Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922


Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens 1922
Νοσφεράτου, μια συμφωνία τρόμου


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau
Σενάριο: Henrik Galeen
Είδος: Fantasy, Horror
Διάρκεια: 1h 34min
Παίζουν:
Max Schreck = Κόμης Orlok ο βρυκόλακας)
Gustav von Wangenheim = Hutte)
Georg H. Schnell = Harding
Ruth Landshoff= Ruth (η αδελφή του)
Gustav Botz = Καθηγητής Sievers
John Gottowt = Καθηγητής Bulwer


Η ακατανίκητη επιθυμία του ανθρώπου να ξορκίσει τους εσωτερικούς του δαίμονες και επί της οθόνης θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα στη δημιουργία του είδους του κινηματογραφικού τρόμου. Όμως τίποτα δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον «Νοσφεράτου».
Εξωθώντας στα άκρα τη σκοτεινή πλευρά του Ρομαντισμού που εξέφρασε ο Γερμανικός Εξπρεσιονισμός, ο  Φρίντριχ Βίλελμ Μουρνάου ξεπέρασε σε φρίκη κάθε προγενέστερη απόπειρα όπως «Το Εργαστήρι Του Δρος. Καλιγκάρι» και το «Γκόλεμ». Ο ίδιος ο πλήρης τίτλος της ταινίας, «Νοσφεράτου, Μια Συμφωνία Τρόμου» («Nosferatu, Eine Symphonie Des Grauens»), προδίδει σαφέστατα τις προθέσεις του.


Και να σκεφτεί κανείς ότι ο «Νοσφεράτου» λίγο έλειψε να περάσει για πάντα στη λήθη. Κάτοχος των δικαιωμάτων του γοτθικού μυθιστορήματος του συζύγου της, η χήρα του Μπραμ Στόουκερ (στον «Δράκουλα» του οποίου βασίστηκε άτυπα αλλά αρκετά πιστά ο Μουρνάου) Φλόρενς πέτυχε μια δικαστική απόφαση που διέταζε ρητά την καταστροφή του αρνητικού και κάθε κόπιας της ταινίας. Ευτυχώς κάποιες από τις κόπιες του διαβολικού αυτού αριστουργήματος διασώθηκαν για να μεταβιβάσουν την αρρωστημένη του επιρροή στις επερχόμενες γενιές.


Έχοντας στη διάθεσή του τον πενιχρό προϋπολογισμό μιας εταιρείας στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, ο Μουρνάου έσπασε τα στεγανά του Εξπρεσιονισμού και αποτόλμησε εκτεταμένα εξωτερικά γυρίσματα, τακτική σχεδόν ανήκουστη για τη γερμανική κινηματογραφική βιομηχανία της εποχής που προτιμούσε να κατασκευάζει εκ του μηδενός δάση και πολιτείες στα θεόρατα στούντιο της UFA και άλλων εταιριών, κάτι που χάριζε τη χαρακτηριστική τεχνητή όψη στις περισσότερες ταινίες της περιόδου. Παρά το φανταστικό περιεχόμενο του «Νοσφεράτου», ο χειρισμός αυτός προσέδωσε έναν απροσδόκητο ρεαλισμό στην ιστορία του θρυλικού βρικόλακα που εγκαταλείπει τα Καρπάθια για να γραπώσει με τα γαμψά του νύχια την ψυχή μιας γερμανικής πόλης, σκορπώντας αδιακρίτως το θάνατο στο πέρασμά του.


Αναπόφευκτα, ο «Νοσφεράτου» δεν τρομάζει το σύγχρονο κοινό όπως πιθανότατα τους θεατές του 1922, όμως η απειλητική ατμόσφαιρα διατηρείται ολοζώντανη. Ο Μουρνάου αναγνώριζε την υπεροχή της εικόνας, περιορίζοντας μάλιστα σε σύγκριση με τους συγχρόνους του τη χρήση των μεσότιτλων. Άφηνε το περίτεχνο μοντάζ και την παράλληλη δράση να προκαλέσουν τη μέγιστη εντύπωση, υιοθετώντας πρωτοποριακές τεχνικές, όπως το stop motion και την παρεμβολή αρνητικού φιλμ. Αποκορύφωμα της ραδιούργας σκηνοθεσίας του, η σεκάνς στο καταραμένο πλοίο: της έγερσης του απέθαντου Όρλοκ από το φέρετρό του και της αργής κίνησής του προς τον τελευταίο επιζώντα, σε ένα αριστουργηματικό πλάνο κοντρ-πλονζέ – μια από τις πολλές σκηνές ανθολογίας του φιλμ που αναπαρήγαγε και ο Βέρνερ Χέρτσογκ στο επιβλητικό ριμέικ του 1979.


Παρά την εξόφθαλμη αλλαγή των ονομάτων, χαρακτήρων και τοποθεσιών, ο Μουρνάου κράτησε τη βασική πλοκή του «Δράκουλα» - μεταφέροντας τη δράση από το βικτοριανό Λονδίνο στην καρδιά της μεσαιωνικής Ευρώπης, όπου είχε ρίξει βαριά τη σκιά της η πανούκλα. Οι νεωτερισμοί του ωστόσο υπερβαίνουν τη βαμπιρική μυθολογία, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα: τα σκόρδα, οι σταυροί, η εμμονή με την αιώνια νεότητα και η απουσία ειδώλου στον καθρέπτη και σκιάς βρικόλακα δεν έχουν θέση στον «Νοσφεράτου». Αντίθετα η σκιά του Όρλοκ χρησιμοποιείται αριστοτεχνικά σε ένα απαράμιλλο παιχνίδι σκότους και φωτός. Ταυτόχρονα ο Μουρνάου μετέτρεψε το χάπι εντ σε μια μεγαλειώδη αυτοθυσία, απαλλαγμένη από το νοσηρό ερωτισμό του Στόκερ.
Ο εκτρωματικός βρικόλακας του Μαξ Σρεκ δεν έχει καμία σχέση με τις μετέπειτα ενσαρκώσεις του Δράκουλα ως σεξουαλικά ακαταμάχητου δανδή. Είναι η ενσάρκωση του καθαρού εφιάλτη, προσωποποίηση της αρρώστιας και του θανάτου, απογυμνωμένος από όποια σαγηνευτική όψη του κακού και ρομαντική διάθεση και -γιατί όχι;- ένα πορτρέτο μιας Γερμανίας με ανοιχτές ακόμη τις πληγές του Α' Παγκοσμίου Πολέμου. Οι φήμες ότι κάτω από το γκροτέσκο μακιγιάζ κρυβόταν κάποιος άλλος, διάσημος ηθοποιός που δεν επιθυμούσε να εκτεθεί, ο ίδιος ο Μουρνάου ή ακόμη ένα αληθινό βαμπίρ (υπόθεση που έκανε ταινία ο Ελάιας Μέριγκε στη «Σκιά Του Βρικόλακα») αποτελούν επιπλέον δείγμα της παραδοξολογίας που συνοδεύει τη δημιουργία του «Νοσφεράτου». Ευτυχώς για μας, η αξεπέραστη δύναμή του δε βρίσκεται σε μια τέτοια μεταφυσική εξήγηση.




Tol'able David 1921


Tol'able David 1921
Ο καλούτσικος Ντέιβιτ.


Σκηνοθεσία: Director: Henry King
Σενάριο: Joseph Hergesheimer, Edmund Goulding
Είδος: Drama
Διάρκεια: 1h 39min
Μεσότιτλοι: zelligas
Παίζουν:
Richard Barthelmess = David Kinemon
Gladys Hulette = Esther Hatburn
Walter P. Lewis = Iscah Hatburn
Ernest Torrence = Luke Hatburn
Ralph Yearsley = Saul 'Little Buzzard' Hatburn
Forrest Robinson = Παππούς Hatburn


Ο David Kinemon, ο μικρότερος γιος των αγροτών της Δυτικής Βιρτζίνια, λαχταρά να αντιμετωπίζεται σαν άντρας από την οικογένειά του και τους γείτονές του, ειδικά από την Esther Hatburn, την όμορφη κοπέλα που ζει με τον παππού της σε ένα κοντινό αγρόκτημα. Ωστόσο, του υπενθυμίζεται συνεχώς ότι εξακολουθεί να είναι αγόρι, «καλούτσικο» αρκετά, αλλά όχι ακόμα άντρας.


Ο Ντέιβιντ τελικά έχει την ευκαιρία να αναδείξει τον εαυτό του όταν ο παράνομος Iscah Hatburn και οι γιοι του Luke και ο "Little Buzzard", μακρινά ξαδέλφια των γειτόνων Hatburn του Kinemon, μετακινούνται στο αγρόκτημα Hatburn, ενάντια στη βούληση της Esther και του παππού της. Η Esther αρχικά λέει στον David να μην παρεμβαίνει, λέγοντας ότι δεν μπορεί να τα βάλει με τα ξαδέλφια της. Αργότερα, τα ξαδέλφια σκοτώνουν το κατοικίδιο σκύλο του Ντέιβιντ και και τραυματίζουν τον μεγαλύτερο αδερφό του, αφήνοντάς τον ανάπηρο. Από αίσθηση της τιμής, ο πατέρας του Ντέιβιντ σκοπεύει να καταγγείλει στους αρμόδιους της δικαιοσύνης τα ξαδέλφια του Χάτμπορν, αντί να βασίζεται στον τοπικό σερίφη, αλλά δεν προλαβαίνει λόγο μιας απότομης θανατηφόρας καρδιακής προσβολής. Ο Ντέιβιντ είναι αποφασισμένος να κυνηγήσει τους Hatburns στη θέση του πατέρα του, αλλά η μητέρα του τον αποτρέπει, υποστηρίζοντας ότι θα πεθάνει σίγουρα και ότι με τον πατέρα του νεκρό και τον αδερφό του ανάπηρο, το νοικοκυριό, συμπεριλαμβανομένης της συζύγου του αδερφού του και του γιου του, εξαρτάται από αυτόν.


Η οικογένεια Kinemon που είναι τώρα χωρίς πατέρες αποχωρεί από το αγρόκτημα και αναγκάζεται να μετακομίσει σε ένα μικρό σπίτι στο χωριό. Ο Ντέιβιντ ζητά την παλιά δουλειά του αδερφού του, να οδηγεί την ταχυδρομική καρότσα, αλλά του λένε ότι είναι πολύ νέος. Ωστόσο, του δήνουν δουλειά στο κατάστημα. Αργότερα, όταν ο κανονικός οδηγός της απολύθηκε για μέθη, ο David τελικά έχει την ευκαιρία να οδηγήσει την καρότσα. Χάνει τον ταχυδρομικό σάκκο κοντά στο αγρόκτημα των Hatburn, όπου βρίσκει ο Luke. Ο Ντέιβιντ πηγαίνει στο αγρόκτημα των Χάτμπορν για να ζητήσει τον σάκκο. Του αρνούντε και αρχίζειε διαμάχη με τα ξαδέλφια, κατά τη διάρκεια της οποίας πυροβολείται στο χέρι. Ο David πυροβολεί έπειτα τον Iscah και τον μικρότερο γιο και αργότερα, μετά από μια παρατεταμένη μάχη με τον μεγαλύτερο αδερφό , αναδείχθηκε νικητής. Η Έστερ φεύγει για βοήθεια και φτάνει στο χωριό, λέγοντας ότι ο David σκοτώθηκε. Καθώς ένα πλήθος ετοιμάζεται να ψάξει τον David, αυτός καταφτάνει με τον ταχυδρομικό σάκο, άσχημα τραυματισμένος και καταρρέει. Είναι ξεκάθαρο σε όλους ότι ο Ντέιβιντ, δεν είναι πλέον απλώς "καλούτσικος", αλλά πραγματικός άνδρας και ήρωας.




The Circus 1928


The Circus 1928
Το Τσίρκο


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Charles Chaplin
Διάρκεια: 1h 12min
Παίζουν:
Charles Chaplin = Ο αλητάκος
Al Ernest Garcia = Ο ιδιοκτήτης του τσίρκου
Merna Kennedy = Η θετή του κόρη
Harry Crocker = Ένας σχοινοβάτης
George Davis = Ένας μάγος
Henry Bergman = Ένας γέρος κλόουν

Ένας αλητάκος γλυτώνει το κυνηγητό της αστυνομίας και καταλήγει να πιάνει δουλειά σε τσίρκο. Εκεί θα γνωρίσει και την γυναίκα των ονείρων του.


-Όχι, μια παλιά ταινία που έχει συνεισφέρει στον κινηματογράφο ως τέχνη δεν αποτελεί αυταπόδεικτα και καλή ταινία. Ίσως αυτό το κριτήριο να πρέπει να αξιολογεί τις ταινίες. Ίσως αν δεν υπήρχαν κάποιες από αυτές ο κινηματογράφος να ήταν πολύ χειρότερος σήμερα. Αυτά όμως αφορούν τους ιστορικούς, άντε και τους μελετημένους κριτικούς, δεν αφορούν τον θεατή. Προτάσσοντας λοιπόν την ιδιότητά μου ως αγνός θεατής θα πάω να δω το αριστούργημα της 7ης τέχνης έτοιμος να του επιτεθώ αν νοιώσω ότι έχασα κάποιες ώρες από τη ζωή μου.


Μετά από αυτό το μανιφέστο αλίμονο στο κλασικό αριστούργημα που θα βρισκόταν μπροστά μου! Το Τσίρκο έμελλε να είναι η ταινία που θα έριχνα όλο μου το μένος εναντίον κάθε είδους ποιοτικής απειλής στην ψυχαγωγία μου. Μετά όμως εμφανίζεται ο Charlie Chaplin! Και όσο και αν προσπαθείς δεν σου μένει κανενός είδους ιδεολογική έχθρα. Γιατί είναι τόσο αισιόδοξα γλυκός ο τρόπος που το χαμίνι του αντιμετωπίζει τη ζωή που αισθάνεσαι μίζερος αν αφήσεις οτιδήποτε να σταθεί ανάμεσα στην ταινία και την ψυχή σου.


Δεν χρειάζεται έτσι και αλλιώς να παρεμβληθεί οτιδήποτε! Γιατί όσα έλεγα αφορούσαν ταινίες που δεν έχουν για τον σημερινό θεατή καμία αισθητική, αισθαντική και νοητική αξία. Το Τσίρκο όμως, ή γενικότερα ο κινηματογράφος που κάνει ο Chaplin, τα έχει και τα τρία. Προσφέροντας μια πρωτότυπη αισθητική που έχει εκλείψει και αναμειγνύοντας ευφυώς κωμικά και δραματικά στοιχεία προκαλεί συναισθηματική κάθαρση στον θεατή. Το γέλιο θα βγει αβίαστα από τα οπτικά γκανγκς που αποδεικνύουν ότι το μπουρλεσκ μπορεί να είναι ποιοτικό. Κάθε σύγχρονοι επίδοξοι μιμητές, που μόνο με ιεροσυλία μοιάζει η αναφορά του ονόματός τους δίπλα στον Chaplin, όπως ο Jim Carrey το μόνο που κάνουν είναι να επιβεβαιώνουν πόσο ανεπανάληπτος υπήρξε ο ταλαντούχος κωμικός.


Κινούμενο γραμμικά σε μια πολύ απλή πλοκή, η οποία ίσως αποτελεί το μοναδικό μειονέκτημα, το έργο, όπως και κάθε άλλο έργο του, απλώς αφήνει χώρο στον Chaplin να αναπτύξει το ταλέντο του και να προκαλέσει γέλιο και συγκίνηση. Η φιγούρα που επινόησε αρκεί να εμφανιστεί στην οθόνη για να πλημμυρίσει το πανί με ανθρωπιά και αισιοδοξία και να παραδώσει μαθήματα αντιμετώπισης της ζωής με θετικό τρόπο.


Το ότι οι ταινίες του πήγαζαν αποκλειστικά από τον ίδιο και για αυτό δεν είχαν πολλές διαφορές μπορεί να γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στο Τσίρκο, αλλά αυτό δεν υπονομεύει με κανέναν τρόπο την αξία του. Μπορεί στις ελάχιστες στιγμές που υπερισχύει ο κριτικός μέσα μου να φαντάζει κουραστικό, αλλά ευτυχώς κάποιος χείμαρρος γέλιου θα με παρασύρει πάλι πίσω. Τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα μοιάζουν όλο και πιο διασκεδαστικά και το μόνο που τονίζουν είναι ότι ίσως ο διαχωρισμός του έργου του Chaplin σε ταινίες είναι απλώς τυπικός, γιατί η αίσθηση είναι το ίδιο τρυφερά αστεία σε όλα.





The Sheik 1921


The Sheik 1921
Ο Σεΐχης


Σκηνοθεσία: George Melford
Σενάριο: Edith Maude Hull
Είδος: Adventure, Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 26min
Μεσότιτλοι: domnak
Παίζουν:
Rudolph Valentino = Ο Σεΐχης
Agnes Ayres = Λαίδη Diana Mayo
Ruth Miller = Zilah
George Waggner = Yousaef
Frank Butler = Sir Aubrey Mayo
Charles Brinley = Mustapha Al


Ένας γοητευτικός άραβας σεΐχης παθιάζεται με μια μοντέρνα Εγγλέζα, που λατρεύει την περιπέτεια, και την απάγει στο κατάλυμα του στην έρημο.


Η ταινία έφερε την συντέλεια στις γυναικείες καρδιές. Φυσικά δεν φταίει το σχηματικό σενάριο, αλλά ο συνδυασμός φωτορομάντζου και Rudolph Valentino έφεραν νέα ήθη στο Χόλυγουντ. Ο θρυλικός σταρ ήταν ήδη γνωστός από το Οι Τέσσερις Ιππότες της Αποκάλυψης, αλλά εδώ επιβλήθηκε ως η απόλυτη ενσάρκωση της γοητείας.




Schloß Vogelöd (1921)

Schloß Vogelöd (1921)
The Haunted Castle


Σκηνοθεσία: F.W. Murnau - Συγγραφείς: Rudolf Stratz , Carl Mayer
Είδος: Crime, Drama - Διάρκεια: 75 λεπτά
Παίζουν:
Arnold Korff = von Vogelschrey, κύριος του αρχοντικού
Lulu Kyser-Korff = Centa VVogelschrey, η γυναίκα του
Lothar Mehnert = Κόμης Johann Oetsch
Paul Hartmann = Κόμης Peter Paul Oetsch
Paul Bildt = Βαρόνος Safferstätt
Olga Tschechowa = Βαρόνη Safferstätt
Victor Bluetner = Πατήρ Faramund
Μετάφραση στα Ελληνικά των Γερμανικών μεσότιτλων από εμένα.


Το Schloß Vogelöd είναι μια γερμανική βωβή ταινία από τον Friedrich Wilhelm του έτους 1921.
Μια παρέα ανδρών συναντιέται για κυνήγι στο αρχοντικόικό του Vogelschrey, αλλά πέφτει πυκνή βροχή και οι φιλοξενούμενοι περνούν το χρόνο τους κουβεντιάζοντας και παίζοντας χαρτιά μέσα στο αρχοντικό. Ο κόμης Johann Oetsch, ο οποίος δεν είχε προσκληθεί, εμφανίζεται επίσης. Αποφεύγεται από τους άλλους καλεσμένους, διότι φημολογείται ότι ο ίδιος πυροβόλησε και σκότωσε τον αδελφό του Peter πριν από 4 χρόνια. Αυτή η φήμη καλλιεργείται από έναν πρώην δικαστή του περιφερειακού δικαστηρίου.
Αναμένεται επίσης η χήρα του δολοφονημένου αδελφού, η οποία έχε ξαναπαντρευτεί τον βαρόνο Safferstätt, γεγονός που καθιστά την κατάσταση δυσάρεστη για τον οικοδεσπότη. Ο κόμης Oetsch αδιαφορεί γι αυτό και παραμένει. Η βαρόνη είναι τρομαγμένη όταν φτάνει και είναι αποφασισμένη να αποχωρίσει. Πληροφορείται όμως ότι θα έλθει ο πατήρ Faramund, που είχε σχέση με τον πρώην σύζυγό της και θέλει να του εξομολογηθεί κάτι.
Τις επόμενες ημέρες ο Oetsch, η βαρόνη και ο βαρόνος κατηγορούν ο ένας τον άλλον για τη δολοφονία του αδελφού του Κόμη. Τότε η βαρόνη ομολογεί στον πάτερ Faramund ότι ο γάμος της δεν ήταν πολύ αρμονικός. Ο σύζυγός της ενδιαφερόταν περισσότερο για πνευματικά ζητήματα, μα εκείνη είχε βαρεθεί τις αγιοσύνες και επιθυμούσε κάτι κάτι "κακό", ακόμα και φόνο! Αυτά τα είπε παρουσία τους βαρόνου Safferstätt, φίλου του συζύγου της, ο οποίος ερωτευμένος με πάθος μαζί της, παρεξηγεί τα λόγια της και σκοτώνει τον άνδρα της. Η κοινή ενοχή τελικά έκανε την ίδια και τον βαρόνο να παντρευτούν χωρίς να αισθάνονται οτιδήποτε άλλο ο ένας για τον άλλο. Στον ιερέα υπενθυμίζει ότι ως κληρικός δεν έχει το δικαίωμα να κοινοποιήσει την ομολογία της.
Ο ιερέας αποβάλει την ψεύτικη γενειάδα και την περούκα του και αποκαλύπτεται πως είναι ο κόμης Oetsch, ο οποίος μπορεί τώρα να αποδείξει την αθωότητά του! Ο βαρόνος Safferstätt πυροβολείται και αυτοκτονεί. Ο πραγματικός Πατέρας Faramund φτάνει τελικά στο κάστρο.
Η πρεμιέρα του Schloß Vogelöd έγινε στις 7 Απριλίου 1921. Το 2002, το Ίδρυμα Friedrich Wilhelm Murnau παρήγγηλε μια αποκατάσταση της ταινίας από ένα πρωτότυπο αρνητικό από το κινηματογραφικό αρχείο του ομοσπονδιακού αρχείου στο Βερολίνο, και από μία ταινία νιτρικών αλάτων που βρέθηκε σε κινηματοθήκη στο Σαν Πάολο στην Βραζιλία. Σε αυτήν υπήρχαν μεσότιτλοι στην Πορτογαλική γλώσσα που μπόρεσαν να συμπληρώσουν τους λείποντες Γερμανικούς.


Η ταινία κυκλοφόρησε κακώς και με τον τίτλο: "The Haunted Castle". Κακώς διότι αυτός ο τίτλος σημαίνει "Ο Στοιχειωμένος Πύργος", πράγμα που λανθασμένα οδηγεί πως πρόκειται για ταινία τρόμου, ενώ είναι απλά μια αστυνομική ταινία.

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

City Lights 1931


City Lights 1931
Τα Φώτα της Πόλης


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: Charles Chaplin
Είδος: Comedy, Drama, Romance
Διάρκεια: 1h 27min
Παίζουν:
Virginia Cherrill = Το τυφλό κορίτσι
Florence Lee = Η γιαγιά του κοριτσιού
Harry Myer = Ένας κεντρικός εκατομμυριούχος
Al Ernest Garcia =             James, ο μπάτλερ του εκατομμυριούχου
Hank Mann = ο πυγμάχος
Charles Chaplin = Ο αλητάκος


Ένας αλητάκος ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλιδα, η οποία πιστεύει ότι είναι εκατομμυριούχος. Προκειμένου να μη διαψεύσει τις ελπίδες της, εκείνος κάνει τις πιο απίθανες δουλειές για να τη βοηθήσει να βρει το φως της. Το αριστούργημα του Charlie Chaplin, η ταινία που έκανε τον «πολύ» Αϊζενστάιν να κλαίει σα μικρό παιδί: το σλάπστικ δένει άψογα με το ρομάντζο, το ταξικό παιχνίδι με τον αλκοολικό εκατομμυριούχο είναι απολαυστικό, ενώ η τελειομανία του Chaplin συνθέτει μια κωμική χορογραφία με αλάνθαστη αίσθηση του ρυθμού.


Κάθε φορά που βλέπω το City Lights ξαφνιάζομαι. Η εντύπωση της προηγούμενης φορά είναι πάντα τόσο ζωντανή μέσα μου που είμαι σχεδόν σίγουρη ότι η ταινία είναι ομιλούσα – πως αλλιώς μπορεί να «γράψει» ανεξίτηλα μία ταινία στο μυαλό και στην ψυχή ενός θεατού αν όχι με τα λόγια;
Χωρίς λόγια? Χωρίς λόγια.
Η ταινία γυρίστηκε το 1931 και είναι ουσιαστικά η τελευταία βουβή ταινία του Chaplin – αντιμετωπίζοντας πάντα ως υβρίδιο το Modern Times στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί προ-ηχογραφημένος ήχος, παρόλο που και κει ο Αλήτης παραμένει βουβός. Στην συνέχεια ο Chaplin θα διαβεί τον Ρουβίκωνα (όχι και πολύ πρόθυμα είναι η αλήθεια) και θα προσαρμοστεί πλήρως στα νέα τεχνικά δεδομένα γυρίζοντας πέντε ομιλούσες ταινίες και αποδεικνύοντας ότι ένα αυθεντικό ταλέντο μπορεί να αντιπαρέλθει κάθε αντιξοότητα. Ο Αλήτης του δεν θα τον ακολουθήσει. Όπως λοιπόν θα άρμοζε σε ένα κύκνειο άσμα ( της βουβής εποχής), το City Lights είναι ένα αριστούργημα της έβδομης τέχνης, ένα δυνατό σημείο αναφοράς, ένα υψηλής ποιότητας έργο τέχνης.



Ο Charlie Chaplin και σε αυτήν την ταινία διατηρεί την πενταπλή ιδιότητα του παραγωγού, σεναριογράφου, σκηνοθέτη, πρωταγωνιστή και συνθέτη της συνοδευτικής μουσικής και αντιμετωπίζει την κάθε μία από τις προκλήσεις άρτια.
Ο ήρωας της ταινίας είναι ο Αλήτης, το αγαπημένο alter ego του δημιουργού. Ο πολυαγαπημένος και διεθνώς αναγνωρίσιμος χαρακτήρας που γεννήθηκε το 1914, στο City Lights παραδίδει την πιο ολοκληρωμένη εκφραστικά ερμηνεία του, ένα μικρό ερμηνευτικό θαύμα που θα επαναληφθεί στο Modern Times, τον καταληκτικό σταθμό της φιγούρας με το μικρό καπέλο, το χαρακτηριστικό μουστακάκι, το στενό σακάκι, το μπαστούνι και το χαριτωμένο βάδισμα.


Μία νύχτα ο Αλήτης περιφερόμενος στην πόλη συναντά έναν εκατομμυριούχο (Harry Myers) που αποπειράται να αυτοκτονήσει και τον εμποδίζει. Ο εκατομμυριούχος αναγνωρίζοντας ότι η απόπειρά του ήταν μία τρέλα, τον ευχαριστεί και τον οδηγεί μέσα στο σπίτι του κάτω από την υψηλά ιστάμενη μύτη του μπάτλερ του (Allan Garcia) που ξινίζει τα μούτρα του μόλις τον βλέπει. Μόλις όμως ο παρ’ ολίγον αυτόχειρας συνέρχεται από το μεθύσι του δεν αναγνωρίζει πλέον τον Αλήτη. Με το που πέφτει η νύχτα και μετά από σχετική κατανάλωση αλκοόλ ο δυστυχισμένος εκατομμυριούχος ξαναθυμάται τον φίλο του και σωτήρα του και του φέρεται με ζεστασιά. Στο μεταξύ ο Αλήτης ερωτεύεται ένα τυφλό κορίτσι με αναγεννησιακή μορφή που πουλάει λουλούδια στο δρόμο (Virginia Cherrill) και αποφασίζει να την βοηθήσει. Την επόμενη μέρα αγοράζει με τα λεφτά που του έχει δώσει ο πλούσιος όλο της το στοκ και αυτή θεωρεί ότι ο Αλήτης είναι πλούσιος. Μία λανθασμένη εντύπωση που όμως ενισχύεται όταν ο Αλήτης της εξασφαλίζει τα λεφτά που απαιτούνται προκειμένου να υποβληθεί στην εγχείριση που θα της επέτρεπε να ξαναβρεί το φως της.
Σ΄ αυτήν την ταινία ο χαρακτήρας του Αλήτη μας παρουσιάζεται στην πιο ολοκληρωμένη του εκδοχή και διαφαίνεται μέσα από την συνέπειά του, πως όλες οι επιδιώξεις του δημιουργού του πλησιάζουν προς μία επιτυχή ολοκλήρωση. Ο Αλήτης είναι ένας μοναχικός παρατηρητής, μία περιθωριακή φιγούρα, μακριά από κάθε σύμβαση, που εισβάλλει στην ζωή των δευτεραγωνιστών προκειμένου να τους δώσει νέες προοπτικές, να τους εμπνεύσει, να τους εμφυσήσει κουράγιο. Ελεύθερος από κάθε ανθρώπινη δέσμευση και από κάθε ενήλικη υποχρέωση (οικογένεια, φίλοι, σπίτι, μόνιμη εργασία κ.λ.π.) λειτουργεί σαν από μηχανής θεός, ως ονειρική επίσκεψη. Αφελής σαν παιδί, άτεγκτος σαν φωνή συνείδησης, χαριτωμένος σαν εφηβικό όνειρο. Υπεύθυνος μόνο απέναντι στην καρδιά, τη δική του και των συνανθρώπων του, η ενασχόλησή του με τα γήινα ανανεώνει την ανακούφισή μας καθώς μοιάζει κυρίως με άγγελο. Ένας έκπτωτος άγγελος;


Το παρουσιαστικό του έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ψυχικό κόσμο που σκιαγραφεί ο δημιουργός/ερμηνευτής. Αυτή η αντίθεση προκαλεί και την πλάνη πάνω στην οποία δομείται η ιστορία. Το κορίτσι τον περνά για πλούσιο διότι δεν τον βλέπει, ο εκατομμυριούχος τον «βλέπει» μόνο με τα μάτια του μεθυσιού του που δεν του επιτρέπουν έτσι κι αλλιώς να τον ανακαλέσει όντας νηφάλιος και για αυτό οι αντιδράσεις του απέναντι στον ήρωα είναι ανθρώπινες και τρυφερές μόνο όσο διαρκεί το μεθύσι. Όποιος έρχεται σε οπτική επαφή με το εξωτερικό παρουσιαστικό του Αλήτη πρώτα, όπως ο μπάτλερ ή ο αστυνομικός με ευκολία τον αντιμετωπίζει ως άθλιο.
Ο Chaplin εμφανώς προβληματίζεται πάνω στο ζήτημα της ταξικής διαφοροποίησης και των κοινωνικών ανισοτήτων και το αφηγηματικό εύρημα της πλάνης του κοριτσιού εξυπηρετεί την πρόθεση του να σχολιάσει την επιφανειακή τάση των ανθρώπων (ταυτόχρονα και την βιάση τους) να κρίνουν και να κατατάσσουν τους ανθρώπους με γνώμονα τις πληροφορίες της πρώτης ματιάς και αγνοώντας πάντοτε την ύπαρξη μίας φυσικής ευγένειας και μίας έμφυτης ευαισθησίας που θα μπορούσε ενδεχομένως να διέπει το σύνολο ενός χαρακτήρα. Η κοπέλα που δεν επικοινωνεί καθόλου με τα μάτια (όργανο πλάνης πολύ συχνά), ανιχνεύει με ευκολία τον ψυχικό πλούτο του Αλήτη που οπωσδήποτε έρχεται σε αντιδιαστολή με την εμφάνισή του και την οικονομική του θέση. Ο Chaplin προσπαθεί να δώσει απαντήσεις σε προαιώνια ερωτήματα . Ο αλτρουισμός, το ήθος, η πηγαία ευαισθησία, ο πλούτος των συναισθημάτων, δεν θα έπρεπε να είναι τα κριτήρια κατάταξης των ανθρώπων σε κατηγορίες, τάξεις, τα κριτήρια τοποθέτησης των ανθρώπων κάτω από βαρύγδουπες ταμπέλες? Αν φυσικά υποθέσουμε ότι οποιοδήποτε κατηγοριοποίηση είναι θεμιτή;


Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει να ξεχάσουμε ότι το περιτύλιγμα όλων των παραπάνω είναι κωμικό. Η κωμωδία ως είδος υπηρετείται εδώ από μία σειρά κλασσικών σκηνών Chaplin όπου η μανιέρα του ξεδιπλώνεται σ’ όλο της το μεγαλείο προσφέροντας άφθονο γέλιο. Όλες οι σκηνές είναι μελετημένες και γυρισμένες στα όρια του ξεκαρδιστικού slapstick και της συμβολιστικής παντομίμας.
Η εναρκτήρια σκηνή με τα αποκαλυπτήρια του αγάλματος, κατά την οποία ο Chaplin βρίσκει την ευκαιρία να σατιρίσει με διακριτικό τρόπο την νέα «ομιλούσα» (ή μήπως τόσο φλύαρη) εποχή, η σκηνή του εστιατορίου όπου ο Αλήτης επιτίθεται στον καθωσπρεπισμό της υψηλής κοινωνίας, η κλασσική και πασίγνωστη σκηνή στο ρινγκ με τον Αλήτη να φροντίζει να διατηρεί τον διαιτητή πάντοτε ανάμεσα σε αυτόν και στον αντίπαλό του ώστε να μην φάει ξύλο, μπορούν να αντιμετωπιστούν και αυτόνομα και ανθολογούνται ως 3
Τα εκφραστικά μέσα ποικίλα και ανεξάντλητα, είναι αδύνατον να συνειδητοποιηθούν κατά την διάρκεια της θέασης, μόνο αργότερα κατασταλάζουν μέσα μας.
Δεν είναι τυχαίο ότι στην τελευταία αριστουργηματική σκηνή η τέως τυφλή κοπέλα αναγνωρίζει τον Αλήτη με την αφή, από τα χέρια, το ύστατο εκφραστικό μέσο . Η σκηνή μνημονεύεται για την πυκνότητα των συναισθημάτων που οι δύο ηθοποιοί καταφέρνουν να εκμαιεύσουν τελικά ο ένας από τον άλλο. Η αμηχανία και το αρχικό ξάφνιασμα της τυφλής κοπέλας που τα διαδέχεται ένα πλατύ χαμόγελο αποδοχής απέναντι στο γεμάτο αγωνία για τις αντιδράσεις της πρόσωπο του Αλήτη που στη συνέχεια φωτίζεται από την ανακούφιση και το αίσθημα της πλήρους δικαίωσης. Σ’ αυτήν την σκηνή ακούμε ξεκάθαρα όσα δεν ειπώθηκαν ποτέ!


Η ταινία δεν θα βαρεθώ να επαναλαμβάνω είναι ένα αριστούργημα, ένα πλούσιο δείγμα κινηματογραφικής γραφής που κάθε φορά που μελετάται διευρύνει ορίζοντες. Την ταινία δεν οφείλετε απλώς να την δείτε (ή να την ξαναδείτε) πρέπει κυρίως να φροντίσετε να έχουν την ευκαιρία να την βλέπουν οι νεώτεροι διότι πιστεύω ακράδαντα ότι ο ρόλος της είναι βαθιά εκπαιδευτικός. Ας μην επιτρέψουμε να χαθεί η ευκαιρία που προσφέρεται στα παιδιά, να μυηθούν σ’ ένα εμπνευσμένο έργο λίγο πριν τα σαρώσει (γιατί θα συμβεί σίγουρα) ένας Αρμαγεδδώνας προκαλούμενος από έναν ηλίθιο και έναν ακόμη πιο ηλίθιο!

Η ταινία με τους Ελληνικούς μεσότιτλους εδώ:

Modern Times 1936


Modern Times 1936
Μοντέρνοι Καιροί


Σκηνοθεσία: Charles Chaplin
Σενάριο: : Charles Chaplin
Διάρκεια: 1h 27min
Είδος: Comedy, Drama, Family
Παίζουν:
Charles Chaplin = Εργάτης βιομηχανίας
Paulette Goddard = Η πιτσιρίκα
Henry Bergman = Ιδιοκτήτης του καφέ
Tiny Sandford = Ο μεγάλος Μπιλ
Chester Conklin = Μηχανουργός
Hank Mann = Burglar


Ο Σαρλό εργαζεται σε ένα εργοστάσιο με μηχανές, όπου προσπαθεί μανιωδώς να κρατηθεί στο γρήγορο ρυθμό τους. Τον επιλέγουν να συμμετέχει σε ένα πείραμα με ένα αυτοτροφοδοτούμενο μηχάνημα. Εκεί όμως του συμβαίνουν διάφορες αναποδιές, που οδηγούν το αφεντικό του στο συμπέρασμα ότι έχει τρελαθεί! Έτσι ο Σαρλό καταλήγει σε ψυχιατρικό ίδρυμα και όταν βγαίνει από εκεί, οδηγείται στη φυλακή - επειδή παρεξηγείται για κομμουνιστής - αλλά αποφυλακίζεται χαριστικά αφού καταφέρνει να αποτρέψει μια εξέγερση...


ε


Η τελευταία βουβή ταινία του Σαρλό, που όμως τελειώνει με τον ίδιο να τραγουδάει και στην ουσία να φανερώνει τον ήχο της φωνής του για πρώτη φορά στο παγκόσμιο κοινό. Την άγνοια του κοινού αυτού στην αγγλική σέβονταν ο δημιουργός κι αρνούνταν να μιλήσει ως τότε στο πανί, προτιμώντας τη διεθνή γλώσσα της εκφραστικότητας.
Σκηνή πρώτη. Ένα κοπάδι πρόβατα. Οι εργάτες πάνε στο εργοστάσιο. Ένας απ’ αυτούς, ο χειριστής πίνακα, σημαίνει την έναρξη της ημέρας κινώντας κάτι μοχλούς. Τα λαμπάκια ανάβουν, οι μηχανές ξεκινούν. Στο γραφείο του ο πρόεδρος του εργοστασίου διαβάζει εφημερίδα και παρακολουθεί τις εργασίες απ’ τη γιγαντοοθόνη δίπλα του. Οι εργάτες, ανάμεσά τους κι ο ήρωας της ταινίας (εξαιρετικός όπως πάντα ο Chaplin), δουλεύουν με γρήγορους ρυθμούς βιδώνοντας και καρφώνοντας. Δεν αρκεί. Ο πρόεδρος δίνει εντολή στον «ρυθμοκράτορα» να αυξήσει την ταχύτητα των μηχανών. Οι εργάτες αυξάνουν τους ρυθμούς τους. Ο Σαρλό δεν προλαβαίνει.


Απίστευτη σκηνή που ήδη μας έχει δώσει αρκετά στοιχεία για το τι πρέπει να περιμένουμε στη συνέχεια. Καταρχήν, η ταινία είναι ομιλούσα. Κατά ένα περίεργο όμως τρόπο, οι εργάτες δεν έχουν φωνή. Μόνο οι εντολές του προέδρου ακούγονται, κάποιοι ήχοι απ’ τα μηχανήματα και φυσικά η μουσική που συνέθεσε ο ίδιος ο Charlie Chaplin για την ταινία. Σαφέστατα βρισκόμαστε στην εποχή της εκβιομηχάνισης της παραγωγής, στην εποχή της ανεργίας και της ανέχειας, του μεγάλου οικονομικού κραχ. Στην προσπάθειά τους να αυξήσουν την παραγωγή και κατά συνέπεια τα κέρδη τους οι βιομήχανοι καταφεύγουν σε υπερβολές. Η υπερβολή σε όλο της το μεγαλείο στην απολαυστική σκηνή που ακολουθεί.


Στο γραφείο του προέδρου «εισβάλουν» τρεις τύποι σέρνοντας μαζί τους ένα μηχάνημα. Τον «αυτόματο ταϊστή» που θα επιταχύνει τους ρυθμούς εργασίας και θα κάνει το διάλειμμα για κολατσιό περιττό. Ακόμα όμως και η παρουσίαση του μηχανήματος είναι ηχογραφημένη και οι άνθρωποι που συνοδεύουν το μηχάνημα αρκούνται σε μια παντομίμα παρουσιάζοντας την επαναστατική εφεύρεση… Το μηχάνημα θα δοκιμαστεί στον Σαρλό και φυσικά είναι μια καταστροφή. Μια καταστροφή όμως που συνοδεύεται από γέλιο μέχρι δακρύων από τους θεατές. Χωρίς αμφιβολία, μια απ΄ τις σκηνές που μένουν ανεξίτηλα στη μνήμη… Και δεν είναι η μόνη.


Στην αμέσως επόμενη σκηνή, ο εργάτης μας που έχει πάθει νευρικό κλονισμό απ’ το συνεχές βίδωμα και τους ρυθμούς που ανεβαίνουν απάνθρωπα για να επιταχυνθεί η παραγωγή, βιδώνει ότι βρει μπροστά του, στη συνέχεια «απορροφάται» από τη μηχανή και σφηνώνεται στα γρανάζια της. Τροχοπέδη. Κατεβαίνει, παίζει με τους διακόπτες και προκαλεί εκρήξεις (εντυπωσιακά για την εποχή τους εφέ!). Ο αναρχικός εργάτης, αρπάζει το λάδι και αρχίζει να ψεκάζει με αυτό τους συναδέλφους του στο εργοστάσιο. Γρανάζια του συστήματος. Τον κυνηγούν. Δεν έχει παρά να τραβήξει το μοχλό που κινεί τα μηχανήματα κι αμέσως τρέχουν στα πόστα τους. Οι βίδες δε μπορούν να μη βιδωθούν. Συνεχίζει να τους λαδώνει, αυτοί κλείνουν τις μηχανές, ξανατραβάει το μοχλό… Συλλαμβάνεται και παραδίδεται στους γιατρούς που θα τον μεταφέρουν στο ψυχιατρείο. Προλαβαίνει να λαδώσει τον γιατρό και τον αστυνομικό που τον συνέλαβε. Γρανάζια του συστήματος. Cut. Απλά ιδιοφυές…


Σκηνή τρίτη. «Θεραπευμένος από νευρική κρίση αλλά άνεργος, φεύγει από το νοσοκομείο για να αρχίσει μια νέα ζωή». Οι απάνθρωποι ρυθμοί της πόλης. Οι άνθρωποι - πρόβατα ξανά. Ο ήρωάς μας προχωρά και μπροστά του πέφτει η κόκκινη σημαία από ένα φορτηγό. Τη σηκώνει με σκοπό να την επιστρέψει. Πίσω του φυσικά (…) εμφανίζεται πλήθος εργατών σε διαδήλωση. Ο Σαρλό προχωρά μπροστά προσπαθώντας να προλάβει το φορτηγό. Πίσω του ακολουθεί η πορεία. Οι αστυνομικοί χτυπούν τη διαδήλωση και συλλαμβάνουν τον πρωτεργάτη με την κόκκινη σημαία. Η κλούβα είναι εκεί δίπλα και εμφανίζεται αμέσως για να τον οδηγήσει στη φυλακή. Η κλούβα θα είναι εκεί και στη συνέχεια. Το μόνο σίγουρο. Δουλειές δεν υπάρχουν, χρήματα δεν υπάρχουν, η κλούβα όμως είναι εκεί. Πανταχού παρούσα. Είναι κι αυτό μια λύση βέβαια, γιατί τουλάχιστον μέσα έχεις κάποια σιγουριά…


Η απαρίθμηση των σκηνών θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ ακόμα. Για την ακρίβεια, ο σκηνοθέτης Chaplin, έχει πλάσει όλες τις σκηνές αριστουργηματικά. Καμιά δεν υπολείπεται των άλλων και, φυσικά, καμιά δεν είναι περιττή. Έχει κατορθώσει να κάνει την πιο σκληρή (αλλά και πιο πικρή) κριτική απέναντι στο απάνθρωπο σύστημα της εποχής (και όχι μόνο αφού οι «Μοντέρνοι Καιροί» σε πολύ λίγα διαφέρουν απ’ τους «μετα-μοντέρνους καιρούς» που ζούμε), με τον πιο συγκλονιστικό αλλά και ξεκαρδιστικό τρόπο.


Το «αλητάκι» Paulette Goddard (η τότε σύντροφος του Chaplin) δίνει εξαιρετική ερμηνεία στο ρόλο της φτωχής και ορφανής κοπέλας που ερωτεύεται τον εργάτη και μαζί κάνουν σχέδια για το (κατά τα φαινόμενα δυσοίωνο) μέλλον τους. Μαζί με τον Chaplin, πρωταγωνιστούν σε μερικές υπέροχες σκηνές (όταν η κοπέλα κλέβει ένα καρβέλι ψωμί, στο σπίτι των ονείρων τους και φυσικά στο σπίτι - καλύβα που τελικά κατοικούν, σαν υπάλληλοι στο εστιατόριο…) όπου η κοινή πορεία τους έξω απ’ την ταινία φαίνεται να δανείζει την καλή χημεία της και στην αντίστοιχη κινηματογραφική τους σχέση.

Δύστυχος, λόγο αξίωσης πνευματικών δικαιωμάτων, δεν είναι επιτρεπτή η ανάρτηση της ταινίας στο You Tube.