Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλλικά Δε 60. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαλλικά Δε 60. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Δεκεμβρίου 2011

La guerre des boutons (1962)

La guerre des boutons (1962)

Ο Πόλεμος των Κουμπιών


Σκηνοθεσία: Yves Robert

Σενάριο:  Louis Pergaud (Μυθιστόρημα), François Bor

Παίζουν: Jacques Dufilho, Yvette Etiévant, Michel Galabru

  
Ο σκηνοθέτης Yves Robert έφτιαξε ταινία που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Luis Pergaud.
Μας παρουσιάζει δύο γειτονικά χωριά στην Γαλλική επαρχία του 50, όπου οι πιτσιρικάδες κατεχόμενοι από άκρατο πατριωτικό τοπικισμό σχηματίζουν συμμορίες και μάχονται οι μεν  τους δε. Η μάχες όμως δεν περιορίζονται στα ξύλινα σπαθιά και της σφεντόνες.
Εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι οι γονείς είναι άκρος αντίθετοι με αυτά που γίνονται, η μία συμμορία συλλαμβάνει μέλη της άλλης, τους αφαιρεί κουμπιά, ζώνες και τιράντες από πάνω τους, έτσι ώστε όταν γυρίσουν σπίτι να ξυλοφορτωθούν από τους γονείς τους
Οι μικροί παίρνουν τον ιδιόρρυθμο πόλεμό τους πολύ στα σοβαρά. Μέχρι που με πάσα μυστικότητα και συνωμοτικά επισκέπτεται η ομάδα του ενός χωριού το άλλο μες τη νύχτα για να γράψουν υβριστικά συνθήματα στους τοίχους! Έντρομος ένας πιτσιρικάς νομίζει ότι έπεσε στα χέρια των ενήλικων εχθρών. Αντι όμως για κάπια τιμωρία που φαντασιώνεται, δέχεται τρυφερή και στοργική περιποίηση από αυτούς!
Τελικά η μέρα της καθοριστικής μάχης φθάνει. Οι αντίπαλοι χτυπιούνται και καταστρέφουν ο ένας τα ρούχα του άλλου! Στο τέλος πρέπει να γυρίσουν σπίτι. Έξαλλος ο πατέρας του αρχηγού της μιας συμμορίας βλέπει τον γιο του να επιστρέφει σε μαύρο χάλι. Ορμάει να τον περιποιηθεί καταλλήλως και ο νεαρός το βάζει στα πόδια για να γλιτώσει. Χάνεται προς το δάσος και έχουν περάσει πολλές ώρες που δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Ανήσυχοι η χωρικοί και των δύο χωριών σχηματίζουν ομάδα διάσωσης για να εντοπίσουν τον φυγάδα. Καθοδόν όμως το ρίχνουν στο φαγοπότι και στο τέλος φιλονικούν. Αποδεικνύεται έτσι ότι ο τοπικισμός  των παιδιών είναι ασθένεια που τους την μετέδωσαν οι μεγάλοι.
Τελικά συλλαμβάνεται ο φυγάς και η ποινή του είναι να εγκλειστεί σε αναμορφωτήριο!
 
Έκπληκτος εκεί βρίσκει τον αρχηγό της αντίπαλης συμμορίας που του επεβλήθη η ίδια ποινή. Τα παιδιά αγγελιάζονται και λέει το ένα στο άλλο:
«Λες όταν μεγαλώσουμε να γίνουμε κι εμείς τόσο ανόητοι όσο αυτοί οι μεγάλοι;»
Η ταινία στην εποχή της σημείωσε αρκετή επιτυχία και δεν κόστισε πολλά, αφού οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν κάτοικοι των χωριών. Μάλιστα έγινε τρεις φορές remake της ταινίας. Μια φορά από Ιρλανδούς και δυο φορές από Γάλλους. Εγώ όμως είμαι εναντίον των remake. Είναι σα να μου λέει κάποιος ότι ανακατασκευάζει τον Παρθενώνα με σύγχρονα υλικά!
Στις μέρες μας είναι διχασμένες οι γνώμες για την αξία της ταινίας. Μερικοί την θεωρούν την σπουδαιότερη ταινία με ήρωες παιδιά που γυρίστηκε ποτέ, ενώ άλλοι βρίσκουν των πόλεμο τον παιδιών ανούσιο και ανώφελο. Λες και υπάρχει πόλεμος ωφέλιμος και ουσίας!
Του υπότιτλους αυτής της ταινίαςτους μετέφρασα εγώ.












Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Le Roi de Cœur (1966)


Le Roi de Cœur (1966)
 Όλοι τρελοί εκτός από μένα


 

Σκηνοθεσία: Philippe de Broca

Σενάριο: Daniel Boulanger

Παίζουν: Alan Bates, Geneviève Bujold, Pierre Brasseur


Η πιο αδικημένη κωμωδία των περασμένων δεκαετιών από πλευράς αξιολόγησης.
Ίσως επειδή δεν είναι Αμερικάνικη!
Θυμόμουν αρκετά το σενάριο αλλά μόνο τον Ελληνικό τίτλο. Κανέναν συντελεστή, ούτε καν ποιας εθνικότητος ήταν η ταινία. Στο διαδίκτυο που έψαξα τον Ελληνικό τίτλο δεν φωτίστηκα περισσότερο. Τότε μου ήλθε η ιδέα και έψαξα στο imdb δίνοντας τον τίτλο με λατινικά ψηφία. Και ω του θαύματος, πέτυχα!
Το έργο στα Γαλλικά λέγεται: «Ο Βασιλιάς της Καρδιάς». Μάλιστα επειδή το χαρτί της τράπουλας «Ρήγας Κούπα» στα Γαλλικά λέγεται: «Βασιλιάς Καρδιά», αυτή θα ήταν και η σωστή μετάφραση του τίτλου του έργου.
Στο διαδίκτυο μάλιστα βρήκα και Ελληνικούς υπότιτλους, αλλά όχι σωστούς. Ασφαλώς αυτό δεν οφείλεται στον Έλληνα μεταφραστή αλλά στους Αγγλικούς υπότιτλους από όπου σίγουρα μεταφράστηκαν και ήταν γραμμένοι κυριολεκτικά στο πόδι. Μια και γνωρίζω κάπως και τις τρεις γλώσσες που ακούγονται στο έργο, κάθισα και προσπάθησα να συμμαζέψω τα ασυμμάζευτα!
Όσο μου επέτρεπε η ηχητική ποιότητα της ταινίας.
Από συγχρονισμό άστα να πάνε! Τουλάχιστον για την κόπια που κατέχω εγώ. Ούτε ένας, μα ούτε ένας διάλογος δεν ήταν συγχρονισμένος. Κάθισα λοιπόν στο κομπιούτερ και συγχρόνισα γραμμή-γραμμή. Έτσι πιστεύω να εξυπηρετηθεί όποιος έχει την ίδια κόπια με μένα.
Για να μην τα ρίχνουμε όλα στους «κακούς» και «χαζούς» Αμερικάνους σε αντίθεση με τους «καλλιεργημένους» Ευρωπαίους, να πούμε ότι όταν προβλήθηκε η ταινία στο Παρίσι, η υποδοχή της ήταν χλιαρή και οι κριτικές την κατέτασσαν στην μετριότητα. Όταν ένα χρόνο αργότερα παρουσιάστηκε στην Νέα Υόρκη, έγινε ενθουσιωδώς αποδεκτή και παιζόταν σε κεντρικούς κινηματογράφους της πόλης για πέντε χρόνια!

Για το σενάριο να πούμε ότι μας παρουσιάζει μία Γαλλική κωμόπολη στο τέλος του 1ου παγκόσμιου πολέμου. Οι Γερμανοί που είναι αναγκασμένοι να αποχωρίσουν θέλουν να εκδικηθούν. Παγιδεύουν λοιπόν την πόλη με εκρηκτικά τέτοιας ποσότητας που μπορούν να την τινάξουν στον αέρα. Η πρόθεσή τους όμως διαρρέει και οι κάτοικοι εγκαταλείπουν αλλόφρονες την πόλη. Ο Σκοτσέζος διοικητής ενός συμμαχικού συντάγματος, πληροφορείται τι γεγονός και αποφασίζει να στείλει ένα άνδρα για να ανακαλύψει που αποθηκεύτηκαν τα εκρηκτικά και να τα εξουδετερώσει.
Ο κλήρος πέφτει στον στρατιώτη Charles Plumpick (Alan Bates), ο οποίος έχει γεννηθεί στη Γαλλία και μιλά άπταιστα τα Γαλλικά.
Φθάνοντας ο Charles στη εγκαταλελειμμένη πόλη, γίνεται αντιληπτός από την οπισθοφυλακή των Γερμανών που τον καταδιώκουν. Κυνηγημένος αυτός καταφεύγει σε ένα άσυλο ψυχοπαθών όπου οι αρμόδιοι έφυγαν για να σωθούν και άφησαν τους τροφίμους στην τύχη τους. Ο Charles στρώνεται σε ένα τραπέζι και κάνει ότι παίζει δήθεν χαρτιά με άλλους τροφίμους για να γλυτώσει από τον έλεγχο των Γερμανών. «Ποιος είσαι εσύ!» Ρωτάνε αυτοί έναν από τους παίκτες. «Ο Άσος σπαθί!» Απαντά αυτός. «Εσύ;» Ρωτούν τον διπλανό. «Ο Βαλές Καρό!» Τους απαντά. «Και εσύ;» Ρωτούν τον Charles. «Ο Ρίγας Κούπα!» απαντά αυτός
 «Πάμε να φύγουμε. Εδώ είναι όλοι τους τρελοί!» λένε οι Γερμανοί. Οι Τρελοί όμως εκστασιάζονται με τον Charles. «¨Ώστε εσείς είστε μεγαλειότατε;» των ρωτούν. «Ο Βασιλιάς επέστρεψε!» Φωνάζουν. Ο Charles το βάζει στα πόδια για να γλυτώσει κι απ’ αυτούς.
Φεύγοντας αφήνει όμως τις πόρτες ανοικτές. Οι τρόφιμοι ξεχύνονται έξω και καταλαμβάνουν κυριολεκτικά την έρημη πόλη. Ανοίγουν μάλιστα τις πόρτες των κλουβιών που ανήκουν σε κάποιο τσίρκο και τα θηρία ξεχύνονται στους δρόμους!
Αυτοανακηρύσσονται Δούκες, Δούκισσες, Στρατηγοί, Γιατροί, Μπαρμπέρηδες, Ιερείς, Καμπαρετζούδες κλπ.


 
Ώσπου να καταλάβει ο Charles περί τίνος πρόκειται, νομίζει ότι έχει να κάνει απλά με περίεργους και ιδιόρρυθμους κατοίκους. Πολλές κωμικές, σπαρταριστές καταστάσεις συμβαίνουν στο διάστημα αυτό. Όταν καταλάβει περί τίνος πρόκειται, αποφασίζει να πάει με τα νερά τους για να τον βοηθήσουν στην έρευνά του. Αυτοί τον «στέφουν» βασιλιά και του βρίσκουν και νύφη για να έχουν βασίλισσα! Πρόκειται για μία γλυκιά και συμπαθητική κοπελίτσα; από το σινάφι τους Το ρόλο της κοπέλας παίζει η Καναδέζα Geneviève Bujold. Αυτή που αργότερα γνωρίσαμε στο πλευρό του Richard Burton στην ταινία: «Η Άννα των 1000 Ημερών.» 

 
Στην αρχή τα ανέχεται όλα αυτά ο Charles προκειμένου να πετύχει τον σκοπό του. Αργότερα όμως φαίνεται να τον προσελκύει η αφέλεια και η γλυκύτητα της κοπέλας. Η ώρα της εκρήξεις πλησιάζει και η αγωνία του Charles φθάνει στο κατακόρυφο. Τελικά όταν έχει πεισθεί ότι δεν γίνεται τίποτα και τόσο αυτός όσο και οι συμπαθείς τρελοί είναι καταδικασμένοι, ανέλπιστα, τη τελευταία κυριολεκτικά στιγμή βρίσκει την λύση του μυστηρίου και οι πόλη με πους «ιδιόρρυθμους» κατοίκους της σώζεται!
Το συμμαχικό στράτευμα εισέρχεται θριαμβευτικά στην πόλη. Μα κάποτε οι γιορτές και τα πανηγύρια τελειώνουν. Ο Charles με τους λοιπούς στρατιώτες αναχωρεί για το μέτωπο, ενώ οι αρχές επιστρέφουν στην πόλη και η κυριαρχία των συμπαθών τροφίμων του ψυχιατρείου λαμβάνει τέλος.
Τότε ο Charles αντιμετωπίζει το εξής φιλοσοφικό δίλλημα. Είναι προτιμότερο να θεωρείσαι λογικός και να ανήκεις σε μια ομάδα ανθρώπων που είναι έτοιμοι να σφάξουν και να σφαγούν ή είναι προτιμότερο να ανήκεις στην ομάδα των συμπαθών ανθρώπων που ζουν στον κόσμο τους και που οι υπόλοιποι του αποκαλούν τρελούς.
Τελικά αποφασίζει ότι είναι προτιμότερο το δεύτερο. Την κοπανάει λοιπόν από τον στρατό και πάει να κλειστεί αυτόβουλος στο ίδρυμα. Για να γίνει αποδεκτός εκεί εμφανίζεται έτσι:

 
Τους υπότιτλους μετέφρασα και συνχρόνισα για την συγκεκριμένη κόπια που έχω:








Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

Classe tous risques (1960)

Classe tous risques (1960)

Δημόσιος κίνδυνος!


Σκηνοθεσία: Claude Sautet

Από το μυθιστόρημα του José Giovanni

Προσαρμογή: Claude Sautet

Παίζουν: Lino Ventura, Sandra Milo και Jean-Paul Belmondo

Πριν από κάποιο καιρό, κάποιος φίλος μου χάρισε την ταινία: Classe tous risques που περιείχε Αγγλικούς υπότιτλους. Αμέσως κατάλαβα ότι πρόκειται περί εξαιρετικής ταινίας και έπρεπε να την μελετήσω βαθύτερα. Ο καλύτερος τρόπος για να σπουδάσω μία ταινία είναι να κάτσω να της φτιάξω Ελληνικούς υπότιτλους. Τους έφτιαξα λοιπόν και μπορείτε να τους βρείτε κι εσείς εδώ:
http://www.opensubtitles.org/en/subtitles/3837554/classe-tous-risques-el

Για την ταινία να πούμε ότι εμφανίζεται ο νεαρός τότε Jean-Paul Belmondo, ο οποίος για μένα ήταν πολύ cult ηθοποιός, άσχετα αν για βιοποριστικούς λόγους έπαιξε και σε χαζοκωμωδίες.


 
Έχουμε και τον Lino Ventura ο οποίος είναι ο ορισμός του ευρωπαίου cult ηθοποιού.

 
Γενικά στο έργο αυτό βλέπουμε ότι οι ευρωπαίοι γκάγκστερ δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτε από τους αμερικανούς συναδέλφους τους. Απλά έχουμε δει πολλά περισσότερα αμερικανικά τέτοια έργα και νομίζουμε ότι οι αμερικανοί έχουν τα πρωτεία. Αν σκεφτούμε ‘όμως ότι οι διασημότεροι γκάγκστερ της Αμερικής ήσαν ευρωπαίοι ή ευρωπαϊκής καταγωγής (Ιταλοί, Ιρλανδοί, κλπ), βλέπουμε ότι η Ευρώπη έδωσε παντού τα φώτα της! (χα χα)
Στο έργο συναντάμε και την παλιά μας γνώριμη την Sandra Milo η οποία εδώ φέρεται να ερωτεύεται τον Belmondo


Ο γκάγκστερ Lino Ventura, κυνηγημένος από την Ιταλική αστυνομία, αποφασίζει να διαφύγει στην Γαλλία μαζί με τη γυναίκα του τα δυο μικρά παιδιά του και έναν φίλο και συνεργάτη του, ελπίζοντας εκεί στην βοήθεια και υποστήριξη των πρώην φίλων και συναδέλφων του. Κατά την άφιξή τους όμως στην Μασσαλία ανταλλάσουν πυρά με συνοριοφύλακες. Εκεί σκοτώνονται η γυναίκα του και ο συνεργάτης του. Απομένει λοιπόν μονάχος να κουβαλά τα ανήλικα παιδιά του με ολόκληρες της δυνάμεις ασφαλείας να τον καταδιώκουν.


Οι πρώην συνάδελφοί του δεν θέλουν να μπλέξουν και βρίσκουν διάφορους τρόπους για να τον αποφύγουν ή ακόμη και να τον καρφώσουν. Του στέλνουν έναν άγνωστο οδηγό για να των βοηθήσει να διαφύγει (Jean-Paul Belmondo) με την κρυφή ελπίδα ότι δεν θα τα καταφέρει. Αυτός όμως τα καταφέρνει και δημιουργείται μια ιδιότυπη φιλία μετάξι των δύο ανδρών.
Γενικά πρόκειται για μια αξιοπρεπή Γαλλική γκανγκστερική ταινία η οποία μπορεί να μην θεωρήθηκε αριστούργημα, ενθουσίασε όμως αφάνταστα τους φίλους του Γαλλικού film noir της δεκαετίας του 1960. Βέβαια σύμφωνα με τον άτυπο χαρακτηρισμό μιας ταινίας ως film noir απουσιάζει η μοιραία γυναίκα του στιλ Λώρα, Τζίλντα, κλπ, δεν παύει όμως να έχει όλα τα άλλα χαρακτηριστικά που την κατατάσσουν ως τέτοια ταινία.
Ορίστε η ταινία με τους υπότιτλους που μετέφρασα:







Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Les parapluies de Cherbourg (1964)

Les parapluies de Cherbourg (1964)

Οι Ομπρέλες του Χερβούργου
 

Σκηνοθεσία: Jacques Demy

Σενάριο: Jacques Demy

Παίζουν: Catherine Deneuve, Nino Castelnuovo and Anne Vernon 


Αν και λανθασμένα αναφέρεται σε πολλές λίστες σαν μιούζικαλ, η ταινία είναι όπερα.
Μία όπερα όμως χωρίς "Άριες".
Το να παρακολουθείς μια ταινία που διαδραματίζεται στην τότε σύγχρονη εποχή και οι νεαροί τεχνίτες αυτοκινήτων να μιλάνε τραγουδιστά μέσα στο γκαράζ, με φράσεις όπως:
- Κοίτα την ανάφλεξη.
- Τέλειωνε την επισκευή.
- Πιάσε ένα τσιγάρο.
ήταν κάτι που ξένιζε τόσο εμένα, όσο και τους υπόλοιπους θεατές. Η μαεστρία όμως του Jacques Demy ήταν τέτοια, που σύντομα το αποδεχόσουνα σε τέτοιο σημείο, ώστε να πιστεύεις ότι αυτή είναι η κανονική κινηματογραφική γλώσσα.
Η μουσική του Michel Legrand, είναι φανταστική. Τα κομμάτια της τα έχετε ακούσει σίγουρα πολλές φορές, είτε αυτούσια, είτε διασκευασμένα, χωρίς να ξέρετε ότι προέρχονται από την ταινία αυτή. Πολλές επανεκτελέσεις προέρχονται από μουσικούς της τζαζ κυρίως.
Πάρτε και μία γεύση από τα τραγούδια της ταινίας.

Από τα πιο δυνατά σημεία της ταινίας, είναι η ικανότητα και το ταλέντο του Jacques Demy στο να χειρίζεται τα χρώματα. Σαν τον προικισμένο ζωγράφο που αναμειγνύει στην παλέτα του τα χρώματα για να δώσει στον πίνακα το κατάλληλο συναίσθημα, έτσι χειρίζεται κι αυτός τα χρώματα στην ταινία. Αποτέλεσμα: Κάθε πλάνο κι ένας πίνακας!

Να προσθέσουμε και κάτι τεχνικό. Το φιλμ όταν γυρίστηκε, καταγράφηκε σε έγχρωμο αρνητικό Eastman το ποίο ως γνωστό δεν έχει μεγάλη διάρκεια ζωής. Έτσι μετά από πολλές προβολές οι ταινίες ξεθώριασαν και το αρνητικό είχε μισοκαταστραφεί με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατή η επανεκτίπωσή του. Αποτέλεσμα ήταν να χαθεί ένα από τα συστατικά που είχαν κάνει την ταινία διάσημη: Το χρώμα. Ευτυχώς, ο Jacques Demy το είχε προβλέψει αυτό και είχε κρατήσει αρνητικά στα τρία βασικά χρώματα: RGB. Έτσι με την πάλαια μέθοδο Technicolor το 1990 κατέστη δυνατή η επανεκτύπωση του φιλμ.
 
Από τους ηθοποιούς συντελεστές της ταινίας θα σταθώ στην νεαρούλα τότε Catherine Deneuve. Είναι το κοριτσάκι που λες πως καταλάθος έπεσε από τον παράδεισο στην γη.
 
Απόλυτα εναρμονισμένη στο κλίμα της ταινίας, συμβάλει με την αύρα της στο να την κάνει αληθινό παραμύθι. Ανέκαθεν γινότανε προσπάθεια να μας επιβληθεί από την βιομηχανία θεάματος σαν γυναίκα σύμβολο του σεξ. Σαν νέοι όλοι θα πέσαμε στην παγίδα της φαντασίωσης. Όλοι μας όμως ονειρευτήκαμε να περπατήσουμε πιασμένοι χέρι-χέρι με την δική μας Κατρίν.
Όσο για το σενάριο, δεν είναι παρά ένα τετριμμένο μελό
 
Ακόμα και η ουσία του φέρνει πολύ από την τριλογία του Πανιόλ: «Φανή-Καίσαρας-Μάριος». Προσοχή όμως! Υπάρχουν άπειρες τετριμμένες φωτογραφίες π.χ. του μωρού που θηλάζει. Μία από αυτές όμως, άμα προέρχεται από βιρτουόζο της φωτογραφίας, θα σαρώσει όλα τα βραβεία.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν σας περιγράφω την περίληψη του έργου.
Τα χρώματα, η μουσική, καθώς και η παρουσία της Catherine Deneuve είναι ότι αξίζει.
Τους υποτίτλους που είχα μεταφράσει πριν από μερικά χρόνια, τους φρσεσκάρισα και τους ξανανέβασα εδώ:


Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2011

Fahrenheit 451 (1966)

Fahrenheit 451(1966)


Director:François Truffaut

 Writers:François Truffaut (screenplay), Jean-Louis Richard (screenplay), and 3 more credits »

Stars:Oskar Werner, Julie Christie and Cyril Cusack

 

Το «Fahrenheit 451» ήταν η πρώτη και η τελευταία ταινία που έκανε ο François Truffaut για λογαριασμό του Hollywood. Η διχογνωμία μεταξύ κριτικών οδήγησε το έργο σε εμπορική αποτυχία και στην οριστική επιστροφή του Truffaut στην Ευρώπη. Ευτυχώς μάλλον, διότι γλύτωσε την αλλοτρίωση.
Για εμάς τους μεγάλους που ζήσαμε στα χρόνια προβολής της ταινίας, σας διαβεβαιώ ότι και το κοινό είχε διχαστεί σαν τους αμερικανούς κριτικούς. Πολλοί το λάτρεψαν – ένας απ αυτούς κι εγώ – και πολλοί το χλεύασαν.
Γιατί;
Το σενάριο του Jean-Louis Richard, που βασίζεται στην νουβέλα του 1953 του Ray Bradbury, μας παρουσιάζει μια μελλοντική κοινωνία όπου το δικτατορικό καθεστώς έχει απαγορεύσει όχι μόνο την λογοτεχνία, αλλά την γραφή γενικά. Τα πάντα είναι εικόνες και αριθμοί και οι εφημερίδες που κυκλοφορούν παρουσιάζουν τα νέα σε σκίτσα
Στο σχολείο τα παιδιά αποστηθίζουν αριθμητική ενώ τα σπίτια δυναστεύονται από γιγαντοοθόνες που ασχολούνται με ριάλιτι που προωθεί το καθεστώς. Οι πρώην πυροσβέστες είναι το επίλεκτο σώμα του καθεστώτος – κάτι σαν τους Εσατζήδες της επταετίας – δεν ασχολούνται με το σβήσιμο της φωτιάς, αλλά με την ανεύρεση και το κάψιμο οτιδήποτε γραπτού. Η κατοχή και το διάβασμα βιβλίου είναι έγκλημα και οι παραβάτες στέλλονται σε χώρους αναμόρφωσης, με ότι αυτό σημαίνει.
Σε όποιο σπίτι δεν υπάρχει κεραία τηλεόρασης στη στέγη του, οι ένοικοι θεωρούνται ύποπτοι και μπαίνουν στην μαύρη λίστα!

Όλα αυτά φάνταζαν και φαντάζουν μεγάλη υπερβολή.
Θα σταθώ όμως σε μια διαπίστωση.
Το καθεστώς της χούντας της χώρα μας επέβαλε την λογοκρισία. Και δεν αρκέστηκε μόνο σε λίστα επικίνδυνων γι αυτήν συγγραφέων, αλλά και πολλών που το όνομά τους τέλειωνε σε –ωφ και –όφσκη! Ακόμα και περί φασιστών να επρόκειτο προτιμούσαν να τους κόψουν για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο. Εξάλλου για να διαπιστώσεις αν ένα έργο είναι επικίνδυνο για σένα, πρέπει πρώτον να το διαβάζει και δεύτερον να το καταλάβεις. Πράγμα δύσκολο για τέτοιους τύπους.
Είμαι σίγουρος ότι μερικοί από αυτούς θα ονειρεύονταν να είχαν την τεχνογνωσία να μας μεταβιβάσουν κατευθείαν στον εγκέφαλο αυτά που ήθελαν, χωρίς να εξαρτόμαστε από το διάβασμα και να μπορέσουν έτσι να τα απαγορεύσουν όλα.
Στο κάτω-κάτω, όπως και στην ποίηση δεχόμαστε – ποιητική αδεία – συνθήκες έξω από τα καθιερωμένα για να δώσουμε έμφαση στην ιδέα μας, έτσι νομίζω και στην λογοτεχνία μπορούμε να δούμε την υπερβολή σαν μέσο που τονίζει τις ανησυχίες μας και μας προκαλεί να βρισκόμαστε σε εγρήγορση.
Δύο μορφές κατά την γνώμη μου δεσπόζουν στο έργο.
Η πρώτη είναι του François Truffaut που στο πρώτο του έγχρωμο έργο, χωρίς σπουδαία εφέ στην διάθεσή του, καταφέρνει να μας βάλει στο κλίμα μιας καταπιεστικής φουτουριστικής κοινωνίας.
Η δεύτερη είναι αυτή της Julie Christie. Η παγερή κούκλα με τον ανεξήγητο αισθησιασμό κυριαρχεί στον διπλό της ρόλο. Αυτή της υποτακτικής στο καθεστώς γυναικούλας συζύγου που προδίδει τον άνδρα της για να μην χάσει την βολή της και της επαναστάτριας δασκάλας που η γνωριμία της με τον πυροσβέστη ήρωά μας θα του αλλάξει την ζωή. Ή σωστότερα, θα δώσει νόημα στην ζωή του.
Φυσικά δεν θέλω να μειώσω την αξία της συμβολής του Oskar Werner στο ρόλο του ανανήψαντος πυροσβέστη, συζύγου και εραστή.
Και δύο προσωπικές διαπιστώσεις:
Ξαναβλέποντας το φιλμ μετά από τόσα χρόνια, διαπιστώνω πρώτον ότι απομακρύνθηκα από το διάβασμα και πρέπει να ανανήψω.
Δεύτερον, η τεράστια οθόνη τηλεόρασης που δεσπόζει στο σαλόνι των πρωταγωνιστών μου φάνηκε κάτι τι το υπερβολικό εκείνη την εποχή. Σήμερα έχω ακριβώς την ίδια!







 



Et mourir de plaisir (1960)


Et mourir de plaisir (1960)
Ή
BLOOD AND ROSES

 Σκηνοθεσία: Roger Vadim

Σενάριο: Claude Brulé, , ory)Sheridan Le Fanu(novel "Carmilla"),

Claude Martin

Είδος: Horror ΔΕ 60. Drama. Romance

Διάρκεια: 1h 14m

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Mel Ferrer: Leopoldo De Karnstein

Elsa Martinelli: Georgia Monteverdi

Annette Stroyberg : Carmilla (as Annette Vadim)

Alberto Bonucci: Carlo Ruggieri

René-Jean Chaffard: Dr. Verari (as R.J. Chauffard)

Gabriella Farinon: Lisa (as Gaby Farinon)

Serge Marquand: Giuseppe

    Δεν θα ισχυριστώ ότι πρόκειται για αριστούργημα, αλλά ήταν μία από τις ταινίες που μου έκανε  μεγάλη εντύπωση όταν πρωτοπαίχτηκε. Αυτό οφείλεται στο ότι μέχρι τότε είχα συνδυάσει ταινίες ΒΑΜΠΙΡ με Δράκουλες, σουβλερά δόντια,  τρόμο, κοκ. Αλλά γυναίκα βαμπίρ τόσο όμορφη και γλυκιά, σε σημείο που να σε κάνει να αγωνιείς όχι για τα τυχόν θύματά της, αλλά για την τύχη της ίδιας… έ, αυτό ήταν κάτι πρωτόγνωρο.

Χρόνια έψαχνα να αποκτήσω την ταινία αυτή. Όχι μόνο εγώ, αλλά και αρκετοί αλλοδαποί σε ξένα φόρουμ. Κάτι κόπιες της κακιάς ώρας κυκλοφορούσαν στο διαδίκτυο, μεταφορά από κασέτα με  Αγγλική μεταγλώττιση. Αλλά το πρόβλημα δεν ήταν αυτό. Ήταν ότι μαζί με την μεταγλώττιση οι Αμερικάνοι αλλάξανε τα φώτα της ταινίας με αποτέλεσμα να μην ταιριάζουν με τίποτε οι Αγγλικοί υπότιτλοι που έβρισκα στο διαδίκτυο.
Τελικά ο επιμένον…
Βρήκα στις ΗΠΑ DVD, από κάποιον που ειδικεύεται στις σπάνιες ταινίες, οι οποίες δεν κυκλοφορούν επίσημα και δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι καταπατώνται πνευματικά δικαιώματα. Το DVD αυτό προέρχεται προφανώς από βιντεοκασέτα, άλλα έχει γίνει πολλή καλή δουλειά. Κάδρο 16:9, αυθεντική Γαλλική γλώσσα και εξωτερικοί Αγγλικοί υπότιτλοι!
Ήταν τόση η λαχτάρα μου όταν έλαβα επιτέλους το DVD αυτό, που ξενύχτησα και μετέφρασα τους υπότιτλους την ίδια μέρα!
Για την ταινία μπορούμε να πούμε  αρκετά πράγματα, αλλά ας αρκεστούμε για την ώρα σε αυτά που έγραψε ο exetlaios στο φόρουμ retromaniax:

Η πρώτη κινηματογραφική απόπειρα που βασίστηκε στο έργο αυτό, ήταν το 1960, όταν ο γνωστός σκηνοθέτης Roger Vadim ( ʽBarbarellaʼ, Και Ο Θεός δημιούργησε τη γυναίκα ) δημιούργησε το ποιητικό αριστούργημα που άκουγε στο όνομα ʽBlood and Rosesʼ. H έγχρωμη αυτή Γάλλο-Ιταλική παραγωγή είναι εξίσου γνωστή και με τον γαλλικό της τίτλο Et Mourir de plaisir ( και να πεθαίνεις από απόλαυση ). Αποτελεί μάλλον οξύμωρο σχήμα το γεγονός ότι η φιλμική γέννηση της Carmilla, οριοθετεί ταυτόχρονα και το τέλος της, καθώς καμία μεταγενέστερη ταινία δεν κατάφερε να αγγίζει καν, το πνεύμα το μυθιστορήματος του Le Fanu, τόσο, όσο το Blood and Roses. Αξιοσημείωτο είναι επίσης, το ότι ο συγγραφέας αναφέρεται εσφαλμένα ως Le Vanu στους εναρκτήριους τίτλους !
O Vadim ως γνωστόν, εκτός από αξιόλογος σκηνοθέτης ήταν και μεγάλος γόης. Παντρευόταν πάντα πανέμορφες γυναίκες και τις έβαζε να πρωταγωνιστούν στις ταινίες του. Μόνο τα ονόματα δύο εκ των πρώην συζύγων του, είναι αρκετά για να πείσουν τον οποιονδήποτε : Jane Fonda και Brigitte Bardot ! H πρωταγωνίστρια της ταινίας, Annete Stroyberg, δεν παρεκκλίνει του κανόνα, μιας και την εποχή που γυρίστηκε το φιλμ, έχαιρε της τιμής του να είναι η σύζυγός του. H ομορφιά της είναι τουλάχιστον αιθέρια και αναμφισβήτητα απογειώνει τα επίπεδα ερωτισμού της ταινίας. Παρά την ύπαρξη ενός ηχηρού ονόματος στην καρέκλα του σκηνοθέτη, η ταινία δεν κατάφερε να αποφύγει το ψαλίδι της λογοκρισίας καθώς από την αμερικανική εκδοχή απουσιάζουν αρκετές σκηνές διαλόγου που προέβαλαν έντονα το λεσβιακό στοιχείο.
Από την αρχή της ταινίας, η μαυρόασπρη σκηνή των εισαγωγικών τίτλων υπό τη μελαγχολική μελωδία μιας άρπας, τονίζουν στο θεατή ότι δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη ταινία με βρικόλακες. Κατά τη διάρκεια του έργου, η μουσική του δικού μας Jean Prodromides ( Ιωάννης Προδρομίδης ), φροντίζει συνεχώς να διατηρεί ένα κλίμα υποτονικότητας και λανθάνοντος ερωτισμού.
Tον πρώτο ανδρικό ρόλο κρατάει ο Mel Ferrer, υποδυόμενος τον Leopoldo Karnstein, απόγονο της γνωστής οικογένειας, ενώ η εντυπωσιακή Elsa Martinelli υποδύεται τη μνηστή του, Georgia. Η Annete Stroyberg υποδύεται την Carmilla Karnstein, εξαδέλφη του Leopoldo.
Στο παλιό αβαείο, πλανάται ακόμα το πνεύμα της Mircalla Karnstein, προγόνου της Carmilla, που κατά το παρελθόν αγαπούσε με πάθος τον ξάδελφό της ( πρόγονο του Leopoldo ) και ορκίστηκε παντοτινή αγάπη σε αυτόν. Μια εορταστική βραδιά με πυροτεχνήματα, που δίνει ο Leopoldo προς τιμήν της μνηστής του, στέκεται αφορμή για να επισκεφτεί η Carmilla το παλιό αβαείο, όπου και κυριεύεται από το πνεύμα της Mircalla.
Ενδεικτικό του όλου κλίματος της ταινίας, είναι ότι η πρωταγωνίστρια, αν και ανήκει στον χώρο των πλασμάτων της νύχτας, δεν δρα ορμώμενη από πρωτόγονα και αιμοδιψή συναισθήματα, αλλά από το αρχέγονο συναίσθημα της αγάπης. Ένας παραλληλισμός της αιμομιξίας ( η αγάπη της Carmilla για τον ξάδελφό της ), με την ασθένεια των βαμπίρ, είναι περισσότερο από προφανής.
Κάθε σκηνή της ταινίας μοιάζει με έναν σχολαστικά φιλοτεχνημένο πίνακα ζωγραφικής. Ενδεικτική η σκηνή όπου η Carmilla περπατάει υπό τις λάμψεις των πυροτεχνημάτων, καθώς η μορφή της αντανακλάται στα νερά της λίμνης. Όταν μάλιστα εμφανίζεται με ένα ολόλευκο φόρεμα, κρατώντας ένα κατακόκκινο ρόδο, παραπέμπει περισσότερο σε πριγκίπισσα παιδικών παραμυθιών παρά σε αιμοσταγή βρικόλακα.
Η ταινία, ακολουθώντας πιστά την αφηγηματική δομή του αρχικού μυθιστορήματος, στηρίζει την εξέλιξή της σε έναν υποτιθέμενο μονόλογο της Mircalla, απευθυνόμενη προς το θεατή, κάτι που κάνει την αίσθηση της διήγησης παραμυθιού ακόμα πιο έντονη.
Ο σκηνοθέτης αποφεύγει επιτυχώς να ακολουθήσει κάθε κλισέ που οι ταινίες τρόμου προστάζουν. Η παρουσία της Mircalla υπονοείται, ενώ η ίδια δε φανερώνεται μπροστά στην κάμερα. Το δάγκωμα της Carmilla γίνεται εκτός κάδρου, ενώ κατά τη σεκάνς στην οποία η Carmilla σκοτώνει μια υπηρέτρια, αντί για την αναμενόμενη πομπώδη μουσική υπόκρουση, ακούγεται η γνώριμη μελαγχολική άρπα των αρχικών τίτλων!
Παρόλο που η ευρύτερη προσέγγιση του Vadim, θυμίζει παραμύθι για μεγάλους, γρήγορα η ερωτική έλξη της Carmilla έναντι της Georgia, κυριαρχεί θεματικά στην ταινία, με αποτέλεσμα το ταμπού αυτό θέμα να την καθιστά απρόσιτη σε όσους περιμένουν μια καθόλα καθαρή και αθώα ταινία. Αν και η ερωτική προσέγγιση της Carmilla στην Georgia γίνεται ( υποτίθεται ) με σκοπό να την κυριεύσει και να ζήσει το πνεύμα της Carmilla στο σώμα της Georgia, η όλη διαδικασία γίνεται υπερβολικά σχολαστικά ( σχεδόν τελετουργικά ), αφήνοντας σαφείς αιχμές απόλαυσης του όλου παιχνιδιού από τις δύο γυναίκες. Το ερώτημα τίθεται πλέον ανοιχτά : Τι είναι πιο επιθυμητό για τη νεαρή κοπέλα : Ο αιώνιος αγαπητικός της, ή η γοητευτική μνηστή του ; Παρόλο που το γυμνό είναι ανύπαρκτο, το όλο κλίμα δύναται να ταρακουνήσει τους περισσότερο μοραλιστές, εκ των θεατών. Αν και ο γράφων δεν τελεί υπέρμαχος της εν λόγω ερωτικής παρέκκλισης, εντούτοις οφείλει να ομολογήσει ότι αν ποτέ η ποίηση και ο ερωτισμός μπορούσε να αποδοθεί με εικόνα, τότε θα ήταν σίγουρα η σκηνή του φιλιού στο θερμοκήπιο, ανάμεσα στις δύο γυναίκες.
Όσο η ταινία εξελίσσεται, ο Vadim επιδεικνύει τη σκηνοθετική αρτιότητα που τον χαρακτηρίζει. Αποκορύφωμα αυτής της βιρτουόζας επίδειξης, η σκηνή του ονείρου της Georgia : Η ταινία γυρνάει σε ασπρόμαυρο, διάφορες ακατανόητες εικόνες περνούν μπροστά από τα μάτια της, και το μοναδικό χρώμα που φαίνεται στο ασπρόμαυρο πλάνο, είναι το κόκκινο του αίματος, καθώς η Georgia ονειρεύεται τον εαυτό της σε ένα χειρουργείο, με την αιματοβαμμένη Carmilla γιατρό !
Στο τέλος της ταινίας, η Carmilla σκοτώνεται πέφτοντας πάνω σε έναν αιχμηρό φράχτη. Αποτελεί μέγιστη και προμελετημένη ειρωνεία, ότι η μοναδική σκηνή της ταινίας, που το αίμα φαίνεται καθαρά, δεν είναι κατά το θάνατο κάποιου από τα θύματά της, αλλά κατά τον θάνατο της ίδιας ! Όμως το πνεύμα της έχει πλέον κυριεύσει την Georgia και ζώντας στο σώμα της, έχει επιτέλους την ευκαιρία να απολαύσει τον έρωτά της με τον Leopoldo ανενόχλητα, βάζοντας έτσι τέλος στο μικρό αυτό κινηματογραφικό διαμάντι.