Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2021

Summer with Monika 1953

Summer with Monika 1953

Καλοκαίρι με τη Μόνικα

 


Σκηνοθεσία: Ingmar Bergman

Σενάριο: Harriet Andersson, Lars Ekborg, Dagmar Ebbesen

Είδος: Drama, Romance

Διάρκεια: 1h 36min

Γλώσσα: Σουηδικά

Παίζουν:

Harriet Andersson: Monika Eriksson

Lars Ekborg: Harry Lund

Dagmar Ebbesen: Fru Lindström, Harry's faster

Åke Fridell: Ludwig Eriksson, Monikas far

Åke Grönberg: Verkmästaren, Harrys arbetskamrat

Sigge Fürs: Johan, lagerbasen på Forsbergs

John Harryson: Lelle, Harrys rival

Georg Skarstedt: Harrys far

 

Άρρηκτα συνυφασμένο πλέον με την εποχή του τίτλου του στη συλλογική σινεφίλ συνείδηση, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα» δεν είναι μόνο η πρώτη σπουδαία ταινία του Ινγκμαρ Μπέργκμαν, αλλά κι ένα κομβικό σημείο τόσο για την καριέρα του Σουηδού σκηνοθέτη, όσο και για το ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο σινεμά γενικότερα. Κι αν σήμερα, μισό και πλέον αιώνα μετά, το γυμνό στήθος και τα οπίσθια της πρωταγωνίστριας Χάριετ Αντερσον δεν προκαλούν σε ένα κοινό που τα έχει δει όλα τον ίδιο σάλο που είχε ξεσπάσει το 1953, αυτή η ιστορία της ερωτικής και όχι μόνο αφύπνισης ενάντια σε μια μίζερη και πνιγηρή πραγματικότητα διατηρεί ακόμα ακέραιη τη φρεσκάδα της.

Ο Μπέργκμαν ήταν 34 χρονών κι έψαχνε μετά από δώδεκα μεγάλου μήκους ταινίες ακόμα να βρει τη δική του, ξεχωριστή δημιουργική φωνή, διχασμένος ανάμεσα στον κινηματογράφο και το θέατρο, όταν ανακάλυψε στο σενάριο του Περ Αντρες Φόλγκερστορμ, ενός συγγραφέα που κατέγραφε τις ζωές και τα ήθη της εργατικής τάξης στη Σουηδία, την ευκαιρία να προσεγγίσει για πρώτη φορά τις θεματικές που θα αποτελούσαν τη βάση για όλα τα μετέπειτα αριστουργήματά του: το αδιέξοδο των ανθρώπινων σχέσεων και τη διαμόρφωση της γυναικείας ψυχοσύνθεσης μέσα από το σκοτεινό καθρέφτη της κινηματογραφικής κάμερας. Γιατί μπορεί ο τίτλος της ταινίας να υποδηλώνει μια αντρική οπτική γωνία και η ιστορία να αφορά την εξέλιξη της σχέσης δύο νέων στην εναλλαγή των εποχών του χρόνου, είναι όμως ξεκάθαρο ότι η Μόνικα βρίσκεται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος του Σουηδού σκηνοθέτη, κι όχι μόνο λόγω της παρουσίας της Χάριετ Άντερσον, την οποία ο Μπέργκμαν ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα στα γυρίσματα.

Η Μόνικα δεν είναι απλώς ένα κορίτσι των λαϊκών τάξεων, εύκολο θύμα τόσο της σεξουαλικής παρενόχλησης των αντρών στο μανάβικο που εργάζεται, όσο και της οργής του μέθυσου πατέρα της. Είναι μια γυναίκα που θέλει να ζήσει το πάθος, όπως το βλέπει στη μεγάλη οθόνη και στα αμερικανικά μελοδράματα που παρακολουθεί στο σινεμά κλαίγοντας. Στο πρόσωπο του Χάρι, ενός νεαρού που εργάζεται ως παιδί για όλες τις δουλείες στο διπλανό κατάστημα, η Μόνικα θα βρει τον έρωτα αρχικά ως παιχνίδι κι στη συνέχεια ως μια διέξοδο από το ασφυκτικό κοινωνικό περιβάλλον, την καταδυναστευτική δύναμη του οποίου ο Μπέργκμαν αποτυπώνει ρεαλιστικά στο πρώτο μέρος της ταινίας. Ταυτόχρονα, όμως, ο έρωτας είναι και μια πηγή αυτογνωσίας για τη νεαρή κοπέλα, η οποία ήδη από το πρώτο πλάνο αντικρίζει τον εαυτό της στον καθρέφτη και διορθώνει το εσώρουχό της, λίγο πριν εισέλθει στο μπαρ, όπου εκείνη θα φλερτάρει πρώτη με τον Χάρι.

Οταν οι δύο νέοι αποφασίσουν να παρατήσουν τις δουλειές τους και να κλέψουν το σκάφος του πατέρα του Χάρι για μια καλοκαιρινή εξόρμηση, η ταινία οδηγείται στο δεύτερο, εμβληματικό της μέρος, εκείνο που της χάρισε την υστεροφημία της. Εκεί η Μόνικα και ο Χάρι ζουν τον έρωτά τους στον απόλυτο βαθμό, παραδομένοι στην ελευθερία και στη φυσική κατάσταση. Και δεν είναι το γυμνό σώμα της Μόνικα η μόνη υπογράμμιση της επαναστατικής ευφορίας πέρα από τις κοινωνικές συμβάσεις, αλλά και η ίδια η κάμερα του Μπέργκμαν που κινηματογραφεί ακόρεστα τη θάλασσα, τον ουρανό και το παιχνίδισμα του ήλιου με τα σύννεφα πάνω στα σώματα. Το καλοκαίρι για τους δύο νέους (και συνακόλουθα για τον Μπέργκμαν) δεν είναι μόνο μια εποχή, αλλά μετατρέπεται στην ταινία σε ένα σύμβολο, μια αέναη γιορτή της νεότητας που αψηφά τη ροή του χρόνου, ένα διαρκές παρόν που αναλώνεται αχόρταγα παρά τις απειλητικές νύξεις του μέλλοντος.

Κι ενώ η Μόνικα έχει γίνει ένα αγρίμι εξοικειωμένο με την αβίαστη σεξουαλικότητά του, η ευτυχία φυσικά δεν μπορεί να κρατήσει επ’ άπειρον, παρά την αντίθετη επιθυμία της κοπέλας («Οχι, δεν γυρίζω πίσω. Θέλω το καλοκαίρι να συνεχίσει έτσι…»), και οι κοινωνικοί περιορισμοί θα εμφανιστούν ξανά, όταν εκείνη μείνει έγκυος. Οι δύο νέοι ορκίζονται ότι θα μείνουν για πάντα μαζί και μοιράζονται τα αμοιβαία όνειρα μιας ευτυχισμένης οικογενειακής ζωής όταν επιστρέψουν στην πόλη, ο Μπέργκμαν, όμως, φροντίζει ήδη να προοικονομήσει τη συντριβή όλων όσα τόσο λυρικά και μεγαλόσχημα ορκίζονται. Η φυσική κατάσταση που οδήγησε το ζευγάρι στην απόλυτη ευτυχία, θα γίνει η αρχή της καταδίκης τους, αφού η πείνα θα οδηγήσει την Μόνικα στη διάρρηξη της αποθήκης ενός εξοχικού για τρόφιμα, κατά τη διάρκεια της οποίας, όμως, θα την πιάσουν επ’ αυτοφώρω οι ιδιοκτήτες. Οταν η Μόνικα αποδράσει κρατώντας ένα κομμάτι κρέας στα χέρια σαν κυνηγημένο ζώο, οι δύο νέοι θα συνειδητοποιήσουν ότι η επιστροφή στην πόλη και «στον πολιτισμό» είναι πλέον μονόδρομος.

Κι όσο τα επιβλητικά κτίρια και τα αγάλματα στην είσοδο της Στοκχόλμης ρίχνουν τη βαριά κι απειλητική σκιά τους στις προοπτικές του ζευγαριού, η ταινία παραδίδεται στο τρίτο μέρος στο φθινόπωρο της απότομης προσγείωσης στην πραγματικότητα και στο συμβιβασμό με μια καθημερινότητα που απομυζά από τη Μόνικα και το Χάρι τη χαρά και την ενέργεια όσων ανέμελων προηγήθηκαν. Γιατί η αρχή του τέλους δεν είναι μόνο η οικονομική ανέχεια και οι αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις του Χάρι, ο οποίος πρέπει να συντηρήσει μια ολόκληρη οικογένεια μόνος του, αλλά κυρίως η δεύτερη, σαρωτική και καταστροφική για την οικογενειακή ευτυχία, επανάσταση της Μόνικα ενάντια σε έναν ρόλο που αισθάνεται πως της έχει επιβληθεί. Αδιάφορη απέναντι στο νεογέννητο παιδί της, η νεαρή γυναίκα θα θελήσει να ζήσει και πάλι τη ζωή της ελεύθερη.

Ο Μπέργκμαν δεν θα προβεί σε ηθικολογικές κρίσεις, αλλά θα καταγράψει την πορεία της κεντρικής ηρωίδας στη χειραφέτηση και την αυτογνωσία με μια νομοτελειακή διαύγεια, η οποία θα κορυφωθεί με το ριζοσπαστικό για την εποχή και περιβόητο ακόμα και σήμερα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο της Μόνικα, στη διάρκεια του οποίου η Χάριετ Αντερσον σπάει τον τέταρτο τοίχο και κοιτάζει επίμονα, αγέρωχα κι επιτακτικά τον θεατή, καταρρίπτοντας την εξουσιαστική σχέση του βλέμματος και αξιώνοντας την αναγνώριση της ως κάτι περισσότερο και πιο σύνθετο από το άθροισμα των ρόλων που της έχουν ανατεθεί. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ, μεγάλος θαυμαστής της ταινίας κι εν μέρει υπεύθυνος για τη διαχρονικότητά της, έγραψε εκστασιασμένος στο Cahiers du Cinema ότι «αυτό το βλέμμα της είναι ένα κάλεσμα στον θεατή να γίνει μάρτυρας της αηδίας που εκείνη νιώθει για την ακούσια επιλογή της να ζήσει στην Κόλαση και όχι στον Παράδεισο». Το γεγονός ότι μια δεκαετία αργότερα οι ήρωες της nouvelle vague έστρεψαν κι εκείνοι το βλέμμα τους στο θεατή οφείλεται στη Μόνικα.

Και φυσικά όλα αυτά μπορεί να μην είχαν καμία σημασία, αν στον κεντρικό ρόλο δε βρισκόταν η Χάριετ Αντερσον, η πρώτη μεγάλη μπεργκμανική πρωταγωνίστρια, η οποία έγινε σε ηλικία 20 μόλις χρονών διεθνής σταρ εν μια νυκτί με αυτή την ταινία. Με μια αφτιασίδωτη φυσική παρουσία, στον αντίποδα των πρωταγωνιστριών της άλλης πλευράς του Ατλαντικού, η Αντερσον έπλασε με ταπεινά υλικά μια ηρωίδα με πρωτεϊκή συναισθηματική δύναμη κι εμβέλεια, βουτώντας βαθιά στην ψυχοσύνθεση του χαρακτήρα που υποδύεται και μην αφήνοντας κανένα περιθώριο στην κάμερα του Μπέργκμαν (αλλά και στον Μπέργκμαν τον ίδιο) να μην την ερωτευτεί.

Το τέλος της ιστορίας δεν θα μπορούσε παρά να ανήκει στον χειμώνα, όχι όμως εκείνον της σαιξπηρικής δυσαρέσκειας, αλλά αυτόν της μπεργκμανικής ωριμότητας. Κι όσο η Μόνικα ζει τη ζωή της εκτός κάδρου, ελεύθερη (;) ξανά, ο Χάρι μεγαλώνει μόνος του τον καρπό της αγάπης τους. Τότε θα κοιτάξει κι αυτός μέσα στον καθρέφτη της αυτογνωσίας και η μορφή του θα φωτιστεί από την ανάμνηση εκείνου του καλοκαιριού, στη σύντομη διάρκεια του οποίου οι δύο νέοι ήταν και αισθάνονταν ανίκητοι. Όλες οι στιγμές που χάθηκαν είναι οι αναμνήσεις που θα κρατήσει για πάντα, λίγο πριν αποχωρήσει κι αυτός από το πλάνο. Ο Μπέργκμαν θα έβαζε πλώρη στη συνέχεια για ακόμα πιο σκοτεινά κι αχαρτογράφητα νερά, το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα», ωστόσο, ήταν και θα παραμείνει η αρχή της διαδρομής.


GENTLEMEN PREFER BLONDES 1953

GENTLEMEN PREFER BLONDES  1953

Οι Άνδρες Προτιμούν Τις Ξανθιές


Σκηνοθεσία: Howard Hawks

Σενάριο: Charles Lederer, Joseph Fields

Είδος: Comedy, Musical, Romance

Διάρκεια: 1h 31min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jane Russell: Dorothy Shaw

Marilyn Monroe: Lorelei Lee

Charles Coburn: Sir Francis 'Piggy' Beekman

Tommy Noonan: Gus Esmond Jr.

George Winslow: Henry Spofford III

Marcel Dalio:          Magistrate

 

Δύο Αμερικανίδες τραγουδίστριες σαλπάρουν για τη Γαλλία. Στο ίδιο πλοίο βρίσκεται και ένας ντετέκτιβ, με αποστολή να παρακολουθεί τη μία από αυτές που είναι αρραβωνιασμένη με το γιο κάποιου εκατομμυριούχου. Οι προκλητικές Λόρελαϊ και Ντόροθι αναστατώνουν τον κόσμο των πλουσίων. H φιλοχρήματη Λόρελαϊ, επειδή αναζητά άντρες με πλούτο και διαμάντια, και η Ντόροθι επειδή αναζητά τον μεγάλο έρωτα. H παρουσία τους αλλάζει ολοκληρωτικά τη ζωή των αντρών, που ταξιδεύουν μαζί τους στο πολυτελές υπερωκεάνιο. Οι εκατομμυριούχοι ταξιδιώτες συνωστίζονται γύρω τους, ενώ οι αρρενωποί αθλητές της ολυμπιακής ομάδας των HΠA, παραβιάζουν την αυστηρή πειθαρχία τους. Ωστόσο, δεν είναι μόνες… ο ιδιωτικός ντετέκτιβ τις ακολουθεί κατά πόδας και καταγράφει κάθε τους κίνηση…

Το άκουσμα και μόνο του ονόματος της ταινίας, είναι αρκετό για να φέρει στο νου, την εικόνα της πιο λαμπερής γυναίκας που έπλασε ποτέ το Χόλιγουντ. Η Μέριλιν Μονρόε ήταν μια γνήσια κινηματογραφική ντίβα και ταυτόχρονα μια αφοπλιστικά αισθησιακή γυναίκα μ’ ένα υπέροχα σέξι χαμόγελο. Παρά το τραγικό της τέλος, η πορεία της άνοιξε το δρόμο σε μια σειρά από ηθοποιούς που στο μέλλον θα ακολουθούσαν τα βήματά της, παραμένοντας μέχρι σήμερα πηγή έμπνευσης.

Η κομεντί «Οι Άντρες Προτιμούν τις Ξανθιές», είναι ριμέικ του θεατρικού μιούζικαλ, που ανέβηκε το 1949 στο Broadway. Μια αξιοπρόσεκτη κοινωνική σάτιρα ηθών της μεταπολεμικής Αμερικής, έτσι όπως μας την παρουσιάζει, ένας εκ των κορυγαίων Αμερικανών σκηνοθετών. Ο Χάουαρντ Χοκς, έχει δημιουργήσει αξιομνημόνευτες ταινίες, όπως το Bringing Up Baby (1938), Only Angels Have Wings (1939), His Girl Friday (1940), The Big Sleep (1946) αλλά και το Sergeant York (1941), για το οποίο υπήρξε υποψήφιος για Όσκαρ.

Η πρωτότυπη ιστορία γράφτηκε το 1925 από την Anita Loos στο ομότιτλο μυθιστόρημά της και συγκίνησε το Αμερικανικό κοινό. Το 1949 η Anita Loos, σε συνεργασία με τον Joseph Fields, διασκεύασαν το μυθιστόρημα σε θεατρικό κείμενο για μιούζικαλ και με τη μουσική του Jule Styne και τη σκηνοθετική μαεστρία του John C. Wilson ανέβηκε για πρώτη στη σκηνή, στο Ziegfeld Theatre στο Broadway, στις 8 Δεκεμβρίου, δίνοντας συνολικά 740 παραστάσεις μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1951.

Η θεατρική επιτυχία του έργου οδήγησε τον σκηνοθέτη Howard Hawks στην κινηματογραφική μεταφορά του με τις Τζέϊν Ράσελ και την Μέριλιν Μονρόε να ενσαρκώνουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μια ταινία που στην εποχής της, υπήρξε τεράστια εμπορική επιτυχία και αγαπήθηκε όσο λίγες. Να σημειώσουμε βέβαια, ότι αυτή είναι η ταινία όπου ακούγεται το κλασσικό πλέον, «Diamonds Are a Girl’s Best Friend» του Jule Styne, ερμηνευμένο μοναδικά από την Μέριλιν Μονρόε…

 


 

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2021

The Long Memory 1953

 

The Long Memory 1953

Ο εκδικητής

Σκηνοθεσία: Robert Hamer

Σενάριο: Howard Clewes, Robert Hamer

Είδος: Crime, Drama, Thriller

Διάρκεια: 1h 36min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

John Mills: Phillip Davidson

John McCallum: Supt. Bob Lowther

Elizabeth Sellars: Fay Lowther

Eva Bergh: Ilse

Geoffrey Keen: Craig

Michael Martin Harvey: Jackson

 

Ο Ντέιβιντσον, ένας πικραμένος κατάδικος, αποφυλακίζεται. Έκτισε χρόνια ποινής για μια δολοφονία που δεν διέπραξε ποτέ και η πρώτη του σκέψη είναι να εκδικηθεί αυτούς που τον παγίδευσαν. Μένει σε μια μαούνα και είναι συνεχώς κάτω από την στενή παρακολούθηση της αστυνομίας. Αποφασισμένος να καταστρέψει τους εχθρούς του μπλέκεται σε ένα δεύτερο έγκλημα που τον φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο με τον αληθινό δολοφόνο...



Malta Story 1953

Malta Story 1953

Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΦΛΕΓΕΤΑΙ 

Σκηνοθεσία: Brian Desmond Hurst

Σενάριο: Thorold Dickinson, Peter De Sarigny

Είδος: Drama, History, War

Διάρκεια: 1h 43min

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Alec Guinness: Flight Lt. Peter Ross

Jack Hawkins: Air Commodore Frank

Anthony Steel: Wing Commander Bartlett

Muriel Pavlow: Maria Gonzar

Renée Asherson: Joan Rivers

Hugh Burden: Major Eden

 

Το 1942 η Μ. Βρετανία προσπαθούσε με κάθε κόστος να κρατήσει την κυριαρχία της στη Μάλτα, γεγονός που θα της επέτρεπε να κρατά ανοιχτές τις γραμμές ανεφοδιασμού των συμμαχικών στρατευμάτων. Οι δυνάμεις του Άξονα, από την άλλη πλευρά, ήθελαν να κατακτήσουν την Μάλτα προκειμένου να ενισχύσουν τις δικές τους γραμμές ανεφοδιασμού.

Παρακολουθούμε ρεαλιστικές αναπαραστάσεις μαχών, καθώς και σκηνές αρχειακού υλικού όπου οι πολιορκημένοι Βρετανοί αγωνίζονται να αποκρούσουν τις επιδρομές της Λουφτβάφε…

 



Beneath The 12-Mile Reef 1953

 

Beneath The 12-Mile Reef 1953

ΥΦΑΛΟΣ 12 ΜΙΛΙΩΝ

 


Σκηνοθεσία: Robert D. Webb

Σενάριο: A.I. Bezzerides

Είδος: Adventure, Drama

Διάρκεια: 1h 42min

Γλώσσα: Αγγλικά:

Παίζουν:

Robert Wagner: Tony Petrakis

Terry Moore: Gwyneth Rhys

Gilbert Roland: Mike Petrakis

J. Carrol Naish: Socrates 'Soc' Houlis

Richard Boone: Thomas Rhys

Angela Clarke: Mama Petrakis

Peter Graves: Arnold Dix

Jay Novello:            Sinan

 

Η ταινία είναι η τρίτη που γυρίστηκε σε σινεμασκόπ και από τις πρώτες με υποβρύχιες λήψεις. Περιγράφει τη ζωή δύο Ελλήνων σφουγγαράδων, πατέρα και γιου, τη Φλόριντα. Ο πατέρας σκοτώνεται ψαρεύοντας σε μια επικίνδυνη θαλάσσια περιοχή και ο γιος αναλαμβάνει μόνος του το δύσκολο επάγγελμα του σφουγγαρά.

Εκτός από τις δυσκολίες της δουλειάς, έχει επίσης να αντιμετωπίσει την απόρριψη από την οικογένεια της κοπέλας που αγαπά.

Οι σφουγγαράδες του Τάρπον Σπρινγκς Το Τάρπον Σπρινκς της Φλόριντα είναι το μέρος εκείνο του κόσμου,όπου, αναλογικά με τον πληθυσμό του, φιλοξενεί τους περισσότερους Έλληνες... Ουσιαστικά, δημιουργήθηκε από Έλληνες θαλασσινούς, που εγκαταστάθηκαν στις ακτές της Βορείου Αμερικής στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Νησιώτες, ως επί τω πλείστον Δωδεκανήσιοι, Συμιακοί , Καλύμνιοι και Χαλκίτες ίδρυσαν ελληνική Κοινότητα και με την ξεχωριστή τέχνη τους καθιέρωσαν το Τάρπον Σπρινγκς, το μικρό ελληνικό ψαροχώρι της Φλώριδας που βρίσκεται βόρεια της Αγίας Πετρούπολης στον κόλπο του Μεξικού, ως το μεγαλύτερο κέντρο εμπορίου σπόγγων της Αμερικής!

Υπάρχουν πάμπολλες ιστορίες για τους σκληροτράχηλους βουτηχτάδες.

Το 1953 το Χόλυγουντ επένδυσε και σε μια ταινία με θέμα τη ζωή και τις εριπέτειες μιας ελληνικής οικογένειας σφουγγαράδων του Τάρπον Σπρινγκς σε σενάριο του πασίγνωστου κι επιτυχημένου ελληνοαρμενικής καταγωγής σεναριογράφου του Χόλυγουντ Αλμπερτ Ισαάκ Μπεζερίδη με πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Βάγκνερ (Beneath the 12-Mile Reef).

Το 1947 το περιοδικό N ational G eographic δημοσίευε το παρακάτω περιγραφικό κείμενο για τους Σφουγγαράδες του Τάρπον Σπρινγκς που, τότε, απαριθμούσε περί τους 3.000 Έλληνες: << Σαν πουλί που επιστρέφει στη φωλιά του, το καΐκι δένει δίπλα στα άλλα σφουγγαράδικα. Άλλο είναι βαμμένο πορτοκαλί και μαύρο, άλλο καταγάλανο, άλλο λευκό, μπλε, κόκκινο και μαύρο, άλλο πάλι λευκό, γκρίζο, πορτοκαλί και πράσινο – το καθένα με το δικό του μεγαλόπρεπο όνομα: Αίγλη, Δημοκρατία, Βενιζέλος, Άγιος Νικόλαος, Ποσειδών, Τζορτζ Ουάσιγκτον… Τα ονόματα είναι γραμμένα με μαύρη μπογιά για να ξεχωρίζουν. Στην προβλήτα του Τάρπον Σπρινγκς αράζουν γύρω στα 150 σφουγγαράδικα καΐκια, το ένα δίπλα στο άλλο, που ψαρεύουν σφουγγάρια με δύτες στα βαθιά ή με καμάκι στα ρηχά, όλα φρεσκοβαμμένα, στην τρίχα. Τα περισσότερα είναι άδεια, καθώς τα φορτία τους έχουν πια στοιβαχτεί στις ασφαλείς αποθήκες της Sponge Exchange, της Κεντρικής Αγοράς, όπου διαμορφώνονται οι τιμές των σφουγγαριών κατόπιν δημοπρασίας.

Σε λίγο θα μεταφερθούν εκεί και τούτα τα καινούργια σκούρα, δύσοσμα σφουγγάρια. Οι ναύτες τα ξεφορτώνουν. Ο καπετάνιος και το πλήρωμα τα επιθεωρούν. Γερή μπάζα! Οι δύτες γυρίζουν βιαστικά στα σπίτια τους ή μαζεύονται στα καφενεία. Φανταχτερές ζωγραφιές με βυζαντινά θέματα δεσπόζουν στους τοίχους· ελληνικά πρόσωπα γεμάτα ζωντάνια ρίχνουν γύρω φευγαλέες ματιές. «Γεια σου, Νικ!» «Γεια σου και σένα». «Πώς είν’ η θάλασσα;» Οι θαμώνες κάθονται στα μικρά τραπέζια, πίνουν ελληνικό καφέ, διαβάζουν παλιές εφημερίδες. Κάποιοι βγαίνουν να ξεμουδιάσουν από το κούνημα στο καΐκι και περπατούν ως το μόλο ή ως την Κεντρική Αγορά, όπου περι-γράφουν στους επισκέπτες με μια δόση χιούμορ πώς είναι να μαζεύεις σφουγγάρια >>...

 


Le Retour De Don Camillo 1953

Le Retour De Don Camillo 1953

Η επιστροφή του Δον Καμίλλο

  


Σκηνοθεσία: Julien Duvivier

Σενάριο: Giovanni Guareschi, Julien Duvivier

Είδος: Comedy

Διάρκεια: 1h 55min

Γλώσσα: Γαλλικά

Παίζουν:

Fernandel: Don Camillo

Gino Cervi: Giuseppe 'Peppone' Bottazzi

Arturo Bragaglia: Il cantoniere

Édouard Delmont: Il dottor Spiletti

Alexandre Rignault: Franceso 'Nero' Gallini

Saro Urzì: Brusco - il barbiere

Thomy Bourdelle: Cagnola

 

Όταν ο Επίσκοπος αντιλαμβάνεται τη συνεχιζόμενη διαμάχη μεταξύ του ιερέα Δον Καμίλο και του κομμουνιστή δημάρχου Πεπόνε, αποφασίζει να επέμβει. Έτσι ο Δον Καμίλο "εξορίζεται" σε μία απομακρυσμένη μικρή ενορία στο βουνό. Για πρώτη φορά ο Πεπόνε αισθάνεται άνετος και ήσυχος χωρίς την παρουσία του προαιώνιου εχθρού του. Όταν όμως αποτυγχάνει να πείσει έναν πλούσιο κτηματία, προκειμένου να δημιουργηθεί στην ιδιοκτησία του ένα φράγμα, που θα αποτρέπει τις περιοδικές πλημμύρες, Ο δήμαρχος, συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται την πολύτιμη βοήθεια του Δον Καμίλο για να μεταπεισθεί ο ιδιοκτήτης.

Η κατάσταση όμως στο χωριό γίνεται ακόμη πιο απελπιστική όταν οι ενορίτες απογοητεύονται με την παρουσία του αντικαταστάτη του Δον Καμίλο. Οι κάτοικοι αρνούνται να παντρευτούν, να γεννήσουν ή ακόμη και να πεθάνουν ... Ο δήμαρχος βλέπει ότι δεν έχει άλλη επιλογή, η επιστροφή του Δον Καμίλο πρέπει να επισπευσθεί. Αλλά πως θα πετύχει και η επιστροφή altτου "εχθρού" δεν θα μετατραπεί σε γιορτή νίκης;


TARZAN AND THE JUNGLE BOY (1968)

TARZAN AND THE JUNGLE BOY (1968)

Ο ΤΑΡΖΑΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΙΔΙ

ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ

  

Σκηνοθεσία: Robert Gordon

Σενάριο: Stephen Lord, Edgar Rice Burroughs

Είδος: Action, Adventure

Διάρκεια: 1h 39min

Γλώσσα: Αγγλικά

Υπότιτλοι: corto64

Παίζουν:

Mike Henry: Tarzan

Rafer Johnson: Nagambi

Aliza Gur: Myrna

Steve Bond:            Erik

Ron Gans: Ken

Edward Johnson:   Buhara

 

Δεν του βγήκε του Sy Weintraub η ταινία. Ο Mike Henry κάνει τον Jock Mahoney να φαντάζει μπροστά του ως 4 φορές καλύτερος, στον ρόλο του Ταρζάν. Πήγαν πολλά στραβά από εξαρχής. Αν και δεν αναφέρονται στους συντελεστές(ως συμπαραγωγός χώρα είναι η Ελβετία…), με ένα πιο προσεκτικό βλέμμα θα παρατηρήσει κανείς ότι τα εξωτερικά γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Βραζιλία. Οι Βραζιλιάνοι τεχνικοί που συμμετείχαν στο φιλμ ήταν αρκετοί, με την διακριτική παρουσία – επίβλεψη των Ιταλών. Αυτό το… πάντρεμα, ήταν που άλλαξε σχεδόν τα πάντα στην ταινία, κάνοντας την τελικά να επιπλέει στα θολά νερά του Αμαζονίου, σαν ακυβέρνητη σχεδία…

Μακράν η πιο κοντά στο trash ταινία του Ταρζάν (έχει και ψήγματα καλτ δεν λέω). Κάπου εδώ ο Αμερικανός παραγωγός έχασε την εμπιστοσύνη του στο πρόσωπο του Mike Henry (αν το έκανε νωρίτερα θα γλυτώναμε όλοι χρόνο και όχι μόνον). Μετριότατο το αποτέλεσμα, που μάλλον γελοιοποιεί τον ήρωα, βάζοντας τον να ξεστομίζει ανόητους διαλόγους, σε μια άνευρη και χλιαρή περιπέτεια.

Το ημερολόγιο σημειώνει: Μάιος του 1968. Κι ενώ βαδίζουμε ολοταχώς προς την δεκαετία του ’70, ο άρχοντας της ζούγκλας κινηματογραφικά είναι γυμνός, απροστάτευτος από κάθε μορφής εξέλιξη (τεχνική και όχι μόνον), αφελής και άβουλος. Περισσότερο παραπαίει, παρά βγάζει πυγμή και δύναμη χαρακτήρα. Από έναν πρώην παίκτη του Αμερικάνικου φούτμπολ, κανείς δεν έχει(ούτε και είχε το ’68), την απαίτηση να προσδώσει με την «ερμηνεία» του επιπλέον δυναμική στον χαρακτήρα που ενσαρκώνει στη μεγάλη οθόνη. Μέχρις εδώ καλά.

            Από εκεί κι έπειτα όμως, είναι απορίας άξιο πως ένας τόσο έμπειρος παραγωγός όπως ο Sy Weintraub, με παραστάσεις από τις περισσότερες κινηματογραφικές και τηλεοπτικές μεταφορές του Ταρζάν, υπέπεσε στο σινέ ατόπημα να γυρίσει τρία φιλμ μαζί του. Ένα άλλο στοιχείο, ενδεικτικό της προχειρότητας με την οποία αντιμετωπίστηκε η παραγωγή(στο ύφος του «πάμε για άλλο ένα τώρα που γυρίζει»), είναι το γεγονός ότι η ταινία γυρίστηκε αμέσως μετά το Tarzan and the Great River, με διαφορά ελάχιστους μήνες, στον ίδιο τόπο(Βραζιλία). Λες και κάποιος(;) πίεζε τον Weintraub να φιλμάρει κατά ριπάς. Αδιανόητα σφάλματα για ανθρώπους με πορεία στον χώρο και, για στούντιο όπως αυτά της Paramount Pictures, που μέχρι τότε είχαν δείξει μια στοιχειώδη σοβαρότητα…

            Ούτε οι αθλητές του δεκάθλου, τα αδέλφια Rafer και, Ed Johnson, ούτε η πανίδα της Αφρικής που έμπαινε σφήνα(ελέω μοντάζ), στα γυρισμένα στην Βραζιλία πλάνα, ούτε το εξαιρετικό χωριό των Ζαγκούντα που στήθηκε για τις ανάγκες του φιλμ(πολύ καλή η δουλειά εδώ των σκηνογράφων), είναι ικανά να σώσουν την κατάσταση. Το σενάριο θυμίζει τρύπια πιρόγα που μπάζει από παντού. Ότι να’ ναι. Ο φουκαράς γιός του αρχηγού(ο καλός), με το όνομα που του έδωσαν προκαλεί μειδίαμα στους συμπατριώτες μας, παραπέμποντας ευθέως στα γνωστά χαλιά διάσημης τηλεπερσόνας. Εντάξει, για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, οι άνθρωποι το ’68 αγνοούσαν την ύπαρξη της. Όπως και να’ χει πάντως, τα αρνητικά είναι τόσα πολλά, που πνίγουν την παραγωγή. Το λευκό αγόρι(Steve Bond), δεν έχει καμία σχέση με έφηβο που επέζησε 7 χρόνια μόνος και αβοήθητος στη ζούγκλα. Περισσότερο φέρνει στο νου ανήλικο που φιλμάρουν οι γονείς του τα καμώματα του κανακάρη τους στον κήπο, εν αγνεία του. Αδύνατον να μην γελάσει κανείς με το γελοίο χτένισμα και τις ατάκες Β’ δημοτικού που του έδωσαν για σενάριο. Ο μόνος που στέκεται στο ύψος του, είναι ο κακός αδελφός(το φιλμ θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ως εκδοχή του Κάιν – Άβελ στη ζούγκλα). Μετά από αυτόν… το χάος.

Ευθύνες έχει και ο σκηνοθέτης, Robert Gordon. Μπορεί να μην συγκαταλέγεται μεταξύ των διάσημων συναδέλφων του, όμως μπορούσε να διαχειριστεί κάπως καλύτερα το φιλμ. Έχοντας στο νου το “Black Zoo”(1963), δεν μπορώ να καταλάβω πως αφέθηκε κι εκείνος σε μια τέτοια κατρακύλα καριέρας. Σημειωτέων, ότι το “Tarzan & the jungle boy” τον έθαψε ως σκηνοθέτη. Το ’71 έκανε το “The gatling gun” και μετά έθεσε εαυτόν εκτός επαγγέλματος. Η Aliza Gur στον ρόλο της φωτορεπόρτερ είναι …για τα θηρία! Η Ισραηλινή ηθοποιός – ιέρεια των καλτ φιλμ του ’60 - πελαγοδρομεί! Δείχνει πολύ άβολα στα πλάνα, σαν ψάρι έξω από τα νερά του. Μόνη σκηνή(και καλύτερη της ταινίας), που βγάζει υποκριτικές δυνατότητες, είναι όταν δέχεται καταιγισμό ακοντίων πίσω από ένα βράχο. Καλύτερα να την ντουμπλάριζαν στις υπόλοιπες! Όσο για τον Ron Gans – συνεργάτη της φωτορεπόρτερ – ευτυχώς που δεν έκανε πολλά φιλμ και αρκέστηκε να πηγαίνει ως θεατής στις αίθουσες! Όλοι κερδισμένοι βγήκαμε από την απόφαση του.

Η ταινία δεν αντέχει σε κριτική(θα το καταλάβατε φαντάζομαι ήδη), ούτε και φυσικά διεκδίκησε δάφνες ποιότητας. Μπορούσε όμως να είναι 100 φορές καλύτερη, αν η παραγωγή είχε έστω και την παραμικρή αξίωση από αυτήν. Το να δίνεις διαλόγους στον Ταρζάν, μέσα από τους οποίους εξηγεί στο λευκό αγόρι της ζούγκλας ότι το λούνα πάρκ είναι κάτι που πρέπει να το ζήσει και, όχι να συμβιώνει με τα άγρια θηρία, μάλλον απαξιώνει την δημιουργία του Edgar Rice Burroughs. Απορώ πως οι απόγονοι του δεν έκαναν μήνυση στην Paramount Pictures για αυτήν την δυσφήμηση ουσιαστικά. Στην Ελλάδα προβλήθηκε ως είχε, «Ο Ταρζάν και το παιδί της ζούγκλας», ίσως επειδή ο μεταφραστής να μην άντεχε στην ιδέα πως έπρεπε να σκαρφιστεί κάτι πιο ευφάνταστο. Τον καταλαβαίνω απόλυτα.

Ο Ταρζάν εκδράμει στην ανεξερεύνητη περιοχή των Ζεγκούντα, συντροφιά με δύο φωτορεπόρτερ που αναζητούν την δημοσιογραφική αναγνώριση. Σκοπός τους να βρουν το λευκό αγόρι που χάθηκε πριν κάποια χρόνια στη ζούγκλα, όταν αναποδογύρισε το κανό και πέθανε ο γεωλόγος πατέρας του. Εκεί τους περιμένει μια άνευ προηγουμένου κόντρα μεταξύ δύο αδελφών, που διεκδικούν το χρίσμα του αρχηγού της φυλής…