Τρίτη 16 Μαρτίου 2021

The Wind Cannot Read 1958

 

The Wind Cannot Read 1958

Αν Μιλούσε ο Άνεμος

 


Σκηνοθεσία: Ralph Thomas

Σενάριο: ichard Mason

Είδος: Drama, Romance

Διάρκεια: 01:55

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Dirk Bogarde: Flight Lieutenant Michael Quinn

Yoko Tani: 'Sabby' Suzuki San

Ronald Lewis: Squadron Leader Fenwick

John Fraser: Flying Officer Peter Munroe

Anthony Bushell: The Brigadier 

Το The Wind Cannot Read είναι μια βρετανική δραματική ταινία του 1958 σε σκηνοθεσία του Ralph Thomas και πρωταγωνιστούν οι Dirk Bogarde, Yoko Tani, Ronald Lewis και John Fraser. Βασίστηκε στο μυθιστόρημα του 1946 του Richard Mason, ο οποίος έγραψε επίσης το σενάριο.

Αν μιλούσε ο άνεμος: Στο Δελχί του B’ Παγκοσμίου Πολέμου ένας πιλότος της βρετανικής αεροπορίας ερωτεύεται μια Γιαπωνέζα δασκάλα την Sabbi (Yôko Tani) Αν και θεωρούνται εχθροί, ο ερωτάς τους είναι τόσο δυνατός οπού παντρεύονται κρυφά, αδιαφορώντας για τις συνέπειες που θα προκύψουν.


CAIRO STATION 1958

 

CAIRO STATION 1958

Ο Σταθμός του Καΐρου

 


Σκηνοθεσία: Youssef Chahine

Σενάριο: Mohamed Abu Youssef, Abdel Hai Adib

Είδος: Crime, Drama

Διάρκεια: 01:38

Γλώσσα: Arabic

Παίζουν:

Farid Shawqi: Abu Siri

Hind Rustum: Hanuma

Youssef Chahine: Qinawi

Hassan el Baroudi: Madbouli

Abd Al-Aziz Khalil: Abu Gaber

 

Με σαφή επιρροή από τον Ιταλικό Νεορεαλισμό ενσωματώνοντας όμως και στοιχεία νουάρ, η εμβληματική, ως προς το αφρικανικό σινεμά, ταινία του Chahine, πέρα από την αξία της ως ηθογραφίας της κοινωνίας της εποχής, χαρακτηρίζεται από υποδειγματική οικονομία στην αφήγηση και παρά κάποιες σχηματικές τυπολογίες κοινωνικών ρόλων καταγράφει με ακέραιο ηθικό προβληματισμό τα αδιέξοδα των ανθρώπων που απαρτίζουν τον μακρόκοσμο της Αιγύπτου στον κεντρικό σιδηροδρομικό  σταθμό του Καΐρου.

Ως μέγα επίτευγμα της νεωτερικότητας στα πρώιμα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα, η αμαξοστοιχία όχι μόνο ενώνει απομακρυσμένες περιοχές σε αχανείς χώρες, όπως η Αίγυπτος, αλλά συμβολίζει την ελευθερία ή ακόμα και τις ευκαιρίες που σηματοδοτεί η δυνατότητα επιλογής της μετακίνησης σε άλλο τόπο. Η κίνηση όμως του τραίνου, πάντα γραμμική ως προς τον τελικό προορισμό, αντιπαραβάλλεται με αυτή του πολυσύχναστου κεντρικού σταθμού, όπου όσοι στερούνται της δυνατότητας μετάβασης σε έτερο τόπο ή όσοι εξαρτώνται οικονομικά από τον βόμβο των επιβατών, φαίνονται καταδικασμένοι σε αιώνια περιφορά γύρω από τον εαυτό τους.

Τον ανάπηρο και στερημένο Qinawi (εντελώς εξαιρετικός ο ίδιος ο Youssef Chahine που τον ενσαρκώνει) περιμαζεύει ο ιδιοκτήτης περιπτέρου Madbouli και τον φροντίζει, σαν παιδί του, δίνοντάς του τη δουλειά του εφημεριδοπώλη. Στην παράγκα του Qinawi ατενίζουν το στερημένο βλέμμα του, καρφιτσωμένες στον τοίχο, εικόνες ξανθών καλλονών από διαφημιστικά και φωτορομάντζα της εποχής. Η φαντασία του Qinawi έχει «επικοιθεί» από τις αφράτες και ζουμερές γυναίκες, ενσάρκωση των οποίων είναι η Hannuma, παράνομη πωλήτρια αναψυκτικών στα βαγόνια των τραίνων και στις γωνιές του σταθμού. Πέρα από περιεχόμενο της φαντασίας του Qinawi η ξανθιά σεξοβόμβα του σταθμού είναι λογοδοσμένη στον μεταφορέα Abu Gaber ο οποίος επιχειρεί να οργανώσει τους υπόλοιπους του σιναφιού σε συνδικάτο. Η γελοιοποίηση/απόρριψη του Qinawi από την Hannuma, όχι πάντα με περιφρόνηση αλλά με αφέλεια, κοριτσίστικο νάζι και επιδερμική ματαιοδοξία, θα τον οδηγήσει στην παράνοια και τελικά στον βαρύ τραυματισμό μιας εκ των κοριτσιών από το πλανόδιο αναψυκτήριο της Hannuma με τραγικές συνέπειες για τον ίδιο.

Ο Chahine χρησιμοποιεί το ερωτικό αδιέξοδο του Qinawi ως μοχλό κοινωνικού σχολιασμού με όμορφες και ακριβείς βινιέτες για τη δωροδοκία, τον συνδικαλισμό, την εργασία, την διάχυτη πατριαρχία, τη σεξουαλική καταπίεση και το σεξουαλικών κινήτρων έγκλημα, τα μουσουλμανικά ήθη, καθώς και την διείσδυση της δυτικής κουλτούρας αφήνοντας όμως την συστηματική ανακατασκευή τους στον θεατή. Η ροπή της φαντασίας προς ιδεολογίαδεν στοιχειώνει μόνο τον σαλό Qinawi αλλά και την Hannuma, όπως υποδηλώνει το ωραιότατο κάδρο όταν αυτή νουθετεί τον Qinawi ως προς τους στόχους που θα όφειλε να θέσει έτσι ώστε να τη διεκδικήσει με αξιώσεις και αυτός φιλμάρεται μπροστά από ένα γιγαντιαίο άγαλμα ενός Ραμσή που κοσμεί την πλατεία. Η αξιοποίηση του μελοδράματος από τον Chahine κατατίθεται στον θεατή με υποδειγματική οικονομία αφήγησης και με δραματουργική κορύφωση που συγκινεί όσο πρέπει δίχως να χειραγωγεί.

Ως «υπόλοιπο» στο δράμα των χαρακτήρων του περιθωρίου παραμένει η μελαγχολική όψη της νεαρής κοπέλας που περιμένει τον καλό της στο σταθμό του τραίνου την οποία ο Chahine παρεμβάλλει σε καίρια σημεία της πλοκής, εικόνα η οποία αντισταθμίζει την καταπιεσμένη σεξουαλική ορμή του Qinawi με αυτή της ονειροπόλησης μιας καθώς πρέπει ζωής, εξιλεώνοντάς τον τρόπον τινά, από το στιγματισμό του ως διεστραμμένου μανιακού.

Φωτογραφημένο σε όμορφο ασπρόμαυρο, το έργο του Chahine κυλάει με έξοχη αίσθηση ρυθμού, συνδυάζοντας ρεαλισμό και ποίηση τόσο μέσα από το εκφραστικό βλέμμα του Qinawi, όσο και από τη θλίψη της νέας κοπέλας (η «Αίγυπτος» ενδέχεται) που κοιτά σιωπηλά την απώλεια των ψυχών στις ράγιες του τραίνου.


Party Girl 1958

Party Girl 1958

Το Συνδικάτο Των Μαύρων Αετών

Σκηνοθεσία: Nicholas Ray

Σενάριο: George Wells, Leo Katcher

Είδος: Crime, Drama, Film Noir

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Robert Taylor: Tommy Farrell

Cyd Charisse           Vicki: Gaye

Lee J. Cobb: Rico Angelo

John Ireland: Louis Canetto

Kent Smith: Jeffrey Stewart 

Στο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης του Σικάγου το Golden Rooster που ανήκει στον μαφιόζο Rico Angelo. Ο δικηγόρος Thomas Farrell που εκπροσωπεί τον μαφιόζο Rico Angelo και τους μπράβους του ερωτεύεται μια χορεύτρια την Vicki Gaye προσπαθεί να την πείσει να εγκαταλείψει την δουλειά της, αλλά ένα βράδυ όταν ξέσπα πόλεμος εναντίον γκάνγστερ τραυματίζεται, συνελήφθη, και αναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του μαφιόζου ως βασικός μάρτυρας

  

The Lineup 1958

The Lineup 1958

Συνδικάτο δολοφόνων

  


Σκηνοθεσία: Don Siegel

Σενάριο: Jaime Del Valle

Είδος: Action, Crime, Drama, Film Noir, Thriller

Διάρκεια: 01:26

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Eli Wallach: Dancer

Robert Keith: Julian

Richard Jaeckel: Sandy McLain

Mary LaRoche: Dorothy Bradshaw

William Leslie: Larry Warner 

Το Lineup είναι μια αμερικανική ταινία του 1958, η οποία κυκλοφόρησε από την αστυνομική διαδικτυακή τηλεοπτική σειρά με το ίδιο όνομα που έτρεχε στο ραδιόφωνο CBS από το 1950 έως το 1953 και στην τηλεόραση CBS από το 1954 έως το 1960. Η ταινία σκηνοθετήθηκε από τον Don Siegel.

Η ταινία Τhe Lineup (1958): Το συνδικάτο του εγκλήματος, του Σαν Φρανσίσκο έχει στήσει ένα απίθανο κόλπο για τη διακίνηση ηρωίνης από την Άπω Ανατολή: χρησιμοποιεί ως βαποράκια ανυποψίαστους ευυπόληπτους πολίτες, οι οποίοι εισάγουν εν πλήρη άγνοια το παράνομο φορτίο μέσα σε σουβενίρ που αγόρασαν από την Ασία. Ένας ταξιτζής, μέλος του συνδικάτου, κατά τη διάρκεια της διακίνησης, λόγω της εξάρτησής του θα σκοτώσει έναν αστυνομικό κι έτσι θα αρχίσουν οι έρευνες από δύο επιθεωρητές για την εξιχνίαση της υπόθεσης.

Παράλληλα, η εγκληματική οργάνωση μισθώνει δύο (ειδικούς) κακοποιούς, οι οποίοι φθάνουν αεροπορικώς από ανατολικά για να παραλάβουν τα πακέτα με τα ναρκωτικά από τους ταξιδιώτες. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο ψυχοπαθητικό δίδυμο με τον Ντάνσερ (Ελάι Γουάλας) στη θέση του ψυχρού και ασυνείδητου εκτελεστή και του Τζούλιαν (Ρόμπερτ Κέιθ) ως βαθιά φιλοσοφημένος μέντορας του πρώτου, ο οποίος προσέξτε: έχει ένα άκρως ασυνήθιστο χαρακτηριστικό γνώρισμα. Καταγράφει στο βιβλίο του τις τελευταίες λέξεις των θυμάτων πριν πεθάνουν από το όπλο του Ντάνσερ (είναι απαραίτητο να το αντιληφθούν αυτό οι θεατές για να κατανοήσουν τους τελευταίους πολύ σημαντικούς διαλόγους).

Με το που πατάνε το πόδι στο Σαν Φρανσίσκο πιάνουν αμέσως δουλειά, αποσπώντας επιτυχώς τα πακέτα με τα ναρκωτικά ενώ από το όπλο του Ντάνσερ δε γλιτώνει κανείς. Επιχειρώντας να «συλλέξουν» το τελευταίο πακέτο από το ανυποψίαστο θύμα τους, η δουλειά θα στραβώσει και…


Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

Rashomon 1950

 

Rashomon 1950

Η ΓΚΕΙΣΑ ΚΑΙ Ο ΣΑΜΟΥΡΑΙ

 


Σκηνοθεσία: Akira Kurosawa

Σενάριο: Ryunosuke Akutagawa, Akira Kurosawa,

Shinobu Hashimoto

Είδος: Crime, Kurosawa, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 01:28

Γλώσσα: Japanese

Παίζουν:

Toshirô Mifune: Tajômaru

Machiko Kyô: Masako Kanazawa

Masayuki Mori: Takehiro Kanazawa

Takashi Shimura: Woodcutter

Minoru Chiaki: Priest

 

Το Ρασομον παρουσιάζει τέσσερις εκδοχές της ίδιας ιστορίας. Ένας σαμουράι ταξιδεύει με τη γυναίκα μέσα στο δάσος, όταν συναντούν ένα διάσημο ληστή. Ο ληστής από πόθο για τη γυναίκα του σαμουράι ξεγελά το ζεύγος συνουσιάζεται με τη γυναίκα. Ο άνδρας δολοφονείται.

Δομή και Αισθητική: Την ιστορία αυτή ο θεατής την ακούει από 4 διαφορετικούς ανθρώπους.

1. Ο ληστής λέει ότι σαγήνευσε τη γυναίκα και έκανε έρωτα μαζί της και σκότωσε τον άνδρα της σε έντιμη ξιφομαχία. Η γυναίκα όμως όταν είδε τον άνδρα της νεκρό το έσκασε. Ο ληστής πήρε το άλογο και τα 2 σπαθιά και έφυγε.

2. Η γυναίκα λέει ότι βιάστηκε από τον ληστή χωρίς την συναίνεση της. Ο ληστής έφυγε. Μετά ελευθέρωσε τον άνδρα της ο οποίος όμως την κοίταζε με βλέμμα περιφρονητικό. Εκείνη σε κατάσταση παραφροσύνης πήρε το στιλέτο στα χέρια και μάλλον σκότωσε τον άνδρα της λίγο πριν λιποθυμήσει. ‘Όταν συνήλθε το έβαλε στα πόδια.

3. Ο άνδρας επίσης διηγείται την ιστορία με τη βοήθεια ενός μέντιουμ. Ο ληστής βιάζει τη γυναίκα και μετά της εξομολογείται τον έρωτα του για αυτήν. Εκείνη τον πιστεύει και αποφασίζει να τον ακολουθήσει. Ζητά όμως από τον ληστή να σκοτώσει τον άνδρα της. Ο Ληστής αηδιάζει από τη γυναίκα και λέει στον άνδρα ότι μπορεί να τη σκοτώσει. Η γυναίκα το σκάει. Ο ληστής ελευθερώνει τον άνδρα και τελικά ο άνδρας αυτοκτονεί από την ντροπή του.

4. Ο Ξυλοκόπος ο οποίος αρχικά είπε ότι βρήκε απλά το πτώμα αποδεικνύεται μάρτυρας των περιστατικών και διηγείται και αυτός μια εκδοχή των γεγονότων. Σύμφωνα με αυτή ο ληστής βιάζει τη γυναίκα αλλά μετά την παρακαλεί να τον παντρευτεί. Εκείνη ελευθερώνει τον άνδρα της και παρακινεί και τους δύο να μονομαχήσουν για χάρη της. Οι άνδρες μονομαχούν και ο ληστής σκοτώνει τον άνδρα.

Ο τρόπος με τον οποίο είναι κινηματογραφημένες οι ιστορίες αυτές φανερώνει την οπτική του κάθε αφηγητή. Για παράδειγμα στην ιστορία του ληστή, το σεξ είναι συναινετικό και η μονομαχία ηρωική. Οι δύο άνδρες μοιάζουν με έμπειρους ξιφομάχους σε αντίθεση με την ιστορία του Ξυλοκόπου όπου αποδεικνύονται αδέξιοι και δειλοί και ανίκανοι.     .          Στην πρώτη επίσης ιστορία χαρακτηριστικές είναι και οι λήψεις που παρουσιάζουν με ηρωικό ύφος και μουσική τον Ληστή να καλπάζει με το άλογο. Στην πρώτη λοιπόν ιστορία ο ληστής υπερβάλει για τη δύναμη και τον ηρωισμό του.

Στη δεύτερη ιστορία η γυναίκα τονίζει τον ρόλο της ως τραγικό θύμα και αν και παραδέχεται ότι σκότωσε τον άνδρα της φροντίζει να δώσει στον εαυτό της τα κατάλληλα ελαφρυντικά: την προσωρινή τρέλα και την λιποθυμία.

Ο άνδρας διηγείται μια ιστορία σύμφωνα με την οποία στέκεται στο ύψος της τιμής των Σαμουράι και αυτοκτονεί.

Ο θεατής τείνει να πιστεύει ότι η ιστορία εξελίχτηκε όπως την περιγράφει ο ξυλοκόπος. Ο ξυλοκόπος φαίνεται να μην έχει κάποιο ιδιαίτερο κίνητρο να πει ψέματα και είναι ο μόνος που δεν ομολογεί ότι διέπραξε ο ίδιος τον φόνο. Αποδεικνύεται όμως ότι έκλεψε το στιλέτο και η κλοπή αυτή ίσως να είναι ένα ισχυρό κίνητρο για να πει ψέματα. Εάν το στιλέτο και όχι το σπαθί είναι το φονικό όπλο όπως φαίνεται στις ιστορίες 2 και 3 ο ξυλοκόπος μπορεί να λέει ψέματα για να μην προσελκύσει το ενδιαφέρον των ακροατών στο στιλέτο που κλάπηκε. Η αξιοπιστία του λοιπόν ως μάρτυρα τίθεται υπό αμφισβήτηση εξαιτίας του γεγονότος ότι έκλεψε το στιλέτο.

Το έργο αυτό επιχειρεί να προσεγγίσει από 4 διαφορετικές πλευρές ένα γεγονός, προσφέροντας στον θεατή όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες ώστε να το κατανοήσει καλύτερα και να φτάσει στην αλήθεια. Οι επιπλέον όμως περιγραφές οι επιπλέον εκδοχές αντί να οδηγήσουν στην καλύτερη κατανόησης και στην αντίληψη της αλήθειας τελικά απομακρύνουν τον θεατή από αυτό το στόχο.

Ο στόχος του έργου δηλώνεται και από τον τρόπο κινηματογράφησής του. Όταν ο ξυλοκόπος στην αρχή της ιστορίας διηγείται πως βρήκε το πτώμα στο δάσος ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια αφύσικα μακρόχρονη και λεπτομερή σκηνή του ξυλοκόπου που διασχίζει το δάσος. Η σκηνή αυτή αφηγηματικά δεν εξυπηρετεί κανένα σκοπό, δεν βοηθά την εξέλιξη του μύθου δε υπακούει στον κανόνα της οικονομίας του χρόνου. Ο τρόπος όμως με τον οποίο είναι κινηματογραφημένη δηλώνει τον στόχο του σκηνοθέτη. Στη σκηνή αυτή ο θεατής έχει την ευκαιρία να δει από όλες τις οπτικές γωνίες τον ξυλουργό που κινείται στο δάσος. Υπάρχουν πλάνα που τον παρουσιάζουν από πίσω, από κάτω προς τα πάνω, από μπροστά, από δεξιά προς αριστερά, από αριστερά προς δεξιά κτλ. Τα πλάνα αυτά όμως αν και δίνουν όλες τις οπτικές γωνίες και όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να δώσουν στον θεατή περισσότερο τον μπερδεύουν παρά κάνουν την κίνηση του ξυλοκόπου μέσα στο χώρο καλύτερα αντιληπτή.

Το νόημα: Το έργο κλείνει εκεί από όπου άρχισε. Ο μοναχός, ο ξυλοκόπος και ο περιπλανώμενος βρίσκονται στα ερείπια του ιερού, προφυλαγμένοι από τη βροχή. Ο περιπλανώμενος δηλώνει ότι όλοι λένε ψέματα και αναγκάζει τον ξυλοκόπο να ομολογήσει την κλοπή του στιλέτου. Ο ίδιος κλέβει τα υπάρχοντα του εγκαταλειμμένου βρέφους. Μπροστά σε αυτές τις πράξεις ο μοναχός απελπίζεται για τον ανθρώπινο γένος. Πιστεύει ότι από τη στιγμή που κανείς δεν λέει την αλήθεια και κανείς δεν μπορεί εμπιστευτεί τον άλλο οι άνθρωποι οδεύουν προς την καταστροφή. Όταν ο ξυλοκόπος προσφέρεται να υιοθετήσει και να μεγαλώσει το μωρό ο μοναχός ελπίζει και πάλι στην έμφυτη καλοσύνη του ανθρώπου. Το έργο συνεπώς φαίνεται να προβάλει την ιδέα ότι ο άνθρωπος ακόμα και όταν κοιτάζει το ατομικό του μόνο συμφέρον ακόμα και όταν κλέβει και λέει ψέματα έχει μέσα του κάποια στοιχεία καλοσύνης τα οποία μπορούν να βγουν στην επιφάνεια. Ο ίδιος άνθρωπος είναι ικανός για καλές και κακές πράξεις. Εάν ωστόσο απομακρυνθούμε λίγο από το ηθικό νόημα του έργου που συνδυάζεται με το μοναχό θα μπορέσουμε να διακρίνουμε ένα φιλοσοφικό ζήτημα που είναι πιο ενδιαφέρον. Αντί να υποθέσουμε ότι όλοι οι αφηγητές του έργου είναι υστερόβουλοι ψεύτες όπως διαρκώς υποστηρίζει ο περιπλανώμενος δεχτούμε ότι ο κάθε αφηγητής είναι πεπεισμένος ότι διηγείται την αλήθεια τότε προκύπτει το ερώτημα πως είναι δυνατόν να ορισθεί η αντικειμενική αλήθεια όταν η αντίληψη των γεγονότων συνδέεται πάντοτε σφιχτά με την υποκειμενική μας ερμηνεία. Η οπτική γωνία ( το πλάνο στην κινηματογραφική τέχνη) του κάθε αφηγητή, το τι ασυναίσθητα θα επιλέξει να διηγηθεί ή να παραλείψει ( το μοντάζ αντιστοίχως) δημιουργούν μια εκδοχή της αλήθειας και της πραγματικότητας όπως απέδειξε ο σκηνοθέτης στη σκηνή του ξυλοκόπου που κινείται μέσα στο δάσος.


Los Olvidados 1950

 

Los Olvidados 1950

Ξεχασμένοι από την Κοινωνία


Σκηνοθεσία: Luis Buñuel

Σενάριο: Luis Alcoriza, Luis Buñuel

Είδος: Crime, Drama, Luis Bunuel

Διάρκεια: 01:25

Γλώσσα: Ισπανικά

Παίζουν:

Estela Inda: La madre de Pedro

Miguel Inclán: Don Carmelo, el ciego

Alfonso Mejía: Pedro

Roberto Cobo: El Jaibo

Alma Delia Fuentes: Meche

Francisco Jambrina: El director de la escuela granja

 

Όταν ο αγαπημένος σκηνοθέτης των απανταχού λεγόμενων cιneφίλ κρατά για την ανδαλουσιανή αρχή ένα ξυράφι, φοβού τη χαiδεμένη όραση των χαiδεμένων θεατών. Διότι αν οι σουρεαλιστικές διαθέσεις του Luis Bunuel έχουν αφήσει πίσω για καιρό τη Χρυσή τους Εποχή, η τότε σύγχρονη Los Olvidados ματιά προσθέτει στις ονειρικές σεκάνς τον πιο ωμό ρεαλιστικό εφιάλτη.

Και επειδή η λέξη κλειδί –κλισέ κάθε ανάλυσης που σέβεται τον εαυτό της και την σήμερον εποχή της, είναι απλώς η χιλιοειπομένη παγκοσμιοποίηση, επιστροφή στο «σοφό» ασπρόμαυρο κινηματογραφικό παρελθόν για περαιτέρω εξηγήσεις. Η μεταπολεμική Ιταλία του Vittorio De Sica λίγο πριν γεμίσει Κλέφτες Ποδηλάτων (Ladri di biciclette, 1948) ή αξιολύπητους συνταξιούχους (Umberto D., 1952), μας φέρνει σε επαφή με τους νεαρούς Giuseppe και Pasquale, δύο παιδιά, που εργάζονται ως λούστροι παπουτσιών (ο τίτλος του φιλμ προέρχεται από την ιταλική παραλλαγή του αγγλικού όρου «shoe shine») και ονειρεύονται να αγοράσουν ένα άσπρο άλογο. Όνειρο που γίνεται μεν πραγματικότητα με τη βοήθεια μιας συμμετοχής σε μαύρης αγοράς κομπίνα, έχει δε το τραγικό τίμημα της εμπειρίας ονόματι: φυλακές ανηλίκων.

Λίγα χρόνια μετά ο ήδη εν Μεξικό Bunuel ακολουθεί ανάλογη Sciuscia πορεία και εμπνέεται (;) από το νεορεαλιστικό De Sica μοντέλο για να προτείνει τη δική του εκδοχή του πραγματικού. Και αν μετά τη μίζερη όψη της Ρώμης, αλλάζουμε πλευρά του Ατλαντικού, τα εξαθλιωμένα προάστια της Mexico City από τον καιρό εκείνο δεν αποτελούσαν τον πλέον ασφαλή τουριστικό προορισμό. Στην 1951 προκειμένη περίπτωση, ο αρχηγός συμμορίας ανηλίκων Jaibo μόλις έχει δραπετεύσει από το αναμορφωτήριο και ξαναβρίσκει μεταξύ άλλων τον Pedro και τον υποτιθέμενο καταδότη Julian. Αν προσθέσουμε τον Ojitos, τη Meche, τον τυφλό Don Carmelo, ένα φόνο και τα λοιπά προερχόμενα από πραγματκά γεγονότα σημεία της ταινίας, δικαιολογούμε απολύτως τον olvidado τίτλο των Ξεχασμένων.

Μεξικάνικος νεορεαλισμός, λοιπόν, και μία μεταμόρφωση του πρώην Dali συνοδοιπόρου; Περισσότερο ένα φιλμ – πρόκληση με την πανταχού παρούσα υπογραφή του ποιητή Bunuel. Αν και η ρεαλιστική ετικέτα «αληθινή ιστορία» θέτει για άλλη μια φορά τα οντολογικά περί κινηματογράφου ερωτήματα, ο Ισπανός σκηνοθέτης παραδέχεται πως Οι Ξεχασμένοι αποτελούν κοινωνικής κατεύθυνσης ταινία, σε καμία περίπτωση δεν πρόκειται για διδακτικού χαρακτήρα φιλμ. Καμία λύση ή πρόγραμμα προς υιοθέτηση δεν προτείνεται ως διέξοδος στο αδιέξοδο.Οι παγανιστικές πρακτικές, η απέραντη σκληρότητα, το χάος του οργανωμένου σύγχρονου τρόπου ζωής, το α λα Bunuel όνειρο, οι ελάχιστες παράλληλες στιγμές γλυκύτητας και η ανεξήγητη, σύμφωνα με το σκηνοθέτη, έλξη που ασκούν πάνω του οι άγνωστες και αλλόλοτες πλευρές της ύπαρξης, συνθέτουν ένα μοναδικό, απαισιόδοξο αλλά α-ξέχαστο Bunuel.

Και για να επανέλθουμε στην εικονική αναμέτρηση του τίτλου, οι ξεχασμένοι λούστροι παπουτσιών περνούν τα τοπικά σύνορα της Ρώμης η της Πόλης του Μεξικού. Το εισαγωγικό σχόλιο του Los Olvidados καθώς και η εναρκτήρια σεκάνς είναι σαφή: οι μεγάλες μοντέρνες πόλεις κρύβουν πίσω από τα επιβλητικά οικοδομήματα εστίες μιζέριας, όπου βρίσκουν καταφύγιο ελλιπώς τρεφόμενα παιδιά, χωρίς πρόσβαση σε σχολείο, ζώντας σε ελεεινές συνθήκες υγιεινής και με μελλοντική προοπτική την εγκληματικότητα. Διαδοχικά πλάνα του Μανχάταν, του Πύργου Άιφελ, του Μπιγκ Μπεν, του Τάμεση και της Πόλης του Μεξικό συνοδεύουν τα εισαγωγικά λεγόμενα. ΄Όσο για τη συνέχεια του εύγλωττου Bunuel σχολίου, επί της μεγάλης ή μικρής οθόνης αλλά και της σύγχρονης 2006 πραγματικότητας.

Κρατώντας για το τέλος το αρχικό κομμένο στα δύο μάτι του Ανδαλουσιανού Σκύλου, ας θυμηθούμε μία κινηματογραφική σύμπτωση. Κοινό και σινε κριτική της ιταλικής De Sica εποχής ποσώς εκτιμούν τη μίζερη Sciuscia εικόνα της Ρώμης και, όπως άλλωστε και για το μελλοντικό Umberto D., η εγχώρια αποτυχία είναι μονόδρομος . Η συνέχεια επί της Μεξικό μεριάς: οι Olvidados όχι απλά δεν ενθουσιάζουν για τις κινηματογραφικές τους αρετές, αλλά θεωρούνται επίθεση στη φήμη και την έξω εικόνα της χώρας. Όσο για τους εκτός συνόρων – συμβαίνει μακριά από εμάς -θεατές μετρούμε τις εξής διακρίσεις : ένα Sciuscia τιμητικό Academy Award (1948) και ένα Bunuel Cannes βραβείο σκηνοθεσίας (1951). Και μιας περί συμπτώσεων ο λόγος, εύλογα αναρωτιόμαστε: μήπως τελικά ο σινέ Κανόνας του Παιχνιδιού συνεχίζει να κάνει Shanghai Dreams; Η μήπως συνεχίζουμε να προτιμούμε τα ποκ κορν Safe Sex όνειρα και τις ανώδυνες Σειρήνες μακριά από τους Ομήρους στις Άκρες της πόλης

 


 

Young Man With A Horn 1950

Young Man With A Horn 1950

Η γυναίκα των χιμαιρών

  


Σκηνοθεσία: Michael Curtiz

Σενάριο: Carl Foreman, Edmund H. North, Dorothy Baker

Είδος: Biography, Doris Day, Drama, Music, Romance

Διάρκεια: 01:52

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Kirk Douglas: Rick Martin

Lauren Bacall: Amy North

Doris Day: Jo Jordan

Hoagy Carmichael: Willie 'Smoke' Willoughby

Juano Hernandez: Art Hazzard 

Μια ταινία για το πάθος ενός ατόμου για τη μουσική και για μια γυναίκα. Όταν τον προδώσει η δεύτερη, θα ασχοληθεί φρενιασμένα με την τρομπέτα του, μέχρι τη στιγμή που θα φτάσει στα όριά του και δεν θα μπορεί να παίξει τις νότες που θέλει. Θα νιώσει πάλι προδομένος και θα καταρρακωθεί. Αυτή είναι η ουσία, εν ολίγοις, της ταινίας Young Man with a Horn.

Ο Kirk Douglas μένει ορφανός πολύ μικρός και βρίσκει παρέα στη μοναξιά του τη μουσική. Ανακαλύπτει τη jazz και την τρομπέτα και παίρνει μαθήματα από τον διάσημο Art Hazzard. Μεγαλώνει και μαζί μεγαλώνει το ταλέντο του. Θα ψάξει για δουλειά σε ορχήστρες και έτσι θα γνωρίσει την τραγουδίστρια Doris Day και τον μετέπειτα μοναδικό του φίλο τον πιανίστα Σμόκι, που υποδύεται ο διάσημος μουσικοσυνθέτης Hoagy Carmichael. Ασυμβίβαστος όμως καθώς είναι, δεν θα μπορέσει να κάτσει να παίζει μουσικές άλλων και θα τους παρατήσει για να αναπτύξει τη δική του μουσική ταυτότητα. Τότε θα γνωρίσει τη Lauren Bacall, μια περίεργη φίλη της Doris Day, με την οποία αργότερα θα παντρευτούν αλλά η σχέση θα αποδειχθεί πολύ ψυχοφθόρα και θα οδηγήσει στα τραγικά αποτελέσματα.

Ελληνιστί «Η Γυναίκα των Χιμαιρών» είναι μια από τις καλές ταινίες που υπέγραψε ο Michael Curtiz. Τον βοηθάει η ερμηνεία του νεαρού Kirk Douglas, ο οποίος βρίσκεται στα πάνω του στην 10η ταινία του στα μόλις τέσσερα χρόνια καριέρας μέχρι τότε. Η νεαρή τραγουδίστρια Doris Day εμφανίζεται για πρώτη φορά σε δραματικό ρόλο και δεν τα πάει καθόλου άσχημα. Να πούμε, τέλος, ότι η ταινία είναι μεταφορά του ομότιτλου μυθιστορήματος της Dorothy Baker, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε σε αρκετά στοιχεία της βιογραφίας του διάσημου στο χώρο Bix Beiderbecke. Και να πούμε ότι κάποιες λεσβιακές αναφορές έκαναν μεγάλη εντύπωση τότε, αν και σήμερα τις προσπερνάς πολύ εύκολα.