μένει δεν μπορεί να το αξιοποιήσει.


Αποφασίζει λοιπόν να εγκαταλείψει το μέρος που κατοικεί και να τραβήξει για μια μεγάλη πόλη, σαν την Νέα Υόρκη, όπου σύμφωνα με τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούν στην επαρχία, εκεί οι ευκατάστατες γυναίκες, στερημένες στο σεξ, είναι πρόθυμες να πληρώσουν για τις σεξουαλικές υπηρεσίες που θα τους προσφέρει ο κάθε ικανός νεαρός.
Τελικά φθάνει στην Νέα Υόρκη, καταλύει σε ένα ξενοδοχείο και βγαίνει σεργιάνι προ άγραν πελατισσών. Τότε δέχεται και την πρώτη ψυχρολουσία. Πλησιάζει μία ξανθιά προσπαθώντας να την γοητεύσει. Η γυναίκα όμως αυτή είναι εκδιδόμενη και αυτός νομίζει ότι ενέδωσε στην γοητεία του. Στο τέλος αντί να πληρωθεί, όπως έλπιζε, πρέπει να την πληρώσει κι από πάνω!



Τελικά οι μέρες περνούν και όχι μόνο δεν εισπράττει αυτά που ήλπιζε αλλά ξοδεύει για βιοπορισμό. Στο τέλος είναι καταχρεωμένος στο ξενοδοχείο του και όχι μόνο τον διώχνουν αλλά του κρατάν τα πράγματά του ως ενέχυρο γι αυτά που τους χρωστά.
Άφραγος και μόνος τριγυρνά στην πόλη όπου συναντά τον μικροαπατεώνα Ράτσο.


Αυτός του αποσπά και τα τελευταία του χρήματα, με την υπόσχεση ότι θα τον στείλει σε κάποιον που θα τον προωθήσει ως «Ζιγκολό». Τελικά η υπόσχεση ήταν πατάτα και ο Τζο περιφέρεται απελπισμένος στην πόλη. Κάποια στιγμή συναντά τον Ράτσο και σπεύδει να τον εκδικηθεί. Αυτός τον καλοπιάνει, του προσφέρει στέγη σε ένα ετοιμόρροπο κτίριο που είναι προς κατεδάφιση


και ασχολούνται και οι δύο με μικροκλοπές για να επιβιώσουν.



Ο Ράτσο θέλει να γίνει ο «μάνατζερ» του Τζο στο επάγγελμα του 




Προς τούτο με διάφορες μικροκομπίνες προσπαθεί να τον σουλουπώσει για να έχει πρόσβαση στους κατάλληλους κύκλους.




Απάνω που φαίνεται κάποιο φως στο βάθος του τούνελ,




η υγεία του Ράτσο που εκτός από μικροανάπηρος είναι και φυματικός, επιδεινώνεται. Σαν μόνη λύσει νομίζει πως είναι να μετακομίσει σε θερμότερα κλίματα, όπως στην Καλιφόρνια. Ξεκινούν λοιπόν και οι δυο τους το ταξίδι για εκεί. Στην διαδρομή όμως, μέσα στο λεωφορείο, ο Ράτσο Πεθαίνει!



Ο επιτυχημένος Βρετανός σκηνοθέτης John Schlesinger διέσχισε τον Ατλαντικό και βρέθηκε στις ΗΠΑ για να γυρίσει μια ταινία που ήταν γροθιά στο στομάχι όσων ακόμα ζούσαν με τα φρούδα όνειρα του «Αμερικανικού ονείρου». Ιδίως αποκάλυψε το τι σημαίνει να είσαι ξένος και άφραγκος σε μια μεγαλούπολη όπως η Νέα Υόρκη. Αν και πέρασαν αρκετά χρόνια από την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, παρακολουθείται ακόμα με ενδιαφέρον όχι μόνο από τους νοσταλγούς εκείνης της εποχής αλλά και από νέους που τα χρόνια εκείνα δεν είχαν γεννηθεί. Το μήνυμα της ταινίας είναι διαχρονικό.

Την εποχή που έκανα τους υπότιτλους, όχι μόνο Ελληνικοί υπότιτλοι δεν υπήρχαν πουθενά, αλλά ούτε και το DVD της ταινίας. Το παρήγγειλα στο εξωτερικό και μετέφρασα τους Γαλλικούς υπότιτλους.





Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2014

La maschera del demonio (1960)

La maschera del demonio (1960)
Η Μάσκα του Σατανά

Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Ennio De Concini, Mario Serandrei, Nikolay Gogol

Είδος: Horror ΔΕ 60, Mario Bava

Διάρκεια: 1h 27m

Γλώσσα: Italian, English

Παίζουν:

Barbara Steele: Princess Asa Vajda

John Richardson: Dr. Andreas Gorobec

Andrea Checchi: Dr. Choma Kruvajan

Ivo Garrani: Prince Vajda

 Arturo Dominici: Igor Javutich

Enrico Olivieri: Constantine Vajda

Υπότιτλοι: Ελληνικοί μεταφρασμένοι από εμένα.

    Ο Mario Bava ξεκίνησε ως υπεύθυνος φωτογραφίας αλλά ολοκλήρωσε σημαντικές ταινίες τρόμου διαφόρων σκηνοθετών.
Το γεγονός δεν πέρασε απαρατήρητο από το στούντιο που εργαζόταν, έτσι τον εμπιστεύτηκαν και του ανάθεσαν να σκηνοθετήσει έργο της δικής του επιλογής. Και τότε η αποκλειστικότητα των Αγγλοσαξόνων στις ταινίες
γοτθικού τρόμου έληξε. Ο Mario Bava στράφηκε στους Ρωσικούς λαϊκούς θρύλους και δημιούργησε ένα σαγηνευτικό παραμύθι μου διαδραματίζεται στην Μολδαβία. Με την ενέργειά του αυτή ο Mario Bava δημιούργησε την Ιταλική Σχολή ταινιών Γοτθικού τρόμου. Συνεργάτες του αναδείχτηκαν σε Μετρ του είδους των ταινιών τρόμου, ενώ πολλοί από αυτούς μεταλαμπάδευσαν το... ευγενές αυτό είδος στην Αμερική!
Ο Mario Bava είχε την τύχη στο πρώτο του αυτό ολοκληρωμένο κινηματογραφικό ξεκίνημα να βρει μια νέα πρωταγωνίστρια που οι ρόλοι της σε ταινίες τρόμου της πήγαιναν γάντι. Πρόκειται για την Αγγλίδα ηθοποιό Barbara Steele η οποία απογοητευμένη που στην πατρίδα της δεν της έδιναν ρόλους, μετανάστευσε στην Ιταλία προς αναζήτηση νέας καριέρας. Κι επέτυχε διάνα! Το κορίτσι με τα μαύρα, κορακίσια μαλλιά και την απόκοσμη ομορφιά αναδείχτηκε σε βασίλισσα των ταινιών τρόμου.


    Στην συγκεκριμένη ταινία κρατά δύο ρόλους. Από την μία υποδύεται την πριγκίπισσα αδελφή του ηγεμόνα της Μολδαβίας κατά τον μεσαίωνα, η οποία λάτρεψε τον Σατανά, έγινε σατανίστρια και γι αυτό καταδικάστηκε σε θάνατο στην πυρά, αφού προηγουμένως ο δήμιος της καρφώσει στο πρόσωπό της την μάσκα του σατανά!


    Την ώρα της εκτέλεσής της όμως ενέσκηψε φοβερή καταιγίδα και λόγο της έντονης βροχόπτωσης δεν ήταν δυνατόν να ανάψουν φωτιά και να την κάψουν. Την ενταφίασαν λοιπόν σε μια σαρκοφάγο μέσα σε μια σπηλιά και πάνω από την σαρκοφάγο της έστησαν έναν σταυρό για να καθηλώνει την μάγισσα αιωνίως στο μνήμα της.
Και φθάνουμε μερικούς αιώνες αργότερα όπου την Μολδαβία ηγεμονεύει ένας απόγονος του αδελφού της μάγισσας που έχει και μια κόρη, την Κάτια, η οποία ως απόγονος της μάγισσας είναι ολόιδια αυτής. Φυσικά και τον ρόλο αυτό κρατά η Barbara Steele. Κάποτε ένας καθηγητής με τον βοηθό του, πηγαίνοντας σε ένα συνέδριο στην Μόσχα, διέρχονται από το συγκεκριμένο τόπο στην Μολδαβία. Λόγο μιας βλάβης της αμαξάς τους ερευνούν την περιοχή και ανακαλύπτουν την σπηλιά που είναι τοποθετημένη η σαρκοφάγος της μάγισσας. Ο Καθηγητής προσπαθεί να περιεργαστεί την σαρκοφάγο όταν του επιτίθεται μια νυχτερίδα. Προσπαθώντας ο καθηγητής να την αποκρούσει με το ραβδί του, χτυπά και κομματιάζει τον πέτρινο σταυρό που επί αιώνες κρατούσε καθηλωμένη την μάγισσα στην σαρκοφάγο της. Τότε εμφανίζεται η κόρη του ηγεμόνα, η Κάτια, που ζητά να μάθει τη γυρεύουν οι ξένοι.


    Αυτοί εξηγούν πως συνέβη μια βλάβη στην άμαξά τους και περιμένουν να την επισκευάσει ο αμαξάς. Αυτή τότε τους προσκαλεί να διανυκτερεύσουν στο παλάτι. Και αυτή μέλει να είναι η φρικιαστικότερη βραδιά! Η μάγισσα μην έχοντας πια τον σταυρό να την καθηλώνει στην συκοφάγο της, ανασταίνεται! Ανασταίνει και τον εραστή συνεργάτη της και εκμεταλλευόμενη την ομοιότητά της με την Κάτια, τρυπώνει ανάμεσα στους –ακόμα- ζωντανούς και τους βρικολακιάζει με τον τρόπο της!


    Εδώ ο Mario Bava, σαν καλλιτέχνης της φωτογραφίας, μας επιδεικνύει το μεγάλο του ταλέντο στην ασπρόμαυρη εικόνα. Απόκοσμες και ανατριχιαστικές σκηνές από βρικόλακες που εγείρονται και καταδιώκουν ζωντανούς! Κατά πολλούς είναι η ανώτερη ασπρόμαυρη ταινία τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου.




Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2014

The Odd Couple II (1998)

The Odd Couple II (1998)
Ένα παράξενο ζευγάρι
σε θεότρελο ταξίδι



Σκηνοθεσία: Howard Deutch
Με τους Jack Lemmon και Walter Matthau

Η μεγάλη καλλιτεχνική μα και εμπορική επιτυχία της ταινίας του 1968: Ένα παράξενο ζευγάρι, οδήγησε σε ένα sequel 30 χρόνια μετά, με τον Ελληνικό τίτλο: Ένα παράξενο ζευγάρι σε θεότρελο ταξίδι. Οι παραγωγοί της ταινίας βασίστηκαν στην υστεροφημία της πρώτης ταινίας του 1968 με τους ανεπανάληπτους Jack Lemmon και Walter Matthau, και μας παρουσίασαν ένα πρόχειρο και ρηχό σενάριο. Βέβαια δεν λείπουν κι εδώ οι κωμικές ατάκες και τα ξεκαρδιστικά επεισόδια, αλλά καμία σχέση με τους σπιρτόζικους διαλόγους και τις καταπληκτικές ερμηνείες της παλαιάς ταινίας. Βέβαια το δημοφιλές ζευγάρι κουβαλάει στην πλάτη του 30 χρόνια από την προηγούμενη επιτυχία τους, αλλά έχω την γνώμη ότι ακόμα κι έτσι είχαν την δυνατότητα να μας προσφέρουν κάτι καλλίτερο αν είχαν ένα πιο εμπνευσμένο σενάριο.
Η υπόθεση:
Έχουν περάσει υποτίθεται 17 χρόνια από τότε που χώρισαν οι δύο φίλοι, ο Φέλιξ και ο Όσκαρ. Μένουν σε διαφορετικές πόλεις. Κάποια στιγμή ο Όσκαρ λαβαίνει ένα τηλεφώνημα από τον γιο του που τον πληροφορεί ότι πρόκειται να παντρευτεί και η νύφη δεν είναι άλλη από την κόρη του Φέλιξ, του παλιού του φίλου. Έτσι λοιπόν, μετά από 17 χρόνια, ο Φέλιξ και ο Όσκαρ θα συναντηθούν και πάλι για να συνταξιδέψουν προς την Καλιφόρνια, για να παραστούν στους γάμους των παιδιών τους.

Μιλάμε για 17 χρόνια, ενώ στην πραγματικότητα έχουν περάσει 30 χρόνια από την εποχή της πρώτης ταινίας. Αν ακολουθείτο όμως η αντίστοιχη χρονολογία, τότε τα παιδιά θα ήταν σαραντάρηδες και δεν θα ταίριαζε στο σενάριο που θέλει να παντρεύονται δύο ερωτευμένοι έφηβοι.
Τελικά οι δύο φίλοι συναντώνται σε ένα αεροδρόμιο και αποφασίζουν να νοικιάσουν αμάξι για να πάνε στον προορισμό τους.

Από κει και πέρα συμβαίνουν αρκετά κωμικά ευτράπελα που μας προκαλούν γέλιο. Πρέπει όμως να επισημάνω ότι οι σκηνές που μας προκαλούν γέλιο βασίζονται σε γκάφες και απρόοπτα των ηρώων μας που θυμίζουν ταινίες Χοντρός-Λιγνός! Καμία σχέση με το αβίαστο γέλιο που προκαλούσαν οι σπιρτόζικοι διάλογοι της πρώτης ταινίας.
Συγκινητική σε κάθε περίπτωση η προσπάθεια του ευρισκομένου στην τρίτη ηλικία κωμικού ζευγαριού να μας διασκεδάσει.

Τους υπότιτλους τους έκανα από μετάφραση των αντιστοίχων Γαλλικών 
υποτίτλων.




The Odd Couple (1968)

The Odd Couple (1968)
Ένα παράξενο ζευγάρι


Σκηνοθεσία: Gene Saks
Με τους Jack Lemmon και Walter Matthau


Το αχτύπητο δίδυμο Jack Lemmon-Walter Matthau, ξεκίνησε την επιτυχημένη συνεργασία του απόν αυτή την ταινία.


Θυμάμαι, υπηρετούσα την θητεία μου, είχα άδεια διανυκτέρευσης και αν και κουρασμένος ήθελα να δω μια ταινία για να ξεφύγω απ’ τα συνηθισμένα. Πριν αρχίσει το έργο με έπαιρνε ο ύπνος και σκέφτηκα ότι άδικα πλήρωσα το εισιτήριο. Όταν άρχισε όμως, από της πρώτες σκηνές, η νύστα πήγε περίπατο. Είχα τόση υπερδιέγερση από τα πολλά γέλια, που ούτε όταν πήγα σπίτι μου στο κρεβάτι μου δεν μπορούσα να κοιμηθώ!
Το έργο είναι μια επιτυχημένη μεταφορά θεατρικού έργου στη οθόνη. Αλλά και σαν θεατρικό έργο είχε σημειώσει μεγάλη επιτυχία.
Αναφέρεται σε δύο φίλους, τον Φέλιξ (Jack Lemmon) και τον Όσκαρ (Walter Matthau), οι οποίοι αν και οι χαρακτήρες τους είναι τελείως διαφορετικοί, βρέθηκαν και οι δύο στην ίδια θέση ανδρών που τους εγκατέλειψαν οι γυναίκες του, για διαφορετικό όμως λόγο τον καθένα. Ο Φέλιξ είναι υποχόνδριος, σπιτόγατος που προγραμματίζει τα πάντα προπαντός ότι έχει σχάση με τα οικονομικά. Αυτός ήταν και ο λόγος που η γυναίκα του βαριέστησε και τον παράτησε. Τελείως διαφορετικός τύπος ήταν ο Όσκαρ. Γυναικάς, σπάταλος, τσαπατσούλης και ξενύχτης. Αυτός πρέπει να είναι και ο λόγος που τον βαρέθηκε η γυναίκα του και τον εγκατέλειψε.

Οι δύο τόσο διαφορετικοί στον χαρακτήρα φίλοι θέλουν να συγκατοικήσουν και προκαλούν αβίαστα γέλια οι προσπάθειες που κάνουν για να συμβιώσουν δύο τόσο διαφορετικοί τύποι.

Η ταινία είναι διαχρονική, όπως και το γέλιο επίσης. Είτε τώρα την δείτε, είτε την είχατε δει πριν από 40 και βάλε χρόνια, θα γελάσετε με την καρδιά σας το ίδιο.
Φυσικά με μεγάλη μου χαρά μετέφρασα τους υπότιτλους της ταινίας αυτής.


Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Dracula. Pere et Fils (1976)

Dracula. Pere et Fils 1976
Δράκουλας:Πατήρ & Υιός


Σκηνοθεσία: Édouard Molinaro

Σενάριο: Alain GodardJean, Jean Marie Poiré, Édouard Molinaro

Είδος: Horror ΔΕ 70, Christopher Lee, Comedy

Διάρκεια: 1h 36m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Christopher Lee: Dracula

Bernard Menez: Ferdinand

Marie-Hélène Breillat: Nicole

Catherine Breillat: Herminie

Mustapha Dali: Khaleb

Bernard Alane: Jean

Claude Génia: Marguerite

    Το 1976, βρισκόμενος για δουλειές στο Παρίσι, αντιλήφθηκα ότι παιζόταν η συγκεκριμένη ταινία. Με την πρώτη ευκαιρία πήγα και την είδα. Λοιπόν, ένας Christopher Lee, ένας Δράκουλας, τελείως διαφορετικός απ’ ότι είχαμε γνωρίσει μέχρι τώρα. Μαύρη κωμωδία, εγώ θα την χαρακτήριζα τέλεια σάτιρα του μύθου του Δράκουλα. Είναι να απορεί κανείς πως δέχτηκε ο Christopher Lee να σατιρίσει τον ήρωα που χάρης σ’ αυτόν ανεδείχθη. Υποθέτω ότι σκέφτηκε πως μετά από αυτόν ο Θρύλος του Δράκουλα τέλειωσε. Θέλησε λοιπόν ο ίδιος να κάψει την φιγούρα του Δράκουλα νομίζοντας ότι κανένας άλλος μετά δεν θα επιχειρούσε να παίξει αυτόν τον ρόλο.
    Στη συνέχεα σας παραθέτω αυτούσια την κριτική της Έλενας Ανδρεάδου, όπως δημοσιεύτηκε στο Cine.gr.

    Βρισκόμαστε στο 1874, ο κόμης Δράκουλας απαγάγει μια όμορφη γυναίκα (Catherine Breillat) και την κάνει μόνιμη σύντροφο στη σκοτεινή του αιωνιότητα και μητέρα του γιου του που φυσικά ονειρεύεται να ακολουθήσει τα χνάρια του!
    Όταν η αγαπημένη του βρίσκει τραγικό τέλος συνεχίζει τη ζωή του έχοντας στο πλευρό του το γιο του Ferdinard (Bernard Menez).

    Το σενάριο του Alain Godard βασισμένο στο βιβλίο Paris Vampire (Claude Klotz) αποδίδει με τον πιο απίθανο τρόπο τα χαρακτηριστικά του θρυλικού Κόμη Δράκουλα , ενός βρικόλακα ερωτιάρη και γυναικά που έρχεται σε αντιπαράθεση με τον ίδιο του το γιο όταν στο δρόμο τους βρίσκεται η Nicole (Marie-Helene Breillat) που τους κλέβει την καρδιά και τα μυαλά και τους οδηγεί σε ποταπές, ύπουλες πράξεις προκειμένου ο ένας να βγάλει τον άλλον από τη μέση.

    Η σκηνοθεσία ανήκει στον Edouard Molinero που στέκεται με σατυρική, χιουμοριστική διάθεση απέναντι στη σκοτεινή προσωπικότητα του Κόμη Δράκουλα (Christopher Lee) και δημιουργεί μια μαύρη κωμωδία τοποθετώντας στο πλευρό του τον Ferdinard (Bernard Menez), ένα παιδί που κάθε άλλο παρά υπερήφανο θα μπορούσε να κάνει τον πρόγονό του.
Ο Molinero έχοντας μια προδιάθεση για σατυρικές κωμωδίες με ήρωες εκτός ορίων θα προκαλέσει δυο χρόνια αργότερα με το La Cage Aux Folles (1979) επαναλαμβάνοντας μάλιστα το εγχείρημά του το 1981 με τη δημιουργία του δεύτερου μέρους της προαναφερθείσας ταινίας.
Η συγκεκριμένη του δουλειά δε θα έλεγα πως είναι από τις πιο επιτυχημένες. Παρόλο που δεν απουσιάζουν κάποιες χαριτωμένες ατάκες («πιες παιδί μου το αίμα σου να τελειώνουμε») το αποτέλεσμα είναι απογοητευτικό .Στο ξεκίνημά της η ταινία δεν αφήνει αρκετές ενδείξεις για το τι πρόκειται να ακολουθήσει , κάθε άλλο μάλιστα , θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σκοτεινή και ατμοσφαιρική.

    Από κει και ύστερα έχουμε ένα Christopher Lee που εκδηλώνει στιλιστικές ανησυχίες και επιθυμεί μια πιο κομψή εμφάνιση του γιου του , γίνεται σταρ του κινηματογράφου προκειμένου να εξασφαλίσει τα «προς το ζην» και όπως κάθε σωστός πατέρας παίρνει το παιδί του από το χέρι και το οδηγεί στα μαγαζιά για να διαλέξει το... φέρετρο της αρεσκείας του. Ωστόσο οι φροντίδες σταματούν όταν ανακαλύπτει πως το βλαστάρι του είναι ερωτευμένο με την ίδια αιθέρια παρουσία που ο ίδιος έχει βάλει στο μάτι.
    Ο Berdard Menez από την άλλη είναι ένας νέος εκκολαπτόμενος βρικόλακας που αρνείται πεισματικά να ενδώσει στις συνήθειες της φυλής του ,βρίσκοντας εναλλακτικούς τρόπους να καλύπτει τις ανάγκες που προκύπτουν από την ιδιαιτερότητα της φύση του. Ο έρωτάς του για τη Nicole είναι η κινητήριος δύναμη που τον κάνει να αναζητήσει την όποια ανθρώπινη αδυναμία φωλιάζει μέσα του και να κάνει την επανάστασή του στην ηγετική μορφή του πατέρα του.


    Σίγουρα είναι ένα έξυπνο εγχείρημα και θα μπορούσε να εξελιχθεί σε μια πραγματικά ενδιαφέρουσα προσπάθεια, (άλλωστε, το γεγονός ότι ο Lee σατιρίζει το ρόλο που τον καθιέρωσε στην οθόνη,είναι απολαυστικό από μόνο του), δεν καταφέρνει όμως να φανεί αντάξια των αναμενόμενων προσδοκιών, όχι των δικών μου τουλάχιστον. Η σκηνοθεσία και οι ερμηνείες παρουσιάζουν μια απίστευτη χαλαρότητα , ενώ το κωμικό στοιχείο φτάνει την γελοιοποίηση του μύθου γύρω από τους βρικόλακες ξεπερνώντας τη σατυρική διάθεση.
    Έλενα Ανδρεάδου

    Χρόνια έψαχνα την ταινία σε DVD αλλά τίποτα. Κάποια στιγμή κυκλοφόρησε στην Γερμανία και εγώ δεν έχασα καιρό. Την παρήγγειλα αμέσως και μόλις την έλαβα στρώθηκα και μετέφρασα τους υπότιτλους.



Mystery of the Wax Museum (1933)

Mystery of the Wax Museum (1933)
ΚΕΡΕΝΙΕΣ ΜΑΣΚΕΣ



Σκηνοθεσία: Michael Curtiz
Παίζουν: Lionel Atwill ως Ivan Igor
Fay Wray ως Charlotte Duncan
Glenda Farrell ως Florence Dempsey

Όταν αγόρασα την κασετίνα του DVD «ΚΕΡΕΝΙΕΣ ΜΑΣΚΕΣ» του 1953, διαπίστωσα ότι μέσα περιεχόταν μία ακόμα ταινία με τον τίτλο: «Mystery of the Wax Museum» του 1933, χωρίς Ελληνικούς υπότιτλους. Από περιέργεια έφτιαξα τους Ελληνικούς υπότιτλους και ψάχνοντας το θέμα έμαθα ότι αυτή ήταν η αρχική ταινία, remake της οποίας ήταν αυτή του 1953. Αυτή του 1953 υπερτερούσε αυτής του 1933 κυρίως στο ότι ήταν υπό μορφή 3D! Ναι, καλά διαβάσατε. Το 3D έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή του τότε. Πολλές συζητήσεις ανέκδοτα επευφημίες αλλά και διαμαρτυρίες άκουσα σαν πιτσιρικάς από ανθρώπους που είδαν την ταινία αυτή. Πολλοί την εκθείαζαν, λέγοντας πως είχαν την αίσθηση ότι οι ηθοποιοί θα πηδήξουν από την σκηνή και θα τους κυνηγήσουν! Πολλοί όμως υποστήριζαν ότι το όλο θέμα ήταν απάτη και δεν είδαν τίποτε το στερεοσκοπικό!
Να τι συνέβαινε. Η τεχνική 3D της εποχής βασιζόταν στο φαινόμενο που όταν φοράει κάποιος γυαλιά που ο ένας φακός θα είναι κόκκινος και ο άλλος πράσινος, το δε κάδρο είναι κατάλληλα προσαρμοσμένο, τότε βλέπει την εικόνα στερεοσκοπική, όπως κάτι τσίχλες που αγοράζαμε μικροί, που στο φάκελό τους περιείχαν χάρτινα κόκκινο-πράσινα γυαλιά και μια εικόνα από της περιπέτειες του Ταρζάν που ήταν ζωγραφισμένη με κόκκινα και πράσινα χρώματα. Αν κοίταζες την εικόνα αυτή χωρίς τα ειδικά γυαλιά, έβλεπες μια μουτζούρα. Αν όμως έβαζες τα γυαλιά, έβλεπες στερεοσκοπικά τον Ταρζάν να παλεύει με το λιοντάρι.
Το σύστημα όμως αυτό είχε ένα μειονέκτημα. Άνθρωποι με προβλήματα όρασης, όσοι είχαν διαφορετικό βαθμό μυωπίας σε κάθε μάτι και ιδίως όσοι είχαν απολέσει την όραση από τον έναν οφθαλμό, όχι μόνο δεν έβλεπαν την οθόνη ως 3D, αλλά ούτε και σαν κανονική οθόνη δεν μπορούσαν να την δουν. Έβλεπαν μια μουτζούρα! Μετά από έντονες διαμαρτυρίες οι υπεύθυνοι κατήργησαν το σύστημα 3D. Όταν μερικά χρόνια αργότερα επαναπροβλήφθηκε η ταινία στους κινηματογράφους, είχα ξεπεράσει πλέων το εμπόδιο «ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΔΙΑ ΑΝΗΛΙΚΟΥΣ» και μπόρεσα να την δω. Παιζόταν όμως υπό συμβατική μορφή και όχι σαν 3D.
Θυμάμαι και τότε που υπήρχαν διαμαρτυρίες και θυμηδία στο κοινό για της αργές και χωρίς νόημα σκηνές. Εγώ όμως μπήκα αμέσως στο νόημα. Οι ανούσια κατά πολλούς σκηνή που δείχνει έναν τύπο να παίζει με ρακέτα και μπαλάκι του πινκ-πον και να το στρέφει προς την κάμερα, κατάλαβα ότι την εποχή που προβαλλόταν με το σύστημα 3D, οι θεατές είχαν την εντύπωση ότι το μπαλάκι θα έπεφτε στα μούτρα τους και ασυναίσθητα κάνανε κίνηση για να προφυλαχθούν από το κτύπημα.
Έτσι λοιπόν ο κυριότερος λόγος που θα μπορούσε η ταινία του 1953 να υπερτερεί αυτής του 1933, δεν εφίστατο πια. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είχε το προσόν να κάνει για πρώτη φορά την εμφάνισή του ο VINCENT PRICE. Μα και ο Lionel Atwill που έπαιζε τον αντίστοιχο ρόλο του Ivan Igor ήταν αρκετά καλός. Είχαμε δε και την καταπληκτική εμφάνιση της Fay Wray στο ρόλο της Charlotte Duncan, της κοπέλας που έμοιαζε της Μαρία Αντουανέτας και ο Ivan Igor βάλθηκε να την βαλσαμώσει και να την παρουσιάσει ως κέρινο ομοίωμα!
Σημειωτέων ότι η Fay Wray είναι αυτή που έπαιξε και τον πρωταγωνιστικό ρόλο την ταινία King-Kong!
Έχοντας δει λοιπόν και της δύο ταινίες, προσωπικά προτιμώ την κατά 20 χρόνια παλαιότερη, αυτήν του 1933, από αυτή του 1953. Βέβαια αυτές είναι προσωπικές απόψεις.
Την υπόθεση που δεν διαφέρει και πολύ από αυτήν του remake να την αναφέρω περιληπτικά.
Ο Ivan Igor (Lionel Atwill) είναι ένας καλλιτέχνης ο οποίες κατασκευάζει εξαιρετικά κέρινα ομοιώματα ιστορικών προσώπων.


Τα δημιουργήματά του τα υπεραγαπά σαν παιδιά του. Ο Χρηματοδότης του έχει άμεση ανάγκη ρευστών και τον πιέζει για χρήματα. Ο Ivan δεν τα έχει έτσι αυτός βάζει φωτιά στο εργαστήριο για να εισπράξει χρήματα από την ασφαλιστική εταιρία. Στην φωτιά αυτή δεν καταστρέφονται μόνο το δημιουργήματα του Ivan, αλλά πιστεύεται ότι έχασε και ο ίδιος την ζωή του. Στην πραγματικότητα διεσώθη, κατεστράφησαν όμως τα χέρια του κα δεν ήταν πλέον σε θέση να ξαναδουλέψει. Και όμως, κάποια στιγμή ξανανοίγει το εργαστήριό του. Ταυτόχρονα άρχισαν να εξαφανίζονται μυστηριωδώς κάποια άτομα. Τι συνέβαινε; Ο Ivan δεν ήταν σε θέση να εργαστεί πλέων όπως παλιά. Οργάνωσε λοιπόν μια συμμορία κακοποιών και όταν εντόπιζε κάποιο άτομο που έμοιαζε με την φιγούρα που ήθελε να κατασκευάσει το ομοίωμά του, έβαζε τους κακοποιούς να απαγάγουν αυτόν τον άνθρωπο, τον βούταγε μέσα σε καυτό κερί, τον βαλσάμωνε κατά κάποιον τρόπο, και κατόπιν τον παρουσίαζε ως κέρινο ομοίωμα. Μία δαιμόνια ρεπόρτερ, η Florence Dempsey (Glenda Farrell), κάτι είχε αρχίσει να υποπτεύεται και παρακολουθούσε το εργαστήριο του Ivan ανελλιπώς. Είχε δε ο Ivan έναν βοηθό ο οποίος και καλά είχε άγνοια για τα εγκλήματα που διαπράττονταν.


Ο βοηθός αυτός είχε δεσμό με μια κοπέλα, την Charlotte Duncan (Lionel Atwill), η οποία κατά τον Ivan έμοιαζε καταπληκτικά με την Μαρία Αντουανέτα!


Επειδή είχε στο πρόγραμμά του να κατασκευάσει το τέλειο αριστούργημά του, το τέλειο κέρινο ομοίωμα της Μαρίας Αντουανέτα, έβαλε την κοπέλα στο μάτι και επεδίωκε να την θυσιάσει προκειμένου να παρουσιάσει το αριστούργημά του. Τελευταία στιγμή η αστυνομία, παρακινούμενη από τη ρεπόρτερ, αντιλαμβάνεται τι συμβαίνει και καταδιώκει τον Ivan. Αυτός προσπαθώντας να διαφύγει πέφτει στο καζάνι με το καυτό κερί και έτσι έχει το ίδιο τέλος όπως και τα πολλά θύματά του.


Δευτέρα 20 Ιανουαρίου 2014

The Student Prince in Old Heidelberg (1927)

The Student Prince in Old Heidelberg (1927)

Ο Πρίγκιπας Φοιτητής



Σκηνοθεσία: Ernst Lubitsch
Με τους:Ramon Novarro, Norma Shearer, Jean Hersholt

Όταν ο Ernst Lubitsch ανέλαβε να σκηνοθετήσει την παρούσα ταινία ήταν ήδη διάσημος σκηνοθέτης της MGM ειδικευμένος στης κομψές λεπτής σάτιρας ταινίες του. Με την ταινία αυτή θέλησε να ξανοιχθεί και στο πεδίο των αισθηματικών, μελό ταινιών που είχαν πολύ πέραση εκείνη την εποχή.
Ο κοσμάκης πάντα συγκινιόταν με τα αισθηματικά προβλήματα των εστεμμένων. Έτσι ο Ernst Lubitsch μας μεταφέρει σε ένα Γερμανόφωνο βασίλειο του περασμένου αιώνα όπου ο βασιλιάς Κάρολος VII, μην έχοντας προφανώς κατευθείαν απόγονο για να τον χρήσει διάδοχο, επέλεξε να διορίσει διάδοχό του τον μικρό ανιψιό του Καρλ Χάινριχ. Ο μικρός φθάνει φοβισμένος στο παλάτι μα ο θείος του θέλει να τον σκληραγωγήσει και δεν του φέρεται καθόλου τρυφερά. Οι συνομήλικοι του μικρού τον μακαρίζουν λέγοντας: Πρέπει να είναι σπουδαίο πράμα να είσαι πρίγκιπας. Ο μικρούλης όμως δεν διάγει και την ευτυχέστερη παιδική ζωή. Σα θηρίο στο κλουβί παρακολουθεί πίσω από τα κάγκελα του κήπου του παλατιού τους συνομηλίκους του να παίζουν στις αλάνες, την ώρα που αυτός έχει για συντροφιά ηλικιωμένους αυλικούς. Και σαν να μην έφταναν αυτά, ο βασιλιάς απολύει την παραμάνα του που ο μικρός της είχε αδυναμία και δεν του επιτρέπεται ούτε να την αποχαιρετήσει, διότι όπως λέει ο βασιλιάς: Ένας πρίγκιπας δεν επιτρέπεται να υφίσταται συναισθηματικές φορτίσεις.
Τότε καταφθάνει ο προληφθείς Δρ Φρίντριχ Γήτνερ (Jean Hersholt) ο οποίος θα είναι ο δάσκαλος του μικρού και ο οποίος είναι εναντίον κάθε αυταρχικής διαπαιδαγώγησης. Οι δύο τους θα αναπτύξουν μια σχέση που δεν θα έχει να κάνει με την σχέση μαθητή-δάσκαλου, αλλά φίλου προς φίλο και η οποία θα διατηρηθεί μέχρι τον θάνατο του δασκάλου.


Ο νεαρός πια πρίγκιπας μελετά υπό την καθοδήγηση του δασκάλου του, ρίχνει όμως και κλεφτές ματιές στα κοριτσόπουλα που παίρνουν την βόλτα τους έξω από το παλάτι, την ώρα που αυτός ζει σε ένα αποστειρωμένο κελί – το παλάτι – με παρέα μόνο ηλικιωμένους αυλικούς. Ως ειρωνεία στην όλοι κατάσταση ακούμε μια κοπελιά να λέει στις άλλες: Θα πρέπει να είναι υπέροχο να είσαι διάδοχος.
Και κάποτε έρχεται η ώρα των απολυτηρίων εξετάσεων όπου ο νεαρός διάδοχος αριστεύει. Αποφασίζεται λοιπόν να σταλεί στην Χαιδελβέργη για να φοιτήσει στο εκεί κολέγιο υπό την συνοδεία του πρώην δασκάλου του.
Επιτέλους για πρώτη φορά ο νεαρός αισθάνεται ελεύθερος και ξεκινούν με τον φίλο και δάσκαλο του το ταξίδι.
Στην Χαϊδελβέργη καταλύουν σε ένα κοινό πανδοχείο όπου η νεαρή χαριτωμένη σερβιτόρα και καμαριέρα μαζί, η Κάθη, φαίνεται να γοητεύεται από τον νεαρό διάδοχο. Αλλά κι αυτού η γοητευτική κοπέλα δεν φαίνεται να του είναι αδιάφορη.


Την άλλη μέρα πλήθος φοιτητών συγκεντρώνεται στην κήπο του πανδοχείου όπου με τραγούδια και κραυγές καταναλώνουν μπύρες. Ο νεαρός διάδοχος ενθουσιάζεται με τον φοιτητόκοσμο. Σύντομα γνωρίζεται μαζί τους και συμμετέχει στο γλέντι τους. Ο μεγάλος του όμως πόθος είναι η σερβιτόρα η Κάθη την οποία και φλερτάρει. Αυτή ανταποκρίνεται και τελικά γίνονται ζευγάρι.


Επάνω στον ενθουσιασμό του ο νεαρός δηλώνει ότι ποτέ δεν θα εγκαταλείψει την κοπέλα του, και θα τα βάλει ακόμα και με όλο τον κόσμο αν προσπαθήσουν να τους χωρίσουν!
Τι μέλλον όμως μπορεί να έχει η σχέση μεταξύ δύο νέων όταν το κοινωνικό χάσμα που τους χωρίζει είναι τεράστιο;
Πράγματι σε λίγο ο δάσκαλος λαβαίνει επιστολή από το παλάτι που τον πληροφορούν πως ο βασιλιάς διάλεξε κάποια πριγκίπισσα για γυναίκα του διαδόχου και του ζητούν να ενημερώσει τον διάδοχο επί τούτου. Ο Φρίντριχ Γήτνερ δεν θέλει μα στενοχωρήσει τον νεαρό φίλο του και πετάει την επιστολή. Σε λίγο καταφθάνει ο πρωθυπουργός της χώρας και ενημερώνει τον διάδοχο πως ο βασιλιάς είναι βαριά άρρωστος και αδυνατεί να εκπληρώσει τα καθήκοντά του. Ως εκ τούτου καλείται ο νεαρός Καρλ Χάινς να αναχωρήσει εσπευσμένα για το παλάτι προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα αντιβασιλέως. Ο νεαρός  παρηγορεί την απαρηγόρητη Κάθη λέγοντάς της πως ο βασιλιάς θα γίνει σύντομα καλά και αυτός θα επιστρέψει οπωσδήποτε.


Φθάνοντας στο παλάτι βρίσκει τον βασιλιά στις τελευταίες του στιγμές, μα ο οποίος όμως προλαβαίνει όμως να τον ενημερώσει για την επιθυμία του να παντρευτεί την πριγκίπισσα που του επέλεξε. Κατόπιν ο βασιλιάς παραδίδει το πνεύμα και ο νεαρός διάδοχος στέφεται αυτόματα βασιλιάς. Δεν είναι πρόθυμος να ακολουθίσει την επιθυμία του βασιλιά για τον γάμο του με την πριγκίπισσα, αλλά οι αυλικοί επιμένουν και αυτός στο τέλος υποκύπτει και υπογράφει τα σχετικά με τον γάμο.
Τότε καταφθάνει ένας γέρος φίλος του από την Χαϊδελβέργη ο οποίος του μεταφέρει τα νέα της περιοχής και την πληροφορία ότι η Κάθη τον περιμένει ακόμα. Αυτός τότε στο άκουσμα αυτών των νέων αναχωρεί εσπευσμένα για την Χαϊδελβέργη. Συναντάται με τους παλιούς φοιτητές συντρόφους του οι οποίοι τον υποδέχονται εγκάρδια. Εκείνη την ώρα εμφανίζεται η Κάθη η οποία πέφτει στην αγάλια του. Ο Καρλ Χάινς αισθάνεται κάποια ενοχή διότι νιώθει ότι πρόδωσε την Κάθη. Αυτή όμως επιδεικνύει ωριμότητα και του λέει ότι το σημαντικό γι αυτήν είναι να ξέρει ότι ο Καρλ την αγαπά. Κατά τα άλλα θα παντρευτούν και οι δυο τους και θα είναι ευχαριστημένοι με την ανάμνηση της σχέσης τους.
Απαρηγόρητος ο νεαρός βασιλιάς αποχωρεί με την άμαξά του ενώ διαβάτες που τον αναγνωρίζουν λένε: Θα πρέπει να είναι υπέροχο να είσαι βασιλιάς!
Και κλάμα οι κυρίες... και όχι μόνο.
Είναι εύκολο για μας να το παίζουμε υπεράνω και να γελάμε με την αφέλεια τον παλιών που δάκρυζαν με τέτοια μελό. Μιλάμε όμως σια τα πρώτα χρόνια του κινηματογράφου όπου το κοινό αγασπούσε τα μελό. Μα και σήμερα με τα τόσα δακρύβρεχτα σήριαλ, που κάνουμε μάλιστα και εισαγωγή από γειτονικές χώρες, δεν νομίζω το σύνολο του κοινού να διαφέρει πολύ από τους θεατές του τότε.
Τους μεσότιτλους τους μετέφρασα εγώ. δικαιωμάτων.