Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2022

SISTERS 1972

 

SISTERS 1972

Οι Αδελφές


Σκηνοθεσία: Brian De Palma

Σενάριο: Brian De Palma, Louisa Rose

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 330m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Margot Kidder: Danielle Breton / Dominique Blanchion

Jennifer Salt: Grace Collier

Charles Durning: Joseph Larch

William Finley: Emil Breton (as Bill Finley)

Lisle Wilson: Phillip Woode

Barnard Hughes: Arthur McLennen

Mary Davenport: Mrs. Peyson Collier

Dolph Sweet: Detective Kelly

 

Στις Σιαμαίες, ο σκηνοθέτης, αρνούμενος κάθε βεντετισμό, δεν κρύβει τις επιρροές του. Από την αρχή, εισάγοντας το θέαμα μέσα στο θέαμα, κάνει μια ξεκάθαρη αναφορά στον Ηδονοβλεψία του Μάικλ Πάουελ, για να χρησιμοποιήσει στη συνέχεια το θέμα αυτό με πραγματικό πάθος, που φθάνει στο απόγειό του με τη διακριτική ειρωνεία της τελικής σκηνής. Αλλά και σ’ ένα πλήθος άλλων σκηνών, οι αναφορές στο Χίτσκοκ είναι διάχυτες: η σκηνή του αρχικού φόνου, μ’ ένα γρήγορο, κοφτό μοντάζ, παιχνίδισμα με τις σκιές και υποβλητική μουσική υπόκρουση (Ψυχώ), το κρυμμένο στον πτυσσόμενο καναπέ πτώμα (Η Θηλειά), η έρευνα στο διαμέρισμα της δολοφόνου και η παρακολούθηση με τα κυάλια (Σιωπηλός Μάρτυρας), η ανάπτυξη της παράλληλης δράσης μέσω του χωρισμού της οθόνης (Μάρνυ). Σ’ όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο σκηνοθέτης στέκεται όσο πρέπει κοντά στην πρωταρχική του πηγή και όσο πρέπει μακριά απ’ αυτήν, με σεμνότητα, ακρίβεια και συγκρατημένο συναίσθημα.

Η βασική ιδέα, πάνω στην οποία δομείται το στόρι, είναι αυτή της ύπαρξης δύο σιαμαίων αδελφών που η μία από αυτές οδηγείται στη νεύρωση μπροστά στο φόβο της σεξουαλικής επιθυμίας. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τη μανιώδη προσπάθεια μιας δημοσιογράφου να εξιχνιάσει το μυστήριο μιας δολοφονίας, που βλέπει άθελά της να διαπράττεται στο απέναντι από το δικό της διαμέρισμα. Η αυθόρμητη αντίδρασή της να καλέσει την αστυνομία αποδεικνύεται λανθασμένη και οι ενοχές της την κάνουν να αναλάβει προσωπικά το ρόλο του ντετέκτιβ με απρόοπτες συνέπειες.

Μολονότι η αφήγηση αυτή καθεαυτή δεν αφήνει πολλά περιθώρια για δραματουργική διαπλοκή και μεγάλη εμβάθυνση στους χαρακτήρες, ο σκηνοθέτης εργάζεται πάνω στους χρόνους και τους ηθοποιούς του και πετυχαίνει άριστα αποτελέσματα. Ακόμα και όταν έχει πάψει να λειτουργεί το μοτίβο της μετάθεσης των υπονοιών, η ψυχοπαθολογική συμπεριφορά της Ντάνιελ Μπρετόν προκαλεί μια καινούργια πυροδότηση της δράσης, που οδηγεί σε μια ιδιοφυή αντιστροφή: η αστυνομία πιστεύει όλα όσα η Γκρέης Κόλιερ έχει ξεχάσει. Ο εφιάλτης της ύπνωσης είναι ιδιαίτερα ζωντανός και η ερασιτέχνης ντετέκτιβ επιστρέφει στην κατάσταση της έντονης νεύρωσης και την καταπίεση της υστερικής μητέρας. Με τον τρόπο αυτό, ο ντε Πάλμα κατορθώνει να κάνει μια ταινία πάνω στην ιστορία δύο πολυπαθών κορασίδων και να οδηγήσει την προβληματική του σε μια συγκαλυμμένη κριτική της κοινωνίας, οι δομές της οποίας δημιουργούν τα συγκεκριμένα παθολογικά συμπτώματα

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022

DON'T LOOOK NOW 1973

DON'T LOOOK NOW 1973

Μετά τα μεσάνυχτα


 Σκηνοθεσία: Nicolas Roeg

Σενάριο: Daphne Du Maurier, Allan Scott, Chris Bryant

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Drana

Διάρκεια: 1h 50m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Julie Christie: Laura Baxter

Donald Sutherland: John Baxter

Hilary Mason: Heather

Clelia Matania: Wendy

Massimo Serato: Bishop Barbarrigo

Renato Scarpa: Inspector Longhi

Giorgio Trestini: Workman

 Ένα ζευγάρι που πενθεί τον θάνατο της μικρής τους κόρης, βρίσκεται στη Βενετία όπου ο σύζυγος εργάζεται στην αναπαλαίωση μιας εκκλησίας. Στη Βενετία συναντούν δύο αδερφές, εκ των οποίων η μία, που υποστηρίζει ότι είναι μέντιουμ, ισχυρίζεται ότι βλέπει το πνεύμα της νεκρής κόρης του ζευγαριού.

    Υπάρχουν ταινίες τρόμου που ανήκουν σε διάφορα sub-genre του είδους, zombie flick, slasher, gothic horror κ.α., και υπάρχουν μερικές άλλες που δεν μπορούν να θεωρηθούν ως αυτούσιες ταινίες τρόμου, αλλά απλά χρησιμοποιούν τον συγκεκριμένο είδος ως όχημα για να πουν κάτι άλλο. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το Don't Look Now του Nicolas Roeg, μια ταινία στην οποία υπάρχουν όλα τα στοιχεία που θα χαρακτήριζαν μια ταινία ως ταινία τρόμου, αλλά συνειδητά το αποτέλεσμα αποσκοπεί σε κάτι περισσότερο, όπως για παράδειγμα το Santa Sanger του Jodorowsky ή το Eyes Without a Face του Franju. To Don't Look Now δεν είναι από αυτές τις ταινίες που προσφέρουν ανεπιτήδευτο τρόμο και αιματηρές συγκινήσεις, αντίθετα είναι μια ταινία που δίνει περισσότερη τροφή για σκέψη και πιθανόν να απαιτεί περισσότερες από μία προβολές για να αποκαλυφθεί πλήρως. Αυτό από μόνο του βέβαια δεν αποτελεί στοιχείο που προσδιορίζει την ποιότητα των ταινιών τρόμου, γιατί πολλές αυτού του είδους ταινίες γίνονται κουραστικές, ελιτίστικες και δυσπρόσιτες, και φυσικά είναι πολύ κατώτερες από καθαρόαιμα θρίλερ. Το Don't Look Now όμως είναι μια πολύ καλή προσπάθεια του Βρετανού Roeg (Performance, Walkabout, Bad Timing) να χρησιμοποιήσει τον τρόμο για να παρουσιάσει τη δική του θέση πάνω στον θρήνο, την απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, τα τραύματα που αφήνει ένα τραγικό γεγονός, την προδιαγεγραμμένη μοίρα, τον τρόπο με τον οποίο μεταφέρουμε πάνω μας το παρελθόν μας και πως μπορούμε να διαμορφώσουμε το μέλλον μας με τις σημερινές μας πράξεις. Η αφηγηματική δομή του Don't Look Now είναι αρκετά περίπλοκη, με την χρήση μη γραμμικού χρόνου και την εμφάνιση μερικών προφητικών οραμάτων (όπως το 12 Monkeys για παράδειγμα), που σταδιακά θα οδηγήσουν στην κορύφωση του μυστηρίου, στην οποία ο Roeg αποδομεί τις προσδοκίες του θεατή και ολοκληρώνει την ταινία χαμηλότονα. Ο Roeg πλέκει παράλληλα, στο Don't Look Now, έναν πυκνό ιστό μυστηρίου και μια τραγική ιστορία θλίψης και θρήνου, αποπροσανατολίζοντας τον θεατή με θεματικές ιδέες που αφορούν το προαίσθημα και τις μαντικές ικανότητες. Η εξέλιξη της ιστορίας χρησιμοποιεί αρκετά σύμβολα με αποτέλεσμα το συνολικό αποτέλεσμα να μοιάζει παράλληλα κατανοητό αλλά και ασαφές, διατηρώντας στη βάση της έναν αινιγματικό θεματικό πυρήνα που δημιουργεί στον θεατή ένα αίσθημα σύγχυσης. Ο σκηνοθέτης επιμένει να παρουσιάζει τους σκοτεινούς συμβολισμούς και τις υποδείξεις με τέτοιο τρόπο ώστε να αφήνει την επιλογή στον θεατή αν θα τις δώσει σημασία ή όχι, κάνοντας το Don't Look Now μια ταινία που μπορεί να οδηγήσει σε κάποιες διαφορετικές μεταφράσεις. Εικαστικά, το Don't Look Now, είναι μια από τις πιο εντυπωσιακές ταινίες τρόμου στην ιστορία του κινηματογράφου. Η παραισθησιακή, ονειρική ατμόσφαιρα, ο εφιαλτικός τόνος και το ύπουλα ανατριχιαστικό ύφος, υποβάλουν τον θεατή και τον κάνουν να γίνεται μάρτυρας σε μια εξαιρετική αλληλουχία από υπνωτικές εικόνες. Ο τρόπος κινηματογράφησης της Βενετίας, με τα δαιδαλώδη στενά, τις σκοτεινές γωνίες και το υγρό στοιχείο, προσδίδει μια γοτθική αίσθηση στην ταινία που δημιουργεί ένα κλίμα ανασφάλειας και κρυμμένης απειλής. Ο Roeg σκηνοθετεί εμμένοντας σε μια σπερματική μορφή τρόμου, αινιγματική και λανθάνουσα, που δεν θα οδηγήσει σε κάποια αναπάντεχη έκρηξη αλλά θα παραμείνει παρούσα πίσω από τα συμβάντα της ταινίας. Εξαιρετικό είναι και το μοντάζ της ταινίας, με τον Roeg να κομματιάζει και να συναρμολογεί τα κομμάτια σε ένα περίεργο κολάζ ονειρικών εικόνων, ολοκληρώνοντας ένα περίτεχνο εικαστικό παζλ. Τα κοψίματα, οι ασυνέχειες , το περίτεχνο αφηγηματικό ύφος, η στρατηγική χρήση των εικόνων, τα διάσπαρτα σύμβολα δημιουργούν την εντύπωση ενός συνειρμικού μοντάζ που αποτυπώνεται σε μια πένθιμη εντύπωση και σε μια ατμοσφαιρική ένταση. Για παράδειγμα, η ερωτική σκηνή μεταξύ των Christie και Sutherland, και πως αυτή μοντάρεται με τη σκηνή που το ζευγάρι ντύνεται, είναι εκπληκτικής σύλληψης. Όπως εντυπωσιακή είναι και η εναρκτήρια σεκάνς της ταινίας, με τον πνιγμό του μικρού κοριτσιού, που παρά το γεγονός ότι αποτυπώνει ένα τραγικό γεγονός είναι ένα δείγμα κινηματογραφικής ποίησης. Σε τελική ανάλυση, το Don't Look Now, είναι μια ξεχωριστή ταινία που αξίζει να δει οποιασδήποτε λάτρης του κινηματογράφου. Όσο για το φινάλε, το οποίο έχει ξεσηκώσει ατελείωτες συζητήσεις, δεν είναι τόσο παράλογο απλά δεν ακολουθεί τις προσδοκίες που ενδέχεται να δημιουργήσει το κοινό. 

The Night Stalker 1972

The Night Stalker 1972

Παράνομοι Εκδικητές


Σκηνοθεσία: John Llewellyn Moxey

Σενάριο: Richard Matheson, Jeffrey Grant Rice, Max Hodge

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery

Διάρκεια: 1h 14m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Darren McGavin: Carl Kolchak

Carol Lynley: Gail Foster

Simon Oakland: Tony Vincenzo

Ralph Meeker: Bernie Jenks

Claude Akins: Sheriff Butcher

Charles McGraw: Chief Masterson

Kent Smith: D.A. Paine 

Το The Night Stalker είναι μια αμερικανική ταινία τρόμου για την τηλεόραση που προβλήθηκε στο ABC στις 11 Ιανουαρίου 1972 ως Ταινία της Εβδομάδας. Στην ταινία, ένας ερευνητής ρεπόρτερ, τον οποίο υποδύεται ο Ντάρεν ΜακΓκάβιν, υποπτεύεται ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος στην περιοχή του Λας Βέγκας είναι στην πραγματικότητα ένας βρικόλακας.

Η ταινία βασίστηκε στο τότε αδημοσίευτο μυθιστόρημα του Τζεφ Ράις με τίτλο The Kolchak Papers (γνωστός και ως The Kolchak Tapes). Ο Ράις είπε ότι έγραψε το μυθιστόρημα επειδή, «Πάντα ήθελα να γράψω μια ιστορία για βρικόλακες, αλλά περισσότερο επειδή ήθελα να γράψω κάτι που να αφορά το Λας Βέγκας». Ο Ράις δυσκολεύτηκε να βρει έναν εκδότη πρόθυμο να αγοράσει το χειρόγραφο μέχρι που ο πράκτορας Ρικ Ρέι το διάβασε και συνειδητοποίησε ότι το μυθιστόρημα θα έκανε μια καλή ταινία. Το μυθιστόρημα του 1973 (μετονομάστηκε The Night Stalker) μόλις είχε ήδη προβληθεί η τηλεοπτική ταινία και καθυστέρησε σύμφωνα με τον Rice επειδή ο εκδότης ήθελε τόσο το αρχικό μυθιστόρημα της Rice όσο και το σίκουελ του 1974 The Night Strangler (γραμμένο από τον Rice αλλά βασισμένο σε το σενάριο του συγγραφέα Richard Matheson) έτσι «θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στην κορυφή της λίστας των εκδοτών στις θέσεις 1 και 2 για το 1974».

Σε σκηνοθεσία John Llewellyn Moxey (βετεράνος θεατρικών και τηλεοπτικών ταινιών) που γύρισε την ταινία για 12 ημέρες, σε διασκευή του Richard Matheson και παραγωγή του Dan Curtis (γνωστός εκείνη την εποχή για το Dark Shadows), το The Night Stalker έγινε Η αυθεντική τηλεοπτική ταινία με την υψηλότερη βαθμολογία στην αμερικανική τηλεόραση, κερδίζοντας βαθμολογία 33,2 και μερίδιο 48. Η τηλεοπτική ταινία πήγε τόσο καλά που κυκλοφόρησε στο εξωτερικό ως θεατρική ταινία και ενέπνευσε μια τηλεοπτική ταινία συνέχεια με τίτλο The Night Strangler, που προβλήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1973, μια τηλεοπτική σειρά μιας σεζόν είκοσι επεισοδίων με τίτλο Kolchak: The Night Stalker που προβλήθηκε στο ABC μεταξύ Σεπτεμβρίου 1974 και Μαΐου 1975, και μια μικρής διάρκειας τηλεοπτική σειρά του 2005 που ονομάζεται Night Stalker.

    Ο ηθοποιός Ντάρεν ΜακΓκάβιν υπενθύμισε ότι η εμπλοκή του ξεκίνησε όταν "Οι εκπρόσωποί μου τηλεφώνησαν για να πουν ότι το ABC είχε αγοράσει τα δικαιώματα για ένα βιβλίο που ονομάζεται The Kolchak Papers. Ήταν σε ένα είδος πρώτου σχεδίου ενός σεναρίου του Richard Matheson και κάλεσαν το πρακτορείο στο ρωτήστε τους αν θα με ενδιέφερε να το κάνω. Ο εκπρόσωπος μου το διάβασε και με πήρε τηλέφωνο». Η δημοφιλής τηλεοπτική ταινία, μαζί με τη συνέχειά της και την τηλεοπτική σειρά, παρείχαν την έμπνευση για το The X-Files του Chris Carter. Ο Κάρτερ παρουσίασε τον ηθοποιό Ντάρεν ΜακΓκάβιν στην παράσταση ως φόρο τιμής στον ηθοποιό και στο έργο που ενέπνευσε τη δημοφιλή σειρά του. ξαναγράφεται, κάνοντας τον χαρακτήρα του ΜακΓκάβιν Άρθουρ Ντέιλς, τον «πατέρα των αρχείων Χ». 

Non si sevizia un paperino 1972

Non si sevizia un paperino 1972

Don't Torture a Duckling

Σατανάδες της Ακολασίας



Σκηνοθεσία: Lucio Fulci

Σενάριο: Lucio Fulci, Roberto Gianviti, Gianfranco Clerici

Είδος: Horror ΔΕ 70, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 1h 45m

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

Florinda Bolkan: Maciara

Barbara Bouche: Patrizia

Tomas Milian: Andrea Martelli

Ειρήνη Παπά: Dona Aurelia Avallone

Marc Porel: Don Alberto Avallone

Georges Wilson: Francesco (as George Wilson)

Antonello Campodifiori: Lieutenant

 

Ο Lucio Fulci ακόμα και μετά το θάνατό του παραμένει εξίσου διφορούμενη προσωπικότητα όσο και όταν ήταν εν ζωή. Ο λόγος είναι κυρίως η σαδιστική βία των ταινιών του, που ποτέ κανείς δεν είχε δει στη μεγάλη οθόνη με τόση λεπτομέρεια, και προκάλεσε πολλούς να πουν ότι ο Fulci τη χρησιμοποιούσε για να καλύψει τις αδυναμίες του και την έλλειψη σκηνοθετικού ταλέντου.

Και μπορεί μέχρι ένα σημείο αυτά να ισχύουν για το μεταγενέστερο έργο του, αλλά τίποτα απ’ αυτά δεν μπορεί να ισχύσει για το DONT TORTURE A DUCKLING, ένα από τα λίγα giallo που γύρισε ο μεγάλος maestro στην καριέρα του.

Πολλοί ακόμα και σήμερα θεωρούν ότι ο Fulci δεν μπόρεσε ποτέ να ξεπεράσει τα όρια που ο ίδιος έθεσε με τη συγκεκριμένη ταινία. Αν κι εγώ είμαι περισσότερο fan του σπλατερά και υπέρ- βίαιου Fulci, δεν μπορώ παρά να βγάλω το καπέλο μου σ’ αυτή την παραγωγή, που με το βάθος και την πολυπλοκότητά της σίγουρα βρίσκεται μεταξύ των κορυφαίων giallo όλων των εποχών.

Τα επιβλητικά τοπία της Σικελίας στην οποία διαδραματίζεται η ιστορία του DONT TORTURE A DUCKLING βάζουν το θεατή αμέσως στο κλίμα, με μια ιστορία φόνων παιδιών σε μια περιοχή που βρίθει από ξενοφοβία, προκατάληψη και τις γνωστές «ασθένειες» των κλειστών επαρχιακών κοινωνιών.

Τα κλίμα στο χωριό, όπως το παρουσιάζει ο Fulci, έχει κάτι ακαθόριστα νοσηρό και απειλητικό, ενώ η ατμόσφαιρα είναι καταπιεστική και κλειστοφοβική, έτσι όπως μόνο ο Fulci μπορεί να την αποδώσει.

Ποιοι είναι οι πιθανοί δράστες σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Μα, οι περισσότεροι κάτοικοι του χωριού, που κι αυτοί με τη σειρά τους αναδύουν μια ύποπτη μυρωδιά «σήψης». Από τον «τρελό του χωριού», την σέξι καλλονή που τρελαίνει τα ανήλικα αγοράκια με τα νάζια της και υποδύεται από μια λαμπερή Barbara Bouchet , μέχρι την καθώς πρέπει και σεβαστή μητέρα του κληρικού του χωριού (Ειρήνη Παπά), όλοι είναι ένοχοι στα μάτια του Fulci, μέχρι αποδείξεως του ενάντιου.

Η γνώμη που μοιάζει να έχει ο Fulci για τόσο κλειστές μικρές επαρχιακές κοινωνίες δεν είναι καθόλου κολακευτική, αλλά κάνει τον οποιοδήποτε να αναρωτιέται κατά πόσο απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Οι κάτοικοι είναι πάντα καχύποπτοι, μίζεροι και μοιάζουν εγκλωβισμένοι στις δικές τους προκαταλήψεις και εμπόδια. Ο Fulci δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, και μάλιστα προκαλεί ακόμα περισσότερο, τόσο με την παρουσίαση των χαρακτήρων όσο και με το υπόλοιπο νοσηρό κλίμα δυσλειτουργίας.

Οι κατηγορίες τους έρχονται χωρίς εκπλήξεις και κατευθύνονται προς τους τυπικούς συνανθρώπους τους που είναι οι εύκολοι στόχοι. Πρώτα ο τρελός του χωριού, μετά μια ιδιόρρυθμη γυναίκα που ασχολείται με μαγεία, μετά η τοπική καλλονή, πρώην χρήστης ναρκωτικών και στη μέση όλων αυτών ο ντόπιος δημοσιογράφος (Thomas Milian) προσπαθεί να βγάλει άκρη μέσα από το φόβο και παράνοια των κατοίκων και να βοηθήσει την αστυνομία στο να ανακαλύψει το δράστη.

Μην περιμένετε εδώ να ανακαλύψετε ποιος το έκανε από τα πρώτα λεπτά και μετά να φτιάχνετε καφέδες και ποπ κορν μέχρι να φτάσει το φινάλε, όπως ίσως σε κάποια άλλα κατώτερα giallo. Εδώ ο Fulci πραγματικά συσσωρεύει όλο το ταλέντο του στην αφήγηση ιστοριών και το χαρίζει απλόχερα, φτιάχνοντας μια πραγματική ταινία μυστηρίου, από την άποψη ότι πρέπει κανείς να κάτσει μέχρι το τέλος για να ανακαλύψει την αλήθεια. Οι μαντεψιές πάνε και έρχονται, όπως είναι φυσιολογικό, και οι προσωπικές μου δεν ήταν και πολύ επιτυχημένες!

Και για τους fans του αιματοβαμμένου Lucio Fulci, υπάρχουν δύο πολύ δυνατές σκηνές που τις ξαναείδαμε σε άλλη μορφή στις μεταγενέστερες ταινίες του, ένας βάρβαρος ξυλοδαρμός με αλυσίδες μιας φτωχής κοπέλας από τον διψασμένο για αίμα όχλο, που επαναλήφθηκε στο THE BEYOND και μια αιματηρή πτώση από γκρεμό, που επίσης επαναλήφθηκε στο SEVEN NOTES IN BLACK. Όμως, οι σπλατεριές απλά κάνουν το κομμάτι τους και σε καμία περίπτωση δεν είναι το κεντρικό ενδιαφέρον της ταινίας. Αντίθετα, τονίζουν ακόμα περισσότερο το κλίμα που έχει καθιερώσει στην ταινία ο Fulci και δείχνουν πώς το πάθος και η προκατάληψη μπορεί να υπερισχύσει της κοινής λογικής με φρικτά αποτελέσματα.

        Γενικά, οι fans του Fulci και των giallo δεν πρέπει να χάσουν με τίποτα το DONT TORTURE A DUCKLING, γιατί έτσι θα χάσουν μια από τις κορυφαίες ταινίες του μεγάλου maestro και ένα από τα πιο ενδιαφέροντα δείγματα της σκηνής, και αυτό θα είναι πολύ άδικο πρώτα απ’ όλα για τους ίδιους και μετά για τον μεγάλο Lucio Fulci. 

Baron Blood 1972

Baron Blood 1972

Gli orrori del castello di Norimberga

Το Ξυπνημα Του Αιματος


Σκηνοθεσία: Mario Bava

Σενάριο: Willibald Eser, Mario Bava, Vincent Fotre

Είδος: Horror ΔΕ 70,  Mario Bava

Διάρκεια: 1h 30m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Joseph Cotten: Baron Otto von Kleist / Alfred Becker

Elke Sommer: Eva Arnold

Massimo Girotti: Dr. Karl Hummel

Luciano Pigozzi: Fritz (as Alan Collins)

Antonio Cantafora: Peter Kleist

Umberto Raho: Inspector (as Humi Raho on US prints)

Nicoletta Elmi: Gretchen Hummel

Dieter Tressler: Mayor Dortmundt 

Φαντάζομαι ότι δεν χρειάζονται πολλές εισαγωγές για τον Mario Bava, έναν από τους πολύ μεγάλους της σκηνής γοτθικού τρόμου και το έργο του καθώς όλα έχουν ειπωθεί πάμπολλες φορές και από καταλληλότερους από εμάς. Δεν είναι τυχαίες άλλωστε οι δηλώσεις θαυμασμού από ονόματα όπως ο Martin Scorsese και πολλοί άλλοι σύγχρονοι δημιουργοί που επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το έργο του.

Το BARON BLOOD είναι μια ταινία στην τυπική συνταγή του μεγάλου Ιταλού σκηνοθέτη, γεμάτη πυκνή και αδιαπέραστη ατμόσφαιρα, την γοτθική αίσθηση που συναντάμε και στις ταινίες της Hammer Films και της American International Pictures και την μαγική και παιχνιδιάρικη φωτογραφία- σήμα κατατεθέν του Mario Bava.

Από πλευράς υπόθεσης, προβλέψιμα, οι εκπλήξεις είναι από ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Ένας Αμερικανός (Antonio Cantafora) επιστρέφει στην Αυστρία, τη χώρα που γεννήθηκε και στο κάστρο ενός ιδιαίτερα αντιπαθή προγόνου του ονόματι βαρόνος Otto von Kleist, περισσότερο γνωστός στα γύρω μέρη ως Baron Blood. Ο κακός βαρόνος, που άφησε την τελευταία του πνοή 300 ολόκληρα χρόνια πριν κι ενώ πρώτα βασανίστηκε απάνθρωπα και κάηκε στην πυρά, ήταν γνωστός για τον υπέρμετρο σαδισμό του, τα βασανιστήρια και τους φόνους αναρίθμητων αθώων της περιοχής., όπως και για τον θάλαμο βασανιστηρίων που διατηρούσε στο κάστρο του. Όμως βρήκε τη μοίρα που του άξιζε από μια τοπική μάγισσα της εποχής που τον καταράστηκε να υποφέρει ως την αιωνιότητα.

Για κακή της τύχη, όμως, άφησε πίσω μια επίκληση που- σύμφωνα με τους θρύλους- θα φέρει τον βαρόνο πίσω από τον κόσμο των νεκρών όπου και θα αναζητήσει εκδίκηση από τους απογόνους του και τους κατοίκους του χωριού. Βολικά, το χειρόγραφο με την επίκληση βρέθηκε στα χέρια του απόγονού του ο οποίος χωρίς να χάνει χρόνο την απαγγέλλει με την βοήθεια της Eva (Elke Sommer) και φέρνει στη ζωή τον αιμοδιψή βαρόνο. Σαν να μην έφτανε αυτό, ο πάπυρος με την επίκληση που περιείχε και το αντίστροφο ξόρκι καίγεται στην πυρά και έτσι ο βαρόνος αρχίζει να επιδίδεται στο έργο που είχε αφήσει ατελείωτο 300 χρόνια πριν.

Καθώς οι φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον στην περιοχή γύρω από το κάστρο, ένας άγνωστος καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι αναδεικνύεται νικητής του πλειστηριασμού για την αγορά του κάστρου του βαρόνου και υπόσχεται στον απόγονό του ότι θα κάνει τα πάντα για να το αποκαταστήσει όπως ακριβώς ήταν στις μέρες δόξας του. Σ’ αυτό συμπεριλαμβάνει και τον θάλαμο βασανιστηρίων, όπως και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα θανάτου και σαδισμού στην γύρω περιοχή.

Οι τρεις πρωταγωνιστές, που συμπληρώνονται από τον Δρ. Karl Hummel (Massimo Girotti), είναι πλέον πεπεισμένοι ότι ο βαρόνος έχει όντως επιστρέψει και ότι όλες οι εξαφανίσεις των κατοίκων της περιοχής οφείλονται σε αυτόν, ενώ δεν βλέπουν με καλό μάτι τον νέο ιδιοκτήτη του κάστρου. Έτσι καταφεύγουν σε ένα μέντιουμ για τους δώσει τη λύση και να στείλουν τον αιμοδιψή βαρόνο από εκεί που ήρθε μια και καλή.

 υπόθεση, όπως εύκολα μπορεί να παρατηρήσει κανείς, δεν διαφέρει και πολύ από την πλειοψηφία των ταινιών του Paul Naschy αλλά και της σκηνής του euro- horror εκείνης της εποχής, αλλά όπως σχεδόν σε όλες του τις ταινίες, ο Mario Bava παίρνει αυτό το υλικό και το μετατρέπει σε κάτι τελείως διαφορετικό απ’ ότι θα έκαναν οι περισσότεροι άλλοι σκηνοθέτες στη θέση του. Με όπλα την εκπληκτική φωτογραφία που είναι σίγουρα υλικό για μαθήματα προς νέους δημιουργούς και την αξεπέραστη ικανότητα του να δημιουργεί ατμόσφαιρα, ο Bava φτιάχνει ένα τυπικό δείγμα γοτθικού τρόμου υψηλής ποιότητας που δεν καταφέρνει να χάσει τη δύναμη του ούτε από τις σεναριακές κακοτοπιές, αλλά ούτε και από τους περιορισμούς σε budget.

Από τη στιγμή που η δράση μεταφέρεται στο κάστρο και στη γύρω περιοχή, το BARON BLOOD γίνεται όλο και πιο απολαυστικό οπτικά, με τα σκοτεινά και σχεδόν ονειρικά πλάνα να δίνουν και παίρνουν. Πρόσθετα, υπάρχουν και κάποιες αρκετά δυνατές σκηνές φόνων και gore που συμπληρώνουν την εικόνα δίνοντας το αναγκαίο τονωτικό σε μια κουρασμένη πλοκή. Πάντως ακόμα και έτσι το ακαδημαϊκό ενδιαφέρον υπάρχει και ιδίως προς το φινάλε όπου η υπόθεση περιπλέκεται κάπως, ενώ υπάρχουν και αρκετές σκηνές ανθολογίας είτε λόγω του περιεχομένου τους καθαυτού είτε λόγω του μαγικού τρόπου με τον οποίο αυτό παρουσιάζεται.

Από εκεί και πέρα έχουμε ερμηνείες που προσωπικά χαρακτηρίζω ως θεατρικές, με αποκορύφωμα την υπέροχη Elke Sommer, που παρά την ελαφριά Γερμανική προφορά που έχει στα Αγγλικά της, μοιάζει να παίρνει το ρόλο της πιο σοβαρά απ’ όσο ίσως έπρεπε με αποτέλεσμα να γίνεται συχνά- πυκνά cheesy. Από εκεί και πέρα οι Massimo Girotti και Antonio Cantafora περνούν σχεδόν απαρατήρητοι όπως και οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές, αλλά την παράσταση κλέβει έστω και με ανεπιτήδευτο τρόπο ο Joseph Cotten που όσο βρίσκεται στο πλάνο είναι απολαυστικός και όχι πάντα για τους σωστούς λόγους!

Γενικά θα ήταν ασφαλές να δηλώσω ότι οι fans του Mario Bava και του γοτθικού Euro horror δεν πρέπει να χάσουν με τίποτα τη συγκεκριμένη ταινία, ιδίως τώρα που έχει κυκλοφορήσει και σε αρκετές επεξεργασμένες uncut εκδόσεις, ενώ αξίζει σίγουρα ένα βλέφαρο από όλους τους νεότερους φίλους της σκηνής για να μάθουν από πού ξεκίνησαν όλα που οδήγησαν στην έκρηξη των ταινιών τρόμου και splatter στην γειτονική Ιταλία τις δεκαετίες του 70 και 80.

 


The Strange Vice of Mrs. Wardh 1971

 

The Strange Vice of Mrs. Wardh 1971

Lo strano vizio della Signora

Ο Αμαρτωλός Κύκλος των Εκβιαστών


Σκηνοθεσία: Sergio Martino

Σενάριο: Eduardo Manzanos, Ernesto Gastaldi, Vittorio Caronia

Είδος: Horror ΔΕ 70, Crime, Thriller, Mystery

Διάρκεια: 1h 21m

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

George Hilton: George Corro

Edwige Fenech: Julie Wardh

Conchita Airoldi: Carol Brandt (as Cristina Airoldi)

Manuel Gil: Dr. Arbe (as Manuel Gill)

Carlo Alighiero: Commissioner

Ivan Rassimov: Jean

Alberto de Mendoza: Neil Wardh 

Η κυρία Julie Wardh επιστρέφει στη Βιέννη με τον σύζυγό της Neil Wardh, ο οποίος είναι επενδυτής στη Wall Street. Η Τζούλι και ο Νιλ είναι παντρεμένοι εδώ και ένα χρόνο αλλά δεν αγαπιούνται. Η Julie έχει ένα τραύμα από τον πρώην φίλο της Jean, ο οποίος ήταν σαδιστής. Ενώ ο Neil έχει συναντήσεις στην Αυστρία, η Julie περνά τις διακοπές με τη φίλη της Carol Brandt. Πηγαίνουν σε ένα πάρτι όπου η Κάρολ της συστήνει τον όμορφο ξάδερφό της Τζορτζ Κορό, ο οποίος μόλις κληρονόμησε μαζί της μια περιουσία. Όταν η Τζούλι βλέπει τον Ζαν στο πάρτι, αποφασίζει να φύγει από το μέρος. Σύντομα η Τζούλι, την οποία παραμελεί ο Νιλ, έχει μια ερωτική σχέση με τον Τζορτζ. Εν τω μεταξύ, ένας κατά συρροή δολοφόνος που σκοτώνει γυναίκες με μια λεπίδα ξυραφιού τρομάζει τη Βιέννη και ο επιθεωρητής δεν έχει κανένα οδηγό να ακολουθήσει. Όταν η Τζούλι εκβιάζεται λόγω του έρωτά της με τον Τζορτζ, υποπτεύεται ότι ο Ζαν είναι ο εκβιαστής. Η Κάρολ αποφασίζει να πάει στη συνάντηση με τον εκβιαστή και σκοτώνεται. Η Τζούλι πιστεύει ότι ο Ζαν μπορεί να είναι ο καταζητούμενος δολοφόνος και αποφασίζει να αφήσει τη Βιέννη και ο Νιλ για να πάει στην Ισπανία. Θα είναι ασφαλής και αγαπημένη;

Countess Dracula 1971

Countess Dracula 1971

600 παρθένες για την Δράκουλα



Σκηνοθεσία: Peter Sasdy

Σενάριο: Jeremy Paul, Alexander Paal, Peter Sasdy

Είδος: Horror ΔΕ 70,

Διάρκεια: 1h 33m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Ingrid Pitt: Countess Elisabeth

Nigel Green: Captain Dobi

Sandor Elès: Imre Toth

Maurice Denham: Master Fabio

Patience Collier: Julie

Peter Jeffrey: Captain Balogh

Lesley-Anne Down: Ilona 

Η ταινία Countess Dracula είναι μια ταινία τρόμου της British Hammer του 1971 που βασίζεται σε μερικούς από τους θρύλους γύρω από την Κοντέσα Ελίζαμπεθ Μπάθορι.

Η παραγωγή της ταινίας έγινε από τον Alexander Paal και τη σκηνοθεσία του Peter Sasdy, και οι δύο Ούγγροι μετανάστες που εργάζονται στην Αγγλία. Η αρχική μουσική συνέθεσε ο Χάρι Ρόμπερτσον.

Στην Ουγγαρία του 17ου αιώνα, η κόμισσα Elisabeth Nádasdy που χήρεψε πρόσφατα ανακαλύπτει ότι η νεανική της εμφάνιση και η λίμπιντο μπορούν να αποκατασταθούν προσωρινά εάν λουστεί στο αίμα νεαρών γυναικών. Επιστρατεύει τον διαχειριστή και εραστή της, Λοχαγό Ντόμπι και την υπηρέτριά της Τζούλι για να βοηθήσουν στην απαγωγή και τη δολοφονία αρκετών ντόπιων κοριτσιών, ενώ ξεκινά ένα νέο ειδύλλιο με έναν νεαρό Υπολοχαγό που ονομάζεται Ίμρε Τοθ.

Ως κάλυμμα για τα εγκλήματά της, ενώ βρίσκεται σε αναζωογονημένη κατάστασή της, παίρνει την ταυτότητα της 17χρονης κόρης της, της κόμισσας Ιλόνα, την οποία κρατά τον Ντόμπι αιχμάλωτο στο δάσος από τον βουβό τζογαδόρο. Ωστόσο, ο ιστορικός του κάστρου Fabio γίνεται ύποπτος. Τελικά, σκοτώνει μια πόρνη που ονομάζεται Ζίζα, αλλά το αίμα της δεν την αποκαθιστά όπως οι άλλες. Ο Ντόμπι βρίσκει τον Φάμπιο, ο οποίος έχει ένα βιβλίο-κεφάλαιο για τις αιματηρές θυσίες και λέει στην Ελίζαμπεθ την αλήθεια με αντάλλαγμα να του επιτραπεί να ζήσει. Αποκαλύπτει ότι μόνο το παρθένο αίμα θα αποκαταστήσει τη νεότητα και την ομορφιά της Ελισάβετ.

Η Ελισάβετ σκοτώνει τότε μια αγρότισσα που αγόρασε στην αγορά. Ο Φάμπιο προσπαθεί να πει στον Τοθ την αλήθεια για εκείνη, αλλά ο Ντόμπι σκοτώνει τον Φάμπιο πριν προλάβει να το κάνει. Στη συνέχεια, ο Ντόμπι εκθέτει την Ελίζαμπεθ στον Τοθ για να τον απομακρύνει από αυτήν. Η Elisabeth αναγκάζει τον Toth να την παντρευτεί, αλλά η κόρη της Ilona φτάνει στο σπίτι, την οποία έφερε ο Dobi ως θυσία και στη συνέχεια ελευθερώθηκε από μια μετανοημένη Julie που την αγαπούσε ως κόρη. Στο γάμο, η Ελισάβετ γερνά και πάλι αφού ο ιερέας προφέρει την ευλογία. Προσπαθεί να σκοτώσει την κόρη της μπροστά στους παρευρισκόμενους στο γάμο, αλλά σκοτώνει κατά λάθος τον Τοθ. Η Ελίζαμπεθ, η Ντόμπι και η Τζούλι καταδικάζονται σε θάνατο για τα εγκλήματά τους και εμφανίζονται για τελευταία φορά να περιμένουν τον δήμιο στο κελί τους. Στην τελική σκηνή, οι αγρότες βρίζουν την Ελισάβετ ως «διαβολογυναίκα» και την «Κοντέσα Δράκουλα».

Η κόμισσα Δράκουλα εμπνεύστηκε τη διαβόητη Ουγγρική Κοντέσα Ελίζαμπεθ Μπάθορι (1560–1614), μια γαιοκτήμονα και αρχόντισσα που κατηγορήθηκε για τη δολοφονία δεκάδων γυναικών και κοριτσιών.