Κυριακή 21 Μαρτίου 2021

Les Misérables 1958

Les Misérables 1958

ΟΙ ΑΘΛΙΟΙ  


Σκηνοθεσία: Jean-Paul Le Chanois

Σενάριο: Michel Audiard, René Barjavel,

Victor Hugo, Jean-Paul Le Chanois

Είδος: Drama, Γαλλικά

Διάρκεια: 03:30

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Jean Gabin: Jean Valjean

Bernard Blier: Javert (père et fils)

René Fleur: Le cardinal

Julienne Paroli: Madame Magloire

Fernand Ledoux: Monseigneur Bienvenue Myriel 

Ο απελευθερωμένος κατάδικος Γιάννης Αγιάννης (Jean Gabin) γυρίζει από το κάτεργο της Τουλόν στην ταραγμένη Γαλλική επαρχία των αρχών του 19ου αιώνα, όπου καταφέρνει να στήσει μία καλή επιχείρηση και να διακριθεί στις φιλανθρωπίες...

Καταδιώκεται, όμως από τον στυγνό Επιθεωρητή Ιαβέρη (Bernard Blier), ο οποίος διατηρεί το μίσος του κατα του Αγιάννη από τις μέρες του κάτεργου της Τουλόν. Έτσι ο Αγιάννης αναγκάζεται να περάσει στην παρανομία.

Στην πορεία αναλαμβάνει την ανατροφή της Τιτίκας, του μικρού κοριτσιού μιας πόρνης, την οποία προσέχει σαν κόρη του. Ο Αγιάννης συμμετέχει στις επαναστατικές μέρες της Δημοκρατίας του 1830 και βοηθά την Τιτίκα να βρεί τον έρωτα της ζωής της...

Μάλλον άνευρη μεταφορά του αριστουργήματος του Βίκτορος Ουγκώ, με τους πρωταγωνιστικούς ρόλους να ερμηνεύονται από δύο μεγάλους Γάλλους ηθοποιούς, τον Jean Gabin και τον Bernard Blier, οι μέτριες ερμηνείες των οποίων δεν βοηθούν την λάμψη της μεγάλης αυτής παραγωγής. Στα αρνητικά συγκαταλλέγονται οι πρόχειροι διάλογοι καθώς και το εκνευριστικό και ανούσιο  voice over...

Ο σκηνοθέτης Le Chanois δεν κατόρθωσε, κατα την γνώμη μου, να αποδώσει την ατμόσφαιρα της πόλης του Παρισιού, τα Δημοκρατικά κινήματα και τις συγκρούσεις με τους Γρεναδιέρους αλλά και ούτε και να αποσπάσει συγκλονιστικές ερμηνείες -σε ένα τέτοιο κλασικό remake- από τα βαριά ονόματα του Γαλλικού σινεμά...

Ενδιαφέρουσα ταινία για όσους θέλουν να ξαναθυμηθούν το μυθιστόρημα, αν και υπερβολικά αργή και μακρόσυρτη...

 


Touch Of Evil 1958

Touch Of Evil 1958

Το Αγγιγμα του Κακού  


Σκηνοθεσία: Orson Welles

Σενάριο: Orson Welles, Whit Masterson, Franklin Coen, Paul Monash

Είδος: Crime, Mystery, Orson Welles, Thriller

Διάρκεια: 01:45

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Charlton Heston: Mike Vargas

Janet Leigh: Susan Vargas

Orson Welles: Police Captain Hank Quinlan

Joseph Calleia: Police Sergeant Pete Menzies

Akim Tamiroff: 'Uncle' Joe Grandi 

Ο Μάικ Βάργκας (Charlton Heston) είναι ένας Μεξικάνος αστυνομικός, που έχει διακριθεί κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του, στο τμήμα δίωξης ναρκωτικών. Έχει μόλις παντρευτεί τη Σούζαν, μία γοητευτική Αμερικανίδα (Janet Leigh) και ξεκινούν το μήνα του μέλιτος στην πόλη Los Robles, που βρίσκεται στο Μεξικό, ακριβώς δίπλα στα σύνορα με τις ΗΠΑ. Η ηρεμία τους όμως, διακόπτεται απότομα, όταν δολοφονείται με βόμβα που τοποθετήθηκε στο αυτοκίνητο του, ο αρχιμαφιόζος της πόλης. Την υπόθεση αναλαμβάνει ο αμερικάνος αστυνομικός Χανκ Κουίνλαν (Orson Welles). Ο Κουίνλαν είναι διαβόητος για το ότι βρίσκει πάντα το στόχο του και εξιχνιάζει όλες τις υποθέσεις, αλλά, χωρίς να φαίνεται, αν και κατά πόσο, τις χειρίζεται πάντα με καθαρό τρόπο. Επειδή όλα συμβαίνουν στα σύνορα, αλλά κυρίως σε μεξικάνικο έδαφος, ο Βάργκας επιστρατεύεται στην υπόθεση. Ο Κουίνλαν αγανακτά γρήγορα βλέποντας πως θα έχει τον επίμονο Βάργκας μέσα στα πόδια του και «μαγειρεύει» τα πειστήρια, για να βρει ένα ένοχο και να κλείσει την υπόθεση. Για να πετύχει το στόχο του, ο Κουίνλαν συνεργάζεται με έναν δευτεροκλασάτο μαφιόζο, τον Τζο Γκράντι (Akim Tamiroff), ο οποίος θέλει να τρομοκρατήσει τον Βάρκγας, που είναι ο κύριος μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη του αδελφού του, σπιλώνοντας τη τιμή της συζύγου του Σούζαν.

Η γενική αίσθηση : Πιο «Νουάρ» ... δεν βλέπεις πια τίποτα στην οθόνη!!!! Ιδανικό για τους λάτρεις, SOS για τους μελετητές και η αρχή που θα σημαδέψει τους νεοφώτιστους.

Το σενάριο : Είναι εξαιρετικό και ίσως ο βασικότερος (και ενδεχομένως κρυμμένος, κατά κάποιο τρόπο, στη «σκιά» της σκηνοθεσίας) λόγος, που το έργο είναι τόσο εντυπωσιακά διαχρονικό.

Πρόκειται για τη μεταφορά στην οθόνη ενός μυθιστορήματος «δευτερεύουσας σημασίας» (με την έννοια που το λογοτεχνικό genre «pulp fiction» είναι δευτερεύουσας σημασίας) με τίτλο “badge of evil” του Whit Masterson.

Την σεναριακή προσαρμογή έκανε ο Paul Monash. Ωστόσο, οι παρεμβάσεις του Welles στο σενάριο ήταν τόσες πολλές, διευσδυτικές και ανατρεπτικές, που τελικά στο generique μόλις και μετά βίας πιστώνεται η συγγραφή του σεναρίου στον Monash.

Θεωρείται ότι ο Welles, δεν είχε διαβάσει ποτέ το μυθιστόρημα στο οποίο βασίστηκε η ταινία και ότι οι παρεμβάσεις του στο κείμενο του Monash, είχαν σαν μόνο ουσιαστικό στόχο και αποτέλεσμα, να μεταθέσουν το κέντρο βάρους του σεναρίου στα θέματα που τον απασχολούσαν πάντα, δηλαδή στις προσωπικές εμμονές του, που συγκεκριμένα είναι : η φυσική ανθρώπινη ροπή, η προδιάθεση δηλαδή, προς το κακό και ο συνεπερχόμενος διπολισμός του ανθρώπινου ήθους (άσπρο-μαύρο, καλό -κακό), ο αμοραλισμός, και η διαφθορά των προσώπων που κατέχουν την εξουσία.

Η σκηνοθεσία : Η ταινία γυρίστηκε μέσα σε έξι εβδομάδες, δηλαδή σε χρόνο ρεκόρ. Τα γυρίσματα γίνονταν μόνο βράδυ, γιατί ο Welles (όπως ακριβώς και ο ήρωας που υποδύεται) σιχαινόταν να ανακατεύονται στα πόδια του οι υπεύθυνοι της παραγωγής και έκανε ότι μπορούσε για να τους αποφεύγει. Ήταν η πρώτη του εμφάνιση στα στούντιο σαν σκηνοθέτης, μετά από μία δεκαετία και ξεκίνησε με πολύ βαριά καρδιά, σχεδόν χωρίς όρεξη, επειδή τον πίεσε με τις προτροπές του ο Charlton Heston. Η παραγωγή ήταν συνεχώς καχύποπτη απέναντι του και τελικά τον απέλυσε πριν ολοκληρωθεί η φάση του post-production.

Όλα τα παραπάνω στοιχεία συνθέτουν μία εικόνα, που σήμερα (και τότε), στις συζητήσεις μεταξύ σκηνοθετών, οδηγεί στη γνωστή κατακλείδα : «έκανα μία ξεπέτα για να ξεμπλέξω».

Όταν όμως είναι κανείς ιδιοφυία, του μεγέθους του Orson Welles, η έννοια της «ξεπέτας» απλά, δεν υφίσταται. Δηλαδή, όταν κάποιος είναι σαν τον Welles, ακόμα κι αν πιέσει τον εαυτό του να κάνει μιά «ξεπέτα», η ξεπέτα δεν του «βγαίνει» ως τοιαύτη. Μοιραία λοιπόν, και αυτή η ταινία του πέρασε στην κατηγορία : αριστούργημα, και οι λόγοι που την κατατάσσουν εκεί είναι οι εξής :

α) Το αρκετά μεγάλης διάρκειας μονοπλάνο, με το οποίο ξεκινάει η ταινία και το οποίο είναι η πιο διάσημη σεκάνς του έργου. Πρόκειται για μονοπλάνο, που διδάσκεται πλέον στα πανεπιστήμια και τις σχολές κινηματογράφου, ως ιστορικής σημασίας και καινοφανούς τεχνικής.

Η κάμερα βρίσκεται σε ένα γερανό. Κάνει traveling, απογειώνεται από το έδαφος, κατεβαίνει, υψώνεται ξανά και συνεχίζει αυτές τις μεταβολές της κίνησης της, ενώ ταυτόχρονα, παραμένει «προσηλωμένη», να παρακολουθεί τους πρωταγωνιστές, ενόσω εκείνοι περπατούν στο δρόμο και ανυποψίαστοι, άλλοτε πλησιάζουν και άλλοτε απομακρύνονται, από το αυτοκίνητο του αρχιμαφιόζου, που στο τέλος εκρήγνυται. Το πλάνο αυτό, σήμερα, ίσως και να περάσει απαρατήρητο, από κάποιον που βλέπει ανυποψίαστος το έργο για πρώτη φορά. Κι αυτό γιατί η τεχνική του έχει αντιγραφεί τόσες πολλές φορές, από τότε, που πλέον θεωρείται πραγματικά δεδομένο! Δηλαδή, δεν μπορούμε πια, να νιώσουμε την έκπληξη που ένιωσαν οι θεατές το 1958, ωστόσο είναι και αδύνατον, να μην αισθανθούμε τη δύναμη του. Τραβάει τον θεατή σαν δίνη και τον βάζει μέσα στο φιλμ. Μεταφέρει τον απόηχο της πόλης, που από μακριά μοιάζει σαν να διασκεδάζει, αλλά που μεταδίδει και μιά ανησυχία. Προαισθάνεται κανείς ότι κάτι δεν θα πάει καλά, αλλά δεν μπορεί να εντοπίσει τί ακριβώς.

Ο Welles γύρισε αυτό το πλάνο πάρα πολλές φορές, επί μία ολόκληρη νύκτα (στις 14 Μαρτίου 1957). Για πρακτικούς λόγους τα γυρίσματα έγιναν στην πόλη Venice της Καλιφόρνια, που πείθει ότι πρόκειται για την μεξικάνικη Los Robles, στην οποία υποτίθεται ότι διαδραματίζεται η ιστορία.

Τελικά, ο Welles θεώρησε ικανοποιητική, μόνο την τελευταία λήψη (στην οποία μπορεί κανείς, αν ειναι, πες, μελετηρός και ενδιαφέρεται για τόση λεπτομέρεια, να διακρίνει το φως της αυγής που χαράζει στο βάθος του ορίζοντα). Η σκηνή αυτή καθορίζει το στίγμα όλης της ταινίας, δημιουργεί την ατμόσφαιρα, απλώνει το νουάρ, θέτει φόντο και δίνει το ρυθμό, στον οποίο θα κινηθεί όλη η υπόλοιπη κινηματογραφική αφήγηση. (Μην τη χάσετε!!!! Πηγαίνετε νωρίς στην αίθουσα και φροντίστε να έχετε ξεμπερδέψει από το μπαρ – μεξικάνικα νάτσος και τα τοιαύτα- πριν πέσουν οι τίτλοι της αρχής!!!) (Μιλάω γενικά!! Παρακαλώ πολύ την πολυαγαπημένη cinefan Loramars, να μην το εκλάβει ως προσωπική αιχμή - χεχεχε)

            β) Ο διευθυντής φωτογραφίας Russel Metty δημιούργησε για την ταινία, ένα (συγχωρείστε το καταχρηστικό οξύμωρο, αλλά πώς αλλιώς να το πεις;;;) «νέο διαυγές chiaroscuro», που καθορίζει το «νουάρ» με έναν άλλο τρόπο, πιο μοντέρνο και σαφώς πιο στυλιζαρισμένο από εκείνον των προηγούμενων δεκαετιών. Το ίδιο συμβαίνει και με τις σκιές των ηθοποιών που πραγματικά παίζουν στο έργο και λαμβάνουν ενεργά μέρος στη σύνθεση των ανεπανάληπτων εικόνων.

           

γ ) Πέρα όμως απο την φωτογραφία, προστίθενται και άλλα στοιχεία (π.χ. εφημερίδες στροβιλίζονται, χωρίς να πνέει τόσο δυνατός άνεμος) τα οποία συνδυάζονται με τη σκηνογραφία (π.χ. ένα βαλσαμωμένο κεφάλι ταύρου κρέμεται «υπέρβαρο», με τα σπαθάκια του ταυρομάχου καρφωμένα επάνω του, όπως ακριβώς λίγο πριν ξεψυχήσει το ζώο που βαλσαμώθηκε. Το βλέπουμε στον τοίχο του «μαγαζιού» της Τάνυα-Marlene Dietrich, πάνω από την πολυθρόνα στην οποία κάθεται ο Κουίνλαν-Welles, ως μια «ευανάγνωστη αλληγορία») και την ενδυματολογική λεπτομέρεια (π.χ. ο κορσές της Janet Leigh στην περίφημη σκηνή του μοτέλ, που την κάνει να φαίνεται τελικά, σαν κορίτσι του καμπαρέ, αλλά και άσπιλη, όπως το λευκό σατέν από το οποίο είναι φτιαγμένος). Δημιουργείται δηλαδή, ένα εντυπωσιακό, ευφυέστατο και λεπτομερέστατο στυλιζάρισμα της εικόνας. ‘Ετσι, το φόντο της εικόνας αναλαμβάνει μεγαλύτερο μέρος την ευθύνης για την απόδοση της αίσθησης του νουάρ. Και με τον τρόπο αυτό, οι διάλογοι αποδεσμεύονται κατά κάποιο τρόπο, από το σύνολο του βάρους αυτής της ευθύνης, και τους παρέχεται μιά σχετική ελευθερία, για να αποτολμήσουν διατυπώσεις, που περικλείουν ένα λανθάνον χιούμορ κι ένα σαρκασμό, καθώς φλερτάρουν διακριτικά με ένα φιλοσοφίζον ύφος.

δ) Η εξαιρετική μουσική επένδυση του Henry Mancini, καθώς και το ότι η μουσική που ακούγεται στο φιλμ προέρχεται πάντα από πηγές (ραδιόφωνα, τζουκ-μποξ, πιανόλα κλπ) που βρίσκονται εντός του πλάνου και συμμετέχουν στη ταινία. Ο Welles ήταν ο πρώτος που χρησιμοποίησε αυτό τον τρόπο εισαγωγής της μουσικής υπόκρουσης. Ήταν επίσης ένας από τους πρώτους που αναγνώρισαν το ταλέντο του Mancini.

Οι ηθοποιοί : Το εκπληκτικό καστ και οι εξαιρετικές ερμηνείες είναι ένας ακόμη λόγος που κάνει την ταινία αριστούργημα. Ο Charlton Heston, (περασμένος ένα ελαφρύ χέρι φούμο - για να δείχνει πιο μεξικάνος) αποδίδει τον άτεγκτο αστυνόμο πειστικότατα και με εντυπωσιακή ευκολία.

Το ίδιο εύκολα και ανάλαφρα πλάθει το χαρακτήρα της η Janet Leigh. Είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη σε ένα ρόλο, που επανειλημμένα απαιτεί, να αφήσει να διαγραφούν τα κωμικά στοιχεία της κατάστασης στην οποία περιέρχεται, χωρίς όμως ο θεατής να γελάσει, όπως θα γελούσε εάν έβλεπε κωμωδία. ‘Ολη αυτή η μαεστρία της, φαίνεται στη σκηνή, κατά την οποία έχει ουσιαστικά απαχθεί από τον μαφιόζο Γκράντι, ο οποίος έχει πρόθεση να την τρομοκρατήσει. Εκείνη, αντί να φοβηθεί, του αντεπιτίθεται ατρόμητη, του κάνει μαθήματα συμπεριφοράς και ουσιαστικά τον απειλεί, σε ένα τόνο, που ο μαφιόζος πραγματικά σκιάζεται!

Εντυπωσιακή φυσικά και η παρουσία της Marlene Dietrich, ως Τάνυα, η οποία τελικά, λέει όλες τις «βαθυστόχαστες» δραματικές και μοιραίες ατάκες, που θεωρούνται εμβληματικές της ταινίας. (Όπως είναι ευνόητο, μόνο η Marlene Dietrich θα μπορούσε να εκστομίσει τέτοιες ατάκες και να ακουστούν έτσι, τόσο ακλόνητες και αδιαμφισβήτητες! π.χ. Κουίνλαν : Come on, read my future for me. Τάνυα : You haven`t got any. Κουίνλαν: What do you mean? Τάνυα : Your future is all used up. Ή επίσης, Κουίνλαν : I`m Hank Quinlan. Τάνυα : I didn`t recognize you. You should lay off those candy bars.)

Οι ερμηνείες του Dennis Weaver, που υποδύεται τον νυχτερινό φύλακα του μοτέλ και του Joseph Celleia, που υποδύεται τον πιστό φίλο του Κουίνλαν, θεωρούνται ιστορικής σημασίας και είναι πράγματι εντυπωσιακές, παρά το ότι με τα σημερινά αισθητικά δεδομένα, η ερμηνεία του Dennis Weaver, θα άγγιζε (θα ποδοπατούσε, για την ακρίβεια) τα όρια της μπαλαφάρας.

Ωστόσο, όλες αυτές οι εξαίρετες ερμηνείες μοιάζουν σαν να είναι δευτερεύοντα διακοσμητικά στοιχεία, που απλώς πλαισιώνουν, τον ένα και μοναδικό ογκόλιθο, που καταλαμβάνει με την ερμηνεία του την οθόνη και μονοπωλεί κάθε πλάνο, στο οποίο εφμανίζεται : τον Orson Welles. Η ερμηνεία του είναι τόσο τέλεια, που είχε εισπράξει, κάθε πιθανό είδος επαινετικού σχολίου, αλλά ακόμα και τη μομφή, ότι επρόκειτο για επιδειξιομανιακή κρίση, προβολής των δεξιοτήτων του.


Ascenseur Pour L'echafaud 1958

Ascenseur Pour L'echafaud 1958

Ασανσέρ για Δολοφόνους


Σκηνοθεσία: Louis Malle

Σενάριο: Roger Nimier, Louis Malle

Είδος: Crime, Drama, Thriller. Γαλλικά

Διάρκεια: 1h 31min

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Jeanne Moreau: Florence Carala

Maurice Ronet: Julien Tavernier

Georges Poujouly: Louis

Yori Bertin: Véronique

Jean Wal: Simon Carala

Elga Andersen: Frieda Bencker

 

Τι συμβαίνει όταν το ασανσέρ της μοίρας μπορεί από στιγμή σε στιγμή να σε απογειώσει στο ζενίθ του έρωτα και να σε καθηλώσει έγκλειστο στη φυλακή; Την απάντηση θα την βρεις στο Ασανσέρ για Δολοφόνους!

Η γοητευτική κυρία Carala(Jeanne Moreau) σχεδιάζει με το έτερον ήμισυ, τον κύριο Tavernier(Maurice Ronet), τη δολοφονία του διάσημου επιχειρηματία και συζύγου Carala, ώστε οι δύο πρώτοι να ζήσουν ανεμπόδιστα τον έρωτα τους. Αρχικά όλα κυλούν κατ' ευχήν. Στη συνέχεια όμως, καθώς ο κύριος Tavernier επιστρέφει για να αφανίσει τα πειστήρια του εγκλήματος, θα βρεθεί εγκλωβισμένος στο ασανσέρ του κτιρίου. Στο μεσοδιάστημα, νεαρό ζευγάρι κλέβει το αυτοκίνητο του κυρίου Tavernier. Και διαπράττει άθελα διπλό (φονικό) έγκλημα στο όνομα του ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου. Και η υπόθεση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο για την αστυνομία.

           

Το Ascenseur pour l'echafaud είναι μια ιδιοφυής προέκταση του κλασσικού νουάρ. Ο προνομιούχος θεατής είναι γνώστης μιας μπλεγμένης ιστορίας που οι κινηματογραφικοί ήρωες καλούνται να εξιχνιάσουν. Οι φωτοσκιάσεις τρεμοπαίζουν μυστηριακά στα βαθιά κάδρα του Louis Malle, αναδύοντας μια γοητευτικά σκοτεινή ατμόσφαιρα. Ενώ οι Jazz τρομπέτα του Miles Davis αυτοσχεδιάζει και γεμίζει στιβαρά το κενό με την ανάλογη απόχρωση. Στα συν αξίζει να αναφέρουμε τη μοναδική ερμηνεία της Jeanne Moreau, η οποία υποδύεται με εξαιρετικά λεπτό τρόπο τον ρόλο της γυναίκας αράχνης!

Η ταινία, ως ένα story που χρήζει ξεδιάλυνσης, μεταχειρίζεται μαεστρικά το τρίπτυχο είναι-έχειν-φαίνεσθαι. Άλλωστε ο (πάντα) επίκαιρος υποβιβασμός του είναι στο έχειν οδηγεί σε μια απατηλή φαινομενικότητα των πραγμάτων. Αρκεί να προσέξουμε πως ο σκηνοθέτης μεταχειρίζεται τη βροχή. Ακούμε διαρκώς μπουμπουνητά χωρίς να βρέχει. Οι αστραπές συνδέονται άχρονα με τα μπουμπουνητά, καθώς το φως προηγείται του ήχου. Ωστόσο και τα δύο αναφέρονται στο ίδιο φαινόμενο. Και επιπροσθέτως, σπάνια ο κεραυνός και η αστραπή συνδέονται με βροχόπτωση. Κάτι που θα μπορούσε να παρομοιαστεί με την ανεπάρκεια των αισθήσεων(όραση, ακοή, αφή) να οδηγούν με συνέπεια στην πραγματικότητα!

Παρατηρούμε πως το αρσενικό του νεαρού ζεύγους φορώντας και οδηγώντας τα αντικείμενα του Tavernier, αποκτάει και το όνομα του Tavernier. Επίσης η κυρία Carala ταυτίζει απατηλά το αυτοκίνητο(έχειν) με τον κύριο Tavernier(είναι). Το ίδιο πράττει και η αστυνομία. Που χρεώνει έναν διπλό φόνο στον Tavernier κρίνοντας αποκλειστικά απ τα αντικείμενα με τα οποία φέρεται να διαπράχθηκε ο φόνος. Έτσι η άστοχη ταύτιση του έχειν(αντικειμένων) με το είναι(ύπαρξη) οδηγούν σε μια απατηλά ψευδή φαινομενικότητα. Και τελικά, μόνο ένα αδιαπραγμάτευτο φωτογραφικό ντοκουμέντο μπορεί να φωτίσει την πραγματικότητα ως έχειν στους λοξοδρομημένους λογισμούς των ηρώων.

 


 

MON ONCLE 1958

MON ONCLE 1958

Ο Θείος μου

 


Σκηνοθεσία: Jacques Tati

Σενάριο: Jacques Lagrange, Jean L'Hôte, Jacques Tati

Είδος: Comedy, JACQES TATI

Διάρκεια: 01:57

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Jean-Pierre Zola: Charles Arpel

Adrienne Servantie: Madame Arpel

Lucien Fregis: Monsieur Pichard

Betty Schneider: Betty / Landlord's Daughter

Jean-François Martial: Walter

 

Μιλώντας για τον Tati σε ένα από τα DVD των ταινιών του (νομίζω στις Διακοπές του κου Ιλό/1953), ο Terry Jones των Monty Python, λέει πως το έργο του τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως "η κωμωδία μπορεί να είναι συγχρόνως αστεία και πανέμορφη". Ο εμπνευστής, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και ενσαρκωτής του κυρίου Ιλό, ο Jacques Tati, δεν σχεδιάζει μονάχα αρμονικές σειρές από πανέξυπνα gags, αλλά τα στήνει με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό: σίγουρα προβαρισμένο μέχρι τελικής πτώσης και εξαντλητικά μηχανικό, αλλά και την ίδια ώρα γοητευτικό σαν άναρχη τζαζ μελωδία ερωτευμένη με την αυστηρότητα του μετρονόμου. Ο κύριος Ιλό, ένας ιδιότροπος, ολιγόλογος Γάλλος που κυκλοφορεί πάντα με μπεζ αδιάβροχο, καπελάκι, πίπα, μακριά ομπρέλα και ποδήλατο, εικονικός εκπρόσωπος της ζαμανφού Γαλλίας, έρχεται σε επαφή με το πλήρως αυτοματοποιημένο μεταμοντέρνο περιβάλλον της αδερφής του, του βιομηχάνου συζύγου της και του εν δυνάμει σκανδαλιάρη γιού τους. Και όπως είχε συμβεί με τον μακρινό του πρόγονο, Charlie Chaplin, στους Μοντέρνους Καιρούς (1936), ο Ιλό φέρνει την καταστροφή.

Μετά τις "Διακοπές του κυρίου Ιλό" και πριν το "Play time", ο Ζακ Τατί άγγιξε το ζενίθ της δημιουργικότητάς του συμπυκνώνοντας με ευφάνταστο τρόπο, ακρίβεια περιγραφής και λυρικό οίστρο (η σκηνή όπου ανοιγοκλείνει το παράθυρο για να κελαηδίσει το πουλί - δες πρώτο βίντεο - είναι ενδεικτική), όλα τα χαρακτηριστικά του έργου του: την χλευαστική περιγραφή και σάτιρα του μοντέρνου βιομηχανοποιημένου κόσμου της άκρατης τεχνολογικής εξέλιξης και του αυτοματισμού, του αστικού νεοπλουτισμού που κατέκλυσε τη μεταπολεμική Ευρώπη, των συνηθειών και της αισθητικής του σύγχρονου αστού, με βαθύ όμως ουμανισμό και τρυφερότητα.

Ο λόγος είναι ελάχιστος, τα χρώματα αποκτούν συμβολική σημασία (όπως η πλούσια βίλα, οι χρωματικοί όγκοι της οποίας θυμίζουν μοντέρνο πίνακα), η ηχητική μπάντα αποκτά για μία ακόμη φορά τεράστια αξία (οι χτύποι, τα βουητά, τα τριξίματα, οι τσιριχτοί ήχοι των διαφόρων αντικειμένων του Αρπέλ και των μηχανημάτων στο εργοστάσιο - κανείς άλλος σκηνοθέτης δεν δούλεψε ποτέ με την ηχητική μπάντα με τον τρόπο που το έκανε ο Τατί) και για πρώτη φορά στο έργο του παρουσιάζεται με τόση καθαρότητα η διαλεκτική σχέση του παλιού με το καινούριο (από τη μία ο μηχανοποιημένος αστικός κόσμος με τον αυτοματισμό και την ψυχρότητα, από την άλλη η φτωχογειτονιά με τον αυθορμητισμό και την ανθρώπινη ζεστασιά), πυροδοτώντας την νοσταλγία, μια μελαγχολική διάθεση, συνάμα με μια αόριστη αισιοδοξία.


Taxi Roulotte et Corrida 1958

Taxi Roulotte et Corrida 1958

Λαθρέμπορος με το Ζόρι 


Σκηνοθεσία: André Hunebelle

Σενάριο: Jean Halain, Jean Aurel, André Hunebelle

Είδος: Comedy, Louis de Funes

Διάρκεια: 01:26

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Louis De Funes: Maurice Berger

Raymond Bussieres: Léon

Annette Poivre: Mathilde / la femme de Léon/Léon's wife

Guy Bertil: Jacques Berger

Véra Valmont: Myriam

 

0 Λουί είναι ένας σκληρά εργαζόμενος αλλά Θεότρελος ταξιτζής στο Παρίσι. Μαζί με την οικογένειά του ταξιδεύει προς την ισπανία. Οι ελεγκτές στο τελωνείο είναι πολύ σχολαστικοί και ο φίλος μας ανησυχεί, γιατί θέλει να περάσει λαθραία καπνό για τις διακοπές του..!



Παρασκευή 19 Μαρτίου 2021

The Naked Truth 1957

 The Naked Truth 1957

Η Γυμνή Αλήθεια


Σκηνοθεσία: Mario Zampi

Σενάριο: Michael Pertwee, Michael Pertwee

Είδος: Comedy, Peter Sellers

Διάρκεια: 1h 31min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Terry-Thomas: Lord Mayley

Peter Sellers: Sonny Macgregor

Peggy Mount: Flora Ransom

Shirley Eaton: Melissa Right

Dennis Price: Nigel Dennis

Georgina Cookson: Lady Mayley 

Ο Νάιτζελ Ντένις είναι ο εκδότης του σκανδαλοθηρικού περιοδικού "Γυμνή Αλήθεια", που έχει βάλει στόχο να εκβιάσει κάποιους διάσημους. Κάποια στιγμή, όλοι όσοι έχουν δεχτεί τα πυρά του ενώνουν τις δυνάμεις τους, με σκοπό να του δώσουν ένα γερό μάθημα. Όσο όμως κι αν εκείνοι συγκεντρώνουν στοιχεία εις βάρος του, εκείνος καταφέρνει πάντα να ξεγλιστρά. Τα γεγονότα οδηγούνται σε έκρυθμη κατάσταση, καταλήγοντας σε μια απαγωγή που παραλύει όλες τις αστυνομικές δυνάμεις του Λονδίνου


 

Bury The Living 1958

I Bury The Living 1958

Το Μυστικό Των Έξι Νεκρών

  


Σκηνοθεσία: Albert Band

Σενάριο: Louis Garfinkle

Είδος: Horror, Mystery, Thriller

Διάρκεια: 01:17

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Richard Boone: Robert Kraft

Theodore Bikel: Andy McKee

Peggy Maurer: Ann Craig

Howard Smith: George Kraft

Herbert Anderson: Jess Jessup 

Ένας άνδρας αναλαμβάνει το διαχειριστικό κομμάτι ενός νεκροταφείου στο οποίο υπάρχει ένας χάρτης με άσπρες και μαύρες πινέζες που σημειώνουν αν ο κάτοχος του εκάστοτε κομματιού ζει ή πέθανε. Όταν μια λανθασμένη τοποθέτηση μαύρης πινέζας συμπίπτει με το θάνατο του ατόμου το οποίο αντιπροσώπευε ο άνδρας υποψιάζεται ότι ο χάρτης και ο ίδιος έχει τη δύναμη να καθορίσει ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.

Άλλη μια άξια προσθήκη στην ατελείωτη λίστα με ξεχασμένα διαμάντια της σκηνής του τρόμου, διαχρονικά αδικημένα από κριτικούς και κοινό που όμως ήταν μπροστά από την εποχή τους. Μια τέτοια περίπτωση έχουμε με το πιασάρικα αλλά εύστοχα τιτλοφορημένο I BURY THE LIVING που σίγουρα αξίζει κάτι παραπάνω από την γνώριμε ανυπαρξία στην οποία βρίσκονται οι περισσότερες b-movies της εποχής της.

Πρόκειται για την εμπνευσμένη και καλογραμμένη ιστορία του Robert (Richard Boone), ενός άνδρα που αναλαμβάνει απρόθυμα την οικογενειακή κληρονομιά της φροντίδας του νεκροταφείου της πόλης. Την αποστολή του ανέθεσε ο θείος του, ένας από τους 3 διευθυντές της οικογενειακής επιχείρησης της οποίας παραδοσιακό κομμάτι αποτελεί το νεκροταφείο και ο φροντιστής του, ένας ηλικιωμένος Σκοτσέζος με πολύ βαριά προφορά. Εκεί υπάρχει αναρτημένος στον τοίχο ένας μεγάλος χάρτης του νεκροταφείου που δείχνει την ακριβή θέση του κάθε τάφου στο χώρο. Υπάρχουν καρφιτσωμένα άσπρες πινέζες που δείχνουν ότι ο χώρος έχει κρατηθεί για μελλοντική χρήση και μαύρες που δείχνουν ότι ο εκάστοτε ιδιοκτήτης ήδη χρησιμοποιεί την τελευταία του κατοικία.

Μια μέρα ο νέος διευθυντής κατά λάθος τοποθετεί μαύρη πινέζα στο χάρτη εκεί που έπρεπε να βάλει άσπρη. Στην αρχή δεν το σκέφτεται, αλλά του μπαίνουν ψύλλοι στα αυτιά όταν μαθαίνει τον αιφνίδιο θάνατο του ανθρώπου στον οποίο ανήκε το συγκεκριμένο κομμάτι του νεκροταφείου. Όταν μάλιστα η σύμπτωση επαναλαμβάνεται με ένα νιόπαντρο ζευγάρι τότε ο Robert είναι πλέον σίγουρος ότι ο χάρτης έχει τη διαβολική δύναμη να σκοτώνει ανθρώπους με την αλλαγή της πινέζας που τους αντιστοιχεί από άσπρη σε μαύρη.

Σαν καλό παιδί σπεύδει αμέσως και εξιστορεί τη θεωρία του σε όσους περισσότερους μπορεί, συμπεριλαμβανομένων και του διοικητικού συμβουλίου. Η αντίδραση πάντα η ίδια: δυσπιστία και ειρωνεία. Όμως ο Robert ξέρει ότι κάτι δεν πάει καλά και φυσιολογικά αρνείται να τοποθετήσει μαύρες καρφίτσες στις θέσεις των τριών μελών του Δ.Σ. όπως και του πρότεινε ο ίδιος ο θείος του σε μια προσπάθεια να «τελειώσει μια και καλή αυτό το θέμα».

i bury the livingΑπό εκεί και πέρα τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο αλλά καλύτερα ας μην τα αποκαλύψω και χαλάσω την ομορφιά της προβολής του I BURY THE LIVING σε όσες και όσους δεν το έχουν δει. Στη δική μου περίπτωση τα 75 περίπου λεπτά της προβολής ήμουν τόσο απορροφημένος περιμένοντας να μαντέψω τι θα γινόταν που μου φάνηκαν σαν 20 λεπτά. Κι αυτό γιατί εκεί που περιμένει κανείς στάνταρ πράγματα της δεκαετίας του ’50 με θεατρικές ερμηνείες και προβλέψιμο σενάριο ο Albert Band τον διαψεύδει πανηγυρικά φτιάχνοντας μια ταινία με βάθος, ρεαλιστική και μοναδική.

Σε αυτό συμβάλει και η προχωρημένη για την εποχή της ερμηνεία του Richard Boone που στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι χάρμα οφθαλμών. Ο Boone μοιάζει 100% στο πετσί του ήρωα του και κατευθύνει με μαεστρία το θεατή στην εναλλαγή συναισθημάτων που διέπει τον ίδιο. Πάει από την αβεβαιότητα στον τρόμο, για λίγο στην ανακούφιση και μετά από την απελπισία στο θυμό αλλάζοντας συναίσθημα και ερμηνεία με τον ίδιο ρυθμό που οι σεναριακές αποκαλύψεις και ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη. Όλα αυτά εμπλουτισμένα με σκοτεινή ατμόσφαιρα και απαισιόδοξη μουσική κάνουν το I BURY THE LIVING να ξεφεύγει από το στενό b-movie πλαίσιο που το τοποθετεί ο τίτλος της.

Αλλά μην αμφιβάλει κανείς ότι πρόκειται για b-movie, γυρισμένη με μηδαμινό προϋπολογισμό και σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στο νεκροταφείο και το γραφειάκι του και έχει τα προβληματάκια αντίστοιχων ταινιών αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό. Ο πατέρας του Charles Band, Albert Band, καταφέρνει να χρησιμοποιεί τους περιορισμούς προς όφελός του βγάζοντας το μάξιμουμ από ατμόσφαιρα από το σκηνικό του νεκροταφείου και με την έξυπνη φωτογραφία να μεταδίδει τον πανικό και το φόβο του πρωταγωνιστή του στο κοινό.

Θα τολμούσα να πω ότι ακόμα και σήμερα η ταινία στέκεται άνετα στο ύψος της μην έχοντας χάσει και πολλή από τη γοητεία της αυτά τα 50 χρόνια που έχουν περάσει. Παραμένει πρωτοποριακή σαν σύλληψη αλλά και εκτέλεση που δείχνει ξεκάθαρα ότι ένα καλό βασικό θέμα και ικανά στελέχη μπορούν να κάνουν θαύματα με απειροελάχιστο budget, ένα μάθημα που εφαρμόστηκε στη σκηνή κατά κόρον χαρίζοντας κλασσικά αριστουργήματα όπως το CARNIVAL OF SOULS και το NIGHT OF THE LIVING DEAD. Το I BURY THE LIVING μπορεί να μην κατατάσσεται ακριβώς δίπλα σε αυτές τις πολύ μεγάλες ταινίες, αλλά κάθε φορά που το βλέπω μου φαίνεται ότι αυτή η απόσταση γίνεται όλο και μικρότερη.