Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Rebecca of Sunnybrook Farm (1938)

Rebecca of Sunnybrook Farm (1938)
ΡΕΒΕΚΚΑ


Άλλη μια ταινία που έγινε με σκοπό να μας παρουσιάσουν το ταλέντο της μικρούλας –τότε- Shirley Temple στο χορό, το τραγούδι και την υποκριτική.
Οι άνθρωποι της 20th CENTURY FOX είχαν επίγνωση του ότι το παιδί θαύμα δεν θα παρέμενε αιωνίως παιδί, φρόντισαν λοιπόν να γυρίσουν όσο περισσότερες ταινίες ήταν δυνατόν, και να εκμεταλλευτούν την Shirley Temple όσο ακόμα ήταν παιδί και ξετρέλαινε ένα ολόκληρο έθνος (και όχι μόνο) με την τσαχπινιά και την αφέλειά της.
Στην παρούσα ταινία η Shirley Temple υποδύεται την Ρεβέκκα, ένα ορφανό κοριτσάκι, την επιμέλεια της οποίας έχει ο ψιλοαπατεώνας και εκμεταλλευτής πατριός της. Αυτός διαισθάνεται ότι η μικρή έχει καλλιτεχνικό ταλέντο και προσπαθεί την προωθήσει μέσο οντισιόν για να μπορέσει βασικά να εξασφαλίσει πρωτίστως την δική του καλοπέραση. Ο ραδιοφωνικός παραγωγός και διαφημιστής Τόνι Κεντ (Randolph Scott) οργανώνει οντισιόν για να βρει κάποιο ταλαντούχο κορίτσι που θα έχει τον κύριο ρόλο σε μια εκπομπή που θα προσφέρει μια εταιρία «Νιφάδων Πρωινού» ενός πελάτη του. Πράγματι για την οντισιόν καταφθάνει και η μικρή Ρεβέκκα με τον πατριό της (William Demarest). Κατά την παρουσίαση ενός τραγουδιού της ο παραγωγός Τόνι και ο πελάτης του ενθουσιάζονται. Ο Τόνι Κεντ δίνει εντολή στον βοηθό του Orville Smithers (Jack Haley) να διακόψει την οντισιόν διότι θεωρεί πως βρήκε το παιδί που έψαχνε .Ο Orville δεν κατάλαβε καλά και νόμισε πως η μικρή δεν άρεσε και έπρεπε να την διακόψει. Να σημειώσουμε πως ο Jack Haley που υποδύεται τον αφελή και χαζούλη Orville δεν είναι κανένας τυχαίος ηθοποιός. Έχει σημαντικές επιτυχίες στην καριέρα του ως ηθοποιός, τραγουδιστής και χορευτής. Μία από τις σημαντικές του επιτυχίες ήταν ο ρόλος του «Τενεκεδένιου» στο «Μάγο του Οζ». Στην παρούσα ταινία όμως απλά τραγουδάει λίγο.
Ο πατριός της Ρεβέκκας έχοντας φθάσει σε αδιέξοδο και μην έχοντας την δυνατότατη να συντηρεί πλέον την μικρή, αποφάσισε να την παραδώσει στην θεία της Μιράντα (Helen Westley), που ζει στην φάρμα Sunnybrook, μαζί με μια μεγαλύτερη ανιψιά, την Γκουέν (Gloria Stuart). Εν το μεταξύ ο Κεντ, απογοητευμένος που έχασε μέσα από τα χέρια του την ταλαντούχα μικρούλα, δίδει εντολή στους ανθρώπους του να κάνουν τα πάντα για να την βρουν, αυτός δε αποσύρεται στην φάρμα του για να χαλαρώσει. Η φάρμα του όμως είναι δίπλα ακριβώς στη φάρμα που μένει η Ρεβέκκα! Δεν αργεί να την γνωρίσει, να την συμπαθήσει και τελικά να αποκαλυφθεί ότι αυτή είναι η ταλαντούχα μικρή που με πάθος γύρευε. Μένει να συμφωνήσει η γεροντοκόρη και συντηρητική θεία η οποία με τίποτε δεν δέχεται να μπλέξει η ανιψιά της με τους ανθρώπους της σόουμπιζ.
Πετά δε τον Κεντ κακήν κακώς έξω από το σπίτι της. Σαν λύση βρίσκουν τελικά να κάνουν αναμετάδοση του προγράμματος της μικρούλας από το σπίτι του Κεντ. Έτσι ενώ η θεία νομίζει ότι η Ρεβέκκα κοιμάται, αυτή εμφανίζεται και τραγουδά στο σόου του Κεντ το οποίο αναμεταδίδεται σε εθνικό δίκιο. Η θεία ακούει συμπτωματικά την εκπομπή από το ραδιόφωνο. Υποψιάζεται τι συμβαίνει, τρέχει στο σπίτι του Κεντ και τους πιάνει στα πράσα. Είναι όμως τόσο ενθουσιασμένη με την καλλιτεχνική εμφάνιση της ανιψιάς της, που όχι μόνον δεν αντιδρά αρνητικά, αλλά θέλει να διαπραγματευτή και την αμοιβή της μικρής!
Υπάρχει και κάποιος άλλος που άκουσε την εκπομπή της Ρεβέκκα, την αναγνώρισε και ενθουσιάστηκε για τους δικούς του λόγους. Είναι ο πατριός της Ρεβέκκας ο οποίος εντωμεταξύ παντρεύτηκε μια γυναίκα... εξώλης και προώλης. Νομίζει ότι η μικρή είναι η χήνα που θα του γεννά τα χρυσά αυγά και θα μπορεί να καλοπερνάει. Επισκέπτεται λοιπόν με έναν δικηγόρο την φάρμα, παρουσιάζει δικαστικά έγραφα που τον ορίζουν κηδεμόνα της μικρής και την αποσπά από την θεία! Κλείνει δε συμβόλαιο με κάποιον ανταγωνιστή του Κεντ. Η μικρή όμως δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Ξεκινώντας να τραγουδά στο πρόγραμμα του ανταγωνιστή του Κεντ, προσποιείται πως έχασε την φωνή της. Γιατρός που καταφθάνει αποφαίνεται ότι αυτό οφείλεται σε ψυχοσωματικό σύνδρομο. Συστήνει ηρεμία και ανάπαυση και μετά ένα δύο χρόνια ίσως ι μικρή ξαναβρεί τη φωνή της. Έξαλλος ο νέος παραγωγός ξεσκίζει το συμβόλαιο, ο δε Κεντ προτείνει στον πατριό να παραχωρήσει την κηδεμονία της Ρεβέκκας στην θεία της Μιράντα έναντι αποζημίωσης 5.000 δολαρίων. Αυτός δέχεται και τότε ως εκ θαύματος η Ρεβέκκα ξαναβρίσκει την φωνή της. Κλείνει δε την ταινία εμφανιζόμενη σε ένα μουσικοχορευτικό νούμερο παρέα με τον διάσημο χορευτή Bill Robinson.


Με τους υπότιτλου δυσκολεύτηκα στην αρχή διότι δεν τους έβρισκα πουθενά στα Αγγλικά. Αναγκάστηκα να τους κάνω Rip και μετά να τους μεταφράσω.


Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=yA1ky1c0X3c







Κυριακή 13 Απριλίου 2014

Wee Willie Winkie (1937)

Wee Willie Winkie (1937)
Η ΜΑΣΚΟΤ ΤΩΝ ΛΟΓΧΟΦΟΡΩΝ


Του John Ford
Με την Shirley Temple
Ελληνικοί υπότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα

Και ήρθε η ώρα που δε θα γραφόταν κάποιο σενάριο που θα εξυπηρετούσε την επίδειξη του ταλέντου και των ικανοτήτων του παιδιού θαύματος, της Shirley Temple, αλλά που η ίδια θα έβαζε το ταλέντο της για να εξυπηρετήσει κάποιο σενάριο. Και το σενάριο ήταν των Ernest Pascal και Julien Josephson, που βασίστηκε σε μυθιστόρημα του Rudyard Kipling. Επελέγει δε ένας γνωστός και ικανός σκηνοθέτης, ο John Ford, για να μπορέσει η Shirley Temple να μεταπηδήσει από την κατηγορία του παιδιού θαύματος, στην κατηγορία των ταλαντούχων φτασμένων ηθοποιών.
Εδώ να διευκρινίσω κάτι σχετικά με τις ταινίες των δεκαετιών του 30 και 40 που έχουν θέμα λευκούς αποικιοκράτες σε εξωτικές χώρες. Κατά κανόνα οι λευκοί παρουσιάζονται ως ανιδιοτελείς μεσσίες που αγωνίζονται να εκπολιτίσουν βάρβαρους λαούς. Οι ντόπιοι νοικοκυραίοι απολαμβάνουν την προστασία των λευκών αποικιοκρατών, ενώ όσοι αντιτίθενται σ’ αυτούς είναι ληστές και κατσαπλιάδες. Από το πνεύμα αυτό δεν μπορούσε να ξεφύγει και η παρούσα ταινία. Μην αντιμετωπίζουμε λοιπόν αυτή την ταινία με τα σημερινά κριτήρια, αλλά με τα κριτήρια της τότε εποχής και να περιοριστούμε στο καλλιτεχνικό της τομέα.
Η Joyce Williams (June Lang), μητέρα της Priscilla Williams (Shirley Temple), είναι Αμερικάνα χήρα ενός Βρετανού αξιωματικού. Φαίνετε με του που έχασε τον άντρα της, αυτή και η κόρη της αντιμετώπισαν προβλήματα επιβίωσης. Τότε λοιπόν απευθύνθηκε στο πεθερό της που ήταν διοικητής ενός Βρετανικού αποσπάσματος (Σκοτσέζικου) στην Ινδία για να ζητήσει την βοήθειά του. Αυτός ανταποκρινόμενος κάλεσε μητέρα και κόρη να έλθουν να ζήσουν μαζί του στην Ινδία. Πράγματι αυτές ξεκίνησαν και έφτασαν εκεί αποφασισμένες να ζήσουν πλέων σε ένα στρατόπεδο σε μια μακρινή χώρα. Η μικρούλα Priscilla με την τσαχπινιά και αθωότητά της ξετρελαίνει το στρατιωτικό προσωπικό της βάσης και όλοι ασχολούνται μαζί της. Μέχρι και στολή σκοτσέζου στρατιώτη της βρίσκουν και κάνουν γυμνάσια μαζί της. Ο παππούς της μικρής όμως που είναι τυπολάτρης, δεν συμφωνεί με αυτή τους τη στάση. «Δεν θα μου μεταβάλετε το στρατόπεδο σε παιδικό σταθμό της κακιάς ώρας» είπε, και απαγόρευσε να έχει η μικρή οποιαδήποτε επαφή με στρατιώτες.
Εντωμεταξύ ανάμεσα στην μητέρα της Priscilla και τον υπολοχαγό Brandes (Michael Whalen), αρχίζει να πλέκεται ένα ειδύλλιο. Υπάρχει ένας κρατούμενος εντός του στρατοπέδου, ο Khoda Khan (Cesar Romero), ο οποίος είναι ο αρχηγός των ανταρτών της περιοχής. Η Priscilla τον συμπονά και τον επισκέπτεται για να τον πείσει να αλλάξει στάση ώστε να μείνει ελεύθερος. Αυτός εντυπωσιάζεται με το θάρρος της μικρής.
Ένα βράδυ και ενώ το στρατιωτικό προσωπικό είναι απασχολημένο με τον χορό που δίδεται, οι αντάρτες επιτίθενται και απελευθερώνουν τον αρχηγό τους! Οι Βρετανοί αποστέλλουν μια περίπολο για να διερευνήσει την κατάσταση. Η περίπολος πέφτει σε ενέδρα όπου κατά την ανταλλαγή πυροβολισμών τραυματίζεται σοβαρά ο λοχίας MacDuff (Victor McLaglen), που είναι ο αγαπημένος φίλος της Priscilla . Ο δυστυχής φαίνεται να περνά στο κρεβάτι του πόνου τις τελευταίες του στιγμές όταν τον επισκέπτεται η Priscilla. Τότε αυτός της ζητά να του τραγουδήσει το γνωστό Βρετανικό άσμα: Το τραγούδι του αποχαιρετισμού. Ενώ σε αυτή την ταινία η Shirley Temple δεν χορεύει ούτε τραγουδάει τα συνήθη τραγουδάκια της, εδώ με συγκινητικό τρόπο τραγουδά στον αγαπημένο της λοχία το τραγούδι του αποχαιρετισμού:

Για όποιον ενδιαφέρεται, η μετάφραση αυτού του τραγουδιού από τα Σκοτσέζικα στα Αγγλικά δίνεται εδώ:
Good old times

Should old acquaintance be forgot,
and never brought to mind?
Should old acquaintance be forgot,
and good old times?

For old times since, my dear,
for good old times,
we'll drink a cup of kindness yet,
for good old times.

And surely you’ll have your pint cup!
and surely I’ll have mine!
And we'll drink a cup o’ kindness yet,
for good old times.

We two have run about the slopes,
and picked the daisies fine;
But we’ve wandered many a weary foot,
since good old times.

We two have paddled in the stream,
from morning sun till dine;
But seas between us broad have roared
since good old times.

And there’s a hand my trusty friend!
And give us a hand o’ thine!
And we’ll take a right good-will draught,
for good old times.

Τελειώνοντας το τραγούδι, ο λοχίας κλείνει τα μάτια του για πάντα. Απαρηγόρητη η μικρή ρωτά τον παππού της γιατί πρέπει να σκοτώνεται ο κόσμος έτσι άδικα. Αυτός της απαντά ότι για όλα είναι υπεύθυνος ο Khoda Khan, ο οποίος δεν δέχεται να έρθει σε συνεννόηση με τους Βρετανούς ώστε να σταματήσει η αιματοχυσία. Τότε η μικρή αποφασίζει να πάει μέχρι το λημέρι των ανταρτών και να συζητήσει μαζί του. Στο στρατόπεδο υπάρχει ένας ορντινάντσα, ο Mohammet Dihn (Willie Fung), ο οποίος στην πραγματικότητα είναι κατάσκοπος των ανταρτών. Αυτός αναλαμβάνει να πάει την μικρή στον Khoda Khan, έχοντας στον νου του να την κρατήσουν οι αντάρτες αιχμάλωτη.
Στο σημείο αυτό να αναφέρω μια μεγάλη πατάτα των δημιουργών της ταινίας. Ενώ ο Willie Fung κάνει μπαμ ότι είναι Κινέζος, τον βάλανε να παίξει τον ρόλο ενός Ινδού, ή έστω Αυγανού!
Τελικά η μικρή συναντά τον Khoda Khan και τον εντυπωσιάζει με το θάρρος της. Τότε φθάνουν και οι Βρετανοί με επικεφαλής τον παππού της Priscilla, με σκοπό να την ελευθερώσουν. Ο παππούς ατρόμητος προχώρα προς το μέρος των ανταρτών και αυτοί τον υποδέχονται με πυροβολισμούς. Η μικρή ορμά προς τον παππού της και οι δύο πλευρές εντυπωσιασμένες με το θάρρος και των δύο, σταματούν να πυροβολούν. Τελικά, χάρις στο θάρρος και την αυτοθυσία της Priscilla, οι δύο πλευρές κάνουν ανακωχή και κάθονται να διαπραγματευτούν.
            Η Shirley Temple θεωρούσε την ταινία αυτή την πιο αγαπημένη της. Για πολλούς όμως, με λύπη τους, θεωρούσαν ότι η ταινία αυτή σήμαινε την αρχή του τέλους. Πράγματι, το κοριτσάκι θαύμα μεγάλωνε. Οι ξανθιές μπουκλίτσες του άρχισαν να σκουραίνουν επικίνδυνα, και το σωματάκι του παρουσίαζε ενδείξεις πρώιμης εφηβείας. Οι καμπύλες στο κορμάκι της άρχισαν να είναι εμφανείς. ενώ με την κοντή Σκοτσέζικη φούστα που της φόρεσαν, φαινόντουσαν τα μπουτάκια της σε κάθε απότομη αφελή της κίνηση. Ο Γκράχαμ Γκριν, κριτικός κινηματογράφου τότε σε Αγγλικό περιοδικό, έγραψε το 1937 με αφορμή αυτή την ταινία ότι οι κινήσεις της Shirley δεν ήσαν και τόσο αφελείς. Οι παραγωγοί της ταινίας σκόπιμος την έβαζαν να παίρνει τέτοιες πόζες, ώστε να ικανοποιεί μια αξιοσημείωτη μερίδα οπαδών της που ήσαν παιδεραστές. Η εταιρία της, η 20th CENTURY FOX, έκανε μήνυση στον Γκράχαμ Γκριν και αυτός για να αποφύγει την φυλάκιση την κοπάνισε στο Μεξικό το ποίο δεν είχε ακόμα συνάψει σύμβαση για έκδοση καταζητούμενων. Γενικά και οι πραγματικοί της θαυμαστές και φίλοι, με πίκρα διαπίστωναν ότι το κοριτσάκι που κάποτε συμβόλιζε την ελπίδα και την αισιοδοξία ενός ολόκληρου έθνους, δεν είναι πια παιδί αλλά μια δεσποινιδούλα, και από τέτοιες είχε αρκετές το Χόλυγουντ.
            Εκτός από τον Γκράχαμ Γκριν, υπήρχαν και αρκετοί άλλοι που ήσαν ενοχλημένοι μαζί της. Το Βατικανό π.χ. θέλησε να μάθει τα θρησκευτικά της πιστεύω και να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν… νάνος!

Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=qslFyQWwZ4M





Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

LA PASSION DE JEANNE D’ ARC 1928

LA PASSION DE JEANNE D’ ARC
1928
Το πάθος της Ζαν Ντ’ Aρκ



Του Carl T. Dreyer)

Η τελευταία βουβή ταινία που γύρισε ο μεγάλος Δανός σκηνοθέτης Carl Dreyer και για πολλούς η καλύτερή του, είναι το LA PASSION DE JEANNE D’ ARC. Πολλοί πριν και μετά ασχοληθήκαν με την JEANNE D’ ARC, αλλά εδώ ο Carl Dreyer δεν μας παρουσιάζει καμία κοπέλα που μάχεται με σπαθί και πανοπλία, αλλά ασχολείται αποκλειστικά με την δίκη της. Το σενάριο το έγραψε ο ίδιος και βασίζεται στα πρακτικά της δίκης που διεξήχθη στην Ρουέν την 30η Μαΐου 1431. Ο Dreyer ήταν τόσο τελειομανής και απαιτητικός με τους συνεργάτες του που οι τελευταίοι τον θεωρούσαν παράφρονα. Δεν αρκέστηκε μόνο να κουρέψει γουλί την πρωταγωνίστριά του Falconetti, αλλά έβαλε και τους λοιπούς ηθοποιούς της ταινίας να ξυρίσουν την κορυφή της κεφαλής τους, για να είναι σύμφωνοι με το πνεύμα της εποχής. Οι άνδρες έπρεπε να αφήσουν την δική τους γενειάδα να αναπτυχτεί διότι τα ψεύτικα γένια είναι για θεατρικές παραστάσεις και όχι για ιστορικές κινηματογραφικές ταινίες. Η ηθοποιός που υποδύεται την Jeanne DArc, η Maria Falconetti ήταν μεγάλη ντίβα της εποχής, αλλά του θεάτρου. Την ανάγκασε να εμφανίζεται τελείως αμακιγιάριστη και να επιδεικνύει κάτι τεράστιες τρύπες της επιδερμίδας του προσώπου της! Πάντως αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που συμμετείχε σε ταινία.
Τα ψυχολογικά βασανιστήρια του σεναρίου ήταν πραγματικά με αποτέλεσμα η Falconetti να καταρρεύσει πολλές φορές και να είναι πιο πειστική στον ρόλο της. Η ερμηνεία της είναι συγκλονιστική. Τα συνεχή γκρο-πλαν στο αμακιγιάριστο και εκφραστικό της πρόσωπο, οι πολλές φορές υπερβολικά χαμηλές γωνίες λήψης, το λιτό ντεκόρ με αποτέλεσμα οι άνθρωποι να δείχνουν σαν σε τρισδιάστατο πλάνο, κάτι σαν ζωγραφικούς πίνακες του μεσαίωνα, όλα αυτά έδωσαν την ιδιαίτερη αξία στο έργο του Carl Dreyer.


Ένας Δανός δημιουργός λοιπόν έμελλε να βρεθεί στο Παρίσι και να δώσει μια διαφορετική πνοή στον Γαλλικό κινηματογράφο γυρίζοντας ταινία που ασχολείται μα την κατεξοχήν Γαλλίδα ηρωίδα μα και αγία της χώρας.
Όμως δεν ήσαν όλοι ικανοποιημένοι με το έργο του αυτό. Η εκκλησία και η δεξιά τον κυνήγησαν. Δεν μπορούσε να βρει διανομείς που να παρουσιάσουν αξιοπρεπώς την ταινία του. Παρόλα αυτά αυτοί που έπρεπε να δουν την ταινία την είδαν, την απόλαυσαν και ενημέρωσαν περί της αξίας της. Είναι γεγονός πως η ταινία αυτή όπως και όλες του σκηνοθέτη Carl Dreyer, δεν σημείωσαν οικονομική επιτυχία στην εποχή τους. Μόλις το 1950 άρχισε να γίνεται διεθνώς γνωστή.
Ας δούμε όμως πως την σχολιάζει ο μεγάλος σουρεαλιστής Luis Bunuel:

[...] Η ταινία είναι δομημένη με τη χρήση πολύ κοντινών πλάνων. Ο σκηνοθέτης δεν χρησιμοποιεί ποτέ ή σχεδόν ποτέ ένα μακρινό ή ένα πρώτο πλάνο. Κάθε ένα από τα πλάνα έχει συνθεθεί με πολύ φροντίδα και καλλιτεχνικό αίσθημα και πολλές φορές γίνεται ένα «κάδρο» χωρίς να παύει να είναι ένα «καδράρισμα». Εξαιρετικά καδραρίσματα όχι μετωπικά, με βίαιες πλάγιες λήψεις, που πολλές φορές επιτυγχάνονται πλαγιάζοντας το επίπεδο της μηχανής.
Ούτε ένας από τους ερμηνευτές έχει μακιγιάζ: στην οδυνηρή γεωγραφία του προσώπου τους -πόροι σαν πηγάδια- αναδεικνύεται εντονότερα η ζωή με σάρκα και οστά. Κάποιες στιγμές, σε ολόκληρη την επιφάνεια της οθόνης, βλέπουμε τον λευκό τοίχο ενός κελιού και σε μια γωνία, το εκδικητικό μέτωπο ενός ιερωμένου, μόνο το μέτωπο. Μπορούν να προβλεφθούν οι καταιγίδες με μετεωρολογική ακρίβεια. Μύτες, μάτια, χείλη που εκρήγνυνται σαν βόμβες. Χειροτονίες, ενδείξεις έτοιμες να εκτοξευθούν ενάντια στο στήθος της αθώας Παρθένου. Εκείνη απαντά ή κλαίει, είτε, κλαίγοντας, αφαιρείται σαν ένα κοριτσάκι, πλέκοντας τα δάκτυλα, ή στριφογυρίζοντας ένα κουμπί, ή κοιτάζοντας τη μύγα που κάθεται πάνω στη μύτη ενός κληρικού.
Οι ερμηνευτές χρειάστηκε να κουρευτούν σύρριζα ή να αφήσουν τα γένια να μεγαλώσουν, γιατί, η τεχνητή αμφίεση, είναι κάτι που ανήκει στο θέατρο. Και η μεγαλοφυΐα του Dreyer βρίσκεται κατά μεγάλο μέρος στον τρόπο με τον οποίο δίδαξε τους ηθοποιούς του. Υπό αυτή την έννοια, ο κινηματογράφος δεν μας έδωσε ποτέ κάτι παρόμοιο. Ο ανθρωπισμός της έκφρασης διαρρηγνύει την οθόνη και κατακλύζει την αίθουσα [...]
Και ο ανθρωπισμός της Παρθένου αναβλύζει από το έργο του Dreyer περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία γνωρίζουμε. Όλοι αισθανθήκαμε την φυσική διάθεση να την μαλώσουμε λίγο για να της δώσουμε, αμέσως μετά, ένα ζαχαρωτό. Να της στερήσουμε το γλυκό εξαιτίας της εφηβικής της ξεροκεφαλιάς, του διάφανου πείσματος, σύμφωνοι. Αλλά να την κάψουμε, γιατί; Πλημμυρισμένη στα δάκρυα, με τις φλόγες να γλείφουν το σώμα της, με κουρεμένο κεφάλι, με λερωμένα ρούχα όπως ένα μικρό παιδί, ακόμα κι έτσι, σταματάει μια στιγμή το κλάμα και παρατηρεί με το βλέμμα τα περιστέρια που κάθονται στον τρούλο της εκκλησίας, μετά πεθαίνει.


Συντηρήσαμε ένα από τα δάκρυά της, που κύλησε μέχρις εμάς, σε ένα τετραγωνάκι του φιλμ. Δάκρυ χωρίς οσμή, χωρίς γεύση, χωρίς χρώμα, μια σταγόνα της πιο αγνής πηγής.
(L. Bunuel, Jeanne dArc, “Gaceta Literaria”, n. 43, 1/10/1928).

Τους μεσότιτλους τους μετέφρασα απευθείας από τους Γαλλικούς μεσότιτλους της ταινίας.

Τρίτη 1 Απριλίου 2014

Suspiria (1977)

Suspiria 1977

Σκηνοθεσία: Dario Argento

Σενάριο: Dario Argento, Daria Nicolodi, Thomas De Quincey

Είδος: Horror ΔΕ 70, Dario Argento

Διάρκεια: 1h 32m

Γλώσσα: Αγγλικά

Παίζουν:

Jessica Harper: Suzy Bannion

Stefania Casini: Sara

Flavio Bucci: Daniel

Miguel Bosé: Mark 

Barbara Magnolfi: Olga

Susanna Javicoli: Sonia

Eva Axén: Pat Hingle

    Tο DVD της ταινίας Suspiria που είχα προμηθευτεί στην Ελληνική αγορά είχε το μειονέκτημα να προσφέρεται από μία εταιρία που ήταν γνωστή για την κακοποίηση ταινιών. Πετσόκοβε δηλαδή τα κάδρα από 16:9 σε 4:3 και τα παρουσίαζε ως Letterbox. έτσι λοιπόν ξαναπαρήγγειλα την ταινία στο εξωτερικό. Ριπάρισα τους Ελληνικούς υπότιτλους από το πρώτο DND και τους προσάρμοσα στο δεύτερο.
    Στη συνέχεια δημοσιεύω δύο παρουσιάσεις και κριτικές για την εν λόγο ταινία.
Η πρώτη είναι από side Horrorant Classics.
Γράφει ο Νίκος Σιδεράς:
    Όπως είχε γράψει και μια γνωστή κριτικός πριν πολλά χρόνια: "Δύσκολα μπορεί κανείς να γράψει για τη Suspiria χωρίς να απολογηθεί, καθώς αυτό που κάνει την ταινία τόσο ασυνήθιστη και ξεχωριστή, είναι πέρα από τις δυνατότητες της γλώσσας".

    Από μικρή ηλικία πάντα άκουγα τα καλύτερα για τη Suspiria.
Όλοι οι γνώστες του είδους την έβαζαν στις λίστες με τις top ταινίες τρόμου όλων των εποχών και κάθε φορά που διάβαζα σχετικό αφιέρωμα έπεφτα πάνω της.
Δυστυχώς όμως, όσο κι αν έψαχνα ήταν πολύ δύσκολο να την εντοπίσω σε κάποιο videoclub.
Έπρεπε να περιμένω αρκετά χρόνια για να έρθω σε επαφή μαζί της.
Όταν όμως αυτό συνέβη έμεινα πραγματικά εντυπωσιασμένος.
Αν και είχαν περάσει χρόνια από την πρώτη της προβολή, η γοητεία που άσκησε πάνω μου ήταν τεράστια!
    Όπως ήταν φυσικό μπήκε απευθείας και στο δικό μου top - 10.
Μπορεί να με ξένισε λίγο το απότομο φινάλε και κάποια ξεπερασμένα εφέ αλλά η ατμόσφαιρα της με αποζημίωσε στο μέγιστο βαθμό.
    Και το κυριότερο: Με τρόμαξε για τα καλά!
    Η Suzy Bannion (Jessica Harper), μια νεαρή φοιτήτρια, ταξιδεύει από τη Νέα Υόρκη στη Γερμανία με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές της σε μια φημισμένη σχολή χορού...
Κατά την άφιξη της λαμβάνει χώρα ένα μυστηριώδες σκηνικό με μια νεαρή κοπέλα που την αναγκάζει να περάσει αλλού το βράδυ της.
Όταν επιστρέφει το επόμενο πρωί, η Suzy δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στην παρουσία της αστυνομίας και προσηλωμένη στο στόχο της συστήνεται με τη διευθύντρια (Joan Bennett) και την αυταρχική καθηγήτρια Μiss Tunner (Alida Valli).
Σύντομα γνωρίζει και γίνεται φίλη με μια άλλη φοιτήτρια τη Sara (Stefania Casini), η οποία της αποκαλύπτει μερικά από τα μυστικά της Ακαδημίας.
Τότε μια σειρά από περίεργες  καταστάσεις επαληθεύουν τα λεγόμενα της Sara και βάζουν σε υποψίες και την ίδια τη Suzy.
    Τη στιγμή που τα παράξενα περιστατικά αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι δύο φίλες θα επιχειρήσουν, με κίνδυνο τη ζωή τους, να ξετυλίξουν το κουβάρι του μυστηρίου και θα έρθουν αντιμέτωπες με μια υπόθεση μαύρης μαγείας που κρύβει πολλά μυστικά και έχει τις ρίζες στο παρελθόν.
Πίσω λοιπόν στο  μακρινό 1977 ο Dario Argento, στο ζενίθ της καριέρας του τότε, επιχείρησε να ανυψώσει το splatter σε υψηλή τέχνη και όπως φαίνεται τα κατάφερε.
Ο γνωστός σκηνοθέτης μετά την επιτυχία του επίσης εκπληκτικού Deep Red θέλησε να ασχοληθεί με μια ιστορία τρόμου που θα τον απομάκρυνε από το είδος των giallo θρίλερ που τον ανέδειξαν.
Έχοντας ως βάση μια ιστορία μαγείας που είχε διηγηθεί στη σύντροφο του και γνωστή ηθοποιό Daria Nicolodi η γιαγιά της, ο Argento εμπνεύστηκε και με τη βοήθεια της άρχισε να σχεδιάζει και να πειραματίζεται πάνω σε ένα σενάριο που θα πάντρευε το θρίλερ με το αστυνομικό μυστήριο και τη μεταφυσική.
    Αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν ένα παραμύθι για ενήλικες με σαφείς επιρροές από τις ιστορίες των αδερφών Grimm καθώς και από κλασικά παραμύθια όπως « Η Αλίκη Στη Χώρα Των Θαυμάτων» και «Η Χιονάτη Και Οι Επτά Νάνοι».
Μια από τις βασικές ιδέες της ταινίας θα ήταν το θέμα της μαγείας και πιο συγκεκριμένα οι «Τρεις Μητέρες του Σκότους», μια ιδέα που θα συνεχίσει τα επόμενα χρόνια και θα οδηγήσει  σε ένα είδος άτυπης τριλογίας με το Inferno (1980) και το Mother Of Tears (2007).
Μάλιστα για να προσεγγίσει ακόμα καλύτερα το θέμα της μαγείας ο σκηνοθέτης ταξίδεψε σε ευρωπαϊκές πόλεις που σχετίζονταν με την άσκηση τελετών μαγείας όπως το Τορίνο, η Πράγα και η Λυών.
Όσο η ταινία βρισκόταν ακόμα στο στάδιο της προετοιμασίας ο σκηνοθέτης παρουσίασε  την αρχική βερσιόν του σεναρίου στους παραγωγούς και πραγματικά τους έστειλε αδιάβαστους!
Το αρχικό σενάριο ήθελε στους ρόλους των πρωταγωνιστριών νεαρά κορίτσια ηλικίας 8 έως 10 ετών.
Ύστερα όμως από τις αντιρρήσεις τους, ο πανούργος Dario αν και αναγκάστηκε να ανεβάσει το μέσο όρο της ηλικίας τους, προσπάθησε με διάφορα τεχνάσματα να εξαπατήσει το υποσυνείδητο των θεατών, με απώτερο σκοπό να τους μεταφέρει την εντύπωση της αρχικής ιδέας.
Για παράδειγμα τοποθέτησε τα χερούλια σε όλες τις πόρτες στο ύψος των ενήλικων πλέον πρωταγωνιστριών για να δίνεται η εντύπωση πως πρόκειται για μικρά κορίτσια!
Η τρέλα όμως του θρυλικού Ιταλού σκηνοθέτη γι αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο δεν σταμάτησε εκεί.

Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων επέβαλλε τους πρωταγωνιστές του σε πραγματικά βασανιστήρια.
Η πρωταγωνίστρια Jessica Harper κινδύνευσε να ανατιναχθεί όταν γύριζαν την τελική σκηνή ενώ η ακόμα πιο άτυχη Stefania Casini στη σκηνή του θανάτου της, αναγκάστηκε  να κυλιστεί  πάνω σε αγκαθωτά ρολά σύρματος.

    Εννοείται πως η συγκεκριμένη σκηνή γυρίστηκε μονάχα μια φορά!
Η τελειομανία όμως του οραματιστή Αrgento δεν είχε τελειωμό με αποτέλεσμα να την  πληρώσει και ο διευθυντής  φωτογραφίας Luciano Tovoli.
Αφού τον υποχρέωσε να δει προσεχτικά τη Χιονάτη Και Τους Εφτά Νάνους του Walt Disney για να ξεπατικώσει τα χρώματα της, τον ανάγκασε να κινήσει γη και ουρανό για να βρει και να επεξεργαστεί την ταινία με το παλιό και δυσεύρετο σύστημα Technicolor.
Πίστευε πως μόνο έτσι θα έδινε στην εικόνα την υπερφυσική αίσθηση που χρειαζόταν.
Ένα ακόμα από τα στοιχεία που έδωσε βάση ήταν η μουσική επένδυση.
Αν και φαντάζει παράξενο, η σύνθεση της μουσικής έγινε πριν την ολοκλήρωση της ταινίας και το αποτέλεσμα που προέκυψε αποτελεί μέχρι σήμερα ένα από τα κλασικότερα soundtrack στην ιστορία του κινηματογράφου.
    Στη δεύτερη συνεργασία του με τους Goblin και συμμετέχοντας ενεργά στη σύνθεση της, ο Argento επέμενε να χρησιμοποιηθούν μουσικά όργανα από όλο τον κόσμο και επέβαλλε ύστερα από την επίσκεψη του στη χώρα μας, όσο περίεργο κι αν σας ακούγεται, τη χρήση του μπουζουκιού!
Αυτό όμως που κλέβει την παράσταση πέρα από την εξαιρετική μουσική είναι τα απόκοσμα φωνητικά που περιλαμβάνουν από αναστεναγμούς και κραυγές μέχρι ακατανόητες φράσεις.
Το soundtrack έπαιζε στη διαπασών ακόμα κι όταν οι ηθοποιοί δε γύριζαν τις σκηνές τους με σκοπό να μπουν πιο εύκολα στην ατμόσφαιρα της ταινίας.
Άλλο παράδοξο του φιλμ ήταν η γλώσσα!
Όπως και σε όλες τις ταινίες εκείνης της περιόδου οι ηθοποιοί ντουμπλάρονταν μετά την ολοκλήρωση του φιλμ τόσο στα ιταλικά όσο και στα αγγλικά.
Αυτό ήταν μια ευκολία για τον Argento που του επέτρεπε να συγκεντρώνει διεθνές καστ για τα έργα του.
    Ο καθένας έλεγε τις ατάκες στη γλώσσα του και κατόπιν στο στούντιο γινόταν η απαραίτητη επεξεργασία.
Όταν μετά από εξαντλητικά γυρίσματα η Suspiria επιτέλους ολοκληρώθηκε, κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους και παρά το φόβο για το μεγάλο της κόστος, σημείωσε τεράστια επιτυχία όπου κι αν προβλήθηκε.
    Αγαπήθηκε αμέσως από τη μεγαλύτερη μερίδα των κριτικών και εκθειάστηκε για το περιεχόμενο της και κυρίως για το εικαστικό της κομμάτι.
«Η Suspiria ανασαίνει σαν ένα πλάσμα δαιμονισμένο: ανήσυχη, βαθιά ανησυχητική, καλλιτεχνικά και πνευματικά πλήρης» έγραφαν οι κριτικοί της εποχής.
Οι ονειρικές σκηνές με τα στοιχεία παραμυθιού, τα εξωπραγματικά χρώματα που θύμιζαν διάσημους πίνακες, η έντονη εικονογραφία και το απειλητικό soundtrack δεν μπορούσαν να παραβλεφθούν τόσο εύκολα.
    Η λογοκρισία από την άλλη πλευρά δεν φέρθηκε τόσο ευγενικά σʼ αυτό το αριστούργημα.
Οι αιματηρές σκηνές βίας ήταν πολλές και αρκετά προχωρημένες για την εποχή με αποτέλεσμα να την πετσοκόψει αγρίως.
Ακόμα και χρόνια μετά την κυκλοφορία του ήταν υπερβολικά δύσκολο να βρεθεί το φιλμ στην unrated έκδοση του.
    Σήμερα δεκαετίες αργότερα η Suspiria αποτελεί το σπουδαιότερο δείγμα  όχι μόνο της ιταλικής σχολής τρόμου (βλέπε Demons) αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιόλογα επιτεύγματα του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
    Το περιεχόμενο και η εικόνα της έγιναν αντικείμενο αναλύσεων και στα χρόνια που ακολούθησαν ενέπνευσε και επηρέασε μεγάλο αριθμό σκηνοθετών του φανταστικού.
Εν έτει 2012 το remake του Suspiria αναβάλλεται συνεχώς και ταλαιπωρείται από στούντιο σε στούντιο και από σκηνοθέτη σε σκηνοθέτη.
Όπως δείχνουν όμως οι τελευταίες πληροφορίες ο κλήρος για να φέρει εις πέρας αυτό το δύσκολο έργο έπεσε τελικά στον ταλαντούχο David Gordon Green.
Δυστυχώς για τους fans της, φαίνεται πως η Natalie Portman μετά το παρόμοιου ύφους Black Swan δεν προτίθεται να συμμετάσχει.
Τέλος, λέω να κλείσω αυτό το αφιέρωμα όπως άρχισα.
Με μια κριτική από έναν «παλαβό» κριτικό της εποχής που περικλείει όλη την ουσία και τη δυναμική της ταινίας.
«Η Suspiria είναι μια ταινία που δεν έχει ουσιαστική πλοκή, καλοσχεδιασμένη εξέλιξη χαρακτήρων, ενδιαφέροντες διαλόγους και πρωτότυπο θέμα, δηλαδή όλα αυτά που μας έχουν μάθει ότι πρέπει να έχει μια καλή ταινία.
Ακόμη κι έτσι, παρά τις ελλείψεις της, η Suspiria θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες τρόμου που έγιναν ποτέ.
Και ξέρετε κάτι; Είναι!!!»

    Και από το Cine.gr:
    Μια φόρα κι έναν καιρό, μια πανέμορφη νεαρή χορεύτρια, αποφάσισε να πάει στη σχόλη χορού στον Μέλανα Δρυμό  για να γίνει η καλύτερη μπαλαρίνα. Όμως η Κακιά Μάγισσα, είχε άλλη άποψη...”
    Κάπως έτσι περίπου ξεκινά το Suspiria του Dario Argento, η πρώτη απόπειρα του Ιταλού σκηνοθέτη να στραφεί και να αναβιώσει το genre του υπερφυσικού θρίλερ, μετά από μια επιτυχημένη πορεία στα giallo θρίλερ (θρίλερ που βασίζονται στην πολύπλοκη υπόθεση και τους εντυπωσιακά φρικιαστικούς φόνους), κατηγορία που ο ίδιος εγκαθίδρυσε.
    Το Suspiria, εμπνευσμένο από μια συλλογή διηγημάτων του Thomas De Quincey ονόματι “Suspiria de Profundis” (Sighs from the Depths – Στεναγμοί από τα Βάθη) και ειδικότερα στην ενότητα “Levana and our Ladies of Sorrow” («Η Λεβάνα και οι Κυρίες της Θλίψης»), θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τριλογίας-μελέτης στη μαγεία και ειδικότερα σε τρεις μάγισσες του Μεσαίωνα: τη Mater Suspiriorum (Μητέρα των Στεναγμών), τη Mater Lachrymarum (Μητέρα των Λυγμών) και τη Mater Tenebrarum (Μητέρα του Σκότους), τρεις μάγισσες που κυριαρχούν στον κόσμο και αφήνουν στο πέρασμά τους πόνο, θλίψη και θάνατο. Το Suspiria ασχολείται με τη Μητέρα των Στεναγμών -με έμμεσο όμως τρόπο καθώς το όνομά της αναφέρεται ελάχιστα-, το δεύτερο μέρος της τριλογίας, το Inferno ασχολείται άμεσα με τη Μητέρα του Σκότους, ενώ το τρίτο μέρος δεν έχει γυριστεί ακόμη, παρότι φήμες θέλουν το σενάριο να είναι ήδη έτοιμο εδώ και χρόνια.
    Επί του προκειμένου όμως, το Suspiria είναι η ιστορία της νεαρής Suzy Banion (Jessica Harper), Αμερικάνας χορεύτριας, που εν μέσω μιας τρομερής καταιγίδας φτάνει σε μια διεθνούς φήμης ιδιωτική σχόλη χορού στη Γερμάνια. Οι ανησυχίες της για το αν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις αυστηρές απαιτήσεις της σχόλης οξύνονται όταν φτάνει, καθώς τη διώχνουν και αναγκάζεται να περάσει τη βραδιά σε τοπικό μοτέλ. Η Suzy είναι πολύ συγχυσμένη για να ακούσει τις απελπισμένες κραυγές της Pat (Eva Axen), που διώχνεται την ιδία βραδιά από τη σχόλη, κραυγές σκόπιμος αποσιωπημένες από τον Argento για να αφήσουν την ηρωίδα του αλλά και το θεατή σε σκοτάδι για το τι μέλει να ακολουθητέε. Το ταξίδι της στο κέντρο του Μέλανα Δρυμού -όπου βρίσκεται η σχόλη- κάτω από την άγρια νεροποντή, σε συνδυασμό με τις ανατριχιαστικές σκιές που δημιουργούν οι αστραπές ανάμεσα στα δέντρα, σημειώνουν την έναρξη μιας σειράς υποβλητικών σκήνων που θα στοιχειώσουν ολόκληρη την ταινία. Ανοιγοκλείστε τα μάτια σας και μόλις χάσατε μια στιγμή μεγαλείου! Στο διαχωριστικό τζάμι του ταξί, αντανακλά το παραμορφωμένο πρόσωπο ενός άντρα, του σκηνοθέτη-αφηγητή Argento.
Ακολουθεί η πρώτη από τις πολλές εκπληκτικές σκηνές φόνου.

    Η Pat (Eva Axen) περνά τη νύχτα στο εντυπωσιακό μπαρόκ αρχοντικό μιας φίλης και εδώ κάνει την εμφάνισή της η χαρακτηριστική έμμονη του Argento με το ορατό και το μη ορατό. Προσέξτε την ταπετσαρία στο δωμάτιο της Pat – ψάρια και πουλιά συνδυάζονται για να σχηματίσουν ενα περίτεχνο οπτικό τοπίο. Χωριστά ωστόσο, το κάθε ζώο συμβολίζει ένα σημείο αποχώρησης. Τα στοιχεία συνδυάζονται σε διάφορα σημεία, για να απομακρυνθούν το ένα από το άλλο καθώς η Pat τα ακλουθεί προς το παράθυρο. Εκεί δέχεται επίθεση από ένα μυστηριώδες πλάσμα!
Η άτυχη Pat στραγγαλίζεται με ένα καλώδιο, στη συνεχεία ρίχνεται από τη γυάλινη οροφή του αρχοντικού και τα σπασμένα γυαλιά παρασέρνουν στο θάνατο τη φίλη που την φιλοξενεί. Το σπασμένο γυαλί, το κρεμασμένο, αιματοβαμμένο κορμί της Pat και της κοπέλας που πήρε μαζί της, γίνονται μεγαλόπρεπη στοιχεία του, ήδη φαινομενικής αρχιτεκτονικής σύλληψης σκηνικού του Argento.

    Το σενάριο της ταινίας εχει γράψει η Daria Nicolodi, προφανώς ελληνικής καταγωγής και σύντροφος για αρκετά χρόνια του Dario Argento. Διαπλέκοντας μεσαιωνικούς μύθους με σύγχρονα παραμύθια, το Suspiria είναι μια Χιονάτη της εποχής, με κάτι από Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων και άρωμα από Σταχτοπούτα.
    Μετά το ταξίδι της στον Μέλανα Δρυμό, η Suzy-Χιονάτη, κατορθώνει να φτάσει στην έπαυλη της σχολής χορού, στην οποία ο Argento με χρήση της -εγκαταλελειμμένης πλέον εκείνη εποχή- μέθοδο Technicolor, έχει δώσει την όψη του μεγάρου του Τέρατος απο την «Πεντάμορφη και το Τέρας», παραμύθι που στοίχειωνε τον σκηνοθέτη από τα νιάτα του. Εκεί η ηρωίδα γνωρίζει τις συμμαθήτριες και τις καθηγήτριές της. Με την εξαίρεση της Sara (Stefania Cassini), όλες οι άλλες κοπέλες είναι εχθρικές -οπως η αδελφές της Σταχτοπούτας αντιπαρατίθενται με την καλή της νεράιδα. Οι δυο καθηγήτριες, η κυρία Blanc (Joan Bennett) και η δεσποινίς Tanner (Alida Valli) –ψυχρές και ύποπτα μυστικοπαθείς- έχουν το ρόλο των κακών μητριών της. Η δεσποινίς Tanner τονίζει αμέσως το κάλλος της Suzy, αναλαμβάνοντας και το ρόλο της ζηλιάρας μάγισσας, μητριά της Χιονάτης. Μόλις η Suzy εκδηλώσει την επιθυμία της να κατοικεί έξω από τη σχολή, αναγκάζεται λόγο μιας μυστηριώδους αδυναμίας της –ούτε δηλητηριώδες μήλο να δάγκωνε!- να μείνει οικότροφος.
    Η ασφάλεια της γυάλας της μπαλαρίνας, εχει πλέον αντικατασταθεί από τον τρόμο που βασιλεύει στο κουκλόσπιτο-ακαδημία. Προσέξτε τα χερούλια στις πόρτες της έπαυλης. Ασυνήθιστα ψηλά, τονίζουν τη νεότητα και το μικρό ανάστημα έναντι στην τεράστια δύναμη που τους περιβάλλει, η ηλικία της όποιας χάνεται στους αιώνες. Η Suzy βρίσκεται πλέον στη δικιά της “Χώρα των Θαυμάτων”. Το ταξίδι της στη ‘λαγότρυπα αποτελείται από διάδρομους βαμμένους με κόκκινο, κίτρινο η μπλε και τα διάφορα δωμάτια αρχίζουν να αποκτούν το δικό τους νόημα, ανάλογα με το χρώμα που τους δίνει ο σκηνοθέτης.
    Η Suzy κυκλοφορεί στους διάδρομους της σχολής, νιώθοντας χαμένη στο χρόνο. Τα κρυφά περάσματα κρύβουν παγίδες για όσους τύχει να τα διαβούν. Η περίεργη Sara συναντά το θάνατο σε ένα δωμάτιο με συρματοπλέγματα, στην καλύτερη και πιο ευφάνταστη σκηνή φόνου που έχω δει που έχω δει ποτέ!
Το Suspiria είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της δύναμης του σκηνοθέτη να δημιουργήσει μια αριστουργηματική ταινία, βασιζόμενος σε βάσεις σχεδόν ανύπαρκτες. Η ανάπτυξη χαρακτήρων πολύ άπλα δεν υπάρχει, η πλοκή είναι μηδαμινή και οι ερμηνείες είναι ξύλινες. Για όνομα του Θεού, δεν έχει καν έναν κεντρικό κακό! Μόνο την υπόνοια υπερφυσικών δυνάμεων που παραμονεύουν παντού και εξολοθρεύουν όποιον πλησιάσει στην αποκάλυψή τους. Ωστόσο η μεγαλειώδης, εφευρετική και αξιοθαύμαστη σκηνοθετική επιδεξιότητα του Argento και η ικανότητά του να εκμεταλλευτεί τα πρωτογενή υλικά που του έδωσαν ήδη υπαρχοντες μυθοι, να τα συνδυασει με περιτεχνο τροπο και να παραγει ενα εκπληκτικό παραμύθι για ενηλίκους, δίνουν την ταινία που αποτέλεσε την απάντηση του ευρωπαϊκού σινεμά στις αμερικανικές επιτυχίες της εποχής, The Exorcist - Ο Εξορκιστής, Rosemary`s Baby - Το Μωρό της Ρόζμαρυ και “The Prophecy” - ταινίες που βασίζονταν στα συστατικά που ο Argento απέφυγε για να δώσει τον εικαστικής τελειότητας εφιάλτη του.
    Trivia: Η ταινία γυρίστηκε αρχικά βουβή και οι φωνές των χαρακτήρων προστεθήκαν στη συνέχεια με ντουμπλάζ. Φήμες μάλιστα θέλουν τη Jessica Harper να μιλούσε αγγλικά, ενώ οι υπόλοιπες ερμηνεύτριες απαντούσαν στα ιταλικά. Αυτό λέγεται ότι το έκανε ο Argento για να φανεί η απομόνωση της ηρωίδας του από τους άλλους χαρακτήρας της ταινίας!
Ιωσήφ Πρωιμάκης





Σάββατο 29 Μαρτίου 2014

A Chump at Oxford (1940)

A Chump at Oxford (1940)
Τα Κούτσουρα της Οξφόρδης


Εβρισκόμενος το 1975 σε ένα φιλικό μου σπίτι στο Μόναχο, παρακολούθησα από την τηλεόραση μία ταινία «Χοντρός-Λιγνός, την «A Chump at Oxford». Με την ταινία αυτή εντυπωσιάστηκα διότι είχα την εντύπωση ότι ως πιτσιρικάς είχα δει σχεδόν όλες τις αξιόλογες ταινίες των «Χοντρός-Λιγνός». Τούτη όμως πρώτη φορά την έβλεπα και την βρήκα  πολύ διασκεδαστική. Όταν λοιπόν μετά από μερικά χρόνια εντόπισα το εξώφυλλο του DVD της ταινίας σε ιντερνετικό κατάστημα του Βελγίου, την θυμήθηκα αμέσως και την παρήγγειλα. Έκατσα αμέσως και μετέφρασα τους υπότιτλούς της. Ξέρω ότι μετά από μερικά χρόνια κυκλοφόρησαν διάφορες ταινίες «Χοντρός-Λιγνός» στην Ελλάδα, κυρίως μέσω προσφορών εφημερίδων. Δεν ξέρω αν κυκλοφόρησε και η εν λόγο ταινία, σε κάθε περίπτωση όμως μπορείτε να βρείτε από;o εδώ. Προς το σκοπό αυτό μετέφρασα τους υπότιτλους.

Για την ιστορία της ταινίας να πούμε ότι όταν πρωτοκυκλοφόρησε στις ΗΠΑ, ήταν κατά 20 λεπτά συντομότερη. Για να προωθηθεί όμως στην Ευρώπη, οι παραγωγοί τη της πρόσθεσαν 20 επί πλέον λεπτά. Συγκεκριμένα το αρχικό επεισόδιο όπου ο Σταν μεταμφιέζεται σε γυναίκα και μαζί με τον Όλι πιάνουν δουλειά ως καμαριέρα και μπάτλερ σε ένα αριστοκρατικό σπίτι όπου κατά την διάρκεια μιας δεξίωσης συμβαίνουν σπαρταριστά ευτράπελα, είναι ριμέικ μιας παλαιότερης βουβής ταινίας τους και μπήκε σφήνα στην παρούσα ταινία για να επιμηκύνει την διάρκειά της.
Στη συνέχεα βρίσκονται οδοκαθαριστές και κολατσίζοντας στα σκαλιά μιας τράπεζας φιλοσοφούν για τον λόγο που δεν μπορούν να βρουν μια αξιόλογη δουλειά. Καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουν μορφωθεί. Ο Σταν Πετάει κάτω τις φλούδες της μπανάνας που έφαγε. Εκείνη την στιγμή ένας ληστής που λήστεψε την τράπεζα, τρέχει να φύγει γρήγορα, πατάει την μπανανόφλουδα και πάρ’ τον κάτω! Οι Χοντρός Λιγνός χωρίς να έχουν συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει, τρέχουν και ανασηκώνουν  τον λυστή. Η αστυνομία που φθάνει εκείνη την ώρα νομίζει πως αυτοί τον συνέλαβαν και τους δίνει τα εύσημα. Ο διευθυντής της τράπεζας τους ρωτά τι επιθυμούν ως αμοιβή για την... ηρωική τους πράξη και αυτοο απαντούν πως θα ήθελαν να τους δοθεί η ευκαιρία να μορφωθούν, μια και ως νέοι δεν μπόρεσαν να το κάνουν. Ο διευθυντής τότε τους δίνει υποτροφία για την Οξφόρδη!
Εκεί οι παλαιοί φοιτητές το έχουν έθιμο να σκαρώνουν φάρσες στους νεοεισερχόμενους. Πόσο μάλλον τώρα που έχουν να κάνουν με τους αφελείς Σταν και Όλι. Φαντάζεστε το τι επακολουθεί!
Γενικά την ταινία αυτή την θεωρώ ότι είναι από τις τρεις-τέσσερεις καλλίτερες ταινίες των Χοντρός-Λιγνός.

Η ταινία με τους ελληνικούς υπότιτλους δικής μου μετάφρασης:

https://www.youtube.com/watch?v=8lZV9H6Gxe8



Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Dimples (1936)

Dimples (1936)
ΧΑΡΟΥΜΕΝΑ ΜΑΓΟΥΛΑΚΙΑ


εις μνήμη Shirley Temple

Προ ημερών μάθαμε ότι απεβίωσε η ηθοποιός Shirley Temple σε ηλικία 85 ετών. Είμαι μεγάλης ηλικία, αλλά όχι μαθουσάλας, έτσι δεν έτυχε ποτέ να ασχοληθώ ή να έχω δει κάποια ταινία της ηθοποιού αυτής. Μονάχα την μητέρα μου είχα ακούσει να μου την εκθειάζει μερικές φορές. Ο παγκόσμιος θόρυβος που δημιουργήθηκε γύρω από τον θάνατο της συγκεκριμένης ηθοποιού με έκανε να το ψάξω το θέμα και να μάθω τα εξής:

Η Shirley Temple γεννήθηκε το 1928 και ήταν το πρώτο παιδί που χαρακτηρίστηκε παιδί θαύμα του κινηματογράφου. Πράγματι, ξεκίνησε την πρώτη της κινηματογραφική εμφάνιση σε ηλικία τριών ετών!

Στα έξη της κατέκτησε το όσκαρ γυναικείου ρόλου, πράγμα που κανένας άλλος ηθοποιός τόσο μικρής ηλικίας δεν το κατόρθωσε μέχρι σήμερα. Ως κοριτσάκι με σγουρές ξανθές μπούκλες, με το τραγούδι και τον χορό της είχε ξετρελάνει το κοινό. Ο παροξυσμός του κόσμου ήταν τέτοιος που πάθαινε ντελίριο όταν την συναντούσε. Μέχρι και συμβόλαιο με εταιρία παιχνιδιών έκλεισε για να δώσει την άδεια να κατασκευαστεί κούκλα μα την μορφή της!

Ο Αμερικανικός λαός που μαστίζονταν από την οικονομική κρίση, συνέρρεε στις κινηματογραφικές αίθουσες να δει την τσαχπίνα μικρούλα και να αποκτήσει λίγη αισιοδοξία για το μέλλον.

Ο πρόεδρος Μακάρθι που πίστευε ότι το πρόβλημα του Κραχ ήταν κυρίως θέμα ψυχολογίας, είχε πει πως ένα έθνος που έχει άτομα σαν την Shirley Temple, δεν έχει να φοβάται τίποτα για το μέλλον του!

Αλλά τα παιδιά κάποτε μεγαλώνουν. Μεγάλωσε και η Shirley, αλλά το κοινό δεν την αποδέχτηκε ποτέ ως έφηβη ή ενήλικη. Γι αυτό ήταν πάντα η τσαχπίνα πιτσιρίκα. Οποιαδήποτε νέα ταινία της έκοβε λιγότερα εισιτήρια απ ότι μια επανάληψη παλαιότερης ταινίας της. Η κοπέλα είχε την εξυπνάδα να το κατανοήσει και την τόλμη να αποχωρίσει από τα κινηματογραφικά πλατό σε ηλικία μόλις 22 ετών! Συνέχισε όμως να ασχολείται με τα κοινά. Ως υποψήφια πολιτικός και αργότερα διορίστηκε πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Γκάνα και μετά στην πρώην Τσεχοσλοβακία.
Από τις ταινίες της μην περιμένετε βάθος σεναρίου. Είναι τέτοιες που να μας παρουσιάζουν το κοριτσάκι θαύμα να χορεύει να τραγουδά και να υποκρίνεται. Διάλεξα την ταινία Dimples, που περιέχει όλα αυτά χωρίς πολύπλοκους προβληματισμούς ως προς την υπόθεση. Είναι δε και επιτυχώς χρωματισμένη εκ των υστέρων.
Η Dimples Appleby (Shirley Temple) είναι μια μικρούλα καλλιτέχνης του δρόμου στην Νέα Υόρκη του 19ου αιώνα. Μαζί με άλλα παιδιά που την συνοδεύουν παίζοντας της μουσική χορεύει και τραγουδά διασκεδάζοντας τους περαστικούς.

Συχνά ολάκερη η κομπανία προσκαλείται να διασκεδάσει άτομα της «υψηλής» κοινωνίας. Η μικρή μένει με τον παππού της ο οποίος είναι ένας καλόκαρδος δάσκαλος μουσικής που υπεραγαπά την εγγονή του και όλοι τον αποκαλούν «καθηγητή»

Έχει το ελάττωμα της κλεπτομανίας. Με δάκρυα στα μάτια η μικρούλα τον παρακαλά να παραιτηθεί από τις κακές αυτές συνήθειές του.

Κάποτε η μικρή μαζί με την κομπανία της είναι προσκεκλημένη στο σπίτι μιας πλούσιας χήρας, την κας Καρολάιν για να διασκεδάσει τους προσκεκλημένους της κυρίας αυτής. Η μικρή με το τραγούδι και το χορό της ξετρελάνει όχι μόνο την πλούσια χήρα, αλλά και τον ανιψιό της τον Άλλεν ο οποίος θέλοντας να χειραφετηθεί και να απαλαγεί από την σφιχτή επιτήρηση της θείας του, έχει αποφασίσει να το ρίξει στις θεατρικές μπίζνες – κρυφά από την θεία του – και να γίνει παραγωγός θεατρικών έργων. Η μικρούλα είναι ότι πρέπει για τα σχέδιά του. Ανεβάζει το έργο «η καλύβα του μπάρμπα Θωμά» όπου η μικρή θριαμβεύει στον ρόλο της μικρής Εύας. Μάλιστα γιορτάζοντας υποτίθεται την 50η... τόση παράσταση του έργου, παρουσιάζουν ένα έξτρα μουσικοχορευτικό φινάλε όπου η μικρή ξεδιπλώνει όλο της το ταλέντο στο χορό και το τραγούδι.

Το έργο αυτό το επέλεξα διότι μεταξύ των άλλων υπήρχαν και Ελληνικοί υπότιτλοι στο opensubtitles από τον miki-mik7. Εγώ μετέφρασα και τους στοίχους από τα τραγουδάκια και συγχρόνισα τους υπότιτλους ώστε να ταιριάζουν με την δική μου κόπια. 



Η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=UqfMSfTYJ7s


Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

42nd Street (1933)

42nd Street (1933)

και εγένετο... Μιούζικαλ!

Σκηνοθεσία: Loyd Bacon
Μουσική: Harry Warren

Στις αρχές της δεκαετίας του 30, η οικονομική κρίση μάστιζε την Αμερική όπως και όλες σχεδόν τις χώρες. Ο κοσμάκης για να πνίξει τον καημό του το έριχνε στο θέαμα. Οι κινηματογραφικοί επιχειρηματίες εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι το κοινό είχε αγαπήσει το μουσικό θέατρο που αποκαλείτο «βαριετέ», παρουσίαζαν ταινίες μου στην πραγματικότητα στερούταν σοβαρού σεναρίου αλλά ήταν γεμάτες μουσική και χορό. Έτσι γεννήθηκε ένα νέο είδος κινηματογραφικών ταινιών: Το «Μιούζικαλ». Στην κατηγορία αυτή κατατάσσεται και η παρούσα ταινία, η οποία μάλιστα θεωρείται κορυφαία της εποχής της (και όχι μόνο) στην κατηγορία αυτή



 Είναι να απορεί κανείς πως αντεπεξέρχονταν οι τότε παραγωγοί στα έξοδα μιας ταινίας που συμμετείχαν τόσα πολλά πρόσωπα. Ιδίως με τις τόσες πολυάριθμες μπαλαρίνες που μετρούσαν μόνο ως πόδια και όχι ως προσωπικότητες. Πράγματι, όπως βλέπουμε και στην ταινία, στις οντισιόν που γίνονταν για να διαλέξουν χορεύτριες, το μόνο πράγμα που ζήταγαν από τα κορίτσια ήταν να σηκώσουν τα φορέματά τους για να φανούν τα πόδια τους. Το να είχαν καλλίγραμμα πόδια ήταν το σημαντικότερο κριτήριο για να επιλεγούν.


Αλήθεια; Πόσο πρέπει να ήταν το εισιτήριο σε τέτοιο θέαμα για να καλύψουν οι παραγωγοί τα έξοδά τους και να έχουν ένα λογικό κέρδος; Η απάντηση είναι απλή. Με την οικονομικοί κρίση που μάστιζε τον πληθυσμό, οι χορευτές και οι χορεύτριες ήσαν ικανοποιημένοι να βρουν μια θέση έστω και για λίγο φαγητό.
Στην παρούσα ταινία, αν και στερείται σεναρίου με βάθος, υπάρχουν αρκετές αναφορές και καυστικά σχόλια για την μάστιγα της Εποχής. Ο πέλεκυς της λογοκρισίας βέβαια δεν είχε ακόμα αρχίσει να πέφτει επί δικαίων και αδίκων με αποτέλεσμα να μην λείπουν τα καυστικά πολιτικοκοινωνικά σχόλια, όσο και τα σεξουαλικά υπονοούμενα.
Ο Warner Baxter που υποδύεται τον ικανό αλλά ματαιόδοξο σκηνοθέτη Julian Marsh, έχει χάσει όλα του τα χρήματα στο χρηματιστήριο και περιμένει πως και πως να ανακάμψει οικονομικά μέσω της εργασίας του στην σκηνοθεσία ενός έργου μιούζικαλ, το ΩΡΑΙΑ ΚΥΡΙΑ. Για τον ρόλο της πρωταγωνίστριας σε αυτή την παραγωγή έχει επιλεγεί η ιδιόρρυθμη σταρ Dorothy Brock (Bebe Daniels), κατόπιν απαιτήσεως του χρηματοδότη της παράστασης Abner Dillon (Guy Kibbee), ο οποίος είναι λεφτάς και προσβλέπει στο να του ανταποδώσει η Dorothy την ευγνωμοσύνη της υποκύπτοντας στην δήθεν γοητεία του. Αυτή όμως διατηρεί δεσμό (κρυφά) με κάποιον πρώην συνεργάτη της στο βαριετέ, ο οποίος όμως έχει μείνει στάσιμος καλλιτεχνικά, ενώ αυτή εξελίχτηκε σε βεντέτα. Έχουμε και την μικρούλα (που λέει ο λόγος) Peggy (Ruby Keeler), που από αρχάρια, αφελής και συνεσταλμένη μπαλαρινούλα, θα μετατραπεί σε μια βραδιά η μεγάλη πρωταγωνίστρια του σόου, εκμεταλλευόμενη το ότι η αρχική πρωταγωνίστρια Dorothy Brock έπαθε σοβαρό ατύχημα και δεν είναι σε θέση να παίξει. Βέβαια κάτι τέτοια μόνο στο Χόλυγουντ συμβαίνουν.



Έχουμε και την συμμετοχή της Ginger Rogers η οποία το παίζει υπεράνω. Σε αυτήν προτάθηκε να αντικαταστήσει την Dorothy, αλλά αυτή θα παραιτηθεί υπέρ της νεαρής και άπειρης Peggy, αναγνωρίζοντας τις ικανότητές της. Ο ρόλος της Ginger Rogers είναι σχετικά μικρός, έδειξε όμως την λάμψη της και αργότερα θα γίνει διάσημη ως παρτενέρ χορεύτρια του Fred Astaire.
Και επειδή μιούζικαλ σημαίνει κυρίως μουσική, τραγούδι και χορός, να πούμε ότι το φινάλε αποτελεί ένα ντελίριο αυτών των θεμάτων. Αξεπέραστο αυτό που συμβαίνει επί σκηνής, δηλαδή επί οθόνης. Μπορεί σκηνοθέτης της ταινίας να είναι ο Lloyd Bacon, όμως αναμφισβήτητα το ότι αυτή θεωρείται κάτι το ιδιαίτερο το οφείλει στον χορογράφο Busby Berkeley. Αυτός είχε την ικανότητα να στήνει τους χορευτές με εντελώς ιδιαίτερο τρόπο και η δουλειά του αυτή απετέλεσε σχολή για το νέο κινηματογραφικό είδος. Τα Μιούζικαλ. Παρά την τάση της εποχής να χρησιμοποιούνται δύο κάμερες, αυτός χρησιμοποιεί μόνο μία με αποτέλεσμα η ευέλικτη κάμερα να χώνεται παντού, στο ταβάνι, σε απίθανες γωνίες, κάτω από τα πόδια των κοριτσιών, σχηματίζοντας ζωντανή αψίδα με τα πόδια τους. Με τον τρόπο που την στήνει, μας παρουσιάζει τους χορευτές σαν κρύσταλλα καλειδοσκόπιου, το παιχνίδι από τα παιδικά μας χρόνια που έμοιαζε τη μικρό τηλεσκόπιο, που όταν κοίταζες μέσα από αυτό έβλεπες μια σύνθεση από πολύχρωμα κρυσταλλάκια και όταν το περιέστρεφες η σύνθεση αυτή άλλαζε σχήμα!



Ο Berkeley επίσης είναι αυτός που θα εισάγει την Τζαζ μουσική σε αυτά τα έργα. Μέχρι τότε το μουσικά φιλμ περιείχαν μουσική απαλή και συχνά γλυκανάλατη.
Την σφραγίδα του μας την φιλάει για το τέλος όπου μας παρουσιάζει τρία μουσικοχορευτικά θέματα. Στο πρώτο, «Scuffled off to Buffalo» μας παρουσιάζει ένα βαγόνι τραίνου να ανοίγει στα δύο επί σκηνής και να μας εμφανίζει το Vagon Lee εσωτερικά, όπου ένα νιόπαντρο ζευγάρι τραγουδά όλο αισιοδοξία σχετικά με την νέα του ζωή, ενώ ο χορός των κοριτσιών απαντά ειρωνικά, προβλέποντας την μη ευτυχή κατάληξη του γάμου.
Στο δεύτερο, που ακολουθεί (Young and Healthy), βλέπουμε μια τυπική δουλειά του Berkeley.



Αυτός χώνει την κάμερά του στις πιο απίθανες θέσεις, με αποκορύφωμα το να μας παρουσιάζει τούνελ από τα πόδια των κοριτσιών!
Όμως αυτό που κυριολεκτικά κόβει την ανάσα είναι το Grand Finale, όπου ακόμα και φόνος διαπράττεται επί σκηνής, συνοδευόμενος μάλιστα από χορούς και τραγούδια! Θέλει προφανώς να μας δείξει την σκληρή πραγματικότητα της ζωής μιας μεγαλούπολης. Η ζωή μέσα σ’ αυτή δεν είναι χοροί και τραγούδια, αλλά η πραγματικότητα είναι πολύ σκληρή.
Το καστ των ηθοποιών μπορεί να μη σας λέει πολλά πράγματα σήμερα αλλά σας διαβεβαιώνω πως ήταν ότι το καλλίτερο είχε να παρουσιάσει εκείνη η εποχή. Η χημεία μεταξύ των ηθοποιών είναι εκπληκτική.
Ακόμα κι αν δεν είστε φίλος των Μιούζικαλ, σας προτρέπω να δείτε αυτή την ταινία έστω για ιστορικούς λόγους και να διαπιστώσετε ιδίοις όμμασι αν τα γραφόμενά μου ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
Οι υπότιτλοι  είναι μεταφρασμένοι από εμένα.