Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

La maman et la putain (1973)


La maman et la putain (1973)
Η ΜΑΜΑ ΚΑΙ Η ΠΟΥΤΑΝΑ



Σκηνοθεσία: Jean Eustache

Σενάριο: Jean Eustache

Παίζουν: Bernadette Lafont, Jean-Pierre, Léaud Françoise Lebrun


    Μια από τις πιο θρυλικές Γαλλικές ταινίες όλων των εποχών θεωρείται η ταινία αυτή. Μερικοί την θεωρούν την τελευταία ταινία Nouvelle Vague, ενώ άλλοι ως την πρώτη μετά Nouvelle Vague ταινία. Διαλέγετε και παίρνετε. Υπάρχουν και ορισμένοι που την χαρακτηρίζουν ως… μνημείο του σύγχρονου Ευρωπαϊκού μας πολιτισμού…
Τέλος πάντων.
    Την ταινία αυτή την έπαιζε το 1974 σινεμά στη γειτονιά μου στο Μόναχο. Βραδινές προβολές. Όλος ο περίγυρός μου την είχε δει και την σχολίαζε. Εγώ, όποτε προγραμμάτιζα να την δω, κάτι συνέβαινε και δεν μπορούσα να πάω. Την είδα λοιπόν τώρα, κάνοντάς της τους υποτίτλους. Βρε τι έπαθα! Όχι μόνο πρόκειται για έργο διάρκειας 3,5 ωρών αλλά περιείχε  αργκό την οποία ούτε και οι «καθώς πρέπει Γάλλοι» μπορούν να καταλάβουν! Άσε δε την πολυλογία. Έγραφα, έγραφα, και στο τέλος διαπίστωνα ότι είχα προχωρήσει ένα μόνο λεπτό!
    Για τον σκηνοθέτη Jean Eustache να πούμε ότι πράγματι πρέπει να υπήρξε ιδιόρρυθμος, αφού έφθασε σε σημείο ν αυτοκτονήσει λίγες εβδομάδες πριν τα 43α γενέθλιά του, προσδίδοντας και στην ταινία του δραματικό φινάλε.
    `Η ταινία πάντως τιμήθηκε με το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο του Φεστιβάλ Καννών το 1973.
Ως προς το θέμα της ταινίας, να πούμε ότι αναφέρεται στην μετά Μάιο του 68 εποχή. Η ατμόσφαιρα της ήττας πλανάται στον αέρα. Τα «αγανακτισμένα» παιδιά της εποχής που ξεκίνησαν έναν αγώνα χωρίς πλάνο, είτε επέστρεψαν στο καβούκι τους, είτε συνεχίζουν την δήθεν αντικομφορμιστική τους τακτική, δικαιολογώντας με αυτό τον τρόπο την τεμπελιά τους. Όπως ο συγκεκριμένος μας ήρωας "Αλεξάντρ", ο οποίος δεν δουλεύει, διότι δήθεν είναι εναντίον του συστήματος, καπνίζει όμως αρειμανίως και μπεκροπίνει από καφέ σε καφέ, με τα χρήματα άλλων, γυναικών ιδίως, όπου εργάζονται στο «σύστημα» και χαρτζιλικώνουν τύπους που το παίζουν αμφισβητίες.


 Δεν θέλουν να ¨λιπάνουν» τη μηχανή του συστήματος, αναγκαζόμενοι να δουλέψουν, μα όμως, καταδέχονται τα λεφτά από γυναίκες που τα κερδίζουν εργαζόμενες για το  σύστημα.
Ο Αλεξάντρ λοιπόν που βίωσε  μια ερωτική απαξίωση...

Συζεί, (μάλλον τον ζει) με μια μεγαλύτερή του γυναίκα, τη Μαρή,  που είναι ιδιοκτήτρια μπουτίκ. Αυτή προκειμένου να τον κρατήσει, τον κανακεύει και του κάνει όλα τα χατίρια.
Είναι δηλαδή  «η Μαμά».


    Στην ζωή τους εισβάλει μια κοπέλα, η Βερόνικα, η οποία εμφανίζετε πολύ απελευθερωμένη σεξουαλικά και το μόνο που την ενδιαφέρει είναι το σεξ. Αυτή είναι η Πουτάνα».


    Η Βερόνικα αν και δεν ζει παρασιτικά, εργάζεται και μάλιστα ευσυνείδητα ως νοσοκόμα, δεν έχει κανέναν ενδοιασμό για το σεξ και εισβάλει μάλιστα στο κρεβάτι του ζευγαριού! Η Μαρή για να μην χάσει τον Αλεξάντρ, ανέχεται την εισβολή αυτή και έτσι δημιουργείται ένα ιδιότυπο τρίγωνο!


    Στο τέλος απρόβλεπτο γεγονός θα αναγκάσει να δοθεί  κάποια  συμβατική λύση, μα για όσους γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα αυτής της κατηγορίας καταλαβαίνουν ότι μόνιμη λύση αποκλείεται να επέλθει οριστικά και το μόνο σίγουρο είναι ότι θα έλθει στον κόσμο ένα παιδί με ανεύθυνους  γονείς.
    Να διευκρινίσουμε ότι ενώ τον Μάι του 68 αμφισβητούντο αξίες που καθόριζαν  το σύστημα, οι άνθρωποι που επέζησαν αυτού του ξεσηκωμού αμφισβητούν στοιχεία που τους ενέπνευσαν τον ξεσηκωμό. Βλέπουμε λοιπόν να χλευάζονται άνθρωποι όπως ο Ζαν Πολ Σαρτ, καθώς και ο «Μαοϊσμός» που είχε τον πρώτο λόγο στον ξεσηκωμό εκείνο.
    Γενικά η ταινία σόκαρε την «καλή κοινωνία» της εποχής. Όχι λόγο διεγερτικών σκηνών που αυτές απουσιάζουν παντελώς. Ίσως λόγω της αθυροστομίας της πρωταγωνίστριας όπου για πρώτη φορά ακούγονται σε Γαλλική ταινία λέξεις για πηδήματα και πέη! Ο πραγματικός όμως λόγος που σόκαρε η ταινία είναι ο τρόπος που αναφέρονται οι λέξεις αυτές. Η Βερόνικα, τελείως απελευθερωμένη, μιλά πολύ φυσιολογικά και αθώα για πηδήματα και πέη σα να μιλά για χορούς και τραγούδια. Δηλώνει δε πως οι γυναίκες που επιθυμούν να συνευρεθούν με έναν άνδρα αλλά δεν τολμούν να του το προτείνουν είναι τουλάχιστον ανόητες.
    Οι ιδέες αυτές πιστεύω είναι που σόκαραν και όχι ατές οι ίδιες οι λέξεις.
Για τους υπότιτλους σας τα είπα. Αυτό που θέλω μα τονίσω είναι ότι τόσο στο εμπόριο όσο και στο διαδίκτυο τα DVD που διατίθενται προέρχονται από μεταφορά του έργου σε DVD από βιντεοκασέτα. Δεν προσφέρεται μεγάλη ποιότητα ως εκ τούτου. ¨Πριν από λίγο καιρό μάλιστα μπορούσε κανείς να βρει μόνο ταινίες με τους Αγγλικούς υπότιτλους καμένους απάνω τους. Πρόσφατα όμως ανέβηκε και ταινία χωρίς καμένους υπότιτλους. Στην ταινία αυτή συγχρόνισα τους υπότιτλούς που μετέφρασα.




Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2012

That Darn Cat! (1965)

That Darn Cat! (1965)
Ο Κατάσκοπος
με τις Βελούδινες Πατούσες

Σκηνοθεσία: Robert Stevenson

Σενάριο: Gordon Gordon , Mildred Gordon

Παίζουν: Hayley Mills, Dean Jones, Dorothy Provine

και ο καταπληκτικός Σιαμέζος γάτος



Στα νιάτα μας, οι λεγόμενες «νεανικές ταινίες», Χωρίς να περιέχουν ίχνος σεξ και βωμολοχίες, προκαλούσαν αβίαστο γέλιο. Όχι μόνο τότε αλλά και σήμερα και όχι μόνο στους  παλιούς αλλά και στους νέους που θα θυσιάσουν τον χρόνο τους για να δουν τέτοια ταινία. Μία από αυτές τις ταινίες ήταν και η: «That Darn Cat!». Πρωταγωνιστούσε η νεαρή πλέων κοπέλα Hayley Mills 
με συμπαθητικούς  συμπρωταγωνιστές.


Ο πραγματικός πρωταγωνιστής όμως ήταν ο Σιαμέζος γάτος.



Και να σκεφτείτε ότι τότε δεν ζούσαμε στην εποχή των κομπιούτερ όπου θα μπορούσαν να μας παρουσιάσουν Γάτο να οδηγεί αυτοκίνητο! Για να είμαι ειλικρινής όμως, ούτε και που πιστεύω ότι ένας γάτος μπορεί να εκπαιδευτεί σα σκύλος και να κάνει όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα. Χρειαζόταν σίγουρα πολύ δουλειά από σκηνοθέτη και μοντέρ, εκατοντάδες μέτρα ταινίας, που μετά από επίπονο κόψιμο-ράψιμο, να πάρουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.
Απ’ ότι έμαθα γυρίστηκε και remake της ταινίας, αλλά με τα remake δεν ασχολούμαι καθόλου.
Το σενάριο είναι απλό αλλά εύθυμο. Ο γάτος που ανήκει στην οικογένεια της Hayley Mills είναι ο «φασαρίας» της  γειτονιάς. Κατά τύχη τρυπώνει σε ένα διαμέρισμα όπου κακοποιοί κρατούν όμηρο την ταμεία της τράπεζας της γειτονίας. Αυτή προλαβαίνει να χαράξει τη λέξη ¨ΒΟΗΘΕΙΑ» στο ρολόι της και να το περάσει στο λαιμό του γάτου. Όταν ανακαλύπτεται το ρολόι στο λαιμό του γάτου, ειδοποιείται το FBI και αυτοί αναλαμβάνουν να παρακολουθούν τον γάτο, με την ελπίδα ότι θα ξαναεπισκεφτεί το κρησφύγετο των κακοποιών και έτσι θα εντοπίσουν την όμηρο.
Και έτσι ξεκινούν τα ξεκαρδιστικά επεισόδια.
Τους υπότιτλους τους βρήκα σε ένα side - ανυπόγραφους -και ήταν αρκετά αξιόλογοι. Το μόνο που πρόσθεσα ήταν τους μεταφρασμένους στοίχους – ελεύθερη. μετάφραση φυσικά - των τραγουδιών έναρξης και φινάλε της ταινίας. Έκανα και ελάχιστες τροποποιήσεις στο κείμενο.








Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

In Search of the Castaways (1962)

In Search of the Castaways

                     (1962)

Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ

Σκηνοθεσία: Robert Stevenson

Από το μυθιστόρημα:  του Jules Verne

 Σενάριο: Lowell S. Hawley

Παίζουν: Hayley Mills, Maurice Chevalier, George Sanders , και άλλοι.


Να διευκρινίσω ότι ο τίτλος πολλών κλασικών  μυθιστορημάτων που εκδόθηκαν παλιά στην Ελλάδα, μεταφράστηκαν στην καθαρεύουσα. Π.χ. «Η Κυρία με τας Καμελίας». Από τον κανόνα δεν ξέφυγε και το μυθιστόρημα  του Ιουλίου Βερν "Les enfants du capitaine Grant" όπου στην Ελλάδα μεταφράστηκε «Τα τέκνα του πλοιάρχου Γκραντ» και τον τίτλο αυτό κράτησε και το φιλμ του 1962. Αργότερα όταν προβλήθηκε το έργο στην τηλεόραση, μετονομάστηκε: «Τα Παιδιά του Πλοίαρχου Γκραντ».
Σαν παιδί με είχε συναρπάσει το μυθιστόρημα αυτό του Ιουλίου Βερν. Ένα πραγματικό θρίλερ ένοιωσα ότι διάβαζα.
 Η ταινία ήταν πολύ διαφορετική. Έργο παιδικό έως γλυκανάλατο. Βέβαια τα πλούσια εφέ, η πικάντικη παρουσία του Maurice Chevalier και η αιθέρια εμφάνιση της μικρής ταλαντούχου Hayley Mills καθιστού το φιλμ αξιόλογο παιδικό – και όχι μόνο –έργο.
 Η Ντίσνευ, ενώ μέχρι τότε στα έργα του Ιουλίου Βερν που κινηματογράφησε, προσπάθησε να μην αλλοιώσει το ύφος των μυθιστορημάτων, εδώ δεν κράτησε την ίδια τακτική. Έχουμε λοιπόν την αξιόλογη κατά τα άλλα παρουσία του Maurice Chevalier, τον οποίον πολύ εκτιμούσαν οι Αμερικάνοι και δεν έχαναν ευκαιρία κάθε φορά που έκαμναν ταινία που αφορούσε Ευρωπαίους, να του δίνουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Τραγουδά λοιπόν και ρίχνει διασκεδαστικές πινελιάς στην όλη υπόθεση. Οι φοβεροί κανίβαλοι του μυθιστορήματος, μας παρουσιάζονται ως αστείοι και γκαφατζήδες ιθαγενείς.  Η ικανή Hayley Mills νομίζει ότι παίζει ακόμα την Πολύάννα και μας εμφανίζεται ως γλυκιά και χαριτωμένη παιδούλα.




 Βέβαια η ευθύνη δεν είναι δική της. Έπαιξε όπως της υπέδειξαν. Αν επρόκειτο για μία απλά παιδική ταινία, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν πολύ πετυχημένη στο ρόλο της. Όχι όμως όταν έχουμε να κάνουμε με Ιούλιο Βερν.
Για την υπόθεση να πούμε ότι αναφέρεται στο εύρημα ενός καθηγητή ωκεανολογίας που ήταν μία φιάλη στο στομάχι ενός καρχαρία που περιείχε σημείωμα από τον εξαφανισμένο πλοίαρχο Γκραντ, και ο όποιος ζητούσε βοήθεια διότι είχε ναυαγήσει και ήταν αιχμάλωτος μιας άγριας φυλής. Ανέφερε δε και τις συντεταγμένες που ευρίσκετο. Όμως μόνο το γεωγραφικό πλάτος ήταν ευκρινές στο σημείωμα. Το γεωγραφικό μήκος ήταν δυσανάγνωστο. Θα; έπρεπε λοιπόν κανείς για να τον εντοπίσει να ξεκινήσει τυχαία από Ν. Αμερική, Αυστραλία, Παταγονία και δεν συμμαζεύεται. Ο καθηγητής με τα παιδιά του πλοιάρχου, την κόρη και τον γιο του, επισκέπτεται τον ιδιοκτήτη του πλοίου και προσπαθεί να τον πείσει να ξεκινήσουν την έρευνα. Εκείνος στην αρχή αρνείται αλλά στο τέλος τον πείθουν. Και η μεγάλη περιπέτεια ξεκινά.
 Απ’ ότι θυμάμαι, τους έκανα βιαστικά και δεν μπορώ να σας εγγυηθώ την ποιότητά τους.
Ψάχτε το.







Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

Pollyanna (1960)

Pollyanna (1960)
Σενάριο και σκηνοθεσία: David Swift.
Από τη νουβέλα της Eleanor H. Porter
Παίζουν: Hayley Mills, Jane Wyman, Richard Egan και άλλοι.

Η Πολυάννα, ήταν μία σειρά βιβλίων, 13 τον αριθμό, που κυκλοφόρησαν στην Αμερική από το 1913 και μετά και εντάσσονταν στην παιδική λογοτεχνία. Μόνο τα δύο πρώτα τα έγραψε η Eleanor H. Porter και μετά συνέχισαν άλλοι συγγραφείς. Η σειρά αυτή των βιβλίων σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Στην χώρα μας μάλιστα εκδοθήκαν από την «Άγκυρα» και είχαν ενθουσιώδες φανατικό κοινό. Κατά γενική ομολογία όμως, μόνο τα δύο πρώτα είναι αξιόλογα. Περιγράφουν της περιπέτειες μιας μικρούλας ορφανής που έρχεται να ζήσει στης πλούσιας θείας της το σπίτι και με την τσαχπινιά και υπεραισιοδοξία της, αλλάζει τη διάθεση όχι μόνο των κατοίκων της μικρής πόλης, αλλά και αυτή της στριφνής θείας της. Έχει μάλιστα επινοήσει το παιχνίδι να χαίρεται και με τα άσχημα πράγματα, υπό την έννοια ότι δεν είναι χειρότερα από ότι θα μπορούσαν να είναι. Το παιχνίδι αυτό της το δίδαξε ο Πάστορας πατέρας της όταν κάποτε μια φιλανθρωπική οργάνωση της έστειλε από λάθος για δώρο, αντί για κούκλα, ένα ξύλινο πόδι! Ο πατέρας της την παρηγόρησε λέγοντάς της ότι θα έπρεπε να είναι χαρούμενη διότι δεν χρειάζεται το δώρο αυτό. Το παιχνίδι αυτό το ασπάστηκε ως  τρόπο ζωής. Τώρα αν μου βρείτε έστω και ένα παιδί που να μεγάλωσε με τέτοιες απόψεις…
Η Πολυάννα επηρέασε και την ορολογία στις επιστήμες της ψυχιατρικής και ψυχολογίας. Πολιάννα χαρακτηρίζονται λοιπόν τα άτομα με υπερβολική αισιοδοξία. Μερικές φορές όμως ο όρος χρησιμοποιείται υποτιμητικά για να χαρακτηρίσει ένα άτομο ως «χαζοχαρούμενο».
Οι περιπέτειες της Πολυάννα μεταφέρθηκαν μερικές φορές στο κινηματογράφο Το 1920 π.χ. ως βωβό φιλμ, μα η σπουδαιότερη μεταφορά έγινε το 1960 από την Walt Disney.
Το 1959. η μικρούλα Hayley Mills, κόρη του μεγάλου John Mills, άφησε άναυδους τους πάντες με την ερμηνεία της στην ταινία: «Tiger Bay»,  ή στα ελληνικά « ΔΥΟ ΜΑΤΙΑ ΕΙΔΑΝ ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ»

  Αμέσως η Walt Disney που κατάλαβε περί τίνος πρόκειται, βούτηξε κυριολεκτικά την μικρούλα και της έκλεισε συμβόλαιο για πέντε χρόνια.
Η πρώτη της δουλεία ήταν η ερμηνεία της στην ταινία Pollyanna, όπου και πρωταγωνιστούσε στον ομώνυμο ρόλο. Η επιτυχία της ήταν μεγάλη. Όσοι δεν έτυχε να είχαν δει την πρώτη της ταινία, την πρωτογνώρισαν στην ταινία αυτή με αποτέλεσμα να επανακυκλοφορήσει η ταινία Tiger Bay και να κόψει πολύ περισσότερα εισιτήρια απ’ ότι την πρώτη φορά. Το σενάριο δεν ακολουθεί πιστά το μυθιστόρημα. Σε γενικές γραμμές όμως δεν υπάρχουν σημαντικές αλλαγές. Η μικρή Πολυάννα είναι και εδώ η τσαχπίνα και χαριτωμένη μικρή που με την συμπεριφορά της επηρεάζει μια ολάκερη πόλη προς το καλλίτερο.
Η θεία  Πόλη είναι η στριφνή και αυταρχική γυναίκα που θέλει να καπελώνει κάθε πρωτοβουλία των κατοίκων, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι σχεδόν όλοι εργάζονται στις επιχειρήσεις της, που τις  κληρονόμησε από τον πατέρα της. Η αθωότητα και καλοσύνη της μικρής όμως θα αλλάξουν και αυτή τη θεία.

Εν ολίγοις, αν και το σενάριο προέρχεται από την παιδική λογοτεχνία, το έργο απευθύνεται σε όλους όσους εξακολουθούν να αισθάνονται παιδιά. Το συστήνω ανεπιφύλακτα.
Με μεγάλη ευχαρίστηση έφτιαξα τους υπότιτλους, αφού ξανάζησα τη νιότη μου.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2012

Le locataire (1976)


Le locataire (1976)


Ο ΕΝΟΙΚΟΣ

 Σκηνοθεσία: Roman Polanski
Σενάριο: Roman Polanski, Gérard Brach,
Παίζουν: Roman Polanski, Isabelle Adjani, Melvyn Douglas


Ο Roman Polanski στην ταινία του αυτή φαίνεται να εγκαταλείπει τα μεταφυσικά και να ασχολιέται με την βασανιστική αρρώστια της ανθρώπινη; ψυχής. Την σχιζοφρένια. Σκηνοθετεί κι πρωταγωνιστεί ο ίδιος στην ταινία του αυτή. Παριστάνει έναν Πολωνό οικονομικό μετανάστη ο οποίος νοικιάζει διαμέρισμα στο κέντρο του Παρισιού. Την τάση για ψυχικές ασθένειες μπορεί να την κουβαλάμε όλοι μας αλλά το αν και πόσο γρήγορα θα εκδηλωθεί εξαρτάται από τον περίγυρο και το κοινωνικό περιβάλλον. Όλα συνηγορούν εναντίων του άτυχου Πολωνού. Σαν μετανάστης ζει την αποξένωση και οι περίεργοι νέοι του συγκάτοικοι κάθε άλλο παρά κατάλληλοι δείχνουν για να τον βοηθήσουν να ξεπεράσει το πρόβλημά του. Το διαμέρισμα έχει προϊστορία. Η κοπέλα που το κατοικούσε πριν από αυτόν επεχείρησε να βάλει τέρμα στη ζωή της πηδώντας στο κενό. Μάλιστα όταν αυτός διαπραγματεύτηκε με τον ιδιόκτητη, αυτός του ζητά να έχει λίγη υπομονή διότι τυπικά το διαμέρισμα δεν είναι ακόμα ελεύθερο, μια και η προηγούμενη ένοικος ζει ακόμα στο νοσοκομείο όπου νοσηλεύεται. Σε ερώτηση του Πολωνού του τι θα γίνει αν η ένοικος συνέλθει και επιστρέψει, ο ιδιοκτήτης του απαντά κυνικά να μην ανησυχεί διότι η κοπέλα είναι σε πολύ άσχημη κατάσταση και δεν έχει καμία ελπίδα!
Σύντομη του γίνεται έμμονη ιδέα ότι η κοπέλα δεν αυτοκτόνησε χωρίς λόγο και ότι οι συγκάτοικοι έπαιξαν ρόλο σ’ αυτό. Ο ίδιος δε έχει μπει στο στόχαστρο των ανθρώπων αυτών και θα είναι το επόμενο θύμα. Η αγενής θυρωρός, ο καταπιεστικός σπιτονοικοκύρης και οι ιδιόρρυθμοι συγκάτοικοι συνηγορούν ώστε ο Πολωνός να καταλειφθεί από εμονές. Το άγχος της κλειστοφοβίας του κατορθώνει να μας το μεταδώσει ο Polanski κινούμενος με την κάμερα αριστοτεχνικά στο έτσι κι αλλιώς μικρό διαμέρισμα. Μην ξεχνάμε ότι είχε στην διάθεσή του τον κορυφαίο φωτογράφο του Μπέργκμαν, τον Σβεν Νύγκβιστ. Τα εμφανιζόμενα μεταφυσικά στην ταινία δεν μας αφήνουν καμία αμφιβολία ότι είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός άρρωστου μυαλού.
Αυτή ήταν και η τελευταία ταινία που ο Roman Polanski ασχολείται με παρόμοια θέματα. Αργότερα έγινε πιο  ερωτικός και ασχολήθηκε κυρίως με το λεγόμενο «νεο-νουάρ» φιλμ.
Όταν ασχολήθηκα με την ταινία αυτή, δεν υπήρχε στο εμπόριο ούτε μπορούσε να βρει κανείς υπότιτλους. Πάντως ορίστε η ταινία με τους δικούς μου υπότιτλους:


Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

Le corbeau (1943)

Le corbeau (1943)
ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ
Σκηνοθεσία: Henri-Georges Clouzot

Σενάριο: Louis Chavance , Henri-Georges Clouzot

Παίζουν: Pierre Fresnay, Ginette Leclerc and Micheline Francey  

Μεσούσης της Γερμανικής κατοχής ο Clouzot γύρισε την ταινία αυτή. Κατηγορήθηκε από μερικούς υπερπατριώτες ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι καλλίτερο για την πατρίδα του τις δύσκολες εκείνες στιγμές. Αυτός όμως αντέτεινε ότι με τον τρόπο αυτό βρήκαν δουλειά πολλοί άνθρωποι του χώρου του σινεμά που κυριολεκτικώς λιμοκτονούσαν. Η ταινία αρχίζει με την φράση: « Μία συνηθισμένη πόλη εδώ… ή οπουδήποτε αλλού». Αυτοί που τον κατηγορούσαν υποστήριζαν ότι στην Γερμανία που προβλήθηκε η ταινία ανέφερε: …«ή οπουδήποτε αλλού στη Γαλλία».
Ψέμα!
Όπως διαπιστώθηκε, η ταινία αυτή ουδέποτε προβλήθηκε στην Γερμανία.
Άλλη κατηγορία:
Η ταινία δόθηκε για επεξεργασία σε Γερμανικό εργαστήριο.
Τελείως άστοχη και η κατηγορία αυτή. αφού την περίοδο εκείνη μόνο Γερμανικά εργαστήρια λειτουργούσαν.
Η λύσσα τον πολέμιων του Clouzot ήταν τέτοια, που έφτασαν σε σημείο να ζητούν να καταστραφούν όλες οι κόπιες της ταινίας καθώς και το αρνητικό!
Ευτυχώς, κάτι τέτοιο δεν έγινε δεκτό και έτσι εμείς δεν στερηθήκαμε ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας τέχνης. Πέτυχαν όμως να επιβάλουν απαγόρευση εργασίας στον Clouzot και δεν μπόρεσε να γυρίσει άλλη ταινία μέχρι το 1947. Κάποτε το κυνήγι τέλειωσε και μπορέσαμε να απολαύσουμε ταινίες όπως «Το Μεροκάματο του Τρόμου», τον ορισμό του θρίλερ.
Αυτό που έκανε στην πραγματικότητα τους πολέμιους του Clouzot να λυσσάξουν είναι ότι εκθέτει την «υψηλή» κοινωνία μιας μικρής επαρχιακής πόλης που τους αποδίδει αμοραλισμό και διαφθορά. Οι άνθρωποι που ταυτίζουν την κριτική εναντίον τους ως συκοφαντία κατά του έθνους, δεν του το συχώρεσαν αυτό. Επεδίωξαν να τον εξοντώσουν με κάθε μέσον.



Ο γιατρός της πόλης αυτής πέφτει θύμα ανώνυμου επιστολογράφου που υπογράφει ως «Το Κοράκι» και τον κατηγορεί πως προβαίνει σε παράνομες εκτρώσεις και άλλες αμοραλιστικές ενέργειες. Μαζί του κατηγορούνται και ορισμένα άλλα μέλη της τοπικής κοινωνίας, ότι συμμετέχουν στον αμοραλισμό. Οι  επιστολές στέλνονται στις αρχές και σε άλλα σημαίνοντα πρόσωπα.



Ο γιατρός αγωνίζεται, αφενός να αποδείξει ότι οι κατηγορίες δεν ευσταθούν και αφετέρου να αποκαλύψει τον συκοφάντη. Ολόκληρη η κοινωνία διακατέχεται από νευρικότητα. Το κορύφωμα όμως είναι όταν ασθενής που πάσχει από καρκίνο, λαβαίνει ανώνυμο γράμμα που του αποκαλύπτει την ασθένειά του. Ο ασθενής συγκλονίζεται και αυτοκτονεί. Το «Κοράκι» προσπαθεί να καταστήσει ένοχο το γιατρό για το θέμα της της ανώνυμης επιστολής και τις τραγικές συνέπειες. Η μαεστρία του Clouzot είναι ότι μας κρατά σε αγωνία καθηλωμένους, όχι λόγω κάποιου ψυχοπαθούς δολοφόνου ή κανενός φανταστικού τέρατος, αλλά απλά λόγο κάποιου συκοφάντη. Οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη και τελικά αποδεικνύετε ότι μόνο τυχαία δεν προέκυψαν ταινίες όπως: «Το Μεροκάματο του Τρόμου», «Η Διαβολογυναίκες» κ.α.
Την ταινία με τους δικούς μου υπότιτλους θα βρείτε εδώ:













Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Pickpocket (1959)


Pickpocket (1959)
Ο ΠΟΡΤΟΦΟΛΑΣ

Σκηνοθεσία: Robert Bresson

Σενάριο: Robert Bresson,

Παίζουν: Martin LaSalle, Marika Green, Jean Pélégri


Όταν ο ανταγωνισμός κινηματογράφου και τηλεόρασης φούντωσε, οι παραγωγοί στράφηκαν προς τους ανθρώπους της τεχνολογίας ζητώντας τους εντυπωσιακότερα πράγματα. Ηχεία που να κατεδαφίζουν τοίχους, τρισδιάστατες εικόνες που να ξεγελούν τον θεατή πως όπου να ‘ναι η χορεύτρια θα πεταχτεί από την οθόνη και θα προσγειωθεί στα γόνατά του, καθώς εντυπωσιακά και φανταχτερά σκηνικά!
Κόντρα σ’ αυτή την τάση, ο Bresson παραιτήθηκε ακόμα και από τα μέχρι τότε αποδεκτά εφέ. Με μια κάμερα στο χέρι, ένα φτωχικό και λιτό δωμάτιο, με φυσικό φωτισμό, λίγες σκηνές στο μετρό, στους δρόμους και σε καφενείο, ερασιτέχνες ηθοποιούς, συνθέτει ένα περιβάλλον που εργάζεται. Έχει την αίσθηση ότι όταν το έργο είναι φορτωμένο με εφέ, ο θεατής επικεντρώνεται σ’ αυτά και όχι στην ουσία που είναι η τέχνη του σινεμά. Έχει άδικο; Σήμερα ακούω  νέους να κάνουν κριτική σύγχρονης ταινίας λέγοντας:
Το αριστερό εμπρόσθιο ηχείο ήταν υποτονικό σε σχέση μα το δεξί. Το πίσω δεξί ηχείο ήταν άνευρο, στις γρήγορες σκηνές παρατηρούνταν μια καφέ θολούρα! Μόνο για την ουσία δεν ακούγεται τίποτα.
Το σενάριο διαπνέεται από Ντοστογιευστική ατμόσφαιρα. Ιδίως από το έργο «έγκλημα και τιμωρία». Μας παρουσιάζεται ένας νεαρός, ο Μισέλ, ο οποίος για βιοποριστικούς λόγους προβαίνει σε μία κλοπή.

Αυτό ήταν η αρχή. Στην συνέχεα εθίζεται και αυτό του γίνεται τρόπος ζωής. Πιστεύει ότι έχει μια ξεχωριστή ικανότητα σε σχέση με τους λοιπούς ανθρώπους και πρέπει την ικανότητα αυτή να την εξασκεί, όπως ένας ταλαντούχος καλλιτέχνης οφείλει να εξασκεί την τέχνη του ενόποιον του κοινού! Αστυνομικός που τον υποπτεύεται αλλά δεν έχει αρκετές αποδείξεις, έχει γίνει η σκιά του. Ανταλλάσσουν οι δυο τους φιλοσοφικές συζητήσεις περί ηθικής και νομιμότητας. Ο Μισέλ υποστηρίζει ότι η κοινωνία θα έπρεπε να παραβλέπει την παραβατικότητα ορισμένων ευφυών ατόμων, διότι αυτοί με την ευφυΐα τους κάποτε θα προσφέρουν στην κοινωνία αξιόλογο έργο!
Ανάμεσά τους έχουμε και την Ζαν, κοπέλα συναισθηματική και υπέρ της νομιμότατος. Μεταξύ των δύο διαφορετικών στον χαρακτήρα νέων, θα ανατηχθεί ένα αίσθημα, το οποίο στο τέλος θα εκδηλωθεί.

Ο αστυνόμος που έχει γίνει η σκιά του Μισέλ, αισιοδοξεί ως άλλος αστυνόμος του μυθιστορήματος του Ντοτογιεύσκη, ότι οι τύψεις θα οδηγήσουν κάποτε τον ένοχο να παραδοθεί.
Ο Μισέλ μεταναστεύει και εξασκεί το «ταλέντο» του και σε άλλες χώρες. Κάποια στιγμή, είτε από νοσταλγία είτε από τύψεις, επιστρέφει στην πατρίδα του παραδίδεται, ομολογεί και καταλήγει στη φυλακή. Αυτή την φορά όμως δεν είναι μόνος. Η Ζαν, ως άλλη Σόνια του ‘έργου «έγκλημα και τιμωρία», του συμπαραστέκεται και τον περιμένει να εκτίσει την ποινή του.

Οι υπότιτλοι είναι δικής μου μετάφρασης.