Πέμπτη 27 Μαΐου 2021

El Cid 1961

El Cid 1961

Με τον harlton Heston


Σκηνοθεσία: Anthony Mann

Σενάριο: Fredric M. Frank, Philip Yordan, Ben Barzman

Είδος: Biography, Drama, History, Romance, War,

Διάρκεια: 03:02

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Cid Rodrigo de Vivar

Sophia Loren: Jimena

Raf Vallone!: Count Ordóñez

Geneviève Page: Princess Urraca

John Fraser: Prince Alfonso

     Την δεκαετία του `60 το ιστορικό έπος φτάνει στην ακμή του. Οι παραγωγές είναι μεγαλοπρεπέστατες και πανάκριβες. Χρήμα σπαταλείται αφειδώς προκειμένου οι ταινίες να αναπαριστούν το δυνατόν πιστότερα την εποχή με την οποία καταπιάνονται. Τα γυρίσματα πραγματοποιούνται on location, χρησιμοποιούνται χιλιάδες κομπάρσοι, τα σκηνικά είναι άρτια, τα κοστούμια είναι πλούσια (σε μερικές περιπτώσεις είναι και αυθεντικά γι’ αυτό και συχνά οι ταινίες αυτές ονομάζονταν costume dramas) και οι καλλιτεχνικές διευθύνσεις πραγματοποιούν θαύματα. Το εικαστικό αποτέλεσμα είναι φαντασμαγορικό και καθηλώνει τους θεατές. Το ιστορικό περιεχόμενο των ταινιών αυτών είναι μια άλλη ιστορία. Πονεμένη κατά βάση. Αν όμως κανείς ξεκινήσει να την αναλύσει θα αναλωθεί στο να προσάπτει κατηγορίες στους δημιουργούς αυτών των ταινιών καθώς είναι βέβαιο ότι η ιστορική αλήθεια δεν υπήρξε ακριβώς προτεραιότητά τους. Η ιστορική πραγματικότητα τις περισσότερες φορές παραμερίστηκε, ποδοπατήθηκε για την ακρίβεια, μεμονωμένα γεγονότα χρησιμοποιήθηκαν, ιστορικές προσωπικότητες αλλοιωθήκαν προκειμένου να προσαρμοστούν στο προφίλ του απολυτου κινηματογραφικου ηρωα…Any way, μηπως η ποίηση ή η λογοτεχνία ή ακόμη και η ζωγραφική σεβάστηκαν απόλυτα την ιστορία;

Την δεκαετία του `60 όπως προανέφερα το είδος προωθείται και φτάνει στην ακμή του. Αύτη η τάση για μαζική παραγωγή ιστορικών ταινιών δεν είναι ανεξάρτητη από την σταδιακή, αλλά σαρωτική, εξάπλωση του φαινομένου της τηλεόρασης. Ο κινηματογράφος αρχίζει να απειλείται απο την είσοδο της μικρής οθόνης σε κάθε σπίτι και τα μεγάλα στούντιο ρίχνονται στη μάχη του με όσα όπλα διαθέτουν προκειμένου να κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον των θεατών για τα κινηματογραφικά προϊόντα. Και αυτές οι μεγάλες παραγωγές ήταν το κυρίως όπλο τους.

Το El Cid είναι ένα κινηματογραφικό έπος που γυρίστηκε στα πλαίσια αυτής της λογικής. Το πάθος του παράγωγου Samuel Bronston για τελειότητα και η γενναιοδωρία του σ’ ότι άφορα το budget είναι οι βασικοί λόγοι που η ταινία πιο εύκολα συνδέεται με τον παράγωγο της παρά με οποιονδήποτε άλλο συντελεστή. Η ταινία κόστισε πανάκριβα, κάπου 14 εκατομμύρια δολάρια (γυρω στα 150 εκ σημερινά) και ενδεικτικά θα έπρεπε να αναφερθεί ότι 150.000 δολάρια ξοδεύτηκαν σε αυθεντικά μεσαιωνικά αντικείμενα τέχνης ενώ 40.000 δολάρια κόστισαν τα κοσμήματα που στόλισαν την Sophia Loren. Φυσικά τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Ισπανία, σε φυσικούς κυρίως χώρους.

 Η υπόθεση άφορα έναν λαοφιλή Ισπανό ηρώα του μεσαίωνα τον Rodrigo Diaz de Bivar γνωστό και ως El Cid Campeador ο όποιος τα σκοτεινά εκείνα χρόνια φέρεται ότι ένωσε όλη την χριστιανική Ισπανία, που υπέφερε από εμφύλιες διαμάχες, εναντίον των Μαυριτανών. Η ταινία είναι μια ιστορία ηρωισμού και ανδρείας που συνδυάζεται φυσικά με ένα δυνατό ρομάντζο. Αυτό που έζησε ο ήρωας του Burgos με την σύζυγό του Chimene. Το σενάριο βασίστηκε εν πολλοίς σε επικές μπαλάντες του 1200 που εξιστορούσαν τον βίο του ήρωα αλλά και στο έργο του γάλλου δραματουργού Corneille, El Cid. Βέβαια η ταινία είναι πιο ακριβής χρονολογικά σε ότι άφορα τα γεγονότα από το θεατρικό έργο, όμως και αύτη απέχει από το να είναι μια αντικειμενική ιστορικά βιογραφία. Ο πραγματικός El Cid ήταν ένα κράμα ηρωισμού, ανδρείας και τυχοδιωκτισμού και τα κίνητρά του ιστορικού προσώπου παραμένουν ακόμη σκοτεινά.

Ο Anthony Mann με αυτό του το φιλμ εγκαινιάζει την τρίτη περίοδο της καριέρας του που περιλαμβάνει κυρίως δυο μεγάλα ιστορικά έπη (El Cid και The Fall of the Roman Empire). Έχει ήδη ολοκληρώσει με επιτυχία την θητεία του στο νουάρ και έχει γίνει πασίγνωστος για τα western του τα οποία θεωρούνται ορόσημο στην ιστορία του καθαρόαιμου αμερικανικού κινηματογραφικού είδους. Τον σκηνοθέτη χαρακτηρίζει μια εκπληκτική αίσθηση της σύνθεσης και μια μοναδική ικανότητα χρήσης του χώρου. Η κάμερά του κινείται γεμάτη χάρη και η φροντισμένη εξισορρόπηση των στοιχείων που συνθέτουν το εξωτερικό τοπίο με τα στοιχεία που αποτελούν την ψυχοσύνθεση των ηρώων του σχεδόν οδήγησε στο παρελθόν στη δημιουργία ενός καινούριου κινηματογραφικού είδους (western noir). Απέναντι στα λαμπρά και άρτια κινηματογραφημένα τόπια βρίσκονται χαρακτήρες απόκληροι με σκοτεινές διαθέσεις που η πάλη που συντελείται μέσα τους αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντας εξέλιξης της υπόθεσης. Όπως αντιλαμβάνεστε, ο Anthony Mann είναι ο ιδανικός σκηνοθέτης για να αποδώσει κινηματογραφικά τον El Cid αλλά και το πανόραμα της Ισπανίας. Η αλήθεια είναι ότι ενώ στο δεύτερο σκέλος και με την βοήθεια του Bob Krasker έχει κάνει εκπληκτική δουλειά, στο πρώτο σκέλος δεν τα κατάφερε εξίσου καλά. Το εσωτερικό μαρτύριο του ήρωα δεν αποδόθηκε σε καμιά περίπτωση ούτε με τον τρόπο ούτε με την ποιότητα που παρατηρούμε στο Winchester 73. Ίσως βέβαια και ο Charlton Heston να μην είναι James Stewart.

Ο El Cid είναι ένας ρόλος που σχεδόν δικαιωματικά ανήκει στον Charlton Heston. Είναι φανερό ότι ο ηθοποιός έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα να δίνει υπόσταση σε ιστορικά πρόσωπα μεγάλου ιστορικού βεληνεκούς (Ben Hur, Moses) και αμφιλεγόμενου ηθικού περιεχομένου.

H ερμηνεία του είναι πραγματικά πολύ καλή χωρίς όμως να εξελίσσεται πέρα από τα αναμενόμενα. Δυστυχώς παραμένει λίγο ξύλινη. Παρ’ όλο που δεν μπορούμε να φανταστούμε έναν άλλον ηθοποιό που να δείχνει τόσο ανδροπρεπής μέσα στις γούνες και τα στολίδια που επέβαλλαν τα κοστούμια της εποχής, ο Charlton Heston δεν μπόρεσε τελικά να εξωτερικεύει και να επικοινωνήσει στους θεατές τον εσωτερικό κόσμο του ηγέτη και τα αντικρουόμενα συναισθήματα του πολεμιστή που διαρκώς παλεύει ανάμεσα στο καθήκον του προς την πατρίδα και στις υποχρεώσεις του απέναντι στην οικογένειΆ του και στην ίδια του την ζωή.

Ο ηθοποιός ξόδεψε όλη του την ενέργεια στην προσπάθεια να αναπαραστήσει το μεγαλείο του λαοπρόβλητου ήρωα παραμελώντας την ανθρωπινή πλευρά του, αυτήν που προκύπτει μέσα από το γεγονός ότι ήταν σύζυγος και πατέρας.

Η Sophia Loren ερμηνεύει την Chimene, άξια σύζυγο του El Cid. Πανέμορφη, λαμπερή μέσα στα κοστούμια που αναδείκνυαν την ομορφιά της, μια μεσογειακή οπτασία, καταφέρνει να προσδώσει προσωπικότητα στο δευτερεύον πρόσωπο της συζύγου του ήρωα που όμως αποτελεί ταυτόχρονα και τον γνώμονα της ηθικής του και –περιέργως σε μια εποχή μισογυνισμού- διαθέτει και μια μη αναμενόμενη εξουσία πάνω του. Γενναία και αγέρωχη όπως και ο άντρας της, είναι άξια αναφοράς, όπως άλλωστε και η ηθοποιός που την ενσάρκωσε καθώς κατάφερε να πραγματοποίηση αυτό που φαίνονταν προαιρετικό. Έδωσε στην ερμηνεία της βάθος κι έκταση. Είμαι σίγουρος ότι όλοι (συντελεστές και θεατές) θα ήταν απολύτως ικανοποιημένοι απλώς και μόνο με την φυσική, διακοσμητική της παρουσία. Έχετε ξαναδεί τέτοια ομορφιά;

«Σενάριο, ηθοποιία, εικόνες και μουσική όλα σε μια τέλεια αρμονία» γράφει ενας Βρετανός κριτικός κινηματογράφου για την επική ταινία που αγνοήθηκε από την Ακαδημία.

Ο Robert Krasker, γνωστός από το ατμοσφαιρικό και γεμάτο εξπρεσιονιστικά στοιχεία φωτογραφικό αποτέλεσμα του Τρίτου Ανθρώπου (που του χάρισε και το αντίστοιχο academy award) φέρει και εδώ την ευθύνη της εικαστικής πανδαισίας. Το ταλέντο του τον έχει ήδη καθιερώσει ως το κατεξοχήν ειδικό στα επικά έργα και το καταπληκτικά φωτογραφημένο El Cid μας απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η θητεία του διευθυντού φωτογραφίας με το χαρισματικό μάτι, στον Perinal τον είχε εφοδιάσει με την απαραίτητη ευαισθησία και ικανότητα να μην αρκείται στις λιγοστές απαιτήσεις του απλού θεάματος. Πολλές από τις εικόνες του φιλμ δίνουν την εντύπωση πίνακα ζωγραφικής και διαθέτουν την αντίστοιχη εξαιρετικά υψηλή ποιότητα.

Η μουσική του Miklos Rozsa βρίσκεται σε απόλυτη αρμονία με τις πανοραμικές εικόνες. Ο Rozsa που είχε κερδίσει ενα academy award για τον Ben Hur, με οδηγό τον Νομπελίστα ιστορικό Ramon Menendez Pidal, μυήθηκε στις μπαλάντες του 12 και 13 αι. που αποτέλεσαν και το βασικό σημείο εκκίνησης και αναφοράς της μουσικής του. Η μουσική «τυλίγει» γλυκά την ιστορία, συγκλονίζει με την απλότητά της και αγγίζει το ζενίθ της στη σκηνή που ο El Cid γνωρίζει για πρώτη φορά τα παιδιά του.

Η ταινία του Anthony Mann είναι μια από τις πιο λαμπρές του είδους που σεβόμενη τους θεατές της τους τα πρόσφερε όλα: μεγαλειώδεις σκηνές μάχης, δυνατές σκηνές αγάπης και πάθους, στιγμές προδοσίας και αφοσίωσης, καταπληκτικά τοπία, εξαιρετικό μακιγιάζ, πλούσια κοσμήματα, ένα συγκλονιστικό φινάλε και πανέμορφους πρωταγωνιστές.

Ο El Cid, όπως μας παραδίδεται από τις πήγες, ήταν ένας ήρωας που ανέκαθεν συγκινούσε τα πλήθη με την ανδρεία του, τις επιλογές του και κυρίως με τις ηγετικές του ικανότητες. Κάθε εποχή τιμά αυτές τις προσωπικότητες όπως μπορεί και με τα μέσα που διαθέτει. Η δική μας έχει το προνόμιο να μπορεί να δώσει ζωή σ’ αυτούς τους ήρωες έστω και για μόνο 2-3 ώρες, όσο διαρκεί μια ταινία. Δείτε την λοιπόν για όλους τους παραπάνω λογούς αλλα και για να εμπνευστείτε από έναν άνθρωπο που οι σύγχρονοί του αποκαλούσαν El Cid.

Α! Και για να συμπληρώσετε το παζλ της προσωπικότητας του ήρωα μπορείτε, αν θέλετε, να διαβάσετε το El Cid του Corneille η να ρίξετε μια ματιά στον πίνακα του Fragonard που εικονίζει τον El Cid με τον πατέρα του Don Diego.


 

Underworld U.S.A. 1961

Underworld U.S.A. 1961

Ο Υπ` Αριθ. 1 Εχθρός του Υποκόσμου

Σκηνοθεσία: Samuel Fuller

Σενάριο: Samuel Fuller, Joseph Dineen

Είδος: Action, Crime, Film Noir, Thriller

Διάρκεια: 01:39

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

liff Robertson: Tolly Devlin

Dolores Dorn: Cuddles

Beatrice Kay: Sandy

Paul Dubov: Gela

Robert Emhardt: Earl Connors

 

Ο ασυμβίβαστος σκηνοθέτης Samuel Fuller παρουσιάζει τον αμερικάνικο υπόκοσμο, τη διαφθορά σε υψηλές θέσεις, τον τρόπο με τον οποίο ρίχνουν στάχτη στα μάτια του κόσμου με αγαθοεργίες και φιλανθρωπίες. Η οργάνωση που έχει απλώσει τα πλοκάμια της σε όλη την Αμερική θα αρχίσει να ταλανίζεται λόγω της επιμονής ενός αστυνομικού αλλά κυρίως του μικροκακοποιού πρωταγωνιστή μας Cliff Robertson, ο οποίος θα μπει μέσα στην οργάνωση για να πάρει την εκδίκηση του για το φόνο του πατέρα του, που τον διέπραξαν πριν από 30 χρόνια τα σημερινά μεγάλα κεφάλια της οργάνωσης. Παίζοντας διπλό παιχνίδι με τους μαφιόζους και με τους αστυνομικούς και έχοντας για όπλο το μυαλό του, θα προκαλέσει... ανεπανόρθωτες ζημιές.

Σκοτεινή, σκληρή και εντελώς κυνική η ταινία “Underworld U.S.A.”, ένα από τα πιο τολμηρά b-movies της εποχής, με τον Fuller να υπογράφει την παραγωγή, το σενάριο και τη σκηνοθεσία. Αρκετά εστιασμένο στους πρωταγωνιστές με έντονα, κοντινά πλάνα, πρόκειται ουσιαστικά για μια διατριβή στον υπόκοσμο. Αναμενόμενο ήταν να επηρεάσει τους μετέπειτα σκηνοθέτες, βλ. Πέκινπα και Σκορσέζε. Αν σας αρέσουν γενικά οι ταινίες του Fuller, εγγυώμαι ότι θα σας αρέσει κι αυτή.

 



  

Fanny 1961

Fanny 1961

Φανή


Σκηνοθεσία: Joshua Logan

Σενάριο: Marcel Pagnol, S.N. Behrman, Joshua Logan, Julius J. Epstein

Είδος: Drama, Romance

Διάρκεια: 02:14

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Leslie Caro: Fanny

Horst Buchholz: Marius

Maurice Chevalier: Panisse

Charles Boyer: Cesar

Georgette Anys: Honorine (Fanny's Mother)

 

Την τριλογία του Marcel Pagnol: "Φανή, Μάριος, Καίσαρας", την είχα προτακούσει από την εκπομπή "Το θέατρο στο Ραδιόφωνο", την δεκαετία του 50, μαθητής του δημοτικού τότε. Σαν τριλογία, μετεδόθη σε τρεις εβδομαδιαίες συνέχειες. Παρά το νεαρό της ηλικίας μου με είχε συναρπάσει, έτσι όταν παίχτηκε η διασκευή της το 1961, έσπευσα να την δω. Με ικανοποίησε αρκετά, άλλα όχι όσο περίμενα, και είναι φυσικό. Ακούγοντας το ραδιόφωνο, η φαντασία σου καλπάζει, ενώ βλέποντας την εικόνα, παγιδεύεσαι σε αυτά που σκοπεύει να σου παρουσιάσει ο σκηνοθέτης.

Τέλος πάντων. Ορίστε η συνοπτική περιγραφή του διασκευασμένου έργου:

Ο Σεζάρ είναι ένας ιδιοκτήτης μπαρ στη Μασσαλία στις αρχές της δεκαετίας του 1920. Ο 19χρονος γιος του Μάριος εργάζεται στο μπαρ του πατέρα του, αλλά δεν θέλει τίποτα άλλο παρά να φύγει στη θάλασσα και να αφήσει πίσω του τη βαρετή ζωή. Το μόνο που τον κρατά πίσω είναι η Φανή, ένα 18χρονο κορίτσι με το οποίο μεγάλωσαν μαζί.

Η Φανή εργάζεται με την μητέρα της και πουλάνε ψάρια σε έναν πάγκο στη προκυμαία. Η Φάνη είναι ερωτευμένη από πάντα με τον Μάριο και τον φλερτάρει, αλλά ο Μάριος πάντα την απορρίπτει. Η Φανή προσκαλεί τον Μάριο στον Κυριακάτικο χορό, αλλά αυτός την απορρίπτει και πάλι. Αυτή δεν γνωρίζει ότι ο Μάριος σχεδιάζει να φύγει την επόμενη μέρα, έχοντας μυστικά υπογράψει ως ναυτικός σε μια επιστημονική αποστολή που ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, κατόπιν ενθάρρυνσης του φίλου του, γνωστού ως "Ναύαρχος" Η Φανή νοιώθει ενοχλημένη και φεύγει. Εν τω μεταξύ, ο ηλικιωμένος αλλά πλούσιος έμπορος Panisse (Maurice Chevalier) ζητά να συναντηθεί με τη μητέρα της Φανής, Honorine (Georgette Anys). Αυτή πιστεύει ότι ο Panisse θέλει να την ζητήσει σε γάμο. Προς έκπληξή της αυτός της ζητά να παντρευτεί την Φανή, παρόλο που ξέρει ότι αυτή αγαπάει κάποιον άλλο. Αν και απογοητευμένη η Honorine, δεν αντιτίθεται, καθώς ο Panisse είναι πολύ πλούσιος.

Στα πρώτα γενέθλια του Σεζάριο, ο Panisse αναχωρεί με το τρένο για το Παρίσι, για επιχειρηματικούς λόγους, και κατά την απουσία του ο Μάριος επιστρέφει για μια σύντομη άδεια. Επισκέπτεται την Φανή και όταν μαθαίνει πως το παιδί της είναι δικό του, της εξηγεί πως κατάλαβε ότι αυτή του είπε ψέματα για να μην σταθεί αυτή εμπόδιο στο να μην πραγματοποιήσει τα όνειρά του. Της δηλώνει ότι τη θέλει πίσω, αλλά εκείνη την στιγμή μπαίνει ο Σεζάρ μέσα, προτού υπάρξει καμία άλλη εξέλιξη. Ο Panisse επιστρέφει σπίτι και λέει ότι δεν θα προσπαθήσει να εμποδίσει την Φανή να φύγει με τον Μάριο, αλλά να μην πάρει το παιδί μαζί της, γνωρίζοντας ότι η Φανή δεν θα φύγει χωρίς το παιδί της.

Ο Μάριος της λέει ότι την θέλει πίσω, αλλά αυτή του δηλώνει ότι δεν πρόκειται να φύγει, αφήνοντας το παιδί τους στον Panisse. Ο Σεζάρ αναφέρει στον γιο του ότι καλός πατέρας είναι αυτός που αγαπάει το παιδί, και ο Panisse το αγαπάει πραγματικά. Έτσι ο Μάριος φεύγει χωρίς την Φανή και το παιδί.

Μετά δέκα χρόνια ο Σεζάριο γιορτάζει τα γενέθλιά του. Κάνοντας βόλτα στη θάλασσα με την μητέρα της Φανής, συναντιέται με τον φίλο του Μάριου τον "Ναύαρχο". Αυτός τον πηγαίνει ιστιοπλοΐα και φροντίζει να συναντηθούν με τον Μάριο. Ο Μάριος που εργάζεται τώρα σε ένα γκαράζ, χαίρεται που συναντά το γιο του. Όταν όμως πληροφορούν τον Panisse ότι το αγόρι εξαφανίστηκε, απάνω στην ταραχή του παθαίνει ένα ατύχημα και τον μεταφέρουν στο δωμάτιό του. Όταν η Φανή βρίσκει τον Σεζάριο με τον πατέρα του, συγκλονίζεται. Του ανακοινώνει ότι ο Panisse πεθαίνει, και ο Μάριος τρέχει στο σπίτι του ετοιμοθάνατου Panisse.

Όταν φθάνουν σπίτι, ο Panisse ζητά από τον Σεζάριο να κάτσει δίπλα του, μα ο Σεζάριο θέλει να καλέσει τον Μάριο στο πάρτι γενεθλίων του. Η Φανή βγαίνει στην είσοδο και μπαίνει στη συζήτηση του Σεζάρ με τον Μάριο. Ο Μάριος εκφράζει την πικρία του και σχεδιάζει να φύγει την επαύριον για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Η Φανή εξηγεί στον Μάριο ότι δεν του είπε τίποτε γα το μωρό, διότι την ημέρα που ήταν να μπαρκάρει, ήλπιζε ότι αυτός την τελευταία στιγμή θα μετάνιωνε και θα γύριζε πίσω. Όταν αυτό δεν έγινε αυτή θύμωσε.

Η Φανή επιστρέφει στον Panisse, και αυτός ενώ πεθαίνει της υπαγορεύει μια επιτολή προς τον Μάριο με την οποία του ζητά να παντρευτεί την γυναίκα του μετά τον θάνατό του, και να είναι ο πατέρας του Σεζάριο. Η μόνη του απαίτηση είναι ο Σεζάριο να κρατήσει το επώνυμο του Panisse.

 

 


Victim 1961

 

Victim 1961

Ο Εκβιαστής


Σκηνοθεσία: Basil Dearden

Σενάριο: Laura Farr

Είδος: Action, Crime, Drama, Thriller

Διάρκεια: 01:40

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Dirk Bogarde: Melville Farr

Sylvia Syms: Laura Farr

Dennis Price: Calloway

Anthony Nicholls: Lord Fullbrook

Peter Copley: Mandrake

 

Η εναρκτήρια σεκάνς του «Εκβιαστή» κυριολεκτικά κόβει την ανάσα . Η ελλειπτική δομή και η αίσθηση μιας μυστηριώδους απειλής θυμίζουν το ύφος του Lang και του Hitchcock . Η νευρική  κάμερα  καταγράφει γερανούς και σκαλωσιές ενός γιγαντιαίου εργοταξίου στο οποίο φτάνει ένα αστυνομικό αυτοκίνητο. Βλέποντας το, ένας νεαρός εργαζόμενος  – ο Boy Barrett (Peter MC Ennery)- τρέχει σαν κυνηγημένο αγρίμι ,φέρνοντας στο νου τον James Mason στο “Odd man out” του Carol Reed. Είναι μόνος και απελπισμένος σε έναν εχθρικό και απειλητικό κόσμο. Τα απανωτά τηλεφωνήματα ,που κάνει στη συνέχεια ,παραμένουν αναπάντητα. Όλοι  ενοχλούνται από την παρουσία του ,όλοι του γυρίζουν την πλάτη .Η σύντροφος ενός  φίλου του τον αντιμετωπίζει με απέχθεια και περιφρόνηση. Γιατί άραγε; Ποια ενοχή τον στιγματίζει;

Ο Melvin Farr (Dirk Bogarde) είναι ένας προβεβλημένος μεσήλικας δικηγόρος , παντρεμένος με κόρη δικαστή και υποψήφιος για την περίοπτη  θέση του νομικού συμβούλου της βασίλισσας. Ο Farr κάνει ό, τι μπορεί για να αποφύγει τα ενοχλητικά τηλεφωνήματα του  Barrett . Λίγο καιρό αργότερα, ο Barrett συλλαμβάνεται από την αστυνομία και κατηγορείται για κλοπή χρημάτων από την κατασκευαστική εταιρεία στην οποία εργαζόταν. Οι αστυνομικοί υποπτεύονται  ότι  ο Barrett εκβιάζεται, αλλά αποτυγχάνουν να  του εκμαιεύσουν την αλήθεια . Όταν  ο Farr μαθαίνει ότι  ο Barrett κρεμάστηκε στο κελί του , καταλαβαίνει τι έχει συμβεί. Πριν από λίγο καιρό διατηρούσε μια πλατωνική σχέση με  τον Barrett . Κάποιος πρέπει να  το είχε μάθει και  εκβίαζε τον νεαρό. Ο Farr είναι  ευτυχισμένος στο γάμο του, αλλά στο παρελθόν είχε μια ομοφυλοφιλική σχέση  με ένα συμφοιτητή του. Η σύζυγός του Laura (Sylvia Syms) το γνώριζε πριν τον παντρευτεί και πίστευε ότι ο γάμος θα τον βοηθήσει να ξεπεράσει την έμφυτη κλίση του. Ωστόσο σοκάρεται όταν μαθαίνει για την τωρινή του σχέση . Ό Farr νοιώθει ένοχος και αναστατωμένος από τον θάνατο του Barrett και αποφασίζει  με γενναιότητα τους να εντοπίσει τους εκβιαστές, παρόλο που διακινδυνεύει τη φήμη, το γάμο και την καριέρα του. Σύντομα ανακαλύπτει ότι τα θύματα των εκβιασμών περιλαμβάνουν ένα ευρύ φάσμα αντρών από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και επαγγελματικές ομάδες .Η επίμονη έρευνα του  τον οδηγεί όλο και  βαθύτερα  στην ομοφυλοφιλική σκηνή του Λονδίνου. Συναντά  φοβισμένους ανθρώπους που κρύβονται μόνιμα στη σκιά πληρώνοντας στυγνούς εκβιαστές για να αποφύγουν την διαπόμπευση και τη φυλάκιση ,καθώς η αντρική ομοφυλοφιλία αποτελούσε ποινικό αδίκημα στη Μ. Βρετανία.

Το 1950 ο Dearden σκηνοθέτησε τον Dirk Bogarde στο πρωτοποριακό «The Blue Lamp», όπου ακούστηκε για πρώτη φορά σε ταινία η λέξη «μπάσταρδος». Έντεκα χρόνια αργότερα ο Dearden συναντιέται πάλι με τον Bogarde στο  ακόμα πιο τολμηρό “Victim”, ;όπου για πρώτη φορά ακούγεται η  λέξη “ομοφυλόφιλος”. Και όχι μόνο η λέξη , αλλά ολόκληρη η πλοκή περιστρέφεται γύρω από  ομοφυλόφιλους χαρακτήρες! Το φιλμ σόκαρε τον κόσμο το 1961 και η προβολή του απαγορεύτηκε στις ΗΠΑ.

Η αφήγηση της ταινίας αναπτύσσεται  σε δύο τεμνόμενα επίπεδα: ως θρίλερ εγκλήματος και ως κοινωνική καταγγελία . Η διττή φύση του  φιλμ αναμειγνύει σε  ιδανική αναλογία την ψυχαγωγία και το ανθρωπιστικό μήνυμα. Το έξυπνο και ευέλικτο σενάριο των Janet Green και John McCormick  αρχικά κρύβει τα κίνητρα, αποπροσανατολίζει τις υποψίες μας, παραπλανά τις προσδοκίες μας .Ο πληθωρισμός  των εμπνευσμένων  δεύτερων χαρακτήρων  συμβάλλει στην περιγραφή του ζοφερού κλίματος της εποχής. Ένας πικρόχολος –ερωτικά προδομένος-  βιβλιοπώλης και η αινιγματική  υπάλληλος του. Ένας ευγενικός και φιλελεύθερος αστυνομικός  που λέει σε ένα  συνάδελφο του: «Αν ο νόμος τιμωρούσε κάθε διαστροφή, θα είμαστε συνεχώς απασχολημένοι». Ένας έμπλεος φόβου ηλικιωμένος κουρέας που «η φύση του έπαιξε άσχημο παιχνίδι » .Πλούσιοι και επώνυμοι ομοφυλόφιλοι που πληρώνουν αδρά για να κρύψουν την ιδιαιτερότητα τους. Ένας ανατριχιαστικός τυφλός που ζει παρασιτικά  ,εκμεταλλευόμενος κουτσομπολιά , καθισμένος στη γωνιά μιας άθλιας παμπ.

Είναι ενδιαφέρον ότι ο  Dearden επέλεξε να προσδώσει στην ταινία το ύφος ενός φιλμ νουάρ, με έντονα κλειστοφοβικά κοντράστ  στην  ασπρόμαυρη φωτογραφία του Otto Heller. Το ατμοσφαιρικό θρίλερ  μεταδίδει μια απτή αίσθηση υπαρξιστικού  άγχους  και νοσηρότητας. Η αριστοτεχνικά βαθμονομημένη ερμηνεία του Bogarde,  από τις καλύτερες της καριέρας του, αναγκάζει τον θεατή, ανεξάρτητα από τις απόψεις του, να προβληματιστεί για την ηθική ενός νόμου που καταδίκαζε μια μερίδα ανθρώπων σε μια ζωή φόβου, μιζέριας ή φυλάκισης. Ο Bogarde  μεταφέρει την αναταραχή του χαρακτήρα  του και εκπέμπει μια γνήσια αίσθηση εσωτερικής  έντασης και σύγκρουσης. Σε μια συγκλονιστική σκηνή ο  Farr  και  η σύζυγος του Laura  ,συζητούν  με ειλικρίνεια ,αξιοπρέπεια και αλληλοσεβασμό και συμφωνούν για το μέλλον της σχέσης τους .Ένα μέλλον ανοικτό  ,υπαγορευμένο από τις προσωπικότητές τους  και όχι από μια εφησυχαστική δραματουργική λύση.

Ορισμένες ταινίες προσπαθούν να περάσουν κοινωνικά μηνύματα  αλλά καταλήγουν να κάνουν απλοϊκό κήρυγμα . Το αξιοσημείωτο με τον «Εκβιαστή» είναι ότι τα καταφέρνει εξίσου καλά τόσο στη ψυχαγωγική όσο και στη κοινωνική συνιστώσα του .Διαθέτει τολμηρή και καθηλωτική πλοκή –με ένα αναπάντεχο και ανατρεπτικό φινάλε – ατσάλινη σκηνοθεσία ,  έξοχες ερμηνείες .

Το κίνητρο για τη δημιουργία του «Victim» ήταν να καταγγελθεί  η εφαρμογή ενός απάνθρωπου  νόμου που παρείχε  εύφορο έδαφος  για τη μισαλλοδοξία και τη μετατροπή ανθρώπων σε κυνηγούς και θηράματα. Η προβολή του είχε σημαντικό αντίκτυπο στη Μ. Βρετανία ανοίγοντας το δρόμο για την οριστική αποποινικοποίηση  της ομοφυλοφιλίας ,το 1967. Πόσο συχνά άραγε ένα κινηματογραφικό έργο έχει την ισχύ να συμβάλει καθοριστικά σε μια τόσο βαθιά κοινωνική αλλαγή;

 

 


 

The Sundowners 1960

The Sundowners 1960

Αυτοί που δε ριζώνουν πουθενά

  

Σκηνοθεσία: Fred Zinnemann

Σενάριο: Isobel Lennart, Jon Cleary

Είδος: Action, Adventure, Drama

Διάρκεια: 02:13

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Robert Mitchum: Paddy Carmody

Peter Ustinov: Rupert Venneker

Glynis Johns: Mrs. Firth

Dina Merrill: Jean Halstead

 

Μια περιπλανώμενη οικογένεια που έχει τα λιγοστά της υπάρχοντα πάνω σε μια άμαξα, διασχίζει τις έρημες εκτάσεις της Αυστραλίας μεταφέροντας κοπάδια πρόβατων.

Απλή αλλά πολύ όμορφη κοινωνική ταινία που συνδυάζει το γουέστερν με την ηθογραφία και το ντοκιμαντέρ παρουσιάζοντας ανθρώπινα και με λεπτό χιούμορ όχι μόνο σκηνές από τη φύση (αποκορύφωμα τα προβατάκια), αλλά και μια ρεαλιστική απεικόνιση της αγροτικής ζωής στην Αυστραλία. Βεβαίως ο μετρ της λιτότητας Φρεντ Τσίνεμαν ακλουθώντας το μυθιστόρημα του Γιον Κλίαρι δεν αρκείται μόνο στο να αποδώσει τα χρώματα της υπαίθρου, αλλά και να διερευνήσει τη σχέση δυο ανθρώπων που κυριαρχείται από σταθερές απόψεις ζωής, (η πιστότητα και η υπομονή της γυναίκας, οι συνεχείς μετακινήσεις του άντρα). Βοηθούς εδώ βρίσκει μερικούς πολύ καλούς ηθοποιούς που ερμηνεύουν άκρως ταιριαστά. Την Κερ, τον Μίτσαμ, αλλά και τον Ουστίνοφ. Σημαντική δουλειά και σε πολλούς β΄ ρόλους.


Un Amore A Roma 1960

Un Amore A Roma 1960

Ένας Έρωτας στη Ρώμη


Σκηνοθεσία: Dino Risi

Σενάριο: Ercole Patti, Ennio Flaiano, Dino Risi

Είδος: Drama, Romance, Ιταλικά

Διάρκεια: 01:45

Γλώσσα: Ιταλικά

Παίζουν:

Mylene Demongeot: Anna Padoan

Elsa Martinelli: Fulvia

Peter Baldwin: Marcello Cenni

Claudio Gora: Engineer Curtatoni

 

Ο γοητευτικός, πλούσιος, με ευγενική καταγωγή, διανοούμενος Μαρτσέλο παρατάει όποια ελεγκάν γυναίκα τον περιστοιχίζει και τον ερωτεύεται. Η νεαρή, πανέμορφη, τσαχπίνα, λαϊκής καταγωγής, ηθοποιός Άννα πλαγιάζει με όποιον της «γυαλίσει», καθότι από αυτό το υλικό είναι φτιαγμένη όπως ισχυρίζεται...


 

The City Of The Dead 1960

 

The City Of The Dead 1960

Η πόλις των ζωντανών νεκρών

Σκηνοθεσία: John Llewellyn Moxey

Σενάριο: George Baxt, Milton Subotsky

Είδος: Horror, Horror ΔΕ 60, Mystery, Thriller, Christopher Lee

Διάρκεια: 01:24

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Dennis Lotis: Richard Barlow

Christopher Lee: Alan Driscoll

Patricia Jessel: Elizabeth Selwyn

Tom Naylor: Bill Maitland

Betta St. John: Patricia Russell

 

Μια νεαρή σπουδάστρια, η Nan Barlow, ετοιμάζει την διατριβή της περί μαγείας και μαγισσών. Αποφασίζει λοιπόν να περάσει τις χειμερινές διακοπές της μελετώντας. Μετά από την προτροπή του καθηγητή της, Alan Driscoll, πηγαίνει στο Whitewood, μια πόλη στην οποία είχαν καεί μάγισσες κατά την διάρκεια του 17ου αιώνα. Εκεί φιλοξενείται στο πανδοχείο της πόλης αλλά αμέσως μετά την άφιξή της αρχίζουν να συμβαίνουν παράξενα πράγματα και οι κάτοικοι έχουν μια περίεργη συμπεριφορά απέναντί της.