Παρασκευή 3 Ιουλίου 2020

Tabu: A Story Of The South Seas 1931


Tabu: A Story Of The South Seas 1931
ΤΑΜΠΟΥ


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: F.W. Murnau, Robert J. Flaherty
Είδος: Drama, Romance, Adventure
Διάρκεια: 1h 26min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Matahi = Το αγόρι
Anne Chevalier = Το κορίτσι
Bill Bambridge = Ο αστυνομικός
Hitu = Ο γέρο πολεμιστής


Ένα αγόρι και ένα κορίτσι ερωτεύονται σε παρθένο νησί του Νότιου Ειρηνικού, αλλά για να τηρηθεί η παράδοση, εκείνη θα πρέπει να ντυθεί νύφη σε γάμο, με έναν ηλικιωμένο γέροντα. Παπούτσι από τον τόπο σου κι αμόλυντο προστάζουν οι θεοί. Οι δυο νέοι, τελευταία στιγμή θα το σκάσουν με κανό και θα βρουν καταφύγιο σε άλλη, πιο πολιτισμένη νήσο για να ζήσουν ευτυχισμένοι. Γαλλική αποικία, με γλεντζέδες κινέζους εμπόρους. Αλλά η κατάρα του ζεύγους, που τους θέλει χωριστά, τους ακολουθεί κι εκεί. Εκείνος, μαζεύει μαργαριτάρια από το βυθό για να πλουτίζουν οι ντόπιοι και εκείνη, καταδιώκεται από το φάντασμα του ξαναμμένου πορνόγερου.


Το πρώτο μέρος της ταινίας λέγεται Παράδεισος. Όπου παράδεισος, φαντάσου τα νησιά Μπόρα Μπόρα, ανόθευτα από καθετί κακό. Σε αυτό λοιπόν το κεφάλαιο, θριαμβεύει το ρομαντικό στοιχείο και το αγνό ερωτικό ένστικτο. Οι ερμηνείες των ιθαγενών της Πολυνησίας δείχνουν ανάγλυφα πειστικές, σε σημείο που νομίζεις, ότι παρακολουθείς ντοκιμαντέρ. Δεν είναι επαγγελματίες ηθοποιοί, αλλά γνήσιοι κάτοικοι. Εντυπωσιακή η σκηνή των νησιωτών, που σκαρφαλώνουν σαν αγρίμια στο καράβι και η βραβευμένη με όσκαρ φωτογραφία του Φλόϊντ Κρόσμπι, μαγεύει σε κάθε πλάνο.


Το δεύτερο μέρος φέρει το όνομα Χαμένος Παράδεισος και είναι ιδιαιτέρως σκοτεινό. Ήρθε η ώρα, ο φόβος και η ανησυχία να πάρουν μορφή. Είτε αφορά την εμφάνιση ενός απειλητικού καρχαρία στο ψαροχώρι, είτε την επιστροφή του ηλικιωμένου για να διεκδικήσει αυτό που έχασε και να σπείρει την καταστροφή, δηλώνεται με κάθε τρόπο η αλλαγή του κλίματος. Το ερωτευμενάκι συννεφιάζει και ο θεατής αισθάνεται, πως κάτι κακό προμηνύεται στον ορίζοντα.


Το ταλέντο του γερμανού σκηνοθέτη Μουρνάου, δεν είναι μόνο στο εξαιρετικό τεχνικό στήσιμο, του θεαματικού αυτού φιλμ. Είναι στην ισορροπία που διατηρεί μέχρι τέλους, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου. Μαζί με τον αμερικανό ντοκιμαντερίστα Ρόμπερτ Φλάχερτι – που δούλεψε μαζί του στο σενάριο –  χρησιμοποιούν μια ευφάνταστη για την εποχή αφηγηματική τεχνική, μεταθέτοντας ένα κοινό μελόδραμα, σε θρίλερ αγωνίας με οικονομικοκοινωνικό σχόλιο. Απλοποιημένο βέβαια, αλλά τί άλλο να απαιτήσει κανείς σήμερα , από ένα βωβό κομψοτέχνημα 80 και πλέον χρόνων; Το φιλμ γυρίστηκε το ‘29, αλλά βγήκε στις αίθουσες από την Paramount – που δεν το πολυπίστευε – δυο χρόνια αργότερα, όταν ήδη το σινεμά, είχε περάσει στην ομιλούσα εποχή του. Παρόλα αυτά, μιλάει δυνατά με δράση, τόλμη και συγκίνηση. Αρκεί το θλιβερό φινάλε, με τον πρωταγωνιστή Ματάχι να παλεύει με τα κύματα, θέλοντας να φτάσει την αγαπημένη του. Την πανέμορφη Άννα Σεβαλιέρ, στο ρόλο της Ρέρι. Αρκεί και μόνο αυτή η σεκάνς, για να καταλάβετε το λόγο, που το Ταμπού περνά στην αθανασία της 7ης τέχνης.


Ο Μουρνάου, φτιαγμένος από την ύλη των σπουδαίων κινηματογραφιστών, δεν έζησε για να το δει να προβάλλεται στις αίθουσες. 42 ετών, σκοτώθηκε σε τροχαίο, μία μόλις εβδομάδα, πριν από την επίσημη πρεμιέρα της ταινίας του στη Νέα Υόρκη. Ακόμη και αυτή η τραγωδία, σε συνάρτηση με την προβληματική του κύκνειου άσματος του, δείχνει τυπικά ποιητική. Έως θανάτου ερωτευμένος..


Η τελευταία ταινία του μεγάλου γερμανού σκηνοθέτη Murnau ήταν η Tabu. Γυρισμένη το 1931, με τον ήχο να έχει καθιερωθεί, ο Murnau επέλεξε τον... βουβό τρόπο για να διηγηθεί την ιστορία δύο ιθαγενών εραστών στα νησιά της Πολυνησίας και τις δυσκολίες που συναντούν από την τοπική πουριτανική κοινωνία και τα προβλήματα που έχουν με τα ήθη και έθιμα του λαού τους. Εδώ όμως και σε αντίθεση με την Αυγή, η ιστορία μας δεν θα έχει το -ίσως και αναμενόμενο- χάπι-εντ. Ίσως και γι`αυτό μας εντυπωσίασε η ταινία, πέρα δηλαδή και από τις εικόνες του Murnau που προσπάθησε (εντυπωσιακά θα λέγαμε) να αποτυπώσει σαν ντοκιμαντέρ τα ήθη και έθιμα των πολυνήσιων λαών, που προσπαθούσαν να ζήσουν και να τα βγάλουν πέρα με τους άγγλους κατακτητές στις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ο Murnau πέθανε λίγο καιρό πριν προβληθεί η ταινία στις αίθουσες. Τι κρίμα που πέθανε τόσο νωρίς, γιατί είναι σίγουρο ότι είχε πολλά ακόμη να προσφέρει στον κινηματογράφο αυτός ο άνθρωπος.
Η ταινία στο youtube



Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Sunrise: A Song Of Two Humans 1927


Sunrise: A Song Of Two Humans 1927
Η Αυγή


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: Carl Mayer, Hermann Sudermann
Είδος: Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 34min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
George O'Brien = Ο άνδρας
Janet Gaynor = Η γυναίκα
Margaret Livingston = Η γυναίκα της πόλης
Bodil Rosing = Η υπηρέτρια
J. Farrell MacDonald = Ο φωτογράφος
Ralph Sipperly = Ο κουρέας



Πρόκειται για την έτερη ταινία (η πρώτη ήταν το Wings) που κέρδισε oscar στην πρώτη απονομή της ιστορίας. Το "Sunrise: A Song of Two Humans" αποτελεί ένα αριστουργηματικό κινηματογραφικό επίτευγμα, που στο αισθητικό του κομμάτι απολαμβάνει τη μοναχικότητα μιας κορυφής, που μοιάζει απάτητη ακόμα και 80 χρόνια μετά τη δημιουργία του.


Η υπόθεση είναι απλούστατη. Παντρεμένος άντρας έλκεται από φανταχτερή πρωτευουσιάνα. Η femme fatale, ο προσωποποιημένος πόθος του, τον παρακινούν στο να διαπράξει φονικό έγκλημα έναντι της συζύγου. Λίγο πριν υπερβεί τη λεπτή διαχωριστική γραμμή, η συνείδηση έρχεται σε άμεση αντιδιαστολή με την παρόρμηση. Τα ιερά δεσμά του γάμου λάμπουν και υπόσχονται έναν ευτυχή οικογενειακό βίο, όμως η πρωτευουσιάνα μετατρέπεται από ποθητό αντικείμενο σε μια εμετικά αποκρουστική φιγούρα.


Η υπόθεση είναι απλούστατη, και ίσως αυτή είναι η αιτία που υποβοηθάει τον F.W. Murnau να επιμεληθεί με αξιοπρόσεχτο μεράκι τη φόρμα του. Άλλωστε ο Murnau μαζί με τον Fritz Lang είναι από τους ελάχιστους κινηματογραφιστές που τίμησαν τον εγχώριο (Γερμανικό) εξπρεσιονισμό εκείνης της περιόδου. Το κάδρο γίνεται ένας ομιχλώδες καμβάς ερέβους. Ο οποίος συμπληρώνεται με παροξυστικές σκιές. Τα σκηνικά είναι παραμορφωμένα, και οι ερμηνευτές επιτυγχάνουν μια υπέρμορφη εκφραστικότητα. Ενώ η μουσική διαρκώς συμπληρώνει τον κινηματογραφικό χρόνο. Ενίοτε με απειλητική και ενίοτε με γαλήνια διάθεση. Όλα αυτά τα στοιχεία, που έχουν υφανθεί αποκλειστικά στο studio, μας παραπέμπουν ίσως σε μια σουρεαλιστική-υπερπραγματική σημειολογία. Όμως αυτό είναι λάθος! Ο F.W. Murnau ισορροπώντας ακροβατικά στον ρεαλισμό και στον υπερρεαλισμό καταφέρνει να περιγράψει λεπτομερέστατα την εποχή του - τι επίτευγμα! Και αν ορισμένες φορές υπερβαίνει την πραγματικότητα, το πράττει όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να την κοιτάξει καθαρότερα από μια ανώτερη σκοπιά.


Το "Sunrise: A Song of Two Humans" είναι πλούσιο σε συμβολισμούς, εκτεινόμενο από την χριστιανική ιερότητα ως την μεγαλοαστική ιεροσυλία. Το μοτίβο των αντιθέσεων διαποτίζει τη ραχοκοκαλιά του φιλμ, προσδίδοντας ένταση στις θεματικές περιγραφές. Ο Murnau περιγράφει με στόμφο και σαρκασμό την επερχόμενη περίοδο της αστυφιλίας, η οποία οδήγησε σταδιακά και στην συνοικιακή ερήμωση. Και πιότερο όλων εξυμνεί την οικογένεια. Μέσα από σκηνές ανεπιτήδευτου μελοδράματος, ανεξέλεγκτης χιουμοριστικής ελεγείας, αλλά και απειλητικής σκοτεινιάς. Σε αυτές τις τελευταίες σκηνές θέλω να αναφερθώ κάπως εκτενέστερα.


Η κινηματογραφική θεωρία εισήγαγε τον όρο φιλμ νουάρ περίπου τη δεκαετία του 40. Ο όρος αναφερόταν σε ταινίες συγκεκριμένου ύφους, οι οποίες άκμασαν ως περίπου τα μέσα του 50. Η διάδοση και η επανάσταση που έφερε το χρώμα στον κινηματογράφο εκτόπισε-έσβησε το είδος του ομιχλώδες-σκοτεινού-σκιερού φιλμ νουάρ. Ωστόσο, ταινίες με παρόμοια σημειολογία που δημιουργήθηκαν στην πορεία του χρόνου χαρακτηρίστηκαν ως νεο-νουάρ. Σηματοδοτώντας μια μετά-νουάρ εποχή. Ωστόσο νομίζω πως θα ήταν σκόπιμο να ρίξουμε μια ματιά και στην προ-νουάρ εποχή. Το φιλμ νουάρ θεμελιώθηκε στις αρχές του εξπρεσιονιστικού κινηματογράφου. Χρησιμοποιώντας, σχεδόν απαρέγκλιτα, την παλέτα του εξπρεσιονισμού. Τόσο στο γεμάτο σκιές background, τα γεωμετρικά παραμορφωμένα σκηνικά, αλλά και τη γενικότερη αισθητική του ερέβους. Άλλη μια αρχή στην οποία θεμελιώθηκε το φιλμ νουάρ ήταν το βάθος πεδίου. Το βάθος πεδίου που ήταν ανέφικτο να επιτευχθεί από τις πρώτες κινηματογραφικές μηχανές. Όμως το "Sunrise: A Song of Two Humans", παρ`ότι πολύ πρώιμο, αποτελεί μια εξαίρεση. Ο F.W. Murnau -σε αντίθεση με τους δημιουργούς της εποχής του- δείχνει να αναγνωρίζει την ακρογωνιαία σημαντικότητα του χώρου, του βάθους πεδίου. Και παρά τις τεχνικές αντιξοότητες, όλη η δραματουργία εξελίσσεται σε απύθμενα κάδρα. Ενώ επιπροσθέτως ερχόμαστε και με μια πρωτόλεια μορφή μονοπλάνου, η οποία επίσης τονίζει τη σημαντικότητα του χώρου. Η μοναδική γεωμετρικότητα των σχημάτων δίνει μια εσωτερική ατμόσφαιρα στο film. Και όλα αυτά, σε συνδυασμό με την femme fatale σημειολογία της δέσης και της λύσης του μύθου, μας παραπέμπουν ευθέως στο κινηματογραφικό είδος του νουάρ. Συνεπώς, δε θα ήταν εντελώς άστοχο, ψηλαφίζοντας την ερεβώδη ατμόσφαιρα του "Sunrise: A Song of Two Humans", να του αποδώσουμε το χρίσμα ενός νουάρ πρόδρομου.


Κλείνοντας, το "Sunrise: A Song of Two Humans" είναι μια από εκείνες τις μαγευτικές ταινίες του κινηματογράφου. Όπου η θέαση της ισοδυναμεί με άσβηστη εμπειρία. Μάθημα κινηματογραφικής ιστορίας, αλλά και πρωταγωνιστικός σταθμός στην εξέλιξη της κινηματογραφικής τέχνης. Και όλα αυτά από έναν δημιουργό που θα μπορούσε να γραφεί με χρυσά γράμματα, όχι μόνο στην ιστορία του βωβού κινηματογράφου. Έναν δημιουργό που χάθηκε τόσο νωρίς.

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

DER LETZTE MANN 1924


DER LETZTE MANN 1924
Ο τελευταίος των ανθρώπων


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: Carl Mayer
Είδος: Drama
Διάρκεια: h 17min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Emil Jannings = Θυρορός ξενοδοχείου
Maly Delschaft = Η ανιψιά του
Max Hiller =            Ο γαμπρός της
Emilie Kurz = Θεία του γαμπρού
Hans Unterkircher = Μάνατζερ του ξενοδοχείου


Μία από τις καλύτερες ταινίες του βωβού κινηματογράφου αποτελεί η ταινία Der Letzte Mann παραγωγής 1924 του Friedrich Wilhelm Murnau, του δημιουργού του πιο γνωστού σας Νοσφεράτου. Βρισκόμαστε στη μεταπολεμική Γερμανία και παρακολουθούμε την ιστορία ενός ηλικιωμένου θυρωρού πολυτελούς ξενοδοχείου, ο οποίος καμαρώνει ιδιαίτερα για τη δουλειά του. Όταν όμως υποβιβαστεί λόγω ηλικίας και πιάσει δουλειά στο υπόγειο του ξενοδοχείου, στις τουαλέτες, τότε θα τον κυριεύσει η απόγνωση.


Στον ύστατο ξεπεσμό, όταν θα έχει σκεφτεί ακόμα και την αυτοκτονία, τα πράγματα θα αλλάξουν από μια αναπάντεχη κληρονομιά και το χάπι-εντ θα λυτρώσει τον ήρωά μας (και τους θεατές). Στον πρωταγωνιστικό ρόλο βρίσκουμε τον Emil Jannings, τον μεγαλύτερο ίσως Γερμανό ηθοποιό της εποχής εκείνης. Ο Murnau, αποφεύγοντας τη χρήση των μεσότιτλων, προσπάθησε (επιτυχημένα θα λέγαμε) να δημιουργήσει μια ταινία που αφηγείται την ιστορία της μέσα από τις εικόνες, με τη δύναμη της κάμερας και μόνο.


Ο Friedrich Wilhelm Murnau αναμιγνύει τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία με τον αντικειμενικό ρεαλισμό, επηρεασμένος από το σεναριογράφο Carl Mayer και τη λεγόμενη σχολή "Kammerspiel". Μια σχολή που επικεντρωνόταν στην καθημερινή ζωή και ψυχολογία των μικρών ανθρώπων, αποτυπώνοντας τον κυνισμό και την απογοήτευση της Γερμανίας του μεσοπολέμου, του πληθωρισμού και των μεγάλων κοινωνικών αντιθέσεων.
Ζήσης Μπαρτζώκας



Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Strike 1925


Strike 1925
Η Απεργία


Σκηνοθεσία: Sergei M. Eisenstein
Σενάριο: : Grigoriy Aleksandrov, Sergei M. Eisenstein
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1 h 22 min
Παίζουν:
Maksim Shtraukh = Κατάσκοπος της αστυνομίας
Grigoriy Aleksand = Εργοδηγός του εργοστασίου
Mikhail Gomorov = Εργάτης
I. Ivanov =  Αρχηγός της Αστυνομίας
Ivan Klyukvin = Επαναστάτης
Aleksandr Antonov = Μέλος της απεργιακής επιτροπής



Είχε ήδη προλάβει να μετακομίσει στην Μόσχα οπού δούλευε ως θεατρικός σκηνοθέτης στην Proletkult ενώ παράλληλα ξεκινούσε να γράφει αναλύσεις πάνω στο μοντάζ και στην θεωρία του κινηματογράφου. Εκείνη την περίοδο του ανατέθηκε ένα μεγαλεπήβολο εγχείρημα, μία σειρά οχτώ ταινιών που είχαν ένα γενικό τίτλο Προς τη Δικτατορία (του Προλεταριάτου). Η πρώτη ταινία αυτής της σειράς ήταν η ?????? (Strike / Stachka / Απεργία) του 1925. Τα επόμενα κεφάλαια που ακολούθησαν ήταν τα Bronenosets Potyomkin (Θωρηκτό Ποτέμκιν) του 1925 και Oktyabr (Οκτώβρης) του 1928, οι υπόλοιπες ταινίες της σειράς δεν γυρίστηκαν τελικά. Παρά την θετική αρχική ανταπόκριση που είχε δεχτεί η Απεργία, η ταινία ξεχάστηκε γρήγορα και χρειάστηκε να περάσουν πάνω από 30 χρόνια για να προβληθεί ξανά.


Η ιστορία διαδραματίζεται στις αρχές του 20ου αιώνα στην προεπαναστατική Τσαρική Ρωσία. Σε ένα εργοστάσιο υπάρχει έντονη ανησυχία καθώς οι εργάτες νιώθουν πως οι συνθήκες εργασίας είναι αντίξοες, τα χρήματα είναι λίγα και σκέφτονται τρόπους για να αντιδράσουν. Η διοίκηση του εργοστασίου στέλνει χαφιέδες να παρεισφρήσουν στις ομάδες των εργατών ώστε να ενημερώνεται για τις κινήσεις τους αλλά και για να τους προβοκάρουν. Ενώ το κλίμα είναι ήδη τεταμένο ένας εργάτης κατηγορείται πως έκλεψε ένα εργαλείο και θα πρέπει να το πληρώσει από το μισθό του. Καθώς αυτό το κόστος είναι απαγορευτικό για τον ίδιο, αυτοκτονεί. Το περιστατικό αυτό θα είναι και η αιτία που όλοι οι συνάδελφοί του θα ξεσηκωθούν και θα προχωρήσουν σε γενική απεργία. Ο μόνος τρόπος για να κατασταλεί αυτή η μαζική αντίδραση είναι η επέμβαση των Κοζάκων στρατιωτών.


Η Απεργία του Eisenstein αποτελεί ένα πρώτο μοναδικό δείγμα καθαρόαιμης κομμουνιστικής προπαγάνδας. Η εξιδανίκευση της εργατικής τάξης, η ιδέα της συλλογικότητας, η απαίτηση των εργασιακών αιτημάτων και η αδιαλλαξία μίας αστικής κυβέρνησης και του κεφαλαίου είναι οι κεντρικές ιδέες που διέπουν την ταινία. Είναι τόσο κοντά στο πολιτικό μανιφέστο της εποχής και θα μπορούσε να είναι μία μεγαλειώδης προώθηση όλων όσων πρέσβευε η Σοβιετική Ένωση των πρώτων χρόνων. Σαφώς ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην λαϊκή αφύπνιση που αναπόφευκτα έφερε η πρόσφατη Οκτωβριανή Επανάσταε4


Πριν γίνει αναφορά στην τεχνική του Eisenstein, αυτό που έδωσε έμφαση στον ρεαλισμό, εκτός των γεγονότων ήταν και οι ήρωες. Στην ουσία στην Απεργία αλλά και στις επόμενες δύο ταινίες του οι ήρωες είναι απόντες με την κλασσική έννοια του όρου. Επιχειρείται ένας διαφορετικός τρόπος ανάγνωσης του ήρωα και ξεφεύγοντας από τα δυτικά καθιερωμένα ως τότε πρότυπα, η κάμερα απομακρύνεται από τον ουσιαστικά άγνωστο για τον θεατή πρωταγωνιστή και γυρίζει και εστιάζεται στον ίδιο. Μέσα από μία θεατρική ανώνυμη κολεκτίβα, μιας και δεν αναφέρονται ονόματα ηθοποιών απλά γενικά ο θίασος του Proletkult, ο θεατής – λαός βρίσκει τον εαυτό του να πρωταγωνιστεί. Σε μια αίσθηση γενικότερης κομμουνιστικής συλλογικότητας οι ηθοποιοί λειτουργούν απλά ως μέσα έκφρασης και δεν είναι πλέον το επίκεντρο της προσοχής. Αυτό προκαλεί τον θεατή να ταυτιστεί μαζί τους, νιώθει μέλος της εργατικής ομάδας, διαμαρτύρεται όπως εκείνοι, συμφωνεί με τα δίκαια αιτήματά τους, στην ουσία είναι σύντροφός τους. Έτσι ο Eisenstein μένοντας πιστός στις ιδέες της εποχής και απορρίπτοντας την ως τότε κινηματογραφική γλώσσα τοποθετεί το ατομικό συμφέρον ως απόρροια μιας ομαδικής προσπάθειας. Έτσι όντας κοντά στην δικιά του και την κομματική πραγματικότητα προβάλει το συλλογικό με τέτοιο τρόπο που γίνεται προσωπικό βίωμα του καθενός στον βαθμό πάντα που μπορεί να τον επηρεάσει.


Όπως είναι φυσικό ο Eisenstein μετέφερε την θεατρική του εμπειρία στον κινηματογράφο και ίσως βέβαια στο ντεμπούτο του να είναι πιο εμφανής και απροκάλυπτη. Η ταινία είναι χωρισμένη σε έξι κεφάλαια – πράξεις ακολουθώντας μία αυστηρή ακρίβεια. Στα τρία πρώτα κεφάλαια παρατηρεί την ηρεμία του εργοστασίου μέχρι και το ξέσπασμα της απεργίας και το κλείσιμο του εργοστασίου. Στα επόμενα παρατηρούνται τα επακόλουθα της απεργίας και την τελική παρέμβαση της αστυνομίας και του στρατού. Ο σκηνοθέτης πίστευε ακόμα και την εποχή του θεάτρου στο μοντάζ των θεαμάτων, δηλαδή διαφορετικές παραστάσεις και εικόνες μπλεγμένες η μία μέσα στην άλλη που δημιουργούν τελικά διαφορετικά και έντονα συναισθήματα στο κοινό. Μετέφερε αυτή την τεχνική και στον κινηματογράφο, έτσι τα πλάνα του χαρακτηρίζονται από δυναμισμό και έχουν γρήγορο ρυθμό. Τα απότομα κοψίματα του επιτρέπουν να εμπλέκει θεωρητικά αταίριαστες εικόνες δημιουργώντας μία άναρχη αλληλουχία που έχει βέβαια ειρμό και βοηθά ιδιαίτερα τόσο στους ιδεολογικούς συμβολισμούς που απεικονίζει όσο και στην έντονη συναισθηματική και ψυχολογική φόρτιση του κοινού. Ίσως σε ορισμένες σκηνές τα πλάνα να είναι περισσότερο στυλιζαρισμένα από όσο θα έπρεπε αλλά με την βοήθεια της ωμής πραγματικότητας αυτό το αίσθημα κατευνάζεται. Ακόμα όμως και από την πρώτη του ταινία είναι ξεκάθαρος ο ρόλος του Eisenstein, θέλει να εντυπωσιάσει, θέλει να έχει τον απόλυτο έλεγχο του έργου του και να χειραγωγήσει το κοινό του.


Χωρίς αμφιβολία το Θωρηκτό Ποτέμκιν ήταν η ταινία που καθιέρωσε τον Eisenstein παγκοσμίως αυτό όμως δεν αφαιρεί κάτι από το πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξε η Απεργία στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του ως σκηνοθέτη. Ο ίδιος βέβαια σε μία έκθεσή του μία δεκαετία μετά την αποκήρυξε γράφοντας πως η ταινία παρέδερνε σε σκουπίδια χυδαίας θεατρικότητας. Άσχετα από την γνώμη του ίδιου του Eisenstein, η Απεργία περιέκλειε όλη την κομμουνιστική ιδεολογία και η ύπαρξή της ήταν προαποφασισμένη όταν λίγα χρόνια νωρίτερα ο Lenin δήλωνε: “Από όλες τις τέχνες, για εμάς ο κινηματογράφος είναι η πιο σημαντική.”




Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Battleship Potemkin 1925




Battleship Potemkin 1925
Το Θωρηκτό Ποτέμκιν



Σκηνοθεσία: Sergei M. Eisenstein
Σενάριο: Nina Agadzhanova
Είδος: Drama, History, Thriller
Διάρκεια: 1h 15min
Παίζουν:
Aleksandr Antonov = Grigory Vakulinchuk
Vladimir Barskiy =            Commander Golikov
Grigoriy Aleksandrov = Chief Officer Giliarovsky
Ivan Bobrov Ivan Bobrov = Young Sailor Flogged While Sleeping
Mikhail Gomorov = Militant Sailor
Aleksandr Levshin= Petty Officer


Η ασπρόμαυρη κινηματογραφική ταινία του Σεργκέι Αϊζενστάιν (1898 – 1948), σοβιετικής παραγωγής 1925 θεωρείται δίκαια η πληρέστερη ταινία του βωβού κινηματογράφου και ένα από τα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης.
Η ταινία υπήρξε παραγγελία της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης προς τον σκηνοθέτη, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα εικοσάχρονα της αποτυχημένης εξέγερσης του 1905 στην τσαρική Ρωσία, που αποτέλεσε προάγγελο της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917. Ο Αϊζενστάιν επικεντρώθηκε σε ένα πραγματικό γεγονός, την εξέγερση στο θωρηκτό Ποτέμκιν (Ποτιόμκιν ακριβέστερα), οι ναύτες του οποίου στασίασαν κατά των αξιωματικών τους και το οδήγησαν στην Οδησσό.


Η ταινία διάρκειας 65 λεπτών αποτελείται από πέντε επεισόδια: «Άνδρες και Σκουλήκια» (οι ναύτες διαμαρτύρονται για το χαλασμένο φαγητό), «Δράμα στο Λιμάνι» (οι ναύτες επαναστατούν), «Ένας νεκρός καλεί για Δικαιοσύνη» (ο λαός της Οδησσού κλαίει το νεκρό αρχηγό), «Τα σκαλιά της Οδησσού» (Οι στρατιώτες του Τσάρου αιματοκυλούν την Οδησσό), και «Συνάντηση με τη ναυτική μοίρα» (οι τσαρικές δυνάμεις ενώνονται με τους στασιαστές του Ποτέμκιν). Ο Αϊζενστάιν χρησιμοποίησε ερασιτέχνες ηθοποιούς για να αποδώσουν καλύτερα τους χαρακτήρες της ταινίας.


Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» είναι ένα κλασσικό δείγμα προπαγανδιστικού κινηματογράφου, υψηλής όμως αισθητικής, με τον κακό τσάρο και τους καλούς επαναστάτες. Δεν είναι τυχαίο ότι ένας από τους θαυμαστές της ταινίας υπήρξε ο διαβόητος Γιόζεφ Γκέμπελς. «Είναι ένα καταπληκτικό φιλμ, χωρίς όμοιό του στην ιστορία του κινηματογράφου. Ένας άνθρωπος χωρίς σταθερό πολιτικό υπόβαθρο, εύκολα θα μπορούσε να γίνει Μπολσεβίκος» είχε δηλώσει ο Υπουργός Προπαγάνδας τουΧίτλερ.Χαρακτηριστική είναι η μουσική από την 11η συμφωνία του Σοστακόβιτς, που στηρίζεται στο παγκόσμια γνωστό επαναστατικό Ρωσικό τραγούδι "Επέσατε θύματα αδέλφια Εσείς σε άνιση μάχη κι αγώνα!" Δείτε το απόσπασμα:


Σε διαφορετικό μήκος κύματος ο γάλλος θεωρητικός του κινηματογράφου Ζαν Μιτρί: «Έργο προπαγάνδας ναι, αλλά με το ευγενέστερο νόημα, που μπορεί να έχει αυτή η λέξη. Όπως όλα τα μεγάλα έργα τέχνης του παρελθόντος, που εκφράζουν μια στιγμή της παγκόσμιας συνείδησης, το “Θωρηκτό Ποτέμκιν” παρουσιάζει την εξόρμηση ενός λαού, που είναι συσπειρωμένος γύρω από την ίδια ιδέα, το ίδιο εθνικό αίσθημα. Ακριβώς όπως υπήρξαν η Ιλιάδα και η Οδύσσεια για τους Έλληνες ή τα ηρωικά μεσαιωνικά έπη για τον Δυτικό Πολιτισμό».
Η κορυφαία στιγμή του έργου θεωρείται το τέταρτο επεισόδιο με το μακελειό στα σκαλιά της Οδησσού, που θεωρείται η καλύτερη σκηνή στην ιστορία του κινηματογράφου. Έχει ως θέμα τη βία που άσκησαν οι άνδρες της Λευκής Φρουράς του Τσάρου εναντίον του λαού. Το διασκορπισμένο και πανικόβλητο πλήθος που κατεβαίνει τρέχοντας τα σκαλιά κι αμέσως μετά οι Λευκοφρουροί, που σχεδόν μηχανικά με στρατιωτικό βηματισμό, κατεβαίνουν πυροβολώντας, παρουσιάζονται από τον Αϊζενστάιν με εναλλαγές πλάνων, που συγκρούονται και αντιπαρατίθενται με μια ρυθμική θαυμαστής ακρίβειας και αποτελεσματικότητας.


Αυτή η σκηνή είναι το καλύτερο παράδειγμα της θεωρίας του Αϊζενστάιν περί μοντάζ. Είναι το λεγόμενο «μοντάζ – ατραξιόν» ή «ιδεολογικό μοντάζ», η άμεση διαδοχή δύο κινηματογραφικών πλάνων, που πρέπει να γίνεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλεί σοκ στον θεατή. Αυτό το σοκ είναι που θα φωτίσει και θα αποκαλύψει μια ιδέα, ένα συγκεκριμένο σύμβολο. Πολλοί κατοπινοί σκηνοθέτες έχουν αποτίσει φόρο τιμής στη συγκεκριμένη σκηνή, όπως ο Μπράιαν Ντε Πάλμα («Οι Αδιάφθοροι»), Φράνσις Φορντ Κόπολα («Ο Νονός»), Τζορτζ Λούκας («Πόλεμος των Άστρων: Η εκδίκηση των Σιθ»), ενώ κάποιοι άλλοι βρήκαν την ευκαιρία να τη διακωμωδήσουν, όπως ο Γούντι Άλεν («Μπανάνες», «Ο Ειρηνοποιός»), Τζέρι Τζάκερ («Τρελές Σφαίρες 33 1/3») και Τέρι Γκίλιαμ («Μπραζίλ»).


Το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα στις21 Δεκεμβρίου1925, χωρίς να σημειώσει ιδιαίτερη επιτυχία, γεγονός που στενοχώρησε τον Αϊζενστάιν. Τη δόξα και τη φήμη η ταινία την κέρδισε όταν προβλήθηκε στη Δύση. Στη χώρα μας πρωτοπροβλήθηκε αρκετά καθυστερημένα, στις21 Ιανουαρίου1952.

Master Of The House 1925


Master Of The House 1925
Ο Αφέντης του Σπιτιού


Σκηνοθεσία: Carl Theodor Dreyer
Σενάριο: Carl Theodor Dreyer, Svend Rindom
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1h 51min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Johannes Meyer = Viktor Frandsen
Astrid Holm            Astrid Holm = Ida - Hans Hystru
Karin Nellemose = Karen
Mathilde Nielsen = Mads - Frandsens tidligere barnepige
Petrine Sonn = Vaskekone
Clara Schønfeld = Fra Kryger - Idas Mor


O Καρλ Θήοντορ Ντράγιερ είναι ο πιο σπουδαίος σκηνοθέτης του Δανέζικου κινηματογράφου, όπου πάντοτε υπήρξε μοναχική προσωπικότητα. Είναι επίσης ένας από τους λίγους διεθνείς σκηνοθέτες που έκαναν τις ταινίες, τέχνη και τις κατέστησαν ένα νέο μέσο έκφρασης για την καλλιτεχνική ιδιοφυΐα. Από τις ταινίες του Ντράγιερ, εφτά γυρίστηκαν στη Δανία, τρεις στη Γερμανία, δύο στη Γαλλία και μία στη Νορβηγία.


Μια απ΄ τις λέξεις κλειδιά στη δουλειά του Ντράγιερ είναι ο πόνος. Ο κόσμος του είναι γεμάτος μάρτυρες. Όμως ο πόνος και το μαρτύριο δεν είναι θεμελιώδη. Είναι μόνο συμπτώματα, αποτελέσματα που προέρχονται απ΄ άλλες αιτίες. Ο πόνος και το μαρτύριο είναι συνέπειες της αδυναμίας, κι η κακία και η επιρροή της στους ανθρώπους είναι το θέμα, που πραγματεύονται οι ταινίες του. Ήδη από την πρώιμη ταινία στην καριέρα του, το 1921, Φύλλα από το Βιβλίο του Σατανά, ο Ντράγιερ ασχολείται με τη δύναμη που ασκεί το κακό στο ανθρώπινο μυαλό. Επανέρχεται στην εξέταση αυτού του ζητήματος, ξανά και ξανά.


Το εικαστικό ύφος του Ντράγιερ χαρακτηρίζεται από την συνεχή και προσεκτική χρήση των κοντινών πλάνων. Οι ταινίες του είναι γεμάτες πρόσωπα. Μ’ αυτόν τον τρόπο κατόρθωνε να αφήνει τους χαρακτήρες του να ξεδιπλώνονται, ενδιαφερόταν κυρίως για τις εκφράσεις που εμφανίζονταν ως αποτέλεσμα πνευματικής διαμάχης. Συχνά, δινόταν έμφαση στον αργό ομαλό ρυθμό, στις ταινίες του Ντράγιερ. Είναι προφανές ότι αυτή η αναβλητικότητα προκύπτει από την επιθυμία να επισφραγίσει τη δράση με μνημειακό χαρακτήρα, παρότι αυτό θα μπορούσε να προσεγγίσει επικίνδυνα την κενή επισημότητα, τον φορμαλισμό.
Κινηματογραφώντας το πάθος σ΄ όλες τους τις εκφάνσεις, ο Καρλ Ντράγιερ προσέγγισε περιοχές ανέγγιχτες και παρθένες στο κινηματογραφικό φακό: η δράση του δεν έχει ως πρώτη ύλη γεγονότα, αλλά συναισθήματα. Εισβάλλει με λεπτότητα και διακριτικότητα στον εσωτερικό κόσμο των ηρωίδων του και κινηματογραφεί τα μαρτύρια της ψυχής και της καρδιάς.


Ο Βίκτωρ Φράντσεν είναι ένας ανάρμοστος άντρας, που τρομοκρατεί τη γυναίκα του και το παιδί του. Η μόνη που μπορεί να του δώσει ένα μάθημα είναι η παλιά του νταντά, που θέλει να τον κάνει να υποφέρει το ίδιο, Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει και το μάθημα φαντάζει επιτακτικό.
Η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία του σκανδιναβικού κινηματογράφου της βωβής εποχής. Μόνο στο Παρίσι, παίζονταν σε 57 αίθουσες για τρεις βδομάδες! Ο Carl Theodor Dreyer, με μια πολύ απλή ιστορία, δοκιμάζει την τύχη του και στην σατιρική κομεντί και θριαμβεύει.


Το 1942 έγινε ριμέικ από τον Δανό Jon Iversen, και την Σουηδή Alice O`Fredericks, με τίτλο Tyrannens Fald.
Επαναπροβλήθηκε το 1964 στην χώρα του και του έγινε τιμητική προβολή στο Βερολίνο το 2007. Το 2006 παίχτηκε στην τηλεόραση των ΗΠΑ από μια κόπια με αγγλικούς τίτλους (107 λεπτά) και μουσική συνοδεία άγνωστης προέλευσης.

Poil De Carotte 1925


Poil De Carotte 1925
Σκληρά Χρόνια


Σκηνοθεσία: Julien Duvivier
Σενάριο: Jacques Feyder, Jules Renard ( το μυθιστόρημα)
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1h 48min
Μεσότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο
Παίζουν:
Henry Krauss = Κύριος Lepic
Charlotte Barbier-Krauss = Κυρία Lepic
André Heuzé = François Lepi ( ο Poil de carotte)
Fabien Haziza = Felix
Renée Jean = Ernestine
Lydia Zaréna = Annette
Suzanne Talba = Maria
Yvette Langlais = Mathilde




Η μητέρα του François, η κυρία Lepic, τον μισεί και του έχει κολλήσει τοπαρατσούκλι "Καροτομαλλιάς", λόγο των κόκκινων μαλλιών του. Ο πατέρας του ενδιαφέρεται περισσότερο για την πολιτική και το κυνήγι που είναι μέσα το πάθος του. Παρά την αγάπη του νονού του και της φίλης του Mathilde, η οποία τον αποκαλεί αρραβωνιαστικό της, ο νεαρός Poil de Carotte σκέφτεται να αυτοκτονήσει. Σε μια ιδιαίτερα δύσκολη μέρα, προσπαθεί να κρεμαστεί. Ο κος Lepic σώζει του τη ζωή την τελευταία στιγμή και αντιλαμβάνεται ότι φέρει ευθύνη γι αυτή την κατάσταση. Από αυτή την ημέρα ενώνονται και οι δύο ενάντια στην κακή ιδιοσυγκρασία της κυρίας Lepic.


Ο Julien Duvivier έχει σκηνοθετήσει δύο φορές την ταινία " Poil de Carotte", με αυτή τη βωβή έκδοση να είναι η πρώτη από τις δύο. Ο Duvivier επιλέγει να απομακρυνθεί κάπως από το κείμενο του Jules Renard που είναι, ας θυμηθούμε, μια σειρά από μικρά σκίτσα που απεικονίζουν ένα νεαρό αγόρι που δεν αγαπήθηκε και διώχθηκε από μια τυραννική μητέρα και αγνοήθηκε από τον πατέρα του. Επιδιώκει να δημιουργήσει μια συνεχή ιστορία και ειδικά με την προσθήκη ορισμένων περιττών στοιχείων (όπως η ερωτική σχέση του αδελφού του με μία τραγουδίστρια του καμπαρέ), ο Duvivier κάνει το σύνολο λίγο μπερδεμένο και δεν βρίσκει όλη τη δύναμη του αριστουργήματος του Τζουλς Ρενάρντ. Τείνει επίσης να μας εμφανίσει την κυρία Lepic ως φρικτή καρικατούρα με το μουστάκι της, ενώ αντίθετα η υπηρέτρια είναι πολύ ευχάριστη και συμπονετική. Η ομιλούσα έκδοση που έκανε έξι χρόνια αργότερα ο Duvivier είναι πολύ πιο ισχυρή.