Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Zangiku monogatari (1939)

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟΥ

Σκηνοθεσία: Kenji Mizoguchi

Παίζουν: Shôtarô Hanayagi, Kôkichi Takada, Gonjurô Kawarazaki  κλπ

Δεν είναι μόνο Αμερικάνικες και Ευρωπαϊκές οι αξιόλογες ταινίες της δεκαετίας του 30. Και η Ασία είναι παρούσα, με κυρίαρχη την Ιαπωνία μέσω του ταλαντούχου σκηνοθέτη της Kenji Mizoguchi. Αυτός με μία από της καλλίτερες δουλειές του,  την ταινία:  Zangiku Monogatan, μας μεταφέρει στην Ιαπωνία του 18ου αιώνος οπού κυριαρχεί η κοινωνική αδικία και η καταπίεση της γυναίκας. Εκεί, ο Kikunosuke, υιοθετημένος γιος ενός διάσημου ηθοποιού του θεάτρου, αν και ατάλαντος, προσπαθεί να ακολουθήσει την καριέρα του θετού πατέρα του και να κληρονομήσει την θέση του στον κόσμο της τέχνης.
Το περιβάλλον του, λόγο του βαριού ονόματος που φέρει, του παρουσιάζει μια ψεύτικη εικόνα για τις δυνατότητές του, για να γλύφει την οικογένεια μέσο του ατάλαντου γιου. Ένα μόνο πρόσωπο τολμά να του πει την καθαρή αλήθεια. Είναι η Otoku, τροφός του μωρού του αδελφού του. Αυτή του λέει ειλικρινά πως η εμφάνισή του  στην σκηνή είναι πολύ μέτρια, αλλά και το ότι πιστεύει ότι έχει τις δυνατότητες, σν εργαστεί  σκληρά, να προκόψει. Ο Kikunosuke εντυπωσιάζεται από την ειλικρίνεια της κοπέλας, κάνει παρέα μαζί της και τελικά οι νέοι ερωτεύονται μεταξύ τους. Η οικογένεια αντιδρά με αυτή την εξέλιξη. Δεν μπορεί να ανεχθεί ότι μέλος της οικογένειας, έστω και υιοθετημένο, θα μπλέξει με μια κοπέλα που το επάγγελμά της την κατατάσσει στο υπηρετικό προσωπικό. Απολύουν λοιπόν την Otoku και την διώχνουν μακριά.  Ο Kikunosuke αντιδρώντας σε αυτή την ενέργεια, εγκαταλείπει την οικογένεια και καταφεύγει στην Οσάκα, όπου εκεί βρίσκει προστασία από έναν ηλικιωμένο θείο  ηθοποιό. Το περιβάλλον του ηθοποιού δεν τον θέλει τον Kikunosuke, τον ανέχεται όμως λόγο θείου. Στο μεταξύ η Otoku φθάνει στην Οσάκα, επανασυνδέεται με τον Kikunosuke και θέτει σκοπό της ζωής της να τον βοηθήσει να εξελίχθη ως ηθοποιός. Τότε τα πράγματα γίνονται δυσκολότερα. Ο θείος ξαφνικά πεθαίνει, δεν υπάρχει πια προστάτης και οι ιδιοκτήτες του θεάτρου μπορούν να κάνουν τα δικά τους. Διώχνουν τον  Kikunosuke από το θέατρο, αλλά τον στέλνουν σε δικό τους περιοδεύοντα θίασο. Εκεί βασιλεύει  ο υπόκοσμος και η ζωή για τους δυο νέους δεν είναι καθόλου εύκολη. Κάποια στιγμή χάνεται και αυτή η δουλειά και οι νέοι φυτοζωούν. Τότε η Otoku, κρυφά από τον Kikunosuke επισκέπτεται την οικογένειά του και ζητά από αυτούς να περιθάλψουν τον Kikunosuke. Αυτοί δηλώνουν πως θα τον δοκιμάσουν και αν έχει κάνει βελτίωση θα τον ξαναπάρουν. Προϋπόθεση σε τέτοια περίπτωση θα είναι η Otoku να φρύγει από την μέση. Αυτή, προκειμένου να συμπαρασταθεί στον αγαπημένο της, δέχεται. Ο Kikunosuke όπως διαπίστωσαν έκανε καταπληκτική πρόοδο. Σύντομα γίνεται το νέο ίνδαλμα του κοινού. Προγραμματίζεται δε μια θριαμβευτική παρέλαση με βάρκες στο ποτάμι της Οσάκα, με τον Kikunosuke επικεφαλής ως τιμώμενο πρόσωπο. Εντωμεταξύ η Otoku από τις κακουχίες που πέρασε προσπαθώντας να συμπαρασταθεί του Kikunosuke, κλονίζεται σοβαρά η υγεία της. Αφήνει δε την τελευταία της πνοή, την ώρα που ο Kikunosuke παρελαύνει θριαμβευτικά στην πόλη.
Η διάρκεια του έργου είναι μεγάλη και η κάμερα σύρεται αργά-αργά σε μερικές σκηνές. Το γεγονός όμως αυτό δεν κουράζει τον θεατή. Αντίθετα του δίνει τον χρόνο να αφομοιώσει τα γεγονότα και να προβεί σε δικές του σκέψεις. Κάτι που δεν συμβαίνει σε «φιλμ νουάρ» της εποχής.
Οι υπότιτλοι έχουν μεταφραστεί από εμένα.
Οφείλω να ενημερώσω ότι Ιαπωνικά φυσικά δεν γνωρίζω. Η μετάφραση έγινε από Αγγλικούς υπότιτλους.

Η ταινία με τους ελληνικούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=mrbFeXAhonc






Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Babes in Arms (1939)

Babes in Arms (1939)
ΑΝΗΛΙΚΑ ΕΝ ΔΡΑΣΗ

Σκηνοθεσία:  Busby Berkeley

Συγγραφείς: Jack McGowan, Kay Van Riper και άλλοι

Παιζουν: Mickey Rooney, Judy Garland, Charles Winninger  και λοιποί.

Ελληνικοί υπότιτλοι μεταφρασμένοι από εμένα.



Ο Busby Berkeley, σκηνοθέτης εντυπωσιακών μιούζικαλ, μεταπήδησε από την Warner Brothers στην MGM και γύρισε την ταινία: Babes in Arms. Η επιτυχία της ταινίας αυτής τον οδήγησε στην δημιουργία τριών ακόμα ταινιών με παρόμοιο θέμα και με τους ίδιους νεαρούς πρωταγωνιστές.  (Mickey Rooney  και Judy Garland). Την ίδια μάλιστα χρονιά παρουσιάστηκε και η ταινία: Ο Μάγος του Οζ, η οποία δεν είχε την ίδια ανταπόκριση στο κοινό όσο το Babes in Arms, πράγμα αδιανόητο για μας σήμερα! Πρέπει όμως να ταυτιστούμε με τις συνθήκες της εποχής για να το κατανοήσουμε αυτό.
Το θέμα της ταινίας ασχολείται με το Βαριετέ και τον κόσμο του. Το Βαριετέ ήταν ένα δημοφιλέστατο θεατρικό θέαμα που κυριάρχησε σε ΗΠΑ και Καναδά από τις αρχές του 8980 μέχρι τις αρχές του 1930.  Το θέαμα μπορούμε να το συγκρίνουμε με την δική μας επιθεώρηση, αλλά επικρατούσε το τραγούδι και ο χορός.  Το είδος του θεάματος κλονίστηκε με την εμφάνιση του κινηματογράφου, κατέρρευσε δε τελείως το 1930 με την εμφάνιση ομιλουσών  ταινιών. Η ιστορία ξεκινά με την παρουσίαση ενός διάσημου ηθοποιού του είδους, τον Joe Moran (Charles Winninger) και της γυναίκας του και συμπρωταγωνίστριάς του Florrie Moran (Grace Hayes). Αυτοί απολαμβάνοντας την χρυσή εποχή του συγκειμένου θεάματος, αποκτούν δύο παιδιά. Ο πρώτος τους γιός μάλιστα, ο Mickey (Mickey Rooney), γεννήθηκε μέσα στο θέατρο! Απέκτησαν και μία κόρη την Molly (Betty Jaynes). Όταν τα πρώτα σύννεφα τις κρίσης έκαναν την εμφάνισή τους, ο Joe δεν ήθελε να πιστέψει ότι επέρχεται καταστροφή και δεν φρόντισε να ανανεώσει το θέαμα που παρουσίαζε, ώστε να αντέξει στον ανταγωνισμό. Το αποτέλεσμα, τόσο η οικογένειά του όσο και οι οικογένειες των υπολοίπων ηθοποιών  είχαν πρόβλημα διαβίωσης μια και ήσαν όλοι τους άνεργοι. Ο ταλαντούχος  Mickey (Mickey Rooney), έγραφε τραγούδια που ερμήνευε η φίλη του Patsy (Judy Garland) και προσπαθούσε να γράψει νούμερα που θα ανανέωναν το Βαριετέ.


Ο εγωιστής όμως πατέρας του δεν άκουγε κουβέντα. Αντ’ αυτού προσπάθησε να πετύχει την επαναφοράς του στον κόσμο του θεάματος, συγκεντρώνοντας τους άνεργους συναδέλφους του και οργανώνοντας μια περιοδεία με τα ίδια υλικά που γνώριζε, χωρίς καθόλου νεοτερισμούς, Η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς και δεν ήθελε πια τα παιδιά του να ακολουθούσουν τον ίδιο επαγγελματικό δρόμο με τον δικό του. Ο εγωισμός του του έλεγε πως αφού αυτός απέτυχε, πως ήταν δυνατόν να πετύχουν τα πιτσιρίκια. .Πίτσικε μάλιστα από την δίδα Steele (Rand Brooks), υπεύθυνο του τοπικού γραφείου κοινωνικής πρόνοιας, να υπογράψει το αίτημα για να κλειστούν τα παιδιά του σε κρατικό επαγγελματικό σχολείο προκειμένου να διδαχτούν κάποιο επάγγελμα και να μην έχουν την δική του τύχη.
Τότε ο Mickey έκανε την επανάστασή του. Μαζί δε με την φίλη του Patsy ,έπεισαν και τα άλλα παιδιά των ηθοποιών να επαναστατήσουν. Όταν μιλάμε για επανάσταση, μην πηγαίνει ο νους σας σε Τζέιμς Ντην , Μάρλον Μπράντον και άλλους έφηβους επαναστάτες. Μιλάμε για «Βελούδινη» επανάσταση. Τότε ο Mickey μαζί με την φίλη του Patsy,,έπεισαν και τα άλλα παιδιά των ηθοποιών να επαναστατήσουν. Όταν μιλάμε για επανάσταση, μην πηγαίνει ο νους σας σε Τζέιμς Ντην , Μάρλον Μπράντον και άλλους έφηβους επαναστάτες. Μιλάμε για «Βελούδινη» επανάσταση.

Στο σημείο αυτό να πούμε μερικά λόγια για τους νεαρούς πρωταγωνιστές.

Ο Mickey Rooney ήταν πράγματι παιδί ηθοποιών του θεάτρου ο οποίος μεγάλωσε μέσα σ’ αυτό και από πολύ νέος έκανε την εμφάνισή του στο πάλκο.


Φαίνεται να είχε ισορροπημένη σχέση με τους γονείς του, γεγονός που επέδρασε ευνοϊκά στην καριέρα του, εργαζόταν δε μέχρι πρόσφατα. Για την εμφάνισή του στην ταινία Babes in Arms, προτάθηκε για Όσκαρ! Είχε να ανταγωνιστεί όμως τους: Clark gable με το Gone with the Wind, τον Laurence Olivier στο Wuthering Heights και τον Jimmy Stewart στο  Mr.  Smith Goes to Washington. Όλοι τους όμως έχασα από τον Robert Donat  sto Goobbay Mr. Chips.  Ο Mickey Rooney είχε την ευκαιρία να αποδείξει το κωμικό ταλέντο του μιμούμενος στην παρούσα ταινία γνωστά ονόματα καλλιτεχνών της εποχής  εκείνης.


Για την δεκαπεντάχρονη ΄τοτε Judy Garland δεν μπορούμε δυστυχώς να πούμε τα ίδια. Από ηλικία δύο  ετών η μητέρα της την παρουσίασε μαζί με τις μεγαλύτερες αδελφές  της στην τηλεόραση, σε μια χορευτική επίδειξη. Η μάνα κατάλαβε αμέσως πως η μικρή ήταν το κάτι άλλο. Φρόντισε λοιπόν να την εκμεταλλευτεί όσο έπαιρνε. Την γύριζε σε ολόκληρη την Αμερική και την εμφάνιζε σε καμπαρέ και ξενοδοχεία. Η μικρή δεν είχε πια μόνιμη κατοικία και σε συνδυασμό με τα προβλήματα που δημιουργούσε με την αστυνομία ο ομοφυλόφιλος πατέρας της, δεν μπορούμε να πούμε πως είχε ήρεμη παιδική ζωή.  Στην παρούσα ταινία ο κόσμος την είδε με συμπάθια, αλλά ποτέ δεν φαντάστηκε πως θα γινόταν φίρμα των μιούζικαλ. Ακόμα και με το έργο Ο Μάγος του Οζ, κανένας δεν φαντάστηκε το τι θα επακολουθήσει. Έπρεπε να βγουν οι ταινίες της, Meet Me in St. Louis,  Easter Parade και άλλες, για να καταλάβουν περί τίνος πρόκειται. Αλλά και μετά την αναγνώρισή της ,η ζωή της δεν έγινε ηρεμότερη. Η εταιρία της, προκειμένου να διατηρήσει το ιδανικό βάρος, την τάιζε αμφεταμίνες,, με αποτέλεσμα να αποκτήσει έξη στα ναρκωτικά. Αυτό την οδήγησε και στον πρόωρο θάνατό της, το 1969. Στο παρόν έργο προσφέρει νεανική δροσιά με τα τραγουδάκια της, παρότι που οι συντελεστές του έργου την θάψανε (σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα), μασκαρεύοντάς την blackface.




Τι ήταν αυτό; Το blackface είναι μορφή μακιγιαρίσματος λευκών τραγουδιστών και ηθοποιών του βαριετέ που έβαφαν τα πρόσωπά τους μαύρα – συνήθως με καμένο φελλό και αργότερα με βερνίκι παπουτσιών -  μακιγιάριζαν έντονα τα χείλι τους για να φαίνονται σαρκώδη, φόραγαν περούκα για να δείχνουν έντονα τριχωτοί και με αυτόν τον τρόπο διακωμωδούσαν τους μαύρους ανθρώπους.


Η τεχνική αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη από το 1840 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 60, οπότε άρχισε ο αγώνας .για τα πολιτικά δικαιώματα.  Ακόμα και οι αριστερών αποκλίσεων αδελφοί Μαρξ, δεν ξέφυγαν από την παγίδα του blackface.
Κατά τα άλλα η ταινία δεν παρουσιάζει τίποτε περισσότερο σημαντικό. Το τραγούδι μάλιστα του φινάλε προκαλεί θυμηδία. Πολύς πατριωτισμός πέφτει και μας μιλάει συνέχεα για την Χώρα του Θεού, δηλαδή την Αμερική! Ως άλλοθι προβάλει το ότι η Αμερική δεν διαθέτει κανέναν Ντούτσε ή Φύρερ,  ούτε παρελάσεις με το Βάδισμα Χήνας!


Γενικά μην περιμένετε καμία ταινιάρα. Αρκεστείτε να θαυμάσετε του νεαρούς πρωταγωνιστές  σε παιδική ηλικία και να βοηθηθείτε να κατανοήσετε την ζωή της δεκαετίας του 30.




Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

Pépé le Moko (1937)

Pépé le Moko (1937)
Άλγέρι



Σκηνοθεσία: Julien Duvivier
Σενάριο: Henri La Barthe (νουβέλα και σενάριο)
Παίζουν: Jean Gabin, Gabriel Gabrio, Saturnin Fabre, Mireill Balin, Lucas Gridoux και άλλοι.

Για να αντιμετωπίσουν τον ανταγωνισμό του Χόλυγουντ με τις γκανγκστερικές ταινίες οι Γάλλοι , επέλεξαν τον Jean Gabin και προσπάθησαν να τον τυποποιήσουν ως ένα σκληρό και άγριο γκάνγκστερ. Ο άνθρωπος όμως, πέρα από το σκληρό του πρόσωπο, διέθετε ρομαντική φλέβα και ταλέντο πέρα από τυποποιήσεις. Έτσι το πείραμα απέτυχε. Δεν σημάνει  όμως πως απέτυχε η συγκεκριμένη ταινία και ο Jean Gabin ο οποίος με την ταινία αυτή καθιερώθηκε ως μεγάλος ηθοποιός. Όσο για το σκληρό του πρόσωπο, ο μισός γυναικείος πληθυσμός του πλανήτη ήταν ερωτευμένος μ’ αυτό!



Αλλά και ο σκηνοθέτης Julien Duvivier βρήκε την ευκαιρία να αποδείξει τις ικανότητές του. Η ταινία θεωρείται πρώιμο film-noire. Ο όρος αυτός καθιερώθηκε πολύ αργότερα και τότε ήταν άγνωστος.
Το σενάριο μας μεταφέρει στο προπολεμικό Αλγέρι, όπου αυτό όπως και άλλες βορειοαφρικανικές χώρες ήταν Γαλλική αποικία. Το να κατέχουν Ευρωπαϊκές χώρες αποικίες θεωρείτο κάτι το αυτονόητο την εποχή εκείνη, σε σημείο που το Αλγέρι δεν χαρακτηριζόταν αποικία, αλλά Γαλλική επαρχία και η Γαλλία ως «ηπειρωτική Γαλλία». Στη χώρα αυτή βρίσκει καταφύγιο ένας μεγάλος κακοποιός, ο Πεπέ (Jean Gabin), όπου μετά από καταδίωξη από την αστυνομία λόγο ληστείας τραπεζών, κατέφυγε εκεί. Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Julien Duvivier μας- παρουσιάζει μια συνοικία πόλης του Αλγερίου - την Κασμπάχ - ως μυθικό και ουτοπικό μέρος. Λαβύρινθοι από σκοτεινά και τρομακτικά δρομάκια που η αστυνομία δεν τολμά να ασκήσει την εξουσία της. Το να τολμήσει να συλλάβει κακοποιό, ούτε λόγος. Εκεί όχι μόνο βρίσκει καταφύγιο ο Πεπέ, αλλά συνεχίζει τις παράνομες δραστηριότητές του οργανώνοντας δική του συμμορία και έχοντας την εκτίμηση και συμπάθια όλου του ντόπιου πληθυσμού.



Ενοχλημένα τα κεντρικά της αστυνομίας στο Παρίσι από την ανεξέλεγκτη εγκληματική δράση του Πεπέ, στέλνουν έναν αξιωματικό στο Αλγέρι για να συλλάβει τον κακοποιό. Ο ντόπιος επιθεωρητής Σλίμαν (Lucas Gridoux), προσπαθεί να πείσει τον αξιωματικό ότι η σύλληψη του Πεπέ μέσα στην Κασμπάχ είναι επικίνδυνη υπόθεση



 Αυτός δε έχει ένα εφικτό σχέδιο. Να παρασύρει τον Πεπέ στην πόλη, όπου εκεί η σύλληψη του θα είναι απλή υπόθεση. Ο αξιωματικός δεν πείθεται και οργανώνει επιχείρηση εκκαθάρισης το βράδυ στην Κασμπάχ, η οποία καταλήγει σε μεγάλο φιάσκο και σημαντικές απώλειες για την αστυνομία.
Ο Πεπέ, αν και είναι κάτι σα βασιλιάς σ΄ αυτή την περιοχή, τον τρώει η νοσταλγία  για την Γαλλία και ιδιαιτέρα το Παρίσι.



Η κατάστασή του επιδεινώνεται όταν γνωρίζει την Γκάμπη (Mireille Balin), μια τουρίστρια από το Παρίσι. Το ντύσιμο και τα κοσμήματα που φοράει αυτή, την κάνουν να φαίνεται ότι είναι γυναίκα της υψηλής κοινωνίας.



Στην πραγματικότητα δεν είναι παρά κοπέλα ελαφριών ηθών, η οποία ήλθε ως συνοδός-ερωμένη ενός γέρου και χοντρού επιχειρηματία, ο οποίος εξαγοράζει την συντροφιά της με διαμάντια και χρυσά κοσμήματα. Ο αφελής Πεπέ τα παραβλέπει όλα αυτά και ερωτεύεται σφόδρα την κοπέλα.




Στην πραγματικότητα είναι η νοσταλγία για την Γαλλία που τον σπρώχνει σ΄ αυτήν, ελπίζοντας πως μαζί της θα καταφέρει να αποδράσει από την Κασμπάχ και να φύγουν μαζί για το Παρίσι. Για τον επιθεωρητή Σλίμαν, η εμφάνιση της Γκάμπη στην υπόθεση είναι δώρο ανέλπιστο. Με αυτή ως δόλωμα, θα μηχανευτεί τρόπους για να αναγκάσει τον Πεπέ να κατέβει στην πόλη.



Η εν λόγο ταινία δεν έχει κυκλοφορήσει ως DVD στην Ελλάδα. Παίχτηκε όμως κάποτε από την κρατική τηλεόρασης και απέκτησε πολλούς θαυμαστές. Πράγματι αυτοί έχουν δίκιο να θεωρούν την ταινία αυτή ως διαμάντι του Ευρωπαϊκού και ιδιαίτερα του Γαλλικού κινηματογράφου.
Λόγο της κατηγορίας των ηρώων στην ταινία και του τόπου που διαδραματίζεται, αφθονεί η αργκό. Εγώ απέφυγα να μεταφράσω την αργκό κατά λέξη, πράγμα που θα ήταν άτοπο, άλλα προσπάθησα να αποδώσω με αντίστοιχες δικές μας μαγκιές τα λεγόμενα στην αργκό.

Οι μετάφραση των υποτίτλων έγινα από εμένα.



Τρίτη 4 Ιουνίου 2013

La femme du boulanger (1938)


La femme du boulanger (1938)
Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑΡΗ


Σκηνοθεσία: Marcel Pagnol

Σενάριο: Marcel Pagnol, από το μυθιστόρημα του Jean Giono.

Παίζουν: Raimu- Φούρναρης.  Ginette Leclerc,-Φουρνάρισσα.  Fernand Charpin-Μαρκήσιος.

 Robert Vattier-Εφημέριος. Robert Bassa: Δάσκαλος.

Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο


Η ακριβής μετάφραση του Γαλλικού τίτλου είναι: Η ΓΥΝΑΊΚΑ ΤΟΥ ΦΟΥΡΝΑΡΗ. Στην Ελλάδα όμως εμφανίστηκε με τον τίτλο: ΕΚΛΕΨΑΝ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ.
Ο συγγραφέας, σεναριογράφος και σκηνοθέτης Marcel Pagnol, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ήδη έχω παρουσιάσει δύο έργα του. (Jean de Florette και Manon des sources)  Τον έχω γνωρίσει όμως πολύ παλαιότερα, όταν ως παιδί την δεκαετία του 50, τέντωνα τα αυτιά μου στο ραδιόφωνο για να ακούσω θέατρο! Εκεί άκουσα για πρώτη φορά την αξεπέραστη τριλογία του: Φανή, Καίσαρας, Μάρτιος.  Στο ρόλο του Καίσαρα ο αείμνηστος Χριστόφορος Νέζερ. Τώρα πάμε πιο παλιά. Στο 1938!
Η ταινία μας μεταφέρει σε χωριό της Γαλλικής Προβηγκίας την δεκαετία του 30. Η Προβηγκία έχει συντηρητική και πατριαρχική νοοτροπία. Οι γυναίκες δεν παίζουν κανέναν ρόλο εκεί και περιορίζονται σε αυτόν της κουτσομπόλας.
Ο Orson Welles θεωρεί την ταινία αυτή μαζί με μερικές άλλες, ως τις κορυφαίες δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, τον δε ηθοποιό Raimu που υποδύεται τον φούρναρη, ως έναν από τους κορυφαίους ηθοποιούς της εποχής του.
Στο χωριό που βρισκόμαστε, ο Marcel Pagnol μας αποδίδει με γλαφυρό τρόπο τις αντιδικίες, έριδες και ζηλοφθονίες μεταξύ των κατοίκων


 Δεσπόζουσες μορφές του χωριού είναι: ο συντηρητικός Καθολικός ιερέας από τη μια και ο
αριστερός προοδευτικός δάσκαλος από την άλλη.



Όλους αυτούς όμως τους καπελώνει το πραγματικό αφεντικό του χωριού, ο απόστρατος αξιωματικός Μαρκήσιος Νε Βενέλ (Fernand Charpin), του οποίου η ζωή αν και δεν συμβαδίζει ούτε με τις συντηρητικές ιδέες του ιερέα, ούτε με τις προοδευτικές του δασκάλου, καταφέρνει να τους επιβάλλεται, όπως και στον κάθε ένα στο χωριό.


Το χωριό υπέφερε από έναν κακό φούρναρη ο οποίος τους έφτιαχνε άθλιο ψωμί. Να όμως που τα πράγματα δείχνουν να αλλάζουν. Στο χωριό έρχεται νέος φούρναρης ο οποίος φαίνεται να ξέρει την δουλειά του και επιτέλους το χωριό θα χορτάσει ψωμί. Όμως ο ικανός, εργατικός αλλά αφελής φούρναρης έχει ένα μειονέκτημα. Έχει όμορφη γυναίκα που όλοι την λιγουρεύονται!

Αυτή ξελογιάζεται, ή μάλλον ξελογιάζει τον Ντομινίκ (Charles Moulin), έναν νεαρό βοσκό που εργάζεται για τον Μαρκήσιο και τον πείθει να κλεφτούνε!

Το σκάνδαλο βουίζει στο συντηρητικό χωριό και όλοι κολλάνε στον δυστυχή φούρναρη την ταμπέλα του «Κερατά»!


Αυτός δεν μπορεί ή μάλλον δεν θέλει να το πιστέψει και προσπαθεί να εφεύρει αστείες δικαιολογίες για να ξεγελάσει τον εαυτό του.

 Όταν τελικά πείθεται για το τι συνέβη, αντιδρά άσχημα. Το ρίχνει στο πιοτό και σταματά να φουρνίζει. Δηλώνει δε πως δε θα ξαναφτιάξει ψωμί, αν δεν επιστρέψει η γυναίκα του!

Το πλήγμα για το χωριό είναι βαρύ. Μένουν ξαφνικά χωρίς ψωμί, την ώρα που είχαν πιστέψει πως λύθηκε το πρόβλημά τους. Αναγκάζονται να αφήσουν  στην άκρη τις μεταξύ του φιλονικίες και να προσπαθήσουν να βρουν λύση. Ο Μαρκήσιος, ως πρώην στρατιωτικός, αναλαμβάνει να οργανώσει με στρατιωτικό τρόπο τους κατοίκους, οι οποίοι με περιπολίες να χτενίσουν την περιοχή και να βρουν το παράνομο ζευγάρι.

Τελικά το ζευγάρι εντοπίζεται. Ο βοσκός έντρομος την κοπανάει, ο δε ιερέας πείθει την άπιστη σύζυγο να μετανοήσει και να επιστρέψει στον άνδρα της. Έτσι το χωριό θα μπορέσει και πάλι να φάει γλυκό ψωμί.




Η ιστορία είναι απλή. Ο ιδιοφυείς όμως Pagnol και ο ταλαντούχος Raimu κατορθώνουν μια απλή κωμωδία να την μετατρέψουν τραγική και συγκινητική κωμωδία. Πικρή κωμωδία την λέω εγώ. Πράγματι, ο ταλαντούχος Raimu, από φιγούρα γελοίου «κερατά», μετατρέπεται σε τραγικό και συγκινητικό πρόσωπο.

Η ωραία φουρνάρισσα (Fernand Charpin), ενώ θεωρητικά πρωταγωνιστεί και είναι η πέτρα του σκανδάλου, ελάχιστα εμφανίζεται στην ταινία, εκτός από τα τελευταία δέκα-δεκαπέντε λεπτά. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να την  κρίνω ως ηθοποιό.

Για τους υπότιτλους να πω τα εξής: Στο opensubttitle υπάρχουν Αγγλικοί και Ισπανική υπότιτλοι. Οι Αγγλικοί όμως είναι πολύ περιληπτικοί, ο δε Άγγλος συχνά λέει πως συγκεκριμένες σκηνές απουσιάζουν από την βιντεοκασέτα του!
Ο Ισπανός είναι ποιο λεπτομερής αλλά φαίνεται να μεταφράζει τα Αγγλικά και όχι απευθείας τα Γαλλικά. Όπου λοιπόν υπάρχει Αγγλική μετάφραση, κάτι γίνεται. Όταν όμως αυτή απουσιάζει, ο Ισπανός μεταφράζει υποτίθεται εξ ακοής τα Γαλλικά και γράφει άρες μάρες κουκουνάρες. Τρία πουλάκια κάθονται...
Η Τρίτη λύση θα ήτο να προσπαθήσω εγώ να μεταφράσω εξ ακοής. Πολλές όμωςαπό τις παλιές ταινίες όμως έχουν το μειονέκτημα να μην έχουν καλή ηχητική απόδοση. Αν λάβουμε δε υπόψη μας τις προφορές της Προβηγκίας και τους τύπους που συχνά μιλάνε μεθυσμένοι, το εγχείρημα δεν ήταν καθόλου εύκολο. Όπου λοιπόν δεν έβγαζα νόημα από τη μετάφραση, μετέφραζα κατ εκτίμηση, προσέχοντας όμως τα γραφόμενά μου να ταιριάζουν με τα συμβαίνοντα στην  συγκεκριμένη σκηνή.



Να επισημάνω πως την μόνη ολοκληρωμένη κόπια που μπόρεσα να βρω, δυστυχώς δεν υπάρχει συγχρονισμός μεταξύ εικόνας και φωνής. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το έργο δεν μπορούμε να το παρακολουθήσουμε ευχάριστα.

Η ταινία με ελλανηκούς υπότιτλους:
https://www.youtube.com/watch?v=k9RuGIRP5TU


Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

Boudu sauvé des eaux (1932)


Boudu sauvé des eaux (1932)
Ο Μπουντί Σώθηκε

Σκηνοθεσία και σενάριο: Jean Renoir
Παίζουν: Michel Simon, Marcelle Hainia, Sévérine Lerczinska, κ.α.


Υπότιτλοι: Γιάννης από Ανάβυσσο


Με την λέξη Clochard  χαρακτηρίζουν στα Γαλλικά τους τύπους που ζουν άστεγοι, που δεν δουλεύουν, που είναι ευχαριστημένοι να βρίσκουν ένα κομμάτι ψωμί και ένα μπουκάλι κρασί, αλλά δεν έχουν σχέση με τους προλετάριους που έμειναν άνεργοι, ούτε με τους σημερινούς νεόπτωχους που έμειναν άστεγοι λόγο της κρίσης, αλλά είναι ο ενσυνείδητος τρόπος ζωής τους. Στα Αγγλικά λέγονται tramp
και στα Γερμανικά Gammler. Στα Ελληνικά αναφέρονται πολλές φορές απλά «Αλήτες» ή από μερικούς «Τρωγλοδύτες». Δεν ξέρω κατά πόσο είναι δόκιμος αυτός ο όρος. Γενικά ήταν και είναι τύποι που μέμφονται το κοινωνικό σύστημα, παρουσιάζονται ως αντικομφορμιστές, αλλά δεν προτείνουν νέες λύσεις. Αρκούνται να το αρνούνται απλά, αλλά να ζουν παρασιτικά μέσα σ’ αυτό. Είναι αυτοί που οι Γερμανοί αποκαλούν luben proletariat. Σήμερα μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε σαν πρώιμους Χίπη.
Όταν ο σπουδαίος ηθοποιός Michel Simon (Αταλάντη, η Σκύλα κλπ) που έπαιξε τον ρόλο του Clochard Boudu  στο θέατρο ζήτησε από τον Renoir να το κάνουν ταινία, αυτός βρέθηκε προ διλλήματος διότι δεν κατανοούσε τι ακριβώς θα μπορούσε να κάνει. Τότε ξαφνικά είδε τον Michel Simon ως τον τέλειο Clochard και εμπνεύστηκε να γράψει αυτός το σενάριο.



Οι εποχές ώμος ήταν διαφορετικές. Η σάτιρα εναντίων του μικροαστισμού δεν συγχωρέθηκε από το κατεστημένο με αποτέλεσμα η ταινία να γνωρίσει εμπορική αποτυχία.
Για το σενάριο να πούμε τα εξής:
Ο Boudu, συνειδητοποιημένος Clochard, βαριεστημένος με τη ζωή που ζει και απογοητευμένος με την απώλεια του σκύλου του, πέφτει στον ποταμό Σηκουάνα για να θέσει τέρμα στη ζωή του.




Η τύχη το θέλησε και την ενέργειά του αυτή την είδε κάποιος κος Λεστινγουά, ο οποίος έπεσαι στο ποτάμι και τον έσωσε.




Ο κος Λεστινγουά είναι ένας φιλελεύθερος βιβλιοπώλης που ζει με την σύζυγο και την νεαρή υπηρέτριά του την οποία έχει και ερωμένη. Η σύζυγος προφανώς στερημένη σεξουαλικά, μια και τις δυνάμεις του ο μεσόκοπος κος Λεστινγουά τις σπαταλά με την νεαρή υπηρέτρια,  ξεσπά κάνοντας την αυστηρή και ξινή μικροαστή.



Ο κος Λεστινγουά δεν αρκείται στην διάσωση του Boudu, αλλά τον φέρνει σπίτι του
για να του παράσχει τις πρώτες βοήθειες. Δεν αρκείται όμως σ’ αυτό. Αποφασίζει να τον κρατήσει σπίτι του με σκοπό να προσπαθήσει να ον εκπολιτίσει,
όποτε τότε συμβαίνουν όλα τα κωμικά γεγονόταα.



Ο άξεστος και αδιάφορες ως προς τις αστικές συνήθειες νοοτροπία, δεν είναι διευθετημένος να εκπολιτιστεί.



Η τύχη το θέλησε ώστε να γίνει νικητής του κρατικού λαχείου. Ο κος Λεστινγουά δεν αφήνει την ευκαιρία να πάει χαμένη. Τον παντρεύει με την υπηρέτρια για να επωφεληθεί από την παραμονή και των δύο στο σπίτι του.




Η σύζυγος εντωμεταξύ έπεσε σεξουαλικό θύμα της επίθεσης του Boudu, αλλά καθόλου δεν της κακοφάνηκε. Στερημένη όπως θα έπρεπε να ήτανε, είδε ξαφνικά φως!  Την ημέρα της γιορτής για το γάμο, ο Boudu την κοπανάει, επιστρέφει στην ζωή που προτιμά και αφήνει κυρά και υπηρέτρια στα κρύα του λουτρού!




Με το φινάλε θέλει να μας δείξει η ταινία ότι οι διάφοροι Clochard  δεν είναι θύματα της κοινωνικής αδικίας, αλλά ζουν έτσι από επιλογή τους.